Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ ΘΕΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΟΥΡΙΑ



Θουριάται δε εκ της πόλεως εν μετεώρω το αρχαίον οικουμένης ές το πεδίον κατελθόντες οικούσιν, ου μην πάντα πασίγε ουδέ την οίκο πόλιν εκλελοίπασιν αλλά και τείχους ερείπια και ιερόν εστί αυτόθι ονομαζόμενον θεού Συρίας την δε εν τω πεδίω πόλιν ποταμός καλούμενοςΆρις παρέξεισι.    Παυσανίας Μεσσηνιακά

Η λατρεία της Συρίας θεάς κυριαρχούσε στην αρχαία Θουρία την εποχή του Παυσανία.  Στη Συρία η θεά ονομαζόταν Ατάργατις ή Δερκετώ. Ταυτιζόταν με την ‘ Ηρα ή την Αφροδίτη Ασσυρία.  Το λατρευτικό της κέντρο ήταν η πόλη, που οι Σύριοι αποκαλούσαν «Mabog ή Maambuki» και οι Μακεδόνες Βαμβύκη. Ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη του Άνω Ευφράτη στη βόρεια Συρία (Αραμαία), επάνω στον κύριο εμπορικό δρόμο, που συνέδεε την Αντιόχεια με τη Μεσοποταμία. Μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της από τους Σελευκίδες (γύρω στο 300 π.Χ.) μετονομάστηκε σε Ιεράπολη.
Προτομή της Συρίας Θεάς σε έντονο ανάγλυφο σε λευκό ογκόλιθο. Έχει κυματιστά μαλλιά όπως το νερό , τεράστια μάτια σαν ψάρι και ένα πέπλο που ολοκληρώνεται από δύο ψάρια.  Από το ναό Ναβαταίων στην Υπεριορδανία. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.
Προτομή της Συρίας Θεάς σε έντονο ανάγλυφο σε λευκό ογκόλιθο. Έχει κυματιστά μαλλιά όπως το νερό , τεράστια μάτια σαν ψάρι και ένα πέπλο που ολοκληρώνεται από δύο ψάρια.
Από το ναό Ναβαταίων στην Υπεριορδανία. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.
Εδώ η θεά λατρευόταν με τον άρρενα πάρεδρο της Hadad και τον ‘Αδωνη. Είχε μεγάλο και πλούσιο ιερό στο κέντρο της πόλης, κοντά στο οποίο υπήρχε  τεχνητή λίμνη με μεγάλα ψάρια,  που περιγράφει ο Λουκιανός (Περί της Σοριης θεοϋ).  Η παλιότερη παράσταση της θεάς χρονολογείται στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ.,  εποχή των Χαναναίων, επομένως η λατρεία της είναι αρχαιότατη.
Η Θεά φορώντας μια εντυπωσιακή κορώνα ενω πλαισιώνεται από περιστέρια. Από το ναό του Άδωνη
Η Θεά φορώντας μια εντυπωσιακή κορώνα ενω πλαισιώνεται από περιστέρια. Από το ναό του Άδωνη
Στο εξωτερικό ως θεά της διασποράς αποκαλούνταν Συρία Θεά Παρθένος,  Παρθένος,  Συρία Αφροδίτη, Ατάργατις,  Ατάργατις Σώτειρα, Παρθένος Βαμβυκία, Διάσυρος Θεά, Dea «Syria -και συνεκδοχικά «Diasyria (Διασύρια) ή Iasura ή Suria». Ήταν δηλαδή μια θεά που καταγόταν, από τη Συρία, πού η λατρεία της μεταφέρθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας, στην Αίγυπτο (Μάγδολα και Φιλαδέλφεια), στα νησιά του Αιγαίου, στην Εύβοια, στην Πελοπόννησο, στην Αιτωλία, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αργότερα μεταφέρθηκε στη Σικελία, στη Ρώμη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο μέχρι την Αγγλία.
Κατά κύριο λόγο ήταν μια θεά της γονιμότητας, αλλά, ως προστάτιδα της πόλης και των ανθρώπων της, ήταν επίσης υπεύθυνη για την προστασία τους και την ευημερία. Επιβλητικό ιερό της βρισκόταν στην Ιεράπολη. 
js4-lg
Συχνά και ευρέως περιγράφοταν ως η γοργόνα-θεά.
Σύζυγος της είναι συνήθως Hadad. Τα περιστέρια και τα ψάρια θεωρούνται ιερά από αυτήν, τα περιστέρια ως έμβλημα της Αγάπης, και τα ψάρια ως σύμβολα της γονιμότητας και της ζωής των υδάτων.
Το όνομα Ατάργατις προκύπτει από την ένωση του θείου ονόματος Αταρ. Το δεύτερο μέρος ( gatis ) μπορεί να σχετίζεται με την ελληνική γάδος «ψάρι» . Για παράδειγμα , το ελληνικό όνομα για το «θαλάσσιο τέρας τη φάλαινα» είναι ο συγγενής όρος κήτος . Έτσι Ατάργατις μπορεί απλά να σημαίνει η θεά ψάρι.
js5-lg
Ως συνέπεια του πρώτου μισού του ονόματος  ( Ατάρ γατις)  πολύ συχνά, αν και λανθασμέναμπερδεύεται η Συρία Θεά με την Αστάρτη. Οι δύο θεότητες ήταν πιθανώς ς κοινής καταγωγής και έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά , αλλά οι λατρείες τους είναι ιστορικά διακριτές. Για παράδειγμα σε ναούς της Συρίας Θεάς στο Ascalon,την Ιεράπολη, την Bambyce και την Έδεσσα, υπήρχαν λίμνες με ψάρια που μόνο οι ιερείς της μπορούσαν να αγγίξουν.

Στην Αρχαία Θουρία λόγω του ποταμού Άρι, η λατρεία της θεάς είχε εισαχθεί ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. από Μακεδόνες και εξελληνισμένους Σύριους εμπόρους, από Σύριους δούλους, αλλά και από αγύρτες ιερείς. Η λατρεία της γενικά συναντάται σε νησιά, σε παραλιακές πόλεις, όπου υπήρχαν συντεχνίες εμπόρων, ψαράδων, ή Σύριοι έμποροι και δούλοι, αλλά και στην ενδοχώρα της κυρίως Ελλάδας, όπου υπήρχαν μεγάλες πηγές, λίμνες ή ποτάμια. Κατά τις ετήσιες γιορτές της Συρίας Θεάς οι κάτοικοι των πόλεων και κωμών γύρω από τα ιερά της πραγματοποιούσαν καταβάσεις στη θάλασσα στις λίμνες ή στα ποτάμια.
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος από την Κυρρηστική που απεικονίζει  την Ατάργατις καβάλα σ ένα λιοντάρι, φορώντας στέμμα  και κρατώντας  σκήπτρο
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος από την Κυρρηστική που απεικονίζει την Ατάργατις καβάλα σ ένα λιοντάρι, φορώντας στέμμα και κρατώντας σκήπτρο
Η θεά δεν είχε πουθενά καθολική λατρεία, αλλά μόνο από θιάσους,- δηλαδή από συλλόγους που δημιουργούνταν χάριν της λατρείας, όπως γίνονταν και με τις άλλες ξενόφερτες λατρείες.
Η Συρία Θεά, η μητέρα του Ιχθύος, πολλές φορές παριστάνεται ως ωραία γυναίκα, με χιτώνα και ιμάτιο, με πύργο στο κεφάλι, άλλοτε όρθια επάνω σε θαλάσσιο κήτος, άλλοτε καθιστή με γυναικείο τρόπο σ’ αυτό. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές αρχικά παριστανόταν ως ψάρι με γυναικείο κεφάλι ή με ψαρίσιο το κάτω μέρος του σώματος της, δηλαδή όπως και η Γοργόνα, η αδελφή του Μέγα Αλεξάνδρου. Το ψάρι, όπως το λιοντάρι και το περιστέρι, ήταν τα ιερά της ζώα. Ήταν θεά της γονιμότητας των ανθρώπων, των ζώων, των ψαριών και των πουλιών, αλλά ταυτόχρονα και θεά του θανάτου. Γι’ αυτό με τη διάδοση της λατρείας της σε διάφορους τόπους και λαούς σταδιακά συγκέντρωσε εικονογραφικά χαρακτηριστικά και λατρευτικές υποστάσεις πολλών θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, της Ήρας, της Δήμητρας, της Άρτεμης, της Ρέας-Κυβέλης, της Ίσιδας, της Σελήνης, της Νέμεσης, της Τύχης και των Μοιρών. Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές και την εικονογραφία τα εμβλήματα της ήταν η άτρακτος, το πηδάλιο, το σκήπτρο, η φιάλη, το κέρας και η δέσμη από στάχυα στα χέρια, ο πύργος, καθώς και ο μηνίσκος και οι ακτίνες στο κεφάλι.

20051225-151425_Jordan_Archeological_Museum_Amman_Atargatas_[Atargatis].med
Οι πρώτες γνωστές ιστορίες για γοργόνες εμφανίστηκαν στην Ασσυριακή μυθολογία το 1000 π.Χ.  Η θεά Αταργάτις, μητέρα της Ασσύριας βασίλισσας Σεμίραμις, αγάπησε έναν θνητό βοσκό και ακούσια τον σκότωσε. Ντροπιασμένη έπεσε μέσα σε μια λίμνη για να πάρει τη μορφή ενός ψαριού, αλλά τα νερά δεν κρύψανε τη θεϊκή της ομορφιά. Συνεπώς πήρε τη μορφή μιας γοργόνας, – άνθρωπος επάνω από τη μέση και ψάρι κάτω από αυτήν.
Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία από τον Λατίνο Hyginus, ένα αυγό έπεσε από τον ουρανό μέσα στον Ευφράτη, βγήκε στο έδαφος από τα ψάρια και τα περιστέρια εγκαταστάθηκαν σε αυτό και να εκκολαφθεί.Έτσι γεννήθηκε η Συρία Θεά.

2mermaid13
Οι Έλληνες αναφέρονταν στην Αταργάτις υπό την ονομασία Δερκετώ.
Πριν από το 546 π.Χ., ο Μιλήσιος φιλόσοφος Αναξίμανδρος πρότεινε ότι το ανθρώπινο γένος είχε ξεπηδήσει από υδρόβια είδη ζώων. Πίστευε ότι οι άνθρωποι, με την εκτεταμένη παιδική ηλικία τους, δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν διαφορετικά.
Κατά τον Αθηναίο (346d-e), κάθε μέρα οι ιερείς έφερναν στη θεά ψάρι που ζούσε στη λίμνη, κοντά στο ιερό της και το τοποθετούσαν σε τράπεζα, μπροστά στο άγαλμα της μέσα στο ναό, ωραία μαγειρεμένο, πρώτα βρασμένο και μετά ψημένο.’ Στη συνέχεια οι ιερείς έτρωγαν το ψάρι, που ήταν ιερό ζώο της θεάς, γιατί τρωγόταν σε θυτήριο γεύμα ενώπιον της.

Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος του Δημητρίου III απεικονίζει τα ψάρινο σώμα της Ατάργατις, με πέπλο, κρατώντας λουλούδια, ενω πλαισιώνεται από στελέχη κριθαριού.
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος του Δημητρίου III απεικονίζει τα ψάρινο σώμα της Ατάργατις, με πέπλο, κρατώντας λουλούδια, ενω πλαισιώνεται από στελέχη κριθαριού.
Το ψάρι πιθανότατα προσφερόταν ως τροφή σε ειδικές μυστηριακές τελετές, οπότε οι ιερείς και οι μύστες που τα έτρωγαν έφερναν τη θεά μέσα τους και αναγεννώνταν. Η μύηση κατά τις τελετές της Συρίας Θεάς θα είχε έτσι εσχατολογικές επαγγελίες. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII, 26, 7;), όσοι μετείχαν στη λατρεία της Συρίας Θεάς , έπρεπε την καθορισμένη μέρα της μυστηριακής τελετής να είναι «καθαροί», παραμένοντας εγκρατείς και νηστεύοντας. Ο ίδιος περιηγητής (IV, 31, 2) αναφέρει ιερό της Συρίας Θεάς στην Άνω πόλη της Θουρίας της Μεσσηνίας, που πιθανότατα είχε ιδρυθεί στα ελληνιστικά χρόνια. Αργότερα κτίστηκε στην Κάτω πόλη ναός, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της Θουρίας. Στην Αρχαία Θουρία η μύηση γινόταν μετά την επίσημη πομπή, με μυστηριακή τελετή σε ειδικό χώρο, όπου παρευρίσκονταν πολλοί, με τα τιμώμενα πρόσωπα επικεφαλής. Συνήθως η λατρεία της θεάς στην υπόλοιπη Ελλάδα γινόταν σε «οίκους», όπως αρχικά στη Δήλο, δηλαδή σε ειδικούς χώρους για μύηση, γιατί οι συνηθισμένοι ναοί των ελληνικών θεών ήταν ακατάλληλοι για τις ιδιόμορφες αυτές λατρείες. Όπως προαναφέρθηκε, η Συρία Θεά λατρευόταν κυρίως από δούλους, από ψαράδες και εμπόρους, κοντά σε ποτάμια, λίμνες ή στη θάλασσα και θεωρούνταν προστάτιδα τους.
Η έντονη και ιδιόμορφη λατρεία της ιχθυόμορφης αυτής θεάς στη Βοττιαία, (την καρδιά του μακεδόνικου κράτους, που στα χρόνια του Λουκιανού (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ.) χαρακτηριζόταν ως επιχώρια θεός δαίμων και που επιγραφικά μαρτυρείται με την τοπική προσωνυμία Γυρβιάτισσα, καθώς και η έντονη λαϊκή ανάμνηση των δολοφονιών από τους διαδόχους του μακεδονικού θρόνου των παιδιών του Μ. Αλεξάνδρου (του Ηρακλή και του Αλεξάνδρου Δ’), καθώς και των γυναικών, που σχετίζονταν με το μεγάλο στρατηλάτη (της μητέρας του Ολυμπιάδας, των αδελφών του Κλεοπάτρας και Θεσσαλονίκης, των συζύγων του Ρωξάνης και Βαρσίνης), μπορεί να οδήγησαν στη δημιουργία του αρχικού πυρήνα του μύθου της ιχθυόμορφης-σειρηνόμορφης εναλίας δαίμονος Γοργόνας, της ωραίας κόρης ή αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος μας παραδίδεται σχετικά αργά στις πηγές [Ψευδο-Καλλισθένης (300-350 μ.Χ.)]. Μπορεί να υποστηριχτεί δηλαδή, πρώτον, ότι ο μύθος της Γοργόνας στη Μακεδονία έχει τις ρίζες του στα ελληνιστικά χρόνια και δεύτερον, ότι ο μύθος μπορεί να σχετιστεί με τη λατρεία της Συρίας Θεάς, που διαδόθηκε από τη Συρία, κυρίως μετά την αναδιοργάνωση του ιερού της.

Derceto, from Athanasius Kircher's Oedipus Aegyptiacus, 1652.
Derceto, from Athanasius Kircher’s Oedipus Aegyptiacus, 1652.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ένας άλλος μύθος του ρομάντζου του Μ. Αλεξάνδρου («Διήγησις περί του Μ. Αλεξάνδρου δια την Σεμίραμιν») έχει πρωταγωνιστές τον Αλέξανδρο και τη Σεμίραμη, βασίλισσα της Βαβυλώνας, η οποία είχε κατακτήσει τις ίδιες περιοχές, που αργότερα κατέλαβε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σεμίραμη θεωρείτο κόρη της Συρίας Θεάς και συλλατρευόταν μ’ αυτήν στα μεγάλα ιερά της στην Ανατολή.
Παύλος Χρυσοστόμου . Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη κατα το έτος 1989. ‘Εκδοση του ΤΑΠ . Τρίτος Τόμος.
P. Lambrechts – P. Noven, Nouvelle Clio 6,-1954, 258-277

W. Drijvers, «Die Dea. Syria und andere svrisohe Gottheiten im Imperium Rom’anum»
Απουλήιο, Μεταμορφώσεις, VII, 24-30, IX,. 1. 4. 8-10
Rh. Bruneau, Recherches sur les Cultes de Dilos a I’epoque hellenistique et a I’epoque imperiale (1970)
F. J. Doelger, IX0TC, II, Der heilige Fisch in den antiken Religionen und in Christentum (1922)
Λουκιανός, «Περί της Συρίης θεού 14

»

Εμείς και τα όνειρα

Η  Παλαιά  Διαθήκη

Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη όνειρα, ίσως τα πιο παλιά όνειρα που γνωρίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι όπως είναι το όνειρο του Δανιήλ και του Ιακώβ, του Ναβουχοδονόσορα και του Σολομώντα
Παρά τις θρησκευτικές διαφορές, ελάχιστες ήσαν οι ανομοιότητες ανάμεσα στις ιουδαϊκές ερμηνείες των ονείρων που έστελνε στους ανθρώπους ο Θεός τους και σ’ εκείνα που έστελναν οι πολυποίκιλοι θεοί άλλων θρησκειών.
 Ο προφήτης Μωάμεθ πίστευε ότι τα όνειρα είχαν εξαιρετική σημασία και ξεκινούσε την κάθε μέρα ρωτώντας τους πιστούς του τι είχαν ονειρευτεί και λέγοντας τους το δικό του.
 Οι Αρχαίοι Έλληνες με το πάθος τους για την εκλογίκευση της γνώσης, χρησιμοποίησαν θεωρίες ονείρων από την Αίγυπτο, Ασσυρία, Ιουδαία, Βαβυλώνα, και Περσία. Η ερμηνεία τους των ονειρικών συμβόλων διέφερε σε πολύ μεγάλο βαθμό: π.χ., ενώ οι Έλληνες πίστευαν ότι το όνειρο ενός φιδιού σήμαινε αρρώστια και έχθρα, οι Ασσύριοι πίστευαν πως το να πιάσεις ένα φίδι σήμαινε πως θα λάβαινες τη  ειδική προστασία ενός αγγέλου. 
Οι Εβραίοι πίστευαν πως το δάγκωμα ενός φιδιού στο όνειρο σήμαινε διπλασιασμό του εισοδήματος, ενώ για έναν Αιγύπτιο, το φίδι, σ’ ένα όνειρο σήμαινε τη διευθέτηση μιας έριδας. Αυτές οι πεποιθήσεις απηχούνται ακόμα και σήμερα στα επωνομαζόμενα βιβλία ονείρων, ή ονειροκρίτες που υποδηλώνουν πως αν ονειρευτείς ας πούμε ένα μαύρο πουλί, αυτό είναι προμήνυμα κακού. Οι Έλληνες πίστευαν και αυτοί ότι τα όνειρα είναι θεϊκά μηνύματα. 
Ο Όμηρος καταγράφει ονειρικά μηνύματα από τον Δία, σταλμένα στον άνθρωπο μεσ’ από ένα κέρας όπως και πλαστά μηνύματα που έβγαιναν μέσ’ από ελεφαντοκόκαλο.
 Ο Ηρόδοτος αναφέρει μερικά περιβόητα όνειρα, μέσα σ’ αυτά και το όνειρο που έπεισε τον Ξέρξη να ξεκινήσει μια καταστροφική όπως αποδείχτηκε εκστρατεία στην Ελλάδα. Και οι Δελφοί πνευματικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας, ήταν ξακουστό για τις αμφίσημες ερμηνείες του. 
Πάμπολλοι ιεροί τόποι εχρησιμοποιούντο για την επώαση ονείρων: οι επισκέπτες έπαιρναν ναρκωτικές ουσίες και βότανα για να προκαλέσουν ύπνο και θεωρούσαν τα όνειρα που έβλεπαν ως σημαδιακές προφητείες με ιδιαίτερη αναφορά στις αρρώστιες και στα βάσανα. Ο Ασκληπιός θεός της ιατρικής ήταν η προστατευτική θεότητα για 300 και παραπάνω ναούς επωάσεως ονείρων από την πρώτη χιλιετηρίδα π.χ. και έπειτα και ο ναός της Επιδαύρου στην Ελλάδα ήταν σε χρήση για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Στην εποχή μας, έχουμε μιαν ακόμα προβλεπτική του μέλλοντος: οι ψυχίατροι του εικοστού αιώνα ενθαρρύνουν τους ασθενείς να θυμηθούν τα όνειρα τους όχι για λόγους προφητικής αποκάλυψης, ή σωματικής ιάσεως, ασφαλώς αλλά για λόγους αυτό-αποκάλυψης και αυτό- βοήθειας. Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να σας δώσει τη δυνατότητα να θυμόσαστε τα όνειρα σας, να τα καταγράφετε και να τα ερμηνεύετε, με την πεποίθηση πως θα σας βοηθούν όταν είστε ξυπνητοί. 






Ονειροκριτες της αρχαιότητας




Το νόημα των ονείρων ήταν ένα θέμα που πάντα γοήτευε τον άνθρωπο. Απο την αρχαιότητα, διάφοροι πολιτισμοί είχαν τα όνειρα και την ερμηνεία τους σε περίοπτη θέση.
Μεσοποταμία
Στον πολιτισμό της αρχαίας Μεσοποταμίας πίστευαν ότι μια συγκεκριμένη θεότητα ήταν υπεύθυνη για τους εφιάλτες ενώ μια άλλη θεότητα (ο Ανουμ) ήταν απαραίτητη για να φύγουν τα κακά όνειρα. Μάλιστα, οι αρχαίοι αυτοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι όταν κάποιος βλέπει εφιάλτες πρέπει να "καθαρθεί" με διάφορες τελετές. Καλούσαν έναν ιερέα ο οποίος αναλάμβανε να "μεταφέρει" τα κακά όνειρα σε ένα πήλινο δοχείο και μετά να το διαλύσει πλήρως στο νερό. 
Υπήρχαν επίσης ονειροκρίτες, με τη μορφή πήλινων επιγραφών, όπου ερμηνεύονται διάφορες εικόνες στα όνειρα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ερμηνείες είναι παρόμοιες με τις σημερινές! Για παράδειγμα, να μερικές ερμηνείες ονείρων με ούρα:
“Εάν κάποιος πλένει τα χέρια του με ούρα, θα ευχαριστηθεί για πολύ λίγο.

Εάν λερωθεί με τα ούρα του, το κοπάδι του θα επεκταθεί....
Εάν ονειρευτεί ότι πίνει τα ούρα της γυναίκας του, θα έχει πολλά αγαθά"

Αρχαία Αίγυπτος
Στην Αρχαία Αίγυπτο θεωρούσαν τα όνειρα σταλμένα από τους Θεούς και προσπαθούσαν να τα ερμηνεύσουν. Μάλιστα, διασώζεται ακόμα και σήμερα ένας (ίσως ο αρχαίοτερος) ονειροκριτης, "Το Βιβλίο των Ονείρων" (The Dream Book). Πρόκειται για έναν πάπυρο από την εποχή του Φαραώ Ραμσή Β', δηλαδή από το 1275 προ Χριστού.
Σε κάθε σελίδα του παπύρου, ξεκινά μια κάθετη στήλη με ιερατικά σύμβολα που λένε το εξής: "εάν ένας άνθρωπος δει όνειρο". Ενώ σε κάθε οριζόντια γραμμή περιγράφεται και εξηγείται ένα όνειρο, και δίνεται μια διάγνωση (εάν είναι καλό ή κακό) και η πλήρης ερμηνεία του. Για παράδειγμα, ο ονειροκριτης αυτός λέει ότι εάν δεις όνειρο ότι βλέπεις έξω από ένα παράθυρο είναι καλό, γιατί σημαίνει ότι ακούς το λόγο του Θεού. Αντίθετα, σύμφωνα με τον αιγυπτιακό ονειροκριτη, εάν κάποιος ονειρευτεί ότι παίρνει φωτιά το κρεβάτι του είναι κακό γιατί σημαίνει ότι η γυναίκα του είναι άπιστη. Μάλιστα η λέξη "κακό" είναι πάντα γραμμένη με κόκκινα χρώματα!
Ονειροκριτες στην αρχαία Ελλάδα
Στην Ελλάδα, υπάρχει από την αρχαιότητα μια πολύ μεγάλη παράδοση, η οποία θέλει τα οράματα που βλέπουμε στα όνειρα να θεωρούνται οιωνοί μελλοντικών συμβάντων. Γι' αυτό παρά πολλά κείμενα της αρχαιότητας, από τον Όμηρο κιόλας, ήταν γεμάτα ονειρομαντικές αναφορές και απόπειρες.
Αξίζει δε να σημειωθεί κάτι που αφορά τα Ασκληπιεία, δηλαδή τους ναούς στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, που προορίζονταν για την θεραπεία των αρρώστων. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι θεραπείες είχαν αποτέλεσμα μέσω θεικής παρέμβασης η οποία γινόταν στα όνειρα που έβλεπαν οι άρρωστοι που νοσηλεύονταν στο ναό.
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, πίστευε στην επιστημονική εξήγηση των ονείρων. Θεωρούσε ότι η ψυχή και το σώμα ήταν αλληλένδετα και ότι ο γιατρός έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να θεραπεύσει έναν ασθενή αν λάμβανε υπόψη του τόσο το σώμα όσο και την ψυχή του. Ο Ιπποκράτης έφτασε μάλιστα στο σημείο να θεωρεί ότι τα όνειρα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ενδείξεις ψυχικών προβλημάτων.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν επίσης ότι κάποια όνειρα είχαν προφητική σημασία ή ήταν προμηνύματα ιδιαίτερης σημασίας και προσπαθούσαν να τα ερμηνεύσουν. Ο πιο γνωστός ερμηνευτής ονείρων της αρχαιότητας (και πατέρας της έννοιας "ονειροκριτης") ήταν ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός γνωστός και ως "Ονειροκριτικός"! Ο Αρτεμίδωρος έζησε στην Έφεσο, τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν, και συνέγραψε, σε 5 συνεχόμενα βιβλία, ένα πολύ αναλυτικό κείμενο για την ερμηνεία των ονείρων με τίτλο "Ονειροκριτικά".
Στο κείμενο των "Ονειροκριτικών" του, ο Αρτεμίδωρος είχε συλλέξει ονειρομαντικό υλικό από τη λαική παράδοση όλου του τότε ελληνικού κόσμου.  Δηλαδή πρόκειται για τον πρώτο πρακτικό ονειροκρίτη, αφού ο συγγραφέας μεταφέρει τα όνειρα και τις εξηγήσεις τους όπως τα είχε ακούσει χωρίς να προσπαθεί να τα αλλάξει ή να προσθέσει κάτι.  Ο Αρτεμίδωρος διαχωρίζει τα όνειρα σε προφητικά και μη προφητικά. Τα μη προφητικά όνειρα είναι εκείνα όπου ο άνθρωπος απλά βλέπει και βιώνει ξανά την καθημερινότητά του με τα άγχη και τις αγωνίες της ημέρας.
Βέβαια και ο ίδιος πίστευε πως τα όνειρα μπορούν να προβλέψουν το μέλλον (τα προφητικά όνειρα),  και έδινε πολλές από τις ερμηνείες τους που έχουν επιβιώσει ακόμα και σήμερα. Ωστόσο έλεγε ότι για την σωστή ερμηνεία κάθε ονείρου πρέπει να γνωρζει ο ονειροκριτης το επάγγελμα αλλά και τις συνήθειες του ανθρώπου που το είδε. Και γι' αυτό η σημασία του κάθε ονείρου μπορεί να είναι διαφορετική ανάλογα με το ποιος το βλέπει (συνειρμική ανάλυση).
Επιπλέον, ο Αρτεμίδωρος θεωρούσε ότι μια εικόνα στο όνειρο μπορούσε να "αποκρυπτογραφηθεί" και να εξηγηθεί με την ανάλυση της εικόνας στις λέξεις από τις οποίες συντίθεται. Για παράδειγμα, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έκανε πόλεμο με την Τύρο, είδε όνειρο με ένα σάτυρο που χόρευε. Ο Αρτεμίδωρος το εξήγησε αναλύοντας τη λέξη "σάτυρος": Σα-Τυρ, δηλαδή η Τύρος θα πέσει, οπότε προέβλεψε τη νίκη του Αλέξανδρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ο τρόπος εξήγησης των ονείρων αναφέρεται και από τον Φρόιντ, ο οποίος πρότεινε ότι τα όνειρα θα έπρεπε να εξηγούνται ως πραγματικά ρεμπους. Μάλιστα, ο Φρόιντ στο βιβλίο του "Interpretation of Dreams", αναφέρεται οκτώ φορές στον Αρτεμίδωρο.
Στον Αρτεμίδωρο αναφέρθηκε με άρθρο του μέχρι και ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Στο άρθρο του "Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό"  το 1970,  ο Σεφέρης μνημονεύει το έργο του αρχαίου ονειροκρίτη και τη σχέση του με τους σύγχρονους λαϊκούς Ονειροκρίτες.




Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Μονταίν, Δοκίμια



"Αν η ψυχή μου μπορούσε να στεριώσει κάπου το πόδι της, δεν θα έκανα δοκιμές.  Η ψυχή μου όμως τελεί υπό διαρκή μαθητεία και δοκιμασία"

"Δεν διδάσκω καθόλου, αφηγούμαι"

"Το να στηρίζεις την ανταμοιβή των ενάρετων πράξεων στην επιδοκιμασία των άλλων, είναι σαν να διαλέγεις θεμέλιο υπερβολικά αβέβαιο και ασταθές.  Ιδιαιτέρως σε έναν αιώνα διεφθαρμένο και αμαθή σαν αυτόν εδώ, η εκτίμηση του πλήθους είναι ύβρις : ποιον θα εμπιστευόσαστε να αναγνωρίσει τι είναι άξιο επαίνου;  Ο Θεός να με φυλάει να μην είμαι έντιμος άνθρωπος σύμφωνα με την περιγραφή που βλέπω να κάνει καθημερινά ο καθένας προς τιμή του εαυτού του.  Όσα ήταν ελαττώματα άλλοτε, είναι σήμερα ηθική"

"Έχω δικούς μου νόμους και το δικαστήριό μου για να κρίνω τον εαυτό μου, και απευθύνομαι σε αυτό αντί οπουδήποτε άλλου.  Περιορίζω, σύμφωνα με τις υποδείξεις των άλλων, τις πράξεις μου, αλλά τις εκτείνω ως εκεί που μου αρέσει.  Κανείς εκτός από εσάς δεν ξέρει αν είσαστε δειλός και άσπλαχνος, ή πιστός και ευλαβής.  Οι άλλοι δεν σας βλέπουν καθόλου.  Σας μαντεύουν με αβέβαιες εικασίες.  Δεν βλέπουν τόσο τη φύση σας όσο την επιτήδευση σας.  Οπότε μη δίνετε σημασία στην ετυμηγορία τους, αρκεστείτε στην δική σας.  Πρέπει να χρησιμοποιείς τη δική σου κρίση για τον εαυτό σου.  Σε ό,τι αφορά την αρετή και τις κακίες μας, η ίδια η συνείδηση έχει μεγάλο βάρος.  Όταν αυτή καταρρεύσει, όλα χάνονται"

"Θα άξιζε περισσότερο να μην είχαμε κανέναν απολύτως νόμο, παρά να τους έχουμε σε τέτοια αφθονία που τους έχουμε σήμερα"

"Η Φύση μας δίνει πάντα ευτυχέστερους νόμους από εκείνους που δίνουμε στους εαυτούς μας"

"Ό,τι έχει κοπεί σε μικρά κομμάτια ώσπου έγινε σκόνη, σύγχυση δημιουργεί".

"Υποδιαιρώντας αυτούς τους λεπτολόγους συλλογισμούς, μαθαίνουμε τους ανθρώπους να αυξάνουν τις αμφιβολίες τους"

"...όπως η γη γίνεται περισσότερο εύφορη όσο περισσότερο θρύβεται και σκάβεται βαθιά: η μάθηση φτιάχνει τη δυσκολία"

"είναι αδύνατο να βρει κανείς δυο γνώμες απόλυτα όμοιες, όχι μόνο σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και στους ίδιους τους ανθρώπους σε διαφορετικές ώρες".


"Δεν υπάρχει τέλος στις αναζητήσεις μας.  Το τέλος μας είναι στον άλλο κόσμο"

"Περισσότερη η φασαρία να ερμηνευθούν οι ερμηνείες, παρά να ερμηνευθούν τα κείμενα και περισσότερο είναι τα βιβλία για τα βιβλία, παρά για όποιο άλλο θέμα : δεν κάνουμε άλλο από το να αλληλουπομνηματιζόμαστε".

"Όλα είναι ένα σμάρια από σχόλια. Από συγγραφείς υπάρχει μεγάλη έλλειψη"

"Οι γνώμες μας μπολιάζονται η μια πάνω στην άλλη.  Η πρώτη χρησιμεύει για βλαστός της δεύτερης, η δεύτερη της τρίτης.  Αναρριχόμαστε έτσι σκαλί σκαλί.  Και έτσι, συμβαίνει αυτός που ανέβηκε ψηλότερα να έχει συχνά περισσότερη τιμή από όση του αξίζει.  Γιατί δεν ανέβηκε παρά ένα δάχτυλο πάνω στους ώμους του προτελευταίου"
---
Κάποια αποσπάσματα που με κέντρισαν από τα Δοκίμια, του Γάλλου στοχαστή Μονταίνιου (1533-1592). Τα Δοκίμια (1572), αλλά και οι πολλές μεταφράσεις τους, βρέθηκαν στο Index των βιβλίων που καταδικάστηκαν από την καθολική εκκλησία. Ο ευρωπαικός Διαφωτισμός του 18ου αιώνα, θα δει στον Μονταίνιο έναν πρόδρομό του.

Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια, μετάφραση-σημειώσεις Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005

Εγκαίνια της ατομικής έκθεσης του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου






Opening of Konstantinos Papamichalopoulos' solo exhibition at the Museum of Greek Folk Art - Bath of the Winds in Athens, Greece.


Εγκαίνια της ατομικής έκθεσης του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου με τίτλο "Το Μεγάλο Χρυσό Δωμάτιο" στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης - Λουτρά των Αέρηδων.



ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ



«ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΥΣΟ ΔΩΜΑΤΙΟ»
στο ΛΟΥΤΡΟ ΤΩΝ ΑΕΡΗΔΩΝ
Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος
17 Ιανουαρίου – 15 Μαρτίου 2015
Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Oργάνων – Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη φιλοξενεί, στον ιδιαίτερο και ατμοσφαιρικό χώρου του Λουτρού των Αέρηδων, στην Πλάκα, την έκθεση του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου, με τίτλο:
«ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΡΥΣΟ ΔΩΜΑΤΙΟ»
Η έκθεση απαρτίζεται από κόμικς, σχέδια και χαρακτικά, καθώς και μικρά έργα εν είδει σπουδών και δοκιμών για το Μεγάλο Χρυσό Δωμάτιο και φυσικά το Δωμάτιο αυτό καθαυτό. 
Το σύνολο των εκθεμάτων παρουσιάζει τη μακρά και επίμονη διαδικασία για την παραγωγή ενός φιλόδοξου έργου εμπνευσμένου, μεταξύ άλλων, από επιρροές από τη λεγόμενη λαϊκή κουλτούρα του σήμερα (κόμικς, manga, βιντεοπαιχνίδια και κινηματογράφο επιστημονικής φαντασίας), καθώς και τη ζωγραφική των εσωτερικών αρχοντικών κατοικιών της Ιαπωνίας 16ου - 18ου αιώνα και του Hokusai.
«Ένα έργο, (..) αποτελούμενο από συνθέσεις σχετικά μεγάλων διαστάσεων, με αυγοτέμπερα και ένα πλήθος μικρών γραμμικών στοιχείων που χτίζουν πολυώροφες και διακλαδούμενες κατασκευές θυμίζοντας διαστημικούς σταθμούς από εκείνους που συναντάμε στα κόμικς, σε αλλόκοτα τοπία με ιπτάμενα πλοία όπως στις ιστορίες του Moebius, με πλάσματα μικρά ή, αλλού, φόρμες που σχηματίζουν μεγάλες φιγούρες, θραύσματα ενός κόσμου κάπου στον αέρα, στο διάστημα, ενός κόσμου αέρινου που δεν συγκροτείται, και όλα σε φόντο από φύλλο χρυσού, που φέρνει στο νου τη διακοσμητική γιαπωνέζικη ζωγραφική της περιόδου Μομογιάμα (περί το 1600)», γράφει ο Μίλτος Φραγκόπουλος, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, University of Derby, Σχολή Βακαλό.
«Τα έργα του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου, αν και λειτουργούν στον χώρο της πρωτοπορίας της ευρωπαϊκής και αμερικανικής τέχνης, φέρουν έντονες μνήμες από την αισθητική της βυζαντινής και ασιατικής καλλιτεχνικής παράδοσης. (…) Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος προσφέρει … ένα χώρο που δεν υπνωτίζει αλλά αφυπνίζει τον θεατή, διότι ενεργεί καταλυτικά στην εγρήγορση της αισθητικής εμπειρίας που επέρχεται από την εκάστοτε επαφή με ένα πραγματικό έργο τέχνης. “Το Μεγάλο Χρυσό Δωμάτιο” που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος είναι ένας αορατικός χώρος αισθητικής απόλαυσης και περισυλλογής και παράλληλα ένα δυναμικό πειραματικό εικαστικό έργο μοναδικό στο είδος του», αναφέρει ο Μιχάλης Αρφαράς, χαράκτης, ζωγράφος και γλύπτης, Καθηγητής ΑΣΚΤ.

Εγκαίνια: Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015, ώρα 12.00
Τόπος: Λουτρό των Αέρηδων, Κυρρήστου 8, Πλάκα
Διάρκεια Έκθεσης: 17 Ιανουαρίου – 15 Μαρτίου 2015
Ώρες λειτουργίας: 8.00 - 15.00, κάθε μέρα εκτός Τρίτης.
Πληροφορίες: (210) 32 44 340, 

 Συνέντευξη του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου στην  Έφη Μιχάλαρου

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΧΤΙΝ: ΔΟΚΙΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ

 κριτική της Ανθούλας Δανιήλ



Ο Μιχαήλ Μπαχτίν έχει κερδίσει κορυφαία θέση ανάμεσα στους σπουδαιότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Το έργο του μας έφερε σε επαφή με την «πολυφωνία», τη «διαλογικότητα», το «καρναβαλικό στοιχείο», τον «χρονότοπο», έννοιες που εισήγαγε στη μελέτη της λογοτεχνίας και επηρέασε πολλούς άλλους επιστημονικούς κλάδους: την επιστημολογία, την πολιτισμική θεωρία, τη φιλοσοφική ανθρωπολογία.

Η παρούσα έκδοση των δοκιμίων του Μπαχτίν, Δοκίμια ποιητικής, σε μετάφραση του Γιώργου Πινακούλα, προέρχεται από τη ρωσική έκδοση, της οποίας η ακριβής μετάφραση είναι: Αισθητική της γλωσσικής δημιουργίας. Ο μεταφραστής μάς ενημερώνει πως ο Μπαχτίν χρησιμοποιεί τον όρο παράλληλα με τον όροποιητική και εννοεί την επιστήμη της λογοτεχνίας γενικά. Από τα έντεκα κείμενα της ρωσικής έκδοσης, στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε περιοδικά τρία. Στην παρούσα έκδοση, ο Πινακούλας μεταφράζει άλλα πέντε από το ρωσικό πρωτότυπο, με τη συνεπικουρία και της αγγλικής μετάφρασης. Υπάρχουν ακόμη τα εισαγωγικά κείμενα που ανήκουν σε Ρώσους επιμελητές, οι σημειώσεις του ίδιου του Μπαχτίν, των επιμελητών της ρωσικής έκδοσης και του μεταφραστή. Στη συνέχεια, ο Πινακούλας προβαίνει στη διευκρίνιση ορισμένων όρων που χρησιμοποιεί ο Μπαχτίν, αλλά επισυνάπτει και γλωσσάριο για τις μεταφραστικές του επιλογές. Τα συμπεράσματα του μεταφραστή είναι πως ο Μπαχτίν γνώριζε καλά γερμανική φιλοσοφία και «συνομιλεί μαζί της» (Καντ, Χέγκελ, Ντιλτάι, Γιάσπερς, Χάιντεγκερ) και πως στον Μάρτιν Μπρούμερ, που τον θεωρεί τον σπουδαιότερο φιλόσοφο του 20ού αιώνα, οφείλει πολλές πτυχές της σκέψης του (διαλογικότητα, ο ξένος λόγος, η σχέση του εγώ με τον άλλο, κ.λπ.). Τέλος, ευχαριστεί τα πρόσωπα που τον βοήθησαν σ' αυτή την έκδοση.
Στο βιβλίο, λοιπόν, παρακολουθούμε το μυθιστόρημα εν εξελίξει, τις παραλλαγές και την ιστορική τους ταξινόμηση, την εικόνα του ήρωα, όπως διαμορφώνεται στα μυθιστορηματικά είδη, ήτοι στο ταξιδιωτικό, στο βιογραφικό, στο μυθιστόρημα μαθητείας. Το συμπέρασμα του Μπαχτίν είναι πως καμιά από τις μορφές δεν είναι σταθερή και όλα τα στοιχεία αλληλοκαθορίζονται. Για παράδειγμα, στο ταξιδιωτικό μυθιστόρημα ο ήρωας είναι σημείο κινούμενο στον χώρο, που εμπλουτίζεται με ποικίλες πολιτισμικές πληροφορίες. Ήρωας είναι ο περιπετειώδης χρόνος, οι διαφορές και οι αντιθέσεις, ενώ η παρουσία του ανθρώπου είναι τελείως ενδεικτική. Το είδος έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα (Πετρώνιο, Απουλήιο) και φτάνει στα περιπετειώδη μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.
Η γέννηση του μυθιστορήματος δοκιμασίας τοποθετείται στον 3ο ή 4ο αιώνα και αντλεί τον προσδιορισμό του από τις δοκιμασίες τις οποίες περνούν οι βασικοί ήρωες: πίστης, θάρρους, ανδρείας, αρετής, ευγενείας, αγιότητας κ.λπ. Σ' αυτό το μυθιστόρημα παρουσιάζεται πιο σύνθετη η εικόνα του ανθρώπου, επηρεασμένη από τη Δεύτερη Σοφιστική, όσον αφορά το ελληνικό μυθιστόρημα. Εξέλιξη σημειώνεται στα χριστιανικά χρόνια με τους Βίους Αγίων (βασανιστήρια, πειρασμοί), όπου ο ήρωας είναι ολοκληρωμένος και βγαίνει από τη δοκιμασία νικητής, δηλαδή αναλλοίωτος.
Η επόμενη παραλλαγή είναι το ιπποτικό μυθιστόρημα του Μεσαίωνα και αργότερα το μπαρόκ, όπου όλα μεγεθύνονται «σε μια μεγαλειώδη κλίμακα». Το μπαρόκ διακρίνεται σε μπαρόκ ηρωικό και παθητικό-ψυχολογικό-συναισθηματικό μυθιστόρημα, όπου παρουσιάζεται μια «ηρωοποίηση του ''μικρού ανθρώπου''». Παρά τις διαφορές τους, τα δύο αυτά είδη έχουν ως κοινά στοιχεία την πλοκή (παρεκβάσεις από τη φυσιολογική πορεία), τον χρόνο (περιπετειώδης χρόνος, παραμυθικός χρόνος, χρόνος χωρίς χρονικές ενδείξεις) και την απεικόνιση του κόσμου (προβολή του ήρωα μέσα στο περιβάλλον του).
Το βιογραφικό μυθιστόρημα προετοιμάστηκε επίσης από την αρχαιότητα, αλλά δεν εξελίχτηκε. Έχει και αυτό τις παραλλαγές του, αλλά και τις διαφορές του, από τα προηγούμενα παρεμφερή είδη. Εδώ η πλοκή ακολουθεί τη φυσική εξέλιξη των γεγονότων. Η ζωή εξελίσσεται αλλά ο ήρωας παραμένει αμετάβλητος, ο βιογραφικός χρόνος είναι πραγματικός, αλλά το μυθιστόρημα δεν γνωρίζει τον πραγματικό ιστορικό χρόνο. Στον μαθηματικό τύπο του μυθιστορήματος, ο κόσμος είναι γεμάτος μεταβλητές και ο ήρωας η μόνη σταθερά. Η όποια μεταβολή συγκροτεί το νόημα της πλοκής και η πιο σημαντική περίπτωση είναι εκείνη στην οποία συμπίπτει με το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο άνθρωπος, λοιπόν, μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Στα επόμενα κεφάλαια, το θέμα στρέφεται προς το κείμενο καθεαυτό. Αποτελεί ευχάριστη έκπληξη «Το πρόβλημα των ειδών του λόγου» και «Σχετικά με το ''πρόβλημα του κειμένου''», αφού η ποικιλία των γλωσσικών εκφωνημάτων, και όχι μόνο, μας φέρνουν στη μνήμη το μάθημα της Έκφρασης-Έκθεσης στο σχολείο, τον αείμνηστο Χρήστο Τσολάκη, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, που ήταν επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας, αλλά και, για άλλους λόγους, τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και τον κανόνα της Γραμματικής που λέει πως οι λέξεις το «θάρρος», το «ύφος», το «χάος», το «δέος» και το «κόστος» δεν έχουν πληθυντικό. Μπορεί ο Κώστας Καρυωτάκης να λέει τα «χάη», ποιητική αδεία, και οι οικονομικοί αναλυτές στην τηλεόραση, βαρβαρικώ τω τρόπω, τα «κόστη», όμως οι φιλόλογοι δεν πρέπει να λένε τα «ύφη»• όπως δεν πρέπει απλουστεύοντας να χρησιμοποιούμε την υβριδική λέξη «μπαχτινικό», για να προσδιορίσουμε το κείμενο του Μπαχτίν. Και μια και παρεκκλίναμε από την ευθεία οδό, ας θυμίσουμε τον Σοσίρ, που λέει ότι η γλώσσα μπορεί να παραλληλιστεί με μια μουσική συμφωνία και η ομιλία με τις εκτελέσεις της από διάφορες ορχήστρες (όσο πιο καλή η ορχήστρα, τόσο πιο εύηχο το άκουσμα και απολαυστικό το κείμενο). Και, φυσικά, η ομιλία είναι και προφορική και γραπτή. Ακολουθούν τα σχετικά με το «κείμενο ως εκφώνημα», την οπτική γωνία, τους δύο πόλους της επικοινωνίας και άλλες γλωσσολογικού, φιλοσοφικού, γραμματολογικού και εν γένει ανθρωπιστικού περιεχομένου. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τις ενδιαφέρουσες «Σημειώσεις των ετών 1970-1971».
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό βιβλίο, που είναι απαραίτητο σε κάθε ενασχολούμενο με τα κείμενα και δη τα λογοτεχνικά. Αλλά θα λέγαμε ότι πρόκειται και για την ιστορία του ανθρώπου μέσα από τα μυθιστορηματικά είδη, την εξέλιξή του στον χρόνο, τις ποικίλες επιδράσεις που έχει υποστεί από το κοινωνικό περιβάλλον. Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι εντέλει η ιστορία του ανθρώπου.
Δοκίμια ποιητικής
Δοκίμια ποιητικής
Μιχαήλ Μπαχτίν
μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
268 σελ.
Τιμή € 12,00
1-patakis-link

Τι ήταν ο Μπαχτίν;


Mikhail-Bakhtin-intertextuality
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Dialogism. Bakhtin and his World, o Μάικλ Χόλκβιστ θέτει το εξής ερώτημα: Τι ήταν τελικά ο Μιχαήλ Μπαχτίν; Με ποια λέξη μπορούμε να τον περιγράψουμε καλύτερα; Ήταν άραγε ένας φιλόσοφος, ένας θρησκευτικός ή ηθικός στοχαστής, ένας δάσκαλος του κοινωνικού ακτιβισμού, ένας φιλόσοφος της γλώσσας, ένας πολιτισμικός κριτικός; Ποια ιδιότητα πρέπει να του αποδώσουμε, ώστε να περιλάβουμε όλο το φάσμα των πνευματικών δραστηριοτήτων του; Ο Χόλκβιστ προτείνει να τον χαρακτηρίσουμε ως φιλόλογο (philologist), και προσάγει επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης (Michael Holquist, Dialogism. Bakhtin and his World, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2002, σελ. 191-195· ελλ. έκδ.: Michael Holquist, Διαλογικότητα. Ο Μπαχτίν και ο κόσμος του, μτφρ. Ιωάννα Σταματάκη, Gutenberg, Αθήνα 2014, σελ. 307-314). Ο Μπαχτίν, υποστηρίζει ο Χόλκβιστ, είναι ένας πραγματικός φιλόλογος, δηλαδή ένας επιστήμονας που δεν είναι απλώς φίλος των λέξεων (words) αλλά αγαπά τον Λόγο (Logos). Κέντρο των ενδιαφερόντων του ήταν απ’ την πρώτη στιγμή και καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου του η γλώσσα και το κείμενο. Επιπλέον, η φιλολογία συνδέεται στενά με την εξορία, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και ο Μπαχτίν ήταν εξόριστος για μεγάλο μέρος της ζωής του, ενώ μία απ’ τις βασικές έννοιες του έργου του ήταν η εξωτοπία, το «κείσθαι εκτός».
Μπορούν βέβαια, γράφει ο Χόλκβιστ, να διατυπωθούν και σοβαρές ενστάσεις για το χαρακτηρισμό του Μπαχτίν ως φιλολόγου. Μία απ’ αυτές είναι ο αυτοπροσδιορισμός του ίδιου του Μπαχτίν. Σε μία απ’ τις συνεντεύξεις του στον Βίκτορ Ντουβάκιν, στην ερώτηση «Λοιπόν [τη δεκαετία του 1920] ήσασταν περισσότερο φιλόσοφος παρά φιλόλογος;», απαντά: «Περισσότερο φιλόσοφος, και τέτοιος παρέμεινα μέχρι σήμερα. Είμαι φιλόσοφος, στοχαστής» (Dialogism, ό.π., σελ. 192). Την ίδια απάντηση είχε δώσει και στους τρεις φοιτητές που τον επισκέφτηκαν στο Σαράνσκ τον Ιούνιο του 1961 και οι οποίοι έμελλε να τον φέρουν πάλι απ’ το σκοτάδι στο φως, στους Σεργκέι Μποτσαρόφ, Βαντίμ Κόζινοφ και Γκεόργκιι Γκάτσεφ: «Η δουλειά μου δεν είναι επιστήμονας της λογοτεχνίας (литературовед) αλλά φιλόσοφος (философ)» (С. Г. Бочаров, «Об одном разговоре и вокруг него», Сюжеты русской литературы, Языки русской культуры, Μόσχα 1999, σελ. 482). Ο Μπαχτίν λοιπόν δε θεωρούσε τον εαυτό του φιλόλογο αλλά φιλόσοφο ή στοχαστή. Τι εννοούσε όμως όταν χρησιμοποιούσε αυτούς τους όρους;
Στη συνομιλία του με τη Μάγια Καγκάνσκαγια, ο Μιχαήλ Μπαχτίν διακρίνει τρία είδη πνευματικής απάθειας(апатия): τη σοφία (мудрость), το στοχασμό (размышление) και τη φιλοσοφία (философия), και αντίστοιχα τρεις φορείς αυτών των ειδών: τον σοφό (мудрец), τον στοχαστή (мыслитель) και τον φιλόσοφο (философ). «Σοφός, για παράδειγμα, ήταν ο Σωκράτης, και απ’ τους συγχρόνους ο Παχώμιτς, νυχτοφύλακας σε σοβχόζ. Με τον Παχώμιτς ο Μ. Μ. γνωρίστηκε τον καιρό που ήταν λογιστής στο ίδιο σοβχόζ. Όσον αφορά τον στοχασμό, ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται καθαρά με τους κυρίους Μπερντιάγεφ, Σεστόφ, κι επίσης με τον Ζ. Π. Σαρτρ. Ο σοφός ξέρει την αλήθεια, ο στοχαστής όμως αναρωτιέται: ποια είναι; Και γενικά, στοχάζεται. Γι’ αυτό, για εκείνο… Πιστεύει – δεν πιστεύει, αλλά αν πιστεύει, τότε γιατί; Ή ο Ντοστογιέφσκι. Γενικά, για τη λογοτεχνία. Οι στοχαστές αγαπούν να στοχάζονται περί λογοτεχνίας. Αλλά η φιλοσοφία είναι, προσέξτε, ένας ειδικός κλάδος της ανθρωπιστικής γνώσης. Γνώσης, ναι. Όπως τα μαθηματικά. Με τη δική της ειδική γλώσσα και παράδοση, όπως αντίστοιχα οι σοφοί και οι στοχαστές χρησιμοποιούν εκλαϊκευτική γλώσσα και δε χρειάζονται την παράδοση.» (Майя Каганская, «Шутовской хоровод», Собрание сочинений [Άπαντα], τόμ. 1, Salamandra P.V.V., 2011, σελ. 292) Κατεξοχήν φιλόσοφος είναι, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, ο Μάρτιν Μπούμπερ, ο «σπουδαιότερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα» (ό.π.).
Η διάκριση μεταξύ σοφίας και φιλοσοφίας εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Συμπόσιο του Πλάτωνα (204a-b): «Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός – γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.” “Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;” “Αυτό πια”, είπε, “είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ’ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου.» (μτφρ. Σταύρος Τσιτσιρίδης, http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=315) Για τον Πλάτωνα, ο σοφός δεν είναι φιλόσοφος, δηλαδή δεν ποθεί να αποκτήσει τη σοφία, αφού την έχει ήδη. Χαρακτηριστικό του φιλοσόφου είναι ο έρωτας για τη σοφία. Φιλόσοφος είναι αυτός που ποθεί τη σοφία, ο ερωτευμένος με τη σοφία, ο εραστής της σοφίας.
Η διάκριση αυτή, μεταξύ σοφού και φιλοσόφου, εμπλουτίστηκε και εμβαθύνθηκε, στη συνέχεια, απ’ τους Στωικούς. Σε αυτούς άλλωστε παραπέμπει υπόρρητα και ο Μπαχτίν χρησιμοποιώντας τον όρο απάθεια. Στη στωική φιλοσοφία, η απάθεια είναι το βασικό χαρακτηριστικό του σοφού: «Ο στωικός σοφός είναι απαλλαγμένος από κάθε πάθος. Ο θυμός, η αγωνία, η απληστία, ο τρόμος, η αγαλλίαση και άλλες παρόμοιες ακραίες συγκινήσεις απουσιάζουν όλες από τη διάθεσή του. Δεν θεωρεί την ηδονή κάτι καλό ούτε τον πόνο κάτι κακό. Πολλές ηδονές και πολλοί πόνοι είναι πράγματα που ένα άτομο μπορεί να τα κρατήσει για τον εαυτό του· αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον που αισθάνεται θυμό, τρόμο ή αγαλλίαση και δεν αποκαλύπτει ποτέ την ψυχική του κατάσταση σε έναν εξωτερικό παρατηρητή. Ο στωικός σοφός δεν είναι αναίσθητος σε οδυνηρά και ευχάριστα αισθήματα, αλλά αυτά τα αισθήματα δεν “κινούν την ψυχή του υπερβολικά”.» (A. A. Long, Η ελληνιστική φιλοσοφία. Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, μτφρ. Στυλιανός Δημόπουλος, Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σελ. 324)
Αντίθετα με τους όρους σοφός και φιλόσοφος, δε θα βρούμε στην αρχαία και στη μεσαιωνική σκέψη τον όρο στοχαστής. Ο στοχαστής, δηλαδή ο άνθρωπος που σκέφτεται ελεύθερα για οποιοδήποτε ζήτημα και αναρωτιέται για τα πάντα, είναι δημιούργημα των Νέων Χρόνων. Εμφανίζεται με την Αναγέννηση και είναι πολυμαθής λόγιος όπως ο Έρασμος ή ο Μονταίν. Μέσο έκφρασής του είναι το δοκίμιο, το οποίο είναι επίσης ένα νεωτερικό είδος. Όλοι οι προαναφερθέντες στοχαστές, ο Μπερντιάγεφ, ο Σεστόφ, ο Σαρτρ, ο Ντοστογιέφσκι, διατύπωσαν το στοχασμό τους γράφοντας δοκίμια.
Νομίζω πως ο Μπαχτίν κατατάσσει τον εαυτό του στους στοχαστές και όχι στους σοφούς ή τους φιλοσόφους. Δεν είναι σοφός, αφού δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει την αλήθεια. Άλλωστε, στο λόγο του σοφού υπάρχει υψηλός βαθμός μονολογικότητας, ο γνωρίζων απευθύνεται στους αγνοούντες για να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Ακόμη και όταν διαλέγεται μαζί τους, βρίσκεται σε ανώτερη θέση απ’ αυτούς, έχει μια γνώση που αυτοί δεν έχουν. Αντίθετα, ο στοχαστής είναι διαλογικός: αναρωτιέται, αμφιβάλλει. Επίσης, ο Μπαχτίν δεν είναι καθαρά φιλόσοφος: δεν ανήκει σε κάποια φιλοσοφική σχολή ούτε μελετά αφηρημένα φιλοσοφικά ζητήματα. Κέντρο των μελετών του είναι η λογοτεχνία.
Ο στοχασμός όμως του Μπαχτίν δανείζεται απ’ τη φιλοσοφία –ή απ’ την επιστήμη γενικά– την αυστηρή σκέψη και την εξειδικευμένη ορολογία. Με άλλα λόγια, θέλει να αναγάγει το στοχασμό σε φιλοσοφία. Ή μάλλον θέλει να συμφύρει το στοχασμό με τη φιλοσοφία. Απ’ αυτή τη μείξη των δύο ειδών, του στοχασμού και της φιλοσοφίας, δημιουργείται η ποιητική, η θεωρία της λογοτεχνίας όπως την οραματίζεται ο Μπαχτίν.
Αυτή η μείξη του στοχασμού με τη φιλοσοφία διαφοροποιεί τη δραστηριότητα του Μπαχτίν απ’ τη δραστηριότητα του φιλολόγου. Ο Μπαχτίν δεν είναι φιλόλογος, με την έννοια που είναι, για παράδειγμα, ο Άουερμπαχ. Δε θέτει ως στόχο του την εκ του σύνεγγυς μελέτη και ανάλυση συγκεκριμένων λογοτεχνικών κειμένων, όπως κάνει, για παράδειγμα, ο Άουερμπαχ στη Μίμηση. Ή τουλάχιστον δεν κάνει μόνο αυτό. Ο Μπαχτίν θέλει να κάνει τολμηρές υποθέσεις και μεγαλόπνοες συνθέσεις. Τον ενδιαφέρει να εντάξει ένα λογοτεχνικό έργο ή έναν συγγραφέα σ’ ένα ευρύτερο ιστορικό και φιλοσοφικό σχήμα. Προσπαθεί να αντιπαλέψει με το έργο του αυτό που θεωρεί ως σημαντικότερη έλλειψη της σύγχρονης επιστήμης της λογοτεχνίας: «η φιλολογική μας επιστήμη των τελευταίων ετών […] [μ]ου φαίνεται κάπως μουντή και θλιμμένη: δεν υπάρχει καμία τολμηρή έκθεση γενικών προβλημάτων, δεν υπάρχουν ανακαλύψεις νέων περιοχών ή ιδιαίτερων σημαντικών φαινομένων στον απέραντο κόσμο της λογοτεχνίας, δεν υπάρχει γνήσια και υγιής πάλη μεταξύ επιστημονικών τάσεων, επικρατεί ένας φόβος για το ερευνητικό ρίσκο, ένας φόβος για τις υποθέσεις. Η επιστήμη της λογοτεχνίας είναι ακόμη, στην ουσία, μια νέα επιστήμη, δεν έχει επεξεργασμένες και ελεγμένες από την πείρα μεθόδους, όπως έχουν οι φυσικές επιστήμες· γι’ αυτό η απουσία μιας πάλης μεταξύ των τάσεων και ο φόβος για τις τολμηρές υποθέσεις οδηγεί αναπόφευκτα στην κυριαρχία κοινοτοπιών και στερεοτύπων.» (Μιχαήλ Μπαχτίν, Δοκίμια ποιητικής, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σελ. 187-188)