Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Ο Μακιαβέλι, η δημοκρατία και η εκλογή των αρχόντων

Ο Μακιαβέλι, η δημοκρατία και η εκλογή των αρχόντων«Πολύ σπάνια οι άνθρωποι 
είναι ολότελα κακοί ή πέρα για πέρα καλοί»
Νικολό Μακιαβέλι.
Γράφει ο Ερανιστής
Οι Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου είναι το σημαντικότερο και περιεκτικότερο έργο του Μακιαβέλι. Σύμφωνα με τον Τάκη Κονδύλη, που επιμελήθηκε την έκδοση στα ελληνικά και μετέφρασε το έργο, «η διαφορά με τον Ηγεμόνα είναι διαφορά ύφους, τόνου και φωτισμού άλλων άλλοτε πλευρών των θεμελιωδών προβλημάτων που απασχολούν τον Μ., όμως η παιδεία, ο πολιτικός προσανατολισμός και η ψυχοδιανοητική δομή, η οποία επιστρατεύεται για τη συγγραφή των δύο έργων συμπίπτουν σε όλα τα βασικά σημεία.» Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τις απόψεις του Μακιαβέλι για τον λαό και τη φύση του, την εκλογή των αρχόντων και το πολίτευμα της δημοκρατίας, όπως εμφανίστηκε ιστορικά μέχρι την εποχή του.
Για τους Ρωμαίους, το κύρος, η αυθεντία της συγκλήτου (auctoritas senatus), αποτελούσε κύριο στοιχείο της πολιτικής ζωής.
Για τους Ρωμαίους, το κύρος, η αυθεντία της συγκλήτου (auctoritas senatus), αποτελούσε κύριο στοιχείο της πολιτικής ζωής.
Όπως και στον Ηγεμόνα, ο Μ. περιγράφει όσον το δυνατόν πιο ψυχρά κι αντικειμενικά το θέμα που διαπραγματεύεται, παρουσιάζει έντιμα τις απόψεις των παλαιότερων ή άλλες γνώμες διαφορετικές, και γράφει ανοιχτά τη δική του άποψη. Σε κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το πλήθος είναι πιο γνωστικό και σταθερό παρά ο ηγεμόνας.», ο Μ. επιχειρεί ν” αντικρούσει τις απόψεις πολλών συγγραφέων για τη φύση του λαού. Οι περισσότεροι, ανάμεσά του κι ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, υποστηρίζουν πως «η φύση του πλήθους είναι ή να υπηρετάει ταπεινά ή να κυβερνάει αλαζονικά.», κι επομένως οι ηγεμόνες είναι καλύτεροι από τον «άστατο λαό» και γενικώς πιο κατάλληλοι να κυβερνήσουν μια πολιτεία. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε προσεκτικά στην ιστορία, θα βρούμε σχετικά λίγα παραδείγματα αρχόντων αγαθών -τέτοιοι λογαριάζονται λ.χ. οι παλιοί βασιλιάδες της αρχαίας Αιγύπτου και της Σπάρτης- ενώ θα συναντήσουμε πάρα πολλές περιπτώσεις άστατων ή διεφθαρμένων ηγεμόνων. Περισσότεροι αγαθοί άνδρες εμφανίστηκαν στις δημοκρατίες, λ.χ. στην Ελλάδα και τη Ρώμη, παρά στην Ασία, λέει ο Μακιαβέλι, κι αυτό δεν μπορεί να συνέβη τυχαία. Οι δημοκρατικές κι ελεύθερες πολιτείες πρόκοψαν στο άψε σβήσε, επειδή έδιναν τις ευκαιρίες στους άξιους ν΄αναδειχθούν, όπως έδειξε η ακμή της Αθήνας μετά την πτώση του Πεισίστρατου και, βεβαίως, η άνοδος και η κυριαρχία της Ρώμης για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Ήτανε άραγε διαφορετικής φύσης άνθρωποι οι αρχαίοι; Η διαφορά δεν εντοπίζεται στην ανθρώπινη φύση, αυτή θεωρείται ίδια και γενικώς αμετάβλητη, αλλά στο ιστορικό γεγονός ότι στις δημοκρατίες υπάρχουν νόμοι που λειτουργούν και δεσμεύουν τόσο τον λαό όσο και τους άρχοντες: «Κι η διαφορά στο φέρσιμο γεννιέται όχι από το διαφορετικό φυσικό τους – γιατί αυτό σ’ όλους είναι ένα πράγμα, κι αν σε κάποιον η ζυγαριά γέρνει προς το καλό, αυτός είναι ο λαός – μα απ’ το πόσο σέβονται τους νόμους που μέσα τους ζούνε κι ο ένας κι ο άλλος. Κι όποιος εξετάσει το ρωμαϊκό λαό θα δει πως τετρακόσια χρόνια στάθηκε εχθρός στ’ όνομα το βασιλικό κι εραστής της δόξας και της κοινής ωφέλειας της πατρίδας του, και θα βρει και χίλια παραδείγματα που μαρτυρούν και το πρώτο και το δεύτερο.» Χωρίς το φόβο του νόμου, λαός και ηγεμόνες  μπορούν να σφάλλουν: «Γι’ αυτό και δεν πρέπει πιότερο να κατηγοράμε τη φύση του πλήθους από των ηγεμόνων, αφού όλοι το ίδιο σφάλλουνε, όταν μπορούνε να σφάλλουνε άφοβα.»
«Κι αν πεις για φρονιμάδα και σταθερότητα, εγώ λέω πως ο λαός πέφτει πιο γνωστικός, πιο σταθερός και καλύτερος κριτής παρά ένας ηγεμόνας. Κι όχι δίχως κάποιο λόγο παρομοιάζεται η φωνή του λαού με τη φωνή του Θεού, αφού βλέπεις το λαϊκό αίσθημα να κάνει θαύματα στις προγνώσεις του, με τρόπο που φαίνεται σα να ‘χει κάποιο κρυφό χάρισμα και προβλέπει τι θα του βγει σε καλό και τι σε κακό.»
Τα πάθη του ηγεμόνα είναι μάλλον περισσότερα απ” αυτά του λαού και πιο επιζήμια. Το πλήθος, ακόμα και στις εξάρσεις του συμμαζεύεται εύκολα, αν βρεθεί κάποιος να του μιλήσει κατάλληλα, και το κακό δεν κρατάει πολύ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν πηγάζει απ΄τους ίδιους τους πολίτες, που γρήγορα επιστρέφουν από φόβο, ένας – ένας, στις δουλειές τους, αλλά από δημαγωγούς ηγέτες που μπορεί να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να του καθίσουν στο σβέρκο, ως τύραννοι. Ένα «ξαμολυτό πλήθος» λοιπόν είναι λιγότερο επικίνδυνο για μια πολιτεία από έναν ηγεμόνα που δεν δεσμεύεται από την ισχύ των νόμων. Ο λαός, εφόσον αποφάσιζε στην εκλογή του κάπως ελεύθερα και χωρίς βία, δεν θα ανέβαζε ποτέ έναν διεφθαρμένο άνθρωπο στα δημόσια αξιώματα, ενώ, από χίλιους δρόμους και για χίλιους λόγους, ένας ηγεμόνας συχνά εμπιστεύεται σε δημόσιες θέσεις ανθρώπους ατιμασμένους, δηλαδή φιλόδοξα πρόσωπα που δεν επιδιώκουν το κοινό καλό αλλά το προσωπικό όφελος: «Κι αν τυχόν πέφτει έξω σε ζητήματα που θέλουνε καρδιά, ή που φαίνεται ότι θα φέρουν ωφέλεια, έχω να πω πως κι ο ηγεμόνας πολλές φορές πλανιέται παρασυρμένος απ’ τα πάθη του, που είναι πολύ περισσότερα από του λαού. Κι ακόμα βλέπεις πως ο λαός διαλέγει τους άρχοντες χίλιες φορές καλύτερα παρά ο ηγεμόνας, κι ούτε ποτέ θα πείσεις ένα λαό πως είναι καλό ν’ ανεβάσει στ’ αξιώματα άνθρωπο ατιμασμένο και διεφθαρμένο· όμως εύκολα κι από χίλιους δρόμους καταφέρνεις τον ηγεμόνα να κάμει κάτι τέτοιο.»
Ο ηγεμόνας, αν δεν τον δένουν οι νόμοι, μπορεί να είναι χειρότερος από τον λαό: «Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα πως ο λαός δεν έχει άλλα ελαττώματα παρ’ εκτός από ‘κείνα πούχουν κι οι ηγεμόνες – αντίθετα από την κοινή γνώμη που μας λέει πως ο λαός, όταν βρίσκεται στα πράγματα είναι άστατος, γληγοροχόρταγος κι αχάριστος. Κι αν κανένας κατηγορήσει λαό και ηγεμόνα, μαζί και τους δυό, μπορεί να πει κι αλήθεια· άμα όμως αφήσει απ’ έξω τους ηγεμόνες, τότε πέφτει σε σφάλμα: γιατί λαός που κυβερνάει κι είναι καλοσυνταγμένος θα μείνει σταθερός, φρόνιμος κι ευγνώμονας το ίδιο μ΄έναν ηγεμόνα – μπορεί και καλύτερα ακόμα κι από ηγεμόνα που περνιέται για γνωστικός· ενώ απ’ την άλλη μεριά ηγεμόνας που δεν τόνε δένουνε νόμοι θα ‘ναι απ’ το λαό πιότερο αχάριστος, άστατος κι ελαφρόμυαλος.»
Παρά τα όσα λέγονται, συνεχίζει ο Μ., ο λαός αποδείχτηκε πιο σταθερός στις απόψεις από τους ηγέτες του, όπως λ.χ. οι Ρωμαίοι, που τόσο αγαπούσαν την πατρίδα τους και την κοινή λευτεριά, ώστε δεν  δεν επέτρεπαν σε κανέναν να βασιλέψει, να γίνει τύραννος και υπεράνω των νόμων της ρωμαϊκής πολιτείας. Η αξιοσύνη δεν αφορούσε μόνο τους εκλεγμένους ηγέτες, αλλά και τους πολίτες, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια ζωή και θα έπρεπε να μπορούν να επιλέξουν τους κατάλληλους ανθρώπους. Ο πολίτες της δημοκρατίας δεν είναι αλάνθαστοι, λαθεύουν όμως λιγότερες φορές από τους ηγέτες τους: «Ή πάλι βλέπεις το λαό να παίρνει κάποιο πράμα μ΄ άσχημο μάτι και να κρατιέται στην ιδέα του αιώνες ολόκληρους· κι αυτό δεν το βλέπεις σε ηγεμόνα. Και για τα δύο αυτά σώνει να φέρω για μαρτυρία το ρωμαϊκό λαό, που μέσα σ’ εκατοντάδες ολόκληρες χρόνια, μέσα σε τόσες εκλογές Υπάτων και Δημάρχων, τέσσερις φορές μοναχά μετάνιωσε που διάλεξε κάποιον.Και, καθώς είπα, σε τόσο μίσος κρατούσε το βασιλικό όνομα, που, όση υποχρέωση κι αν είχε σ’ έναν πολίτη, τούτος δε γλίτωνε από την ορισμένη ποινή, αν τυχόν κι ήθελε να βασιλέψει.»
Λίγο παρακάτω, γίνεται αναφορά στα βασικά κριτήρια με τα οποία αποφασίζει ο λαός, όταν πρόκειται να εκλέξει έναν άρχοντα:
Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 - 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας.
Ο Νικολό Μακιαβέλι (ιταλικά: Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου 1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας
«Λέω λοιπόν πως ο λαός, όταν έρχεται να διαλέξει, ακολουθεί ότι λέει για κάποιον η δημόσια διάδοση ή φήμη, αν δεν τον ξέρει αλλιώς από γνωστές πράξεις του· ή πάλι, ακολουθεί τις γνώμες και τις εικασίες που ΄χει υφασμένες για τον ίδιο. Τούτες οι ιδέες γεννιούνται ή επειδή οι πατεράδες κάποιου σταθήκανε άνθρωποι σπουδαίοι και τρανοί μέσα στην πόλη, κι έτσι ο κόσμος πιστεύει πως τα παιδιά τους θα τους μοιάσουν, ώσπου οι πράξεις τους να δείξουνε το αντίθετο· ή γεννιούνται από τα φερσίματα του καθενός·»
Στις αρχαίες ελεύθερες δημοκρατίες, οι δημόσιες συναναστροφές των υποψήφιων για δημόσια αξιώματα επηρεάζουν την κρίση του λαού, ενώ δημόσια φήμη μπορούσε ν” αποχτήσει κάποιος κάνοντας κάτι αξιομνημόνευτο, ακόμα και ιδιωτικά:
«Και τα καλύτερα φερσίματα που μπορεί κάποιος να δείξει είναι: να ‘χει για συντροφιά του ανθρώπους σοβαρούς και με καλά συνήθεια, που όλος ο κόσμος τους περνάει για γνωστικούς. Κι αφού σημάδι πιο τρανταχτό για έναν άνθρωπο δεν βρίσκεται άλλο από τις συντροφιές του, επάξια αποχτάει καλό όνομα όποιος έχει συντροφιές καλές, γιατί αδύνατο είναι να μη μοιάζει κάπως μαζί τους. Ή, πάλι, τη δημόσια φήμη την αποκτάς με κάποιαν ασυνήθιστη κι αξιομνημόνευτη πράξη, ακόμα και ιδιωτική, που τέλειωσε για σένα τιμητικά.»
Ο νέος ηγέτης, ειδικά αν δεν είναι από καλή γενιά, φρόνιμο είναι να στηριχθεί στις δικές του πράξεις:
«Κι από τα τρία τούτα που δίνουνε όνομα καλό σε κάποιον, το σπουδαιότερο είναι το τελευταίο που είπαμε· γιατί το πρώτο, οι πρόγονοι κι οι πατεράδες, είναι τόσο απατηλό που οι άνθρωποι το βλέπουνε μ’ επιφύλαξη, και γρήγορα εξανεμίζεται, άμα δεν το συνοδεύει η προσωπική αξιοσύνη του ανθρώπου που είναι για να κριθεί. Το δεύτερο πάλι, που σε κάνει να ξεχωρίζεις απ’ τις παρέες σου, πέφτει καλύτερο απ’ το πρώτο, όμως υστερεί πολύ από το τρίτο· γιατί ώσπου να ιδεί ο άλλος από σένα κάποιο χειροπιαστό σημάδι, η υπόληψη που σου έχει στηρίζεται πάνω σε μια γνώμη ξερή, που ευκολότατα φυλλορροεί. Μα το τρίτο, όντας αρχινισμένο και θεμελιωμένο πάνω στη δική σου ενέργεια και πράξη, σου φέρνει εξαρχής τέτοιο έναν όνομα, που πρέπει, για να το χαλάσεις, να κάνεις πολλά ενάντια σε τούτο. Όσοι λοιπόν γεννιούνται σε δημοκρατία πρέπει να παίρνουνε τούτο τον δρόμο και να μηχανεύονται με ποια εξαιρετική πράξη θ’ αρχίσουνε ν’ ανεβαίνουν.»
Ο Τίτος Μάνλιος, ένας Ρωμαίος Ύπατος που διετέλεσε δικτάτορας δύο φορές (το 353 και το 349και ύπατος το347το 344 και το 340) έμεινε στην ιστορία για τις εξαίρετες πράξεις του. Μεταξύ άλλων, θέλοντας να διδάξει το σεβασμό στους νόμους της Ρώμης, σκότωσε το ίδιο του το παιδί, επειδή παράκουσε στις διαταγές και όρμησε νικηφόρα στη μάχη: «Αυτό το κάνανε στη Ρώμη πολλοί, όντας ακόμα νέοι, ή προτείνοντας κάποιο νόμο κοινής ωφέλειας ή κατηγορώντας κάποιον ισχυρό πολίτη για παραβάτη των νόμων ή κάνοντας παρόμοια αξιοσημείωτα και πρωτοφανέρωτα πράγματα, που να ΄χει ο κόσμος να μιλάει γι’ αυτά. Κι όχι μονάχα χρειάζονται παρόμοια πράγματα για ν’ αρχίσεις ν’ αποχτάς κύρος, παρά είναι κι απαραίτητα για να το κρατήσεις και να τ’ αυγατίσεις. Κι αν θέλεις να το κάνεις αυτό, πρέπει κάθε τόσο να βρίσκεις κάτι καινούριο, όπως έκανε ο Τίτος Μάνλιος σ’ όλη του τη ζωή: τούτος, αφού διαφέντεψε τόσο άξια κι εξαιρετικά τον πατέρα του, κερδίζοντας το πρώτο του κύρος μ’ αυτή την πράξη, ύστερ’ από κάμποσα χρόνια μονομάχησε μ΄ εκείνον το Γαλάτη, κι αφού τον σκότωσε, του πήρε μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε, κι από ‘δώ ονομάστηκε Τορκουάτος. Δεν έφτασε αυτό και στερνά, σε ώριμη πια ηλικία, σκότωσε το γιο του, επειδή πολέμησε δίχως άδεια, μόλο που νίκησε τον εχθρό.»

«Όσο για το πώς κρίνει ο λαός τα πράγματα, πολύ σπάνια συμβαίνει, όταν ακούει δυο ισάξιους ρήτορες με διαφορετικές γνώμες να μη διαλέξει την καλύτερη και να μη σε καταλάβει όταν λες το σωστό..»

Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι καλοί, εφόσον και οι πολίτες είναι καλοί· στην πολιτεία που σχεδόν οραματίζεται ο Μ.«το κράτος είναι πλούσιο και οι ιδιώτες φτωχοί.» Ακόμα και στον κίνδυνο ή άλλες  έκτακτες περιστάσεις, όταν, για πρακτικούς λόγους, χρειάζεται να συγκεντρωθεί η εξουσία στα χέρια λίγων, αυτό πρέπει να γίνει έτσι, ώστε να μην υπονομευτεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο περιβόητος θεσμός του δικτάτορα, η αφαίρεση εξουσίας από τους Ύπατους και η συγκέντρωσή της σε ένα πρόσωπο, μάλλον ωφέλησε τη Ρώμη, παρά την έβλαψε, όπως έγραφαν ορισμένοι, επιχειρώντας να εξηγήσουν την πτώση της. Αυτό συνέβη επειδή οι εξουσίες του Δικτάτορα περιορίζονταν αποφασιστικά από τους Νόμους, η θητεία του ήταν προσωρινή και δεν μπορούσε ως άτομο, ή ομάδα να μετατρέψει το πολίτευμα σε τυραννίδα. Στα τελευταία χρόνια μάλιστα, οι Ρωμαίοι δίνανε την εξουσία όχι στον Δικτάτορα, αλλά στον Ύπατο, με τούτα τα λόγια: «Ας έχει το νου του ο Ύπατος, να μη βλαφτεί σε τίποτα η Δημοκρατία.»

***

Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
Τα αποσπάσματα του Μακιαβέλι είναι από εδώ: Έργα – Niccolo Machiavelli, εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: Τάκης (Παναγιώτης) Κονδύλης, εκδόσεις Κάλβος, 1984.
Η φωτογραφία της Συγκλήτου είναι από εδώ: https://francisabud612.wordpress.com/


«Κυάμων απέχεσθε»

Γελοιογραφία εποχής
Γελοιογραφία εποχής
Η φράση  «κυάμων απέχεσθε» αποδίδεται στον μυστηριώδη  Πυθαγόρα και σημαίνει κατά λέξη  «να απέχετε από τα κουκιά». Ξέρουμε ότι τα κουκιά μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση σε ζώα και  ανθρώπους,  την γνωστή κυάμωση, η οποία εκδηλώνεται ως αιμολυτική αναιμία και σε πολλές περιπτώσεις είναι θανατηφόρος. Η κυάμωση προκαλείται σε άτομα που έχουν, λόγω κληρονομικότητας, έλλειψη του ενζύμου G6PD. Η έκφραση δεν αναφερόταν μόνον στη διατροφή- υπήρχαν πολλοί σχετικοί κανόνες και απαγορεύσεις- αλλά και στους ψήφους, στην πολιτική εν γένει.  Εκείνη την εποχή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άρχοντες εκλέγονταν με ωμά κουκιά που ρίχνονταν στην προσωπική τους κάλπη. Το νόημα της φράσης είναι λοιπόν «μην ανακατεύεστε με τις πολιτικές υποθέσεις». Ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες - μια έξοχη λογοτεχνική πραγματεία για τα εκλογικά και πολιτικά ήθη στα τέλη του 19ου αιώνα – χρησιμοποιεί ομοίως τη φράση.
Είναι γνωστό ότι ο μέγας Σκιαθίτης παρακολουθούσε επισταμένως την πολιτική επικαιρότητα των ημερών του, υποστήριξε μάλιστα τον Τρικούπη και ήταν από τους ελάχιστους της εποχής που καταπιάστηκαν με τη μετάφραση ευρωπαϊκών λογοτεχνικών και ιστορικών έργων.
Το πελατειακό σύστημα, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και στη συνέχεια, ουδόλως αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Οι ελίτ που διαχειρίστηκαν τις τύχες αυτού του τόπου εκποίησαν διαχρονικά και συντεταγμένα το κράτος και τους μηχανισμούς του, χωρίς παράλληλα να επιτύχουν το στοιχειώδες: την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Κατά την εκτίμησή μας, από τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό όπως διαμορφώθηκε μετά το 1830, απουσίασε συστηματικά η αστική τάξη, ως τάξη ικανή να δημιουργήσει έθνος-κράτος κατά τα δυτικά πρότυπα. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα δεν έγινε -ή τουλάχιστον δεν ολοκληρώθηκε – αστική Επανάσταση: οι κοινοβουλευτικές δομές δυτικού τύπου ήρθαν “απ’ έξω”, δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ενδογενούς και αυτόχθονης δυναμικής μετεξέλιξης του εθνικού πολιτικού διαφωτισμού. Σχηματικά μιλώντας, οι δυτικές δομές (εκλογές, δικαίωμα ψήφου, σύνταγμα κλπ)  κάθισαν πάνω στην “ασιατική μήτρα” (πελατειακό σύστημα, ρουσφέτι)  και γέννησαν το νεοελληνικό κράτος.
Το πελατειακό σύστημα, άπαξ και διαμορφώθηκε ως εξέλιξη ασιατικών πατριαρχικών δομών προστασίας, έβαλε τη καθοριστική σφραγίδα του στα πολιτικά ήθη του τόπου. Οι εκλογείς είναι πελάτες, το κράτος δεν εξυπηρετεί την ανάπτυξη, αλλά εκποιείται αντιπαραγωγικά, προκειμένου να εξασφαλίσουν ψήφους τα πολιτικά κόμματα. Έχουμε δηλαδή ένα διπλό φαινόμενο: και διογκωμένο κράτος και αντιπαραγωγικό. Για αξιοκρατία – με την έννοια της απόδοσης – δεν μπορεί να γίνει σοβαρά λόγος: παρά την πληθώρα των υπαλλήλων, αρκετοί ικανότεροι βρίσκονται εκτός του μηχανισμού, λόγω της σχέσης τους με τα ποικιλώνυμα πελατειακά δίκτυα. Και όσοι ακόμα ασκούσαν ένα επάγγελμα παραγωγικό ή έστω χρήσιμο, το εγκαταλείπουν:
“Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.
Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις”.
Γελοιογραφία εποχής
Γελοιογραφία εποχής
Γράφει ακόμα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες:
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού».Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
-         Πώς είπες; ηρώτησεν απορήσας ο ξένος.
-         Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας. Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των, οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.
Στα χρόνια του Παπαδιαμάντη, μπορούμε να εντοπίσουμε χρονικά την πρώτη προσπάθεια εκσυγχρονισμού με πρωτεργάτη το Χαρίλαο Τρικούπη. Ο επονομαζόμενος και Πετρέλαιος εκτιμούσε ότι πρέπει η οικονομική ολοκλήρωση να προηγηθεί της εθνικής. Χωρίς ισχυρή οικονομία ήταν πρακτικώς, δηλαδή στρατιωτικώς, εξαιρετικά δύσκολο να επεκταθούν τα όρια του νεοσύστατου κράτους.
Και μόνο η παρουσία ξένου υποψηφίου θα αρκούσε για να ερημώσει παραγωγικά την «τυχερή»επαρχία:
Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν.
Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας.
Μπροστά στην βλαβερή επίδραση των επιφανών πολιτικάντηδων (την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν) και στην απουσία πρακτικά κράτους δικαίου (τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν) η δωροδοκία είναι το μικρότερο κακό:
«Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…».*  
Παρά την ηθικολογική προσέγιση, ο Παπαδιαμάντης είναι σχεδόν δημοσιογραφικά ακριβής. Το ιστορικό ανάλογο μπορεί, νομίζουμε, να το διαπιστώσει κάποιος εύκολα στις μέρες μας.
Τύποι σαν το Μαυροκορδάτο έδωσαν νομική και συνταγματική υπόσταση στο νεοσύστατο κράτος και μορφές σαν τον ανεκδιήγητο Κωλέττη βρέθηκαν στην ηγεσία του. Ιστορικά το πράγμα εξηγείται, παραμένει ωστόσο το ερώτημα γιατί δεν βρέθηκε ένας ηγέτης με σοβαρές ικανότητες να τεθεί επικεφαλής της εθνικοαπελευθερωτικήςΕπανάστασης. Μια επιτόπια έρευνα, απαλλαγμένη από το σχήμα “η εποχή δίνει τους ηγέτες”, μπορεί να δείξει ότι ουσιαστικά πολιτικοί άνδρες απουσίαζαν από τον ελλαδικό χώρο, αν και περίσσευαν τολμηροί άνθρωποι με στρατιωτικές και γενικότερα ηγετικές ικανότητες. Μιλήσαμε αλλού για το φρόνημα των αρματολών και των κλεφτών: η ελευθερία της πατρίδας  ερμηνεύεται διαφορετικά από τους Φαναριώτες ”κωλοπλυμένους” (έτσι τους αποκαλούσαν), με άλλο τρόπο από τους τουρκομαθημένους κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου,  και αλλιώς από  τους πανίσχυρους αρματολούς της Ρούμελης.
Η ζωή του  μορφωμένου και πολύγλωσσου Μαυροκορδάτου δεν απειλήθηκε ποτέ σοβαρά, παρά τις απίστευτες ραδιουργίες που οργάνωσε εναντίον επικίνδυνων ανθρώπων του τουφεκιού, προφανώς επειδή θεωρούνταν απαραίτητος στις επαφές με τους Ευρωπαίους και την Πύλη. Κυκλοφορούσαν στη Στερεά χιλιάδες χολωμένοι τύποι που θα μπορούσαν να τον σφάξουν κυριολεκτικά στο γόνατο, για λίγα γρόσια.
Άπαντες εμπλέκονται εκ των πραγμάτων σε μια ρευστή επαναστατική κατάσταση, σε μια παρατεταμένη σύγκρουση ισχύος μεταξύ πολλών υποκειμένων, αν χρησιμοποιήσουμε  πιο επιστημονικούς όρους. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων που θα ξεσπάσει δεν θα έχει ενιαία στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, ακριβώς επειδή δεν σχηματίστηκε ένα συμπαγές, πολιτικά έμπειρο και οικονομικά ισχυρό υποκείμενο, όπως λ.χ η αστική τάξη στην περίπτωση άλλων επαναστάσεων.
Γελοιογραφία εποχής
Γελοιογραφία εποχής
Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, ο οποίος έχει εν πολλοίς ταυτίσει τα συμφέροντα του με την οθωμανική εξουσία,  φαντάζεται την λευτεριά να έρχεται από το Μόσκοβο και το ξανθό γένος των Ρώσων, και βεβαίως επιφυλλάσεει για τον εαυτό του μια νέα προνομιακή θέση ισχύος στους συσχετισμούς που επρόκειτο να διαμορφωθούν. Σε αυτή την γρήγορη αναφορά, να προσθέσουμε ότι το “χέρι” της επανάστασης,  το πλήθος των αγροτών που πολέμησε ηρωικά,  αγανακτισμένο και ταλαιπωρημένο από τις αιματηρές εμφύλιες διαμάχες και τις ραδιουργίες ζητούσε προπάντων συνθήκες ασφάλειας και κοινωνικά δίκαιο αναδασμό της γης.
Ο  Κερκυραίος κόμης που εξελέγη πρώτος κυβερνήτης είχε μάλλον κατά νου τη φωτισμένη δεσποτεία και παρά τις ειλικρινείς ειλικρινείς προθέσεις του φανταζόταν κι αυτός τον εαυτό του και τους αχρείους αδελφούς του ωςάρχοντες.
Ούτε κατά διάνοια δεν μπορούν να συγκριθούν οι Εθνοσυνελεύσεις της Γαλλικής Επανάστασης- οι οποίες δημιουργούσαν επαναστατικό δίκαιο- με τις συνελεύσεις των χρόνων του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το δημοκρατικό -για τα μέτρα της εποχής- εθνικό κίνημα του Ρήγα ηττήθηκε κυρίως γιατί δεν μπόρεσαν οι ιδέες του να διαδοθούν σε ευρύτερα τμήματα των υπόδουλων Ελλήνων, οποίοι παραμένουν σταθερά προσανατολισμένοι στη θρησκεία και στα πολιτικά ήθη της Οθωμανικής περιόδου. Ακόμα και εκεί όπου επικρατούσε η Επανάσταση, ούτε οι κοινωνικές σχέσεις  μεταβάλονταν σημαντικά ούτε το άδικο και σκληρό φορολογικό καθεστώς καταργούνταν.
Στην περίοδο που αρθρογραφεί ο Παπαδιαμάντης, μπορούμε ακόμη να εντοπίσουμε χρονικά την πρώτη προσπάθεια εκσυγχρονισμού με πρωτεργάτη το Χαρίλαο Τρικούπη. Ο επονομαζόμενος και Πετρέλαιος εκτιμούσε ότι πρέπει η οικονομική ολοκλήρωση να προηγηθεί της εθνικής: χωρίς ισχυρή οικονομία ήταν πρακτικώς, δηλαδή στρατιωτικώς, εξαιρετικά δύσκολο να επεκταθούν τα όρια του νεοσύστατου κράτους. Ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 απέδειξε ότι ο Τρικούπης είχε εκτιμήσει σωστά, ο πρωτόγνωρος εθνικός ενθουσιασμός ποτέ δεν ήταν αρκετός στην Ιστορία.
Ο  ρέκτης πολιτικός λοιπόν απέτυχε να βάλει το κράτος στην υπηρεσία της αστικής τάξης, απλώς γιατί τέτοια τάξη δεν υπήρξε: υπήρξαν πλούσιοι έμποροι σαφώς και γαιοκτήμονες, αλλά αυτοί ήταν προσανατολισμένοι σε οικονομικές δραστηριότητες άλλου τύπου και βασικά εκτός της τοτινής ελληνικής επικράτειας. Η οθωμανική αυτοκρατορία, ως κοινωνικό σύστημα, στάθηκε εμπόδιο στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων παραγωγής, σε αυτό συνίσταται άλλωστε και ο ιστορικά “καθυστερημένος” χαρακτήρας της. Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι δεν ανδρώθηκαν ως βιομήχανοι- όπως λ.χ. συνέβη με την αστική τάξη  της Αγγλίας- αλλά ως μεταπράτες, έμποροι, μεσίτες ή πλοιοκτήτες, και παρέμειναν τέτοιοι. Για τους ίδιους λόγους μόνο καταχρηστικά μπορούμε να μιλάμε και για ελληνικό αστικό ήθος που θα σήμαινε, πιθανόν: πίστη στην οικονομική πρόοδο, τον άνθρωπο, την επιστήμη και την εργασία.
Ο εξωτερικός δανεισμός, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας, ήταν μια πολύ διαδεδομένη πρακτική. Από την άποψη της χρηματιστηριακής πίστης, η χώρα ήταν μάλλον ασυνεπής, ωστόσο οι πιστωτες  της ουδόλως βρέθηκαν ριγμένοι. Αυτό που  εξαγόραζαν στην ουσία -κράτη και εθνικές ακόμα τράπεζες- ήταν η γεωπολιτική συμμόρφωση της χώρας στις πολιτικές τους επιδιώξεις στην περιοχή.  Με αυτή την έννοια, η εθνική κυριαρχία στην Ελλάδα πάντα ήταν λειψή και κουτσουρεμένη, αφού η χώρα καταλάμβανε εξαρτημένη ή καταδυναστευόμενη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Γελοιογραφία εποχής
Γελοιογραφία εποχής
Το δανεικό χρήμα, επίσης διαχρονικά, δεν αξιοποιήθηκε για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -οι ξένοι δεν είχαν κανέναν λόγο να επιδιώκουν κάτι τέτοιο- αλλά επενδύθηκε στην πολιτική αναπαραγωγή των πολιτικών και των κομμάτων τους.
Οι απολυμένοι ψηφοφόροι συγκεντρώνονταν στη γνωστή πλατείαΚλαυθμώνος, όπου ζητούσαν, με ήθος όχι και τόσον πατριωτικό, να απολυθούν “οι άλλοι”, για να προσληφθούν “αυτοί” . Εκεί, νομίζουμε,  πρέπει να στηθεί κάποτε το μνημείο του “αναξιοπαθούντος” υπαλλήλου.
Είναι προφανές ότι η κραυγαλέα και σκανδαλώδης ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι καταναλώνεται, θα οδηγούσε αργά η γρήγορα στην καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου. Αν κάποιοι υπήρξαν συνένοχοι,  πρακτόρευαν ξένα συμφέροντα ή ήταν ανίκανοι και αφελείς λίγη σημασία έχει. Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα σχεδόν να εικάσουμε, είναι ότι η επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι, δε θα έχει απλώς να αντιμετωπίσει ένα μπάχαλο ή έστω ένα υπέρογκο χρέος και ένα πρόβλημα ανάπτυξης. Μετά και τις τελευταίες δανειακές συμφωνίες, η χώρα θα έχει απέναντί της τη διεθνή έννομη τάξη.
Διέξοδος υπάρχει βεβαίως, και δεν θα  είναι, νομίζουμε,  τόσο τραγική, όπως θέλουν να την παρουσιάσουν διάφορες πολιτικές παρατάξεις, άλλες για να φανεί ότι αντιμετώπισαν επιτυχώς (!) θεούς και δαίμονες και άλλες για να αποδείξουν αυτό που ξέρουμε σχεδόν όλοι: ότι ο καπιταλισμός είναι ένα άδικο σύστημα και στις κρίσεις του καταβροχθίζει τις ζωές των ανθρώπων.
*Τα αποσπάσματα είναι από την πολύτιμη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου Κείμενα Μαζί.

Οριενταλισμός




Νικόλαος Γύζης "Ο Ανατολίτης"


* H διάνοιξη νέων πεδίων έρευνας και η συγκρότηση νέων ερμηνευτικών και αναλυτικών εργαλείων για τη μελέτη του μη δυτικού κόσμου αποτελούσε ένα από τα κεντρικά αιτήματα του «Οριενταλισμού»



 Ζερόμ "Ο γητευτής των φιδιών'' 


Ο Εντουαρντ Σαΐντ, καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ, πέθανε την περασμένη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη. Το γνωστότερο έργο του, οΟριενταλισμός, διάγει τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του. Κυκλοφόρησε στην αγγλική γλώσσα το 1978 (και στην ελληνική πολύ αργότερα, το 1996). Ο Οριενταλισμός είναι μια μελέτη για το πώς συγκροτείται ένα πεδίο μελέτης, αυτό των ανατολικών σπουδών. Συνδυάζοντας φουκοϊκές (κυρίως σε ό,τι αφορά το δίπολο γνώση/εξουσία) και γκραμσιανές (κυρίως σχετικές με την έννοια της ηγεμονίας) αναλυτικές κατηγορίες, ο Σαΐντ προσέγγισε κριτικά την πορεία και τον χαρακτήρα των ανατολικών σπουδών. H επιχειρηματολογία του αφορά τρεις άξονες: α) το γενικό πλαίσιο των αντιλήψεων για την Ανατολή στον ευρωπαϊκό χώρο, β) τις διαδικασίες συγκρότησης των ανατολικών σπουδών κατά τον 19ο αιώνα και γ) τις σύγχρονες κατευθύνσεις των «γεωπολιτικών σπουδών» (area studies) στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο με έμφαση στις σπουδές για τη Μέση Ανατολή.
* H «Δύση» και η «Ανατολή»
Βασική θέση του έργου είναι ότι η εννοιολογική κατηγορία «Ανατολή» κατασκευάστηκε στη δυτική σκέψη και φαντασία ως αντίβαρο προς την κατηγορία «Δύση» μέσα στο νοητικό πλαίσιο που δημιούργησαν η αποικιοκρατία και ο ευρωκεντρισμός. Μια σειρά αξιολογικές θέσεις σχετικά με τον πρωτογονισμό, την υπανάπτυξη, την οπισθοδρόμηση, τον ανορθολογισμό, τον σεξισμό και κυρίως την αδιαφοροποίητη φύση και τη στατικότητα των κοινωνιών της Ανατολής σχηματοποιήθηκαν σταδιακά, λαμβάνοντας την τελική τους μορφή τον 19ο αιώνα με την προϊούσα αποικιοποίηση της περιοχής και την παράλληλη διαμόρφωση ενός «μεγάλου αφηγήματος» που αφορούσε την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού. H πορεία αυτού του συλλογισμού είναι, κατά τον συγγραφέα, μακρότατη και διαπλέκεται άμεσα με την πορεία της δυτικής αυτοσυνειδησίας. Απέκτησε όμως καθολική εμβέλεια στον αποικιοκρατικό 19ο αιώνα. Καθώς στην ίδια περίοδο διαμορφώθηκαν αρκετοί επιστημονικοί χώροι και αντικείμενα, οι ανατολικές σπουδές έγιναν μέρος της ίδιας αυσίδας με τις καταστατικές συνθήκες της νεότερης επιστημονικής σκέψης.
H συγκρότηση του επιστημονικού αντικειμένου έλαβε χώρα, κατά τον Σαΐντ, κυρίως σε βρετανικά και γαλλικά περιβάλλοντα εξαιτίας της επικοινωνίας των χωρών αυτών με την Εγγύς Ανατολή. Επιπλέον, ο οριενταλισμός ξεπέρασε σύντομα τα αυστηρά όρια της «επιστήμης» και αποτέλεσε έναν τρόπο να «βλέπει» η Δύση την Ανατολή. Οταν ο άξονας της οικονομικοπολιτικής πρωτοκαθεδρίας μετακινήθηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στον 20ό αιώνα, νέες εκδοχές του οριενταλισμού αναδύθηκαν. Στον ακαδημαϊκό χώρο αυτό έγινε εμφανές στα προγράμματα των «γεωπολιτικών σπουδών».
Στα 25 χρόνια της κυκλοφορίας του το βιβλίο είχε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πορεία, αφού άγγιξε με τη «μαγική ράβδο» του τον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Οπως όλα τα σημαντικά έργα, διαβάστηκε από διαφορετικούς αναγνώστες και νοηματοδοτήθηκε από διαφορετικές ερμηνευτικές κοινότητες. Κατ' αναλογία με τον συγγραφέα του, απέκτησε φανατικούς εχθρούς και φανατικούς φίλους. Κατ' αναλογία με το αντικείμενό του, την Ανατολή (και ιδιαίτερα τη Μέση Ανατολή), πολιτικοποιήθηκε όσο λίγα σύγχρονα έργα και δαιμονοποιήθηκε κυρίως στον συντηρητικό πολιτικό χώρο στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Οι αντιδράσεις ενισχύθηκαν εξαιτίας της εθνικότητας και της πολιτικής ένταξης του συγγραφέα, αφού ο Σαΐντ ήταν ένας από τους ελάχιστους διακεκριμένους Παλαιστίνιους στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο και οι πολιτικές του δραστηριότητες βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο.
* Τα πεδία προβληματικής
Παρά το γεγονός ότι η κριτική στο έργο του Σαΐντ είναι δύσκολο να απεμπλακεί από τις επί μέρους πολιτικές που αφορούν τον ίδιο, μια απόπειρα κατανόησης των κριτικών προσεγγίσεων του έργου είναι χρήσιμη. Πρέπει να επισημανθεί ότι αυτές οι προσεγγίσειςαπορρέουν σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον Οριενταλισμό και δεν αντιτάσσονται αλλάσυμπορεύονται και διευρύνουν το πεδίο που πρότεινε ο Σαΐντ. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να εντοπισθούν τέσσερα πεδία προβληματικής:
1. H πρώτη κατηγορία συζητήσεων αφορά τα όρια και τους περιορισμούς ενός καθολικού σχήματος. Μαχητικός, ορμητικός και συχνά αδιάλλακτος, ο Οριενταλισμός πρόβαλε τον δικό του «κανόνα» απέναντι στα σχήματα της δυτικής σκέψης. Με τον ζήλο του ακαδημαϊκά νεοφώτιστου και κοινωνικοπολιτισμικά αδικημένου ο Οριενταλισμός περιέλαβε σχεδόν συλλήβδην οτιδήποτε παρήχθη σε «δυτικό» πλαίσιο. Λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία συνωστίζονται κυριολεκτικά στο έργο προκαλώντας την αίσθηση ότι ορισμένες φορές σύρθηκαν από το μανίκι προκειμένου να ενταχθούν στον «κατάλογο της αμαρτίας». Οι κίνδυνοι που ενέχονται στις καθολικές κατηγορίες είναι γνωστοί: συχνά αντικαθιστούν ένα δογματισμό με έναν άλλο βασισμένες σε αναγωγισμούς και απλουστεύσεις. Επομένως, η συγκεκριμένη κριτική επιμένει στη χρήση του οριενταλισμού ως ευριστικού εργαλείου καιαναλυτικής κατηγορίας και αμφισβητεί την αναγωγή του σε συνολική θεωρία. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται περισσότερο για συζήτηση «τάξης λόγου» παρά για ολοκληρωτική άρνηση. Σε αυτόν τον διάλογο ενεπλάκη και ο ίδιος ο Σαΐντ επισημαίνοντας την ανάγκη μιας πιο επεξεργασμένης μελέτης επί μέρους περιπτώσεων και διαδικασιών. Υπεραμύνθηκε πάντως του βιβλίου και επέμεινε στην ανάγκη συνολικότερων θεωρητικών προτάσεων.
2. H δεύτερη κατηγορία κριτικής χρησιμοποίησε το έργο ως σημείο αναφοράς προκειμένου να συζητήσει συνολικά το ζήτημα του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Κεντρική θέση κατέλαβε το έργο του Αχμάντ Ετζάντ. Αυτή η μαρξιστική κριτική εστίασε στη θέση του Τρίτου Κόσμου στον δυτικό λόγο. Οι «εικόνες» και οι αντιλήψεις για αυτόν διαμορφώνονται, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, είτε από φορείς εξουσίας είτε από την ίδια την «τριτοκοσμική» διασπορά σε δυτικά μητροπολιτικά κέντρα (συμπεριλαμβανομένων των ακαδημαϊκών). Οι ίδιες οι μη δυτικές κοινωνίες, η καθημερινότητά τους, τα πολιτικοκοινωνικά τους προβλήματα ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλούν, ενώ αντιθέτως οι αναπαραστάσεις τους στη δυτική φαντασία ανάγονται σε μείζον ζήτημα. H «τριτοκοσμική» ακαδημαϊκή Διασπορά όμως προέρχεται συχνά από τα κοινωνικοοικονομικά ανώτερα στρώματα των κοινωνιών καταγωγής της ή προσπαθεί να ενταχθεί στις ανάλογες κοινωνικές ομάδες του χώρου υποδοχής. Προβάλλει, κατά συνέπεια, μια σειρά γενικευτικών θέσεων περί Τρίτου Κόσμου που εντάσσουν και την ίδια σε «αφηγήματα καταπίεσης και αδικίας» και συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός πολιτισμικού υπερτονισμού που συσκοτίζει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Ο Τρίτος Κόσμος εντάσσεται στον δυτικό λόγο είτε μέσα από τον κυρίαρχο λόγο της εξουσίας είτε μέσα από τις (ακαδημαϊκές κυρίως) Διασπορές που οικειοποιούνται συνήθως την επιχειρηματολογία της «πολιτισμικής Αριστεράς» αλλά τη χρησιμοποιούν με έναν έντονα αυτοαναφορικό τρόπο. Αποτέλεσμα; Μια εικόνα που καλύπτει πτυχές μόνο της φυσιογνωμίας των μη δυτικών κοινωνιών και καταλήγει στη διαχείριση περισσότερο των δυτικών προβλημάτων παρά των προβλημάτων των «άλλων».
3. H τρίτη κατηγορία συζητήσεων αφορά την εγγραφή της οριενταλιστικής οπτικής σε ένα πιο διευρυμένο πεδίο. Ο οριενταλισμός είναι μια κατασκευασμένη εικόνα της Ανατολής, αλλά δεν είναι η μοναδική. Είναι μια από τις πολλές τεχνικές προσδιορισμού της Δύσης. Δεν αποτελεί ένα αυτόνομο σύστημα σκέψης, είναι ψηφίδα ενός πολύ μεγαλύτερου μωσαϊκού που αφορά την υποστασιοποίηση της Δύσης και την απόδοση σε αυτήν συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Ο ίδιος ο όρος υφίσταται κριτική εφόσον εμπεριέχει δυνάμει τον μειωτικό χαρακτηρισμό της Δύσης για την Ανατολή. Μείζον πρόβλημα δεν είναι ο οριενταλισμός αλλά ο «δυτικισμός» (occidentalism) ως διττό φαινόμενο, δηλαδή ως διαδικασία αυτοπροσδιορισμού αλλά και υποστασιοποίησης. Στην περίπτωση αυτή οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, οι αναγωγισμοί δεν αφορούν αποκλειστικά την Ανατολή αλλά σειρά άλλων πολιτισμικών μορφωμάτων που προσλαμβάνονται ως «ετερότητες». H θέση αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτισμικής και συμβολικής ανθρωπολογίας εξαιτίας σε μεγάλο βαθμό της ενασχόλησής της με πλειάδα μη δυτικών πολιτισμών. H έννοια «οριενταλισμός» απέκτησε πλέον έναν μεταφορικό και συμβολικό χαρακτήρα και χρησιμοποιείται για να περιγράψει στερεοτυπικές θέσεις αξιολογικού τύπου.
4. H τέταρτη ενότητα προβληματικής είναι αυτή που εντοπίζεται στον χώρο των «μεταποικιακών σπουδών» (postcolonial studies). Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δυναμικό πεδίο που διακρίνεται για τον διεπιστημονικό χαρακτήρα του και την έμφαση που αποδίδει στην πολυπλοκότητα και στην πολυσημαντότητα της έννοιας της κουλτούρας. Το έργο του Σαΐντ έχει σημαίνουσα θέση στις θεωρητικές αναφορές αυτού του πεδίου σπουδών, στο οποίο συγκαταλέγονται σημαντικές αναλύσεις που αφορούν τα φαινόμενα «εσωτερικευμένου» οριενταλισμού (ethno-orientalisms, nested orientalisms), τις διαδικασίες διαπολιτισμικότητας (transculturation), τις διεργασίες πολιτισμικής προσομοίωσης και επιπολιτισμού (acculturation), τις κουλτούρες υβριδικού τύπου (hybrid cultures) αλλά και τα πολιτισμικά μορφώματα της ενδιάμεσης κατάστασης (in-betweeness). Ενα από τα σημαντικά επιτεύγματα αυτής της κοινότητας λόγου, στην οποία διακρίνονται στοχαστές όπως η Γκαγιάτρι Σπίβακ, ο Χόμι Μπάμπα και ο Πάρθα Τσάτερτζι, είναι ότι κατόρθωσε να απεμπλακεί από την αποκλειστική σύνδεση με μητροπολιτικά περιβάλλοντα παραγωγής θεωρίας και γνώσης και να προωθήσει τη δημιουργία ενός κύκλου συζητήσεων στον ινδικό χώρο με τη σειρά Subaltern Studies.
H σύντομη περιήγηση στους επιστημονικούς χώρους και στα περιβάλλοντα που δεξιώθηκαν το έργο του Σαΐντ δηλώνει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που όχι μόνο ξεπέρασε το σημείο της εκκίνησής του αλλά έθιξε ζητήματα που προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση, υποκίνησαν μια μεγάλη συζήτηση και συνέβαλαν στη συγκρότηση μιας πλούσιας προβληματικής. H διάνοιξη νέων πεδίων έρευνας και η συγκρότηση νέων ερμηνευτικών και αναλυτικών εργαλείων για τη μελέτη του μη δυτικού κόσμου αποτελούσε ένα από τα κεντρικά αιτήματα τουΟριενταλισμού. Είκοσι πέντε χρόνια μετά ο συγγραφέας του μπορούσε να φύγει με την αίσθηση ότι συνέβαλε στην ανάδειξη ενός νέου επιστημολογικού ορίζοντα.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.



W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία»

W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία» (μετφρ.: Γιώργος Σεφέρης)

Πηγή: http://www.poiein.gr/archives/18033


ΑΚΟΥΣΤΕ εδώ


Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.


Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Blaise Cendrars (Μπλεζ Σαντράρ)

Blaise Cendrars, «23 Ποιήματα και μία Συνέντευξη» (επιμέλεια: Γιάννης Λειβαδάς)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ – BLAISE CENDRARS
Προδημοσίευση από το βιβλίο: «23 Ποιήματα και μία Συνέντευξη»
(Εισαγωγή, επιμέλεια, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς
Μετάφραση: Ναυσικά Αθανασίου, Κλείτος Κύρου, Γιάννης Λειβαδάς
«Ζωντανός ή νεκρός, στο μυαλό μου είναι μακράν πιο αξιόλογος για την γενιά μου απ’ όσο θα είναι ποτέ ο Μπαλζάκ… Το θεωρώ ντροπή και κρίμα που κανένας αμερικανός εκδότης δεν έχει δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον αναμφισβήτητο γίγαντα των γαλλικών γραμμάτων… Είναι ανεξάντλητος… Ανάμεσα στους εν ζωή δημιουργούς, είναι εκείνος που έχει ζήσει περισσότερο, που έχει τις σπουδαιότερες εμπειρίες. Δίπλα του ο Έρνεστ Χέμινγουεη, για παράδειγμα, μοιάζει σαν πρόσκοπος… Υπήρξαν φορές που διαβάζοντάς τον, άφηνα το βιβλίο, (κι αυτό σπανίως μου συμβαίνει), για να σφίξω τα χέρια μου από χαρά ή από απελπισία. Ο Σαντράρ με έχει αφήσει κατάπληκτο. Όχι μία φορά, μα πολλές. Διαβάστε τον, σας λέω! Διαβάστε τον ακόμη κι αν χρειαστεί να μάθετε γαλλικά στα γεράματα. Διαβάστε τον πριν είναι πολύ αργά, γιατί είναι αμφίβολο αν η Γαλλία θα γεννήσει ποτέ ξανά έναν Σαντράρ».
Χένρυ Μίλλερ – 1949
Στον τρομερό μου δάσκαλο Μπλεζ Σαντράρ που του αφιέρωσα τρία από τα βιβλία μου, Παράρτημα Εύκρατης Συγκίνησης: “Je suis triste et malade. Peut-être à cause de Vous, peut-être à cause d’un autre. Peut-être à cause de Vous'• και Οι Κρεμαστοί Στίχοι της Βαβυλώνας: “Il ne reste plus que ma bouche ouverte comme le vagin ma mère et qui crie'• και “La Chope Daguerre' (υπό έκδοση 2009). Στροφοδινητός.
Γιάννης Λειβαδάς - 2009
«Καταπληκτικός άνθρωπος ο Μπλεζ Σαντράρ! Θα τον έλεγα ρομαντικό τυχοδιώκτη, αν η λέξη τυχοδιώκτης δεν είχε χάσει την αυθεντική της σημασία. Γιος ενός Ελβετού και μιας Σκωτσέζας, υπέροχος γαλλόφωνος ποιητής, που καθόρισε τον Γκιγιόμ Απολλινέρ, άνθρωπος που γνώρισε όλα τα επαγγέλματα, που τριγύρισε όλον τον κόσμο και στάθηκε η μαγιά που φούσκωσε τη ζύμη της γενιάς του. Όταν ήταν δεκάξι χρονών, ξεκίνησε για τη Ρωσία, ύστερα πήγε στην Κίνα, στην Ινδία, γύρισε στη Ρωσία, έφυγε για την Αμερική, πήγε στον Καναδά, έκανε εθελοντής στη Λεγεώνα των Ξένων, έχασε στον πόλεμο το δεξί του χέρι, επισκέφτηκε την Αργεντινή, την Βραζιλία, την Παραγουάη, έκανε θερμαστής στο Πεκίνο, περιπλανώμενος ζογκλέρ στη Γαλλία, γύρισε με τον Άμπελ Γκανς το φιλμ «Ο Τροχός», αγόραζε στην Περσία περουζέδες, ασχολήθηκε με τη μελισσοκομία, δούλεψε οδηγός τρακτέρ, έγραψε ένα βιβλίο για τον Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, ποτέ μου δεν τον είδα να στερέψει, να δειλιάσει, ν’ απελπιστεί». Μ’ αυτά τα σύντομα και χαρακτηριστικά λόγια περιγράφει ο Ηλία Έρεμπουργκ τον Σαντράρ, έναν από τους πιο γνήσιους και πιο αξιόλογους ποιητές που γέννησε η γηραιά ήπειρος.
Ο Μπλεζ Σαντράρ γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1887 στο Σο Ντε Φον της Ελβετίας, ή στο Παρίσι στην οδό Σεν Ζακ όπως έγραψε ο ίδιος σε κάποιο του ποίημα. Σχεδόν αγνοημένος στην ίδια του την χώρα, ο Μπλεζ Σαντράρ στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, έζησε σαν πραγματικός ποιητής. Σαν ήρθε το γήρας, βρέθηκε καθηλωμένος και αβοήθητος. Το 1956 και το 1958 είχε δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Στα τέλη του 1958 ο ίδιος ο Αντρέ Μαλρό πήγε στο σπίτι του ποιητή στην οδό Ζαν Ντολέν για να του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ο Μπλεζ Σαντράρ πέθανε στο Παρίσι, στις 21 Ιανουαρίου του 1961 έχοντας αφήσει σημαντικότατες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ποίησης. Ο στίχος του κυλάει ελεύθερα κι απλόχωρα, έχει την άνετη ροή του χείμαρρου και οι συχνοί πλατειασμοί του πότε αγγίζουν τους χαμηλούς τόνους του πεζού και καθημερινού λόγου, και πότε τις ψηλές χορδές του λυρισμού. Η Πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας (1913) μαζί με το Πάσχα στη Νέα Υόρκη (1912) και το Παναμάς ή Οι Περιπέτειες των Επτά μου Θείων (1918) αποτελούν τα τρία πολύ μεγάλα μα και πολύ αντιπροσωπευτικά του ποιήματα, που το 1919 επανακυκλοφόρησαν συγκεντρωμένα με τον γενικό τίτλο Ολόκληρου του Κόσμου. Κυκλοφόρησαν επίσης τα Δεκαεννέα Ελαστικά Ποιήματα (1919), Στην Καρδιά Του Κόσμου (1922), τα Έκφυλα Σονέτα (1923), Ντοκιμαντέρ (αρχικός τίτλος: Κόντακ-Ντοκιμαντέρ (1924)), τα Νέγρικα Ποιήματα (1925), τα Φύλλα Πορείας (1924-1928). Έγραψε ακόμη νουβέλες, διηγήματα, σενάρια, συνεργάστηκε στο ραδιόφωνο, σε πολλά περιοδικά, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, παντού όπου τον έσπρωχνε η ανήσυχη φλόγα που έκαιγε μέσα του.
Γιος του Ζορζ Φρεντερίκ Σωσέρ, μηχανικού, και της Μαρί Λουίζ Ντορνέρ, ο Σαντράρ πήρε το όνομα Φρεντερίκ Λουί Σωσέρ. Η ζωή του ποιητή θα μπορούσε άνετα να γυριστεί μία συγκλονιστική ταινία. Ευτυχώς όμως που αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κι εμείς εδώ σ’ αυτό το βιβλίο δεν πρόκειται να σταθούμε στον πλούτο των ταξιδιών και των εμπειριών του – ό,τι θα μπορούσε πιθανώς να επιλεχθεί βρίσκεται μέσα στα βιβλία του. Ανάμεσα στους πιο στενούς του φίλους ήταν ο Φερνάντ Λεζέρ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Ρομπέρ και η Σόνια Ντελονέ, και μετά το πέρας του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Με τους ποιητές ο Σαντράρ δεν είχε και τις καλύτερες επαφές, θαύμαζε όμως ανοιχτά το έργο όσων άξιζαν πραγματικά. Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με την επίδραση του Σαντράρ πάνω στον Απολλινέρ. Τους δύο ποιητές τους συνέδεε αρχικά στενή φιλία κι ο Σαντράρ, επτά χρόνια νεότερος, θαύμαζε ανεπιφύλακτα τον Απολλινέρ. Έγραψε στο ποίημά του «Αιώρα»:
«Απολλινέρ
1900-1911
Επί δώδεκα έτη μοναδικός της Γαλλίας ποιητής»
αφήνοντας ίσως να εννοηθεί ότι μετά τα 1911 θα έπρεπε να λογαριάζουν αυτόν τον ίδιο για μοναδικό ποιητή. Όμως την επόμενη χρονιά συνέβη ένα γεγονός που έκρινε αποφασιστικά τις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Ρομπέρ Γκοφέν, που είχε άμεση αντίληψη του σημαντικού αυτού περιστατικού, φίλος κοινός και των δύο ποιητών, διηγείται τα εξής:
Όταν ο Σαντράρ γύρισε από την Αμερική την άνοιξη του 1912, μάζεψε μερικούς φίλους και τους διάβασε τα χειρόγραφα του τελευταίου του ποιήματος «Πάσχα στη Νέα Υόρκη». Όταν η ανάγνωση τελείωσε, ο Απολλινέρ είχε απομείνει χλομός. Λες και κάτι καινούριο τον είχε αναστατώσει. Δεν άνοιγε το στόμα του και είχε τα μάτια κλειστά. Και όλοι κατάλαβαν πως ένας άνεμος μεγαλοφυΐας περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα απ’ το δωμάτιο. Ο Απολλινέρ συγχάρηκε τον φίλο του και ζήτησε να δει τα χειρόγραφα. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε σιωπηλός. «Είναι υπέροχο» του είπε. «Τι ν’ αξίζει άραγε πλάι του το βιβλίο που ετοιμάζω;». Η συζήτηση κατόπιν στράφηκε σε άλλα θέματα, ήταν όμως φανερό πως ο Απολλινέρ βρισκόταν σε μια συνεχή αναταραχή … Λίγες βδομάδες αργότερα έγραψε τη «Ζώνη» (ποίημα ολοφάνερα επηρεασμένο σε βάθος από το «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»). Και πολλοί πρόσεξαν πως η «Ζώνη» ήταν το πρώτο ποίημα της συλλογής «Αλκοόλ», λες και ο ποιητής τους ήθελε να υποδηλώσει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι σύμφωνα με την χρονολογική σειρά των ποιημάτων της συλλογής (1898-1913) η Ζώνη είχε τάχα γραφτεί στα 1898. Ήταν όμως φυσικό ο Σαντράρ να μην του το συγχωρέσει ποτέ, και οι σχέσεις των δύο ποιητών έπαψαν να είναι θερμές σαν πρώτα.
Το περιστατικό αυτό δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να οδηγήσει σε αβασάνιστα και επικίνδυνα συμπεράσματα, μα ούτε και να θέσει σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση την ολκή του Απολλινέρ. Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έτσι κι αυτός δεν δίστασε να επωφεληθεί από ένα εύρημα, άσχετα πού και πώς το βρήκε. Η γνωριμία του με τον Σαντράρ πάντως, είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει βαθιά η ποιητική του αντίληψη. Κι ακόμη, να αφομοιώσει με τον αποκλειστικά δικό του τρόπο τα ευρήματα και την τεχνοτροπία του πρώτου. Φαντάζει αδύνατο να μην εκμεταλλευόταν ο Απολλινέρ οτιδήποτε από τη φύση των ποιημάτων του Σαντράρ. Χρεώθηκε όμως ανεπανόρθωτα το δισταγμό του να αναγνωρίσει και εμπράκτως, δημοσίως, την αναμφίβολη ανωτερότητα του ομότεχνού του.
Ο Μπλεζ Σαντράρ είχε υπερβεί αναπάντεχα τον καθιερωμένο ρόλο του ποιητή, δεν δίστασε να κρατήσει ορισμένα από τα ποιήματά του κλεισμένα για χρόνια σε ένα μπαούλο δίχως την παραμικρή αγωνία για την τύχη τους, για να δει ποιον δρόμο θα ακολουθούσε η ποίηση της εποχής του χωρίς την παρουσία των δικών του κειμένων…..

Ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς στον τάφο του Blaise Cendrars στο Tremblay Sur Mauldre της Γαλλίας.(φωτ.01/2009)
Τρία Ποιήματα:
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Τα παράθυρα της ποίησης μου είναι ορθάνοιχτα στα βουλεβάρτα και τις βιτρίνες τους.
Λάμπουν
Του φωτός πολύτιμα πετράδια.
Άκου τα βιολιά της λιμουζίνας και τα ξυλόφωνα των λινοτυπικών.
Ο επιγραφοποιός σκουπίζεται με την πετσέτα του ουρανού.
Κάθε τι είναι χρώματος κηλίδες
Και τα καπέλα των γυναικών που περνούν είναι κομήτες στην φλόγα της εσπέρας
Ενότητα.
Δεν υπάρχει πια ενότητα.
Όλα τα ρολόγια δείχνουν τώρα μεσάνυχτα αφού τα γύρισαν πίσω δέκα λεπτά.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρήμα.
Στη βουλή
Σπαταλούν τα θαυμάσια στοιχεία των πρώτων υλών.
Στο μπαρ
Οι εργάτες με μπλε μπλούζες πίνουν κόκκινο κρασί
Κάθε Σάββατο λοταρία
Παίζουμε
Στοιχηματίζουμε
Από καιρό σε καιρό περνάει ένας γκάνγκστερ με αυτοκίνητο
Ή ένα παιδί παίζει με την Αψίδα του Θριάμβου…
Συμβουλεύω τον κ. Χοίρο(1) να στεγάσει τους προστατευόμενούς του στον πύργο του Άιφελ.
Σήμερα
Αλλαγή ιδιοκτήτη
Το Άγιο Πνεύμα πωλείται λιανική στα μικρομάγαζα.
Διαβάζω εκστατικός τα πανό
Τα πανό της παπαρούνας
Δεν είναι παρά οι ελαφρόπετρες της Σορβόννης που δεν άνθισαν ποτέ
Από την άλλη η επιγραφή του Σαμαριτέν οργώνει τον Σηκουάνα
Και στην πλευρά του Αγίου Σεβερίνου
ακούω
τα επίμονα καμπανάκια των τραμ.
Βρέχει ηλεκτρικούς λαμπτήρες
Μονρούζ Γκαρ ντε λ’ Εστ Μετρό Νορ-Συντ άνθρωποι στα πλοιάρια
Όλα είναι φωτοστέφανο
Βάθος
Οδός Μπυσύ διαλαλούν την L’ Intransigeant και την Paris-Sport(2)
To αεροδρόμιο του ουρανού είναι τώρα, πυρπολημένο, ένας πίνακας του Τσιμαμπούε
Όταν από μπροστά
Οι άνθρωποι είναι
Ψηλοί
Μαύροι
Θλιμμένοι
Και καπνίζουν, φουγάρα εργοστασίων
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΖΩΗ
Σήμερα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο
Έχω όλα όσα δεν θέλω
Και το μόνο πράγμα που με κρατάει στη ζωή κάθε γύρισμα της προπέλας
με πηγαίνει κοντά του
Και ίσως θα ‘χω χάσει τα πάντα φτάνοντας.
ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Ο χρόνος είναι χρήμα
Ναι, μα η Μπουγκάττι είναι δυο φορές πιο γρήγορη
Μοιραστείτε τη δημοσίευση:

Έντβαρντ Μουνκ

Έντβαρντ Μουνκ: 7 πίνακες του δημιουργού της "Κραυγής"



O Edvard Munch ήταν Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, επηρεασμένος από το κίνημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού που άνθισε στις αρχές του 20ου αιώνα. Ενώ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά και από τους μετα-ιμπρεσσιονιστές, ήταν συμβολιστής στο περιεχόμενο, απεικονίζοντας μια κατάσταση του μυαλού παρά την εξωτερική πραγματικότητα. Ως προς τον χαρακτήρα και τις συνήθειές του, ο Μουνκ ήταν ευάλωτος στις αρρώστιες, αγαπούσε πολύ το αλκοόλ, δεν παντρεύτηκε ποτέ, ωστόσο παρά τις καταχρήσεις πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στο κτήμα του στο Όσλο.
Μετά το θάνατό του το 1944, οι αρχές ανακάλυψαν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του, μια συλλογή του από 1.008 έργα ζωγραφικής, 4.443 σχέδια και 15.391 εκτυπώσεις, καθώς και ξυλογραφίες, λιθογραφίες, ξυλόγλυπτα, χαλκογραφίες και φωτογραφίες.Τη δεκαετία του '30 και τη δεκαετία του '40, οι Ναζί θεώρησαν τα έργα του "εκφυλισμένη τέχνη" και αφαίρεσαν τη δουλειά του από τα γερμανικά μουσεία. Ο Μουνκ πληγώθηκε βαθιά, καθώς είχε αρχίσει να αισθάνεται τη Γερμανία σαν την δεύτερη πατρίδα του.
μουνκ
Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του (12 Δεκεμβρίου του 1863), ας θυμηθούμε το πιο διάσημο έργο του την "Κραυγή", αλλά και μερικές ακόμα μαγευτικές δημιουργίες του. 
~Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουν λουλούδια και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα~
Edvard Munch
The Sick Child
The Sick Child
Death In The Sick Room
Death In The Sick Room
Melancholy
Melancholy
Jealousy
Jealousy
Red and White
Red and White
Two Women on the Shore
Two Women on the Shore