Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ

Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης / Ο Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής


                                       Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Δύο παιδιά στην παραλία, 1919,  Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1881, ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος σταφιδέμπορας γεγονός που επέτρεψε στον Θεόφραστο να ασχοληθεί με την ζωγραφική χωρίς να τον απασχολεί το οικονομικό ειδικά στα πρώτα χρόνια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας.
Από το 1900 έως το 1907, ο Τριανταφυλλίδης σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Εκεί ο δάσκαλος του Γ. Ιακωβίδης – ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου – τον προέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο στο εργαστήριο του Λούντβιχ φον Λοφτς κάτι το οποίο και έκανε. Το 1910 εγκατέλειψε το Μόναχο για να πάει στο Παρίσι όπου συνέχισε τις καλλιτεχνικές σπουδές του στο εργαστήριο του Ντεζιρέ-Λουκά. Τα λίγα χρόνια που έμεινε στο Παρίσι καθόρισαν την μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία. Πριν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα, αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τον ακαδημαϊσμό και να στραφεί προς τα σύγχρονα ρεύματα της εποχής.
Το 1912 ο Τριανταφυλλίδης κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους όπως είχαν κάνει και άλλοι ζωγράφοι της γενιάς τους. Το 1913 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να ζωγραφίζει στο ίδιο εργαστήριο με τον Κ. Μαλέα. Μαζί του καθώς και με τον Ν. Λύτρα κ.α. υπήρξαν ιδρυτές της «Ομάδας Τέχνης» η οποία έφερε σημαντικές αλλαγές στα εικαστικά πράγματα της Ελλάδας με την πρώτη έκθεση τους το 1917. Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε στενός φίλος του Περικλή Βυζαντίου επίσης ζωγράφου με τον οποίο γνωρίστηκε την εποχή που σπούδαζε στο Παρίσι.
Ο Τριανταφυλλίδης στην αρχή ασχολήθηκε με σκηνές εσωτερικών χώρων, της καθημερινής ζωής οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ηθογραφικές από κάποιους κάτι όμως το οποίο δεν ισχύει καθώς επίσης και με νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και τοπία. Τα έργα του διακρίνονται για την βαθιά τους εσωτερικότητα και την μελαγχολική τους διάθεση. Από το 1930 και μετά διαμόρφωσε το δικό του ιδιαίτερο ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται από την απεικόνιση της λιτής καθημερινής ζωής του μικρασιατικού κόσμου και του κόσμου του μόχθου.
Στους πίνακες του οι μορφές είναι σχεδόν αφαιρετικές και δεν υπάρχουν περιγράμματα. «Η προοπτική διαλύεται στην ολιγοχρωμία και την αχλύ που δημιουργείται , καταργώντας κάθε χωριστικότητα. Πρόκειται για ένα μοντερνισμό χωρίς κραυγές» όπως γράφει και η Βασιλίκα Σαριλάκη στο βιβλίο της για τον Τριανταφυλλίδη .
Πολλοί κατατάσσουν το έργο του Τριανταφυλλίδη στην «γενιά του τριάντα» ανάμεσα στον ιμπρεσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό. Ο ίδιος πάντως αρνήθηκε να ενταχθεί σε κάποιον καλλιτεχνικό χώρο και έλεγε ότι «ανήκουν σε σχολές όσοι δεν έχουν δύναμη να γίνουν οι ίδιοι δημιουργοί». Έτσι, γίνεται λόγος για «υποκειμενικό ζωγράφο» που με τα έργα του ξέφυγε από τα στενά όρια της «ελληνικότητας» όπως την προσδιορίζει η «γενιά του τριάντα». Τα τελευταία χρόνια της δημιουργία του ασχολήθηκε με θρησκευτικά θέματα.
Από την πρώτη του έκθεση το 1916, ο Τριανταφυλλίδης αρνήθηκε να κάνει ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε μόνο σε ομαδικές, γεγονός που λειτούργησε ανασταλτικά για την αναγνώριση της αξίας του. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε μια τεχνοκριτικός, «ο ζωγράφος αν και άτολμος στην προβολή της δουλειάς του αρνήθηκε τον ελληνοκεντρισμό της εποχής του ακολουθώντας τον δικό του μοναχικό δρόμο.»
Η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 σήμαινε το τέλος της οικονομικής ευρωστίας για τον καλλιτέχνη και την αρχή των δεινών. Ο Τριανταφυλλίδης έχασε τα πάντα, το στήριγμα της πατρικής περιουσίας και αναγκάστηκε να ζει μόνο με όσα κατάφερνε να κερδίζει από την δουλειά του κάτι που ήταν πάρα πολύ δύσκολο την εποχή εκείνη στην Αθήνα. Μετά από την απώλεια της πατρικής περιουσίας εγκαταστάθηκε σε μια σοφίτα στην οδό Αιόλου. Το 1928 παντρεύετε την σύζυγο του Αριστέα η οποία όμως, έπαθε ολική παράλυση αμέσως μετά τον γάμο. Τα έξοδα που απαιτούνταν για την νοσηλεία της τον ανάγκασαν να πουλήσει το σπίτι του και να ζήσει μαζί με την σύζυγο του σε ένα δωμάτιο.  Σε μια πλημμύρα του Κηφισού την εποχή του Μεσοπολέμου καταστράφηκε το εργαστήριο του στα Πατήσια καθώς και τα περισσότερα από τα έργα του. Δέκα χρόνια μετά τον γάμο του πέθανε η σύζυγος του και αναγκάστηκε να μετακομίσει σε ένα χαμόσπιτο στην οδό Κοντού στον Άγιο Λουκά. Κατά την περίοδο της Κατοχής , κατόρθωσε να επιβιώσει παραδίδοντας μαθήματα ζωγραφικής και πουλώντας σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές όσα έργα του είχαν απομείνει.
Ήταν άνθρωπος που αρκούνταν στα λίγα και έβρισκε την χαρά στα μικρά πράγματα και γι’ αυτό του έδωσαν τον χαρακτηρισμό ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής». Του άρεσε το ψάρεμα, η ζωή και η δουλειά στο εργαστήριο του, η ζεστή επαφή με τον άνθρωπο.
Το 1954 κλονίζετε σοβαρά η υγεία του. Πεθαίνει τελικά πάμφτωχος τον επόμενο κιόλας χρόνο στην κλινική «Κυανούς Σταυρός» και τάφηκε στο Μενίδι. Την επόμενη του θανάτου του, μερικοί φίλοι του στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Περικλής Βυζάντιος, κατέγραψαν την μικρή κληρονομιά του καλλιτέχνη που ήταν μόλις 37 πίνακες. Πολλές δεκαετίες αργότερα ο ιστορικός τέχνης Α. Κωτίδης εντόπισε και μελέτησε περίπου 200 έργα του ζωγράφου που ήταν διάσπαρτα σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές.
Εν τέλει ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης αν και άγνωστος στο ευρύ κοινό κατατάσσεται στους κορυφαίους ζωγράφους του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, ιδιόρρυθμος και σεμνός, τα έργα του χαρακτηρίζονται για την αξιοποίηση των ιμπρεσιονιστικών και εξπρεσιονιστικών στοιχείων.

                                    Θεόφραστος  Τριανταφυλλίδης,  Τοπίο-Ακρόπολις  


 Θεόφραστος  Τριανταφυλλίδης, Η σοδειά

                                                                              Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Φίλες 

                                                    Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Φιγούρες στον δρόμο      

                                            Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης,  Κορίτσι που διαβάζει, 1929

                                          Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης,    Νταντάδες στο πάρκο




                                                            Θεόφραστος  Τριανταφυλλίδης - Πειραιάς

                                          Θεόφραστος  Τριανταφυλλίδης - Νεκρή Φύση 

                                                  Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, - Το κόκκινο τσαγεριό


Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης- Τουρκοβούνια, 1921



                                  Θεόφραστος   ΤριανταφυλλίδηςΚυπαρίσσια



Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Ο ελληνικός Πάπυρος του Δερβενίου στον κατάλογο της Unesco

Πηγή: http://www.inrealnews.gr/2015/10/o-ellinikos-papuros-tou-derbeniou-ston-katalogo-tis-unesco.html



O Πάπυρος ανακαλύφθηκε το 1962 στο Δερβένι Θεσσαλονίκης στη νεκρική πυρά τάφου, ο οποίος ανήκε σε πλούσια κτερισμένη συστάδα τάφων των ύστερων κλασικών χρόνων. 




Διασώθηκε, αν και κατακερματισμένος, επειδή απανθρακώθηκε μερικώς, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κομμάτια που πιθανότατα κάηκαν ολοσχερώς στη νεκρική πυρά.
Ο Πάπυρος του Δερβενίου, ο μοναδικός αναγνώσιμος πάπυρος που έχει διασωθεί στον ελλαδικό χώρο και το αρχαιότερο χειρόγραφο «βιβλίο» της Ευρώπης ανήκει πλέον, στον κατάλογο «Μνήμη του Κόσμου» της Unesco.
Πρόκειται για την πρώτη ελληνική εγγραφή στον Διεθνή Κατάλογο του Προγράμματος της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου» (Memory of the World).


Παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα
Το εύρημα είναι κομβικής σημασίας για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και φιλοσοφίας, καθώς αποδεικνύει την πρώιμη χρονολόγηση των Ορφικών ποιημάτων και προσφέρει μια ιδιαίτερη εκδοχή της Προσωκρατικής φυσικής.
Αποτελεί επίσης παρακαταθήκη για όλη την ανθρωπότητα, καθώς αντανακλά οικουμενικές αξίες και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε πανανθρώπινα και διαχρονικά ερωτήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία του κόσμου, τη μεταθανάτια ζωή, τη συγκρότηση ευνομούμενων κοινωνιών.

Η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή του Προγράμματος, που συνεδρίασε στο Αμπού Ντάμπι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων από τις 4 έως τις 6 Οκτωβρίου 2015, αποφάσισε την εγγραφή τού Πάπυρου του Δερβενίου.

Το γεγονός είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς συμβάλλει στην περαιτέρω ανάδειξη, διαφύλαξη και προώθηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Το Πρόγραμμα της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου» θέτει ως βασικό στόχο τη διαφύλαξη, έναντι της φθοράς και της λήθης, και την ανάδειξη, μέσω της συντήρησης και της διασφάλισης πλήρους προσβασιμότητας, της τεκμηριωμένης κληρονομιάς της ανθρωπότητας (δηλαδή χειρόγραφα, εικονογραφήσεις, αρχεία, ντοκουμέντα, ταινίες κ.ά.).

Ο Πάπυρος του Δερβενίου αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο αναγνώσιμο «βιβλίο» της Ευρώπης. Χρονολογείται μεταξύ 340 και 320 π.Χ., ωστόσο το περιεχόμενό του φέρεται να αναπαράγει προγενέστερο κείμενο που ανάγεται μεταξύ 420 και 410 π.Χ.


Η ταριχευμένη γυναίκα 
Ήταν μέρος ενός ταφικού συνόλου του 3ου αι. μ. Χ., που εκτίθεται από το 2006 στο μουσείο και αποτελείται από τον σκελετό γυναίκας ηλικίας 50-60 ετών και ύψους 1,60 μ., η οποία μουμιοποιήθηκε με τη χρήση ρητινών και αρωματικών ελαίων. Χάρη στην ταρίχευση (που δεν σχετίζεται με την αιγυπτιακή πρακτική), διατηρούνται αρκετά τμήματα μαλακού ιστού, τα φρύδια, οι βλεφαρίδες καθώς και τα μαλλιά της, πλεγμένα σε κοτσίδα.
Το σύνολο βρέθηκε το 1962 στην οδό Αναπαύσεως της Θεσσαλονίκης.
Η υποβολή του φακέλου της υποψηφιότητας έγινε από την πρόεδρο της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO Αικατερίνη Τζιτζικώστα, βάσει προτάσεως της Ελληνικής Επιτροπής για το Πρόγραμμα «Μνήμη του Κόσμου», πρόεδρος της οποίας είναι ο Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Νικολόπουλος. Για την επιστημονική τεκμηρίωση της υποψηφιότητας η Επιτροπή συνεργάστηκε με τη διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Πολυξένη-Αδάμ Βελένη.


Διαβάστε και εδώ

«ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΥΣΤΟΠΙΕΣ»



                                                                                        Εγκαίνια: Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου 2015, 

Διάρκεια: 15 Οκτωβρίου έως και 7 Νοεμβρίου 2015

Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος υποδέχεται τις εικαστικούς, Αμήλια Παπαγεωργίου και Βίβιαν Χαλκίδη, στην δεύτερη έκθεση της καλλιτεχνικής σεζόν 2015- 2016, με τίτλο «Σύγχρονες Δυστοπίες», η οποία εγκαινιάζεται την Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015 στις 20:00. Τα έργα που παρουσιάζονται, πραγματεύονται τις έννοιες της αδράνειας, της αναμονής, της αόριστης προσμονής και στατικότητας, της παθητικότητας  και απραξίας ως κεντρικά στοιχεία της καθημερινής ζωής και ως αίτια των συναισθημάτων ντροπής, απομόνωσης, εγκατάλειψης και απόγνωσης που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος.  Η αποδόμηση της προσωπικότητας του ατόμου, αποτελεί και το σημείο εκκίνησης, την αφορμή για εσωτερική αναζήτηση και επαναπροσδιορισμό της ύπαρξης, μέσα από μία εκ νέου αναζήτηση της ουτοπίας και ως μία ατέρμονη προσπάθεια διαφυγής από την «δυστοπία», από τον τόπο αλλοίωσης και δυστυχίας, από την κοινωνία της αποξένωσης και της μοναξιάς.  


Η ιστορικός τέχνης Λήδα Καζαντζάκη γράφει σχετικά με τα έργα της Βίβιαν Χαλκίδη: «Στο επίκεντρο του έργου της τοποθετεί τον άνθρωπο ως ένα σύμβολο διττό και αμφίσημο, κινούμενο ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, ως ένα  μέτρο αυστηρό και παρ’ όλα αυτά  κάθε στιγμή ευάλωτο στη σχετικοποιημένη πλάστιγγα των αξιών. Τα φωτορεαλιστικά, «σιαμαία» πρόσωπά της κραυγάζουν το φόβο ή την οργή τους κι ενώνονται σχηματικά  μέσα από τις ρυτίδες τους με τους νευρώνες που σαν επικίνδυνες αράχνες τα περιβάλλουν. Τα ανάγλυφα κορίτσια- δρομείς, δείχνουν τις αμφίδρομες δυνάμεις που τα κινούν. …Η Βίβιαν Χαλκίδη παρακάμπτει έντεχνα τους υφάλους του μεταμοντέρνου, μας οδηγεί μέσα από τα θραυσματικά, ταραγμένα και τραυματικά, γήινα και ονειρικά μονοπάτια της καλλιτεχνικής δημιουργίας στη διέξοδο από τις «σύγχρονες δυστοπίες» των ημερών μας.» 







Η εικαστικός Βίβιαν Χαλκίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Είναι απόφοιτος, αριστούχος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών (ΑΣΚΤ) (2009-2014), όπου σπούδασε ζωγραφική στα εργαστήρια των καθηγητών Γιάννη Ψυχοπαίδη, Μάριου Σπηλιώπουλου και χαρακτική με την καθηγήτρια Βασιλική Τσαλαματά. Παράλληλα, έχει σπουδάσει στην ΑΣΚΤ γλυπτική και σκηνογραφία. Είναι επίσης κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Διεθνούς Μάρκετινγκ από το Πανεπιστήμιο Strathclyde της Γλασκόβης, καθώς και κάτοχος πτυχίου Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Πειραιά.  Έχει πραγματοποιήσει ατομική έκθεση στην αίθουσα Étage littéraire του Booze Cooperativa στην Αθήνα (2012), στα πλαίσια της παρουσίασης της ποιητικής συλλογής «Κοχλίας» της Ναταλίας Κατσού, εκδόσεις Κέδρος, της οποίας ανέλαβε την εικονογράφηση, ενώ παράλληλα, έχει λάβει μέρος σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις. 

Την βραδιά των εγκαινίων θα συνοδέψουν τα εξαιρετικά κρασιά του κτήματος Παναγιωτόπουλου από τη Μεσσηνία. Χορηγοί επικοινωνίας είναι: culture now , global view και το art22.
Εγκαίνια Έκθεσης: Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015, 20:00

Διάρκεια Έκθεσης: 15 Οκτωβρίου έως 7 Νοεμβρίου 2015
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11:00 – 14:30  & 17:30 – 20:30
Τετάρτη, Σάββατο: 11:00 – 16:00
Κυριακή, Δευτέρα: Ανοικτά κατόπιν τηλεφωνικού ραντεβού




Αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος
Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη, Αθήνα | metro Ακρόπολη
Τηλέφωνο 211 182 38 18


Η μνήμη ως εικαστική παρουσία


Πώς αποτυπώνεται η μνήμη; Πώς πραγματώνονται στην τέχνη οι εικόνες της, που ο καθένας από μας κουβαλά μέσα στο φαντασιακό «ημερολόγιο της ζωής του»; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι τόσο πολλές όσο και οι τεχνοτροπίες που αναπτύχτηκαν για την καταγραφή του σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές της έκφρασης. Το γεγονός αυτό φανερώνει από μόνο του την αναγνωρισμένη, και επιστημονικά, σημασία της διαδικασίας αποθήκευσης και επιλογής των πληροφοριών που συλλέγουν τα αισθητήρια όργανά μας για τη συγκρότηση της σκέψης μας. Πληροφορίες που αποτελούν το οπλοστάσιο της ζωής μας και κάποιοι, μεγάλοι και μικροί δικτατορίσκοι προσπαθούν επιμόνως να στρεβλώσουν, να λειάνουν, να καταστρέψουν, για να μας καταστήσουν άβουλα πιόνια στη σκακιέρα των μηχανορραφιών τους.    
Η εικαστικός Βίβιαν Χαλκίδη φτιάχνει ενάντια στην επιβαλλόμενη λήθη έναν κόσμο που δείχνει το παρελθόν μέσα από το παρόν του. Μυεί το θεατή του στα μυστικά της τέχνης και της ιστορίας της, απαλλάσσοντάς τον από κάθε ίχνος νοσταλγικής αρχαιοπληξίας ή μεταμοντέρνας εκζήτησης. Διευρύνει τον αισθητηριακό του ορίζοντα χρησιμοποιώντας μια γλώσσα πλαστική που συνδέει τη χαρακτική με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, ζωγραφίζοντας τα τυπώματά της με ακρυλικά, ξυλομπογιές και μαρκαδόρους, σμιλεύοντας στη ζωγραφική της επιφάνεια φιγούρες απτές και γήινες, αρχαϊκές και σύγχρονες, μεταλλάσσοντας την καλλιτεχνική σε καθολική εμπειρία.                                         
Στο επίκεντρο του έργου της τοποθετεί τον άνθρωπο ως ένα σύμβολο διττό και αμφίσημο, κινούμενο ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, ως ένα  μέτρο αυστηρό και παρ’ όλα αυτά  κάθε στιγμή ευάλωτο στη σχετικοποιημένη πλάστιγγα των αξιών.                                                        
Τα φωτορεαλιστικά, «σιαμαία» πρόσωπά της κραυγάζουν το φόβο ή την οργή τους κι ενώνονται σχηματικά  μέσα από τις ρυτίδες τους με τους νευρώνες που σαν επικίνδυνες αράχνες τα περιβάλλουν. Τα ανάγλυφα κορίτσια- δρομείς, δείχνουν τις αμφίδρομες δυνάμεις που τα κινούν.                                                                                             
Γυναικεία, ακέφαλα σώματα, ανατρέπουν με την ανάποδη στάση τους και τα ίχνη του χρόνου πάνω στο δέρμα τους το   νεοκλασικισμό των καμπύλων γραμμών τους. 
                                                                                                                                                       
Κορμιά στητά και αφαιρετικά αντιπαραβάλλονται με το περίγραμμά τους σε μια αντίστιξη της μορφής με το σχέδιο.
Η Βίβιαν Χαλκίδη παρακάμπτει έντεχνα τους υφάλους του μεταμοντέρνου, μας οδηγεί μέσα από τα θραυσματικά, ταραγμένα και τραυματικά, γήινα και ονειρικά μονοπάτια της καλλιτεχνικής δημιουργίας στη διέξοδο από τις «σύγχρονες δυστοπίες» των ημερών μας.
Λήδα Καζαντζάκη                                                                                                   
 ιστορικός τέχνης                

        

Η Μπία Παπαδοπούλου, ιστορικός τέχνης σημειώνει για την Αμήλια Παπαγεωργίου: «Διαπεραστικά ψυχογραφήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα έργα της Αμήλιας Παπαγεωργίου λειτουργούν ως σπαρακτικές κραυγές. Εισάγουν τον θεατή σε έναν κόσμο ταραγμένο και φοβικό. Τον περιπλανούν σε εικαστικές ιστορίες τρόμου, αγωνίας και πόνου.
…Οι πίνακες γίνονται τα απτά πεδία όπου συσσωρεύονται θραύσματα του υποσυνείδητου, ανάμικτα με τις υπαρξιακές φοβίες του παρόντος για το μέλλον. Οι αγχωτικές και εφιαλτικές εικόνες που προκύπτουν είναι οικείες σε όλους. Απηχούν σκηνές από το σημερινό θέατρο του παραλόγου και καταδεικνύουν το μίσος της ανθρωπότητας για τον άνθρωπο. Μας τρομοκρατούν, μας παραλύουν, μας παγώνουν. Φέρνουν, όμως, στην επιφάνεια και αφυπνίζουν την επιθυμία για ειρήνη και γαλήνη.»


                                               




Η Αμήλια Παπαγεωργίου, Ελβετίδα ζωγράφος Άγγλο-Ελληνικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Ξεκίνησε την επαφή της με την τέχνη στα έντεκα, όταν μετακόμισε στην Αγγλία για να φοιτήσει στο Arts Educational SchoolTring Park (1968-73).  Πήρε το πτυχίο της από την Ecole des Beaux-Arts του Neuchâtel στην Ελβετία (1980), και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας της τέχνης και τέχνης της Άπω Ανατολής στο Πανεπιστήμιο της Λοζάνης, καθώς και μαθήματα μουσειολογίας και τέχνης & μέσων μαζικής ενημέρωσης με τον Réné Berger στο Musée Cantonal des Beaux-Arts de Lausanne (1980-85). Ακολουθώντας το πάθος της για την τέχνη και τον πολιτισμό της Κίνας και της Ιαπωνίας έκανε μια σειρά από ταξίδια στην Άπω Ανατολή. Σπούδασε Κινέζικα στο Ινστιτούτο Ανατολικών σπουδών της Γενεύης και πήρε μαθήματα Κινέζικης καλλιγραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λοζάνης.  Η καλλιγραφία και ο χορός επηρέασαν το έργο της και συνέβαλαν στην εξέλιξη του εικαστικού της ύφους. Δουλεύει κυρίως με λάδια, χρησιμοποιώντας μια χορογραφική και ανατομική προσέγγιση στο ανθρώπινο σώμα.   Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του συλλόγου Artists in Motion (AIM, 1997-2002). Η δουλειά της έχει εκτεθεί σε γκαλερί και σε χώρους σύγχρονης τέχνης στην Ελβετίατη Γαλλία και την Ελλάδακαι βρίσκεται σε πολλές ιδιωτικές και εταιρικές συλλογές.





Ψυχογραφήματα της ανθρώπινης ύπαρξης

Διαπεραστικά ψυχογραφήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα έργα της Αμήλιας Παπαγεωργίου λειτουργούν ως σπαρακτικές κραυγές. Εισάγουν τον θεατή σε έναν κόσμο ταραγμένο και φοβικό. Τον περιπλανούν σε εικαστικές ιστορίες τρόμου, αγωνίας και πόνου.
            Οι φιγούρες, ακρωτηριασμένες και βίαια παραμορφωμένες, ανακαλούν ανοιχτές πληγές, ανθρώπινα σφαχτάρια, αποτρόπαια ανθρωπόμορφα κατάλοιπα με ξεσκισμένες σάρκες ή αέρινα στοιχειά. Τα εσωτερικά όργανα προσφέρονται στον θεατή για εξέταση σαν ιδιότυπα ανατομικά διαγράμματα.
Μερικώς τυλιγμένες με επιδέσμους, ματωμένες γάζες, λερωμένα πανιά-σάβανα, οι κατακερματισμένες μορφές συστρέφονται και στροβιλίζονται με ένταση. Είναι οι παράδοξοι πρωταγωνιστές ενός μακάβριου χορού που μοιάζει να πραγματεύεται θεματικά την πορεία προς τον θάνατο.
Η αφήγηση συχνά ξετυλίγεται σε δίπτυχα ή τρίπτυχα τελάρα που λειτουργούν ως ενιαίο όλον. Οι σκηνές διαδραματίζονται σε απροσδιόριστο τόπο, επίπεδο και ερεβώδη. Το μαύρο φόντο διακόπτεται από διάφορα μονοχρωματικά πεδία, γραμμές και καμπύλες, στοιχεία που ωστόσο λειτουργούν ως συνδετικοί κρίκοι της διήγησης. Οι νόμοι της αναγεννησιακής προοπτικής αγνοούνται εσκεμμένα καθώς η Αμήλια ζωγραφίζει αφηρημένες γεωμετρικές οθόνες, αντί για τρισδιάστατους χώρους, προκειμένου να φιλοξενήσει εκεί τα άχρονα όντα.
            Εμπνευσμένη από την κινέζικη καλλιγραφία, αντιμετωπίζει τις εικαστικές φόρμες σαν λέξεις που φορτίζονται με την ψυχική ενέργεια και το συναίσθημα της δημιουργού κατά τη διαδικασία παραγωγής τους. Αυτές οι καλλιγραφικές πινελιές μεταμορφώνονται σε αναγνωρίσιμα σχήματα τα οποία ανασύρουν την τεμαχισμένη ύπαρξη του σημερινού ανθρώπου. Η ταυτόχρονη απεικόνιση του μέσα και του έξω, της εσωτερικής και εξωτερικής όψης των τραυματισμένων πλασμάτων, δεν είναι παρά μια υπόμνηση για το οδυνηρό ταξίδι στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Το ταξίδι που οδηγεί στην αυτογνωσία και τη λύτρωση.
Οι πίνακες γίνονται τα απτά πεδία όπου συσσωρεύονται θραύσματα του υποσυνείδητου, ανάμικτα με τις υπαρξιακές φοβίες του παρόντος για το μέλλον. Οι αγχωτικές και εφιαλτικές εικόνες που προκύπτουν είναι οικείες σε όλους. Απηχούν σκηνές από το σημερινό θέατρο του παραλόγου και καταδεικνύουν το μίσος της ανθρωπότητας για τον άνθρωπο. Μας τρομοκρατούν, μας παραλύουν, μας παγώνουν. Φέρνουν, όμως, στην επιφάνεια και αφυπνίζουν την επιθυμία για ειρήνη και γαλήνη.


Μπία Παπαδοπούλου
Ιστορικός Τέχνης

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ » Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία

Παρουσίαση του ''Τίποτα''
στο 9ο Docfest στη Χαλκίδα 

''Τίποτα'' παρουσίαση στο Docfest στη Χαλκίδα

Παρουσίαση του βιβλίου
του γνωστού σκηνοθέτη
Νίκου Παναγιωτόπουλου 
στο  
πλαίσιο των εκδηλώσεων του
9ου φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας (13-19 Οκτωβρίου)
Σάββατο 17 Οκτωβρίου18.00-19.30 
Ξενοδοχείο Παλίρροια,
αίθουσα Κλεοπάτρα




ΤίποταΤίποτα

Παναγιωτόπουλος Νίκος


1η έκδοση: Mάρτιος 2015

Φαντάστηκε το σώμα του να διαχωρίζεται από το μυαλό του και μπήκε στον πειρασμό να διαλέξει αν θα πήγαινε με το σώμα του ή με το μυαλό του. Η επιλογή τού φάνηκε ανυπέρβλητα δύσκολη και την εγκατέλειψε, αφού στο βάθος δεν του επέβαλλε κανείς να διαλέξει σώνει και καλά. Τελικά, όλες οι επιλογές είναι δύσκολες και είναι περίεργο που έχουν περάσει στη γλώσσα σαν κάτι ευχάριστο. «Διάλεξε ό,τι θες». «Ε, λοιπόν, τα διαλέγω όλα», φώναξε μέσα του ο Ζ. Όμως στο δίπολο Ζωή-Θάνατος κώλωσε. Όχι κι όλα.

Ο γνωστός σκηνοθέτης, στην πρώτη του απόπειρα να σχεδιάσει ένα «σενάριο» μυθιστορήματος, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, ανάμεσα στην περιπέτεια της ζωής και την περιπέτεια της σκέψης. Μ’ έναν λόγο προφορικό, περιστρέφεται επίμονα και βασανιστικά γύρω από τα επερχόμενα γηρατειά του ήρωά του κι ενώ το βιτριολικό χιούμορ μεταμορφώνει την απελπισία σε παιχνίδι, τη διαύγεια σε ειρωνεία και τη μελαγχολία του τέλους σε μειδίαμα, καταφέρνει, με τη μεσολάβηση της λογοτεχνίας, μια όχι και τόσο συνηθισμένη επίδοση: να πάρει στα σοβαρά το ΤΙΠΟΤΑ.

Παρουσίαση του βιβλίου στη Lifo από τη Σταυρούλα Παπασπύρου
Έργο στοχαστικό, διαποτισμένο από απελπισία και μ’ ένα χιούμορ κατά τόπους βιτριολικό, το «Τίποτα» παρουσιάζεται από τον Παναγιωτόπουλο σαν ένα «σενάριο για μυθιστόρημα». Δηλαδή; «Είναι ένα υλικό που στα χέρια ενός μυθιστοριογράφου θα μπορούσε να αποκτήσει πλοκή. Ομως εγώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Η μοναδική πλοκή που μπορώ ν’ ανεχτώ είναι για κάποιον που ξυπνάει και σκέφτεται το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Γράφω εύκολα αλλά γράφω με τον τρόπο που μιλάω». (...) Ορίστε λοιπόν ένα ‘σενάριο για μυθιστόρημα’ με κεντρικό ήρωα κάποιον που του μοιάζει, τον Ζ., κάποιον που σοκάρεται συνειδητοποιώντας ότι είναι γέρος. «Ποιός θα τό’ λεγε ότι θαρχόταν μια μέρα που θα έπρεπε να κάνει την αυτοκριτική του;», διαβάζουμε. «Που θα χρειαζόταν να σταματήσει τα παιχνίδια και να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά; Αυτό που του φαινόταν να είναι το πιο μεγάλο πλήγμα, ήταν ότι σ’ αυτήν την ηλικία έπρεπε επιτέλους να ενηλικιωθεί». Ο Ζ. ξαναγυρίζει εκεί που ξεκίνησε, πιο σοφός αλλά και πιο κουρασμένος. Οπως τον παρουσιάζει ο Παναγιωτόπουλος, ουδέποτε αισθάνθηκε «κανονικός» άνθρωπος». Οταν οι άλλοι έλεγαν μαύρο, αυτός έλεγε άσπρο και το εννοούσε, κάτι που του έδινε έναν αέρα υπεροχής αλλά και μειονεξίας ταυτόχρονα. Του Ζ. τίποτε δεν του φαίνεται φυσιολογικό. Τα γηρατειά, ο θάνατος, όλα του φαίνονται σκανδαλώδη.
Lifo, 23.03.2015
Διαβάστε εδώ όλη την παρουσίαση
.
Παρουσίαση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απο τον Κώστα Μαρδά
Ένα στοχαστικό αφήγημα για τη σωματική και ψυχική φθορά που φέρνουν τα γηρατειά, είναι το βιβλίο με τον μονολεκτικό τίτλο «Τίποτα», του γνωστού σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Ένας καθ’ όλα γοητευτικός κυνισμός για τα μεγάλα και μικρά τίποτα της ζωής και του θανάτου. Μια μικρή πραγματεία 158 σελίδων, υπό μορφή παλινδρομήσεων από το παρόν και στο παρελθόν ενός άνδρα που διαπιστώνει καθημερινά πως βαίνει προς το αναπόφευκτο.

Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο: Ο εβδομηντάρης πετυχημένος ζωγράφος, που αναφέρεται ως «Ζ», ξυπνάει το πρωί στο διαμέρισμα μιας καλής γειτονιάς στην Αθήνα της κρίσης. Το όνειρο που έβλεπε ήταν ότι πέθαινε. Ανοίγοντας τα μάτια του διαπιστώνει με την αίσθηση του… παρατηρητή ότι από το τίποτα επανήλθε στο παν. Ετοιμάζοντας το πρωινό του θυμάται το χωρισμό του με την δεύτερη γυναίκα του ενώ αποσπάσματα από την πορεία του έρχονται στο μυαλό καθώς κάθεται στην πολυθρόνα. Σε αυτό το θρόνο των αναμνήσεων αναπολεί τον πρώτο του γάμο σε ένα δημαρχείο του Παρισιού, εικοσάχρονος με τη γυναίκα του έγκυο. Καλομαθημένος μικρός από τους γονείς του την υποχρεώνει σε έκτρωση. Παρότι συνεσταλμένος στο σχολείο και δειλός μπροστά σε κοινό, κάνει καριέρα σε μια φημισμένη διαφημιστική εταιρεία της Γαλλίας, διαπρέποντας παράλληλα στην ζωγραφική. Παρατηρώντας τα διάφορα έπιπλα του σπιτιού επαναφέρει στην μνήμη τις ιδεολογικές συζητήσεις στα καφενεία όπου σύχναζαν φοιτητές, εμιγκρέδες, αναρχικοί και πόρνες. Σήμερα διερωτάται τι είναι ιδεολογικά; Αριστερός; Δεξιός; «Αριστεροδεξιός» θα επέλεγε, αν και, «ούτε οι δεξιοί ούτε οι αριστεροί είχαν καμιά σωτήρια σκέψη για το τι γίνεται μετά τα γηρατειά». Πάλι αναδρομές: Με την πρώτη του γυναίκα χώρισε πολύ γρήγορα γιατί ο ίδιος απεχθανόταν να κάνει οικογένεια. Και μόνο η σκέψη ενός παιδιού του προκαλούσε ναυτία. Από την άλλη πλευρά, και η μποέμικη ζωή του με αλκοόλ, άσκοπες συζητήσεις και σπατάλες τον είχαν φέρει πολλές φορές στα «όρια της αηδίας». Αισθανόταν δυνατός ενώ ήταν αδύνατος. Τι μπορεί όμως να περιμένει σήμερα στα εβδομήντα του όταν και επισήμως θεωρείται μέλος της τρίτης ηλικίας; Καθώς περιεργάζεται το σπίτι λες και το βλέπει για πρώτη φορά, εντοπίζει παλιές του συνεντεύξεις διερωτώμενος αν, τελικά, είναι καταπληκτικό ή γελοίος. Παρατηρώντας στο απέναντι μπαλκόνι ένα ημίγυμνο κορίτσι νοσταλγεί τις ερωτικές ευωχίες της νεότητας με τα ερωτήματά του να συνεχίζουν: Είναι ο εαυτός του ή ο πατέρας του; Είναι Αλτρουιστής ή μισάνθρωπος; Βλέπει τις παλιές φωτογραφίες και τις συγκρίνει με το σημερινό γερασμένο του σώμα και…

Ο συγγραφέας μετεωρίζεται μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Άλλοτε καταβυθίζεται στις ενοχικές αναμνήσεις του πρωταγωνιστή του και άλλοτε ανέρχεται στα αιώνια ερωτήματα που θέτουν όχι μόνο οι φιλόσοφοι αλλά και οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής. Απελπισμένος αλλά παιγνιώδης θέτει το μέγα ζήτημα του τέλους. Είναι το όλα για ένα τίποτα! Πάντως, το τέλος του ήρωά του είναι συμβατικό. Ο «Ζ» δεν τολμά να πέσει από το μπαλκόνι προς το Τίποτα, επιλέγοντας να επιστρέψει στην πολυθρόνα του…

Ακόμα και αν ο ευσεβής αναγνώστης προκληθεί από την ελευθεριότητα των σκέψεων του ήρωα, διαβάζοντας το βιβλίο κερδίζει από την αποφθεγματική διήγηση. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά λογοτεχνικά επιγράμματα που ξεπηδούν καθώς ο συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία του:
Ο εγκέφαλός του είχε αυτοανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο κράτος.
Τι νόημα έχει μια ζωή που κάνεις πάντα το σωστό;
Πολλοί καλλιτέχνες ενώ ζουν κοινότοπα μιλούν για την τέχνη τους εξαιρετικά!
Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάνει στη ζωή μικρά εγκλήματα. Αυτό όμως δεν τους κάνει δολοφόνους.
Μόνο η αποτυχία διδάσκει ταπεινότητα.
Η ζωή είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος δεν κερδίζει κανείς.
Κώστας Μαρδάς, ιστοσελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ (14.04.15)

 
Παρουσίαση στο tospirto.net από την Λήδα Πιμπλή
Τι σημαίνει «σενάριο» μυθιστορήματος; Αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το καινοφανές αυτό είδος πεζογραφήματος είναι ένα αφήγημα μπρος και πίσω από την κάμερα -μεταφορικής κάμερας-, μισό μυθοπλασία και μισό δοκίμιο, μισό δράση και μισό αποτίμηση. Ακούγεται βαρύ και δύσκολο; Μη χάνετε το θάρρος σας. Το κείμενο του σκηνοθέτη τόσων και τόσων ταινιών, από τα «Χρώματα της Ίριδας» ως το «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη», διακρίνεται για το χιούμορ του που καταφέρνει πάντα να διαλύει την ομίχλη της μελαγχολίας. Φαντάστηκε το σώμα του να διαχωρίζεται από το μυαλό του και μπήκε στον πειρασμό να διαλέξει αν θα πήγαινε με το σώμα του ή με το μυαλό του. Η επιλογή τού φάνηκε ανυπέρβλητα δύσκολη και την εγκατέλειψε, αφού στο βάθος δεν του επέβαλλε κανείς να διαλέξει σώνει και καλά. Τελικά, όλες οι επιλογές είναι δύσκολες και είναι περίεργο που έχουν περάσει στη γλώσσα σαν κάτι ευχάριστο. «Διάλεξε ό,τι θες». «Ε, λοιπόν, τα διαλέγω όλα», φώναξε μέσα του ο Ζ. Όμως στο δίπολο Ζωή-Θάνατος κώλωσε. Όχι κι όλα. Όπως αντιλαμβάνεστε, πλοκή με την έννοια ενός σφιχτοδεμένου στόρι που υπακούει στους νόμους της αιτίας και του αποτελέσματος δεν υπάρχει. Όμως, αυτό που υπάρχει, μια συνειρμική αφήγηση, θα ικανοποιήσει με το παραπάνω τους θαυμαστές τού έργου του σκηνοθέτη.
Λήδα Πιμπλή, tospirto.net (15.04.15)
Παρουσίαση στο flix.gr
Οσο περιμένουμε τη νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Η Κόρη του Ρέμπραντ», διαβάζουμε το νέο του μυθιστόρημα κι είναι σα να τον ακούμε να μιλάει...

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκτός από παραγωγικότατος, αναγνωρισμένος κι αγαπημένος σκηνοθέτης, είναι ένας από τους πιο εύγλωττους ανθρώπους των ελληνικών τεχνών και γραμμάτων και βάλε: χαριτωμένος, κυνικός, πονηρός, υπαρξιακός, απίθανος παραμυθάς και απολαυστική πηγή αποφθεγμάτων, είναι ένας άνθρωπος που θέλεις ν' ακούς. Και να διαβάζεις, τώρα που το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Τίποτα», ένα μυθιστόρημα αυτή τη φορά, είναι γραμμένο με την ίδια ποιότητα και την ίδια χάρη.
Δείτε όλη την παρουσίαση εδώ
flix.gr
, 30.04.15
Συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα Εμπρός ΜυτιλήνηςΟ Μυτιληνιός κινηματογραφιστής και συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλά στο «Εμπρός»
«Το τίποτα είναι υλικό καλλιτεχνικής δημιουργίας χωρίς ψευδαισθήσεις»
Στον πρόλογο του βιβλίου «Από το καλάθι των αχρήστων» σημειώνετε σε κάποια σημείο: «Δυστυχώς δεν θα γίνω ποτέ σοφός. Το αντίθετο, όσο μεγαλώνω γίνομαι πιο ανισόρροπος. Είμαι σίγουρος ότι οι μόνοι πραγματικά τρελοί αυτού του κόσμου είναι οι γέροι». Λίγα χρόνια αργότερα γράφετε ένα βιβλίο για τη σωματική και ψυχική φθορά που φέρνουν τα γηρατειά. Θα προτιμούσατε η ζωή μας να είναι μια διαρκής νεότητας; Ή για να πω αλλιώς δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τα γηρατειά;
«Οι γέροι έχουν κύριο συνομιλητή τους το θάνατο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να του πουν ψέματα ούτε να τον κολακεύσουν. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα, άλλωστε. Απελευθερωμένοι πλέον από το να θέλουν να αποδείξουν κάτι, οι συμπεριφορές τους μπορούν επιτέλους να είναι αυθεντικές και γι’ αυτό φαίνονται στους πολλούς αλλοπρόσαλλες. Με όλα μπορεί να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος. Όμως κάθε συμφιλίωση, ακόμα και η πιο αθώα, ενέχει έναν ταπεινωτικό συμβιβασμό».
«Πολλοί καλλιτέχνες ενώ ζουν κοινότοπα μιλούν για την τέχνη του εξαιρετικά!» γράφετε στο «Τίποτα». Τι υποδηλώνει το παραπάνω; Ότι η ζωή και η τέχνη έχουν ανάγκη από την αντισυμβατικότητα και την «τρέλα»; 
«Θα μου άρεσε οι καλλιτέχνες να κατοικούν μέσα στα έργα τους. Αν τα έργα τους πηγαίνουν από δω και η ζωή τους από εκεί προσωπικά γίνομαι καχύποπτος και για έργα τους και για τη ζωή τους».
«Η ζωή είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος δεν κερδίζει κανείς», γράφετε αποφθεγματικά στο «Τίποτα». Πώς θα ήταν η ζωή μας, εάν μας γινόταν έμμονη ιδέα να την ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο; Μήπως κάτι τέτοιο θα ακύρωνε κάθε φιλοδοξία ή και ματαιοδοξία δημιουργίας; Και πώς θα υπήρχε τέχνη χωρίς τον πόθο και το πάθος της δημιουργίας;
«Ο άνθρωπος ζει στο παρόν και δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το παρόν να μεταβάλλεται σε παρελθόν, ενώ το μέλλον είναι αβέβαιο, χωρίς διάρκεια. Όλα, δυστυχώς, μέλλον και παρόν γκρεμίζονται ασταμάτητα στο παρελθόν και από κει στο τίποτα. Να μια διαπίστωση που θα μπορούσε, ανάμεσα σε άλλες, να αποτελέσει υλικό φιλοσοφικού στοχασμού και καλλιτεχνικής δημιουργίας, χωρίς ψευδαισθήσεις. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τού κάθε καλλιτέχνη βέβαια, από τη μεριά της τραγωδίας ή από τη μεριά της κωμωδίας».
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Σκορδά, Εφημερίδα Εμπρός, 13.06.15

 
Παρουσίαση στο protagon.gr από τον Άρη Μαλανδράκη
(...) Στο «Τίποτα», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, περιγράφοντας την περιπέτεια μιας ζωής που μεταπλάθεται σε περιπέτεια της σκέψης. Το «τίποτα» είναι η λέξη κλειδί στις εκ βαθέων εξομολογήσεις του ήρωα, που μόλις έχει περάσει τα εβδομήντα και ο θάνατος μπαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του. Προάγγελος, τα γηρατειά. Τα οποία σηματοδοτούνται ακόμα και μέσα από το savoir vivre: «Υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος που ξαφνικά αρχίζουν να σου μιλούν μια με το εσύ, μια με το εσείς, μέχρι να καταλήξουν οριστικά στον πληθυντικό. Στην αρχή είναι ευχάριστο, γιατί επιτέλους νομίζεις πως απολαμβάνεις έναν σεβασμό προς το πρόσωπό σου. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν καταλαβαίνεις ότι τον σεβασμό τον προκαλεί η ηλικία σου κι όχι εσύ, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τη χρησιμότητα αυτών των στερεότυπων του savoir vivre».
Το συναξάρι της τρίτης ηλικίας γίνεται συχνά αιχμηρό. Όπως στις ταινίες του, έτσι κι εδώ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παίζει (και περιπαίζει) με το δικό του ιδιαίτερο ύφος. «Πολλά πράγματα που παλιότερα δεν τον ενοχλούσαν τώρα του φαίνονται ανυπόφορα. Αυτή είναι, φαίνεται, η γεροντική παραξενιά. Δεν είναι τυχαία η λέξη: γεροπαράξενος ή γερογρουσούζης, Μπήκε πλέον σε μια κατηγορία όπου βάζοντας μπροστά ή πίσω από κάθε ιδιότητα τη λέξη “γέρος” τα σημαινόμενα της ιδιότητας διογκώνονται στο χειρότερο: γερομπαμπαλής, γερομουρντάρης, γεροπαραλυμένος, γεροξούρας…». (...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει ο Άρης Μαλανδράκης, protagon.gr, 14.06.15

Συνέντευξη του συγγραφέα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το diastixo.gr
«Σπατάλησε τη ζωή του», διαβάζουμε, «αλλά τι άλλο να έκανε, αν δεν δοκίμαζε τις ομορφιές του κόσμου;» Γιατί όμως μερικοί είναι τσιγκούνηδες με την ίδια τη ζωή;
Ο νόμος της ζωής είναι αδήριτος. Παίρνεις ό,τι επενδύεις. Ζωή χωρίς ρίσκο είναι απλή επιβίωση.(...)

Στο βιβλίο σας υπάρχουν ανατροπές και στοιχεία που δείχνουν τις αδυναμίες του ζωγράφου. Είναι καλό, όμως, από τη μια να πλάθουμε έναν ωραίο χαρακτήρα και από την άλλη να του βάζουμε τρικλοποδιά με την πρώτη ευκαιρία;
Οι τρικλοποδιές στους χαρακτήρες με ενδιαφέρουν περισσότερο από τους ίδιους τους χαρακτήρες. Άλλωστε, οι ήρωες ενός βιβλίου ή μιας ταινίας δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι, αλλά πειραματικά «εγώ».
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης,30.06.15,diastixo.gr
Συνέντευξη του συγγραφέα στην Πηνελόπη Πετράκου, για το culturenow.gr
Cult. N.: Λέτε για τον Ζ: «Αν ήταν αδιάλλακτος στις ιδέες του το έκανε από ιδιοτροπία παρά από πίστη»· αυτή είναι μια απόλυτα ηθική στάση. Έχει κόστος;
Ν. Π.: Μετά τον θάνατο του Θεού, που οι αλήθειες σταμάτησαν να πέφτουν από τον ουρανό, κάπως έπρεπε να εγκατασταθεί ένα σύστημα αξιών για να γίνει δυνατή η συνέχιση της Ζωής . Ο Ζ. αποφασίζει να πιστεύει στις αλήθειες που ανακαλύπτει μόνος του. Το κόστος είναι ότι δεν μπορεί να φορτώσει τα λάθη του και τις συνέπειες σε κανέναν άλλον.
Cult. N.: Το «Ζ» έχει σχέση με τη ζωή;
Ν. Π.: Το Ζ. είναι το αρχικό γράμμα της λέξης ζωγράφος. Είναι όμως και το αρχικό γράμμα της λέξης ζωή, όπως πολύ εύστοχα αφήνετε να εννοηθεί. Πράγματι, αυτό το βιβλίο παρ’ όλο που αναφέρεται στα γηρατειά είναι ένας ύμνος στη νεότητα. Είναι περίεργο πως ένα θέμα τόσο απόν, κάνει τόσο έντονη την παρουσία του σε κάθε σελίδα.
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Πηνελόπη Πετράκου, culturenow.gr,23.07.15

 
Διαβάστε εδώ την συνέντευξη του συγγραφέα, στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το diastixo.gr(30.06.15)



Μία ανάγνωση της νιτσεϊκής "Γέννησης της Τραγωδίας" -


Albrecht Dürer, Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος



Toυ Αλέξανδρου Ντάσκα



Στη «Γέννηση της Τραγωδίας», το πρώτο χρονικά έργο του (1872), αλλά και θεμελιώδες για την μετέπειτα εξέλιξη της θεωρίας του, ο Φρίντριχ Νίτσε εξερευνά το φαινόμενο της αττικής τραγωδίας μέσα από τις πολλαπλές πτυχές του. Ταυτόχρονα όμως δίνει τις δικές του απαντήσεις στα κορυφαία υπαρξιακά ζητήματα, τις οποίες συνδέει με την αισθητική που διαμόρφωσε το μοναδικό καλλιτεχνικό είδος που άνθισε στην κλασσική Αθήνα. Προσεγγίζοντας την τραγωδία, διαπιστώνει ακριβώς ότι η Τέχνη δεν είναι απλώς «καλλιτεχνία», η αναζήτηση του ευχάριστου. Είναι μεταφυσική, καθώς ο ανθρώπινος νους δημιουργεί μία νέα, σωτήρια, πραγματικότητα, πέρα από την αντιληπτή διά των αισθήσεών του.[1]

Αυτή μόνη είναι η μεταφυσική που δικαιώνει στη νιτσεϊκή οπτική την ίδια την ύπαρξη του κόσμου. Ο κόσμος, η ζωή, η συνείδηση τους, αποτελούν κατ’ εξοχήν υβριστικά φαινόμενα, αντιβαίνοντα στις κοσμικές δυνάμεις που οδηγούν στο ολοσχερές Μηδέν, στην πλήρη απώλεια και καταστροφή τους. Την βαθύτερη αλήθεια της αδιέξοδης ύπαρξης εκφράζει στον νιτσεϊκό μηδενισμό ο Σειληνός, με τα λόγια που απευθύνει στο Μίδα, από τον «Παραμυθητικόν προς Απολλώνιον» του Πλουτάρχου. «Δαίμονος πιπόνου κατ τύχης χαλεπς φήμερον σπέρμα, τί μ βιάζεσθε λέγειν,  μν ρειον μ γνναι.” Είναι ουσιώδης όρος της διαιώνισης της ζωής η διατήρηση του ψεύδους για την απόκρυψη της πραγματικής, αδιέξοδης φύσης της, λέει ο Νίτσε. Όταν το σωτήριο “ζωτικό ψεύδος” εξαφανιστεί, το Μηδέν από προοπτική της ύπαρξης γίνεται παρόν της ύπαρξης, την αναιρεί και την απονοηματοδοτεί. «Εφήμερε άνθρωπε, τέκνο της κακής τύχης και του πόνου, γιατί με πιέζεις να σου πω αυτά που θα ήταν προτιμότερο να μη γνώριζες;”. Αυτή είναι η απάντηση του Σειληνού στις επίμονες ερωτήσεις του Μίδα «τί στ το βέλτιστον τος νθρώποις, καί τί τν πάντων αρετώτατον» (ποιό είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους και το προτιμότερο όλων). Τελικά ο Σειληνός αποκαλύπτει την συγκλονιστική αλήθεια που αφήνει την ζωή δίχως θεμέλιο, σύντριμμα και άθυρμα του χρόνου, ατύχημα παράλογο και ανεξήγητο: «μετ᾿ γνοίας γρ τν οκείων κακν λυπότατος  βίος. Άριστον γρ πσι κα πάσαις τ μ γενέσθαι. Δεύτερον δε τ γενομένους ποθανεν ς τάχιστα» («η ζωή θα ήταν καλλίτερη, αν δεν γνώριζε  καθένας τις συμφορές και τις θλίψεις του… το καλλίτερο απ’ όλα τα αγαθά για άνδρες και γυναίκες θα ήταν να μην είχαν ποτέ γεννηθεί. Το αμέσως επόμενο καλό για αυτούς που γεννήθηκαν θα ήταν να πεθάνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται»). Αυτή είναι η πηγή της ελληνικής απαισιοδοξίας που δίνει και τον εναλλακτικό τίτλο του έργου του (“Ελληνισμός και απαισιοδοξία”).

Ακριβώς τη διονυσιακή σοφία του Σειληνού, ο Νίτσε βλέπει ως την αληθινή μήτρα της τραγωδίας, για να τη διαχωρίσει από την εκάστοτε εξατομικευτική της έκφανση, τον τραγικό μύθο, τον τραγικό ήρωα, τα εκάστοτε συμβαίνοντα. Όλα αυτά, μας λέει, είναι απολλώνεια φαινομενικότητα. Ο άνθρωπος και οι εκάστοτε περιστάσεις του βίου του που ο τραγικός μύθος περιγράφει δεν είναι παρά «Schein», ένα φάσμα (φαινόμενο και φάντασμα μαζί), μία εικόνα που αποτελεί την παροδικής αξίας, διαμεσολαβητική συμβολή του Απόλλωνα για να επενδύσει και να κάνει γνωσιακά προσιτή την απροσμέτρητη και αβυσσαλέα αλήθεια του διονυσιακού στοιχείου. Αληθινή πηγή της τραγωδίας δεν είναι ο μύθος ή ο ήρωας, ο Οιδίποδας ή ο Προμηθέας, και η πλοκή γύρω τους, αλλά η μουσική, το χαμένο αρχαίο μέλος που ενστικτωδώς συλλαμβάνει και αποδίδει το άρρητο και φρικτό μυστήριο της ζωής. Ο μύθος έρχεται εκ των υστέρων για να απεικονίσει το μουσικά αποδιδόμενο μυστήριο, να δώσει μορφή στο άμορφο, να το προσδιορίσει και να το περιορίσει, να δώσει επομένως διαστάσεις στο αδιάστατο. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι το απολλώνειο απείκασμα είναι ένα ψεύδος, που κρύβει την καθολικότητα της διονυσιακής μουσικής/ενστικτώδους αλήθειας. Είναι όμως και ένα ζωτικό ψεύδος. Εξαιτίας του μπορεί να αποκωδικοποιηθεί μέσω της τραγωδίας και να γίνει αντικείμενο νοητικής επεξεργασίας, για να υπερβαθεί τελικά με την κάθαρση η βαθύτατη ενοχή του ανθρώπου για την ύβριν της υπάρξεώς του. Η ύβρις αυτή φτάνει στον υπέρτατο βαθμό με την ανθρώπινη συνείδηση. Η ενοχή του ανθρώπου προκύπτει από τη γνώση της ύβρεως, από τη συνείδηση της αντίφασης της ύπαρξής του με το Μηδέν που την περικλείει. Πόσο διαφορετική είναι άραγε αυτή η νιτσεϊκή θεωρία από την πανάρχαια βιβλική αλληγορία για το "δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού" και την υπέρτατη παρακοή, την γεύση από τους καρπούς του;

Ο Νίτσε, φυσικά, είναι άθεος. Όχι μόνο είναι άθεος, αλλά νιώθει βαθιά αποστροφή για τον Χριστιανισμό και τον ιουδαϊκό πολιτισμό, που αισθάνεται να αντιβαίνουν στο θεμελιώδες δόγμα του: Στη ζωή σημαντική είναι η ίδια η ζωή και τα όντα επιζητώντας την ζωή, επιζητούν την δύναμη. Αυτή την θέληση για δύναμη διαστρέφει ο Ιουδαιοχριστιανισμός, κατά τον Νίτσε. Αλλά δεν είναι ο μόνος. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο Νίτσε αποστρέφεται και τη Νεωτερικότητα. Αν ζούσε ο μεγάλος μηδενιστής σήμερα, θα γελούσε κατάμουτρα, περιφρονώντας και οικτείροντας την καταναλωτική αθεϊα της εποχής μας. Θα έβρισκε κωμικά νηπιακή την άποψη της πράγματι καταναλωτικής ειδωλολατρείας ότι «οι θρησκείες δημιουργούν ενοχές στους ανθρώπους» και απλώς μόνη η απαλλαγή από αυτές αρκεί να σημαίνει άρση των αναστολών, και ότι αυτή η άρση αναστολών είναι η ελευθερία. Αυτός ο εργαλειακός ψευδο-ορθολογισμός είναι άξιος κάθε καταφρόνησης, προσήκων σε κτηνώδεις υπάρξεις βυθισμένες στην αδυναμία. Ποιά σχέση μπορεί να έχει ο άνθρωπος-καταναλωτής με τον Ιππότη του Ντύρερ, το αισθητικό πρότυπο του Νίτσε, που με τα σκληρυμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα γεμάτα φρίκη μάτια, πορεύεται ωστόσο γενναίος και μόνος προς την άβυσσο;

Ο Νίτσε, αντιθέτως, γνώριζε καλά ότι η ανθρώπινη ενοχή είναι βαθιά και αρχέγονη. Ανατρέχοντας ιστορικά, διαπιστώνουμε όντως ότι το βίωμα της ύβρεως περνά από την προϊστορία και τις μυστηριακές εκστατικές τελετές στην κλασσική αρχαιότητα και την εκδραμάτιση του και την πρωτοφανή υπέρβασή του στην τραγωδία, τελικά στην τραγική εκδραμάτιση, πλήρη υπέρβαση της σταυρικής θυσίας στη Θεία Λειτουργία (που τελείται κατά την αρχαία τραγωδία και δραματουργικά και στο σχήμα ύβρις-τίσις-νέμεσις-κάθαρσις, παράδοξα μεταλλαγμένο) που δικαιώνει την ύπαρξη όχι φαντασιακά, αλλά υλιστικά και πραγματικά. Μόνη η Νεωτερικότητα απέτυχε παντελώς να συλλάβει την έννοια της ύβρεως, ούσα η ίδια εγγενώς υβριστική απέναντι στον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο Υπέρανθρωπος του Νίτσε δεν θα συνέχεε την απολλώνεια φαινομενικότητα με το υπαρκτικό βάθος, παίρνοντας εργαλειακά και χρησιμοθηρικά από τη διονυσιακή σοφία μόνο ό,τι τον καθησύχαζε για να μετατρέψει το φάσμα (Schein) σε αλήθεια/ουσία. Δεν θα απέβλεπε αξιακά στο ευχάριστο κλείνοντας τα μάτια στο αληθινό, όπως εκείνοι που από τη «Γέννηση της Τραγωδίας» ξέρουν μόνο το εθνικιστικά εργαλειοποιημένο απόσπασμα για το μεγαλείο των Ελλήνων και τον φθόνο των υπολοίπων, χωρίς να γνωρίζουν ούτε ποιό μεγαλείο τους απέδωσε ο Νίτσε, ούτε ποιά η δική τους σχέση με αυτό. Θα ακολουθούσε όλη τη βαθύτατη υπαρξιακή οδύνη για να φθάσει στην φρίκη του τρομερού. Θα είχε το θάρρος να ατενίσει σε όλο της το βάθος και τις διαστάσεις της την πορεία διάτρησης του «ζωτικού ψεύδους» με όλες τις πλήρως αυτοαναιρετικές συνέπειές της. Και θα είχε την απαίτηση να ζήσει με την αντίστοιχη αισθητική του ανθρώπου που πορεύεται στον χαμό του έχοντας επίγνωση της πορείας του. Γι’ αυτό και ο Νίτσε είναι στην πραγματικότητα ένας ασκητικός καλλιτέχνης-ιερέας του Μηδενός.

Στον χρόνο της Γέννησης της Τραγωδίας, ο Νίτσε είναι ακόμη φανατικός οπαδός του Βάγκνερ. Στην αισθητική του βαγκνερικού δράματος, βρίσκει την ελπίδα του για αναβίωση του ελληνικού τραγικού μεγαλείου, όπως και στο γερμανικό πολιτισμό βλέπει τον νέο φορέα του πυρσού της κλασσικής εποχής. Όμως ο Νίτσε δεν έζησε ως καλλιτέχνης. Όσο κι αν το έργο του χαρακτηρίστηκε από την ανάδειξη του ενστίκτου, ο ίδιος έζησε πλησιέστερα στο αντι-πρότυπο του Σωκράτη. Ο Σωκράτης αποτελεί για τον Γερμανό το τέλος του ελληνικού μεγαλείου: είναι ο κατ’ εξοχήν νοησιαρχικός άνθρωπος, ο ανθρωποτύπος που έχει εξοβελίσει πλήρως την ενστικτώδη ικανότητα του ανθρώπου να συλλαμβάνει την αλήθεια, αντίθετα με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, που κατέκτησαν επίγνωση της ύβρεως που απορρέει από την ίδια την ύπαρξη (Αναξίμανδρος). Από την επικράτηση του προτύπου αυτού, που σταδιακά υλοποιείται περισσότερο στον Σοφοκλή από ό,τι στον Αισχύλο, και ιδίως από τον Ευριπίδη και μετά, η τραγωδία μπαίνει στην φάση της παρακμής μέχρι του σημείου της τελικής εξαφάνισής της, με συνέπεια, κατά τη νιτσεϊκή οπτική, την απώλεια εκ μέρους της ανθρωπότητας της ικανότητας να συλλαμβάνει, να επεξεργάζεται και να υπερβαίνει την αρχέγονη ενοχή της, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να βυθίζεται στην ύβριν χωρίς την κάθαρσιν, στην πορεία της απόλυτης, τυφλής αυτοκαταστροφής.

Σήμερα, γνωρίζουμε ότι η νιτσεϊκή θεωρία για την τραγωδία δεν αποδίδει πάντα την φύση της ίδιας όσο απηχεί ενίοτε περισσότερο τις αισθητικές, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές ανησυχίες του μεγάλου Γερμανού φιλοσόσφου, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι η συμβολή του στην κατανόηση της δεν ήταν κολοσσιαία. Το πρόγραμμα του νέου γερμανικού πολιτισμού και των Υπερανθρώπων, συνετρίβη από την ναζιστική παρέκκλισή του (όπου πρωτοστάτησε ο Χάιντεγγερ) και δεν ανέστησε ποτέ το ελληνικό μεγαλείο. Ωστόσο, η Γέννηση της Τραγωδίας παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη σε εποχές όπου η αποσύνθεση του επιφανειακού νεωτερικού ανθρωποτύπου, η εξάρθρωση των κοινωνιών που οικοδόμησε και η θανάσιμη δυσαρμονία του με τη φύση φέρνουν την ανάγκη αναζήτησης διεξόδων προ ενός φρικτού τέλους. Πορευόμενος τον αφόρητα σκληρό, αηδιαστικό (όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος) δρόμο της άρνησης της ελπίδας, της ύπαρξης και του κόσμου, τον ομολογημένο παραλογισμό της γνήσιας οδού χωρίς Θεό, ο Νίτσε υποδεικνύει ιερατικώς τα τραγικά (κυριολεκτικώς) επιτεύγματα του αθηναϊκού δήμου, της ιδιότυπης «θεατροκρατίας», πριν ακόμη η αντι-τραγική Νεωτερικότητα σταθεί για τα καλά στα πόδια της στη γη της Γερμανίας και της Ευρώπης, πλησιάζοντας ανεπίγνωστα, αλλά τελικά απέχοντας καθοριστικά από την υπερ-τραγική χριστιανική ορθόδοξη κατάφαση του κόσμου.


____________________
[1] «Εδώ είναι, μπροστά σ’ αυτόν τον μέγιστο κίνδυνο της βούλησης, που πλησιάζει, σαν καλή μάγισσα με τα γιατροσόφια της, η Τέχνη: αυτή μόνο μπορεί να μεταβάλει σε παραστάσεις την απέχθεια για το τρομερό και το παράλογο στην ύπαρξη, παραστάσεις που μ’ αυτές μπορεί να υπάρχει ζωή: το  υ ψ η λ ό, καλλιτεχνική τιθάσσευση του τρομερού, και το  κ ω μ ι κ ό, καλλιτεχνική απαλλαγή από την αηδία του ακατανόητου.» (κεφ. 7)

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
- See more at: http://www.dikaiopolis.gr/2014/10/blog-post_10.html#sthash.hQvzDMhx.dpuf