Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Μανουήλ Μαλαξός

Πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki/Μανουήλ_Μαλαξός



Ο Μανουήλ Μαλαξός ήταν Έλληνας λόγιος,χρονογράφος,ιστορικός,εκδότης και συγγραφέας νομοκανονικών και ιστορικών έργων του 16ου αιώνα.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο( ; -Κωνσταντινούπολη 1581),χωρίς όμως να έχουμε περαιτέρω πληροφορίες για το πρώιμο στάδιο της ζωής του.Πατέρας του ήταν ο ιερέας και οικονόμος της μητρόπολης Ναυπλίου και Άργους ΄Δημήτριος Μαλαξός. Πιθανόν αδελφός του να ήταν ο επίσης λόγιος Νικόλαος(†1584). Έδρασε το β´ μισό του 16ου αιώνα στο Ναύπλιομέχρι τη κατάληψη του από τους Τούρκους(1539).Γύρω στο 1555 τον εντοπίζουμε στη Βενετία,όπου ασχολείται με εκδοτικές και τυπογραφικές εργασίες.Οι επιχειρήσεις του όμως φαίνεται δεν πήγαν καλά κι επέστρεψε στην Ελλάδα.Το 1561 ήταν ήδη νοτάριος της μητρόπολης Θηβών της Βοιωτίας. Το 1577 εγαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου φυτοζωούσε διδάσκοντας μικρό κύκλο μαθητών και αντιγράφοντας χειρόγραφα.Εκεί πέθανε το 1581.
Ο Μανουήλ Μαλαξός μας άφησε δύο σπουδαία έργα:το ''Νομοκανών'' και τη Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλεως Ἱστορία(1584).Το πρώτο γράφτηκε στη Θήβα το 1561 και αποτελεί ένα απάνθισμα ιερών κανόνων και πολιτικών νόμων από παλαιότερα νομοκανονικά κείμενα(από την Εκλογή των Ισαύρων έως τον Αρμενόπουλο.Το δεύτερο αποτελεί συμπίλημα αγνώστων σήμερα ιστορικών πηγών,το οποίο έγραψε κατά παραγγελία του Γερμανού ελληνιστή Μαρτίνου Κρούσιου.Σε ακατέργαστη δημοτική γλώσσα αφηγείται τα ιστορικά του πατριαρχείου από την Άλωση έως το 1578.Το έργο αυτό έχει στενή σχέση με το λεγόμενο Χρονικό του 1570 και τον Χρονογράφο του Δωροθέου Μονεμβασίας.Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Μανουήλ Μαλαξός χρησιμοποίησε κι άγνωστες μέχρι σήμερα πηγές.Ο Νομοκανόνας γράφτηκε αρχικά σε λόγια γλώσσα-και με αυτή τη μορφή είναι γνωστό μόνο από τέσσερεις κώδικες-αργότερα όμως ο Μανουήλ Μαλαξός έκανε μία παράφραση του έργου στη δημοτική,που σώζεται μέχρι σήμερα σε περισσότερα από τριακόσια χειρόγραφα(με μικρές ή μεγάλες προσθαφαιρέσεις).Εξ'αιτίας ακριβώς του πλήθους των χειρογράφων,αλλά και των πηγών που πρέπει να ανιχνευθούν,δεν στάθηκε μέχρι σήμερα δυνατή μία κριτική έκδοση του κειμένου αυτού,που ήταν ο κυριότερος κώδικας εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου επί τουρκοκρατίας.

  • Νομοκανών
  • Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλεως Ἳστορία,
  • Βιβλίον γνωμικόν
  • Στιχηρά ιδιώματα
  • Πελοποννησιακά


Κωνσταντίνος Σάθας (1868). Νεοελληνική Φιλολογία: Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής εθνεγερσίας (1453-1821). Αθήνα: Τυπογραφείο των τέκνων Ανδρέου Κορομηλά. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2009.
  • Εγκυκλοπαιδεία Δομή,τόμος 10,σελ.80,λήμμα>Μανουήλ Μαλαξός
  • Δικτυογραφία



Ζιλ Ντελέζ, Φελιξ Γκουατταρί – Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: ο Αντι-οιδίπους



Από τις πιο πολυδιαβασμένες μελέτες των τελευταίων ετών στη Γαλλία, στο βιβλίο αυτό οι Ντελέζ-Γκουατταρί αναλύουν μέσα από ψυχαναλυτικές, οικονομικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, τη σχέση της επιθυμίας με την πραγματικότητα και ειδικότερα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Αντι-Οιδίποδας χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: στην πρώτη οι συγγραφείς ερμηνεύουν πώς η «υλιστική ψυχιατρική» διαμορφώνεται στο ασυνείδητο αναφορικά με σχέση της με την κοινωνία και τις παραγωγικές της διαδικασίες . Στη δεύτερη ενότητα θα δούμε μια κριτική της ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόιντ, αναφορικά με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ενώ στην τρίτη επιχειρείται μια νέα προσέγγιση πάνω στην υλιστική θεωρία του Καρλ Μαρξ για την ιστορία και την κοινωνίας της παραγωγήςΣτο τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσεται το κριτικό πεδίο που αποκαλούν “σχιζοανάλυση”.
Οι συγγραφείς αντλούν ενδιαφέρον από πολλούς στοχαστές (τους οποίους ταυτόχρονα και επικρίνουν), όπως οι Louis Althusser, Michel Foucault, Ζακ Λακάν, Wilhelm Reich, RD Laing, David Cooper, Carl Jung, Melanie Klein, Jean Oury, Georges Bataille, Karl Jaspers, Louis Hjelmslev, Charles Sanders Peirce, Gregory Bateson, Pierre Clastres, Claude Levi – Strauss, Pierre Klossowski, Jean – François Lyotard, Jacques Monod, Lewis Mumford, Victor Turner και Baruch Spinoza. 
Αναμφισβήτητα κανείς πλέον δεν μπορεί να αγνοήσει πόσο έχουν πληθύνει οι αναφορές σ’ αυτό το ενδιαφέρον. Είναι αλήθεια ότι, την εποχή της κυκλοφορίας της, αυτή η μελέτη πήγαινε κόντρα στην κυριαρχία της σκέψης του Φρόυντ και του Μαρξ στην επιστημολογία των ανθρωπιστικών σπουδών. Δεν ήταν εύκολο να υποστηρίζει κανείς τότε ότι το οιδιπόδειο είναι: “Η ιστορία μιας μακρόχρονης πλάνης, που μπλοκάρει τις παραγωγικές δυνάμεις του ασυνείδητου, τις κάνει να παίζουν σ’ ένα θέατρο σκιών όπου χάνεται η επαναστατική δύναμη της επιθυμίας, τις φυλακίζει μέσα στο σύστημα της οικογένειας”.


Deleuze, Gilles

deleuse-inside(Ζιλ Ντελέζ, 1925-1995)
Ο Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1925 στο Παρίσι. Αρχικά δίδαξε φιλοσοφία σε λύκεια (Amiens, Orléans, Louis le Grand) μέχρι το 1957. Το 1953 δημοσίευσε την πρώτη του μονογραφία, το Εμπειρισμός και υποκειμενικότητα. Δοκίμιο για την ανθρώπινη φύση κατά τον Χιουμ. Από το 1960 έως το 1964 εργάστηκε στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (Centre Nationale de Recherce Scientifique). Το 1962 δημοσίευσε το Ο Νίτσε και η φιλοσοφία. Από το 1964 έως το 1969 ήταν καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λυών. Το 1968 δημοσίευσε δύο διατριβές, τοΔιαφορά και επανάληψη (με επιβλέποντα τον Μωρίς ντε Γκαντιγιάκ [Maurice de Gandillac]) και το Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης (με επιβλέποντα τον Φερντινάν Αλκιέ [Ferdinand Alquié]). To 1969 έγινε μέλος του ριζοσπαστικού Πανεπιστημίου Paris VIII στην Βενσέν (κατόπιν πρότασης του Μισέλ Φουκώ), όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1987. Εκεί γνώρισε τον Φελίξ Γκουαταρί (Felix (Guattari), με τον οποίο συνέγραψε τέσσερα βιβλία. Το 1992 επιδεινώθηκε σοβαρά η πνευμονική πάθηση από την οποία έπασχε ήδη από το 1968. Στις 4 Νοεμβρίου του 1995 ο Ντελέζ αυτοκτόνησε.
Κυριότερα έργα του: Différence et répétition (1968), Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης (1969),Logique du sens (1969), Ο Αντι-Οιδίπους (1972), Mille Plateaux (1980, σε συνεργασία με τον Γκουαταρί), Η πτύχωση. Ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ (1988), Τι είναι φιλοσοφία; (1992, σε συνεργασία με τον Γκουαταρί).

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΝΤΕΛΕΖ

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕΛΕΖ

Εμπειρισμός και υποκειμενικότητα. Δοκίμιο για την ανθρώπινη φύση κατά τον Χιουμ, μτφρ.-επιλεγόμενα-σχόλια Παναγιώτης Πούλος, Ολκός, Αθήνα 1995.
Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001 [1. G. Caccia, Εισαγωγικό σημείωμα», 2. G. Deleuze, «Οι κοινωνίες του ελέγχου», 3. G. Deleuze, «Γράμμα για μια δριμεία κριτική», 4. A. Negri, «Το χρονικό ενός περάσματος», 5. G. Agamben, «Ντελέζ», 6. G. Deleuze – F. Guattari, «Νομαδολογία», 7. G. Deleuze, «Για τον Φελίξ», 8. Α. Negri, «Χάοσμος», 9. F. Berardi-“Bifo”, «Χαρτογραφώντας δρόμους που ανοίγονται».]
Η κριτική φιλοσοφία του Καντ. Η θεωρία των ικανοτήτων, μτφρ. Ελένη Περδικούρη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000.
Η πτύχωση. Ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Πλέθρον, Αθήνα 2006.
Η φιλοσοφία του noir, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2010.
Κινηματογράφος Ι. Η εικόνα-κίνηση, μτφρ. Μιχάλης Μάτσας, επιμ. Κική Καψαμπέλη, επίμετρο Γιάννης Πρελορέντζος, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2009.
Κινηματογράφος ΙΙ. Η χρονο-εικόνα, μτφρ. Μιχάλης Μάτσας, επιμ. Κική Καψαμπέλη, Νήσος, Αθήνα 2010.
Ο Μπερξονισμός, μτφρ. Γιάννης Πρελορέντζος, Scripta, Αθήνα 2010.
Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, μτφρ. Γιώργος Σπανός, επιμ. Φώτης Σιατίτσας – Άρης Στυλιανός, Πλέθρον, Αθήνα 2002.
Ο Προυστ και τα σημεία, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέτα Ράλλη, θεώρηση της μετάφρασης, Π. Α. Ζάννας, Ράππας, Αθήνα 1982.
Ο Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρασης, μτφρ. Φ. Σιατίτσας, επιστ. επιμέλεια Άρης Στυλιανού, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2002.
Σπινόζα. Πρακτική φιλοσοφία, μτφρ. Κική Καψαμπέλη, επιμ. Γεράσιμος Βώκος – Παναγιώτης Πούλος, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 1996.
Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005.

ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΝΤΕΛΕΖ ΚΑΙ ΓΚΟΥΑΤΑΡΙ

Gilles Deleuze-Felix GuattariΓια τον καπιταλισμό και την επιθυμία …με μια παρέμβαση του Pierre Clastres, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2015.
Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια. Ο Αντι-Οιδίπους [pdf], μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέτα Ράλλη, θεώρηση της μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1981.
Κάφκα. Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998.
Τι είναι φιλοσοφία; μτφρ. Σταματίνα Μανδηλαρά, επιμ. Πάρις Μπουρλάκης, Εκδόσεις Καλέντη, Αθήνα 2004.

ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΝΤΕΛΕΖ

«Για τον Φελίξ» (1992-3), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 36-37.
«Γράμμα για μια δριμεία κριτική» (1990), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 17-20.
Εισαγωγή (και επιλογή κειμένων) στο Φρίντριχ Νίτσε, Φιλοσοφικά αποσπάσματα, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Εξάντας, Αθήνα 1993.
«Επιθυμία και ηδονή» στο Gilles Deleuze, Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005, σσ. 229-244.
Επίλογος στο Michel Tournier, Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού, μτφρ. Χρήστος Γ. Λάζος, Εξάντας, Αθήνα 1986.
«Επίμετρο» στο Pierre Klossowski, Πρόταση και απόδοση, μτφρ.-επιμ. Δημήτρης Γκινοσάτης, Futura, Αθήνα 2005.
«Ζιλμπέρ Σιμοντόν: Το άτομο και η φυσικό/βιολογική του γένεση: Διαφορά και επανάληψη», στο Μιχάλης Μπαρτσίδης (επιμ.), Διατομικότητα. Κείμενα για μια οντολογία της σχέσης, Nήσος, Αθήνα 2014.
«Ζωγραφική και αίσθηση», στο συλλογικό τόμο Έννοιες της τέχνης τον 20ο αιώνα, επιστημ. επιμέλ.-εισαγωγή Παναγιώτης Πούλος, Αθήνα 2006.
«“Η δίκη της Ζαν ντ’ Αρκ”: Κατακερματισμός και αναπαράσταση», στο Μ. Δημόπουλος, Θ. Λιναράς, Α. Κυριακίδης (επιμ.), Robert Bresson, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, Ε. Καλλιφατίδη, Μπ. Κολώνας, Χ. Κουτούλας, Θ. Λιναράς, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη 1999.
«Λογοτεχνία και ζωή», μτφρ. Θοδωρής Χιώτης, Περιοδικό Ποίηση, τχ. 27, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2006, σς. 224-230.
«Οι κοινωνίες του ελέγχου» (1990), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 9-16.
«Πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό;», στο François Châtelet, Η φιλοσοφία, Τόμος Δ’, Ο εικοστός αιώνας, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1990.

ΑΡΘΡΑ ΤΩΝ ΝΤΕΛΕΖ ΚΑΙ ΓΚΟΥΑΤΑΡΙ

«Ένας Οιδίπους υπερβολικά μεγάλος», στο Φραντς Κάφκα. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, Ευθύνη, Αθήνα 1983.
«Νομαδολογία», στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 28-35.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΝΤΕΛΕΖ ΚΑΙ ΓΚΟΥΑΤΑΡΙ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

«Η αιχμαλώτιση της πολεμικής μηχανής», απόσπασμα από το Mille Plateaux1980, μτφρ. Ά. Γαβριηλίδης, Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης, 2013.
«Κράτη και επαναστάσεις στη Δύση και την Ανατολή», απόσπασμα από το Mille   Plateaux, 1980 (σσ. 477-480), μτφρ. Ά. Γαβριηλίδης, Weltschmerz K. & Nous, 2 Νοεμβρίου 2013.

ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΝΤΕΛΕΖ

Σωτήρης, Παναγιώτης, «Μορφές εμπειρισμού σε ριζοσπαστικά φιλοσοφικά ρεύματα: Ντελέζ, Φουκώ, Νέγκρι», Αριάδνη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, τόμος 11, 2005, σσ. 301-325.
———–, «Ο νομαδικός εμπειρισμός του Ζ. Ντελέζ», Θέσεις, τχ. 82, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003.
Agamben, Giorgio, «Ντελέζ» (1996), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 26-7.
Badiou, A., «Gilles Deleuze, 1925-1995», στο A. Badiou, Μικρό φορητό πάνθεον, μτφρ. Β. Μπιτσώρης, Άγρα, Αθήνα 2010, σσ. 115-120.
Caccia, Giuseppe, «Εισαγωγικό σημείωμα» (1996), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 5-7.
Μασερέ, Πιέρ, «Ο Φουκώ με τον Ντελέζ. Η αιώνια επιστροφή του αληθούς», στο Gilles Deleuze, Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2005, σσ. 245-261.
Negri, Antonio, «Το χρονικό ενός περάσματος» (1988), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 21-25.
——–, «Χάοσμος» (1996) (για το Τι είναι φιλοσοφία;), στο Gilles Deleuze, Η κοινωνία του ελέγχου, επιμ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2001, σσ. 38-41.

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΝΤΕΛΕΖ

Καββαθάς, Διονύσης, «Δαμάζοντας τα κύματα» (1. Deleuze/Guattari, Τι είναι φιλοσοφία; 2. Deleuze,Φουκώ, 3. Deleuze, Η πτύχωση. Ο Λάιμπνιτς και το μπαρόκ), Το Βήμα / «Βιβλία», Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2006.
————, «Το αντιδιαλεκτικό πάθος της διαφοράς» (G. Deleuze, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία), Το Βήμα, 29 Σεπτεμβρίου 2002.
Τερζάκης, Φώτης, «Το κινούμενο ως εικόνα» (G. Deleuze, Κινηματογράφος Ι. Η εικόνα-κίνηση),Ελευθεροτυπία / «Βιβλιοθήκη», Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010.

Ποιήματα για τα δέντρα, Ανθολόγηση Βασίλης Ρούβαλης





Ανθολόγηση 35 Ελλήνων ποιητών
Του Βασίλη Ρούβαλη




ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ
*

Τι τύχη να σας συναντώ εδώ
όπου γκρεμίζετε τα όνειρά σας
χωρίζοντας λύπες και σώματα
τη μυρωδιά του ευκάλυπτου
τους υδρατμούς της ψυχής
το πένθος στο μανίκι
χρωματιστές οι ρίζες, μαύρα τα κλαδιά
η άνοιξη δεν έρχεται δεν έρχεται δεν ήρθε

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
Οι κερασιές ανθίζουν

Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες
έρχονται και περνούν με τη βροχή
βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν
Γι' αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι
φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται
μαζί με το φιλί σου, χάνονται
για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
*

    Περπατούσαμε αγκαλιασμένες παρέα κορίτσια,
λίγο άλλες μεγαλύτερες, κάθε απόγεμα στο δρόμο που
έφευγε από τα τελευταία σπίτια κι ανέβαινε σ' ένα
ύψωμα να καθίσομε κάτω απ’ τα δέντρα
    Τον δρόμο πριν δύσει τον έβρεχαν μπρος στην
πόρτα τους οι κοπέλες κι ήτανε δροσερός, μα ύστερα
πια δεν ήταν, κι όταν σ' αυτό το κομμάτι φτάναμε
κοκκινωπό ήταν το χώμα, το βράδυ γυρνώντας, κίτρινος
σαν το φεγγάρι
    Τότε μερικές τραγουδούσαν πηγαίνοντας μπρος
απ' τις άλλες, κι ήταν σα χωριστές, που τις έπαιρνε η
φωνή τους, κι έτσι όλες γυρνούσαμε μαγεμένες

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
Κάλυκες

Δέντρο πολύφωνο, ακοίμητο
ο ζεστός αέρας του ξύλου φτάνει ως τη θάλασσα,
μοίρα μουσική
[...]
Αιχμαλωσία:
το πλοίο ακίνητο μες στα δέντρα,
η άβυσσος δυο μέτρα πιο πέρα
περιμένει το πρώτο φύλλο.
[...]
Τα δέντρα δεν είναι αθώα,
οι ρίζες τους φτάνουν ως το μαύρο
της ομορφιάς.
[...]
Βρέχει ασταμάτητα στο δάσος
τα φύλλα διαβάζουν τη Βίβλο.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
Τα δένδρα

Oλα τα δένδρα 'ναι παιδιά,
πώχουν τη Γη μητέρα,
κ' έχουν για χέρια τα κλαδιά,
που σειούνται στον αγέρα.
Σειούνται και λεν μια προσευχή,
λυγούν και προσκυνούνε
τον Ουρανό πώχει βροχή,
και βλέπει πω διψούνε.
Κι ο Ουρανός που τα τηρά,
θυμάται τα παληά του:
πώς ήταν χάμουν μια φορά
κ' είχε την Γη γρηά του
Κι απ' τα φιλιά τ' αδερφωτά,
κι απ' τ' αγκαλιάσματά τους,
'βγήκαν τα δέντρα όλ' αυτά,
τα γνήσια παιδιά τους.
Γι' αυτό του θλίβετ' η καρδιά
την δίψα τους σαν βλέπει:
είναι δικά του τα παιδιά,
να τα ποτίση πρέπει!
Από τον θρόνο του γυρνά
και κράζει μια νεφέλη
και τήνε στέλλει στα βουνά,
στα δάση τήνε στέλλει.
-Πάνε στ' απότιστα δενδρά,
στα δάση που διψούνε,
και πότισέ μου τα φαιδρά
και δώσε τα να πιούνε.-
Βγαίν' η νεφέλη και περνά
Επάν' από την Πλάση˙
και βρέχει μέσα στα βουνά,
και βρέχει μέσ' στα δάση.
Και νοιώθ' η Γη χαρά κρυφή:
ο Γέρος την 'θυμήθη!
και 'βγάλλ' όλ' άνθη στην μορφή,
κι όλο καρπούς στα στήθη.

ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
ΧΧΧ

Σα φύλλα
τα χέρια σου κουνάνε
χαιρετούν
να δείξουν
το μονοπάτι
τη ρεματιά
τα πλατάνια
να δώσουν πίσω
το αίμα
να με ξεχάσουν

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Αμοργός

[...]
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Eνα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
[...]

ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ
Εικόνες από την εκδρομή


Βοιωτία

Οι λεύκες παρουσιάζουν όπλα
Καθώς περνάμε με ταχύτητα μεγάλη
Πάνω στη λίμνη που 'γινε πεδιάδα
Κι αντί για βάρκες και καΐκια
Eνα τρακτέρ χρωμιούχο περπατά.
Πήλιο
Γυμνό κλαρί
Σα μια χορδή βιολιού σπασμένη
Στον αέρα
Κι η δόξα του πελάγου δόγμα.
Πολυεδρικό τοπίο
Το Αιγαίο δεξιά
Κι αριστερά
Κορφές που ανεβαίνουν, θούρια
Μέσα στην πράσινη πλειοψηφία
Κίτρινοι πλάτανοι
Και καστανιές με φύλλα του χαλκού
Αλληλούια.

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Dumont D'Urville

ολημερίς μια φοινικιά
χάμω στη ρίζα κάθεται μιαν αραπίνα
έχει δυό κόκκινα γαρύφαλα στα μάτια
κι έχει δυό ψάρια κάτω απ' τις μασχάλες
τόνα γαλάζιο
τ' άλλο κόκκινο βαθύ
κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα στήθη
κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα σκέλη
ολημερίς μια φοινικιά

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ
Οσίπ Μαντελστάμ

Πόση η θλίψη βλέποντας τη μοναξιά των πόλεων και πού
    το τέλος της διαδρομής τους!
Ονειρεύομαι την αιωνιότητα μέσα στη σιωπή ενός δάσους.
Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην
    αλυσίδα των επιτευγμάτων του,
τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας,
    Οβίδιε.
Ξέρω πως θα συναντηθούμε στον Παράδεισο˙
αλλά στην Ιστορία πέφτει αδιάκοπα μία ψιλή βροχή που
    διαλύει την αιωνιότητα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ηχώ

Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων
Και τις βαρειές σταγόνες απ' τ' αγιάζι
Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων
Κ' ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές
Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων
Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς
Κρατώντας μεσ' στο στόμα τους τραγούδια
Που μάθαν όταν είτανε παιδιά
Και παίζανε κρυφτούλι μεσ' στο δάσος.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ
Ονειρο

Ημερο φως, φωτιά αδελφική,
είδωλο οικείο στον καθρέφτη φυλαγμένο
σαν καμωμένο έργο των ματιών
παιδιού˙
όνειρο ήταν. Ο πατέρας
με κρατούσε από το χέρι˙ με το άλλο χέρι
μου έδειχνε τη γη˙
λιόδεντρα και αρμυρίκια και αγριοσφένταμο
και θορυβώδες ρεύμα του νερού,
όπου το γέλιο της η τσίχλα δοκιμάζει
και χάνεται η οπλή του ελαφιού.
-Να ο κόσμος σου.
Και ο κόσμος είναι η χώρα
που τη ζωή σου έχει υποδεχτεί,
δίνοντας όψη σε ό,τι κιόλας είσαι,
σε αυτό που αλλάζει διαρκώς για να υπάρχει
σκιά του και πηλίκον του αμετάβλητου.
Να ο τόπος σου˙
συγγενικός με τ' άστρα
και την αρμονική των αριθμών˙
εννέα τόνοι τ' ουρανού
στη μουσική τροχιά του
και το φεγγάρι ρούχο κρεμασμένο
στο καρφί, καθώς γυρίζει
η θάλασσα και αφήνει
στην άμμο επάνω όσα νοσταλγείς
ή όσα η ανάγκη έχει ποθήσει
πριν από την ανάγκη νικηθεί.
[...]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
3.

Πρώτη ενηλικίωση στα πεύκα η δεύτερη στα δάση της βροχής. Εφηβεία του ελάχιστου γρασιδιού και του στεγνού ήλιου. Ασπρο της πέτρας άναβε τα πριόνια των ονείρων. Νύχτες με το ρίγος των αλόγων ορμητικό μες στους μηρούς. Το τρέμουλο του νερού βαθιά μες στους σπονδύλους.

ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Το νησί με τους ελαιώνες (Ι)

Φυσά
Και ξετυλίγονται αργά ένα ένα τα πεύκα
Τούφες τούφες ασημένιος αέρας
Παντού...
Οι ελαιώνες της θάλασσας
Και μικρές αλλ' αμέτρητες ξύλινες προκυμαίες
Με τις φωνούλες των παιδιών
Ανηφορίζοντας αντίθετα σαν τα λουλούδια
Σε μια μακριά όπως η παραλία ενθύμηση
Επιστρέφουν.

ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ
Δεν είναι ο περσινός καιρός (5)

Μες στις τρεμίζουσες σκιές -όχι των δέντρων πια- της φαντασίας και του νου τα σχήματα πασχίζουνε να ξαναπάρουν τη μορφή τους. Κάποτε τα είχαν όλα: όνομα, πρόσωπο, ηλικία και τόπο.
Τώρα μονάχα σκόνη.
Κι όσο χάνουν σε επιφάνεια τόσο κερδίζουν σε προοπτική και βάθος. Τυλίγονται στο θάμπος και δεν μπορείς ούτε ένα φύλλο πράσινο ή ένα κομμάτι θάλασσα να δεις.
Τώρα μονάχα σκόνη και ψίθυροι - όχι του ανέμου πια.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
*

Eνα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ' απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση.
Κι αφού πια τότε θα 'ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ' ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,
κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Πολυσέλιδο δάσος

Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
    μόλις ακουόμενο ανάμεσα
        σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ' ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
    Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
    ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ' αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
    Αχ να 'βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ' αποτεφρώνουν.
    Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
    κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
    η διοχέτευση στηνΑπουσία.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ
*

Αυτά μου έλεγε όσο ζούσε.
Τα βρήκα θαμμένα κάτω
από τα ψηλά δέντρα
της γαλλικής επαρχίας.
Και τα θυμήθηκα.

ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ
Δέντρο της τύχης

Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό
Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του
Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτ' εκεί
Αφύλαχτο σ' αυτόν που θα 'ρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει
Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
να 'ρθουν πουλιά στ' άλκιμα κλαδιά
να τ' αντικαταστήσουν

ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
Το λίγο του χρόνου

Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν
Παραμερίζεις τα κλαδιά βλέπεις τώρα τα πράγματα πιο
σφαιρικά ωστόσο πάλι δεν κατανοείς τα σημαίνοντα του
κόσμου ετούτου τελικά δεν ήμασταν γι' αυτήν εδώ τη ζωή
σίγουρα μας κράτησαν λάθος τραπέζι
Τώρα πλέον έχεις κατανοήσει
Το λίγο του χρόνου έχεις κατανοήσει
Σε ποια οριακά σημεία βρίσκονται
Τα φιλιά
Και τα λόγια

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Μέριμνα

Η ησυχία ήταν απόλυτη - εννοώ για τους άλλους, γιατί
εγώ είχα πάντα διαθέσιμους τους τελευταίους πυροβολισμούς
(από μια εξέγερση που χάθηκε εδώ και χρόνια) - εξάλλου
άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση που σε κάνει να τα ξεχνάς όλα, σαν τη μυρωδιά των κυπαρισσιών τα βράδια
    που σε παρηγορεί για την ίδια τη ματαιότητα.


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
*

Κατά το νότο χαμηλά περνούν τα σύννεφα
θωπευτικά πάνω απ' τα βότσαλα της παραλίας
καθώς τραβιέται η θάλασσα προς άλλες νοσταλγίες
Φέτος αργεί να φύγει το φθινόπωρο
τα φύλλα ξέμειναν στα δέντρα δε φτερούγισαν ακόμα
προς τη γη
μα των πουλιών οι αποδημίες στην ώρα τους
μαντήλια αποχαιρετισμών πτυχώνουν τον ορίζοντα
δεν ξεγελιούνται από χαριστικές επιβραδύνσεις
Και μόνο εσύ δε βλέπεις τις σκιές που θάμπωσαν
το πρόσωπό μου
Κρατάς το χέρι μου κι εγώ σου λείπω
πού βρίσκομαι, τι έχω γίνει;
«...καπνός σκιάζει τα μάτια σου...» ψιθυριστά
μου τραγουδάς
δεν απελπίζεσαι δεν απελπίζεσαι
και κλαίω

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
*

Ευλογημένο φως του δειλινού
που τη στάχτη σβήνεις από τον Υμηττό
και ανάγλυφο το πράσινο ποιείς
που σε κρυμμένα πρόσωπα με ξεναγείς
καταργώντας αλλότριες εικόνες
που αφαιρείς τη μάσκα των τυρρανοκτόνων
απ' τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο
και ανάλαφρους, χωρίς Ιππάρχους
Θετταλούς και Ιππίες, τους φωτίζεις καθώς
μελπόμενοι στις Αφίδνες πορεύονται
με τις μυρτιές και τα σακίδια.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Κυττάζοντάς σε

Ενώ μου λες τη σιγαλιά τη βραδινή του δάσου
Πώς αγροικάς, κοντά σου
Εμένανε η φτωχή καρδιά, τόσο πολύ χτυπάει,
Που μοναχά δε σπάει.
Τα δέντρα την ακούνε, ιδές, ένα αεράκι πνέει
Στα φύλλα και την κλαίει,
Μόνον εσύ δεν την ακούς... Το λόγο τον τρανό να πω,
Δειλιάζω και τρομάζω,
Αχάριστος, δε φτάνει που, στο πλάι σου να 'μαι, να σιωπώ,
Και τα μεγάλα μάτια σου τα μαύρα να κυττάζω;

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
Το δέντρο
Ενα δέντρο
δεν έχει πολλά να σου πει
Αλλωστε τι ωφελεί;
Αρκεί που σε βλέπει

Στέκεται εκεί
στην ερημιά βουβό
νεκρό πολλές φορές
Ακίνητο
κρατώντας την ανάσα του
την προσοχή να μη σου αποσπάσει

Κι εσένα οι πράξεις σου
ολοένα και πιο θρασείς
σαθρές και απροκάλυπτες
Τα λόγια σου αέρας
Στις ρίζες και τα φυλλώματά του
Κατακάθονται

Ενα δέντρο
να απαντήσει δεν μπορεί
Αλλωστε τι ωφελεί;
Αρκεί που σε βλέπει

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ζ'

Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου,
ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει
με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά.
Μικρή παρηγοριά
τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη
μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων.
Ομως δεν πέρασε ποτέ απ' το νου μου
πως θα μπορούσα να χαθώ σ' αυτόν τον κόσμο,
πλανούμενος σ' ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών.
Ομως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε
όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει
πίστεις και βεβαιότητες,
σχήματα, χρώματα κατακτημένα.
Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μ' ακόμη ελπίζω
στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Φθινοπωρινό πάρκο

Ω! Πόσον είναι πένθιμο μέσ' στη βροχή το πάρκο,
με τα χλωμά λουλούδια του που γέρνουν λαβωμένα
και τα βρεγμένα αγάλματα που γύρω τους σαπίζουν
σωροί τα φύλλα που 'φερε ο αγέρας μαραμένα...
Οι λεωφόροι του, έρημες, απέραντες και κρύες,
φαντάζουν, μέσα στον τεφρό, στυγνόν ορίζοντά του
-με τα ψηλά τα δέντρα τους γυμνά, σκελετωμένα-
σα να οδεύουν στο βουβό βασίλειο του θανάτου.
Τριγύρω απ' τις δεξαμενές οι αρχαϊκες υδρίες
πλέον δεν καθρεφτίζονται, όπως τα καλοκαίρια,
με τ' άσπρα που κατέβαιναν να πιούνε περιστέρια:
μόνο του αναβρυτήριου το μουσικό το κλάμα,
μαζί με την ψιλή βροχή και με τον κρύο αγέρα,
σκορπιέται μάταιο στη γυμνή, σπαραχτικήν ημέρα.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Φοινικιά

[...]
Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι
του κορμού σου χυτή κ' ελεύτερη τη γύμνια˙
όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι
κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου˙
ω! τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου!
Ετσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,
έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση
που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα,
έτσι δεν είν' η ανατολή, δεν είναι η δύση˙
απ' την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα˙
έτσι όμορφη δεν είν' η αναπαμένη λίμνη˙
στα πόδια σου οι θεοί κ' οι θεολάλητοι ύμνοι!

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ
31, Δευτέρα
Στάχυος, Απελλού
(το όνειρο)


(Αναδιφώντας
Πεύκα αρχαία, με παραπομπές στο μύθο,
Περπατούσα
Στον ελαιώνα που δεν ήταν πια εδώ
Και, πάμφωτος, ανήκε ήδη στη γαλήνη του.
Στον ύπνο μελετούσα
Τα κληροδοτημένα αρχεία, τ' αδιάθετα:
Τόμους ανέμων,
Θάλασσες αθησαύριστες
Μ' όλα τα λήμματα της λύπης.
Αιώνες έμεινα, ως το πρωί,
Καθηλωμένη.
Επιτύμβια κι εγώ,
Ολόγλυφη
Από τον αμερόληπτο μαΐστρο,
Που ξεσήκωνε
Μια ταραχή εφήμερη
Εννοιών και συνωνύμων.)

Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
*

Να οι ευκάλυπτοι που νεύουν μες στη νύχτα
Η απειρία του ματιού διαστέλλει την πιο κρυφή αρτηρία
Ανοίγοντας πύλες
Κύματα ουρανοί και τα σπήλαια πλημμύρισαν ροδόφυλλα
Περίπατοι με ουρανόχροες αψίδες άνθισαν και το νεύμα της
    νεανικής ώρας παρανάλωμα
Το φως που τραγουδάει τα βήματα
Τι να ζητήσω
Η κυρίαρχη φωνή ανοίγει το ανεμόφτερο άνθος
Οι πράοι γρύλλοι ζέσταναν το μελαψό αεράκι
Αθόρυβες θρησκείες διασχίζουν τα δικά μας στήθη με σπονδές
    θριάμβων χρήσιμης σποράς
Οι κουφές ώρες φλυαρούν
Ο ουρανοφεγγίτης χαμηλώνει και μακραίνει τη γραφή μας
Δύο κρουνοί κι οι νάνοι θάνατοι πεθαίνουν με διάφανο νερό.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
Ερώτημα

Λύση δεν έχει το αίνιγμα του κόσμου, κάτω από κάθε πέτρα που σηκώνεις υπάρχει κάτι πιο σκοτεινό και από το ίδιο το χώμα.
Ως εδώ καλά, τι θ' απογίνουμε όμως εμείς που τα λευκά μαλλιά μας ανεμίζουν ακόμα όπως του Οιδίποδα;
Εμείς που ουδέποτε καταδεχτήκαμε την ύπαρξη;
Από ένα σάπιο κλαδί κρεμόμαστε όλοι, φίλτατοι αναγνώστες, από το ίδιο ετοιμόρροπο δέντρο.
Τίποτα άλλο δεν είναι η τέχνη μας, από το γέρικο σκυλί που οδηγεί τον τυφλό.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ
Τα δέντρα

Τι δίκαια και πόσο σιωπηλά είναι τα δέντρα.
Δε ζητάνε στάλα παραπάνω απ' αυτό που τους αναλογεί.
Είτε σε έρημο είτε σε πολυσύχναστη πλατεία,
η λεύκα λεύκινα, η λεμονιά λεμονένια θα ντυθεί.
Ή πάλι μετατρέπονται σε οικοτροφεία και ξενώνες
για της πλάσης τα στρουθιά - αληθινό περίττωμα η λέξη έξωση.
Στο παραμικρό αεράκι πιάνουν το τραγούδι.
Οταν τα πληγώσεις, δε βογκάνε˙ δεν τραβάνε τα πλούσια
μαλλιά τους. Δακρύζουνε κρυφά κι ακούν
οι ρίζες. Ομως καμιά φορά πεισμώνουν όταν ο άνθρωπος
τα βασανίζει. Αγριεύουν τότε, συστρέφονται, φτύνουν
τον καρπό. Εκδικούνται το χέρι που τα καίει.
Ρίχνουν χώρια μες στις πλημμύρες.
Με δένδρινα μυαλά νουθετούνε. Με θεσπίσματα
θεία αφανίζουνε φυλές.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Επίπεδα διάρκειας

Θεμέλια κάτω απ' τα θεμέλια. Οι εκκλησιές κάτω απ' τα σπίτια. Καμπαναριά πάνω απ' τα σπίτια. Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; Σε ποιο κλαδί του αγέρα κρατιέται ο χρυσοφτέρουγος Αρχάγγελος; Θ' ανεβούμε πάνω στηριγμένοι στους ώμους των νεκρών, με το χώμα στο στήθος, σε μια πομπή ερειπίων, κι οι φραγκοσυκιές παραταγμένες κατά μήκος του χρόνου, βουβές, ανανταπόκριτες, με τα φαρδιά τους χέρια να στομώνουν τη βοή της θαμμένης καμπάνας.

ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ
*

Βήμα που βιάζεται προς τη βροχή -
Ω, θλίψη άνοιξη!...
Χαράζοντας οι πρώτοι κεραυνοί
Τ' αρχαίο βλέμμα...
Σ' άλλες μεταμορφώσεις οργιάζοντας το σώμα.
Σε σκόνες άλλες φοβερά κειμήλια
Μνημεία της ερημιάς
Η φρίκη αχόρταγη, ο φόβος, ο
Εφιάλτης όλο πόθο και χολή.
Κι αμείλιχτο ανάμεσα το χάρισμα.
Καθώς παραμερίζεις τ' άδειο φύλλωμα...
Πόσες και πόσες εποχές δεν περπατάς!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΚΓ'

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ
Ασκοπη

Ταΰγετος και τα 'χω αγκαλιά
μέσα στις καρυδιές φωτογραφία.
Κοιτάζουν το φακό και ξεκαρδίζονται
εγώ - προβάροντας το μέλλον - τα σκιάζω.
Μια πόζα ολωσδιόλου άσκοπη.




---------------------
Βιβλιογραφία
Χρήστος Αγγελάκος, Τα φώτα απέναντι, Ικαρος, 2008
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, 2007
Ελένη Βακαλό, Γενεαλογία του κόσμου, Υψιλον, 1990
Γιώργος Βέης, Παράφραση της νύχτας, Υψιλον, 1989
Γεώργιος Βιζυηνός, Ατθίδαι αύραι, Ερατώ, 2006
Φοίβη Γιαννίση, Θηλιές, Νεφέλη, 2005
Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Ικαρος, 1993
Τάσος Δενέγρης, Μιλάει ο αγριόχοιρος, Υψιλον, 2008
Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, Ικαρος, 2004
Δημήτρης Ελευθεράκης, Η στέππα, Νεφέλη, 2006
Ανδρέας Εμπειρίκος, Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Αγρα, 1990
Σταύρος Ζαφειρίου, Χωρικά, Νεφέλη, 2007
Γιάννης Ζέρβας, Η πυξίδα της άνοιξης, Αγρα, 2001
Ιουλίτα Ηλιοπούλου, 11 τόποι για 1 καλοκαίρι, Υψιλον, 2006
Τάκης Καρβέλης, Κατάθεση (1956-2002), Γαβριηλίδης, 2004
Κώστας Καρυωτάκης, Απαντα τα ευρισκόμενα, Ερμής, 2004
Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα: 1961-1978, Ικαρος, 1994
Μαρία Κούρση, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας, Γαβριηλίδης, 2009
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, Καστανιώτης, 2007
Κλείτος Κύρου, Εν όλω, Αγρα, 1997
Τάσος Λειβαδίτης, Υάκινθοι, βιολέτες και ηλιοτρόπια, Κέδρος, 2009
Βύρων Λεοντάρης, Εν γη αλμυρά, Ερασμος, 1996
Χριστόφορος Λιοντάκης, Με το φως, Καστανιώτης, 2000
Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, Πατάκης, 2005
Βασίλης Μανουσάκης, Μιας σταγόνας χρόνος, Πλανόδιον, 2009
Γιώργος Μπλάνας, Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα, Ερατώ, 2004
Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009
Κωστής Παλαμάς, Ανθολογία, Πατάκης, 2004
Παυλίνα Παμπούδη, Τιμαλφή - Μικρό ανθολόγιο, Ροές, 2007
Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, Ευθύνη, 1997
Σταμάτης Πολενάκης, Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ, Οδός Πανός, 2006
Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000, Μεταίχμιο, 2003
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ικαρος, 1998
Γιάννη Τζανετάκης, Βίος βαθύς, Κέδρος, 2004

Candide του Βολταίρου






Ο Βολταίρος παίζει με το περιπετειώδες μυθιστόρημα, που ήταν τόσο της μόδας στα χρόνια του, και μας καλεί να χαρούμε το παιχνίδι του. Αλλά πίσω από αυτό το παιχνίδι, η σοβαρότητα. Δεν υπάρχει πτυχή των κοινωνικών συμβάσεων που να μην ανατρέπεται από τον σαρκασμό· η θρησκοληψία, πρώτη και καλύτερη, η αξία της ευγενικής καταγωγής, ο «ευγενής άγριος», οι πόλεμοι και ο ηρωισμός. Η καλοσύνη υπάρχει, η αλληλεγγύη επίσης, αλλά πάντα από τους φτωχούς, τους απελπισμένους ή τους απόκληρους.Ωσόσο αν ο Candide συνιστούσε απλώς μια απάντηση στις φιλοσοφικές διαμάχες των Διαφωτιστών της εποχής, τότε ίσως πραγματικά να μην διεκδικούσε πια σήμερα παρά μια θέση στην ιστορία των ιδεών. Αλλά το χιούμορ του Βολταίρου είναι καταλυτικό, αλλά η τρυφερότητά του για τον άνθρωπο είναι βαθιά, αλλά η σοφία του τον οδηγεί σωστά, να μην χάνει ποτέ το μέτρο.Από τον πρόλογο του Αλέξη Πολίτη

O Candide είναι η ιστορία ενός Ιώβ των σύγχρονων καιρών, μιας candida anima, αγαθής ψυχής: ενός νέου που παύει σταδιακά να αναγνωρίζει τον εαυτό του, καθώς οι περιστάσεις τον αναγκάζουν να τολμήσει να αφήσει πίσω του ό,τι είχε διδαχτεί: δηλαδή «να μην έχει δική του γνώμη» Η έξοδος από αυτή την ανωριμότητα, η πορεία προς την ενηλικίωση να αρθρωθεί η αυτόνομη αντίρρηση ενός αλλά, ενός mais, στο ερώτημα για τη θέση του ανθρώπου στην τάξη του κόσμου, συνιστά τομή, τη βιαιότητα της οποίας απαλύνει η ίδια η ειρωνική ελαφρότητα και ο ξέφρενος ρυθμός της βολταιρικής αφήγησης -κατά τρόπο ανοίκειο και ανοικειωτικό.

ΚΡΙΤΙΚΗ


Ο Βολτέρος (1694-1778) ήταν πάνω απ όλα φιλόσοφος, αλλά ταυτοχρόνως ήταν και ένας καλλιτέχνης του φιλοσοφικού λόγου. Ο καμβάς πάνω στον οποίο έπλεκε τις φιλοσοφικές του θέσεις για την ύπαρξη του Θεού, για το ρόλο της Εκκλησίας και του θρησκευτικού φανατισμού, για την απόρριψη της μεταφυσικής θεώρησης περί της ψυχής και της αθανασίας της, αλλά κυρίως για το ζήτημα των ορίων της γνώσης και της ελευθερίας του ανθρώπου, αποτελούνταν από δοκίμια, θεατρικά έργα, ιστορικές μελέτες, ποιήματα, κριτικές.


Ο Διαφωτισμός ως περιπέτεια


Ο Διαφωτισμός, σύμφωνα με την κριτική πολλών, είχε μια απλοϊκή και αντιεπιστημονική αντίληψη για την Ιστορία, διακατεχόταν από έναν ανόητο οπτιμισμό, εξοστράκισε τη φαντασία από την περιοχή της ανθρώπινης φύσης και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη σημασία των υπαρξιακών αναζητήσεων.
Η κατηγορία για οπτιμισμό αποτελεί την κυριότερη μομφή κατά της νέας σκέψης. Η πίστη στο θρίαμβο της λογικής, η θέση πως η επιστήμη είναι το θεμέλιο της ευτυχίας και η πεποίθηση πως η πρόοδος είναι η μοίρα της ανθρωπότητας θεωρούνται οι μεγαλύτερες διαψεύσεις του Διαφωτισμού.
Ο Βολτέρος με τον «Καντίντ» απαντά σ αυτές τις κατηγορίες προτού καν διατυπωθούν. Δύο είναι τα κομβικά σημεία αυτού του έργου. Πρώτον, η σάτιρα στη θεωρία περί ικανότητας του ανθρώπου να γνωρίσει τις αιτίες και τον «αποχρώντα λόγο» κάθε φυσικού και κοινωνικού φαινομένου, στην άποψη δηλαδή που θεωρούσε πως δεν υπάρχει αιτιατό χωρίς αιτία, και δεύτερον, η κριτική αμφισβήτηση της λαϊμπνίτσειας θεωρίας πως «ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός», αφού διαφορετικά θα αμφισβητούνταν η ικανότητα του Θεού να κάνει τον πιο καλό κόσμο. Βέβαια για μερικούς και ο Λάιμπνιτς, με την ώθηση της θεωρίας του στα άκρα, αποσκοπούσε να αποδείξει πόσο ασύστατη ήταν η θεώρηση περί του καλύτερου δυνατού κόσμου. Ο Βολτέρος, όπως ευφυώς τονίζει στον πρόλογό του ο Αλέξης Πολίτης, αμφισβητεί πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός, γιατί ακριβώς αγωνιά να τον κάνει καλύτερο.
Στον «Καντίντ» μέσα από ξέφρενους ρυθμούς και απίστευτες καταστάσεις συμπυκνώνονται σε αφηγηματική μορφή οι φιλοσοφικές απόψεις του Βολτέρου. Ο μεγάλος στοχαστής επειδή πιστεύει πως η φιλοσοφική φόρμα είναι δυσνόητη για το ευρύ κοινό, εκθέτει πολλές από τις ιδέες του χρησιμοποιώντας αφηγηματικές τεχνικές. Η χρήση της λογοτεχνικής μεταφοράς αποσκοπεί να εγκαταστήσει στην επικράτεια του κοινού νου τη φιλοσοφική σκέψη. Ο Βολτέρος δεν είναι όμως ένας λαθρέμπορος που μεταφέρει παράνομες σκέψεις ως μετανάστες στην επικράτεια του κοινού νου, αλλά ένας στοχαστής που μέλημά του είναι αυτές οι σκέψεις να εγκατασταθούν μόνιμα σ αυτή την επικράτεια και να δημιουργήσουν μια νέα πολιτιστική ήπειρο. Η χρήση βεβαίως του μεταφορικού λόγου αποσκοπούσε και στην παραπλάνηση της λογοκρισίας του «παλαιού καθεστώτος». Η αφηγηματική μορφή για τους Διαφωτιστές -ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ντιντερό- είναι η μάσκα με την οποία προσέρχονται όχι στο «πανηγύρι της ματαιοδοξίας», αλλά στη γιορτή της κριτικής γνώσης.
Ο «Καντίντ» είναι η συμπυκνωμένη σε αφηγηματική μορφή φιλοσοφική αντίληψη του μεγάλου στοχαστή για τα όρια της ανθρώπινης προόδου και γνώσης. Η πορεία προς την ανθρώπινη γνώση είναι μια ατελείωτη περιπέτεια με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στην πρόοδο και την καταστροφή. Ο Καντίντ συνεχώς τρέχει, ποτέ δεν στέκεται, η ζωή του είναι ταινία σε γρήγορη κίνηση. Πάντοτε όμως ανακαλύπτει κάτι που κανείς δεν περιμένει και όλοι απεύχονται. Αυτό όμως που όλοι απεύχονται είναι η προειδοποίηση για τη δυνατότητα που έχουμε να καλυτερεύσουμε έναν «κακό κόσμο».
Η ζωή του Καντίντ δεν είναι μόνο πολύμορφη, είναι και επικίνδυνη. Κατά βάθος αυτός ο περιπετειώδης τρόπος ζωής του είναι απόρροια της περιέργειας και της κινητικότητας που χαρακτήριζε την περίοδο των απαρχών της νεωτερικής κοινωνίας. Αυτή η περιέργεια γέννησε τον κοπερνίκειο κόσμο, την τυπογραφία, οδήγησε στις γεωγραφικές ανακαλύψεις, στην εφαρμογή των εφευρέσεων στη βιομηχανία και στην ανατροπή των παραδοσιακών πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.


Ο βολτερικός homo ludens


Η κάθε περιπέτεια του Καντίντ αμφισβητεί τις βεβαιότητες τις οποίες μια επιπόλαιη -το λιγότερο- ανάγνωση προσάπτει στο Διαφωτισμό. Ο βολτερικός homo ludens δημιουργεί παίζοντας, αλλά σ αυτό το παιχνίδι υπάρχει μεγαλύτερη σοβαρότητα από αυτή που υπάρχει στον κόσμο της θεολογικής αυθεντίας και της αυστηρής νοησιαρχίας. Παιχνίδι και σοβαρότητα από κοινού δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα αναγνωστικής απόλαυσης. Η περιπέτεια του «Αγαθούλη» μεταφράζεται σε παιχνίδι για τον αναγνώστη, ενώ τα παιχνίδια του δημιουργούν ένα περιβάλλον κριτικού στοχασμού.
Η περιπέτεια και το παιχνίδι δεν είναι το πρόσχημα, αλλά η ουσία. Η κίνηση όμως της περιπέτειας και του παιχνιδιού δεν είναι αυτοσκοπός. Περιπέτεια και παιχνίδι ξεκινούν το ταξίδι τους εφαρμόζοντας τον κώδικα της ελεύθερης βούλησης. Αυτό το μακρύ ταξίδι ξεκινά με την αποκήρυξη του Καντίντ από έναν προτεστάντη ιερέα και το διπλό φόνο που διαπράττει κατά ενός Εβραίου και ενός ιεροεξεταστή, το φόνο δηλαδή της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης.
Ο εκφραζόμενος από τη μεγάλη πλειονότητα των philosophes Διαφωτισμός, αντίθετα απ ό,τι πιστεύουν μερικοί, αναδεικνύεται μέσα από τη σύγκρουσή του με την καρτεσιανή νοησιαρχία. Ο Διαφωτισμός είναι εξέγερση κατά της απόλυτης αιτιοκρατίας και εκείνου του ορθολογισμού που εστιάζεται στις λέξεις και όχι στον αισθητό κόσμο. Οι περιπέτειες του Καντίτ σατιρίζουν τον κόσμο της παντοκρατορίας του κόσμου των αιτιών, όχι γιατί τα πράγματα δεν έχουν αιτίες, αλλά γιατί η απολυτοποίηση της αναγκαιότητας κλείνει το δρόμο στην ελευθερία της βούλησης. Αυτή όμως η ελευθερία της βούλησης αποτελεί το κύριο διαφωτιστικό πρόταγμα. Ο Καντίντ -όπως και ο κινηματογραφικός Μπάρι Λίντον του Κιούμπρικ- σταδιακά αφήνει τον κόσμο της αθωότητας του αναγκαίου και εισχωρεί στον κόσμο της αμαρτωλής ελεύθερης βούλησης. Η ελευθερία είναι αμαρτία, αλλά αν ήταν μόνο αμαρτία τότε δεν θα απασχολούσε τον φιλοσοφικό λόγο, αλλά μόνο τον θεολογικό. Αν η αμαρτία και η ενοχή είναι η μία όψη της ελευθερίας, η άλλη της όψη είναι η δημιουργία. Ο Διαφωτισμός ενδιαφέρεται για τον ελεύθερο αλλά και δημιουργικό «ένοχο».
Ο Καντίντ σε κάθε βήμα του καταρρίπτει και το μύθο του αφελούς οπτιμισμού. Οι περιπέτειές του έρχονται να ανατρέψουν τα στερεότυπα της συνεχούς προόδου. Η ιστορία δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Η πορεία της ιστορίας αποτελείται από εναλλασσόμενες διαδρομές μεταξύ της κίνησης προς το καλύτερο και της κίνησης προς το χειρότερο. Ο σεισμός της Λισσαβόνας και οι περιπέτειές του στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας τον οδηγούν στην επανασύνδεσή του με την αγαπημένη του Κυνεγόνδη και με τον αγαπητό του φιλόσοφο Πανγκλός (απεικόνιση του Λάιμπνιτς), οι πολεμικές του περιπέτειες τον οδηγούν στην Αμερική, στη νέα ήπειρο, σήμα κατατεθέν του νέου κόσμου· εκεί, χάνει πάλι την αγαπημένη του, αλλά ανακαλύπτει τη χώρα του Ελντοράντο, όμως έξω από αυτήν ανακαλύπτει τη δουλεία. Δεν είναι τυχαίο που βλέποντας την άθλια ζωή των δούλων του ολλανδικού Σουρινάμ -παρά τις μεγάλες ατυχίες που είχαν πριν χτυπήσει τον ίδιο- για πρώτη φορά ο «αγαθούλης» μας αμφισβητεί με απόλυτο τρόπο την αρχή του φιλόσοφου Πανγκλός, πως ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός. Αποκτά περιουσία και τη χάνει γρήγορα, αλλά τότε ανακαλύπτει έναν καινούριο φίλο, τον λόγιο Μαρτέν (απεικόνιση του Πιέρ Μπέιλ). Ούτε είναι τυχαίο που η επανασύνδεσή του με την αγαπημένη του και τον, κλονισμένων πεποιθήσεων, Πανγκλός, καθώς και η γαλήνη που βρίσκει στην καλλιέργεια του μικρού του κήπου πραγματοποιούνται στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Ευρώπη. Ο Βολτέρος δεν αμφισβητεί την πεποίθηση πως μπορεί να υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος, αλλά την πεποίθηση πως αυτός ο κόσμος ήταν αυτός της Βεστφαλίας και της Ευρώπης, ο κόσμος δηλαδή των κοινωνικών ανισοτήτων του καθεστώτος, της κληρονομικής ανωτερότητας βασιλιάδων και ευγενών.
Ο Βολτέρος διά του στόματος του γερουσιαστή Ποκοκουράντε -κάτι σαν κύριος «δεν με μέλει»- υποβάλλει σε κριτική τα πιο μεγάλα μυαλά της λογοτεχνίας (από τον Ομηρο ώς τον Μίλτον). Δεν διστάζει να σατιρίσει την ίδια τη μεγάλη «Εγκυκλοπαίδεια», όταν αναφέρεται σε πολύτιμες ακαδημαϊκές εκδόσεις, οι οποίες «δεν είναι σε θέση να περιγράψουν πώς κατασκευάζεται μια καρφίτσα». Στην «Εγκυκλοπαίδεια» υπήρχε ένα λήμμα 5.000 λέξεων γραμμένο από τον Αλεξάντρ Ντέλερ για τους τρόπους κατασκευής της καρφίτσας, ενώ σημαντικά φιλοσοφικά θέματα κάλυπταν πολύ μικρότερο χώρο. Στη συνέχεια, όμως, αυτοσαρκάζεται, όταν ο Καντίντ αναφωνεί «τι μεγαλοφυΐα αυτός ο Ποκοκουράντε! Τίποτα δεν του αρέσει».
Για τον Βολτέρο και για τους περισσότερους εκ των φιλοσόφων του Διαφωτισμού η πρόοδος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η πρόοδος των επιστημών καθίσταται ωφέλιμη μόνον όταν αυτές αναπτύσσονται στο πλαίσιο ελεύθερων και δημοκρατικών κοινωνιών. Η υπεραισιοδοξία αποτελεί το μαχητικό όπλο κατά του σκοταδισμού και όχι την ουσία του παραδείγματος του Διαφωτισμού. Για τους φιλόσοφους το κύριο είναι η πίστη στη δημοκρατία και όχι στην πρόοδο. Αν μπορούσαμε πάντως να κωδικοποιήσουμε την άποψη του Βολτέρου και των philosophes για την αισιοδοξία και την πρόοδο θα λέγαμε πως έχει δύο σκέλη. Εάν γίνεται λόγος για τα γνωσσολογικά θεμέλια αυτού του κόσμου, ένας άνεμος απαισιοδοξίας παρασέρνει τις φωνές των διαφωτιστών, αλλά εάν γίνεται λόγος για τις αρχές που διέπουν τη βούληση αυτού του κόσμου, η αισιοδοξία έχει τον πρώτο λόγο.
Εκτός από την προαναφερθείσα εισαγωγή, ενδιαφέρον παρουσιάζει το επίμετρο του Μίλτου Πεχλιβάνου, στο οποίο επιχειρείται μια διακειμενική περιδιάβαση στον «Καντίντ» μέσα από την ανάγνωση έργων σύγχρονων συγγραφέων. Την έκδοση πλουτίζει ένα χρονολόγιο της ζωής του Βολτέρου, ενώ το μικρό σημείωμα του μεταφραστή προδίδει αγάπη προς το έργο, αγάπη που αποτυπώνεται καθαρά στη μετάφραση.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ