Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι

Ηταν μια κλειστή αγορά ιδεών, μέσα από την οποία αναδείχθηκαν σημαντικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Κέινς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φόρστερ. Δημοκρατικοί, αντιαποικιοκράτες, χωρίς ταμπού, σεξουαλικά ελεύθεροι
Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι
Το εξοχικό σπίτι των ζωγράφων Ντάνκαν Γκραντ και Βανέσα Μπελ στο Τσάρλεστον, μεταξύ Μπράιτον και Ιστμπορν, που ήταν χώρος συνάντησης των μελών του Κύκλου του Μπλούμσμπερι




Το εξοχικό σπίτι των ζωγράφων Ντάνκαν Γκραντ και Βανέσα Μπελ στο Τσάρλεστον, μεταξύ Μπράιτον και Ιστμπορν, που ήταν χώρος συνάντησης των μελών του Κύκλου του Μπλούμσμπερι

Οι Γουλφ, Λέοναρντ και Βιρτζίνια, σε φωτογραφία του 1928
Τρία μέλη του κύκλου του Μπλούμσμπερι εικονίζονται σε αυτή τη φωτογραφία του 1915. Καθιστός ο Λίτον Στρέιτσι. Πίσω του ο ζωγράφος Ντάνκαν Γκραντ και δεξιά η ζωγράφος Βανέσα Μπελ. Οι άλλες κυρίες, η λαίδη Οτολάιν Μορέλ και η Μαρία Νις, δεν ήταν μέλη του κύκλου (National Portrait Gallery London)
Ο συγγραφέας Ε. Μ.Φόρστερ ως ιδιαίτερος γραμματέας του Μαχαραγιά του Ποντισερί, σε φωτογραφία του 1934
Οι ερωτικές και αισθητικές σχέσεις των μελών του Kύκλου του Μπλούμσμπερι σε σκίτσο του Rory Midhari
Αυτοπροσωπογραφία του Ντάνκαν Γκραντ, 1920. Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας
Η ζωγράφος Βανέσα Μπελ σε φωτογραφία του 1915. Το φόρεμά της είναι σχεδιασμένο από την ίδια
7  φωτογραφίες
Στις αρχές του 20ού αιώνα στο σπίτι της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ Γουλφ θα συναντιούνταν κάθε εβδομάδα τα μέλη μιας ολιγομελούς ομάδας συγγραφέων, ζωγράφων και κριτικών που τότε ήταν σχεδόν άγνωστοι. Αργότερα θα έρχονταν να προστεθούν ένας κορυφαίος μαθηματικός και φιλόσοφος, ο Μπέρτραντ Ράσελ, και ο - κορυφαίος επίσης - οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς. Τους συνέδεαν η φιλία και η πίστη στην ειρήνη, τη δημοκρατία, την ισότητα των φύλων και την ελευθερία. Και βέβαια στην τέχνη, η οποία, όπως απέδειξε ο Κέινς, περιέχει προστιθέμενη αξία.


Αυτό το τελευταίο όμως δεν ήταν βασισμένο απλώς σε κάποια οικονομική ανάλυση αλλά στην πίστη των μελών του Κύκλου πως η προστιθέμενη αξία προκύπτει από το ότι η τέχνη είναι βασική προϋπόθεση για την πρόοδο και τη συνοχή μιας κοινωνίας. Και η πρόοδος κρίνεται με πολιτιστικούς όρους, δηλαδή από το πώς αντιλαμβάνεται και πώς αξιοποιεί μια κοινωνία το πνεύμα μιας εποχής. Η αισθητική επομένως προέκυπτε από την αναζήτηση της αλήθειας.


Η τέχνη είναι ο δρόμος για να απαντηθούν τα βασικά ερωτήματα, όπως τίθενται κατά καιρούς. Τα ερωτήματα τα έθετε με διαφορετικό τρόπο στο δικό του πεδίο ο καθένας, όλα μαζί όμως συνέθεταν το τετράπτυχο ελευθερία - περηφάνια του πολίτη - κοινωνική συνοχή - κοινό αίσθημα. Αυτά ειδικά για τον Κέινς ήταν καθοριστικά, διότι πίστευε πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της οικονομίας αν πιο μπροστά δεν απαντηθεί το ποιος είναι ο σκοπός της ζωής.

Πολιτικά μηνύματα

Τα μέλη του Κύκλου δεν χρειαζόταν να προβούν σε διακήρυξη αρχών και να γράψουν μανιφέστα, αν και όλοι τους υπήρξαν ικανότατοι κριτικοί και δοκιμιογράφοι. Δύο μάλιστα από αυτούς, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε. Μ. Φόρστερ, εκτός από σπουδαίοι μυθιστοριογράφοι ήταν και εξίσου σπουδαίοι δοκιμιογράφοι. Και βέβαια την πίστη τους στη δημοκρατία δεν τη θεωρούσαν ως κάτι αυτονόητο, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Γιατί πολιτικά ανήκαν σε αυτό που τώρα αποκαλούμε Κεντροαριστερά. Ο Λέοναρντ Γουλφ, για παράδειγμα, που η ευκατάστατη Βιρτζίνια χαριτολογώντας τον αποκαλούσε «αδέκαρο εβραίο», ήταν φαβιανός.


Οταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος οι περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης είχαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το να γράφεις τότε, όπως ο Φόρστερ, πως η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα επειδή βασίζεται στην ατομική ελευθερία, την ανεκτικότητα και την κριτική ήταν πρωτοτυπία. Κι ακόμη μεγαλύτερη πρωτοτυπία ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα χρειάζονται ήρωες προκειμένου να εξαπατήσουν τον λαό και να αποκρύψουν την αληθινή τους φύση. Με την έννοια αυτή ο περίφημος στίχος του Σεφέρη «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» στο ποίημά του Ο τελευταίος σταθμός απηχεί τον Φόρστερ.


Εκείνοι οι ευκατάστατοι, ωστόσο, δεν υπήρξαν και κοινωνικά αδιάφοροι, αν και δεν ήταν ενταγμένοι σε κόμματα - και μολονότι η σκιά του Δαρβίνου στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών ήταν πιο βαριά από εκείνη που άφησε πίσω της η βασίλισσα Βικτωρία. Η οικονομική κρίση που ζούμε και η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη καθιστούν επίκαιρα τα όσα υποστήριζαν έναν αιώνα νωρίτερα: πως η οικονομική εξαθλίωση οδηγεί ταχύτατα στην πολιτική και κοινωνική αναταραχή με ανυπολόγιστες συνέπειες. Διότι τα ανθρώπινα όντα δεν αντέχουν τη μεγάλη οικονομική πίεση και αν τους προσφέρει κάποιος μια λύση που να μοιάζει ευλογοφανής, τότε εύκολα στρέφονται προς τους δικτάτορες ή τα ολοκληρωτικά συστήματα.

Μια αγορά ιδεών

Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι δεν συνιστά σχολή. Ηταν μια κλειστή αγορά ιδεών όπου συζητιούνταν σημαντικά αισθητικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα. Η μεγάλη του σημασία οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα από τη ζύμωση των ιδεών που προήγαγε αναδείχθηκαν αργότερα ορισμένες από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του περασμένου αιώνα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στην οικονομία, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε. Μ. Φόρστερ στην πεζογραφία, ο Λίτον Στρέιτσι στη βιογραφία, ο Ντάνκαν Γκραντ και η Βανέσα Μπελ στη ζωγραφική, ο Ρότζερ Φράι στην τεχνοκριτική. Αλλά εκτός από αυτούς, που αποτελούσαν τον πυρήνα, και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης ήταν συνδεδεμένοι με τον Κύκλο του Μπλούμσμπερι, όπως ο Αλντους Χάξλεϊ ή ο επιφανής σινολόγος Αρθουρ Γουέιλι. Για τον τελευταίο ο Εζρα Πάουντ έλεγε πως ήταν «πεισματάρης σαν γάιδαρος ή σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος» αλλά ο Γουέιλι ήταν εκείνος που με τις μεταφράσεις του από την κινεζική και την ιαπωνική γλώσσα έκανε γνωστή στον αγγλόφωνο κόσμο την ποίηση της Απω Ανατολής.


Στην τέχνη, όπως άλλωστε και στη ζωή γενικότερα, οι συντροφιές παίζουν συχνά αποφασιστικό ρόλο. Μια συντροφιά ήταν οι υπερρεαλιστές. Και για να πάμε στα δικά μας, μια συντροφιά ήταν και η γενιά του '30. Οι συντροφιές είναι κατά κανόνα συνεκτικές και τα μέλη τους αλληλοϋποστηρίζονται, γι' αυτό και σε ακραίες περιπτώσεις οι αντίπαλοί τους τις αποκαλούν «μαφίες».


Από μια συντροφιά ξεκίνησε το Μπλούμσμπερι. Κάποιοι νέοι που είχαν φοιτήσει στο Κινγκς Κόλετζ και το Τρίνιτι Κόλετζ του Κέιμπριτζ αποφάσισαν μετά την αποφοίτησή τους να μη χαθούν και την ατμόσφαιρα της φοιτητικής αδελφότητας των Αποστόλων, όπου ανήκαν, να τη μεταφέρουν στο Λονδίνο. Στους Αποστόλους (δώδεκα στην αρχή, όπως στη Βίβλο) ανήκαν ο Ράσελ, ο Κέινς, ο Φόρστερ, ο Λέοναρντ Γουλφ αλλά και ο Βιτγκενστάιν που δέχθηκε να ενταχθεί στην ομάδα κατόπιν προσκλήσεως του Κέινς.

Σεξουαλική ελευθερία

Οι συζητήσεις ανάμεσα στους Αποστόλους και όσους αργότερα μπήκαν στον Κύκλο του Μπλούμσμπερι μεταφέρθηκαν στις συναντήσεις τους στο σπίτι της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ Γουλφ. Ηταν μια ευχάριστη παρέα, από την οποία φυσικά δεν έλειπαν οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις, κυρίως λόγω ερωτικού ανταγωνισμού, αφού κάποια μέλη του Κύκλου ήταν αμφισεξουαλικοί (όπως ο Κέινς και η Γουλφ), ή ομοφυλόφιλοι (όπως ο Στρέιτσι και ο Φόρστερ). Δεδομένου όμως ότι τα περισσότερα προέρχονταν από τη μεσαία ή τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, παρά τα δηλητηριώδη σχόλια που γίνονταν σε βάρος τους, δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποστούν άλλες συνέπειες στη γεωργιανή Αγγλία, όπου η ομοφυλοφιλία ήταν - και παρέμεινε - ποινικό αδίκημα ως τη δεκαετία του 1960.


Τα παραπάνω, με όλες τις λεπτομέρειες που έχουν καταγραφεί από τους λεγόμενους «ντετέκτιβ της λογοτεχνίας», δεν είναι απλώς ανεκδοτολογικά αλλά πιστοποιούν ότι την απελευθέρωση από τα βικτοριανά ταμπού που διακήρυτταν τα μέλη του Κύκλου την εφάρμοζαν πρωτίστως στους εαυτούς τους, ασχέτως του ότι λόγω κοινωνικής θέσης είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Δεν ήταν κρυφός ο έρωτας του Κέινς για τον ζωγράφο Ντάνκαν Γκραντ (τον μεγάλο έρωτα της ζωής του), ούτε η σεξουαλική ζωή του Λίτον Στρέιτσι. Αλλιώς την καυστική κριτική εναντίον του βρετανικού φιλισταϊσμού που άσκησε ο Στρέιτσι θα μπορούσε κάποιος να τη θεωρήσει υποκριτική.


Το ότι όλοι εκείνοι οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι ήταν ειρηνόφιλοι στη βαθύτατα τότε συντηρητική Αγγλία αρκούσε για να τους χαρακτηρίσουν αντιπατριώτες. Αν το συνδυάσουμε και με το ότι από πολύ νωρίς είχαν λάβει θέση εναντίον της αποικιοκρατίας, αντιλαμβανόμαστε την ποιότητα και το πνεύμα των ιδεών τους. Οταν στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούσε το «κυβέρνα, Βρετανία» κι όταν το αποικιοκρατικό δόγμα είχε όχι απλώς ως οπαδό του αλλά ως φανατικό  προπαγανδιστή τον διασημότερο τότε συγγραφέα της χώρας, τον Κίπλινγκ, η Βιρτζίνια Γουλφ δημοσίευε μυθιστορήματα που θα επηρέαζαν αποφασιστικά την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως την Κυρία Ντόλογουεϊ, το Στο φάρο, τα Κύματα. Τότε δημοσίευσε κι ο Φόρστερ το αριστουργηματικό του Πέρασμα στην Ινδία, το οποίο εκτός από σπουδαίο μυθιστόρημα (ένα από τα κορυφαία του 20ού αιώνα) είναι και μια δριμεία καταγγελία της αποικιοκρατίας.

Και εκδοτικός οίκος

Το 1917 ο Βιρτζίνια και ο Λέοναρντ Γουλφ ίδρυσαν έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τον Hogarth Press. Είχαν και οι δύο πάθος με την τυπογραφία. Αγόρασαν λοιπόν ένα μεταχειρισμένο χειροκίνητο πιεστήριο, έμαθαν οι ίδιοι να το χρησιμοποιούν και το εγκατέστησαν στην τραπεζαρία του σπιτιού τους. Εκεί τύπωσαν μερικά από τα σημαντικότερα βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Αγγλία. Ανάμεσά τους τα Κύματα και το Στον φάρο της Γουλφ, τη μετάφραση από την ίδια των Δαιμονισμένων του Ντοστογέφσκι, βιβλία για την ψυχανάλυση, του Φρόιντ κατ' εξοχήν, και την πρώτη έκδοση του καταστατικού έργου του μοντερνισμού, της Ερημης χώρας του Ελιοτ. Ο οίκος αγοράστηκε αργότερα από τους Chatto and Windus και σήμερα είναι παράρτημα του Crown Publishing Group, που ανήκει στον εκδοτικό κολοσσό Random House. Ας προσθέσω εδώ ότι ο Hogarth Press εξέδωσε για πρώτη φορά στα αγγλικά το Σεμινάριο του Λακάν το 1977.


Ομοιότητες ή αναλογίες μπορεί κανείς να βρει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κάπως έτσι, κατά προτροπή του Πάουντ, ξεκίνησε τον δικό του εκδοτικό οίκο New Directions και ο Τζέιμς Λόφλιν. Οχι βέβαια σε μια τραπεζαρία αλλά σε έναν στάβλο στο Κονέκτικατ. Και οι δύο οίκοι δεν είναι εθνοκεντρικοί και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για βιβλία από άλλες γλώσσες που αξίζει να μεταφραστούν και να εκδοθούν στα αγγλικά.     



Βέλος στην καρδιά
Το 1930 στο σατιρικό του μυθιστόρημα «The Apes of God», το πιο συζητημένο βιβλίο του, ο Γουίνταμ Λιούις κατηγορεί τα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι για «ελιτισμό, διαφθορά και έλλειψη ταλέντου». Αλλά δεν μένει μόνον εκεί. Επιτίθεται και εναντίον του Τζόις για τον «Οδυσσέα» και της Γερτρούδη Στάιν για το ύφος της. Δεν τον πτόησε που ο επιστήθιος φίλος του Εζρα Πάουντ (ο Λιούις του έφτιαξε μερικά από τα ωραιότερα πορτρέτα του) θαύμαζε τον Τζόις και μεσολάβησε για να προδημοσιευθούν εκτενή αποσπάσματα του «Οδυσσέα» στο περιοδικό «Egoist».    


Τη Βιρτζίνια Γουλφ επιπλέον φρόντισε να την «περιποιηθεί», ευθέως, και στο βιβλίο δοκιμίων του με τίτλο «Men without Art». Ο Λιούις τότε δεν είχε ταχθεί ακόμη ανοιχτά υπέρ του Χίτλερ και τα κείμενά του έκαναν πάντοτε αίσθηση, γι' αυτό και μετά την επίθεσή του εναντίον της Γουλφ η τελευταία είπε «το βέλος του κ. Λιούις με βρήκε στην καρδιά».


Το «The Apes of God» αντιμετωπίστηκε θετικά από τον Γέιτς. Ο Ρόι Κάμπελ, ένας εξαιρετικός ποιητής και μεταφραστής του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού αλλά λησμονημένος από τότε που έλαβε ανοιχτά θέση υπέρ του Φράνκο, έγραψε μια υμνητική κριτική και την έστειλε στο «New Statement». Αφέλεια ή προβοκάτσια; Ηταν δυνατόν να δημοσιευθεί κριτική για βιβλίο που επετίθετο εναντίον τού Κύκλου του Μπλούμσμπερι σε περιοδικό του οποίου ο επικεφαλής ήταν επιφανές μέλος του Κύκλου;


Τέτοια συνέβαιναν τότε στο Λονδίνο. Οι υπερρεαλιστές ωστόσο στο Παρίσι την ίδια εποχή ήταν ακόμη πιο επιθετικοί. Γι' αυτά όμως στο επόμενο.     


Σεσίλ Ελιάρ: «Με τον Πικάσο βλέπαμε μποξ, ο Νταλί πήρε τη μητέρα μου»

Πηγή:http://ex-amaxis.gr/?p=7317

Μεγάλωσε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς της και τον εραστή τής μητέρας της. Στις παρέες της βρισκόταν η αφρόκρεμα της πρωτοπορίας και της διανόησης του 20ού αιώνα, ωστόσο τις αναμνήσεις της τις μοιράζεται δύσκολα. Και αυτή είναι μία από τις σπάνιες φορές που η 95χρονη Σεσίλ Ελιάρ – κόρη του Πολ Ελιάρ – ανοίγει το κουτί με τις θύμησές της και τις αποκαλύπτει δημοσίως.
Οταν ήταν παιδί έβλεπε τον Μαξ Ερνστ να ζωγραφίζει τεµαχισµένες γυναίκες στους τοίχους του σπιτιού της και να κοιµάται µε τη µητέρα της. Μεγαλώνοντας πήγαινε σε αγώνες πυγµαχίας συντροφιά µε τον Πικάσο και όταν µπήκαν οι Γερµανοί στο Παρίσι λίγο έλειψε να µείνει χωρίς καταφύγιο – ευτυχώς βρέθηκαν στον δρόµο της ο Μαρσέλ Ντισάν και ο Μαν Ρέι – καθώς η µητέρα της την είχε εγκαταλείψει για να υποδυθεί τον ρόλο της µούσας.

Η ζωή της θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα στο οποίο και ο πιο ασήμαντος χαρακτήρας θα ήταν ένα μεγάλο όνομα των εικαστικών ή της λογοτεχνίας, διότι η 95χρονη σήμερα Σεσίλ Ελιάρ – κόρη του υπερρεαλιστή ποιητή Πολ Ελιάρ – έζησε δίπλα σε όλες τις μυθικές μορφές του 20ού αιώνα. Και μία μόνο γεύση από αυτές προσφέρει τώρα σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της – είναι η τέταρτη που δίνει στη ζωή της και η πρώτη στα αγγλικά και στον βρετανικό «Γκάρντιαν» – με αφορμή την επανέκδοση στα γαλλικά με νέα εικονογράφηση του μοναδικού παιδικού βιβλίου που έγραψε ο πατέρας της Πολ Ελιάρ και την πρώτη έκδοσή του στα αγγλικά.
«Ο Μαξ Ερνστ είχε ζωγραφίσει σχεδόν όλους τους τοίχους του σπιτιού μας» λέει η Σεσίλ Ελιάρ. «Πάνω από το κρεβάτι μου είχε φτιάξει μια πάπια με ρόδες. Σε μια γωνιά της τραπεζαρίας είχε ζωγραφίσει μια γυμνή εύσωμη γυναίκα της οποίας το κορμί ήταν τεμαχισμένο. Μπορούσες να δεις τα σωθικά της. Με τρόμαζε αυτό».
Σε ένα άλλο κόκκινο δωμάτιο μια άλλη γυναίκα ήταν ζωγραφισμένη από το χέρι του γερμανού ντανταϊστή. Γυμνή κι εκείνη, επίσης εύσωμη, που έσφιγγε το πλούσιο στήθος της, εικόνα που «με τρόμαζε περισσότερο από καθετί» παραδέχεται.
Οσο για το υπνοδωμάτιο των γονιών της; Ο Μαξ Ερνστ είχε επιλέξει να απεικονίσει στους τοίχους μυρμηγκοφάγους να τρώνε μυρμήγκια και μεγάλα χέρια γύρω από τα παράθυρα. «Νομίζω ότι υπήρχαν σεξουαλικοί υπαινιγμοί» λέει ντροπαλά.

Ο Μαξ Ερνστ μπήκε στη ζωή του πατέρα της όταν εκείνος ήταν 30 ετών. Και γρήγορα έγινε και εραστής της μητέρας της, της εκρηκτικής Γκαλά, την οποία οι περισσότεροι γνωρίζουν ως μούσα του Σαλβαντόρ Νταλί. «Μέναμε όλοι μαζί για μερικά χρόνια και όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Δεν θυμάμαι να το βρίσκαμε περίεργο».
Ενας άλλος διάσημος – από τους δεκάδες που γνώρισε στο οικογενειακό της περιβάλλον – με τον οποίο είχε ιδιαίτερα φιλική σχέση ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος την πήγαινε σε αγώνες πυγμαχίας. «Ποτέ δεν γέρασε. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τη διαφορά των 40 και πλέον ετών που μας χώριζαν. Μπορούσα να τον επισκέπτομαι όποτε ήθελα στο ατελιέ του, στο Παρίσι. Μου έδειχνε τα μικρά γλυπτά που έφτιαχνε. Ηταν τόσο ζωντανός, τόσο γήινος…».
Ωστόσο οι ερωμένες του Πικάσο επηρέασαν με τον τρόπο τους τη φιλία της με τον διασημότερο καλλιτέχνη του 20ού αιώνα. «Η Ντόρα Μάαρ δεν με συμπαθούσε, το θυμάμαι καλά, μου το είπε! Μου άρεσε καλύτερα η επόμενη, η Φρανουάζ Ζιλό, ήταν έξυπνη και ευγενική» συνεχίζει.

Παρά το γεγονός ότι ήταν «καταδικασμένη» να αντλεί φίλους και εραστές από τις διασημότητες της αβανγκάρντ δεν σημαίνει ότι ήταν και ευτυχισμένη. Ηταν μόλις 11 ετών όταν η μητέρα της την εγκατέλειψε για να παντρευτεί τον Σαλβαντόρ Νταλί. «Από το 1929 που γνώρισε τον Νταλί και μετά έπαψε να νοιάζεται για μένα» θυμάται. «Δεν ήταν ποτέ πολύ τρυφερή. Ηταν πολύ μυστηριώδης και μυστικοπαθής. Δεν συνάντησα ποτέ την οικογένειά της. Δεν ήξερα ούτε πότε ακριβώς είχε γεννηθεί».
Οταν η Γκαλά την εγκατέλειψε, η Σεσίλ πήγε να μείνει με την οικογένεια του πατέρα της στο Παρίσι. Εκείνον τον έβλεπε συχνότατα. Εκείνη μία – δύο φορές τον χρόνο. Μια ημέρα του Ιουνίου του 1940 – η Σεσίλ τότε ήταν 22 ετών – οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι και εκείνη που εργαζόταν στο υπουργείο Γεωργίας ειδοποιήθηκε, όπως και όλο το προσωπικό, ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη. Θυμήθηκε τότε ότι η μητέρα της είχε νοικιάσει μια βίλα στο θέρετρο Αρκασόν για το καλοκαίρι. Χρειάστηκε να ταξιδέψει δύο ημέρες με ένα φορτηγό έως εκεί.
«Οταν έφτασα στη βίλα ζήτησα να δω τη μητέρα μου. Η οικιακή βοηθός μού είπε ότι η Γκαλά δεν είχε κόρη και με αποκάλεσε ψεύτρα. Εκείνη δεν ήταν στο σπίτι και δεν είχα πού αλλού να πάω. Συνέχισα να προσπαθώ να πείσω την καμαριέρα που στο τέλος μου είπε: “Το πρωί έφτασαν ο Μαρσέλ Ντισάν και ο Μαν Ρέι. Για να δούμε αν σε γνωρίζουν”. Ανοιξε την πόρτα. Οι δύο άνδρες έπαιζαν σκάκι. Με ήξεραν καλά, βεβαίως, και έτσι ήμουν ασφαλής».
«Αχ γονείς» καταλήγει η γυναίκα, η ζωή της οποίας, αν μη τι άλλο, δεν υπήρξε διόλου βαρετή ύστερα από τέσσερις γάμους, τους οποίους έκανε και διέλυσε, όπως ομολογεί, πολύ εύκολα και χωρίς δράματα, κάτι που παραδέχεται ότι κληρονόμησε από τον πατέρα της. «Μπορεί να μην είχα πολύ τη μητέρα μου, αλλά τουλάχιστον είχα έναν καλό πατέρα».

Ο Αλεξανδρινός τζέντλεμαν με το ψάθινο καπέλο

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Στις αρχές της δεκαετίας του '20, όταν στην Ελλάδα ο Κ.Π. Καβάφης ήταν σαν σκιά, δίχως την παραμικρή επιρροή στους λογοτεχνικούς κύκλους, τότε που ο Ψυχάρης τον θεωρούσε «άξιο διάδοχο του Σουρή» και «Καραγκιόζη της δημοτικής» και στα αθηναϊκά φιλολογικά περιοδικά τα ποιήματά του χαρακτηρίζονταν -ανωνύμως- «σαν είδος συνταγές ή εμπορικοί λογαριασμοί βαλμένοι σε στίχους», ένας διάσημος Βρετανός συγγραφέας, ο Ε.Μ. Φόρστερ, περιελάμβανε το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», το «Αλεξανδρινοί βασιλείς» και το «Εν τω μηνί Αθύρ» στη μελέτη του για την Αλεξάνδρεια «Φάρος και Φαρίσκος» και, μαζί, ένα δοκίμιο για την ποίηση του Αλεξανδρινού, από τα πιο δεισδυτικά που γράφτηκαν ποτέ.
Οσο διαχυτικός  ήταν ο Φόρστερ άλλο τόσο συγκρατημένος  ήταν ο Καβάφης στην μεταξύ τους επικοινωνία
Οσο διαχυτικός ήταν ο Φόρστερ άλλο τόσο συγκρατημένος ήταν ο Καβάφης στην μεταξύ τους επικοινωνία
Εκτοτε η περιγραφή του Καβάφη από τον Φόρστερ ως «Ελληνα τζέντλεμαν με ένα ψάθινο καπέλλο που στέκεται απολύτως ακίνητος με μια λοξή γωνία προς το σύμπαν», όχι μόνο καθιερώθηκε σαν ερμηνευτικός σταθμός στην κατανόηση του έργου του, αλλά πέρασε στη συνείδηση ορισμένων και ως πορτρέτο κάθε μοντέρνου συγγραφέα. Σίγουρα και χωρίς τη μεσολάβηση του Φόρστερ η δύναμη της καβαφικής ποίησης δεν θα κρατιόταν για καιρό μυστική. Το μονοπάτι όμως, που θα οδηγούσε μια ώρα αρχύτερα προς τη διεθνή καταξίωσή της, ο Φόρστερ έμελλε να το ανοίξει.

«Πόσο υπερήφανος είμαι πραγματικά, Γιώργο, που τον γνώρισα κάποτε», θα γράψει δεκαετίες αργότερα, το καλοκαίρι του '58, ο συγγραφέας του «Χάουαρντς Εντ», του «Δωμάτιο με θέα», του «Πέρασμα στην Ινδία», στο νεαρό φιλόλογο Γιώργο Σαββίδη: «Ηταν ένας από τους θριάμβους μου. Ο R.Α. Furness με πήγε να τον δω το 1916-1917...». Πίσω από το επώνυμο Φέρνες κρύβεται ένας απόφοιτος του Κινγκ'ς Κόλετζ, καλός μεταφραστής από τα αρχαία ελληνικά, επικεφαλής στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου του τμήματος λογοκρισίας του Τύπου στην Αλεξάνδρεια. Εκεί χτίστηκε η φιλία των Φόρστερ και Καβάφη, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ιδιότυπες φιλίες στα λογοτεχνικά χρονικά.
Η ποιότητα της φιλίας των Καβάφη και Φόρστερ ήρθε στο φως με καθυστέρηση δεκαετιών, μόλις το 2009, χάρη στη δημοσίευση της αλληλογραφίας τους από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, σε επιμέλεια του καθηγητή Πίτερ Τζέφρις. Ενός φιλολόγου με την παραδοσιακή σημασία του όρου, ακάματου και οξυδερκούς, σύμφωνα με τον Μανόλη Σαββίδη, ο οποίος προλογίζει την αντίστοιχη ελληνική έκδοση «Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση», που αναμένεται από τον «Ικαρο» προς το τέλος του μήνα (μετ. Κατερίνα Γκίκα).
Πράγματι, η ιστορία της παραπάνω αλληλογραφίας παρουσιάζεται από τον Τζέφρις σαν μια γοητευτική και τεκμηριωμένη αφήγηση χωρίς περιττά στολίδια, όπου ακόμα και η συντομότερη υποσημείωση έχει την αξία της.
Οπως επισημαίνει ο ίδιος ευθύς εξαρχής, τα γράμματα που αντάλλαξαν αυτοί οι δύο δεινοί επιστολογράφοι μέσα σε μια δεκαπενταετία φανερώνουν μεν την αμοιβαία τους συμπάθεια, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και τεκμήρια μιας «ασύμμετρης» σχέσης με άρρητες ιδεολογικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές διαφορές.

65 Διαδικτυακά Λογοτεχνικά Περιοδικά

http://www.openbook.gr/2013/11/magazines.html





σάββας μιχαήλ – μορφές του μεσσιανικού

effe
Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας των ανομολόγητων ψυχικών διεργασιών μέσα από τις οποίες διαμεσοποιείται η μετατροπή ενός «κοινού» μέχρι χτες, «ανθρωπάκου» σε αντισημίτη σήμερα και σε δήμιο αύριο; Αν ήταν ποτέ δυνατό να βρεθεί κανείς ξανά στην χαμένη για πάντα Yiddishland και να ρωτήσει ένα διδάσκαλο των Χασσιντίμ τι στοιχειώνει την ψυχή ενός Ναζί, εκείνος θα απαντούσε άμεσα: Ο Dybbuk! Τίποτα δεν μαγνητίζει, δεν πανικοβάλλει και δεν εξαγριώνει έναν εκκολαπτόμενο ναζί όσο εκείνο το ξωτικό πλάσμα αλλά και κάθε εξωτικό και εξώβλητο ον· ο διφυής και δισυπόστατος που ζει ανάμεσα σε δυο τουλάχιστον κόσμους: ο Dybbuk.
Έτσι ονομάζεται το πιο διάσημο έργο του λαϊκού θεάτρου γίντις, που γράφτηκε από τον Σολωμών Ααρόνοβιτς / Σεμυόν Ασίμοβιτς το 1912 και ανέβηκε το 1919. Ο Dybbuk είναι μύθος και εικόνα του ίδιου του Εβραίου αλλά όχι μόνου του μα πάντα μαζί με τον Άλλο που κουβαλάει μέσα κι έξω του. Είναι ένα ον με μόνο τρόπο ύπαρξης τη συνεχή διαπίδυση από τον έναν χώρο στον άλλον, γλιστρώντας πάνω στους διάμεσους ιστούς της κοινωνίας· ένας Άνθρωπος των Μεταιχμίων.
Dybbuk Yiddish film Poland 1937
Ο ίδιος ο Χίτλερ στο Mein Kampf περιγράφει πώς έγινε ο ίδιος αντισημίτης και πώς ένας μικροαστός κάτω από ορισμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες αρχίζει να μισεί τους Εβραίους. Μπορεί το παράξενο παρουσιαστικό τους να τον έκανε να σκεφτεί πως πρόκειται για κάποια μια διαφορετική φυλή ξένη προς την Ευρώπη των Αρίων, αλλά εκείνο που του προκάλεσε την μεγάλη απέχθεια ήταν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αλλογενείς εγκατέλειπαν συχνά αυτή την εμφάνιση και παρίσταναν τόσο καλά τους Άριους. Έτσι το χαρακτηριστικότερο στη γένεση της αντισημιτικής / ρατσιστικής τάσης δεν είναι τόσο η απόρριψη της Διαφοράς όσο ο φόβος για την ανασφαλή Ταυτότητα που στην πραγματικότητα ήδη εμπεριέχει την αόρατη αλλοίωση.
Είναι ακριβώς η δυσφορία του όμοιου απέναντι στο σχεδόν όμοιο. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι το παλιό αντιρατσιστικό σύνθημα του δικαιώματος στη Διαφορά» το οικειοποιήθηκε ο νεορατσισμός από την δεκαετία του ’80 ιδιαίτερα, για να προωθήσει μέτρα αποκλεισμού των ξένων μεταναστών στο όνομα του «σεβασμού» και της «προστασίας της πολυπολιτισμικής διαφορετικότητας»; Εκείνο που φοβάται ο αντισημίτης ρατσιστής είναι ακριβώς η παρουσία της Διαφοράς μέσα στην Ταυτότητα και της Ταυτότητας μέσα στη διαφορά. Κάπως έτσι η Γερμανία, γράφει ο Heiner Müller, δεν έπλεξε έναν αυθεντικό δεσμό με την Ευρώπη και βρίσκεται ακόμα μετέωρη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
 sovjets_posters_gr_050-051_Image_0001
Ο Franz Kafka στο περίφημο Γράμμα στον Πατέρα του φωτίζει την άθλια κατάσταση του Εβραίου Dybbuk, που ζει μεταξύ δυο κόσμων, του παλιού αγροτικού γκέτο και του νέου αστικού περιβάλλοντος. Ο Dybbuk της μεγαλούπολης προσπαθεί απεγνωσμένα όπως ο Κ. στον Πύργο αλλά είναι πάντα υπεράριθμος στην αλυσίδα. Και ελάχιστοι αντιλαμβάνονται πως δεν φταίει παρά η ίδια η αλυσίδα, συνεπώς η μόνη λύση είναι η συντριβή της και η καθολική μεταμόρφωση ενός κόσμου χωρίς αλυσίδες. Γι’ αυτό και ο χιτλερικός Αγών ταυτίζει τον αγώνα «κατά της εβραϊκής πανούκλας» με εκείνον «κατά του μπολσεβικισμού». Το πρώτο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του Μιχαήλ μας οδηγεί μέσα από όλες αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές σε μια πρώτη μορφή του Μεσσιανικού.
Ακριβώς το άνοιγμα αυτού του Μεσσιανικού στον ορίζοντα της ιστορίας αναζητούν τα κείμενα αυτού του τόμου. Το Μεσσιανικό εδώ δεν ζει μέσα σε μυστικισμούς και θρησκείες αλλά ανιχνεύεται, όπως και στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στην επαναστατική ρήξη της συνέχειας της ιστορίας, που μέχρι τώρα δεν έχει πάψει να είναι η ιστορία της διάβασης μέσα στην κοιλάδα των δακρύων και στο ασίγαστο αίτημα μιας πέρα από δίκαια και νόμους Δικαιοσύνης, όπως γράφει ο συγγραφέας στο εισαγωγικό του σημείωμα. Φυσικά ο μαρξισμός εγκλήθηκε για υλιστική εσχατολογία και εκκοσμικευμένο μεσσιανισμό αλλά μάλλον συνέβη το αντίστροφο: τα γραφειοκρατικά μορφώματα, σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά, που ζήτησαν νομιμοποίηση στο όνομά του, στην πραγματικότητα εξόρισαν, εξόρκισαν και εξόντωσαν τον μεσσιανικό του πυρήνα.
Landauer
Αυτά τα κείμενα λοιπόν, είτε γραπτά σε περιοδικά [Εξώπολις, Μανδραγόρας, Νέα Κοινωνιολογία, Ομπρέλα, Ουτοπία, Τετράδια Ψυχιατρικής, Τα Νέα της Τέχνης] είτε ομιλίες σε σεμινάρια και συνέδρια, αλλά και ανέκδοτα, «πάντα μέρη ενός και αυτού σώματος, που δεν έπαψε να πλάθεται, αυτοτελείς στιγμές της ανάπτυξής του», παρακολουθούν την Μεσσιανικότητα στην διαδρομή της σ’ όλη την παράδοση των καταπιεσμένων, στους αγώνες τους και στο όραμα της εκ βάθρων αλλαγής του κόσμου, ως η διαρκής Αρχή της ελπίδας (Έρνστ Μπλοχ) για τη ριζική μεταμόρφωση των πάντων.
Το Μεσσιανικό δεν υπάρχει έξω από την Ιστορία· για πρώτη φορά εμφανίστηκε εγγεγραμμένο στο ιστορικό σώμα του εβραϊκού λαού και των βασάνων του. Ο Σιοράν έγραφε: Το να είσαι άνθρωπος είναι ένα δράμα· το να είσαι Εβραίος είναι ένα άλλο. Να ζεις το δράμα του αποκλεισμού και ταυτόχρονα το δράμα όλης της ανθρωπότητας, να υπομένεις το μαρτύριο μια αφόρητης ιδιαιτερότητα για χάρη της καθολικότητας….Ο συγγραφέας προσκαλεί τις μορφές που ιχνηλατούν άγνωστη γη, πέρα από τους θρησκευτικούς μύθους και την αστική εκκοσμίκευση, «εκεί που αρχίζει η ήπειρος της Αταξικής». Συνομιλεί με τον Jacques Hassoun, διαβάζει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι [Arbeit Macht Frei. Η αντι-ανθρωπολογία του Άουσβιτς], εντοπίζει «το μείζον μέσα στο έλασσον» στην περίπτωση του ταπεινού Γιαννιώτη ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά και της παραδείσιας Ρεβέκκας του και ανιχνεύει την διαλεκτική της αγαθότητας στον ακόμα ταπεινότερο φίλο του Καραγκιόζη και στοχαστή της τέχνης Τζούλιο Καΐμη [«Τα μαύρα χρώματα της ψυχής μας τότε θα λάμπουνε»]. Άλλα γραπτά αφορούν την Ανθρωπολογία του Ταλμούδ, τον Εβραίο Μπαρούχ Σπινόζα και την Εβραϊκή παράδοση και εκκοσμίκευση και τον Πάουλ Τσέλαν και την δική του ιδιόμορφη διαδρομή από τον … Πίνδαρο μέχρι του Κανενός το Ρόδο.
A.E.
Ο Μπρετόν κι ο Εμπειρίκος, παρά το πλήγμα της Ιστορίας, δεν κατέρρευσαν. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής άρχισε να υφαίνει και να ξαναϋφαίνει την ωκεάνια γραφή του και μέσω αυτής ξανάδεσε τους αρμούς του προτάγματος της αταξικής κοινωνίας, που τόσο δυσφήμισε και ακρωτηρίασε και μπλόκαρε ο σταλινισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτό το έργο με τις πιο βίαιες, φαινομενικά, αντιχριστιανικές και αντισοσιαλιστικές επιθέσεις – επιθέσεις κατά της ηθικολογούσας, λυπομανούς και ερωτοφάγου χριστιανοσύνης και κατά του ευνουχισμένου ψευτοσοσιαλισμού – ο Α. Εμπειρίκος διασώσει το Μεσσιανικό και Προφητικό στοιχείο της βιβλικής παράδοσης και την προσδοκία της «άνευ τάξεων» απελευθερωμένης κοινωνίας. [σ. 161]
… γράφει ο συγγραφέας για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Μέγα Φως το Άκτιστον επί ουρανού και … του καταστρώματος του Μεγάλου Ανατολικού, εστιάζοντας στην ιδιότητα του Εμπειρίκου ως απελευθερωτή της εμπειρίας αλλά και κατεξοχήν ερωτικού και μεσσιανικού ποιητή, που προμήνυσε την Ανάγκη των Νέων Παραδείσων, μιας νέας Ιερουσαλήμ που ο ίδιος ονόμασε Οκτάνα. Ο Εμπειρίκος υποφέρει λόγω της ταξικής του καταγωγής, ενάντια στην οποία ο ίδιος είχε εξεγερθεί, ενστερνιζόμενος τις ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης και τον ανόθευτο κομμουνισμό της πρώτης περιόδου. Ο Μιχαήλ αντιπαραβάλει τον ποιητή με τον μαρκήσιο ντε Σαντ, φωτίζει την εφαπτομένη του Μεσσιανισμού με την αιμομιξία και εντοπίζει μια ακόμα παλαιότερη ένωση του ερωτισμού με την μεσσιανική προσδοκία στο Άσμα Ασμάτων
wb.
Ένα ιδιαίτερο σώμα πέντε κειμένων αναφέρεται στον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Έρνστ Μπλοχ. Στο πρώτο ερευνάται η ενδιαφέρουσα διαλεκτική Μπένγιαμιν και Τρότσκυ, πενήντα χρόνια μετά. Περιπλανώμενος Ιουδαίος του προδομένου Οκτώβρη, φάντασμα του κομμουνισμού που πλανιέται πάνω από έναν πλανήτη δίχως βίζα τρομάζοντας τον Στάλιν και τους ισχυρούς της γης ακόμα και την ώρα της έσχατης αδυναμίας, ο Τρότσκυ δολοφονείται στο Μεξικό το 1940. Ένα μήνα μετά, ο Μπένγιαμιν διπλά καταδιωγμένος, Εβραίος και κομμουνιστής διανοούμενος, συλλαμβάνεται και αυτοκτονεί για να μην παραδοθεί στα χέρια της Γκεστάπο.
Ο Μπένγιαμιν είναι η ιστορικο – φιλοσοφική και ποιητική συνείδηση της προλεταριακής επανάστασης που χάθηκε στη Δύση – στη Κεντρική Ευρώπη και προπαντός στη Γερμανία – αφήνοντας την Οκτωβριανή Επανάσταση μόνη στα νύχια μια αρπαχτικής θερμιδωριανής γραφειοκρατίας. Υπήρξε το εξαίσιο άνθος της αριστερής εβραϊκής ιντελιγκέντσιας του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου, που βλάστησε σ’ ένα κλίμα όπου διασταυρώνονταν όλα τα ρεύματα του μοντερνισμού και του επαναστατικού σοσιαλισμού, ο αντικαπιταλιστικός ρομαντισμός του Kierkegaard, η νοσταλγία της αρχέγονης μητριαρχίας του Bachofen, η ψυχανάλυση με τον μαρξισμό, τα αναρχικά μεσσιανικά οράματα του Gustav Landauer, ο αναρχοσυνδικαλισμός του Σορέλ, οι θρύλοι των Χασσιντίμ και η Λούξενμπουργκ.
trotsky
Ο Μπένγιαμιν κράτησε τη ίδια πολιτική στάση με τον Τρότσκυ, τον οποίο υποστήριξε κατά του σταλινισμού σε όλα τα μέτωπα και κατήγγειλε τον συμβιβασμό της επαναστατικής σκέψης στην Ισπανία με τον μακιαβελισμό των Ρώσων ηγετών. Απεχθανόταν τους αντιδραστικούς εθνικισμούς που φούντωναν και θεωρούσε ότι τόσο η γερμανική κουλτούρα όσο και η εβραϊκή παράδοση θα αυτοκαταστρέφονταν με τον εθνικιστικό αυτοεγκλεισμό τους. Αρνήθηκε τους δρόμους διαφυγής που του είχαν προτείνει οι φίλοι του Αντόρνο και Μπρεχτ. Στον πρώτο, που τον καλούσε στη νέα Υόρκη, αντιπαρέθετε ότι έπρεπε να δοθεί πολιτική μάχη στην Ευρώπη κατά του φασισμού κι ότι δεν μπορούσε ο μαρξισμός να αναπτυχθεί ερήμην της, στη γαλήνη των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. Αυτή την εμμονή στις αρχές την πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του. Τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Τρότσκυ ο μαρξισμός δεν ήταν μόνο μια θεωρία αλλά μια κοσμοθεώρηση. Τι συνδέει και τι διαφοροποιεί τις δυο μορφές που πενήντα χρόνια μετά «συνεχίζουν να αυλακώνουν τον ορίζοντα τις Ιστορίας σας αστραπές»;
Ένα δεύτερο εκτενέστατο κείμενο ερευνά τον Μύθο σε σχέση με την Ιστορία, την Πολιτική, την Λογική, την Αλληγορία, το Όνειρο, την Διαλεκτική, την Τέχνη και φυσικά τον Μεσσιανισμό. Κατόπιν σειρά έχει ο κατεξοχήν μαρξιστής φιλόσοφος της ελπίδας σε καιρούς απελπισμένους, ο Έρνστ Μπλοχ. Το δικό του εγχείρημα υπήρξε μια τολμηρή κατάδυση στο ουτοπικό βάθος της τραγικής του εποχής, η επανεπεξεργασία της έννοιας της Ουτοπίας κάτω από την ισχυρή επιρροή του Λαντάουερ. Μετά την άνοδο του φασισμού στο κέντρο της προβληματικής του έρχονται πια οι αδυναμίες του υποκειμενικού παράγοντα της επανάστασης, ενώ μετά την ήττα του χιτλερισμού εγκαταστάθηκε γεμάτος ελπίδα στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Μετά την ουγγρική εξέγερση και την σύλληψη του Λούκατς ο Μπλοχ γίνεται στόχος των επιθέσεων της ανατολικογερμανικής σταλινικής γραφειοκρατίας, που δεν κατάφερε όμως να του σπάσει την προσήλωσή του στον επαναστατικό μαρξισμό, τον οποίο έβλεπε ως την Αρχή της Ελπίδας να αναδύεται ως αντικειμενική πραγματική δυνατότητα.
sovjets_posters_gr_202-203_Image_0001
Είναι άραγε η ουτοπία το ανέφικτο της δυνατότητα ενός κόσμου άλλου ή είναι η δυνατότητα του ανέφικτου να πραγματωθεί; Είναι η ανήμπορη παρηγοριά του απαρηγόρητου ή η άσβεστη προσδοκία του απροσδόκητου; Την μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον Μπλοχ πριν γίνει μαρξιστής την άσκησε ο εβραϊκός μεσσιανικός αναρχισμός του φίλου του και αδικοχαμένου ηγέτη της εφήμερης Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, του προαναφερθέντος Γκούσταβ Λαντάουερ, την κληρονομιά του οποίου μετασχημάτισε ολοκληρωτικά. Η Ουτοπία δεν άσκησε έλξη στον Μπλοχ ως κάποια υποκειμενική – ανορθολογική φυγή από την τραγικήπραγματικότητα· αναζήτησε αντίθετα την θεμελίωση και την λογική της μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Ο Μπλοχ ανανεώνει επαναστατικά το Πνεύμα της Ουτοπίας στο οποίο έγραφε: Υπάρχω, υπάρχουμε. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω. Σ’ εμάς απομένει ν’ αρχίσουμε. Στα χέρια μας είναι η ζωή. Καιρό τώρα έχει αδειάσει πια από κάθε περιεχόμενο. Παράλογη, τρεκλίζει εδώ κι εκεί, αλλά εμείς αντέχουμε κι έτσι θέλουμε να γίνουμε η γροθιά μας κι οι σκοποί της. [σ. 333]
Εκδ. Άγρα, 1999, σελ. 425. Περιλαμβάνοναι κατάλογος των πρώτων δημοσιεύσεων, ευρετήριο προσώπων και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.

Dry Μartini και Λογοτεχνία!





O λόρδος Μπάιρον αναφέρει το 1820 σε μια επιστολή του ότι ο κέδρος της Τοσκάνης θεωρείται το πιο πλούσιο από τα υλικά με τα οποία αρωματίζουν το τζιν οι συμπατριώτες του. Οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε αυτήν τη λεπτομέρεια, αλλά γνωρίζουμε το απόσταγμα από το κλασικό gin & tonic και τον βασιλιά των κοκτέιλ, το Dry Μartini.

Τα πιο δημοφιλή μπαρ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού καυχώνται ότι δημιουργούν το καλύτερο Μartini. Oλοι οι bartenders έχουν κάποια ιστορία να διηγηθούν, για διάσημους συγγραφείς και σκηνοθέτες, αστέρες του κινηματογράφου και της ροκ μουσικής που «κάθονταν εκεί που κάθεσαι εσύ τώρα» και επιδοκίμαζαν τη σπεσιαλιτέ του χώρου. Το πάθος για το Dry Μartini ξεκίνησε στη διάρκεια του Mεσοπολέμου από τη λογοτεχνία. Eγραψαν γι' αυτό εγκωμιαστικά σχόλια ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Γουίλιαμ Φόκνερ, ο Eρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Λουί Μπουνιουέλ. Yστερα μπήκε στις ταινίες· το έπιναν ο Κλαρκ Γκέιμπλ, ο Aλφρεντ Χίτσκοκ, ο Eρολ Φλιν, όλες οι «προσωπικότητες» του Τζέιμς Mποντ. Mε μία εξαίρεση, τον Μπουνιουέλ, που είναι Καταλανός, οι περισσότεροι λάτρεις του Dry Μartini είναι αγγλοσαξονικής καταγωγής. Tο έχει πει όμως κι ο Κάρολος Ντίκενς: «Aν το μπράντι και η σαμπάνια είναι εφεύρεση των καθολικών, το τζιν είναι ανακάλυψη των διαμαρτυρομένων».

Παρόλο που οι Aγγλοι έχουν ταυτιστεί με το ποτό αυτό, το οποίο εξέλιξαν και βελτίωσαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα, το τζιν είναι μια ιδέα που προέκυψε στη Φλάνδρα και την Ολλανδία γύρω στο 1700. Στα ολλανδικά, το όνομα Genever δηλώνει την ύπαρξη του χαρακτηριστικού αρώματος του κέδρου. Oι Aγγλοι γνωρίζουν το τζιν στον Aγγλοολλανδικό Πόλεμο και το υιοθετούν αμέσως. Γίνεται το εθνικό τους πάθος, που αποστάζεται και πωλείται ελεύθερα σε όλη τη χώρα. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το κοινοβούλιο ψηφίζει αυστηρούς νόμους, περιορίζοντας την παραγωγή αλλά και τη διανομή σε ορισμένες ποτοποιίες στο Λονδίνο και το Πλίμουθ.
Aπό τότε διακρίνονται δύο βασικοί τύποι: Tο London Dry Gin, που είναι ελαφρύτερο, με κυρίαρχο το άρωμα του κέδρου, και το Plymouth Gin, που είναι ξηρό και φρουτώδες. H βικτοριανή περίοδος αναδεικνύει το τζιν ως το ποτό της αυτοκρατορίας. Πίνεται παντού όπου υπάρχουν Aγγλοι: Στην Ινδία, την Αυστραλία, τον Καναδά, το Γιβραλτάρ, την Αίγυπτο, τη Σιγκαπούρη...
Tο τζιν ξαναγίνεται «δημοκρατικό» ποτό από τους Αμερικανούς της Ανατολικής Ακτής. H πρόσμειξή του με το βερμούτ στη Νέα Υόρκη γεννάει το Dry Μartini. H βοστονέζικη καλή κοινωνία το προτιμάει αναμειγμένο με σόδα και τόνικ. Mετά το 1950, εισέρχονται στο παιχνίδι και οι κυρίες που αρέσκονται στις φρουτώδεις γεύσεις. Tο τζιν πίνεται πια από όλους στα πάρτι, τα μπαρ και τα καλά εστιατόρια. Είναι μια καλή επιλογή για να συνοδεύσει πρώτα πιάτα της ινδικής κουζίνας, ενώ μπορεί να προσφερθεί, αν το επιθυμούμε, ως απεριτίφ ή να κλείσει ιδανικά ένα γεύμα. Σήμερα, κυκλοφορούν 30 περίπου μάρκες σε όλον τον κόσμο.

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Ο απίθανος Λουίς Μπουνιουέλ




του Δημήτρη Μπουρνού

Ο Luis Bunuel Portoles(1900-1983),
το 1920.



Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν ταπείνωσε, σάρκασε, εξευ­τέλισε τόσο τον πόθο του αρσενικού για την κατάκτηση του γυναικείου κορμιού.
Μια τρομοκρατική ενέργεια δεν αφήνει να ολοκληρωθούν τα χάδια του Ματέο (Φερνάντο Ρέι) με την Κοντσίτα (η Ισπανή θερμή καλλονή Αντζελα Μολίνα και η πιο συγκρα­τημένη και ψυχρή Καρόλ Μπουκέ στον ίδιο ρόλο) στο «Σκο­τεινό αντικείμενο του πόθου» (1977). Τι αντιφατικός τίτλος, αλήθεια!
Ο αριστοκράτης Ματέο γνωρίζει την Κοντσίτα όταν έρχεται για να την προσλάβει ως υπηρέτρια στο σπίτι του στο Πα­ρίσι. Αρχίζει να την πολιορκεί ερωτικά χωρίς αποτέλεσμα, τρέχοντας κυριολεκτικά πίσω από τα φουστάνια της. Κωμική φιγούρα εραστή που γελοιοποιείται, αδύναμος, υ­ποτάσσεται στον πόθο του ανίκανος να τον ικανοποιήσει. Προσπαθεί να την κατακτήσει αγοράζοντας σ' αυτήν και στη μητέρα της ένα σπίτι, δίνοντάς της χρήματα. Η Κοντσίτα δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι. Τον κρατά σε απόσταση, αλλά συγ­χρονως τον «ανάβει* για να μην τον χάσει, αφήνοντάς του κάποιες ελπίδες για ερωτική ολοκλήρωση, αλλά και τον φτά­νει στο απόγειο του μαζοχισμού του, όταν χαϊδεύεται με τον εραστή της πίσω ατό τα κάγκελα του σπιτιού (που της έχει αγοράσει ο ίδιος), ενώ εκείνος τη βλέπει. Η Αντζελα Μολίνα, από τη μια σκηνή στην άλλη, γίνεται... Καρόλ

Μπουκέ.  ο Ματέο δεν καταλαβαίνει τίποτα (Και αρκετοί θεατές, όπως λέει ο ί­διος ο Μπουνιουέλ, δεν κατάλαβαν ότι παίζουν την Κοντσίτα δύο γυναίκες). Ο Ματέο δεν κυνηγάει τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κυνηγάει τη μορφή της γυναίκας, το κορμί της. την εικόνα της.


Στην «Τριστάνα» (1969-70) ο πόθος της κα­τοχής της γυναίκας κρύβεται πίσω από την πατρική προστασία και στοργή του Δον Λόπε (Φερνάντο Ρέι). Πρέπει να τον υπηρετεί σεξουαλικά η Τριστάνα (Κατρίν Ντενέβ), γιατί η θέση της είναι μέσα στο σπίτι. Ο διε­στραμμένος έρωτας χωρίς αγάπη δεν ολο­κληρώνεται. Η Τριστάνα φεύγει από το σπί­τι που την άφησε η μητέρα της λίγο πριν πεθάνει. με τον ζωγράφο Οράτιο (Φράνκο Νέρο). Δύο χρόνια αργότερα (Κι επιστρέφει για να πα­ντρευτεί τον Δον Λόπε. Πληρώνει με την ευτυχία της την α­νάγκη της να γυρίσει στον κοινωνικό της χώρο. Από αφελής και αθώα που είναι στην αρχή, αφήνει στο τέλος, ψυχρή, τον Δον Λοπέ να πεθάνει, υποκρινόμενη ότι παίρνει στο τηλέ­φωνο τον γιατρό. Σε όλες του τις ταινίες παίζει με τα αντί­θετα ο Μπουνιουέλ -αμαρτωλό - ηθικό, φανταστικό - πραγ­ματικό, προσωπικό - κοινωνικό- «παίζοντας» συγχρόνως με τις δικές μας φαντασιώσεις και ορμές.


Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος το 1900 στο χωριό Καλάντα της Ισπανίας, πρωτότοκος ανάμεσα σε επτά αδέλφια, θα ασχολιόταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την εντομολογία, το μποξ, τη ζωγραφική και φυσικά τον κινηματογράφο με το ί­διο πάθος. Μαθητής-φαινόμενο για τους Ιησουίτες δασκά­λους του. αντιτίθεται στο δαποτισμένο από τον καθολικισμό περιβάλλον του με τον καλύτερο τρόπο. Χαρακτηριστική εί­ναι η σκηνή που διηγείται η αδελφή του Κοντσίτα, με το δεί­πνο της οικογένειας στο οποίο ο Λουίς επέμενε ότι «ένα με­σημέρι στο κολέγιο είχε βρει μέσα στη σούπα του ένα μαύρο σώβρακο ενός Ιησουίτη». 
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών για να απαγορεύσουν την προβολή της, προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961). Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ. ένας πολίτη; του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, στο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
                                                         
   

Αμαρτωλός της νύχτας, λάτρευε τα μπαρ και ιδιαίτερα αυ­τό του ξενοδοχείου Πλάζα σπη Μαδρίτη. «Τα καφέ είναι χώ­ρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, κα­μιά φορά. φιλίας,  των γυναικών. Τα μπαρ, αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς». Φοβερός πότης, έπινε τα πάντα: βότκα, τεκίλα απεριτίφ. που θεωρούσε την παρακμή τους θλιβερό σημείο.
Αδυναμία είχε όμως στο Dry Martini.
«Ένα καλό Dry Martini». έλεγε κάποτε στην Αμερική, «πρέπει να μοιάζει με τη σύλληψη της Παρθένου». Άρχισε το κά­πνισμα γύρω στα 16 και από τότε δεν στα­μάτησε ποτέ. «Το αλκοόλ και το τσιγάρο συνοδεύουν πολύ ευχάριστα τον έρωτα.
Γενικά, το αλκοόλ τοποθετείται πρώτα και ο καπνός μετά».
Χωρίς μεταμέλεια θυμόταν τις πουτάνες τιης Μαδρίτης, τα παρισινά μπορντέλα και τα τάξι-γκερλ της Νέας Υόρκης, όπως και τη μοναδική ταινία πορνό που είχε δει στη ζωή του στο Παρίσι, όταν ήταν 25 χρόνων, με πολλές σοδομιστικές περιπτύξεις, αυτή που σχεδίαζε με τον Ρενέ Κλερ να την προ­βάλλουν σε ένα παιδικό κινηματογράφο α­φού έδεναν και φίμωναν τον μηχανικό προβολής. «O tempora o mores" Η  ιδέα να βεβηλώσουμε την παιδική ηλικία μας φαινόταν μία από τις πιο ελκυστικές μορφές καταστροφής. Φυσικά δεν κάναμε τίποτα». θα γράψει στην αυτοβιογραφία του. Ακόμα πιο ελκυστική ήταν η ιδέα να συμμετέχει σε ένα όρ­γιο. «Μια μέρα στο Χόλιγουντ ο Τσάρλι Τσάπλιν οργάνωσε ένα έργο για μένα και δύο Ισπανούς φίλους μου. Εφτασαν τρεις όμορφες νεαρές κοπέλλες της Πασαντένα, αλ­λά για κακή μας τύχη άρχισαν να μαλλώνουν μεταξύ τους για­τί και οι τρεις τους ήθελαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά έφυγαν»,
«Οι μανίες σε βοηθούν να ζεις. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δεν έχουν», θα πει, και στα 1920. στη Μαδρίτη, θα τον συγκλονίσει η χωρίς φανερό αίτιο αυτοκτονία μιας κοπέλας με τον αρραβωνιαστικό της που αποκαλύφθηκε με τη νε­κροψία ότι ήταν παρθένα. Ο Μπουνιουέλ αισθανόταν εκεί­νη την εποχή σαν τον καλόγερο που μπορεί να αγαπήσει την Παρθένο Μαρία. Φυσικά, παράλληλα τον βασάνιζαν και άλλες ερωτικές φαντασιώσεις που η αρχή τους ορίζεται στα 14 του χρόνια Για παράδειγμα, η μελέτη του αμαρτωλού Ντε Σαντ («120 μέρες στα Σόδομα»), που τον σοκάρισε τόσο ώστε να γραφτεί στη λίστα αναμονής της βιβλιοθήκης της ο­δού Βοναπάρτη στο Παρίσι για να πάρει τη «Ζυστίν». την ο­ποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ. Όπως και ο θαυμα­σμός της σεξουαλικής ανδρείας των νάνων αφού χρησιμο­ποίησε και κάποιον στο «Ναζαρέν» (1958-59). «Αυτός που έπαιζε στο Ναζαρέν είχε στο Μεξικό δύο μαιτρέσες που τις έβλεπε εναλλάξ. Μερικές γυναίκες αγαπούν τους νάνους. Ισως γιατί νομίζουν ότι έχουν εραστή αλλά συγχρόνως κι έ­να παιδί».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, τελικά, άγιος της «αμαρτίας», σκά­ρωσε το πιο ηδονοβλεπτικό, το πιο καταστροφικό παιχνίδι, μια ξυ­ραφιά στο μάτι του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και στο ηδονοβλεπηκό μάτι του θεατή.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι τελικά άλλος απ’ αυτόν που ομολόγησε:


«Η σεξουαλική απόλαυση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιδέα της αμαρτίας και δεν υπάρχει χωρίς το θρησκευτι­κό πλαίσιο. Η σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλό κεφάλαιο της Υγιεινής. Είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή, αμαρτωλή, διαβολική εμπειρία. Σεξουαλικός έρωτας χωρίς θρησκεία είναι αυγό χωρίς αλάτι. Η αμαρτία πολλαπλασιάζει τον πόθο».      

  


 Βιογραφικό σημείωμα

Ο Μπουρνούς Δημήτρης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1956 και είναι υπεύθυνος της εταιρείας Text and video improving. Έχει δίπλωμα σκηνοθεσίας και ασχολείται με τον κινηματογράφο πάνω από 20 χρόνια. Σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο Κορυδαλλού εχεί επεξεργαστεί και παρουσιάσει σε πολλούς Δήμους των Αθηνών, ένα δύωρο εισαγωγικό μάθημα στον κινηματογράφο για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου. Πριν μερικά χρόνια έγραφε για ένα διάστημα στο περιοδικό  «Vitrine» κριτικές και αναλύσεις για θέματα του κινηματογράφου. Τώρα πραγματοποιεί μαθήματα κινηματογράφου, σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων.  Είναι συνεργάτης της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας και το πάθος του είναι η συλλογή  ταινιών και ντοκιμαντέρ, για προσωπική χρήση.