Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ ΣΤΙΒΕΝΣ ΣΕ ΑΠΟΔΟΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑ



Wallace Stevens -poems- 24grammata.com/ free ebook
ΠΡΟΛΟΓΟΙ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ:
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ ΣΤΙΒΕΝΣ ΣΕ ΑΠΟΔΟΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑ
Ο Ουάλας Στίβενς (Wallace Stevens)- για να διαβάσετε τα ποιήματα του στην αγγλική κλικ εδώεξέδωσε το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία 44 ετών το 1923 και έγραψε πολλά από τα καθοριστικά ποιήματά του μετά τα 60. Ευρεία αναγνώριση του έργου του συνδέθηκε με τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 1954, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ενώ, εικοσιένα χρόνια αργότερα, ο γνωστός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ τον χαρακτήρισε τον «καλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό αμερικανό ποιητή της εποχής μας». Σε επαφή με ποιητές και πρωτοπόρους εικαστικούς καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη, όπως ο Μαρσέλ Ντισάν, ο Στίβενς εργάσθηκε ως δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έγινε αντιπρόεδρος το 1934. Δικηγόρος σε ασφαλιστική εταιρεία ήταν επίσης ένας άλλος κορυφαίος μοντερνιστής του εικοστού αιώνα, στον χώρο της πεζογραφίας στην περίπτωσή του, ο Φραντς Κάφκα.
Από τα τρία ποιήματα που ακολουθούν, τα δύο πρώτα προέρχονται από την τελευταία συλλογή, με τίτλο «Ο βράχος», στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Στίβενς, ενώ το τελευταίο είναι το καταληκτικό ποίημα στο πρώτο του βιβλίο, που έχει τίτλο «Αρμόνιο». Αποτελούν μέρος περισσότερων από τριάντα μεταφράσεων ποιημάτων του Στίβενς, που έγιναν με αφορμή εκδήλωση παρουσίασης του αμερικανού ποιητή, που διοργάνωσαν ο Ο.Π.Α.Ν. του Δήμου Αθηναίων και ο Κύκλος Ποιητών στις 11 Ιουνίου 2012. Αποτελούν επίσης εκπλήρωση υπόσχεσης, που είχε δώσει, στα φοιτητικά του χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεταφραστής στον πρωτοπόρο αμερικανό πεζογράφο και μελετητή του Στίβενς Ρόναλντ Σούκενικ.  ( Γιώργος Χουλιάρας)
      
                                                                   Ι                                           

Υπήρχε μια ηρεμία του μυαλού όπως όταν είσαι μόνος σου σε βάρκα στη θάλασσα,
Μια βάρκα που προωθούν κύματα που μοιάζουν στιλπνές πλάτες κωπηλατών,
Σφίγγοντας τα κουπιά τους, λες και ήταν βέβαιοι για τον δρόμο προς τον
         προορισμό τους,
Σκύβοντας προς τα εμπρός και κατόπιν όρθιοι κρατώντας τις ξύλινες λαβές,
Υγροί από το νερό και λάμποντας στην ενότητα της κίνησής τους.

Η βάρκα ήταν φτιαγμένη από πέτρες που είχαν χάσει το βάρος τους και καθώς δεν
         ήταν πια βαριές
Μια ακτινοβολία μόνον είχε μείνει μέσα τους, ασυνήθιστης καταγωγής,
Έτσι ώστε εκείνος που σηκωνόταν μέσα στη βάρκα γέρνοντας και κοιτάζοντας
         μπροστά του
Δεν φαινόταν για κάποιον που ταξίδευε έξω και πέρα από ό,τι είναι οικείο.

Ανήκε στην για τα πολύ ξένα αναχώρηση του σκάφους του και ήταν μέρος της,
Μέρος του κατόπτρου της φωτιάς στην πλώρη του, σύμβολό του, όποιο και αν ήταν,
Μέρος των γυάλινων, νόμιζες, τοιχωμάτων στα οποία γλιστρούσε πάνω από το
         λεκιασμένο με αλάτι νερό,
Καθώς ταξίδευε μόνος του, όπως ένας άνθρωπος δελεασμένος από μια συλλαβή
         χωρίς κανένα νόημα,
Μια συλλαβή για την οποία ένιωθε, με μια καθορισμένη βεβαιότητα,
Πως περιείχε το νόημα στο οποίο ήθελε να εισέλθει,
Ένα νόημα που, καθώς εισερχόταν μέσα του, θα θρυμμάτιζε τη βάρκα και θα 
         ηρεμούσε τους κωπηλάτες
Όπως σε ένα σημείο κεντρικής άφιξης, μια προς στιγμήν στιγμή, μεγάλη ή μικρή,
Απομακρυσμένο από κάθε ακτή, από κάθε άντρα ή γυναίκα, και χωρίς να 
         χρειάζεται κανέναν.

                                                                 ΙΙ                        
Η μεταφορά ανακίνησε τον φόβο του. Το αντικείμενο με το οποίο συγκρινόταν
Ήταν αδύνατον να το αναγνωρίσει. Από αυτό ήξερε πως η ομοιότητά του εκτεινόταν
Λίγο μόνον και όχι πιο πέρα, εκτός αν μεταξύ εκείνου
Και πραγμάτων πέρα από ομοιότητα υπήρχε αυτό ή το άλλο με πρόθεση
         αναγνώρισης,
Αυτό ή το άλλο μέσα στις περιφράξεις υποθέσεων
Για τις οποίες άντρες διαλογίζονταν το καλοκαίρι μισοκοιμισμένοι.

Ποιον εαυτό, λόγου χάριν, περιείχε που δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί,
Γρυλίζοντας μέσα του να ανακαλυφθεί καθώς επεκτείνονταν οι προσοχές του,
Λες και όλα τα κληρονομημένα φώτα του είχαν ξαφνικά αυξηθεί
Από μια πρόσβαση χρώματος, μια νέα και απαρατήρητη, ελαφρά χρωματική
         αντιπαράθεση,
Την πιο μικρή λάμπα, που πρόσθετε το δυνατό της τίναγμα, στο οποίο έδωσε
Ένα όνομα και προνόμιο πάνω από την κανονικότητα της κοινοτοπίας του –

Ένα τίναγμα που πρόσθετε σε αυτό που ήταν πραγματικό και στο λεξιλόγιο του,
Με τον τρόπο που κάποιο πρώτο πράγμα που έρχεται στα δέντρα του Βορρά
Προσθέτει σε αυτά ολόκληρο το λεξιλόγιο του Νότου,
Με τον τρόπο που το πρώτο μοναδικό φως στον βραδυνό ουρανό, την άνοιξη,
Δημιουργεί ένα καινούργιο σύμπαν από το τίποτε προσθέτοντας τον εαυτό του,
Με τον τρόπο που ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα αποκαλύπτει τα απροσδόκητα 
         μεγέθη του.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΡΑΣΤΗ     
Άναψε το πρώτο φως της βραδιάς, όπως σε ένα δωμάτιο
Όπου αναπαυόμαστε και, έστω, σκέψου πως
Το να φανταστείς τον κόσμο είναι το ύστατο αγαθό.              

Αυτό είναι, επομένως, το πιο σφοδρό ραντεβού.                      
Στη σκέψη αυτή είναι που περισυλλέγουμε τον εαυτό μας,
Έξω από κάθε αδιαφορία, σε ένα πράγμα:

Μέσα σε ένα μόνον πράγμα, μια μόνον εσάρπα                                           
Τυλιγμένη σφιχτά γύρω μας, καθώς είμαστε φτωχοί, μια θαλπωρή,
Ένα φως, μια δύναμη, η θαυματουργή επιρροή.

Εδώ, τώρα, ξεχνούμε ό ένας τον άλλον και τον εαυτό μας.
Νιώθουμε το αδιαλεύκαντο μιας τάξεως, ένα σύνολο,
Μια γνώση, εκείνο που διευθέτησε το ραντεβού.                              

Στα ζωτικά του όρια, μες στο μυαλό.
Λέμε πως Θεός και φαντασία είναι ένα …
Πόσο ψηλά το υψηλότατο αυτό κερί φωτίζει το σκοτάδι.

Από το ίδιο φως, από το κεντρικό μυαλό,
Κάνουμε μια κατοικία στον βραδινό αέρα,
Όπου το να είμαστε εκεί μαζί είναι αρκετό.


ΣΤΟΝ ΒΡΥΧΩΜΕΝΟ ΑΝΕΜΟ
Τι συλλαβή ψάχνεις,
Φωνησιμότατε, 
Στις αποστάσεις του ύπνου;
Πες την.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ DE PROFUNDIS (7/12/2015)

ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ DE PROFUNDIS (7/12/2015)
Το περιοδικό ποίησης ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ και οιΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ, μετά τον κατά γενική ομολογία επιτυχημένο πρώτο κύκλο ποιητικών συναντήσεων, συνεχίζουν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, με αναγνώσεις ποιημάτων από νέους και νεότατους στην πλειονότητά τους ποιητές. Απόσταγμα του πρώτου κύκλου είναι μια ανθολογία στις σελίδες της οποίας αποτυπώνεται η ποιητική ατμόσφαιρα και το ποιητικό σφρίγος της νέας γενιάς.

O δεύτερος κύκλος άνοιξε τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου με προσκεκλημένους ποιητές τους Παυλίνα Παμπούδη, Γιώργο Μπλάνα και Άννα Γρίβα. Οι παριστάμενοι άκουσαν ποιήματα από εκπροσώπους τριών διαφορετικών γενιών, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η κουβέντα που ακολούθησε όχι μόνο μεταξύ των ποιητών αλλά και ανάμεσα σε κοινό-ποιητές. Στο επίκεντρο των ποιητικών ανησυχιών τέθηκαν το ζήτημα της ποιητικής ερμηνείας και της αναγκαιότητάς της, καθώς και της οπτικής γωνίας τόσο του ποιητή όσο και του αναγνώστη. Οι απόψεις πολλές, το θέμα ανοικτό – η κουβέντα θα συνεχιστεί στη δεύτερη συνάντηση.

Ανανεώνουμε, λοιπόν, το ραντεβού μας
για τη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2015
στο Βιβλιοπωλείο De Profundis των Εκδόσεων Γκοβόστη
και Ώρα 18:30΄.

Συντονίζει ο
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ποιητής – Κριτικός Λογοτεχνίας

Προσκεκλημένοι ποιητές για την πρώτη συνάντηση
του δεύτερου κύκλου ποιητικών διαλόγων:

ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΥΓΕΡΗ
ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ

"ΔΥΟ ΖΩΕΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ




Σχέδιο Διηγήματος

Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προϊόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ή για τις ελεύθερες ώρες του, μιας και χρόνος πολύς δεν υπήρχε καθώς η διεύθυνση του εργοστασίου, η κίνηση, η διαφήμιση και η προώθηση των προϊόντων ήταν στα χέρια του αφημένη όλη, ήταν λοιπόν η αρχοντιά του μεγάλου του έρωτα για τα Γράμματα, τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, και τα βιβλία. Ο χρόνος που του’ μένε και αφιέρωνε σ’ αυτά ήταν η πολυτέλειά του. Άφατες οι ηδονές που δοκίμαζε κάθε που έπεφταν στα χέρια του βιβλία, ξενόγλωσσα κι ελληνικά, απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες, αλλά ούτε πολλά- πολλά επίσης κι οι κατά κάποιο τρόπο ισότιμοι κοινωνικά και οικονομικά συνάδελφοί του εργοστασιάρχες. ΄Α! όσο γι’ αυτούς! Μαζί τους μοιραζόταν μόνο τις πιο επίγειες, τις πιο υλικές απολαύσεις κι ηδονές :
«Έλα, βρε Σπ... Βγες απ’ το καβούκι σου ένα Σαββάτο βράδυ κι εσύ, και πάμε να γλεντήσουμε... Έχει ένα ωραίο στρηπτιζάδικο στη Συγγρού για μερακλήδες... και πού’ σαι! Κάτι  μανούλια... ολόδικά σου, αν δεν έχει η τσέπη σου καβούρια... ».  
Έζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, θες από τύχη, θες από θέμα χαρακτήρα του που, με το μέστωμα, αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που του’λειπαν ( ή που τον εγκατέλειψαν με τον καιρό ), και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή,                
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
«Μμ.. ο Σπ.. Μα τι περίμενες;... Πού να τον άφηναν αυτόν για προκοπή τα καμπαρέ και οι παραλυσίες...».
Το μεγάλο του ακίνητο – το εργοστάσιο το πρώην- έμεινε κάμποσο καιρό κλειστό, σα φάντασμα. 'Ωσπου σιγά- σιγά πούλησε ένα- ένα τα μηχανήματά του, εκτός από τα λίγα που οι νέοι ενοικιαστές του ζήτησαν ν’ αφήσει "ως ντεκόρ" στη ντισκοτέκ που άνοιξαν στο παλιό του εργοστάσιο έγιναν της μόδας για την νεολαία την trendy οι βιομηχανικές οι ζώνες, εντωμεταξύ, οι σκοτεινές οι απόκοσμες οι γειτονιές, τρελός ήταν να μην το νοικιάσει τέτοιο λαμπρό, περιουσιακό στοιχείο;  Και μάλιστα με νοίκι τόσο καλό;  Κι έτσι άρχισε σιγά- σιγά για κείνον μια  άλλη, μια δεύτερη ζωή. Στη δεύτερη ζωή του αυτή, βαστούσε βέβαια σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα του πρώην εργοστασιάρχη περιορίστηκε. Όπως λέγανε από παλιά, αν δεν τον φυσάς, αν δεν σε βλέπουν αεράτο δεν σε ζυγώνουν οι  πρώην Μακαντάσηδες : «Έλα μωρέ ο Σπ. τελειωμένος είναι απ’ τα πενήντα του...» Δεν τό'νε πείραξε. Άλλο που δεν ήθελε κιόλας να ξεφορτωθεί μίζερους συγγενείς τη γκρίνια τους και την κουσκουσουριά τους,  πριν τό'νε απαλλάξει απ’ αυτούς οριστικά ο Χρόνος. «Κι έμεινε μόνος».             
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή απελπίστηκε. Μαθημένος στη χλιδή, ήταν δύσκολο να ξεμάθει. Φοβόταν τη χαμοζωή. Έτρεμε την αφάνεια, το σκοτάδι, το περιθώριο το κοινωνικό. Να όμως που κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε από τότε που άκουσε μέσα του την εσωτερική εκείνη φωνή που τόνε γύρισε χρόνια πολλά πίσω. Ήταν σα να’χε ξαναγεννηθεί, κι άρχισε να μεγαλώνει ξανά μανά απ’ την αρχή. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά του τα θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα μπορούσε να ζήσει μια καινούργια, ελεύθερη, πιο εσωτερική ζωή. Ιδίως με το πέρασμα των ετών και με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή έβρισκε πως τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και –προπάντων- τού αρκούσε. Με κάποια κουτσοχρηματάκια από την οικογενειακή του περιουσία και το νοίκι απ’ το εργοστάσιο, δεν είχε την ανάγκη της επιβεβαίωσης μέσα από την επιχειρηματική δράση, σ’ αυτή την ηλικία άλλο πια. Είχε τρέξει όσο ήταν καιρός για να αποδείξει. Τώρα ήταν ώρα να εισπράξει. Άσε που –όρεξη να’χε-, όλο και κάποιες δουλειές, που θα τίς έλεγε παρασιτικές, ποτέ δεν έλειπαν. Κι ο ίδιος να μην το’ θελε, ήταν στη μοίρα του να φαίνεται συχνά χρήσιμος στους άλλους. Κι όσο για διασκεδάσεις κι ηδονές; Και σε τούτη τη φάση ούτε του έλειψαν κι αυτές. Με νέες παρέες τώρα, πιο ταιριαστές, όλο και τις γλένταγε κάποιες νύχτες του, χωρίς ενοχές και μουρμούρες οικογενειακές, μικροαστικές. Κι ύστερα απ’ τις μικρές του δόσεις αλητείας, γύρναγε πάλι στις μελέτες και τα ενδιαφέροντά του τα αμιγώς πνευματικά. Σε ίση απόσταση στέκοντας κι απ’ τα δύο, νιώθοντας ότι από κάτι γλύτωνε, μονολογούσε με ικανοποίηση στον εαυτό του τακτικά: «Ούτε καλόγερος χαρτοπόντικας, ούτε νυχτόβιος κι αλήτης, λες να τά’χεις καταφέρει, Σπ. μου;» Αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε, κι έτσι καθόλου στερημένος, καθόλου ορφανός, μπορούσε και σ’ αυτό του το ξεκίνημα απ’ τα πενήντα και μετά, να νοιώθει πάλι μια χαρά ... Να ξανακοιτάει τον ήλιο και να χαίρεται τα πρωινά όταν ξυπνά. ΄Ασε που η όρεξη της δημιουργίας πρόσθεσε στα ενδιαφέροντά του και τη συγγραφή πάνω στις μελέτες πού’χε κάνει μια ολόκληρη ζωή. Άρχισε ευθύς ένα δοκίμιο κριτικής : «Η σεξουαλική ιδιοτυπία του Καβάφη»  ο Σπ. Δη. – ο "καινούργιος".


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


Η κ. Νότα Χρυσίνα μου ζήτησε ένα μου διήγημα καθώς και μια παρουσίαση των βιβλίων μου για το blog cantus firmus. Δύσκολα και τα δυο για μένα. Διότι ούτε διηγήματα γράφω (συστηματικά τουλάχιστον), ούτε σε κριτική ανάλυση των ίδιων μου των βιβλίων μπορώ να επιδοθώ. "Για να γνωρίσουμε τον Τάκη", επέμεινε, "πέρα από σκηνοθέτη και μελετητή της λογοτεχνίας μας". Κι έτσι – με αφορμή μάλιστα αυτό μου το βοηθητικό ‘‘σχέδιο διηγήματος" που βρέθηκε κάπου στο Word μου-, παρασύρθηκα να κάνω και μια σύντομη παρουσίαση της δεύτερης δραστηριότητάς μου κι εγώ, της, ας την πούμε, συγγραφικής, σ’ ένα διπλό κείμενο, δίνοντας στο cantus firmus μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά, γυρίζοντας στο Χρόνο πίσω, εκεί στα 1978, τότε που είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου νεανικό διήγημα αναρωτιέμαι: «Mπορώ άραγε να διαχωρίσω τη δραστηριότητά μου αυτή (δεν μ’ αρέσει η έκφραση αλλά πώς αλλιώς να το πω; – του ‘συγγραφέα’- από την σκηνοθετική μου τη δουλειά; Αφού το διήγημα εκείνο με τίτλο
«Μια φιλία» δημοσιευμένο στο πρώτο και τελευταίο τεύχος της έκδοσης Τέχνης και Λόγου "Καμπύλη" το 1978, ήταν χρονικά συνδεδεμένο με τις δυο μικρού μήκους μου ταινίες εκείνης της εποχής, την «Λίζα και την Άλλη» του 1976 και την «Καλλονή» του 1977; Και το κυριότερο! είχαν και παρόμοια σχετικά θεματολογία: το "φύλο" και την "αναζήτηση ταυτότητας" οι δυο μου μικρού μήκους, που, με τη σημερινή ορολογία, θα τις λέγαμε gender performances, το ξύπνημα της σάρκας και την μύηση στον ΄Έρωτα ενός δεκατριάχρονου αγοριού από ένα μεγαλύτερο παιδί του λιμανιού σε μια κωμόπολη, καθώς και την πρώτη του τραυματική ομοφυλοφιλική εμπειρία σ’ αυτό το κλειστό και αποδοκιμαστικό περιβάλλον της επαρχίας, το διήγημά μου: «Πρέπει ν’ αρχίσης, να το μάθης, είναι η ηλικία τώρα, άμα σού κολλήση καμμιά, μην σε πη μαλάκα.» «Γιατί, τα κορίτσια ξέρουν από τέτοια πράγματα;», τον ρώτησε με κωμική απορία. «Ρε χαζέ, τι είν’ αυτά που λες», είπ’ αυτός, «τα κορίτσια το θέλουν περισσότερο, βλέπεις που κάνουν τις ντροπαλές, εσύ τώρα τι κάνεις, τραβάς καθόλου;»
Δεν θα έκανα καθόλου αυτή την αναδρομή σ’ αυτό το μικρό διήγημα που δημοσίευσα μισοανώνυμα ως Τάκης Σπ., κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου στο Ναυτικό, αν δεν ήταν για την παράλληλη σκηνοθετική και συγγραφική μου πορεία “μοιραίο” : Στα 1993, συμπληρώνοντάς το μ’ ένα ‘δεύτερο μέρος’ στήριξα πάνω του ένα σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με τίτλο «Πύρινες Χαρές», για τη συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκα μ’ ένα γενναίο ποσό από το Εuropean Script Fund. Η μη χρηματοδότηση του σεναρίου μου από το Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς κι η ηθική μου κόπωση από μια προηγούμενη ταινία που δεν είχε πάει και οικονομικά καλά, τα «Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη», με έκαναν να νιώσω αφόρητη πίεση,  και να μην ξαναγράψω άλλο σενάριο για τον κινηματογράφο. Οι «Πύρινες χαρές» μου μ’ έκαψαν. Επίσης στο σενάριο αυτό, στο οποίο ο χρόνος εντωμεταξύ πρόσθεσε κι ένα τρίτο μέρος με καινούργιες εμπειρίες, στήριξα αργότερα το μυθιστόρημα

«Δελτίον ταυτότητος», ΄Άγρα 2003. ΄Ώσπου με έκπληξη είδα μια μέρα, ξαφνικά, σ’ ένα πειραιώτικο blog ότι ούτε το διήγημά μου «Μια φιλία» είχε ξεχαστεί 36 ολόκληρα χρόνια από την δημοσίευσή του! Ο μελετητής Γιώργος Μπαλούρδος σε μιαν ανάρτησή του με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2014 αναφερόμενος στην ύλη της «Καμπύλης» γράφει: «Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν ‘παιδιά που δεν γίνονται άντρες’ όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς».

΄Όπως καταλαβαίνετε, πρωτόγραψα βιβλίο από θυμό και για να διαμαρτυρηθώ για το κομμένο μου σενάριο. Ταυτισμένος με τον Ταχτσή που τον γνώριζα απ’ το ΄74, έγραψα ένα διπλό χρονικό : αφενός πώς δεν έγινε το δικό του «Τρίτο Στεφάνι» ταινία το ΄82 απ’ τον Αγγελόπουλο, κι αφετέρου διηγήθηκα και μια παλιά μου απόπειρα να μεταφέρω στην τηλεόραση ένα διήγημά του, η οποία, δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε. ΄Έτσι, οι σελίδες του πρώτου μου βιβλίου «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» οδός Πανός 1996, εκτός από τα πικαρέσκα περιστατικά της σπινθηροβόλας ζωής του Ταχτσή που έζησα  από κοντά : «Ουδόλως σοκαρίστηκε, ακίνητος κάτω απ’ την ομπρέλα, στη θέα του συγγραφέα ντυμένου εκείνη τη νύχτα Σπανιόλα με κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί , ο Π...», χαρακτηρίζονται από σελίδες βαθύτατου πόνου δικού του: 
«΄Ημουνα μπροστά σ’ ένα πληγωμένο θηρίο. Δε μιλούσα. Και τι να ‘ λεγα; ΄Αλλωστε μιλούσε μόνον αυτός. Που και που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Δεν τον είχε βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ, να γίνει ταινία το ‘Τρίτο Στεφάνι’...» αλλά και δικής μου νεανικής αθυμίας: «Το γεγονός ότι είχα αρχίσει να βλέπω τι Κρόνος ήταν αυτός ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και πόσο έτρωγε τα πιο ταλαντούχα παιδιά του, δεν μ’ έκανε να βάλω μυαλό...»

Μετά το γύρισμα της βιογραφικής του Λαπαθιώτη ταινίας μου «Μετέωρο και Σκιά», άρχισα να έχω κάποιες ενοχές : είχα εστιάσει, όπως ήταν φυσικό για τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας κινηματογραφικής ταινίας, περισσότερο στο πρόσωπο του ποιητή, παρά στο έργο του, το οποίο συνέχιζα να αναζητώ σε παλαιοβιβλιοπώλες και βιβλιοθήκες, και να μελετώ. Είχα αξιόλογο υλικό ανέκδοτο, και ήθελα να το φέρω στο φως, αλλά δεν μού’ φτανε αυτό. ΄Όπως έγραφε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης στον δοκιμιογράφο Δ. Νικολαρείζη για το βιβλίο του «Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος» ΄Ικαρος 1961 : «Καλόν να ερευνηθούν τα καθέκαστα βιογραφικά του Κάλβου αλλ’ απ’ αυτό δεν βγαίνουν πολλά πράγματα. Θα προτιμούσα να εύρισκα καιρόν διά να δημοσιεύσω την πραγματείαν μου ως φιλολογικήν συμβολήν εις την αισθητικήν καταξίωσιν του ποιητού». Με παρόμοιες σκέψεις τελείωσα κι εγώ την κριτική μου μελέτη πάνω στο Λαπαθιώτη, εμπλουτίζοντας κάποια δοκίμια που είχα ήδη γράψει και δημοσιεύσει, και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως ένα ανθολόγιο 63 και βάλε άγνωστων πεζών ποιημάτων του που είχα συλλέξει από παλιά περιοδικά, καθώς κι άλλα άγνωστά του κείμενα στις πολυσέλιδες σημειώσεις του βιβλίου αλλά και στα κεφάλαιά του, και στη βιβλιογραφία του ‘χωμένα’ :«Χαίρε Ναπολέων» Άγρα 1999.

Όπως, παλαιότερα, και με την ταινία μου «Μετέωρο και Σκιά» 1985, είναι αλήθεια ότι το βιβλίο μου αυτό, θεωρήθηκε (με καθυστέρηση, είν’ αλήθεια, γιατί την χρονιά της έκδοσής του παρουσιάσθηκε μάλλον στα ‘‘ψιλά’’), το επιφανέστερο, το πιο βαρύ, το πιο επίσημο ανάμεσα στις συγγραφικές μου εργασίες :  «Το δοκίμιο Χαίρε Ναπολέων (1999 ) είναι μια εξαίρετη εργασία, με απόσταση η αρτιότερη συγγραφική δουλειά του Σπετσιώτη» έγραψε σε δοκίμιό της με τίτλο «΄Ενας πικραμένος άνθρωπος» η Λίνα Πανταλέων (βλέπε περ. ‘Νέα Εστία’ τ. 1805, Νοέμβριος 2007 και στο βιβλίο της ίδιας «Αναγνωστικά δικαιώματα» εκδόσεις Πόλις 2009 ).
΄Ηταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα – χωρίς να υπερβάλω-, το να μην μείνει το σενάριό μου «Πύρινες χαρές» αναξιοποίητο σ’ ένα συρτάρι. Μιας και δεν ευτύχησε να γίνει ταινία, επιδόθηκα να το αξιοποιήσω σαν πεζογραφία. Δεν ένιωσα ούτε δισταγμό, ούτε διχασμό. ΄Άλλωστε δεν είχε ξεκινήσει από πεζογραφία; Τι άλλο ήταν εκείνο μου το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα, το «Μια φιλία»; Με τίτλο «Δελτίον ταυτότητος», φιλοτέχνησα ένα μυθιστόρημα λοιπόν, με συναρπαστικό θέμα τις παραλλαγές πάνω στο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, χωρίς να γράψω ένα αμιγώς ‘αυτοβιογραφικό’ βιβλίο, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα mise en abyme για την ταυτότητα, την εσωτερική διαμόρφωση ενός ήρωα που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του: δωδεκάχρονο μαθητή σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να μαθαίνει βιολί, εικοσάχρονο ερωτευμένο νέο στον Πειραιά, σπουδαστή του Ωδείου, και σαρανταπεντάρη μεσήλικα στην αυγή του 2000, εξόριστο απ’ το σινάφι, κάπου στο Πέραμα, να βιοπορίζεται από παραδόσεις μαθημάτων μουσικής.
Ταυτότητα σημαίνει το ν’ αποτελείς μέρος του περιγύρου σου. Αλλά ταυτόχρονα να’σαι και τόσο διαφορετικός απ’ αυτόν, μοιάζει να συμπεραίνει το μυθιστόρημα, όσον αφορά το περιεχόμενο, για το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα στον Τύπο, αν εξαιρέσει κανείς την γενναιόδωρη, όμορφη κριτική του Μανώλη Πιμπλή «Η μετέωρη τόλμη της μοναξιάς. Ο Τάκης Σπετσιώτης ξεδιπλώνει θαρραλέα τις πτυχές μιας ομοφυλόφιλης ζωής»  στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ‘Βιβλιοδρόμιο’ 7-8 Ιουνίου 2003. Αλλά ευελπιστώ – οι ‘συγγραφείς’, βλέπετε, έχουμε κι εμείς τις ψευδαισθήσεις μας-, ότι όλο και κάποιος νεότερος μελετητής κάποτε θα βρεθεί που θα κάνει την εκτίμηση αυτού του βιβλίου ως ‘γραφή’ : μιας και αφηγούμαι, διατρέχοντας συνειδητά, σχεδόν όλη την γκάμα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας που μέχρι τότε είχα διαβάσει. Αφηγούμαι άλλοτε ως ήρωας σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε ως συγγραφέας σε τρίτο, παίρνοντας μάλιστα και φανερά συνειδητή απόσταση απ’ την δράση : «Στο σημείο αυτό, θέλοντας με ειλικρίνεια να περιγράψω τι ένιωσα, δεν θα κατέφευγα σε βέκιες, βαρύγδουπες εκφράσεις όπως ‘‘μαχαιριές γρήγορες και πυκνές’’, ‘‘εξαίσιος πόνος’’ και ‘‘ το πίσω μέρος του σώματος να κατακρεουργείται’’, με τις οποίες, όχι πάντα χωρίς κάποιο κρυπτορατσισμό για παρόμοιες καταστάσεις, λογοτέχνες ακόμη και της λεγόμενης ‘‘πρωτοπορίας’’ περιγράφουν ανάλογες σκηνές.»

Μ’ αυτά τα τρία βιβλία, είναι η αλήθεια, ότι άδειασα, δεν είχα και πολλά πράγματα να προσθέσω μετά. Και το να γράφω για να βρίσκομαι απλώς  ‘μέσα στα πράγματα’ δεν μ’ ενδιέφερε. Ωστόσο εξέδωσα ξανά το πρώτο μου βιβλίο, αναθεωρημένο, με τίτλο «Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι», Πολύχρωμος Πλανήτης 2006. Πρόκειται για το ίδιο έργο, με κάποιες απαλείψεις από το κείμενο του 1996.    
   
Μια συλλογή ποικίλων κειμένων μου, αφηγηματικών και δοκιμιακών, της εικοσιπενταετίας 1981- 2006 με τίτλο «Τριανδρίες και Σία» ( με μια φιλοπαίγμονα διάθεση στον τίτλο, που κάποιοι αντιλήφθηκαν, τριανδρία αποτελούσαν για μένα οι τρεις κεντρικές φιγούρες των προηγούμενων βιβλίων μου, οι ‘επώνυμοι μέντορες’ Ταχτσής –Λαπαθιώτης’ κι ο μισοάγνωστος ήρωας του «Δελτίου ταυτότητος» μουσικός Παύλος Μέρλος με αριθμό ταυτότητος Θ.307.136 ). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε απ’ την ΄Αγρα το 2006. Το ίδιο και η μικρή νουβέλα «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου - Λαϊκή περιπέτεια» με θέμα την παραβατική σχέση ενός καθηγητή Αγγλικών μ’ έναν μικροπωλητή το πρωί και rent boy τη νύχτα,  επίσης από την ΄Αγρα το 2009 . Εκδόθηκε από κοινού με το  «Άλλο κρεβάτι» -"Έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικόνες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή", ένα θεατρικό μου που μέχρι σήμερα δεν έχει παιχτεί. Είναι αλήθεια ότι δεν επικράτησαν ‘συγγραφικοί καθωσπρεπισμοί’ στα λίγα δείγματα πεζογραφίας που έδωσα. Κατέφυγα στο γράψιμο όχι τόσο για να μπω στις λίστες των ‘ευπώλητων’ βιβλίων της εβδομάδας ή του μήνα, αλλά διεκδικώντας μιαν ελευθερία έκφρασης που, στις σκηνοθετικές μου δουλειές – είτε επρόκειτο για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είτε για το θέατρο-, δεν μού επιτρεπόταν. Αυτό, όσον αφορά στις ωμές ρεαλιστικές σελίδες του «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» το επισήμαναν κάποιοι κριτικοί: «Ο Σπετσιώτης αποδίδει με δυνατά χρώματα την έκλυτη ψυχή του Νικήτα και αποφεύγοντας τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό πετυχαίνει να φτιάξει έναν έκτυπο και ολοζώντανο χαρακτήρα, ο οποίος συμπυκνώνει στις εξαιρετικά παρορμητικές αντιδράσεις του όλη την υπόγεια βία μιας κοινωνίας, η οποία το μόνο που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω είναι ο μίζερος καθωσπρεπισμός της», σημείωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ‘‘Ελευθεροτυπία’’ 24 Μαΐου 2009,  ( ‘‘Η μιζέρια του να είσαι καθωσπρέπει’’ ).
                         
                                                                          ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ





                         
Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).                                     



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014

2016: Σεμινάριο μαθημάτων για την Πρώιμη Ιταλική Αναγέννηση - Ζωγραφική


Τα δύο τελευταία μαθήματα του Σεμιναρίου Ιστορίας της Τέχνης «Η Ζωγραφική της Πρώιμης Αναγέννησης Μέρος Α' και  Β'», θα πραγματοποιηθούν μετά τα Χριστούγεννα, με το νέο έτος. Οι ημερομηνίες διεξαγωγής θα ανακοινωθούν σύντομα.
Θεοδώρα Παπαχρήστου
Το 2007 αποφοίτησε με Άριστα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με καθηγητές στην Ιστορία της Τέχνης τον κ. Νίκο Ζία και τον κ. Μανώλη Βλάχο. Από το 2002 ως το 2006 πραγματοποίησε παράλληλες σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στην  Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές την κ. Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Ναυσικά Πανσελήνου, Ειρήνη Φλώρου και Νίκο Δασκαλοθανάση. Με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και τον Ιανουάριο του 2015 έλαβε δίπλωμα ειδίκευσης στην Ιστορία της Τέχνης με Άριστα – 10, εκπονώντας εργασία με θέμα «Αφηγηματικές απεικονίσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο έργο του Jan Van Eyck».

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, "Τοπίο βροχής"


(Vincent van Gogh, "Landscape in the rain", 1890)

Α΄

Βρίζεις βροχή ουρανέ ρικνό κριμάτισμα
Σαν κύμα που όλο επάνω μου τσακίστηκε
Για μια στιγμή σπασμένο από το βάρος του
Και φύτρωσε άξαφνα στα μάτια μου ένα φως
Μα φως ένα άγριο κλαδί λιγνό ποδάρι
Όπως καρφώθηκε στα μάτια μου με οπλή
Τινάζοντας τα χώματα παντού

Μετά άμα αίμα μύρισε οχετός
Βάρυναν τα φτερά και ηχεί τριγμός

Βρίζεις βροχή ουρανέ αραιό κυμάτισμα και
Δες πώς δένει αργά ένα κάγκελο γυαλί
Που υφαίνεται και υψώνεται διαρκώς ενώ η βροχή
Με χλόη ντυμένη πάλι πέφτει απ’ την αρχή
Με αγκάθια ραίνει όλες τις ώρες του ο καιρός
Στεφάνια πλέκοντας με χείλη μαραμένα

Μετά πεσμένο λάβαρο η βροχή
Μέταλλο από νερό κομματιασμένο είναι και δες

Κρυφά πως φτύνει νύχτα τον καθρέφτη της
Να μην τη δει όπως κείτεται γυμνή
Τετράφυλλη όλη και άκουσε η βροχή
Πώς κλαίει θηλάζοντας τη λάσπη μες στους λάκκους της
Λίγο πριν σηκωθεί
Μπορεί γι’ αυτό της φτιάχνει πέδιλα ο καιρός
Να μην τα λιώνει ο κεραυνός – να περπατήσει



Β΄

Πάλι βροχή φυτρώνει ανάποδα – να οι σπόροι της
Τι χρώμα αλλάζοντας τα χώματα στον ουρανό
Στάλες νομίσματα που αστράφτοντας γλιστρούν
Καθώς αστράφτουν πριν χαθούν μέσα σε ρυάκια
       αγριεμένα

Βροχή φυτρώνει το νερό της συλλογίζεται
Χωρίς να ηχεί με στάλες συλλαβίζεται
Στο βήμα του ήχου μιας σταγόνας μακρινής
Με τρέμισμα που εντός της καθρεφτίζεται
Όσο κρατάει το τίναγμα κατά τον ουρανό

Γιατί φυτρώνει ανάποδα η βροχή
Χυμένο μέταλλο λιωμένο από φωτιά μπορεί γι’ αυτό
Καμιά φορά να είν’ η φωτιά το δέρμα της γδαρμένο
       από νερό
Και το νερό διάφανο δέντρο αόρατα κλαδιά
Φίδι τυφλό με δέρμα υγρό τη φλόγα συλλαβίζει



Γ'

Δέντρο μου ατάραχο νερό
Και αδέξιο μοίρασμα του σκοταδιού
Πέτρα απελέκητη και ηλικία βουβή
Ποτάμι ακίνητο βουερό που όλο κυλάς
Χωρίς ν’ απλώνεσαι∙ μονάχα ως τα κλαδιά
Τυφλά πλοκάμια σου

Δέντρο μου ψάρι του ύπνου μελανό
Λιγνό σκοτάδι



Δ΄

Καμένο αλάτι τέφρα του νερού
Κίτρινο φύλλο δάκρυ του καιρού
Πέφτει ένας ήλιος τσιμουδιά
Φύλλωμα τρίζοντας ψηλά – αλλά

Χωρίς το λάμδα το νερό δεν δένει φύλλο

Με λάμδα ρίχνοντας χοχλάει το νερό
Στον δροσερό του μέσα αχό και δες
Πώς τότε αμέσως δένουνε τα ρω
Πώς ανασαίνει πάλι το νερό
Φτύνει το αλάτι του όλο – αλλά

Δάκρυ ουρανού κυλάει παντού
Νερό με χωρίς φύλλο



Από τη συλλογή «Πατρίδα το αίμα», 1996,
που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση

«ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1972-2000)» εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 2004