Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Με φόντο ρεαλιστικό απ' όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο








Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *

Kaneis
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, Εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις», σελ. 136

Θα μπορούσαμε άραγε λίγο πριν το θάνατό μας, μ’ ένα μαγικό τρόπο-εν προκειμένω μέσω ενός μενταγιόν με μυστηριακές ιδιότητες που έρχεται από τα βάθη των αιώνων -να αλλάξουμε σώμα; Να πάρουμε παράταση ζωής; Εμείς, ο καθένας μας, ένας αέναος ρους ενέργειας –κατά τον Ηράκλειτο- θα μπορούσαμε άραγε να μεταμορφωθούμε και να κατοικήσουμε σ’ ένα πολύ νεώτερο σαρκίο, σ’ ένα νέο, ζουμερό κορμί με προοπτικές ικανής επιβίωσης, αντί να’ ρθούμε αντιμέτωποι με τον τρόμο του θανάτου, την οριστική φυγή από τα γήινα, την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το άγνωστο…Να ξαναγυρίσουμε στη μαύρη μήτρα του τίποτα, όπως πριν από τη γέννησή μας; (Κατά τον Επίκουρο, τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη).
Η ευφυέστατη αυτή ιδέα και σύλληψη παίρνει σάρκα και οστά μέσα από την σφιχτοδεμένη νουβέλα της φαρμακοποιού, αγαπημένης Blogger και βραβευμένης συγγραφέα της νέας γενιάς Κατερίνας Μαλακατέ «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ο Κήπος με τις Λέξεις».
Το βιβλίο θέτει προαιώνια ερωτήματα, ανατρέπει κεκτημένα, φλερτάροντας με την αθανασία και την φθαρτότητα αντίστοιχα, μέσα από ένα πυκνό κείμενο παραληρηματικής δράσης με εναλλασσόμενα πλάνα που διαρκώς εξελίσσεται.
Πατώντας πάνω σε μύθο και πραγματικότητα, η χαρισματική δημιουργός σκιαγραφεί με σιγουριά και ευφυΐα τη μια σκηνή πίσω από την άλλη διατρέχοντας μια τελματωμένη, γκρίζα μεγαλούπολη ευνουχισμένη από την κρίση (εν προκειμένω την Αθήνα), ενώ διακτινίζεται στη Μαύρη Ήπειρο και την Γηραιά Αλβιόνα, παραδίδοντάς μας ένα έργο πολύπλευρο με κεντρικό θέμα την υπαρξιακή αγωνία, με αλλεπάλληλες προεκτάσεις σε μόλις εκατόν τριάντα πέντε σελίδες.
Διαβάζουμε την περίληψη του έργου στο οπισθόφυλλο:
Μια ογδοντάχρονη Αγγλίδα, σε κώμα θα αλλάξει μια νύχτα κορμί με την τριαντάχρονη Ουκρανή που την προσέχει. Μεθυσμένη από την ξαφνική παράταση της ζωής, θα παραστρατήσει στα σοκάκια των Αθηνών, θα νιώσει κυνηγημένη, μόνη, θα φτάσει ως το τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης. Παράλληλα ένας μαύρος άντρας που δουλεύει στα φανάρια θα δει την πράσινη λάμψη που σκίζει τον ουρανό και θα ενεργοποιηθεί. Κι η δεκαοκτάχρονη εγγονή της Αγγλίδας με το κορμί που τόσο μοιάζει στη γιαγιά της θα φτάσει ως την τρέλα. Τι τους ενώνει; Ένα πράσινο αφρικανικό μενταγιόν, ένας Ινδός θεός εγκατεστημένος σε μια μονοκατοικία κάπου στις παρυφές της Αττικής και η πεποίθηση πως κανείς δεν θέλει να πεθάνει.
Μια νουβέλα που πραγματεύεται τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη του θεού ή και την ανυπαρξία, το τι θα έκανες την αθανασία αν στην χάριζαν έτσι ξαφνικά. Θέτει ένα σωρό ερωτήματα και φυσικά δεν απαντάει σε κανένα.
Η Κατερίνα Μαλακατέ χτίζει σταθερά το οικοδόμημα της αφήγησης, κρατώντας γερές ισορροπίες ανάμεσα στη σοφία και την αθωότητα, στη γνώση και την αφέλεια, στην υποστήριξη αλλά και παράλληλα την απομυθοποίηση των κοινωνικών αξιών, με κυρίαρχο το πρόταγμα της αναζήτησης της αθανασίας, της παράτασης της ομορφιάς, της ατομικότητας έστω και μέσα σε ξένο, μετενσαρκωμένο σώμα, αλλά και της ισότητας ανάμεσα από την ιστορία του Αδάμ και της Λίλιθ, της πρώτης γυναίκας ίσης με τον άντρα, αυτής που υποστήριξε την ελεύθερη βούληση και πλήρωσε με το μεγαλύτερο κόστος, συμπαρασύροντας άθελά της-με τα αλλεπάλληλα τεκταινόμενα στη συνέχεια- το ανθρώπινο γένος σε διαρκή αγωνία θανάτου.
Η πένα της διαπλέκει μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, με την αληθοφάνεια του σήμερα, με φόντο ρεαλιστικό απ” όπου ξεπηδάει ανεπαίσθητα το παράξενο, δημιουργώντας ένα ιδιοφυές μεταμοντέρνο μείγμα , χαρακτηριστικό της πολυπολιτισμικότητας της εποχής μας.
Οι ήρωες που κινούνται και αναπνέουν δίπλα μας, ταυτοποιούνται στα πρόσωπα πέντε γυναικών: Της ογδοντάχρονης ετοιμοθάνατης Αγγλίδας της Ελίζας που αρνείται να πεθάνει και βρίσκει έναν έξοχο τρόπο διαφυγής μέσα στο σώμα της Τάνια, της τριαντάχρονης Ουκρανής αποκλειστικής της νοσοκόμας, η οποία μπαίνει στον πειρασμό να κλέψει ένα πράσινο σμαραγδένιο μενταγιόν,- προφανώς αμύθητης αξίας- που κρέμεται από το λαιμό της γηραιάς ασθενούς που προσέχει. Το μενταγιόν αυτό έρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι το κέντρο γύρω από το οποίο άγεται και φέρεται η πλοκή, αφού μέσω αυτού γίνονται οι μετενσαρκώσεις της ίδιας ψυχής σε διαφορετικά σώματα.
Τα άλλα πρόσωπα του μύθου είναι η δεκαοχτάχρονη εγγονή η Λένα- και ακριβές αντίγραφό της Ελίζας στα νιάτα της-, η πενηντάχρονη άχρωμη και άοσμη Ρούλα, μητέρα της Λένας και η σαραντάχρονη πόρνη Άννα, που θα αποτελέσει την τελευταία και μοιραία μετενσάρκωση.
Οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι : ο Αφρικανός Γουικιτάκα, που καθαρίζει τζάμια αυτοκινήτων, για τον δουλέμπορα Κώστα, όμως ο ίδιος δεν είναι αυτό που φαίνεται(είναι πρίγκιπας της φυλής του, με βαριά κληρονομιά και αναζητά το κλεμμένο μενταγιόν), ο μυστηριώδης Ινδός Γκόπαλ, ένας σκληρός θεός που αλλάζει πρόσωπα και εμφανίζεται απρόσμενα κεντρίζοντας το μεταφυσικό ενδιαφέρον, ο Γερμανός Πέτερ, εραστής της Ελίζας στα χρόνια της ατίθασης νεότητάς της (πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από φλας μπακ), ο Γιώργος γιός του Πέτερ και πρώτος εραστής της νεαρής Λένας, και τέλος ο αγαθός, καλόψυχος Νίκος, γιός της ηλικιωμένης Ελίζας και πατέρας της Λένας, που προσπαθεί ολοένα να αμβλύνει τα κακώς κείμενα που συνεχώς προκύπτουν μέσα στην οικογένεια. Όλοι τους μπορεί κάλλιστα να είναι άτομα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, στο μεγάλο αχανές στόμα των μεγαλουπόλεων, που όλα τα αλέθει.
Άνθρωποι με ή χωρίς παρελθόν, είναι αναγκασμένοι να προσαρμοστούν, να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, να καταλάβουν γιατί βρίσκονται εκεί και να ανακαλύψουν ή να επινοήσουν το νόημα της καινούριας ζωής τους. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και η απόπειρα χαρτογράφησης του σκοτεινού κόσμου του μύθου, εισβάλλει και επηρεάζει την πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πάμπολλα ερωτήματα που εγείρει η παρούσα νουβέλα είναι η στυγερή ανθρώπινη εκμετάλλευση, η ηθική συγκρότηση και το χτίσιμο της ατομικής ταυτότητας, τα ήθη και οι καταπιεσμένες επιθυμίες. Το θέμα της ηθικής, της ελευθερίας και δη του σεξ – κυρίαρχο και αναπόσπαστο μέρος της πλοκής-παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές και αντικρουόμενες ερμηνείες.
Το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» διαθέτει πυκνότητα, απόρροια της ενασχόλησης της συγγραφέως με το διήγημα, ενώ η γραφή της χαρακτηρίζεται από την παντελή απουσία γλαφυρότητας και λυρισμού , είναι σταθερή, στακάτη, με την ελευθερία του λόγου των νέων δημιουργών-οι επιρροές από τους Κάφκα, Πωλ Όστερ, Ντε Λίλο είναι εμφανείς, αλλά και από Λατινοαμερικάνους συγγραφείς π.χ. τον Κάρλος Φουέντες και την Ιζαμπέλ Αλλιέντε-ιδιαίτερα οι αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και των μυστηριακών τελετών των ιθαγενών φέρνουν στο νου εικόνες από την «Πόλη των θηρίων»-, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, καταιγιστική και δεν εξαντλείται σε μια ανάγνωση.
Οι διάλογοι μπαίνουν μόνο όπου χρειάζονται, λειτουργεί περισσότερο η εσωτερική αφήγηση-αναδίφηση, υπάρχει δράση παράλληλα με αναστοχασμό, οι εικόνες είναι πότε μαγικές και με έντονο στο στοιχείο του ονειρικού σε οτιδήποτε ανάγεται πίσω στο παρελθόν, με σαφή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, αλλά κυρίως σκληρές και αδυσώπητες, ιδιαίτερα όταν η Κατερίνα Μαλακατέ περιγράφει με κοφτές, αλλεπάλληλες πινελιές το συμπαγές περίγραμμα της ζωής των ηρώων της (Τράφικινγκ, εμπόριο λευκής σαρκός, φυλακές, ζωώδη ένστικτα, μετανάστες- γκρίζα περιστέρια των φαναριών-, διαφθορά του συστήματος, αναλγησία αστυνομίας αλλά και από την άλλη διαπροσωπικές σχέσεις σε τέλμα, ανάγκη για τρυφερότητα και αποδοχή, κοινωνικό στάτους σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Γλωσσική ενάργεια, ύφος λεπτοδουλεμένο στην υπηρεσία ενός καυτού θέματος που άπτεται κοινωνικών, ψυχαναλυτικών και φιλοσοφικών ζητημάτων, ενταγμένων με μαστοριά στην πλοκή.
Ο τίτλος λειτουργεί ως σηματοδότης και ως αποτέλεσμα που είναι τελικά η επιτομή της ιστορίας . Η κάθαρση έρχεται τέλος με αιφνίδια ανατροπή, όπως ταιριάζει στους ψαγμένους δημιουργούς, σφραγίζοντας ένα αφάνταστα επίκαιρο έργο και μια από τις πιο ευφάνταστες και καλοδουλεμένες ιστορίες της σύγχρονης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Εύχομαι από καρδιάς, καλή συνέχεια σε μια πολλά υποσχόμενη πένα…

* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρεί το ιστολόγιοhttp://renapetropoulou.blogspot.gr

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το blog cantus firmus εύχεται "Χρόνια Πολλά!"

Μια ευχή σαν σύνθημα "Και του χρόνου να                        ξαναβρούμε 
                        το αθώο μας βλέμμα"


Δημοσθένης Κορδοπάτης: Μεταφράζοντας τον Chaucer

Συνέντευξη στη Βίκυ Βασιλάτου. (στη φωτό ο Παζολίνι ως Τσόσερ)
 tsoser
Θα μπορούσα να γράψω μα κυρίως να επαναλάβω αυτά που έχουν ήδη γραφτεί τόσο για τον Geoffrey Chaucer όσο και για τιςΙστορίες του Καντέρμπερυ. Προτίμησα όμως να δώσω τον λόγο στον αξιόλογο μεταφραστή του, Δημοσθένη Κορδοπάτη, με τον οποίο συζητήσαμε για το λογοτεχνικό του τόλμημα, χωρίς να στρουθοκαμηλίζει απέναντι στις μεταφραστικές δυσκολίες και χωρίς να προσπαθεί ν’ αδράξει δάφνες.

Κύριε Κορδοπάτη, πώς νιώσατε ερχόμενος μεταφραστικά αντιμέτωπος μ’ ένα μεσαιωνικό κείμενο, που θεωρείται ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά αριστουργήματα της Αγγλίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί ανάγεται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών. Δεν ήρθα μεταφραστικά αντιμέτωπος ξαφνικά με το μεσαιωνικό κείμενο των Ιστοριών του Chaucer. Τη δεκαετία του ’60, απέκτησα ένα πρώτο στερεότυπο κείμενό του, το The Knights Tale (εκδόσεις George G.Harrap & Co. Ltd), με εισαγωγή, σημειώσεις, παραρτήματα και λεξιλόγιο του J.A.W. Bennet, το οποίο κι άρχισα να διαβάζω σιγά σιγά, προς δική μου τέρψη και μόρφωση. (Όσοι αγαπούν τα κλασικά κείμενα μπορούν να με καταλάβουν.) Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, διάβασα αρκετά κείμενα για τον βίο και τα έργα του Chaucer, κι απέκτησα δύο εκδόσεις τωνΙστοριών: της Wordsworth Poetry Library και των Penguin Classics, με εισαγωγή, σημειώσεις και λεξιλόγιο των Dr Lesley A.Coote (η πρώτη) και Jill Mann (η δεύτερη). Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής, μεταφράζω για δική μου αποκλειστικά ευχαρίστηση και μόνο κείμενα που μου ταιριάζουν και αγαπώ.

Χωρίς λοιπόν να θεωρείτε εαυτόν επαγγελματία μεταφραστή, και με εφόδιο την αγάπη σας για τον Chaucer, αποφασίσατε να καταπιαστείτε με ένα πολύ απαιτητικό κείμενο. 
Ναι, περίμενα πενήντα χρόνια να βρεθεί κάποιος να μεταφράσει τον Chaucer για να τον διαβάσω στα ελληνικά. Απελπίστηκα να περιμένω και το έκανα, στο μέτρο των δυνάμεών μου. Δεν με βοήθησε και δεν γνώριζα κανέναν για να με βοηθήσει, και προτίμησα ν’ αναλάβω τον κίνδυνο τυχόν παρανοήσεων ή λαθών, παρά να καταφύγω σε κάποια μετάφραση των Ιστοριών στα σύγχρονα Αγγλικά. Στο διαδίκτυο, τις βρίσκει κανείς όλες μεταφρασμένες, όποιος έχει την υπομονή ας συγκρίνει και ας βγάλει τα συμπεράσματά του…

Οι  μελετητές υποστηρίζουν ότι βοηθάει στην κατανόηση της μεσαιωνικής γλώσσας εάν διαβαστεί δυνατά. Εσείς, ακολουθήσατε τη συμβουλή τους; 
Αυτό υποστηρίζουν οι ερευνητές ότι έκαναν οι αντιγραφείς. Γι’ αυτό και υπάρχουν διαφορές μεταξύ των 84 χειρογράφων και πρώιμων εκδόσεων των Ιστοριών, που έχουν περισωθεί. Αν και η αγγλική γλώσσα είναι πολύ δύσκολη στην προφορά της, όπου θεωρούσα να προφέρω σωστά τις μεσαιωνικές λέξεις, μερικές φορές, ναι, το έκανα κι εγώ. Εκείνο, όμως, το οποίο έκανα πάντα, όταν βρισκόμουν προ ενός δύσκολου στίχου, ήταν να τον αποστηθίζω και να τον κρατώ στη μνήμη μου, κάνοντας μιαν άλλη δουλειά ή έναν περίπατο. Και τελικά, μέσα από την ήρεμη αυτή πνευματική εγρήγορση, ερχόταν η στιγμή που εύρισκα -ή νόμιζα ότι εύρισκα- τη σωστή ελληνική απόδοση του στίχου.

Πόσο χρόνο σας πήρε για να κάνετε κτήμα σας τα κείμενα του Chaucer και να τα αποδώσετε στα ελληνικά;
Μου πήρε περισσότερο από τρία χρόνια, με καθημερινή εργασία τουλάχιστον τεσσάρων ωρών, για να καταγράψω, σε μια πρώτη μορφή, τη μετάφραση των Ιστοριών. Εάν κατόρθωνα να μεταφράσω 20-25 στίχους τη μέρα, ήμουν ευτυχής. Τελικά, για να πάρει η μετάφραση τη σημερινή μορφή της έκδοσής της, έγραψα τα κείμενα των Ιστοριών, εξαρχής, άλλες δυο φορές. Ο σκοπός μου ήταν, αποκλειστικά, να συντάξω ένα ευχάριστο στην ανάγνωσή του κείμενο για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη, που να μπορεί να το διαβάσει τις ώρες της ανάπαυλάς του, χωρίς προβληματισμούς ή γραμματολογικές παρατηρήσεις.

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε στο έργο ενός καινοτόμου και γλωσσοπλάστη συγγραφέα όπως ο Chaucer;
Ήταν όντως καινοτόμος και γλωσσοπλάστης και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ξένη γλώσσα. Χρειάστηκε να καταβάλω πολύ κόπο και μόχθο, να επιστρατεύσω όλες τις δυνατότητές μου στα Αγγλικά και Ελληνικά, τη μνήμη μου (για να μη ξαναγυρίζω πάλι να ξαναβρίσκω την  έννοια λέξεων ή εκφράσεων που είχα ήδη συναντήσει και ερμηνεύσει) και κυρίως να εξοικειωθώ με το ρυθμό του λόγου του Chaucer, που έμοιαζε -συγχωρήστε μου την παρομοίωση- με καλπασμό αλόγου, με τον οποίο έπρεπε να συντονιστώ. Δυσκολεύτηκα πολύ με την «Ιστορία του Ιππότη», επειδή ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη σ’ έκταση. Ύστερα απ’ αυτήν, προχώρησα κάπως πιο άνετα στις άλλες.

Θα μπορούσατε να μας πείτε γιατί επιλέξατε η μετάφρασή σας να γίνει σε πεζό και όχι σε έμμετρο λόγο, όπως είναι το πρωτότυπο κείμενο. 
Πραγματοποίησα τη μετάφραση σε πεζό λόγο, διότι οι Ιστορίες είναι διηγήσεις και, ως τέτοιες, θεωρώ πως έτσι μπορούν να λειτουργήσουν σήμερα.

Επιλέξατε, επίσης, να προβείτε σε περίληψη και όχι σε μετάφραση του «Μελιμπέα», ιστορία που αφηγείται ο ίδιος ο Chaucer ως χαρακτήρας του βιβλίου του, καθώς και της «Ιστορίας του Πάστορα». Προς τι αυτή η επιλογή;
Δεν μετέφρασα, αλλά έθεσα απλώς μια περίληψη του «Μελιμπέα» και της «Ιστορίας του Πάστορα» όχι τόσο λόγω της δυσκολίας και της έκτασης τους (140 περίπου σελίδες και οι δύο μαζί) όσο για το ότι, η μεν εξ αυτών πρώτη είναι μια ηθική διδαχή για το θέμα της εκδίκησης, η δε δεύτερη, μια θεολογική πραγματεία για τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και τη σωτηρία της ψυχής. Θέματα αναμφισβήτητα σοβαρά και ενδιαφέροντα, διαπνεόμενα όμως κατά τρόπον ασφυκτικά αφόρητο από τη σχολαστική φιλοσοφία, λογική και ηθική του Μεσαίωνα, και κατάλληλα για αξιοποίηση από τους σημερινούς θεολόγους, κοινωνιολόγους και φιλοσόφους.

Θα λέγατε λοιπόν πως οι Ιστορίες είναι ένα κοινωνικο-ιστορικό ντοκουμέντο, μια συλλογή κειμένων φιλοσοφικής χροιάς, μια σωρεία ιστοριών που ακολουθούν τη λογοτεχνική -ας μου επιτραπεί ο όρος- μόδα της εποχής, ένας ύμνος στην ηθική, τον έρωτα, τη θρησκεία… Πώς θα τις χαρακτηρίζατε;
Είναι ένα λογοτεχνικό έργο μεγάλης αξίας, μια πινακοθήκη των ανθρώπων της τότε εποχής. Ο Chaucer τους περιγράφει τόσο αδρά, ώστε μας δίνει την εντύπωση ότι τους έχουμε ζωντανούς μπροστά μας και το σπουδαιότερο, μας κάνει να τους δούμε, όχι απλώς με ενδιαφέρον ή περιέργεια, αλλά και με συμπάθεια -ιδίως την πληθωρική, αθυρόστομη και ελευθέρια στις απόψεις της για τις σχέσεις των δύο φύλων, Κυρά από το Μπαθ- ή ακόμα κι αυτόν τον παραδόπιστο και κυνικό Πωλητή Συγχωροχαρτιών. Πάντως, το σύνολο του έργου του δίνει την εντύπωση ότι οι προσκυνητές κινούνται σε μια ευημερούσα και ευτυχισμένη Αγγλία. Αυτό, κάθε άλλο παρά είναι αληθές: διαρκούσε ακόμα ο Εκατονταετής Πόλεμος με τη Γαλλία, οι άνθρωποι είχαν βιώσει τη φρίκη και το θάνατο από την επιδημία της πανώλης και είχαν ζήσει τον τρόμο από την Επανάσταση των Χωρικών, οι οποίοι επί τρεις εβδομάδες έγιναν κύριοι του Λονδίνου, πυρπόλησαν μέγαρα και πύργους και έσφαξαν σχεδόν όλους τους Φλαμανδούς. Επιπλέον, είχαν αρχίσει και οι αντιρρήσεις και οι διενέξεις αναφορικά με το Δόγμα και την Πίστη, με την ύπαρξη δύο εκλεγμένων Παπών στη Ρώμη και την Αβινιόν κάτι που, μοιραίως, είχε προκαλέσει αναταραχή και στην Εκκλησία της Αγγλίας. Ο Chaucer, έχοντας αντιληφθεί τη δύσκολη αυτή κατάσταση και τα οξυμένα πνεύματα, επέλεξε τη φαινόμενη αμεριμνησία των προσκυνητών, που κυριαρχεί καθ’ όλο το διάστημα της οδοιπορίας, ως ένα τέχνασμα για να ξεχαστούν λίγο οι συμπατριώτες του. Κρίμα που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις Ιστορίες του, όπως ασφαλώς θα τις είχε σχεδιάσει στο μυαλό του.

Πώς θα περιγράφατε τον Chaucer;
Ο Chaucer είναι διδακτικός, χωρίς να γίνεται φορτικός ή κουραστικός. Διατυπώνει με τέτοια μαεστρία τις διδαχές του, οι οποίες εμπεριέχουν τόσο ακράδαντες αλήθειες, ώστε ο αναγνώστης, όχι μόνο τις αποδέχεται αμέσως (σε όλα τα επίπεδα: ηθικής, έρωτα, θρησκείας, συζυγικής πίστης κτλ.), αλλά νιώθει κι ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα, ο οποίος με απλά, κατανοητά λόγια μπορεί συνεχώς να συνοψίζει -σε μορφή γνωμικού, θα έλεγα- κάτι που κι ο ίδιος το έχει συναισθανθεί, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να το διατυπώσει με τόσο χειροπιαστό τρόπο. Πάντως, ο Chaucer έχει το χάρισμα να μην παρουσιάζει σκοτεινά νοήματα, η σύνταξη του λόγου του και πολλές λέξεις του κειμένου του είναι όμοιες με τις σημερινές Αγγλικές, άλλες τις υποψιάζεται κανείς εύκολα από τα συμφραζόμενα, ενώ για την έννοια των λοιπών μεσαιωνικών λέξεων χρησιμοποίησα τα λεξιλόγια των ανωτέρω τριών εκδόσεων που ανέφερα και το Α Glossary for theworks of Geoffrey Chaucer (the Riverside Edition), η πρόσβαση στο οποίο είναι ελεύθερη στο διαδίκτυο.

Στις Ιστορίες του, ο Chaucer καταπιάνεται με διάφορα λογοτεχνικά είδη. Πείτε μας δυο λόγια..
Η γκάμα των Ιστοριών του είναι αρκετά μεγάλη. Ο κάθε προσκυνητής, αναλόγως της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και της μόρφωσής του, αφηγείται και την ιστορία που του ταιριάζει. Έτσι, το βιβλίο αρχίζει με μιαν ηρωική ιστορία (chanson de geste) που αφηγείται ο Ιππότης, για ν’ ακολουθήσουν, από τους άλλους προσκυνητές, ερωτικές φάρσες (fabliaux), μεσαιωνικά ρομάντζα, αυλικοί έρωτες (amours courtois), μύθοι, νεραϊδοϊστορίες, ιεροί θρύλοι, αλχημιστικές απάτες, ιστορίες εγκλημάτων (όπου τελικά η αδυσώπητη θεά της Δικαιοσύνης, Νέμεσις, τιμωρεί τους δράστες), για να καταλήξει, με την «Ιστορία του Πάστορα», περί της σωτηρίας της ψυχής, προς εξαγνισμό και προετοιμασία των οδοιπόρων για το ιερό τους  προσκύνημα στον τάφο του Αρχιεπισκόπου αγίου και μάρτυρα, Τόμας Μπέκετ. Είναι αδύνατον να γίνω πιο σαφής, επ’ αυτού, στο περιορισμένο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Τόσο απέραντος είναι ο κόσμος του Chaucer!

Υποπτεύομαι πως, ως θετός τους πατέρας, θα μου απαντούσατε ότι εκτιμάτε εξίσου όλες τις ιστορίες. Ως αναγνώστης όμως, κι όχι ως μεταφραστής τού Chaucer, ποια ή ποιες θα λέγατε πως σας άγγιξαν περισσότερο;
Θα επέλεγα την ιστορία που διηγείται ο Διαχειριστής για τον Απόλλωνα (την εποχή που αυτός ζούσε στη Γη) και το λευκό κοράκι του, που είχε και το χάρισμα της ομιλίας, εξαιτίας του ηθικού διδάγματος της Ιστορίας αυτής: ότι οι άνθρωποι (ίσως ίσως και οι Θεοί), σε πολύ σοβαρά θέματα, δεν αντέχουν την αλήθεια κι ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να «σκοτώσει» τον άλλον εν ονόματί αυτής. Και για να μη θεωρήσετε ότι, εξαιτίας αυτής της επιλογής μου, θέλω να παραστήσω τον υπέρμετρα σοβαρό, συμπληρώνω ότι μου άρεσε επίσης πολύ και η ερωτική φάρσα του Επιστάτη για το πώς οι δύο παράτολμοι φοιτητές του Κέιμπριτζ, που πηγαίνουν στον αδίστακτο κλέφτη αλέσματος μυλωνά να αλέσουν το σιτάρι της σχολής τους, παίρνουν από αυτόν την εκδίκησή τους, κάνοντάς του μια τεράστια προσβολή, σε βάρος της τιμής του ως πατέρα θυγατέρας και ως συζύγου (έστω και με τη συναίνεση ή την άγνοια, λόγω σκότους, των δύο γυναικών, αντιστοίχως), ξυλοφορτώνοντάς τον και αποσπώντας του επιπλέον το κλεμμένο  άλεσμά τους, υπό τη μορφή του κέικ, το οποίο ο άπληστος μυλωνάς είχε σπεύσει, ήδη, να παρασκευάσει.

Σας ευχαριστώ, κύριε Κορδοπάτη.
Κι εγώ, κυρία Βασιλάτου.


Στοιχεία βιβλίου:
Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ
Geoffrey Chaucer
Μετάφραση από τα μεσαιωνικά αγγλικά και εισαγωγή: Δημοσθένης Κορδοπάτης
Εκδόσεις Μελάνι, 2014

Ο Δράκος της «παιδαγωγικής δουλοσύνης» και τα κάλαντα με τις κάλτσες: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Δημοσθένης Βουτυράς

Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο της Πόλυ Χατζημανωλάκη


«Ολόγυρα στη λίμνη» ή αναμνήσεις προς φίλον του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  είναι ένας βιότοπος  αναμνήσεων, στην κυριολεξία. Ο αφηγητής  έρχεται και επανέρχεται ανά επταετίαν και η Πολύμνια, η κυρά της Λίμνης, η Χαρίκλεια, η Μούσα του, του ζητά ίτσια, κρατώντας χαριτωμένα  μια κόκκινη ομπρέλα και όπου εκείνος, μικρός, περίπου δώδεκα ετών, προσπαθεί να κερδίσει την εύνοιά της μαζεύοντας τα άνθη της όχθης – που ποτέ δεν τα καταφέρνει να μαζέψει αρκετά – ή βιώνοντας την επώδυνη ματαίωση παρατηρώντας τον Άλλο, τον φίλο του τον Χριστοδουλή να της τα προσφέρει αγκαλιές, αγκαλιές, χωρίς να νοιάζεται και πολύ για το πώς τα ξεριζώνει, να φιλεύει με όστρακα και μικρά μαλάκια τον αδελφό της και να  αφήνει τον ίδιο  στο περιθώριο…



Η ματαίωση αυτή, που φτάνει στα όρια της εξαπάτησης, στο τέλος αφομοιώνεται από τον διηγηματογράφο σαν απαραίτητο βήμα στην ενηλικίωσή του:
«Αλλά πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον και δεκάκις ν’ απατηθεί» γράφει στο τέλος του διηγήματος…


Στα φαντάσματα λοιπόν του παρελθόντος, της παιδικής ηλικίας και της  εφηβείας  που σχηματίζονται λες από την υγρασία της λίμνης, υπάρχει φυσικά και η επώδυνη για τον αφηγητή  περιγραφή του εαυτού του, που τα παρατηρεί, παρατηρεί τα παιχνίδια και τα δρώμενα, παραμένοντας αποκλεισμένος, δέσμιος της γονεϊκής φροντίδας, των γονεϊκών δεσμών…

Ο μικρός Αλέξανδρος δεν μπορεί να παίξει, δεν μπορεί να πετύχει τις επιδόσεις των άλλων παιδιών, εν κατακλείδι  δεν μπορεί να κερδίσει την εύνοια της Πολύμνιας γιατί η μητέρα του, τον περιορίζει, η συνθήκη του να είσαι παπαδοπαίδι και η αυστηρότητα της ανατροφής, εκφράζεται τελικά  και στο ότι του επιβάλει να φορά κάλτσες…

«Και η μήτηρ σου η φιλότεκνος όχι μόνον δεν σου επέτρεπε να τρέχεις, όπως άλλοι, ανυπόδητος και συ, αλλ’ απήτει να φορείς και κάλτσες. Οποία δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης! Ευτυχώς είχες πλησίον σου τον φίλον σου, τον Χριστοδουλήν, όστις, ομήλιξ με σε, ήτο ευτυχέστερος κατά τούτο, ότι ήτο πάντοτε ξυπόλυτος, και ουδ’ εφόρει ποτέ κάλτσες. Φιλότιμον παιδίον! Έτρεχε δι’ όλης της ημέρας από γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσες, πορφύρες και πεταλίδες διά δύο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά τέσσαρες…»

Αυτή η μητρική φροντίδα, εκφράζεται και αλλού – αν διαβάσουμε το πώς ο μικρός Λαμπράκης, ο  γιος του παπά ντύνεται σαν κρεμμύδι για την επικίνδυνη αποστολή στο Χριστό στο Κάστρο,  όπου μια ομάδα νησιωτών μαζί με τον ιερέα, αποφασίζουν να ταξιδέψουν με βάρκα χειμωνιάτικα στη δυσπρόσιτη εκκλησία του Χριστού, στο βράχου του  Κάστρου, για να τελέσουν με τους εκεί αποκλεισμένους τη λειτουργία των Χριστουγέννων.

Η μητέρα του τότε: 

«Τὸν ἀπεσπασεν ἀποτόμως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ διπλά ὑποκάμισα, δυὸ φανέλλας, χονδρὸν μάλλινον γελέκιον, διπλοῦν σακκάκι κι ἐπανωφόρι, καὶ περιετύλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοωδες ὅλομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στερνὸν καὶ τὰ νῶτα.»


Επιστρέφουμε όμως στην τραυματική εμπειρία της κάλτσας, μέσα από το πέδιλο που οφείλουμε να της αναγνωρίσουμε ως αναγνώστες τη βαρύτητα που της αποδίδει ο συγγραφέας. Όχι  μόνο για να κατανοήσουμε την μελλοντική πηγή των καταπιεσμένων αλλά «βρυχώντων συναισθημάτων» του, όταν ως Μαθιός αποβληθείς από το Γυμνάσιο της Χαλκίδας κωπηλατεί σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες της Λαλιώς,  αλλά και γενικώς όταν παρέμεινε πάντα ήρως του έρωτος, υπομένοντας και περιγράφοντας και άλλες ματαιώσεις….


Τα παπούτσια και ο κάλτσες, συμβολικά δεσμά, υπεύθυνα για την τραυματική εμπειρία του παιδιού που οι γονείς του το υποχρεώνουν να τα  φορά και  το  δένουν ανεπανόρθωτα στη γονεϊκή θέληση, από όπου ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να απελευθερωθεί εντελώς.


Την απελευθέρωση από τα γονεϊκά παπούτσια,  επιτυγχάνει συμβολικά ο Δημοσθένης Βουτυράς στο διήγημά του «Παραμονή Πρωτοχρονιάς στον Πειραιά», όταν αποφασίζει, ενώ οι γονείς του του έχουν κρύψει τα παπούτσια, να τολμήσει και να πει τα κάλαντα με τις κάλτσες:

«Έρχεται η μεγάλη μέρα που θα βγουν για τα κάλαντα.

Πετάχτηκα τότε από το κρεβάτι να ντυθώ. Για να πιω καφέ ή γάλα δεν ήθελα. Ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη και δρόμο. Μια χοντρή υπηρέτρια που είχαμε, την είδα να περνά βιαστική από την γαλαρία. Οι άλλοι κοιμόντουσαν.
Ντύθηκα. Ζήτησα τα παπούτσια μου αλλά δεν τα βρήκα. Κοιτάζω κάτω από το κρεβάτι, στο βάθος, ούτε εκεί. Τίποτα.
Μια σκέψη με τάραξε. Μου τα κρύψανε!...Πώς χάθηκαν;
Θυμόμουνα καλά ότι τάχα βάλει μέσα στο δωμάτιο και κοντά στο κρεβάτι μου.
Τρέχω και ρωτώ την υπηρέτρια, μήπως τα είχε δει τα παπούτσια μου…«Δεν ξέρω γω, δεν τά ’δα!» μου απάντησε και χασμουρήθηκε.
Πήγα πάλι στο δωμάτιό μου. Το καράβι σημαιοστόλιστο ήταν εκεί και σαν να μου’ λεγε: «Ακόμα ; η ώρα περνά».
Έψαξα πάλι εκεί και έπειτα στην τραπεζαρία, στη σάλα και όπου αλλού μπορούσα. Τα παπούτσια μου είχαν χαθεί.
έτρεμα. Πήγαινα απ’ εδώ, πήγαινα απ’ εκεί.
Ξαφνικά ακούω σουραύλια…Θα ΄ταν οι φίλοι μου και με ειδοποιούσαν…Χωρίς να χάσω καιρό, αρπάζω το καραβάκι και παίρνω δρόμο με τις κάλτσες.
«Τι, με τις κάλτσες;…» ακούω την υπηρέτρια να μου λέει.
Δεν της έδωσα καμιάν απάντηση. Κατάβηκα τη σκάλα, βρέθηκα στο δρόμο. Είδα τότε λίγο πέρα τους φίλους μου.
«έλα λοιπόν!» φώναξε η Αγία Ζώνη και χτύπησε το τύμπανο δυνατά.
Βούιξε ο τόπος και κεφάλια φάνηκαν στα παράθυρα.
«Μα τα παπούτσια σου;» με ρώτησαν οι άλλοι.
«Δε βαριέσαι», είπε η Αγία Ζώνη, «Τι θα πει παπούτσια.!... εγώ δεν φόρεσα ποτές μου! Τι να΄χω ανάγκη από τσαγκάρηδες;»Ξεκινήσαμε πανηγυρικά. Το τύμπανο βούιζε, το σουραύλι, το τρίγωνο έπαιζαν, χτυπούσαν.
Απ΄το να σπίτι στ’ άλλο. Παντού μας δέχονταν να τους πούμε τον Αγιοβασίλη.
Αλλά αυτή τη φορά το τύμπανο της Αγίας Ζώνης δεν έκανε καμίαν εντύπωση όταν μπαίναμε σε σπίτι ή αυλή να τα πουμε. Ούτε ο ξυπόλητος στραβομούτσουνος που το κρατούσε και σχεδόν ήταν ίσα με αυτόν. ΄Ολοι και όλες, γυναίκες και κορίτσια προ πάντων,. Μόλις έβλεπαν εμένα, φώναζαν:
«Ελένη, Μαριγώ, ελάτε γρήγορα να δείτε ένα παιδί με τις κάλτσες του μόνο, που τα λέει…» κι έτρεχαν να με δουν ενώ εγώ υπερήφανα  κρατούσα  το καράβι, που δεν ήταν καράβι, του Αγιοβασίλη.
Κι ο κιτρινιάρης Αυγουλάς, που χτυπούσε το τρίγωνο και μάζευε τα λεφτά που μας έδιναν, έλεγε στις γυναίκες και τα κορίτσια τι συνέβαινε και ήμουν με τις κάλτσες τις κόκκινες:
«Ξέρετε γιατί είναι ξυπόλητος; Να γιατί του κρύψανε τα παπούτσια του ο πατέρας του κι η μάνα του…» «Βρε, βρε» έκαναν οι γυναίκεςΆλλες πάλι λέγανε: «Βρε το παλιόπαιδο, ακούς εκει να βγει στους δρόμους μόνο με τις κάλτσες και χωρίς παπουτσια!»
και κάποιος κοιλαράς, που ξεφύτρωσε από κάτω, με κάτι παντουφλάρες και πεσμένα βρακιά, είπε κι αυτός:«Αν το χα γω παιδί θα το’ δενα…»



Εικόνες από το διαδίκτυο:
Το απόσπασμα από το Ολόγυρα στη λίμνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι από την ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου, http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_ologura.html
Η παράγραφος από το "Στο Χριστό, στο Κάστρο" είναι από την ιστοσελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου, εδώ (με διορθώσεις στον τονισμό δικές μου): http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/sto_xristo_sto_kastro.htm


Το απόσπασμα από το Παραμονή Πρωτοχρονιάς του Δημοσθένη Βουτυρά, είναι από την ανθολογία Χριστουγενιάτικες Ιστορίες, Επιλογή - Επιμέλεια Δημ. Ποσαντζή, των εκδόσεων Καστανιώτη. 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Λουίς ντε Καμόενς 1524 – 1580


Λουίς ντε Καμόενς 
1524 – 1580

Λουίς ντε Καμόενς
Ο εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας και ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς ποιητές της Ευρώπης. Με το επικό του ποίημα «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που ολοκλήρωσε το 1572, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των Πορτογάλων.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς (Luís Vaz de Camões) γεννήθηκε το 1524 ή 1525 στην Λισαβώνα ή στην Κοίμπρα και ήταν γιος ενός ξεπεσμένου αριστοκράτη, του Σιμάο Βαζ ντε Καμόενς. Απέκτησε ευρεία μόρφωση, σπουδάζοντας αρχικά σε μοναστήρια με Ιησουίτες μοναχούς και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο της Κοίμπρα, από το οποίο δεν φαίνεται να έλαβε πτυχίο. Γνώριζε πολύ καλά και από το πρωτότυπο τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.
Ως χαρακτήρας ήταν ευθύς, οξύθυμος, ενθουσιώδης και εχθρός της αδικίας, την οποία καυτηρίαζε. Οι ιδιότητές του αυτές του στοίχισαν πολλές περιπέτειες, καταδιώξεις και δυστυχίες. Υπηρετώντας τον βασιλιά Ζοάο Γ' (Ιωάννη Γ') φαίνεται ότι μπλέχτηκε σε ερωτικές περιπέτειες με την κυρία επί των τιμών Αικατερίνη και την αδελφή του βασιλιά Μαρία, με αποτέλεσμα να βρεθεί να πολεμά του μουσουλμάνους στη Θέουτα του σημερινού Μαρόκου. Το 1549 σε μία μάχη έχασε το δεξί του μάτι.
Χάρις στις ισχυρές του διασυνδέσεις στο παλάτι, επανήλθε στην πατρίδα και άρχισε να ασχολείται με την ποίηση. Το 1551 φυλακίστηκε επί οκτάμηνο, επειδή τραυμάτισε έναν ευγενή σε μονομαχία εν μέση οδώ. Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή σε ταραχές κατά του βασιλιά. Κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του, ο Ιωάννης του έδωσε χάρη, με την προϋπόθεση να υπηρετήσει το στέμμα για τρία χρόνια στο εξωτερικό.
Τον ίδιο χρόνο αναχώρησε για την Γκόα της Ινδίας, που ήταν αποικία της Πορτογαλίας. Κατά την εκεί παραμονή του συμμετείχε σε διάφορες μάχες με τον στρατό του βασιλιά, ενώ φυλακίστηκε για λίγο λόγω χρεών. Μετά το τέλος της αναγκαστικής του υπηρεσίας τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στο Μακάο, αποικία των Πορτογάλων στη νότια Κίνα. Ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή των πολύτιμων αντικειμένων των νεκρών στρατιωτών, αλλά βρέθηκε κατηγορούμενος για ατασθαλίες, μάλλον από διαβολή. Επιστρέφοντας στην Γκόα για να υπερασπίσει τον εαυτό έπεσε σε τρικυμία στον ποταμό Μεκόνγκ της Καμπότζης. Μόλις που κατόρθωσε να σώσει τα χειρόγραφα των «Λουσιάδων», αλλά έχασε την Κινέζα ερωμένη του, η οποία πνίγηκε.
Τελικά, αθωώθηκε και στη συνέχεια περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη. Εκεί γνωρίστηκε με τον ιστορικό Ντιόγο ντε Κόουτο, ο οποίος τον βοήθησε να επιστρέψει στην πατρίδα. Μετά την επιστροφή του στην Πορτογαλία, το 1570, του παρασχέθηκε μία μικρή χορηγία για τις υπηρεσίες του από τον βασιλιά Σεμπαστιάο (Σεβαστιανό).
Το 1572 εξέδωσε το μνημειώδες ποίημά του «Os Lusiadas» («Οι Λουσιάδες» ή «Οι Λουζιτανοί»), που είναι το αφετηριακό έργο της πορτογαλικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από 10 άσματα (cantos), με συνολικά 1.102 οκτάστιχες ομοιοκαταληκτικές στροφές. Θέμα του, ένα ιστορικό γεγονός: το ταξίδι του Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, στα τέλη του 15ου αιώνα.
Η πλοκή του ποιήματος κινείται τόσο σε ιστορικό, όσο και μυθολογικό επίπεδο, με τη συμμετοχή των θεών του Ολύμπου, που συσκέπτονται για να καθορίσουν την τύχη της αποστολής. Η Αφροδίτη είναι θερμή συμπαραστάτιδα των Πορτογάλων, ενώ ο Βάκχος είναι εναντίον τους. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με διάφορα επεισόδια (έρωτες, μάχες, θύελλες, τρικυμίες), που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι «Λουσιάδες» είναι το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Καμόενς εν ζωή και το αφιέρωσε στον ευεργέτη του, βασιλιά Σεβαστιανό, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο το 1578.
Ο Λουίς Βαζ ντε Καμόενς πέθανε στις 10 Ιουνίου 1580 στη Λισαβώνα, εξαιτίας της κλονισμένης του υγείας από τις κακουχίες. Μετά τον θάνατό του είδαν το φως της δημοσιότητας τρία θεατρικά έργα του - «Anfitrioes» («Αμφιτρύονες»),  «Filodemo» («Φιλόδημος»), «El Rei Seleuco» («Ο βασιλιάς Σέλευκος») - και σκόρπια ποιήματα του, που συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο υπό τον τίτλο «Rimas» («Ρίμες»).
Η στιχουργική του συγκρίνεται με αυτή του Ομήρου, του Βιργιλίου, του Σέξπιρ και του Δάντη. Στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως οι Τορκουάτο Τάσο, Λόπε ντε Βέγκα, Μίλτον, Γκέτε, Μπάιρον και Χέρμαν Μέλβιλ.
Στα ελληνικά, το επικό ποίημα του Καμόενς μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1902 από τη Σοφία Γιώτη, σύμφωνα με το σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειας «Ήλιος» (τ. 10, σελ.163). Σήμερα γνωρίζουμε μόνο τη μετάφραση του α' άσματος από τον Ηπειρώτη λογοτέχνη Χρήστο Χρηστοβασίλη (1861-1937). Δημοσιεύτηκε το 1905 στο περιοδικό τέχνης «Πινακοθήκη».

Σχετικά...

  • Λουζιτανοί αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους οι Πορτογάλοι και η χώρα τους ως ρωμαϊκή επαρχία Ισπανία Λουζιτανική, επειδή πίστευαν ότι γενάρχης τους ήταν ο κέλτης Λούσος (Luso).​
  • H 10η Ιουνίου, ημερομηνία θανάτου του Καμόενς, έχει καθιερωθεί ως Εθνική Εορτή στην Πορτογαλία.




Βασίλης Ρούβαλης "Διήγημα"


Η Φωτό Μου
Πηγή:http://vassilisrouvalis.blogspot.gr/2014/12/blog-post.html

(γραφέας)


ΗΞΕΡΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ απ’ έξω, θυμόταν τους παλιούς ποιητές, ανέπνεε τη μυρωδιά από τις πιο παράδοξες εικόνες, σκαριφημένες στον καμβά της φαντασίας του.

Αυτό το πρωινό ήταν μουντό. Την ώρα που κατέφθασα ο ήλιος έμπαινε βραχνά στο καφενείο. Η μυρωδιά ψημένου καφέ και τσιγάρων αγκομαχούσαν τα αισθητήριά μου. Ακάθεκτος εκείνος, σημείωνε λέξεις στο κιτρινισμένο χαρτί μ’ ένα μολύβι μασημένο στην άκρη.

Με κοίταξε με ύφος που μαρτυρούσε την απόγνωση της έμπνευσης: ποιος καταλήγει στην ιδανική γύμνωση του εαυτού του μέσα από το ρίσκο μιας καταστροφικής εμμονής και μόνον; Αξίζει στην τέχνη αυτή η απέλπιδη αφοσίωση; 

Η διάρκεια της στιγμής μοιάζει πολύ με τη βιωμένη παιδική βεβαιότητα για την αποκλειστική αιωνιότητά της, μονολόγησε με αμυδρό χαμόγελο. Ο χρόνος απέναντι στη θέληση του δημιουργού, στο σπινθήρισμα που υπόσχεται τη λάβρα, στο γέννημα του κάλλους, υπολείπεται˙ ένα ασπόνδυλο σύνολο γίνεται, μια βασανιστική λεπτομέρεια στη ροή των πραγμάτων που νικιέται κατά κράτος αλλ’ όμως υφίσταται, ως τελεία, ανάμεσα σε φράσεις της ανθρώπινης τυχαιότητας.

Έβηξα αμήχανος. Τα χαρτιά είχαν γεμίσει από άτσαλα γραμμένες λέξεις που αναπηδούσαν πάνω στο τραπέζι. Η αναστάτωση αυτή θα γινόταν σε λίγο εμφανής. Πανικοβλήθηκα πια, ντρεπόμουν. Θα χαθούν άμα φυσήξει αέρας εδώ μέσα, θα πέσουν στο πάτωμα και θα ποδοπατηθούν από τους θαμώνες… Στράφηκα προς εκείνον. Ήταν ήσυχος, καταπραϋντικός. Έπιασε μια σελίδα και με τον δείκτη του χεριού του καθοδήγησε τη ματιά μου. Όλες οι λέξεις ήταν γραμμένες με τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα.


[Διήγημα από τη συλλογή Οι αλλόκοτες ιστορίες - ανολοκλήρωτη, σ' επεξεργασία]



Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης γράφει για την έκδοση των ποιημάτων του έλληνα υπερρεαλιστή, αυτών που βρίσκονται ανάμεσα στα «παλαιά» και στην «Υψικάμινο» και τα οποία βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε καθαρά όλες τις φάσεις της πορείας του
  
Ο χαμένος κρίκος στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ 
1934 
Προϊστορία ή Καταγωγή 
Εκδόσεις Αγρα, 2014, 
σελ. 192, τιμή 15 ευρώ

Ο Εμπειρίκος εμφανίστηκε στα γράμματά μας αιφνιδίως τον Μάρτιο του 1935 με την αιρετική Υψικάμινο. Η έκδοση αυτή ήταν, όπως μπορούμε να κρίνουμε σήμερα, ένα είδος λογοτεχνικού και πολιτικοκοινωνικού happening, πράξη επαναστατική, υπαγορευμένη εν πολλοίς από την υπερρεαλιστική ομάδα της παρισινής Place Blanche στην οποία ο ποιητής μαθήτευσε «με πάθος νεοφωτίστου». Είχε προηγηθεί, τέλος Ιανουαρίου 1935, η διάλεξη του ιδίου για τον σουρεαλισμό, γεγονός που ξάφνιασε τους λίγους ακροατές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εναντίον», όπως μαρτυρεί  ο  Ελύτης. Τον Μάρτιο του 1935, ταυτόχρονα σχεδόν με την Υψικάμινο, κυκλοφορεί επίσης ένα μείζον νεοελληνικό νεωτερικό κείμενο, τοΜυθιστόρημα του Σεφέρη, που (αρχικά τουλάχιστον) έφερε σε αμηχανία τους θαυμαστές της Στροφής και της Στέρνας. Ωστόσο γρήγορα, καθώς αναγνωρίστηκαν τα κύρια στρώματα του Μυθιστορήματος, δηλαδή η Μικρασιατική Καταστροφή και η αρχαιοελληνική μυθολογία, η συλλογή κατανοήθηκε κάπως και τα πράγματα ηρέμησαν. Αντίθετα, ηΥψικάμινος παρέμενε terra incognita, τόπος απροσδιόριστος και «εχθρικός» για  αναγνώστες και κριτικούς. Οπως πιστεύουμε, ένας λόγος που συνετέλεσε στη διαπόμπευση της Υψικαμίνου από κριτικούς της τάξεως του Μυριβήλη ήταν και το γεγονός ότι τα 63 πεζόμορφα ποιήματά της  δεν είχαν κανέναν εθνικό, ελληνοκεντρικό ή μυθολογικό χρωματισμό. Επιπλέον το λογοτεχνικό παρελθόν του Εμπειρίκου, σε αντίθεση με το παρελθόν του Σεφέρη, ήταν ολωσδιόλου άγνωστο. Η καταγωγή του Μυθιστορήματοςμπορούσε να εντοπισθεί, ενώ η Υψικάμινος, με αδιάγνωστο το  παρελθόν του δημιουργού της και χωρίς ερμηνευτικά κλειδιά, χλευάστηκε. Ομοια και χειρότερα χλευάστηκε και ο Νίκος Εγγονόπουλος, όμως αυτός έζησε να δει την αναγνώριση του έργου του. Αντίθετα ήρθαν τα πράγματα για τον Εμπειρίκο. Παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της  Γενιάς του Τριάντα αναγνώριζαν και ομολογούσαν την αξία του Εμπειρίκου, ο ίδιος ούτε τιμήθηκε ούτε επιβραβεύτηκε ενόσω ζούσε. Η ελληνική Πολιτεία ουδέποτε τον τίμησε. Ισως καλύτερα!

Καθαρότερη και ισχυρότερη

Σήμερα και μετά την έκδοση πολλών σημαντικότατων έργων του Εμπειρίκου η θέση του μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνία είναι καθαρότερη και ισχυρότερη. Ωστόσο το λογοτεχνικό παρελθόν του  τον Μάρτιο του 1935 (όταν και πρωτοεμφανίζεται) ήταν αδιάγνωστο. Πώς και από πού εμφανίστηκε αυτός ο «Υψικάμινος»; Αργότερα ο ίδιος κάνει λόγο για την επαφή του με τον υπερρεαλισμό, για τη χρήση της αυτόματης γραφής (όσο αυτό μπορεί και ισχύει), για τη φύση των ποιημάτων που παράγονται μετά την Υψικάμινο. Τα ποιήματα αυτά, λέει, τα μετά την Υψικάμινο, δεν τα παρήγαγε η αυτόματη γραφή, όλα τους όμως είναι λουσμένα στο φως του υπερρεαλισμού. Αυτά τα κείμενα (Αι Γενεαί Πάσαι, η Οκτάνα κ.ά.)  συνιστούν μιαν άλλη κατηγορία ποιημάτων του Εμπειρίκου, την τέταρτη, την τελευταία. Η πρώτη κατηγορία της παραγωγής του Εμπειρίκου συστήνεται από κείμενα που βρίσκονται στιςΕπιστολές του (2009) ή έχουν παρουσιασθεί σποραδικά αλλού (βλ., λ.χ., «Το Βήμα», 3.12.2001). Εχουν συνταχθεί κυρίως στη δεκαετία του Είκοσι και είναι, θα λέγαμε, ποιήματα παλαμικής τάξεως. Υπάρχουν όμως ανάμεσά τους και χαριτωμένα σονέτα που απηχούν παλαιότερες φωνές (Σολωμό, Μαβίλη, Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη κ.ά.). Τέλος, ο Εμπειρίκος (και είναι αυτό που σήμερα μας ενδιαφέρει) πολύ συχνά αναφέρεται σε μια άλλη κατηγορία ποιημάτων, γραμμένων πριν από την Υψικάμινο, που ο ίδιος χαρακτηρίζει προ-υπερρεαλιστικά ή μη-υπερρεαλιστικά. Παράγονται με βάση τον ελεύθερο συνειρμό (όχι με την αυτόματη γραφή), κατ' αναλογία με το θέαμα που προσφέρει η ροή του διάσημου καταρράκτη της Ελβετίας! Ο Εμπειρίκος δείχνει υπερήφανος γι' αυτά τα ποιήματα, αλλά δεν φαίνεται να τον ικανοποιούν αρκετά. «Καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δεν με ικανοποιούσαν. (...) Ενώ διέφεραν από τα άλλα στη μορφή, δεν διέφεραν αρκετά στην ουσία ("Αμούρ-Αμούρ")». Αυτά είναι τα ποιήματα που εκδίδουμε σήμερα, τα ευρισκόμενα ανάμεσα στα «παλαιά» ποιήματα της δεκαετίας του Είκοσι και στηνΥψικάμινο. Είναι ο χαμένος κρίκος της εξελικτικής πορείας του Εμπειρίκου. Βρέθηκαν μαζί με άλλα κείμενα μόλις πριν από λίγα χρόνια.

Σε τρεις φάσεις

Η παρούσα συλλογή που φέρει τον διπλό τίτλο 1934 και Προϊστορία ή Καταγωγή γράφεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη (1933) περιλαμβάνει 23 ποιήματα, ανάμεσα στα οποία το ήδη δημοσιευμένο «Θέαμα του Μπογιατιού»,  το οποίο σε ανύποπτο χρόνο έχει εκθειάσει ο Ελύτης. Το 1933 είναι πολύ σημαντικό έτος για τον Εμπειρίκο. Συναντά για πρώτη φορά τον Μπρετόν, αρχίζει ψυχανάλυση, έρχεται σε ρήξη με τον πατέρα του, παραιτείται από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Συντάσσει τη (λανθάνουσα)  συλλογή «Σκηνές μελλοντικών γεγονότων ή ο θρίαμβος του ιστορικού μας υλισμού», ποιήματα της οποίας υπάρχουν και στις φάσεις του 1933 και του 1934. Συντάσσει δύο κομμουνιστικά μανιφέστα και, το σημαντικότερο, γνωρίζεται με τον Ν. Καλαμάρη. Του αφιερώνει δύο ποιήματα και τον μυεί στον υπερρεαλισμό. Ο  Νίκης, που έχει ήδη  έντονη παρουσία στα γράμματα και έχει ασχοληθεί με τον Καβάφη, είναι αυτός που πιθανότατα συστήνει τον Αλεξανδρινό στον Εμπειρίκο. Ο Νίκης διαβάζει τα ποιήματα του  φίλου του και μοιάζει να τα εγκρίνει σημειώνοντας  στο τέλος κάθε ποιήματος ένα «Ν»!


Η εκδοχή του 1934 περιλαμβάνει 39 ποιήματα, από τα οποία επτά (7) προέρχονται από το corpus του 1933. Το 1934 συμβαίνει η ρήξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με τον υπερρεαλισμό, γεγονός που επηρεάζει τον Εμπειρίκο. Ωστόσο και στη συλλογή του 1934, όπως την ονομάζει, ανευρίσκονται  επαναστατικά ποιήματα. Αυτή είναι η κεντρική συλλογή που ήταν έτοιμη να εκδοθεί το 1934 (εξ ου και ο τίτλος), όπως δείχνουν και τα χρονολογημένα το 1934 σχέδια του Γουναρόπουλου τα ετοιμασμένα για αυτόν τον σκοπό. Η έκδοση των προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων ματαιώνεται από την ορμητική εμφάνιση τηςΥψικαμίνου, η οποία, όπως συνάγεται, θα πρέπει να γράφεται (παράλληλα με τα  πρώτα μέρη της Ενδοχώρας) στο τέλος του 1934. Ενδεχομένως αυτό να γίνεται στο Παρίσι, με την άμεση επίδραση της υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία εντάσσεται τώρα ο ως τότε μοναχικός επαναστάτης Εμπειρίκος. Τέλος, το 1971 ο ποιητής δοκιμάζει να ανασυστήσει τη συλλογή του 1934 με τον τίτλο Προϊστορία ή Καταγωγή. Από τα 15 ποιήματα της τα 13 προέρχονται από τα ποιήματα του 1934. Η νέα απόπειρα παραμένει ημιτελής - ο ποιητής είχε απολέσει, στο μεταξύ, μεγάλο μέρος από το corpus των παλαιών προ-υπερρεαλιστικών ποιημάτων.


Διαβάζοντας σήμερα αυτά τα ποιήματα σκεφτόμαστε  πως, αν αυτή η συλλογή (ο χαμένος κρίκος) είχε δημοσιευθεί το 1934, η εικόνα του Εμπειρίκου θα ήταν διαφορετική. ΗΥψικάμινος θα είχε την προϊστορία της. Ο ποιητής, όμως, καλώς κατά τη γνώμη μας, έπραξε διαφορετικά και ακολούθησε αυτόν τον δρόμο.  Επίσης, αντιπαραβαλλόμενα τα επαναστατικά ποιήματα του Εμπειρίκου, τα συνταγμένα το 1933/34, με τα δημοσιευμένα τότε ανάλογα ποιήματα του Ν. Κάλας, που εξακολουθούν να θαμπώνουν πολλούς, κάνουν τα ποιήματα του τελευταίου να φαίνονται απλοϊκά και «δασκαλίστικα». Και ως προς αυτό το σημείο η ιστορία γράφηκε διαφορετικά και ενδεχομένως καλύτερα που γράφηκε έτσι. Γεγονός παραμένει πως μπορούμε σήμερα πια να δούμε καθαρά τις τέσσερις φάσεις της καθόλου ποιητικής πορείας του Εμπειρίκου και να μελετήσουμε το όλον Σχέδιο.



Καβαφική καταγωγή
Ορισμένα θέματα του Εμπειρίκου που θα εμφανιστούν μετά την Υψικάμινο ευρίσκονται εν σπέρματι στα ποιήματα του 1933 και 1934. Παράδειγμα, το παρακάτω ποίημα που γράφεται και αφιερώνεται στη μνήμη του Κ. Π. Καβάφη έναν χρόνο μετά τον θάνατό του.

Υπερωκεάνειος πλους 
ή Πλους υπερωκεανείου

Εις μνήμην του Κ.Π. Καβάφη που πήγε πέρσι για πάντα στην Ιθάκη

Από σταβέντο φάνηκε τ' ωραίο νησί
Μα το βαπόρι μας δεν πόντισε. Θα πάμε
πολύ μακρύτερα. Γι'αυτό μια νάρκη
χαρακτηρίζει την ώρα αυτή.

Κι όταν εξαντληθούνε τα βιβλία
Και μάθουμε τους χάρτες της πορείας
Οταν εξαντληθούν οι ψίθυροι και το φεγγάρι
Και φτάσουμε στον τόπο της προσέγγισης
Θα κατεβούμε να χαρούμε το λιμάνι
Θα κατεβούμε ν' αγοράσουμε gold flakes
«Και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»
Διά την συνέχεια του πηγαιμού μας.
Κι ελπίζω να 'ναι το ταξίδι μακρινό
«Γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις»
«Τώρα που μάθαμε  και μεις οι Νέες Υόρκες τι σημαίνουν».
Αθήνα, 14.8.1934

Η γνωστή σύνθεση της Ενδοχώρας «Στροφές στροφάλων», συνταγμένη στη διετία 1935-1936, δείχνει με ποιον τρόπο μετασχηματίστηκε και ενσωματώθηκε  στο ποίημα αυτό η ιδέα της «Ιθάκης». «Χαίρε που δεν αφέθηκες να γοητευθής απ' τις σειρήνες / Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ποίημα του 1934, με τους ενσωματωμένους και πειραγμένους καβαφικούς στίχους, μοιάζει να προοιωνίζεται τον μεγάλο υπερωκεάνιο πλου, τον Μεγάλο Ανατολικό. Κοντολογίς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο ηδονικός Μέγας Ανατολικός έχει καταγωγή καβαφική!