Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Μιχαήλ Λέρμοντοφ Ο θάνατος του ποιητή

Πηγή:http://samizdatproject.blogspot.gr






Ο θάνατος του ποιητή*

Πέθανε ο ποιητής - δέσμιος της τιμής -
Σωριάστηκε. Με φήμες συκοφαντημένος,
με το μολύβι στο στήθος και τη δίψα της εκδίκησης,
σκύβοντας το περήφανο κεφάλι!..
Δεν άντεξε η ψυχή του Ποιητή
των ευτελών προσβολών τη ντροπή,
ενάντια στην άποψη του κόσμου πήγε

Μόνος, όπως και πριν .... μα σκοτώθηκε!
Σκοτώθηκε!... Προς τι τώρα οι κλαυθμοί,
των ανόητων εγκωμίων η χορωδία
και ο θλιβερός της δικαίωσης ψίθυρος;
Του πεπρωμένου η απόφαση εφαρμόστηκε!
Εσείς δεν ήσασταν που πρώτοι διώξατε με φθόνο
το ελεύθερο,  παράτολμο του χάρισμα
και για τη διασκέδαση φυσούσατε
την πυρκαγιά που μόλις είχε σβήσει;
Εμπρός λοιπόν! Διασκεδάστε...τα τελευταία
βάσανα δεν άντεξε:
έσβησε, σα κερί, η θαυμαστή διάνοια,
μαράθηκε του θριάμβου το στεφάνι.
Ψυχρά ο φονιάς του
χτύπησε ... δεν έχει σωτηρία:
η άδεια καρδιά χτυπάει ρυθμικά,
το χέρι δεν πρόλαβε να αγγίξει το πιστόλι.
Προς τι η έκπληξη; ... Από μακριά,
αυτός ανάμεσα σε εκατοντάδες πρόσφυγες,
αναζητώντας ευτυχία κι αξιώματα
ρίχτηκε από της μοίρας το καπρίτσιο ∙
Γελώντας, περιφρονούσε τολμηρά
της γης τη ξένη γλώσσα και τα έθιμα ∙
Δεν μπόρεσε από τη δική μας δόξα να γλιτώσει ∙
Δεν μπόρεσε να καταλάβει εκείνη τη ματωμένη τη στιγμή,
ενάντια σε τι εσήκωνε το χέρι!...



Να όμως που σκοτώθηκε - το μνήμα μας τον πήρε,
όπως εκείνος ο τραγουδιστής, ο άγνωστος, μα τόσο συμπαθής,
θήραμα φθόνου άγριου,
τραγουδισμένος απ' αυτόν με πάθος θαυμαστό,
μα σκοτωμένος όπως κι αυτός, από ανελέητο χέρι.
Γιατί απ' την ανέμελη ζωή και την απλοϊκή φιλία
στον άλλο κόσμο πήγε ζηλόφθονος και πνιγηρός
για την ελεύθερη καρδιά και τα φλογερά πάθη;
Γιατί έδωσε το χέρι του σε συκοφάντες ποταπούς,
γιατί σε λόγια ψεύτικα και χάδια πίστεψε,
εκείνος που απ' τα νιάτα του κατάλαβε τους άλλους;...
Κι αφού το στεφάνι έβγαλε - ήταν στεφάνι αγκαθωτό,
φτιαγμένο από δάφνες εκείνο που του φόρεσαν:
μα τα αγκάθια στα κρυφά άγρια
πληγώσανε το ένδοξο κεφάλι ∙
Φαρμακωμένες ήταν οι τελευταίες του στιγμές
με ψίθυρους ύπουλους αγράμματων γελοίων,
πέθανε εξαιτίας δίψας άσβεστης για εκδίκηση,
με το κρυφό παράπονο απατηλών ελπίδων.
Έσβησαν οι ήχοι τραγουδιών θαυμαστών,
δεν θα ακουστούν ποτέ ξανά:
το καταφύγιο του τραγουδιστή στενάχωρο, μουντό,
τα χείλη του έχουν σφραγιστεί.
Κι εσείς, αγέρωχοι απόγονοι
γνωστής αθλιότητας πατέρες δοξασμένοι,
με πέλμα δουλικό ποδοπατήσατε τα ερείπια
με το παιχνίδι της ευτυχίας των ατιμασμένων γόνων!
Εσείς, σα πλήθος διψασμένο στεκόσασταν δίπλα στο θρόνο,
της Ελευθερίας, της Μεγαλοφυΐας και της Δόξας δήμιοι!
Κρυφτείτε τώρα κάτω από του νόμου τη σκιά,
δίκη σας περιμένει κι η αλήθεια - σωπαίνετε όλοι!...
Μα υπάρχει κι η δίκη του Θεού, της ατιμίας εραστές!
Υπάρχει η Θεία Δίκη : σας περιμένει ∙
Δεν ακούει του χρυσού τον ήχο,
τις σκέψεις και τις πράξεις γνωρίζει από πριν.
Άδικα τότε καταφεύγετε στην κακιά:
Ξανά δε θα σας βοηθήσει,
Δε θα ξεπλύνετε ποτέ με το μαύρο σας το αίμα,
το δίκαιο αίμα του ποιητή!

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ 


«Η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης τον Σεπτέμβριο του 1963 στο Προλόγισμα της πρώτης έκδοσης των Αντιγραφών[1] του. Με τη διατύπωση αυτής της άποψης, και μάλιστα στην πρώτη-πρώτη αράδα του Προλογίσματός του στο βιβλίο με τα σκόρπια μεταφράσματά του από τα αγγλικά και τα γαλλικά, νομίζω ότι θέλει να μας μεταδώσει την αμηχανία του μπροστά και στο ενέργημα της μετάφρασης ποιημάτων, ως είδους λόγου, και στο αποτέλεσμα της μεταφραστικής δράσης του. Την ίδια ακριβώς εντύπωση μας δημιουργεί και η ανάγνωση του προλόγου του Οδυσσέα Ελύτη στην έκδοση της Δεύτερης Γραφής. Αλλά και ο Γιάννης Ρίτσος στα Μελετήματά του μας αφήνει να καταλάβουμε πως νιώθει αρκετά άβολα μεταφράζοντας ποιήματα, έχει δε μονίμως την έγνοια μην τυχόν και προδίδει τελείως τα πρωτότυπα των ποιημάτων που μετέφρασε – και τα δικά του είναι πάρα πολλά: όσα σχεδόν και των δύο προαναφερθέντων ομοτέχνων του μαζί. Γενικώς ειπείν οι παλαιότεροι ποιητές, που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετάφραση ποιητικών κειμένων (πλην, αίφνης, του Κωσταντίνου Χατζόπουλου και του Κώστα Βάρναλη), καταλαμβάνονταν από μιαν –εκ των υστέρων– συστολή μπροστά σε αυτό που είχαν παραγάγει. Ωσάν να μην ήξεραν πώς θα εκληφθεί από τους «άλλους» της ποιητικής κοινότητας και ωσάν να εφοβούντο μήπως τυχόν «παρεξηγηθεί» η πράξη τους από το σινάφι τους. Κι έψαχναν, έτσι, τρόπους για να ανακοινώσουν –όσο πιο προσεχτικά γινόταν– τη συστολή τους, αλλά και για να κολάσουν την «άγνοιά» τους και τον «φόβο» τους. Γι’ αυτό και προσέφευγαν στην «ονοματολογία», αναζητώντας τη σανίδα που… δεν χρειάζονταν!…
Ο Ρίτσος αποφεύγει να γράψει τη λέξη μετάφραση, προτιμώντας να ακουμπήσει –όπως και πάρα πολλοί άλλοι– στην αθωότητα της λέξης απόδοση. Λες κι έτσι κάτι θαυμαστό γινόταν και δεν επρόκειτο πλέον για μεταφράσεις, αλλά για κάποιο ουδέτερο aliud που παρείχε ασφάλεια στον ποιητή για τις διαγλωσσικές ενασχολήσεις του και συνάμα συγχώρηση για το «αμάρτημά» του να καταπιαστεί με μία –όπως θα την εχαρακτήριζε ο πλατωνικός Γοργίας– «φαύλην τέχνην». Κάτι τέτοιο κάνουν και οι άλλοι δύο ποιητές, ο Ελύτης και ο Σεφέρης· μόνο που αυτοί πάνε το πράγμα πολύ πιο πέρα από εκεί που μπορεί να το φτάσει η χρήση του όρου απόδοση. Αμφότεροι χωρίζουν τις μεταφράσεις σε δύο κατηγορίες, και μάλιστα με τρόπο τέτοιον, ώστε να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικούς και σχεδόν άσχετους μεταξύ τους κόσμους του λόγου: στις μεταφράσεις από τις ξένες γλώσσες στα ελληνικά και στις μεταφράσεις από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας στα σύγχρονά τους ελληνικά. Και ο μεν Ελύτης ονομάζει τις δύο αυτές κατηγορίες δεύτερη γραφή και μορφή στα νέα ελληνικά, ο δε Σεφέρης επιλέγει να τις πει αντιγραφές και μεταγραφές αντίστοιχα.
Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιστημονικώς αφόρητος και δεν αντέχει σε καμμία απολύτως λογική βάσανο. Η μετάφραση είναι καθολική γλωσσική ενέργεια (με τη χουμπολτιανή έννοια του όρου ενέργεια) και, άρα, αφορά όλες τις φυσικές γλώσσες, και δη σε οποιαδήποτε ιστορική τους στιγμή, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Πέραν τούτου ο τεχνικός διαχωρισμός σε «ενδογλωσσική» και σε «διαγλωσσική» μετάφραση είναι εντελώς πρόσφατος, και δεν παρουσιάζει σχεδόν κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον – το πολύ-πολύ να αρθρώνει μια παραδειγματική περιπτωσιολογία, και μάλιστα μόνο σε γλώσσες σαν την ελληνική, που δεν ανήκουν σε ευρύτερη γλωσσική ομάδα. Αν η μετάφραση των επών του Ομήρου ή κάποιου έργου του Αριστοτέλη στα νέα ελληνικά έχει κάποιο –κατά τα προρρηθέντα– ενδιαφέρον, η μετάφραση, φέρ’ ειπείν, μιας ωδής του Οράτιου από τα λατινικά στα γαλλικά ή στα ισπανικά επ’ ουδενί στοιχειώνει «ενδογλωσσική» μετάφραση, κι ας ανήκουν και οι δύο γλώσσες αφίξεως στη λατινική / ρωμανική ομογλωσσία.
Προτίμησα να αρχίσω έτσι, με την nomenclatura, που αίρει –στα μυαλά των δύο ποιητών– την όποια παθογένεια των ποιητικών μεταφρασμάτων, όταν συγκρίνονται με τα πρωτότυπά τους, και απαλλάσσει αυτομάτως τους μεταφραστές-ποιητές για παν αμάρτημα παρ’ αυτών πραχθέν λόγω, έργω ή διανοία! Πιστεύουν, δηλαδή, ότι με τη χρήση ιδιαίτερης επιλεκτικής ορολογίας ξορκίζουν το «κακό» και με τις γάζες της κλείνουν για πάντα στο σώμα της λογοτεχνίας  τις πληγές που άνοιξαν αυτοβούλως οι ίδιοι. Αυτός είναι και ο λόγος που, μολονότι είναι και οι δύο τους δεινοί δοκιμιογράφοι και κοφτερές κριτικές διάνοιες, όχι μόνο δεν μεριμνούν καθόλου ως προς το να αναπτύξουν, έστω και στοιχειώδη μεταφραστικό προβληματισμό, αλλά περιπίπτουν εννέα φορές στις δέκα σε αφόρητες κοινοτοπίες.
Αλλά επειδή το θέμα μας εδώ είναι μόνο ο Σεφέρης, του λοιπού θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με αυτόν. Αμέσως μετά τη γενικευτική και τρόπον τινά αφοριστική άποψή του σχετικά με το πόση ικανοποίηση δίνει η μετάφραση των ποιημάτων, γράφει τα εξής:

Όσο καλά και να δουλέψει κανείς, όσο επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο –το πρωτότυπο– που μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό, πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε· αλίμονο αν προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.

Φως-φανάρι πως πρόκειται για περίτεχνες αφέλειες, που αντέχεις να τις διαβάσεις, μόνο και μόνο επειδή είναι όντως περίτεχνα δοσμένες… επειδή είναι, δηλαδή, κυριολεκτικώς φιλοτεχνημένες. Γιατί ποιός μιλάει πια –για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς το επιφώνημα του Σεφέρη–αλίμονο, για «το σωστό», χωρίς να κινδυνεύει να φαίνεται τουλάχιστον γραφικός; Δεν υφίσταται «το σωστό», το αληθώς και αντικειμενικώς και καθολικώς ισχύον ως τέτοιο.
Η μετάφραση δεν χωρεί στον κανόνα των φυσικών επιστημών –πέραν του ότι επ’ ουδενί είναι επιστήμη–, όπου το ένα ισχύει δια παντός και έναντι παντός. Στη μετάφραση υπάρχουν πολλά «σωστά», τόσα πολλά δε όσοι και οι μεταφραστές που έχουν μεταφράσει ένα δεδομένο ποιητικό κείμενο. Εννοείται, βεβαίως, ότι δεν λέμε πως στις μεταφράσεις δεν εμφιλοχωρούν λάθη – κάθε άλλο! Μιλώντας, όμως, για λάθη σε ένα μετάφρασμα, δεν μπορούμε παρά να περιοριζόμαστε σχεδόν πάντα σε λάθη σημασιακού χαρακτήρα, παναπεί σε λάθη οφειλόμενα στην καθαρή εκ μέρους του μεταφραστή άγνοια περί τις σημασίες των γλωσσικών σημείων που προκαλεί το erratum. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων hotel de ville δεν είναι το ξενοδοχείο της πόλης, αλλά το δημαρχείο της, η δε έκφραση its raining cats and dogs ουδόλως σημαίνει ότι βρέχει γατόσκυλα, αλλά ότι –όπως το λέμε συνήθως στα ελληνικά– ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Σε μια μετάφραση ποιητικού κειμένου, ωστόσο, δεν αποκλείεται καθόλου μα καθόλου να βρέχει γατόσκυλα στο ξενοδοχείο της πόλης, αφού, άλλωστε, δεν έχει αποκλεισθεί, σε ένα πρωτότυπο ποίημα να «κυκλοφορούν» επιμελεία Απόστολου Μελαχρινού και Ανδρέα Εμπειρίκου προτάσεις και φράσεις όπως Τα ρόδα ξενιτεύονται σε μνημική εξορία και Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ’ στα μπουκέτα. Ποιό είναι, άραγε, «το σωστό» – το ένα σωστό;
Κι έπειτα δεν ισχύει ούτε εκείνο το αφοριστικό και οιονεί παράλογο ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα από το σωστό, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε. Καλώς ή κακώς τίποτα δεν μετριέται έτσι στη μετάφραση. Τέτοια λόγια δεν είναι παρ’ απλώς «ξόρκια». Τόσο στη συγγραφή όσο και στη μετάφραση ενός ποιήματος διαδραματίζουν εξωτερικό ρόλο οι ίδιοι ακριβώς σημασιακοί, συντακτικοί, πραγματολογικοί, υφολογικοί, αισθητικοί «δρώντες» καθαυτούς· όπως γράφεται εξωτερικώς το πρωτότυπο, έτσι γράφεται εξωτερικώς και το μετάφρασμα. Επειδή τους εσωτερικούς «δρώντες» του πρωτοτύπου δεν τους γνωρίζουμε –εκτός και αν έχουμε τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, την οποία και μπορούμε (χωρίς, πάντως, να υποχρεούμαστε) να τη λάβουμε υπόψη–, αυτό που κατά κανόνα κάνουμε είναι να τους αποκωδικεύουμε ερμηνευτικά· στο ανακωδικευμένο μετάφρασμα δεν γίνεται αλλιώς παρά να εκφρασθούν οι ειρημένοι εσωτερικοί «δρώντες» μόνο κατά το προσωπικό ήθος του μεταφραστή και με βάση τους μορφολογικούς κανόνες και τα πολιτιστικά συνυφαινόμενα της γλώσσας αφίξεως. Άρα, όχι μόνο δεν χωρούν καθόλου στη μετάφραση τα σχήματα του τύπου «ψηλότερα» και «χαμηλότερα», αλλά και δεν ισχύει καν η αποστροφή για το επαπειλούμενο κακό, αν αλίμονο, προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.
Πιο κάτω στο Προλόγισμά του ο Σεφέρης εξηγεί για ποιόν ακριβώς λόγο έδωσε στο βιβλίο του το περίεργο τίτλο Αντιγραφές:

Όταν μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ, σε μια γλώσσα –τη δική μας– που μας είναι έμφυτη και την αγαπούμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μου φαίνεται, σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν’ αντιγράφουν, είτε για ν’ ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων.

Αντιπαρερχόμαστε χωρίς σχόλια τα περί αγάπης σχετικά με τις γλώσσες, καθότι είναι λόγια και πάλι εξόχως αφελή, και κρατάμε το εικαστικό κριτήριο που εισάγει ο Σεφέρης, για να χαρακτηρίσει τη φύση της μετάφρασης, ή, καλύτερα, του κάθε μεταφράσματος. Από τη μία θεωρεί το πρωτότυπο ως μοναδικό έργο ζωγραφικό, που υπάρχει διατιθέμενο σε όλων τα βλέμματα σε κάποιο μουσείο, και από την άλλη βλέπει το μετάφρασμα ως μιαν απόπειρα αντιγραφικής αναπαραγωγής του πρωτοτύπου. Αλλά, ενώ η σύλληψη του Σεφέρη είναι όντως μεγαλοφυής (και αν το καλοσκεφτούμε, μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα ωραιότερα και στα πλέον προσφυή επιχειρήματα πλατωνικών διαλόγων σαν το Θεαίτητο και τον Κρατύλο), δεν φτάνει παρά μόνο μέχρι τα μισά του δρόμου, λες και κάπου σκοντάφτει – για να μην πω: λες και κάπου θέλει πάντα να σκοντάφτει. Παρόλο που δεν το λέει, μοιάζει σαν να μην του περνάει καν από το μυαλό ότι αντιγραφές του ίδιου πίνακα μπορούν άνετα να παραγάγουν πλείονες του ενός αντιγραφείς. Αν το είχε σκεφτεί, θα είχε σίγουρα αποφύγει να μιλήσει πιο πάνω για «το σωστό», και μάλιστα θα το είχε αποφύγει για δύο λόγους: πρώτον, επειδή έτσι «το σωστό» είναι αποκλειστικά και μόνο το πρωτότυπο, μην αφήνοντας καθόλου χώρο ορθότητας για τις αντιγραφές του· και δεύτερον, επειδή, αν τα μεταφράσματα του πρωτοτύπου είναι πλείονα του ενός, τότε ή κανένα τους δεν είναι «το» σωστό (σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη) ή όλα τους είναι σωστά, πράγμα που δεν φαίνεται ότι ασπάζεται με κανέναν τρόπο ο Σεφέρης, αδικώντας και τον εαυτό του.
Αλλά γιατί έπιασε και αντέγραψε πίνακες διαφόρων ποιητών-ζωγράφων και γιατί συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις αντιγραφές του σε ιδιαίτερο τόμο, βάζοντας τον Γέιτς μαζί με τον Κλωντέλ, και τον Πωλ Βαλερύ παρέα με τον Ανρί Μισώ, για να μείνουμε μόνο σε αυτούς; Ας ακούσουμε τί μας λέει:

Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μιά ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τί μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλλον ειρμό η συλλογή αυτή, και δε θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης.


Ο σκοπός αυτός ακούγεται ευγενής, οι δε ευγενείς προθέσεις του «αντιγραφέα» ουδόλως αμφισβητούνται. Πρόκειται για ομολογία ειλικρινή και σταράτη. Στο νου του είχε μόνο ένα ενέργημα προς δύο κατευθύνσεις: να μεταφράσει ποιητικά κείμενα και να ελέγξει το ενέργημά του αυτό διαπιστώνοντας, πρώτα, αν δια της γραφίδος του μπορούν όντως να μεταφερθούν στη γλώσσα μας κείμενα ξένα και, δεύτερον, αν αντέχουν να υπάρχουν ακόμη ύστερα από τη μεταφορά τους. Αφού τα δημοσίευσε, πάντως, σίγουρα απαντά καταφατικά στο δεύτερο ερώτημά του: κατά τη γνώμη του, όντως αντέχουν στη γλώσσα μας – τους πάει, με άλλα λόγια, το ελληνικό γλωσσικό ένδυμα. Και, άρα, με ένα υπόρρητο επιχείρημα a minore ad maius, μπορούν και άλλοι ποιητές να «αντιγράψουν» ξένα ποιητικά κείμενα και να τα ντύσουν ελληνικά – οπότε έτσι απαντάται καταφατικά και το πρώτο ερώτημά του, που ενδεχομένως (: διάβαζε σίγουρα) απασχολούσε και άλλους ποιητές.
Όμως έτσι ο Σεφέρης βλέπει τη μετάφραση πολύ στενά – για να ακριβολογούμε: πιο στενά δεν γίνεται! Αν κάτι μεταφράζεται, μεταφράζεται από όλες τις γλώσσες προς όλες τις γλώσσες. Και επειδή ό,τι λέγεται σε μία γλώσσα και άπαξ λεγόμενο αποτελεί μόριο του γλωσσικού σύμπαντος, μεταφράζεται δυνητικά σε όλες τις άλλες γλώσσες. Πώς μεταφράζεται; Μολονότι δεν είναι τούτος ο κατάλληλος τόπος για να μιλήσουμε εξαντλητικά για τον σχετικό τρόπο, θα αρκεσθούμε να πούμε ότι γενικώς η μετάφραση γίνεται κάπως… με κάποιον τρόπο – ακόμα και με «αντιγραφή»! Γίνεται δηλαδή «οπωσδήποτε», τόσο με τη νεοελληνική σημασία της λέξης, όσο και με την αρχαιοελληνική της, που σημαίνει –το είπαμε ήδη– «με κάποιο τρόπο».
Τη μέριμνα, όμως, του Σεφέρη, όπως τη διαβάσαμε να εκφράζεται, την τονίζει η αγωνία του για κάτι άλλο: για το αν η δημοτική γλώσσα, που πολεμήθηκε τόσο πολύ και με κάθε μέσο από τα κέντρα και τις συμμορίες της καθαρολογίας, μπορεί να φανεί αντάξια στο να αντέξει υψηλά έργα άλλων κουλτουρών. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται «ξεπερασμένο» ή «άνευ σημασίας» στις μέρες μας, τότε όμως, οπού διατυπώθηκε, δεν ήταν. Κάθε άλλο μάλιστα! Ο συνήθης κατά της δημοτικής ψόγος ήταν ότι, ενώ είναι ενδεχομένως (δηλαδή: όχι πάντα!) κατάλληλη για να γραφούν σε αυτήν έργα λογοτεχνικά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των υψηλών έργων της επιστήμης. Από ό,τι φαίνεται, προς στιγμήν ακόμα και ο Σεφέρης ξεχνά ότι η μετάφραση είναι λογοτεχνία! Για το δεύτερο μέρος του ψόγου, αρνούμαι να χαλαλίσω έστω και μία αράδα.
Όμως, αλήθεια, τί τον έπιασε τον Σεφέρη (παρόλο που παραδέχεται ότι δεν είναι πολύ ικανοποιητικό το αποτέλεσμα της επιλογής του) και εξελλήνισε όλα τα κύρια ονόματα και γέμισε με τελείες τα επώνυμα των ποιητών πάνω από όσα σύμφωνα δεν διαθέτει φθογγολογικό ισότιμό τους η ελληνική; Τί είδους παραχώρηση προς το καθαρολογικό πνεύμα είναι αυτή από έναν κορυφαίο στυλοβάτη της δημοτικής λαλιάς; Δεν είναι, αλήθεια, εκτρωματικό να διαβάζουμε Έσρας Πάουνδ (με τελεία πάνω από το δ) και Ανδρέας Ζιδ (με δύο τελείες πάνω από το Ζ και το δ);! Τέλος πάντων – δεν είναι μεν το θέμα μας εκεί, αλλά, όπως και να το κάνουμε, μας ξενίζει ο τρόπος… και πολύ μάλιστα
Εκτός από «αντιγραφή» η μετάφραση είναι για τον Σεφέρη και κάτι άλλο, το οποίο προεξαγγελτικώς χαρακτηρίζω και ως την κύρια συμβολή του στον μεταφραστικό προβληματισμό. Γράφει ο Σεφέρης:

Τέλος θα έπρεπε ίσως να σημειώσω συνοπτικά ότι η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης –θα έλεγα της ποιητικής τάξης– όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ’ εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υποχρεωμένος ν’ ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο. Υπερβολή. Αλλά μου είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν μπορεί να έχει, με τη νέα του μορφή, τις ίδιες λειτουργίες, που είχε στη γλώσσα που το γέννησε. Στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή.

Στις γραμμές, που προηγήθηκαν, ακούγονται σπαράγματα από τη γνωστή περί γλώσσας και μετάφρασης θεωρία του Χέρντερ και του Χούμπολτ. Το ποίημα, που γεννιέται και μεγαλώνει σε συγκεκριμένο κόσμο φυσικής γλώσσας, (μπορεί να) υπάρχει μόνο εκεί, διότι μόνο εκεί (μπορεί να) επιτελεί όλες τις γλωσσικές λειτουργίες, επί τη βάσει των οποίων έχει γραφεί. Εκεί, επίσης, βρίσκεται και το πολιτιστικό του θεμέλιο, η κουλτουραλική του κρηπίδα, που είναι αδύνατο να μετακινηθεί. Η κοσμοθέαση (γερμανιστί Weltansicht) του ποιητή, που εκφράζεται δια του ποιήματός του, υπακούει σε μιαν εθνογλωσσική κοσμοθεωρία (γερμανιστί Weltanschauung) στέρεα και αμετακίνητη. Το ποίημα, το κάθε ποίημα δηλαδή, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα γραπτό κοσμοείδωλο (γερμανιστί Weltbild) της ποιητικής κοσμοθέασης μέσα από τον φακό της εθνογλωσσικής κοσμοθεωρίας. Αυτά ο Σεφέρης ίσως τα εγνώριζε, ίσως πάλι να μην τα εγνώριζε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, τα αισθανόταν τουλάχιστον ενστικτωδώς, γι’ αυτό και είναι αρκετά εφεκτικός μπροστά σε ό,τι αφορά τη «μετάφραση» ως δημιουργία… γι’ αυτό και μιλάει για «το σωστό» και γι’ αυτό επιστρατεύει το εικαστικό κριτήριο της «αντιγραφής» (της «reproduction»), ενώ θέλει να πει για την κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητα της ποίησης, θέση την οποία κατά βάθος ασπάζεται. Οπότε και μπορούμε να πούμε το φαινομενικώς, αλλά όχι πραγματικώς παράδοξο ότι μεταφράζει για να αποδείξει τη μη δυνατότητα υπάρξεως μεταφράσεων.
Παρόλο που δεν το λέει ρητά, από την έννοια του κοσμοειδώλου ξεκινά τον μεταφραστικό του αγώνα ο Σεφέρης – αγώνα, που για να λέμε την αλήθεια, είναι πολύ μεγάλος, ασχέτως του αν μας ικανοποιούν ή όχι τα αποτελέσματά του. Επειδή είναι ποιητής (και ταυτίζεται με τους ποιητές ως πρωτότυπους δημιουργούς), στο βάθος του νου του γνωρίζει ότι, όποτε μεταμφιέζεται σε μεταφραστή (με όσες «ποιητικές» αρετές και αν κοσμείται), πάντα θα αναγκάζεται να καταλαμβάνει αυθαιρέτως και εν γνώσει του στο μετάφρασμα μεγάλα τμήματα της ποιητικής auctoritas ενός συναδέλφου του, και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος δεν θέλει καν να το σκεφθεί ότι θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στα δικά του πρωτότυπα δημιουργήματα. Αυτό το νόημα έχει, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά στον «κόσμο» του ποιήματος.
Στο κάθε ποίημα, που γράφεται, ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο της γλώσσας ολόκληρης στη συγχρονία και τη διαχρονία της και μέσα στη δική της επικράτεια. Από τη στιγμή που κάποιος αναλαμβάνει να μεταφράσει το ποίημα, δεν μεταφράζει «κόσμο», αλλά «λέξεις»: τις τυπωμένες στο χαρτί μπροστά του λέξεις. Και τούτο είναι κάτι πιο λίγο και από ελάχιστο για τον Σεφέρη. Γι’ αυτό και η αγωνία του να μας εκμυστηρευθεί το επιχείρημα του φυσιοδίφη, και δη όχι από τη μεριά του μεταφραστή, αλλά από τη μεριά του αναγνώστη, και μάλιστα του «καλύτερου δυνατού» – ό,τι και αν σημαίνει τούτο το τελευταίο. Η ιδέα του ευρεθέντος σπονδύλου (δηλαδή του ταπεινού μεταφράσματος), δια του οποίου ανασυστήνεται ένα γιγαντιαίο προκατακλυσμιαίο θηρίο (δηλαδή το γιγαντιαίο context, μέσα στο σύμπαν του οποίου γεννήθηκε το ποιητικό πρωτότυπο του μεταφράσματος), τού είναι αναγκαία, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να το ανασυστήσει, αλλά για να δικαιολογήσει, έστω και με τα πλέον ισχνά επιχειρήματα, την επιμονή του να είναι «φυσιοδίφης».
Έχω την εντύπωση (και ας με συγχωρήσει η ιερή μνήμη του ποιητή) ότι με μερικές περίτεχνες αφέλειες και με κάμποσα –κατά τη γνώμη μου– ηθελημένα «ήξεις-αφήξεις» καταλήγει στο να υποδιατυπώνει μεν τον κανόνα της κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητας της ποίησης, αλλά και να τον αναιρεί συνάμα με το παράδειγμά του, καθώς αφ’ ενός μεν ο ίδιος μεταφράζει πλήθος κειμένων, και αφ’ ετέρου γράφει ότι ανεξαρτήτως του τί είναι και τί κάνει το πρωτότυπο με το άπαν των ποιοτήτων του, το μεταφραστικό αποτέλεσμα στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή. Έχω την εντύπωση ότι με τα λόγια του αυτά ο Σεφέρης ανοίγει –ενστικτωδώς μεν, και πάλι ηθελημένα όμως– μια πόρτα για να περάσει η μεταγενέστερη θεωρία περί της διπλής πατρίδας των μεταφρασμένων κειμένων. Περί αυτού, όμως, άλλη φορά, και με την πρόσφορη για κάτι τέτοιο αφορμή.







[1] Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης [πρώτη έκδοση, Απρίλιος 1965· φωτολιθογραφική ανατύπωση (με διορθώσεις) 1969·], δεύτερη έκδοση (οριστική με επίμετρο), Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 7-8. Τη δεύτερη έκδοση λαμβάνουμε υπόψη μας για τη σύνταξη του παρόντος σύντομου δοκιμίου.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ποιητική


Στο καινούριο, 13ο τεύχος της ποιητικής φιλοξενείται ύλη πολύμορφη και πλούσια, αντιπροσωπευτική των πολλών και ποικίλων ενσαρκώσεων του ποιητικού πεδίου. Από τον Πρόλογο της Αντιγόνης, σε αδημοσίευτη, ως τώρα, απόδοση του Δ. Ν. Μαρωνίτη, μέχρι δυο κείμενα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μεταφρασμένα από τους Δημήτρη Καλοκύρη και Αχιλλέα Κυριακίδη, φέτος που τα Άπαντά του επανακυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Πατάκη. Και από την πολεμική του Ήρκου Αποστολίδη υπέρ του Κ. Π. Καβάφη, καθώς το έργου του οικουμενικού Αλεξανδρινού εξακολουθεί, με αφορμή και τους περσινούς εορτασμούς, να αποτελεί διαφιλονικούμενο πεδίο και αφορμή φιλολογικών διενέξεων, μέχρι το επετειακό αφιέρωμα στον Σαίξπηρ, όπου η βραβευμένη ποιήτρια Λένια Ζαφειροπούλου μεταφράζει σονέτα του και ο Άρης Μπερλής ένα εξαιρετικό δοκίμιο του Χάρολντ Μπλουμ. Κι έπειτα, τα ίδια τα ποιήματα, σε μια διαγενεακή εκπροσώπηση της ελληνικής ποίησης (από τη Ζέφη Δαράκη και τον Αλέξανδρο Ίσαρη έως τον Αντώνη Ζέρβα και τον Νίκο Αλιφέρη, και πολλούς άξιους νεότερους) και σε δυνατά ονόματα της ξένης, από τον Ρίλκε (μτφρ. Μαρίας Τοπάλη) και τον Ελυάρ (μτφρ. Ανέστη Μελιδώνη) στον Νόουλαν (μτφρ. Γιάννη Παλαβού), τον Μόνταγκιου (μτφρ. Χρύσας Φραγκιαδάκη) και την περσινή νικήτρια του Βραβείου T.S. Eliot Σάρον Ολντς (μτφρ. Θάλειας Μελή-Χωλλ). Μαζί, η προσέγγιση του enfant terrible της αμερικανικής διανόησης και καβαφικού μεταφραστή Ντάνιελ Μέντελσον στον Αρθούρο Ρεμπώ, η σύζευξη του Μπέκετ και του Μπλέικ από τον Θωμά Τσακαλάκη και η εξέταση της παλαμικής Φοινικιάς από τον Ευριπίδη Γαραντούδη, καθώς η πρώτη εμφάνιση στην ποίηση της νεοελληνίστριας Κάρεν Βαν Ντάικ (μτφρ. Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και Χάρη Βλαβιανού). Όλα αυτά, μαζί, γιατί η ποίηση, η Ποιητική δεν είναι κάτι το μονοσήμαντο, αλλά κάτι που έρχεται να μας αποκαλυφθεί πληρέστερα μέσα από τους αλλεπάλληλους κατοπτρισμούς των εκδοχών της.

Περιεχόμενα
ΠΟΙΗΣΗ
Αντώνης Ζέρβας, Κατά τριάδες
Ζέφη Δαράκη, Παραθαλάσσιο μπαλκόνι
Σοφοκλής, Αντιγόνη [Μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης]
Rainer Maria Rilke, Σονέτα στον Ορφέα [Μετάφραση: Μαρία Τοπάλη]
Sharon Olds, Το άλμα του ελαφιού [Μετάφραση: Θάλεια Μέλη-Χωλλ]
Αλέξανδρος Ίσαρης, Ο ποιητής
Όλγα Παπακώστα, Με ελαφρά ταχυκαρδία
Νίκος Αλιφέρης, Μέρες του ’12 και ’13
Jorge Luis Borges, Σύντομοι ορισμοί για την ποιητική τέχνη [Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης] – Άτλας [Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Σαράντα τέσσερις γυναικείες τσάντες
Ιφιγένεια Ντούμη, Μελίγκρα
Γιώργος Χατζής, Lacrimosa
Paul Éluard, Η ερωμένη [Μετάφραση: Ανέστης Μελιδώνης]
Karen van Dyck, Βιολογία [Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Χάρης Βλαβιανός]
Αλέξανδρος Μακάριος, Περί μουσικής
Αλέξιος Μάινας, Μπλε περίοδος
Γιώργος Αλισάνογλου, Το παράδοξο μιας θέασης
Alden Nowlan, Ανημποριά [Μετάφραση: Γιάννης Παλαβός]
John Montague, Ένα φως εκλεκτό [Μετάφραση: Χρύσα Φραγκιαδάκη]
Παλλάδας, Επιγράμματα [Απόδοση: Αντώνης Ψάλτης]
Μηνάς Βλάχος, Στα χαρακώματα του λευκού
Lucien Becker, Ο άνθρωπος κάθε μέρα [Μετάφραση: Βάλια Τσαϊτά-Τσιλιμένη, Yannick Zanetti]
Ιωάννης Παπαχρήστου, Πλεύση


ΔΟΚΙΜΙΟ
Daniel Mendelsohn, Ρεμπώ, ένας επαναστάτης επαναστάτης [Μετάφραση: Νίνα Μπούρη]
Θωμάς Τσακαλάκης, Μπέκετ-Μπλέηκ: Μια αναπάντεχη συνάντηση
Ευριπίδης Γαραντούδης, Τι υπάρχει πάνω και γύρω από την παλαμική «Φοινικιά»
Σοφία Ιακωβίδου, Λέξεις vs Πράξεις. Επιτελεστική λογοτεχνία ή για τον Χρήστο Χρυσόπουλο
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ WILLIAM SHAKESPEARE
45 σονέτα για τα 450ά γενέθλια [Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου]
Harold Bloom, Σαίξπηρ: Η επινόηση του ανθρώπινου [Μετάφραση: Άρης Μπερλής]
ΚΡΙΤΙΚΗ

Μίλτος Φραγκόπουλος
Γιάννης Δούκας
Γιάννης Κουβαράς
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Νίκος Ξένιος
Γιάννης Ζέρβας
Άλκηστις Σουλογιάννη
Δημήτρης Δημηρούλης
ET CETERA
Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Με «υπεροψία και μέθη»
Μίλτος Φραγκόπουλος, Το «αδύνατον» στην ποιητική της Ελένης Βακαλό: Σκέψεις απ’ αφορμή μια επιστολή του 1953
Γιώργος Βέλτσος, Η μεταγωγή 2013

Ο Άτακτος Λαγός







Liked · 6 hrs · 



Κυκλοφόρησε το 14ο τεύχος της βιβλιοφιλικής σειράς « Ο Άτακτος Λαγός », όπου εκδίδονται μικρά αυτοτελή κείμενα διαμάντια σε ειδικά χρωματιστά χαρτιά και με υψηλή τυπογραφική φροντίδα.


VICTOR SEGALEN



ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ
ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ 

Μετάφραση: Κλαίρη Μιτσοτάκη
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, Δεκέμβριος 2014
Αριθμός σελίδων: 32, Τιμή : 7,00 Ευρώ
ISBN: 978-960-505-146-0

Στο κείμενο του ποιητή και συγγραφέα Βικτόρ Σεγκαλέν (1878-1919) διακρίνουμε μια εμπειρίκεια πνοή. Με την ανάγνωσή του ο Έλληνας αναγνώστης πιθανώς να σκεφτεί τις δοξαστικές αναφορές του Ανδρέα Εμπειρίκου στους μεγάλους ποταμούς σαν τον Ζαμβέζη, τον Γουαδαλκιβίρ, τον Αμαζόνιο, τον Αμούρ-Αμούρ κ.ά. Άλλωστε το τεύχος των Lettres Nouvelles του 1956 με το κείμενο του Σεγκαλέν βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή. 

Τον Δεκέμβριο του 1909 ο Βικτόρ Σεγκαλέν, ήδη στην Κίνα επί εξάμηνο, μπαρκάρει σε μια τσόγκα που τον μεταφέρει από το Τσονγκ-κινγκ στο Γι-τσανγκ, καταπλέοντας τον ποταμό Γιανγκ-τσε. Από το ταξίδι αυτό θα γεννηθεί το κείμενο "Ένας Μεγάλος Ποταμός", που γράφτηκε και ξαναδουλεύτηκε μεταξύ του 1910 και του 1912.

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Lettres Nouvelles τον Ιανουάριο του 1956 και αργότερα, το 1972, συμπεριελήφθη στη συλλογή Imaginaires των εκδόσεων La Rougerie.

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

Από πάντα...

Πηγή: http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Από τη σειρά Ειρωνεία- Σημειώσεις πάνω στη Βαλκανική ιστορία, 2013
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Πιστοποιητικά θνητότητας, βιβλιοπωλείο Σύγχρονη έκφραση, Λιβαδειά, σελ. 272

Ο χρόνος κάνει καλό στα ποιήματα... Όταν τα ξαναδιαβάζουμε, ανακαλύπτουμε πράγματα που δεν λειτούργησαν στην πρώτη ανάγνωση, και άλλα, που κάποτε απορρόφησαν όλο το ενδιαφέρον, ενώ τώρα υποχωρούν. Αέναη, θα πει κανείς, αυτή η διαδικασία, όμως κάποιες φορές είναι πολύ συγκεκριμένη, οδηγώντας σε δεύτερες σκέψεις και ουσιαστικότερες αποτιμήσεις.
Το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές που έχει δημοσιεύσει στην εικοσαετία 1990-2010, καθώς και κάποια νεανικά ποιήματα της περιόδου 1967-1974. Ο χρόνος έκανε πολύ καλό στη συλλογή Πτωχό μετάλλευμα (1990), γιατί από τότε, ακριβώς από τότε, μέχρι σήμερα, έχει εμπεδωθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της συλλογής: η «ελεύθερη» χρήση ρυθμών και στιχοποιητικών μορφών, δηλαδή η χειραφέτηση από τη δυναστική μονοκαλλιέργεια του ελεύθερου στίχου, η οποία έφθασε στα καθ’ ημάς να θεωρείται συνώνυμη, και αυτόχρημα αποδεικτική, του μοντερνισμού.

Κάθε τέτοιου είδους ανάδραση, ανεξαρτήτως της συνείδησης του πράγματος που έχει εκείνη τη στιγμή ο δημιουργός της, αρδεύεται και δεσμεύεται από μια ουσιαστική, και δεόντως χειραφετημένη σχέση με την όλη διαδρομή του ποιητικού λόγου. Τα ποιητικά ερείσματα/αφετηρίες του Θεοχάρη είναι εμφανή: Νίκος Καββαδίας, αλλά χωρίς εξωτισμό, και μέσω αυτού ο μεσοπολεμικός συμβολισμός, καθώς βέβαια και οι επιβιώσεις/μεταλλάξεις του στην ποίηση των μεταπολεμικών· Καρυωτάκης, ως ποιητικό βίωμα, διηθημένος μέσω του εξπρεσιονισμού του Σαχτούρη· ρυθμοί και εικονοποιία του λαϊκού λόγου ή και του λόγου της υπαίθρου, αποενοχοποιημένα μέσω της ποίησης του Μιχάλη Γκανά. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος νοσταλγικής μίμησης, αλλά, αντίθετα, να ενοφθαλμίζονται στο ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχεί στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, δίνοντάς του έτσι μια άλλη υφή. Για παράδειγμα, όλη αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον Θεοχάρη να προσεγγίσει χειραφετημένα, δηλαδή χωρίς την αχλύ του παρελθόντος, άρα με ποιητικό αναστοχασμό, ακόμα και το πιο φθαρμένο είδος λαϊκής ποιητικότητας, όπως εκείνο που αποτυπώνεται στα στιχάκια των ημερολογίων.
Το γιασεμάκι π’ άνθισε
στου κόρφου σου την άκρη,
είναι το μύρο της καρδιάς
ο πόνος και το δάκρυ.
Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη συλλογή (Αμειψισπορά, 1996) υπάρχει μια σαφής πλευρά πολιτικής αγωνίας, με προεξάρχουσα την κριτική διάθεση, η οποία όμως δεν οδηγείται στην σάτιρα αλλά, μέσα από έναν συνεχή, αμφίθυμο διάλογο με τον Σεφέρη, εκβάλλει στην ιστορία, εξάγοντας την τραγική της διάσταση.
Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πριν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
’Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.
Με τη συλλογή Ενθύμιον (2004), ήδη από τις πρώτες σελίδες, ο Θεοχάρης μας δείχνει πως πια κατέχει το «όργανον» της ποιητικής του σε βαθμό επάρκειας και σιγουριάς, και έτσι δοκιμάζει να οδηγήσει τον λόγο του σε πεζόμορφες εκδοχές, κάποτε και μέσα στο έδαφος της πεζογραφίας, σε εναλλαγή με επιγράμματα και ρηματικές αποκρυσταλλώσεις. Όπως φαίνεται εδώ, στον συγκεντρωτικό τόμο, είναι μια κίνηση απολύτως θεμιτή, έχει λογική και αποτέλεσμα.
Κι εκείνος ο γέροντας, που τον αφήνουν κάθε απόγευμα στο δυτικό μπαλκόνι προσμένοντας τον άγγελό του, κάθεται ακόμα και κάθεται, μα δεν τον παίρνουν πια τα πόδια του ν’ ακολουθεί στις κηδείες των απογόνων.
Στη συλλογή Από μνήμης (2010), εκκινώντας από τα καρυωτακικά «όρια της σιγής», από τη φόρμα του σονέτου, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τη μπαλάντα, τον Απόστολο Μελαχροινό, ο Θεοχάρης επαναλαμβάνει την όλη διαδρομή, για να καταλήξει στη δική του, προσωπική στιγμή εκκίνησης, δηλαδή στην ενότητα «Ποιήματα των ημερών εκείνων (1967-1974)», όπου όλη η πορεία του φωτίζεται και αποδεικνύεται απολύτως εύλογη. Από εδώ προκύπτει η ειλικρίνεια, ως βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του στάσης, αφού αυτά που τον συνείχαν ως προσωπικότητα, ως ακούσματα, ως προσωπικό ρυθμό, ως γλώσσα, ήδη από την νεότητά του, δεν τα απεμπόλησε, προσχωρώντας στις ευκολίες και τους συρμούς που συνάντησε στο διάβα του, αλλά τα κράτησε, τα εξέλιξε, τα δικαίωσε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Μαρία Ψάχου, στο φιλολογικό της επίμετρο το οποίο αφορά αυτή ακριβώς την ενότητα ποιημάτων.

Για το θεό! μη συνουσιαστείς πάλι με το χρόνο. Μη σου λέω! Άσε να μείνουν στα μάρμαρά σου τα σημάδια της παρακμής μας.

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ Επίνικοι (3.1-3.14)

Πηγή: http://www.greek-language.gr

ΕΠΙΝΙΚΟΣ III

ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΙ
ΙΠΠΟΙΣ [ΟΛΥ]ΜΠΙΑ

Ἀριστο[κ]άρπου Σικελίας κρέουσαν [στρ. α]
Δ[ά]ματρα ἰοστέφανών τε Κούραν
ὕμνει, γλυκύδωρε Κλεοῖ, θοάς τ᾽ Ὀ-
λυμ]πιοδρώμους Ἱέρωνος ἵππ[ο]υς.

5σεύον]το γὰρ σὺν ὑπερώχῳ τε Νίκᾳ [αντ. α]
σὺν Ἀγ]λαΐᾳ τε παρ᾽ εὐρυδίναν
Ἀλφεών, τώθι] Δεινομένεος ἔθηκαν
ὄλβιον τ[έκος στεφάνω]ν κυρῆσαι·

θρώησε δὲ λ[αὸς ˘ ¯ ¯ [επωδ. α]
10ἆ τρισευδαίμ[ων ἀνήρ,
ὃς παρὰ Ζηνὸς λαχὼν
πλείσταρχον Ἑλλάνων γέρας
οἶδε πυργωθέντα πλοῦτον μὴ μελαμ-
φαρέϊ κρύπτειν σκώτῳ.

ΕΠΙΝΙΚΟΣ III


ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ ΤΟ ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟ,

ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΑ, ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ

Τη Δήμητρα, της καρπερής της Σικελίας αφέντρα,κι αυτή που γιούλια στα μαλλιά φορεί, την Περσεφόνη,τραγούδα, Κλειώ γλυκόδωρη,και τις γοργές του Ιέρωνα —γοργές κι ολυμπιοδρόμες—φοράδες, που, με συνοδούς την ανυψώτρα Νίκηκαι τη λαμπρή Αγλαΐα, κοντά στ᾽ Αλφειού το πλούσιο ρέματο κλωθογύριστο έτρεξαν· εκεί του Δεινομένηέκαμαν τον αρχοντογιό να πάρει το στεφάνι.Κι έκραξε ο λαός: «Μακάριος10τούτος ο άντρας· απ᾽ το Δίατου ᾽λαχε εξουσία τρανήπάνω σε Έλληνες, και ξέρειβιος που υψώθηκε σαν πύργοςνα μην κρύβει σε μαυρόπεπλο σκοτάδι.»