Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Διόνυσος (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)



α΄
Με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί
Με όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας



Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β΄
Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη
Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων
Ουράνια τόξα πλεύσετε μεσ’ στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας
Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως
Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι
Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν ταπεινώνονται
Σε ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών
Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄
Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμόσφαιρας
Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο
Μάγουλα των νυμφών νιφθείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την
Κατά δω θα πλεύσει μια αιωνιότητα!
Σ’ όλες τις κρήνες σ’ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται
Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μεσ’ απ’ τις δροσιές ως την ηχώ της που σαπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των άσπιλων χεριών

Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα…
Ω να σας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ριγος κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!

δ΄
Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μεσ’ στο ξάγναντο
Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μεσ’ στις λατάνιες φεγγερών στοών
Σε φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου
Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια
Σα μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Μ’ ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ’ το σφρίγος τους
Χαράζοντας μια νέα καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν της ώρες μας…
Κι είναι όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται
Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα

Τραγουδώντας μεσ’ στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες….

ε΄
Πυρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σα στροβιλίζονται μέσα στ’ αλώνια
Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες
Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια
Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…
Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!
Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα
Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!

στ΄
Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους
Σύγκορμα τρέμουν τα’ απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα
Είναι το φως που ενστερνιστήκανε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει
Όλους τους δρόμους των ζεφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα
Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής
Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη
Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγναντεύουν! 
Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα – οι κύκλοι των ωρών
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μεσ’ στην ποδιά της Γης!

ζ΄
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
Με χρυσές μπρατσέρες θα βγούμε στον κίνδυνο πιο πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας
Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς
Υψώνοντας τις φλόγες των σαν αλαφριά κορμιά της καλοσύνης
Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανογραφίας
Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσει η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της
Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλευση
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!
 Πηγή:http://elytis-dimoula.blogspot.gr

Εκδήλωση της Εστίας Πατερικών Μελετών

24-01-2015. Εκδήλωση της Εστίας Πατερικών Μελετών με συμμετοχή του Βυζ .Χορ. Εν Ψαλτηρίω (Παρασκευή 30/1/2015)





Η Εστία Πατερικών Μελετών, τιμώντας τη μνήμη του προστάτη της, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, διοργανώνει εορταστική εκδήλωση την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015 στις 6.30΄ μ.μ. στο Δημαρχείο Αμαρουσίου, με το ακόλουθο πρόγραμμα:
·         Παρουσίαση του προγράμματος από τον αιδεσιμολ. πρωτοπρ. Ιωάννη Φωτόπουλο, Νομικό και Θεολόγο.
·         Ύμνοι από την ακολουθία του αγίου Γρηγορίου, των Τριών Ιεραρχών και της Υπαπαντής, από το βυζαντινό χορό «Εν ψαλτηρίω» του Σχολείου Ψαλτικής.
·         Ομιλία από τον αιδεσιμολ. πρωτοπρ. Βασίλειο Κοκολάκη, με θέμα: «Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου μέσα από την ασματική του ακολουθία»
·         Απαγγελία ποιήματος του αγίου Γρηγορίου, από την κ. Βασιλική Κίκιλη, πτυχιούχο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
·         Κλείσιμο της εκδηλώσεως από τον πανοσιολ. αρχιμ. Σαράντη Σαράντο, εφημέριο του Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου.
·         Εθνικός Ύμνος.
·         Θα ακολουθήσει ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου (8.30΄ μ.μ. - 1.30΄ π.μ.).
 Πηγή:http://www.sholeionpsaltikis.gr/http://www.psaltika.ru

Δημήτρης Χατζῆς - Σαμπεθάι Καμπιλῆς


Δημήτρης Χατζῆς (1913-81): πεζογράφος καὶ φιλόλογος ἐξ Ἰωαννίνων.

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Τὸ τέλος τῆς μικρῆς μας πόλης (1963).


Στὴ μικρή μας πόλη εἴχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Ἑβραίους - περισσότερους, ὄχι λιγότερους. Εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους - τὸ Συναγώι, ποὺ τὸ λέγανε καὶ κεῖνοι καὶ μεῖς, μέσα στὸ παλιὸ Κάστρο τῆς πόλης καὶ σὲ μερικοὺς δρόμους, ὁλόγυρά του. Οἱ χριστιανοί, ποὺ καθόντανε μέσα στὸ Κάστρο καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὁβραίικους δρόμους ὁλόγυρα, εἶχα στὴν ὀξώπορτά τους ἕνα σταυρὸ ζωγραφισμένο μ᾿ ἀσβέστη. Εἶταν ὅμως λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, τόσο πολύ, ποὺ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους εἶτανε συνήθειο παλιὸ νὰ βγαίνει τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ ἄνθρωπος τῆς Συναγωγῆς, μόλις ἔπεφτε ὁ ἥλιος καὶ τελαλοῦσε δυνατά:
- Ὥ...ω...ρα γιὰ Σαμπά!... Ὥ...ρ...ααα γιὰ Σαχρί!... Τελαλοῦσε πὼς ἔπεσε ὁ ἥλιος κι ἄρχισε Σάββατο καὶ κανένας τους νὰ μὴ πιάνει φωτιὰ μὲς στὰ σπίτια τους ὡς τ᾿ ἄλλο τὸ βράδυ. Παναπεῖ δηλαδὴ πὼς εἶταν πέρα γιὰ πέρα ὁβραίικοι δρόμοι. Εἶταν ὁ δικός τους μαχαλᾶς - τὰ ὁβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοὶ σὰν νά ῾τανε φοβισμένοι καὶ φουκαρᾶδες εἶταν οἱ πλιότεροι - οἱ πιὸ φουκαρᾶδες μέσα στὴν πόλη μας εἶταν αὐτοί. Ἀλήθεια πὼς κ᾿ οἱ δρόμοι τους μέσα στὸ Κάστρο εἶταν ἀπ᾿ τοὺς πιὸ βρώμικους καὶ τὰ παιδιά τους ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀρρωστιάρικα - ὅλο σπυριά. Κάνανε τὸ χαμάλη, τὸ λοῦστρο, τὸ μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Καὶ δουλεῦαν καὶ τὰ παιδιά τους ἀπὸ μικρά, μαζί τους ἢ κάναν θελήματα κ᾿ οἱ γυναῖκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στὰ ξένα τὰ σπίτια, ἀκόμα καὶ στὰ πορνεῖα τῆς πόλης - τόσο μικρὴ καὶ τέσσερα - πέντε τὰ εἶχε - αὐτὲς καθαρίζανε, τόσο εἶτανε φτωχές. Ἐργάτες ὡστόσο νὰ πᾶνε, νὰ μάθουνε τέχνες, ῥαφτᾶδες νὰ ποῦμε, μαραγκοί, σιδερᾶδες - τέτοια πράγματα - κανένας δὲν πήγαινε. Δὲν θέλανε, λέγαν, νὰ σκλαβωθοῦν μὲ τὸ μεροκάματο καὶ τὴν τέχνη. Μερικοὶ τενεχτσῆδες - δηλαδὴ τενεκετζῆδες - τσαγκαρᾶδες - καὶ καλύτερα νὰ πῶς μερεμετιτζῆδες τῶν παπουτσιῶν - κ᾿ ἕνας - δυὸ χασάπηδες, ποὺ δὲν πούλαγαν ποτὲς γουρουνίσιο κρέας, εἶχαν κάτι μικρομάγαζα. Μὰ στὰ ὁβραίικα μέσα κι αὐτοὶ - δὲν πηγαίνανε παραπέρα.
Εἶταν ὕστερα οἱ γυρολόγοι τοῦ δρόμου, πραματευτᾶδες δηλαδή, μεταπράτες καὶ παλιατζῆδες, τὸ δικό τους τὸ ὁβραίικο εἶδος, τὸ πάππου πρὸς πάππου. Δὲν εἶτανε καὶ πολλοὶ μὰ γιομίζαν ὅλη τὴν πόλη μὲ τὴ μεγάλη φασαρία ποὺ κάνανε. Γυρνοῦσαν τοὺς μαχαλᾶδες ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ μὲ μιὰ τάβλα κρεμασμένη μπροστὰ στὴν κοιλιά τους ἢ μιὰ μεγάλη σακούλα στὴν πλάτη, κᾶνε σέρνοντας τὸ μικρὸ καροτσάκι τους καὶ φωνάζαν ἀκούραστα - τελαλούσανε τὴν πραμάτεια τους μ᾿ ἕνα τρόπο ξεχωριστὸ καὶ δικό τους, κάπως σὰν τραγουδιστά, σὰ νὰ σέρνανε τὴ φωνή τους στὸ τέλος τῶν λέξεων - καθὼς συνήθαγαν ὅλοι τους.
- Οὑβριέ, τὸν φώναζαν οἱ γυναῖκες στοὺς μαχαλᾶδες, σκύβοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο - ἀκόμα κι ἂν τό᾿ ξεραν τ᾿ ὄνομά του.
Αὐτὸς ἄκουγε, δὲν κακοκαρδιζόταν ποὺ τὸν φώναζε Ὁβραῖο, ἀκουμποῦσε τὴν πραμάτεια στὸ πεζούλι τῆς πόρτας ἢ πάνω στὸ δρόμο, ἔπαιρνε μίαν ἀνάσα καὶ τὴν περίμενε νὰ κατέβει γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν ἐκεῖ παζάρεμα ἀτέλειωτο γιὰ ἕνα μασούρι κλωστὴ ἢ μία πήχη λάστιχο γιὰ βρακοζώνα ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ καλτσοδέτα.
Τὰ παιδιὰ καμιὰ φορὰ τρέχαν πίσωθέ του καὶ φωνάζανε τραγουδιστὰ καὶ τὸν κοροϊδεῦαν:
Σπίρτα, ῥάμματα, βιλόνια,
τ᾿ Οὑβριοῦ τὰ παντελόνια.

Αὐτὸς δὲν κακοκαρδιζότανε μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τραβοῦσε τὸν ἀνήφορο, σκύβοντας τὸ κεφάλι του πάνω στὴν πανάκριβη πραμάτειά του, ποὺ τὴν ἀβγάτιζε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲς στὸ λιοπύρι καὶ τὴ βροχή, τὴν καταφρόνια καὶ τὸν περίγελο, ὅσο νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεὸς ν᾿ ἀνοίξει κι αὐτὸς τὸ δικό του τὸ μαγαζὶ στὸ παζάρι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Στὸ παζάρι τῆς πόλης θά ῾τανε καμιὰ ἑκατοπενηνταριὰ - διακόσιοι Ἑβραῖοι μὲ μαγαζιὰ - τόσοι ἀπ᾿ τὶς τέσσερις χιλιάδες. Ἄλλοι μὲ μικρὰ μαγαζιὰ καὶ καμπόσοι μὲ βαρβᾶτα ἐμπόρια - ὅσο βαρβᾶτα μπορούσανε νά ῾ναι τὰ ἐμπόρια σὲ μιὰ πόλη ποὺ τὴν ἔτρωγε τὸ σαράκι, εἶδος γεροντοχτικιό. Πουλούσανε πανικά, γυαλικά, σιδερικά, τέτοια ἐμπόρια, εἶδος ἕτοιμο, ἀπ᾿ ἔξω φερμένο, ὄχι στάρια, τροφίματα, ἐγχώρια εἴδη - τέτοια πράματα δὲν εἶχε κανένας τους. Τὰ μαγαζιά τους εἶταν ἀνακατωμένα μὲ τῶν χριστιανῶν, δὲν εἶχαν παράξενο τίποτα, γένια ἢ στὸ ντύσιμο, ὅπως ἀλλοῦ, καὶ τὴ φωνή τους ἀκόμα πασκίζαν αὐτοὶ καὶ τὴ σουλουπώνανε νὰ μὴ σέρνεται - ξεχωρίζαν ὡστόσο κι αὐτοὶ μὲ τὸ πρῶτο πὼς εἶταν Ἑβραῖοι.
Τέλος - εἶτανε καὶ κάτι λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, σπουδαγμένοι, ἕνας - δυὸ γιατροί, φαρμακοποιοί, ἕνας - δυὸ δικηγόροι καὶ κάτι δάσκαλοι τῶν ξένων γλωσσῶν, ὄχι ἄλλες ἐπιστῆμες, μηχανικοί, γεωπόνοι, νὰ ποῦμε τεχνικοὶ γενικά, ποὺ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν πόλη δὲν εἶταν πολλοὶ - δὲν τοὺς σήκωνε ὁ τόπος.
Αὐτοὶ πού ῾χανε τοὺς παρᾶδες ζούσανε βέβαια καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους - σὲ καλύτερα σπίτια, εἶχαν καὶ δοῦλες - Ὁβριὲς - κ᾿ εἴχανε φκιάξει ἔξω ἀπ᾿ τὸ Κάστρο ἕνα - δυὸ ὁβραίικους δρόμους, πού ῾ταν κι ἀπὸ τοὺς καλύτερους τῆς πόλης. Αὐτοὶ τὸ βράδυ ἀνεβαίνανε καὶ στὰ καφενεῖα στὴν πλατεία τῆς πόλης, εἶχαν νταραβέρια μὲ καλοὺς νοικοκυραίους καὶ καθόντανε μαζί τους καὶ παίζανε τάβλι. Ὅποιος ἔχανε πλήρωνε καὶ γιὰ τοὺς δυό μας.
Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους, εἶταν ὅλοι θρῆσκοι, κανένας δὲν ἔπιανε φωτιὰ τὸ Σάββατο καὶ κανένας δὲν δούλευε τὸ Σάββατο. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, εἶταν ὅλοι τους ταχτικοὶ στὴ ζωή τους, παντρευόνταν ἀπὸ μικροὶ κ᾿ εἶχαν ὅλοι τους ἕνα δεύτερο ροῦχο, καλύτερο, γιὰ νὰ τὸ φορᾶνε τὸ Σάββατο, νὰ πᾶνε τὸ πρωὶ στὴ Συναγωγή τους καὶ νὰ βγοῦνε τ᾿ ἀπόγευμα νὰ κάνουν περίπατο. Οἰκογενειακῶς. Ὅσοι μπορούσανε καθόντανε καὶ στὸ καφενεῖο, πάλι οἰκογενειακῶς. Πίνανε καφὲ ἢ μία γκαζόζα, οἱ γυναῖκες τους τρώγανε μία βανίλια καὶ τὰ παιδιὰ μοιραζόντανε τὸ λουκούμι ποὺ κοβόταν στὰ δυὸ - δὲν ντρεπόνταν ποὺ τοὺς κοιτοῦσαν ἀπ᾿ τὰ γύρω τραπέζια. Τὴν Κυριακὴ τ᾿ ἀπόγευμα ξαναβγαίνανε περίπατο, πάλι οἰκογενειακῶς ἢ πηγαίνανε στὸ καφενεῖο καὶ χασμουριόνταν ὥσπου νὰ περάσει κι αὐτὴ - μιὰ μέρα ἀκόμα χαμένη.
Τέτοια ταπεινή, φρόνιμη καὶ συμμαζεμένη εἶταν ἡ ζωὴ ὁλονῶν τους.
Κι ὡστόσο μέσα στὴν πόλη λέγανε γι᾿ αὐτοὺς πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα. Τοὺς φορτῶναν ἕνα σωρὸ κουσούρια, κακίες κι ἀδυναμίες, ποὺ τάχα ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε - καὶ πρῶτα-πρῶτα γιὰ τοὺς παρᾶδες ποὺ τοὺς μαζώνανε δεκάρα-δεκάρα καὶ ποὺ τάχα ἐμεῖς τοὺς σκορπούσαμε. Γενικὰ τοὺς παρασταίνανε σὰν ἀνθρώπους παρακατιανούς, ράτσα τιποτένια καὶ βρώμικια. Τοὺς λέγανε παλιόβριους καὶ τσιφούτηδες. Οἱ μεγάλοι δὲν τοὺς τὸ φωνάζαν μπροστά τους, μὰ σὰν τύχαινε Ἑβραῖος νὰ βρεθεῖ μία φορὰ ἔξω ἀπ᾿ τὸ παζάρι καὶ τὰ ὁβραίικα, στοὺς μακρινοὺς μαχαλᾶδες τῆς πόλης καὶ τὸν γνωρίζανε τὰ παιδιά, τρέχανε πίσω του καὶ τοῦ φωνάζαν τραγουδιστά!
Οὑβριέ, παλιόβριε,
ποῦ ῾ν᾿ ἡ κότα πὄκλεψες...



Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΗ ΤΗΣ 2ης μ.Χ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ. ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΝΤΑΝΙΕΛ, ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ, ΒΙΓΙΟΝ

Τους πρώτους αιώνες της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας αρχίζουν να διαφαίνονται αλλαγές στη μεσαιωνική
ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ
ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ
  Ευρώπη σε διάφορα επίπεδα, οι οποίες θα αποδειχτούν καθοριστικές για το μέλλον της. Σε πολιτικό επίπεδο η Δ. Ευρώπη δείχνει να συνειδητοποιεί την κοινή της κληρονομιά, κυρίως, μέσω του συνεκτικού ρόλου της καθολικής εκκλησίας, η οποία εκφράζεται (και) με την πρώτη συντονισμένη δράση της: τις σταυροφορίες του 12ου αιώνα. Στο κοινωνικό επίπεδο, παρατηρείται η ανάπτυξη των πόλεων. Εξελίξεις όμως, έχουμε και στον πνευματικό τομέα με την ίδρυση των πρώτων πανεπιστημίων και ειδικά στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίζονται η αυλική λογοτεχνία, το αυλικό μυθιστόρημα και η λυρική ποίηση.1
Η λυρική ποίηση θα αποτελέσει το ζητούμενο της παρούσας εργασίας, αρχικά παρακολουθώντας την εξέλιξή της από τον ύστερο Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση και το ρεύμα του ουμανισμού στα γράμματα, που επιφέρουν μια επαναστατική μεταβολή, την «ανθρωποκεντρική» θεώρηση του κόσμου σε αντιδιαστολή με τη «θεοκεντρική» του Μεσαίωνα2. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τρία έργα μεγάλων ποιητών της λυρικής ποίησης αναλύοντας πως προσεγγίζεται στο καθένα ο έρωτας.
Ξεκινώντας την επισκόπησή μας στο θέμα που εξετάζουμε, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά καινοτομιών που συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ξεχωριστής της λογοτεχνικής κληρονομιάς του ύστερου Μεσαίωνα, η οποία αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική παράδοση. Πρώτιστα, παρατηρούμε τη χρήση των δημωδών 3 γλωσσών ως μέσου έκφρασης της λυρικής ποίησης που πρωτοεμφανίστηκαν στη Δύση στα τέλη του 11ου αιώνα και αξίωσαν να αναγνωριστούν ως οι πρώτες μορφές μιας νεότερης λογοτεχνικής συνείδησης4. Επιπλέον, το κατεξοχήν στοιχείο έμπνευσης της λυρικής ποίησης είναι ο έρωτας, ο οποίος σε αντίθεση με άλλα είδη λογοτεχνικής δημιουργίας, εκδηλώνεται κυρίως με την κατάθεση του εσωτερικού κόσμου του δημιουργού (η οπτική του είναι από την αντρική σκοπιά)5, παρά μέσω της εξιστόρησης κάποιας ερωτικής ιστορίας6. Εξάλλου το ίδιο το σύστημα αξιών της εποχής προωθεί πρότυπα όπως το «μέτρο» και την «νεότητα» και την μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα από έναν «τέλειον έρωτα».7Όσον αφορά στη μορφή του λυρικού ποιήματος είναι σύντομη (συνδυαζόμενη με μουσικότητα του λόγου), γεγονός που εξυπηρετεί την διαμόρφωση νέων τρόπων στιχουργικής έκφρασης, όπως και νέων μορφών που διαφέρουν, ανάλογα με τον τόπο αλλά και το χρόνο που αυτό καλλιεργείται. Βέβαια, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως στη Μεσαιωνική Ευρώπη εξακολουθεί να γράφεται λυρική ποίηση στις λόγιες γλώσσες στο πρότυπο της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. Ωστόσο, η προσοχή που αποδίδει η ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας είναι μικρότερη απ’ αυτή της πρώτης.
74 Τρουβαδούροι
74 Τρουβαδούροι
   Η λυρική ποίηση που εμφανίστηκε πρώτη χρονικά και θεωρείται η σημαντικότερη αξιολογικά για την ευρωπαϊκή λογοτεχνική ιστορία, είναι αυτή που καλλιεργήθηκε στην νεκρή σήμερα γλώσσα του οκ.8 Καθοριστικό ρόλο για την άνθηση της συγκεκριμένης ποίησης φαίνεται πως έπαιξαν δύο παράγοντες: η υποδοχή που βρήκαν οι τροβαδούροι στις αυλές των αρχόντων και η ποικιλία μορφών και ιδεολογικής έκφρασης9. Όσο για τη θεματολογία του «Ευγενούς έρωτα», φαντάζει να αποτελεί το νήμα συνέχειας της ώριμης μεσαιωνικής ποίησης με τη νεότερη λογοτεχνία, καθώς ο πολιτισμός των τροβαδούρων γνωρίζει την παρακμή κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα, αλλά παράλληλα εμφανίζονται νεότερα κείμενα ερωτικής ποίησης, τα οποία θα αποτελέσουν τη γέφυρα μεταξύ Μεσαίωνα και Αναγέννησης10. Συνάμα, όπως επισημαίνει ο Γ. Βάρσος, η αξία του έργου τους καλλιέργησε «νέα αντίληψη για τον επαγγελματία της τέχνης του λόγου [….] Και αν κάτι αντανακλά ή εκφράζει με σαφήνεια η ποίηση των τροβαδούρων, είναι ακριβώς αυτή η καινούρια εικόνα του ποιητή»11. Η δε ποίησή τους καινοτομεί, αφενός γιατί συμπορεύεται με την πραγματικότητα ως παράλληλη με αυτήν, αξιοποιώντας ρεαλιστικά στοιχεία – με τους δικούς της όμως όρους – αφετέρου διότι απομακρύνεται απ’ αυτήν, με όχημα τον «ευγενή έρωτα». Αποτελεί τομή για την εξέλιξη του νεότερου πολιτισμού, εφόσον με την «ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της τέχνης της, ζητώντας δικούς της τρόπους ανάγνωσης και δικούς της αναγνώστες, οδηγεί στη νεότερη πρακτική της λογοτεχνίας»12.
Το έργο των τροβαδούρων, βρήκε άξιους συνεχιστές την εποχή της Αναγέννησης μέσα από το ρεύμα του ουμανισμού και εξαπλώθηκε από τους δικούς της δρόμους χάρη σε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Ο Λυρισμός αυτήν την περίοδο παρουσιάζει αξιοσημείωτες μεταβολές: η μουσική των οργάνων υποκαθίσταται από την μουσικότητα των ίδιων των λέξεων, των μορφών και των ομοιοκαταληξιών. Το επίτευγμα της τυπογραφίας και η ανάγνωση θα επιταχύνει αυτό το φαινόμενο13. Εφεξής η ποίηση θα βασίζεται στα πραγματικά της όπλα που είναι η γλώσσα και οι λέξεις τους. Έτσι, γίνεται επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας νέων στιχουργικών μορφών, νέων σχημάτων ομοιοκαταληξίας και μέτρου14. Οι αλλαγές αυτές δεν θα αφήσουν αδιάφορους τους ποιητές, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι τη δύναμή τους εξελίσσονται σε τεχνίτες των λέξεων, αλλά και διαμεσολαβητές αναγωγής των «δημιουργών» σε «συγγραφείς».15.
Την περίοδο του ώριμου ουμανισμού, η γραφή ποίησης στα λατινικά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο πως πλήθος συγγραφέων επιλέγουν να γράφουν τόσο στη μητρική τους γλώσσα όσο και στα λατινικά16. Παράλληλα, αναπτύσσεται το ενδιαφέρον για την ποίηση των δημωδών γλωσσών. Ο Γ. Βάρσος υποστηρίζει πως την αρχική ενίσχυση των λατινικών διαδέχτηκε η ανάκαμψη και επέκταση της γραπτής χρήσης των δημωδών γλωσσών, με μορφή ολοένα συγγενέστερη των σύγχρονων εθνικών γλωσσών, σε πολλά είδη κειμένων. Συνακόλουθα διαφαίνεται η τάση τόσο για την υπεράσπιση της ποίησης γενικά, αλλά και της αντίκρουσης επιχειρημάτων που προσάπτουν στις δημώδεις γλώσσες τις κατηγορίες της προχειρότητας και της ανηθικότητας. Ενδεικτικό της προσπάθειας υπεράσπισης των δημωδών γλωσσών αποτελούν τόσο το έργο του Δάντη (1265-1321), Περί ευγλωττίας στη λαϊκή γλώσσα, γραμμένο μεταξύ 1303 και 1305, όσο και το δοκίμιο του Γάλλου εκπρόσωπου του ουμανισμού Ντυ Μπαιλέ (1522-1560), Για την υπεράσπιση και τον εμπλουτισμό της γαλλικής γλώσσας17(1549).
Στην συνέχεια της περιήγησής μας στα μονοπάτια του λυρισμού, θα ασχοληθούμε με τρία ποιήματα αντιπροσωπευτικών ποιητών του είδους (διαφορετικών περιόδων). Πρώτος χρονολογικά είναι ο τροβαδούρος Αρνώ Ντανιέλ (περ. 1180-1200) με το τραγούδι του (Canzo), το οποίο αποτελείται από έξι στροφές με εφτά στίχους η κάθε μία και από μία τελευταία συντομότερη την προσφώνηση18 με τρεις μόνο στίχους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ομοιοκαταληξία. Στις έξι πρώτες στροφές εμφανίζεται με τον ίδιο επαναλαμβανόμενο τρόπο στους στίχους 1,2 & 4,5,6,7. Αντίστοιχα ομοιοκαταληξία εμφανίζεται στον 3ο στίχο μεταξύ των στροφών. Όσο για την προσφώνηση η ομοιοκαταληξία εμφανίζεται στους δύο τελευταίους στίχους.
Βασικό θέμα του τραγουδιού δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τον «ευγενή έρωτα», τον οποίο ο Ντανιέλ στην πρώτη κιόλας στροφή τον εμφανίζει σαν «φλόγα χρυσή» (μεταφορά). Ο ερωτευμένος άντρας εμφανίζεται αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο αντικείμενο του πόθου του. Έτοιμος να απαρνηθεί κάθε τιμή και κάθε επίγειο αγαθό για χάρη του (στροφή 4,5). Ωστόσο, την ίδια στιγμή που παρουσιάζεται άτρωτος (στοιχείο υπερβολής) ακόμα και από το δυνατό βοριά (στροφή 2) από την άλλη φαίνεται να μην αντέχει την ένταση του ίδιου του συναισθήματος του και να αποζητά τη λύτρωση από το Θεό. Σε αντίθεση όμως με τις επικλήσεις του, όταν η εικόνα της γυναίκας διαβεί από μπροστά του, η χαρά του υπερκερά καθετί υλικό ή πνευματικό. Η ίδια αντίθεση μεταξύ χαράς και πάθους από τη μία· πόνου και μαρτυρίου από την άλλη εμφανίζονται στους δύο τελευταίους και στους δύο πρώτους στίχους πέμπτης και έκτης στροφής αντίστοιχα. Ωστόσο, παρά την οδύνη που του προκαλεί η δυσπρόσιτη υπόσταση της κοπέλας, εκείνος δηλώνει πως δεν πρόκειται να απαρνηθεί τον έρωτά του. Αυτός στον οποίο απευθύνεται, αν και δεν προσδιορίζεται σαφώς, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως είτε πρόκειται για έναν εσωτερικό διάλογο, είτε για μια συνομιλία με το ίδιο του το ακροατήριο. Η μορφή της γυναίκας, παρουσιάζεται ιδανική, σαν εικόνα που αγγίζει την τελειότητα, τόσο από πλευρά ηθικής όσο και από φυσική ομορφιά, σε βαθμό που γίνεται απρόσιτη. Για να πετύχει το σκοπό του ο ποιητής χρησιμοποιεί αρκετά επίθετα όπως: «Προστάτρια και κυρά της αρετής», «Αυτής της γης την πιο όμορφη κυρά», «Ψιλόλιγνη, ξανθή, καμαρωτή». Τέλος, η σχέση του με τη μορφή της γυναίκας κινείται στα πλαίσια ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο ερωτευμένος περιορίζεται στη χαρά ή τον πόνο που του δίνει η εικόνα της γυναίκας, ενώ συνάμα μοιάζει απροσέγγιστη για εκείνον. Σαν να στέκει με τις χάρες της σε απόσταση που ο ίδιος αδυνατεί να φτάσει. Με μία έννοια μπορούμε να πούμε ο ρεαλισμός της φρασεολογίας συνδυάζεται με εικόνες που απομακρύνονται απ’ αυτόν, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας προσωπικής πραγματικότητας του ίδιου του ποιητή.
  Το δεύτερο έργο που θα μας απασχολήσει , είναι του μεγάλου ποιητή της αναγέννησης Πετράρχη
ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ
ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ
 και ένα από τα 365 ποιήματα που αφιέρωσε στη Λάουρα. Ο ποιητής καλλιέργησε και επέβαλλε τη μορφή του σονέτου19. Το συγκεκριμένο ποίημα με θέμα τον «ιδεόπλαστο έρωτα»20 αποτελείται από δύο πρώτες στροφές με τέσσερις στίχους και ακολουθούν άλλες δύο με τρεις. Η ομοιοκαταληξία στις δύο πρώτες στροφές σχηματίζεται μεταξύ των στίχων 1,4 και 2,3, ενώ στις δύο τελευταίες η ρίμα σχηματίζεται μεταξύ των δύο στροφών πιο ελεύθερα. Αυτός που μιλά μοιάζει να απευθύνεται στον ίδιον τον έρωτα συνεπαρμένος από τις χάρες της κοπέλας, τις οποίες αναδεικνύει με παρομοιώσεις: «κι είναι σα λάμψη που ο ουρανός σταλάζει» και καλλιεργώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα – που κινείται μεταξύ άκρατου θαυμασμού και λατρείας – με στοιχεία υπερβολής: «χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν/ να τα πατήσει την παρακαλούνε». Ο ίδιος ο ποιητής μοιάζει να φέρνει στην επιφάνεια τις βαθύτερες σκέψεις του με χαρακτηριστική λεπτότητα στο ύφος σε συνδυασμό με την ενατένιση της αγαπημένης. Η σχέση του με την κοπέλα κινείται στα όρια του ανεκπλήρωτου έρωτα, εφόσον βάσει του ύφους η εικόνα της είναι εγγύτερη σε ένα άφταστο ιδανικό, του οποίου η υπόσταση είναι απόλυτα πνευματική και σε κανένα σημείο δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για κάτι διαφορετικό πλην της λεπταίσθητης αναπαράστασης, της σχεδόν αγγελικής μορφής της κοπέλας που έντεχνα καλλιεργεί ο ποιητής.
Ο τελευταίος ποιητής που θα μας απασχολήσει είναι ο Γάλλος Φρανσουά Βιγιόν(1431 – μετά το 1463) που όπως αναφέρει ο Γ. Βάρσος η παρουσία του σηματοδοτεί τη μετάβαση της Γαλλίας από τον Μεσαίωνα. στην Αναγέννηση, ενώ το είδος που καλλιεργεί συστηματικά είναι η μπαλάντα21. Η συγκεκριμένη ονομάζεται «Μπαλάντα: της χοντρό-Μαργκό». Η δομή του ποιήματος αποτελείται από τρεις στροφές με δέκα στίχους η καθεμία και μια τέταρτη με εφτά στίχους. Η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές σχηματίζεται μεταξύ 1ου, 3ου,8ου & 10ου , ακολούθως μεταξύ 2ου,4ου & 5ου και τέλος, μεταξύ 6ου,7ου & 9ου. Στην τελευταία στροφή, η ομοιοκαταληξία σχηματίζεται μεταξύ 1ου,2ου,3ου,5ου, & 6ου στίχου, και 4ουμε 7ο. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε στο τέλος κάθε στροφής εμφανίζεται το
ΒΙΓΙΟΝ
ΒΙΓΙΟΝ
 refrain. Θέμα του ποιήματος είναι για μια ακόμα φορά ο έρωτας αλλά σε αντιδιαστολή με τα δύο προηγούμενα ποιήματα δεν εμφανίζεται ούτε δυσπρόσιτος ούτε ανεκπλήρωτος παρά λαμβάνει χώρα στο παρόν και μάλιστα με την υλική (σαρκική) σημασία του όρου. Οι διαφορές δεν εξαντλούνται όμως στο συγκεκριμένο σημείο· αυτός που μιλά εμφανίζεται καβγατζής, βίαιος, χωρίς λεπτότητα (στροφή2) και παράλληλα ερωτευμένος. Αυτός που μιλά μοιάζει να απευθύνεται στην κοινωνία ή τουλάχιστον σε ένα τμήμα της, το οποίο κρατά επικριτική στάση απέναντί του (στροφή1-στίχος2). Η διαβίωση του Βιγιόν στο Παρίσι παράλληλα με τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής του – όπου συνυπάρχει η υψηλή μόρφωση με την παρανομία – πιθανά συμβάλει τόσο στην οπτική γωνία που βλέπει τα πράγματα όσο και σε μια διαφορετική – διόλου ωραιοποιημένη και για αυτό ίσως πιο ρεαλιστική – αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας. Η εικόνα της γυναίκας παρουσιάζεται εξίσου αντιφατική, αφενός με «χίλια-δυο χαρίσματα κρυφά», αφετέρου αθυρόστομη και πόρνη. Όσο για τη σχέση αυτού που μιλάει με τη γυναίκα την χαρακτηρίζουν επίσης οι αντιφάσεις και η ένταση, σε σημείο που να διανύει το τόξο αγάπης (στροφή1-στίχος1) – μίσους (στροφή2-στίχος3). Ο ποιητής περιγράφει τη σχέση με το δικό του σαρκαστικό τρόπο και χρησιμοποιώντας τόσο την παρομοίωση: «΄Αξια ταιριάζουμε σαν κώλος με βρακί» όσο και τη μεταφορά: «Κακό ποντίκι για την γάτα την κακιά». Ωστόσο, αυτός ιδιαίτερος και προκλητικός έρωτας φαντάζει να υπερτερεί τελικά.
Εντέλει, κοινή συνισταμένη των τριών ποιημάτων είναι η κοινή θεματολογία που αφορά τον έρωτα, ο οποίος διαχρονικά αποτελεί ίσως το πλέον υμνημένο συναίσθημα μέσω της ποίησης. Επί πλέον, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως ήδη από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας ο έρωτας ήταν συνδεδεμένος με τις ανώτερες εκφάνσεις του ανθρώπινου είδους, πηγή ευδαιμονίας και ανάδειξης των πιο ευγενών στοιχείων των ανθρώπων. Από αυτή την άποψη φαντάζει λογικό η λυρική ποίηση να συγκινεί το σημερινό αναγνώστη τόσο λόγω θεματολογίας μιας και ο έρωτας εξακολουθεί να βιώνεται σαν ένα από τα συνταρακτικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ύπαρξης και να ανατρέπει τις ισορροπίες της, αλλά συνάμα μέσω των εικόνων και των τρόπων έκφρασης των ποιημάτων, ενδεχόμενα δημιουργείται μια γλυκιά νοσταλγία στον αναγνώστη, αναπλάθοντας στη φαντασία του μια εποχή – στην εξιδανικευμένη της έστω μορφή – που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Συμπερασματικά αξίζει να αναφέρουμε, πως η λυρική ποίηση με τις διάφορες εκφάνσεις της μέσα στον τόπο και το χρόνο, σημάδεψε την εξέλιξη της νεότερης ποίησης, ακόμα και μέχρι τα πολύ πρόσφατα χρόνια, επιφέροντας: σε στιχουργική έκφραση, μορφή και συνολικότερη δομή. Με τη θεματολογία της υμνεί τον έρωτα, κάτι που φαίνεται και από τα τρία ποιήματα που εξετάσαμε. Το ουσιαστικότερο όμως επίτευγμά της, ίσως είναι η συμβολή της στην ανάδειξη των ίδιων των ποιητών, σε καλλιτέχνες και δημιουργούς μιας ξεχωριστής όσο και θαυμαστής τέχνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα,εκδ Ε.Α.Π, Πάτρα 1999.
  2. Benoit Annick & Fontaine Gay (επιμ), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Εκδ. Σοκόλη, σ. 145, μτφρ ΑΖηράς κ.α., τΑΑθήνα1999 (Letters EuropeenesHistory de la Literature Europeene, 1992).
  3. Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα,εκδ Ε.Α.Π, Πάτρα 1999.
  4. Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος-Larousse-Britannica, εκδ Πάπυρος, επιμ. Βίκτωρ Αθανασιάδης κ.α, Αθήνα 21997.
1Κώστας Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, εκδ Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σ.95
2Γιώργος Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, εκδ Ε.Α.Π 1999, σ 114. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
3 Με μια έννοια, την εποχή που εξετάζουμε ο γραπτός λόγος παύει να είναι προνόμιο των λόγιων γλωσσών αφού βαθμιαία οι δημώδεις γλώσσες της καθομιλουμένης αποκτούν γραπτές εκφράσεις.
4 ΙΕΛ, σ. 87
5 ΙΕΛ,σ.89
6 ΙΕΛ,σ.86
7Annick Benoit & Gay Fontaine (επιμ), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Εκδ. Σοκόλησ. 145, μτφρ ΑΖηράς κ.α., τΑΑθήνα1999 (Letters EuropeenesHistory de la Literature Europeene, 1992). Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.
8ΙΕΛ, σ. 88 η γλώσσα του οκ ήταν ρωμανική διάλεκτος που μιλιόταν και τραγουδιόταν σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση: με έδρα την Προβηγκία περιλάμβανε περιοχές της Ν. Γαλλίας, Β. Ισπανίας και Β. Ιταλίας. Εκεί, απ’ ό,τι φαίνεται, η ώριμη φεουδαρχία είχε προσλάβει ιδιόρρυθμες πολιτισμικές διαστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτού του «προβηγκιανού» πολιτισμού, εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα, διαδεδομένη ευρύτατα, κυρίως κατά τη διάρκεια του 12ου, η ποίηση που έγραφαν, συνέθεταν ως μουσική και τραγουδούσαν οι λεγόμενοι τροβαδούροι
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
9 ΕΓ,σ.145,148
10 ΙΕΛ,σ.88
11 ΙΕΛ,σ.89-90
12 ΙΕΛ,σ.94
13 ΕΓ,σ.202
14 ΙΕΛ,σ.135
15 ΕΓ,σ.202
16 ΙΕΛ,σ.117
17 ΙΕΛ,σ.118-119
18 Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος-Larousse-Britannica, εκδ Πάπυρος, επιμ Βίκτωρ Αθανασιάδης κ.α, Αθήνα 21997, σ.111, τ58, λήμμα: τροβαδούρος
19 ΙΕΛ,σ.143
20 Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, βασικό θέμα της λυρικής ποίησης είναι ο «ευγενής έρωτας» που προκύπτει από τον καθιερωμένο στη Δύση γαλλικό όρο “amourcourtois”. Στα ελληνικά ο όρος έχει αποδοθεί ως «ιδεόπλαστος έρωτας».
21 ΙΕΛ,σ.145

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΡΟΣ B

Πηγή:http://http://nikoschilaris.blogspot.gr

 
Ανδρέας Βουρλούμης
Μονή Σταυρονικήτα, (1929)
Ακουαρέλα 23x31 εκ.
Βασίλειος Χατζής
Μοναστήρι
(κάθισμα Αγ. Τρύφωνος), (1913)
Λάδι σε χαρτόνι
 
28x21 εκ.
Δημήτρης Γιολδάσης
Καρυές, (1935)
λάδι σε χαρτόνι
34,5x25 εκ.


Δημήτρης Γιολδάσης
Κορυφή του Άθωνα, (1935)
λάδι σε χαρτόνι
33,7x24,5 εκ.


Προσθήκη λεζάντας
Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
Oυρανούπολις, (1962)
Συλλογή Aρσέν και
Pουπέν Kαλφαγιάν, Θεσσαλονίκη



Βασίλειος Χατζής
Μοναστήρι
(κάθισμα Αγ. Τρύφωνος), (1913)
Λάδι σε χαρτόνι
28x21 εκ.

Λυκούργος Κογεβίνας
Σταυρονικήτα, (1925)
Οξυγραφία
30,4x43,2 εκ.

Λυκούργος Κογεβίνας
Μονή Βατοπεδίου
Λάδι
60x87 εκ.