Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

NEA KYKΛΟΦΟΡΙΑ /// ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ ///ΞΕΝΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ ΤΡΥΓΟΣ /// ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ






                                                           

Ξένων αιμάτων τρύγος

Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων

ανθολόγηση: Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Γαβριηλίδης, 2014
384 σελ.

Η παρούσα Ανθολογία είναι το αποτέλεσμα μιας σκέψης που γεννήθηκε στο μυαλό του ανθολόγου το 2012 προκειμένου να υποστηρίξει εμπράκτως και σε καθημερινή βάση την ποιητική δημιουργία και να εμπλουτίσει την ποιότητα των αναρτήσεων στο νέο μέσο κοινωνικής δικτύωσης που μπήκε ορμητικά στη ζωή μας, το facebook. Έτσι, λοιπόν, κάθε πρωί, ο ανθολόγος, φορώντας το προσωπείο του χαρτοκόπτη, αναρτά ένα ποίημα που καλύπτει την αναγνωστική του απαίτηση και προσδοκία και το συνοδεύει με μία εικόνα εξωφύλλου του βιβλίου από το οποίο προέρχεται, με φωτογραφία του ποιητή ή της ποιήτριας και με πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Οι αναρτήσεις είναι σε ελεύθερη θέαση από όλους τους χρήστες του facebook, και, κατά τεκμήριο, στη διάρκεια της ημέρας, <<φίλοι>> διαδικτυακοί του χαρτοκόπτη αναρτούν τα σχόλια και την εντύπωσή τους για το ποίημα. Δημιουργείται έτσι κι ένας διάλογος πάνω στα ποιήματα και τους δημιουργούς και η όλη ιδέα αποκτά συν τω χρόνω δυναμική. Πρόθεση του ανθολόγου ήταν να συγκροτηθεί μία Ανθολογία Ποιημάτων και όχι ποιητών. Αναντιρρήτως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στη λογική της γραμματολογίας. Θα λέγαμε με παρρησία ότι δεν είναι καν ανθολογία, αλλά μια τεράστια ανθοδέσμη φτιαγμένη από εκατοντάδες ξεχωριστά άνθη που μάζεψε με ευαισθησία ο ανθολόγος για να στολίζει καθημερινά το βλέμμα του και το βλέμμα των διαδικτυακών του "φίλων".

 

http://www.biblionet.gr/book/197141/%CE%9E%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CE%B1%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%84%CF%81%CF%8D%CE%B3%CE%BF%CF%82 

 

 *** Η πρώτη παρουσίαση του 

βιβλίου θα πραγματοποιηθεί στις 

20 Δεκέμβρη 2014 και 12 το μεσημέρι 

 στον χώρο των εκδόσεων Γαβριηλίδης

Art Bar Ποιήματα και Εγκλήματα

Αγίας Ειρήνης 17 ,105-51 / Μοναστηράκι,Αθήνα



Posted: 03 Dec 2014 07:59 AM PST





                                                                 



Ξένων αιμάτων τρύγος

Ανθολογία ελληνικών ποιημάτων

ανθολόγηση: Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Γαβριηλίδης, 2014
384 σελ.



http://www.biblionet.gr/book/197141/%CE%9E%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD_%CE%B1%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD_%CF%84%CF%81%CF%8D%CE%B3%CE%BF%CF%82 

 

 *** Η πρώτη παρουσίαση του 

βιβλίου θα πραγματοποιηθεί στις 

20 Δεκέμβρη 2014 και 12 το μεσημέρι 

 στον χώρο των εκδόσεων Γαβριηλίδης

Art Bar Ποιήματα και Εγκλήματα

Αγίας Ειρήνης 17 ,105-51 / Μοναστηράκι,Αθήνα

 

 

 

 

 

 

  Θα μιλήσουν ο κριτικός Αλέξης 

Ζήρας και ο ποιητής /ανθολόγος

Γιώργος Θεοχάρης


Στάμος Τσιτσώνης

Οι Εκδόσεις Κριτική και ο Στάμος Τσιτσώνης
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου Χωρίς απόδειξη

την Τετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2014 και ώρα 7.30 μ.μ. στο Βιβλιοκαφέ Έναστρον

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Απόστολος Δοξιάδης, συγγραφέας
Τεύκρος Μιχαηλίδης, μαθηματικός, μεταφραστής, συγγραφέας
Ανδρέας Μωρίκης, φιλόλογος, συγγραφέας
Πάνος Τσίρος, φιλόλογος, συγγραφέας.

Ο συγγραφέας, Στάμος Τσιτσώνης, θα συντονίσει τη συζήτηση και θα συνομιλήσει με το κοινό.


Δώδεκα ιστορίες που ισορροπούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στον σαρκασμό και στο χιούμορ, στο παράδοξο και στο μαθηματικώς ευεξήγητο. Ιστορίες που εφάπτονται της μαθηματικής σκέψης η οποία διαπερνά τα συμβάντα της ζωής, τις υπόρρητες φιλοδοξίες ή τις συγκαλυμμένες προσδοκίες των ηρώων τους. Δώδεκα διηγήματα που δεν χρειάζεται να γνωρίζεις αν αυτό που περιγράφουν έχει συμβεί αλλά που σε προκαλούν να το αποδεχτείς.
Έτσι… Χωρίς Απόδειξη.
Δώδεκα συναρπαστικές εκδρομές στη χώρα των μαθηματικών, δώδεκα ιστορίες με φιλοπαίγμονα διάθεση που ακροβατούν επιτυχημένα ανάμεσα στην ορθή πληροφόρηση, την ουσιαστική μικροπλοκή και τον αιχμηρό σχολιασμό.
Τεύκρος Μιχαηλίδης
Στα ευρηματικά διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Χωρίς απόδειξη, ο Στάμος Τσιτσώνης αποδεικνύει έμπρακτα, με φαντασία και χάρη, ότι τα μαθηματικά και η αφήγηση έχουν βαθύτερη, φυσική συγγένεια.
Απόστολος Δοξιάδης



logo_e
Βιβλιοκαφέ Έναστρον
Σόλωνος 101
10678 Αθήνα

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ κριτική της Νέλλας Συναδινού


ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ κριτική της Νέλλας Συναδινού


Εν αρχή ην το Πιο νύχτα δε γίνεται (Οξύ, 2011), που με άδραξε. Συλλογή ποιητικών πεζογραφημάτων. Αλληγορική, συνάμα και σαρωτική παρείσφρηση της φαντασίας, του ασύνειδου και του ονείρου, δίχως λογικό έλεγχο, στην αισθητοποίηση του όλου, που είναι η ζωή, ο κόσμος και ο έρωτας. Μειγνύονται εδώ, μα και σε ολόκληρο το φάσμα της τετραλογίας, αντικείμενα, πρόσωπα και νοήματα μέσα από τολμηρά, ενίοτε οξύμωρα ζεύγη λέξεων, που ανασύρουν συνειρμούς και πλάθουν εικόνες υπερβατικές. Κι όμως ο λόγος, ως γλώσσα, παραμένει λιτός, σχεδόν οικείος. Έτσι, φυσικά, με ένα αφηγηματικό «εγώ», κατά το πλείστον πρωτοπρόσωπο-ομοδιηγητικό, κι ένα βουβό «εσύ» που αναδύεται, ως αντικείμενο του πόθου, ξετυλίγεται το τραγικό. Όμως χαμηλόφωνα. Και είναι η αποδόμηση του κόσμου, βαθμιαία, όσο διαδέχονται οι εποχές η μια την άλλη, από το καλοκαίρι, ακμή ζωής, ως τον χειμώνα, του μαρασμού. Έμμονα, έρχεται και επανέρχεται η θάλασσα. Η θάλασσα που δείχνει «αναπάντεχα μελαχρινή» κι ο ουρανός που είναι «λερωμένος ακτές». Πότε; Όταν «από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός». Οι λέξεις, μέγιστες διακυβεύσεις του δημιουργού, άγχονται να βρουν τον προσδιορισμό τους.
Καταλαγιάζει ο εφιάλτης στο όνειρο κι ο τρόμος στην ομορφιά. Απαράμιλλος πλούτος εκφράσεων, που πραΰνει το παραισθησιακό και ημερώνει το τρομακτικό. Λόγος αλληγορικός και υποβλητικός, σκληρός κι όμως ποιητικός. Σχεδόν μουσικός.
Μετά έρχεται το Μετά (Απόπειρα, 2012). Ένα μακρύ, ανυπολόγιστα δύσβατο ποίημα και δεύτερο έργο της τετραλογίας. Ένας θρυμματισμένος κόσμος αποκρυσταλλωμένος σε λόγο θραυσματικό και ασθματικό, της αναπνοής που σώνεται. Ελλειπτική διατύπωση προτάσεων, μικρογράμματη γραφή και απουσία στίξης θραύουν το όλον και παριστάνουν το μη υπάρχον του μη κόσμου – «κάποτε έλεγαν σήμερα». Πρωτοπρόσωπο το ποιητικό εγώ μοιάζει να σπαράσσεται κι αυτό από το μακελειό. Ωστόσο, οι λέξεις είναι σταθερά εδώ μαζί με τη θάλασσα. Λέξεις και θάλασσα δίνουν υποσχέσεις.
Στο Καπνισμένο κόκκινο (Σμίλη, 2013), τρίτο έργο της τετραλογίας, οι υποσχέσεις φαίνονται να ευοδώνονται βαθμιαία και πάλι, όπως στο Πιο νύχτα δε γίνεται, όμως σε μια πορεία αντίστροφη, από την καταβύθιση στη γένεση. Η θάλασσα, ως από μια τερατουργία, έχει ρουφήξει τον κόσμο στον βυθό της. Υπάρχει όμως θάλασσα και υπάρχει ουρανός και ήλιος. Ήλιος αφύσικα κόκκινος. Η γη μοιάζει να έχει υποχωρήσει σε απύθμενα βάθη, δαιμονικά, γιατί η γη, σύσταση ανθρώπινη, περικλείει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ο τίτλος, Καπνισμένο κόκκινο, παραπέμπει σε μια διάσταση μεταφυσική, όπου σε οιονεί εσχατολογικό χώρο-χρόνο έχει συντελεστεί μια βιβλική καταστροφή εντός του ύδατος, όμως με υπόνοια καύσης, που ανιχνεύεται στο «αφύσικα κόκκινο» και στο «καπνισμένο».
Ειδολογικά το έργο αποτελεί μια ασυνήθιστη, ολοκαίνουργια ματιά στο μυθιστόρημα, αφού ο συγγραφέας το αναφέρει ως μυθ-ιστόρημα σημείων, στα σύνορα της ποίησης, το προσλαμβάνω εγώ. Όπως το Πιο νύχτα δε γίνεται. Όμως εδώ βαραίνει και βαθαίνει η κατασταλαγμένη απόφαση του συγγραφέα, με συμπυκνωμένο λόγο υψηλής περιεκτικότητας, δίχως ανάδρομη βιωματική περιδιάβαση σε τόπους κι ανθρώπους. Η εστίαση είναι στο εδώ και τώρα του υπεραισθητού και η αφήγηση προχωρεί σε ευθεία χρονική τροχιά, με σημεία. Τα σημεία, εκκινώντας από το μηδέν, είναι το αφηγηματικό εύρημα που αρθρώνει και συνέχει τα κείμενα και με αριθμητική σειρά τούς δίνει τίτλο. Στο ξεκίνημα, αναφαίνεται η θρυμματισμένη τεχνική του συγγραφέα να διαρρηγνύει τη συντακτική νόρμα – «Περνούσαν οι μέρες και γιατί». Τελεία. Πρωτοπρόσωπα, ο αφηγητής μοιάζει να συνδιαλέγεται με τη γυναίκα που ήταν ο κόσμος, όμως έμμεσα: «αυτή». Σε σημεία, κάνει δειλά την εμφάνισή του ένα «εσύ» – «Είδα τα καστανόμαυρα μάτια σου, ανυπολόγιστα πραγματικά και επίσημα να ανοίγουν» κι έπειτα «Μετακίνησα κάποια κύματα και σε είδα». Ακόμα, «Η γη ανακουφισμένη δεχόταν σαν χάδι την παρουσία σου» ή «Πήρα τη φωτιά σου στα χέρια μου και την άπλωσα να στεγνώσει τη θάλασσα». Θεσπέσιοι στίχοι, με καλεί η παρόρμηση να πω, ενώ πρόκειται για πεζογράφημα, που ωστόσο διερευνά τον προσδιορισμό του «εσύ». Μια ποθητή γυναίκα; Ο κόσμος όλος; Η ζωή όλη; Τελικώς, η γυναίκα-κόσμος που γεννιέται από τη γυναίκα-κόσμο;
Το αφηγηματικό «εγώ», αυτοδιηγητικά, γίνεται ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη. Που βλέπει. Η ρευστότητα των εικόνων αισθητοποιεί σημείο προς σημείο τον παγιωμένο εξελικτισμό. Εικόνες φρίκης που υπερβαίνουν την πραγματικότητα εξισορροπούνται από έναν υποφώσκοντα λυρισμό που σε αποσπά από τον εφιάλτη. Καταλαγιάζει ο εφιάλτης στο όνειρο κι ο τρόμος στην ομορφιά. Απαράμιλλος πλούτος εκφράσεων, που πραΰνει το παραισθησιακό και ημερώνει το τρομακτικό. Λόγος αλληγορικός και υποβλητικός, σκληρός κι όμως ποιητικός. Σχεδόν μουσικός. Η αίσθηση στέρησης και απουσίας ανασύρει τη μελαγχολία, μα εξισορροπείται από τον δυναμισμό της αλήθειας πίσω από την αλήθεια. Μια αδιόρατη τρυφεράδα αναδύεται από την τραχύτητα της υπερρεαλιστικής ματιάς. Οι απροσδόκητοι συμφυρμοί λέξεων και νοημάτων που αναδεικνύουν νέες έννοιες και ανατρέπουν εσαεί τα δεδομένα, κινητοποιούν τη φαντασία, δηλαδή τη λογική πέρα από τη λογική – «Εμφανίστηκε πάλι η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αλλά σαν αποτέλεσμα. Βρεγμένη, και είχε σκιά. Είπε, γύρισα, το ρήμα ήταν ζεστό».
Στο Καπνισμένο κόκκινο τον αναγνώστη εισάγει ένα άτιτλο κείμενο που απαθανατίζει καταποντισμένα τα θρύψαλα του κοσμικού αφανισμού. Το σημείο 0 ήδη προοιωνίζεται την κυοφορία του κόσμου ξανά και το σημείο 1 την πιστοποιεί με την εμφάνιση της γυναίκας που ήταν ο κόσμος – «Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αν και ουδέτερου γένους, είχε μια θηλαστική ομορφιά που έτρεφε». Καθώς το φάσμα της πλανάται σε όλο το έργο, σημείο στο σημείο, σηματοδοτεί την όποια αναγεννησιακή επάνοδο. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμοςασφυκτιά με καλώδια γύρω από τον λαιμό της και κοινωνεί αμοιβαία λύπη με τον αφηγητή, όμως έχει σάρκα. Και έχει φωτιά. Διστάζει να επιτελέσει το έργο της. Βουλιάζει μέσα στην υδάτινή της υπόσταση με δολοφονικά μάτια. Ο αφηγητής επΟ αφηγητής επιμένει να τη διατηρεί, ως δείγμα του άλλοτε. Του «αλλού». Ίσως να μην είναι ο κόσμος, αλλά το αποτέλεσμά του δίκην σκιάς. Πυορροεί το αύριο, δεν το κυοφορεί, ως όφειλε. Η ένωσή της με τον θάνατο πρόκειται να φτιάξει ζωή. Κι αυτή γίνεται ήλιος και γεννάει ήλιους. Είναι έτοιμη για τον τοκετό, όμως γιατί έχει κάτι σάπιο και ο γυναικείος κόλπος της θυμίζει πεθαμένη μελωδία; Γεννά. Όμως γιατί σαν να γεννά ανάποδα; Επιδαψιλεύει φως. Όμως γιατί οι άνθρωποι είναι αντίγραφα; Επιπλέουν άνθρωποι στο υδάτινο σώμα της, όμως γιατί είναι μεταβολισμένοι; Μοιάζει να ενώνεται με τη θάλασσα, από την οποία ο κόσμος αναδύεται. Όμως η θάλασσα δεν ήταν που ρούφηξε τον κόσμο; Όλα κλίνουν προς ένα θηλυκό όλον, καινούργιο, μα παλιό. Αέναα νεκρό και ζωντανό μαζί. Το νέο γέννημα ενδέχεται να μην είναι παρά νέος θάνατος. Μια ενορατική εικονοπλασία διαπερνά το έργο και ζωγραφίζει πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, αν και αλλιώτικης αγριάδας. Δώθε-κείθε πινελιές κόκκινου, πορτοκαλί και μπλε, σημαίνουσες στο κείμενο κι αυτές. Νερό, φωτιά, αέρας, γη σε ακατάπαυστη ροή, ακόμη κι όταν καταγράφονται ως νεκρά στοιχεία, εμφανίζουν ζωή ρέουσα μέσα και πέρα από τον θάνατο. Και μια έμμονη επιστροφή στις λέξεις. Ως σαν αυτές να υπάρχουν άφθαρτες ενάντια στον ορυμαγδό.
Αναζητώντας το τελικό νήμα ανατρέχω στο Ολομόναχοι μαζί (Σμίλη, 2014). Τέταρτο έργο της τετραλογίας. Σε έναν σύντομο πρόλογο, η γυναίκα που ήταν ο κόσμος παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και ακολουθούν τριάντα μακροσκελή ποιήματα, στα οποία ο αφηγητής τής απευθύνεται. Επιστολικά. Υπάρχει ένα ομιλούν «εγώ»· κι ένα βουβό «εσύ». Παθητικό. Οι τίτλοι των ποιημάτων φέρονται ως ιδιότητες της γυναίκας που ήταν ο κόσμος και κάποιοι από αυτούς συγκαταλέγονται στα λεγόμενα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Από το πρώτο ποίημα –«Χορός»– προσδιορίζεται μια επικοινωνία μεταξύ δύο, σε πρώτο πρόσωπο ο αφηγητής και σε δεύτερο πρόσωπο, η γυναίκα – «Με το μου και το σου/ Να έχουν στο τέλος/ Το ίδιο αβέβαιο ύψιλον του βυθού», όπως καταγράφεται.
O λόγος συνεχίζει κι εδώ να ρέει αλληγορικά, συμβολικός και υπαινικτικός. Όμως αλλάζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς καταπίπτει σε ηρεμότερη αφήγηση μαζί με στοχασμό. Βαθύ και τετελεσμένο. Η εντύπωση του ανικανοποίητου, που πηγή της είναι η διάψευση του κόσμου ξανά, δηλαδή το ανεκπλήρωτο, δεσπόζει. Και αισθητοποιείται με αμφισημίες – «Υπάρχουν παντού μάσκες/ Σε βαθμό ανθρωπότητας»· με αντιθέσεις – «Ξυπνάω να γράψω το ποίημα/ Και με γράφει αυτό»· με παρομοιώσεις – «Καθόταν απλώς εκεί/ Στη μέση της σκάλας/ Σαν όμορφος κίνδυνος»· με προσωποποιήσεις εννοιών – «Τότε η ποίηση σου είπε/ Να της δώσεις το φέρετρό σου/ Να κοιμηθεί»· με συστοιχίες εικόνων – «Το υπέροχο δώμα του σώματος/ Η διεσταλμένη ζωή/ Τα ορθάνοιχτα πόδια των λέξεων/ Σαν μαλλιαρό τόξο/ Το κόκκινο βαλιτσάκι με τις ευχές»· με απροσδόκητες μείξεις νοημάτων – «Λέω ψέματα μόνο στον εαυτό μου/ Στους άλλους πάντα αλήθεια/ Γιατί είναι η τιμωρία που τους αξίζει»· και διαμέσου όλων αυτών η δεσπόζουσα τολμηρή μεταφορά – «Και φοράω σκισμένες υπομονές». Ως επιστέγασμα ο αντιφατικός, όχι απλώς αντιθετικός, τίτλος του βιβλίου: Ολομόναχοι μαζί. Να γίνεται η επιτομή του τραγικού στην πιο πλατιά του διάσταση.
Ποίηση σημαίνουσα και σιβυλλική, όμως με μεταδοτικότητα, σου διαχέει την αίσθησή της. Σαν να εγκαλεί τηγυναίκα-κόσμο, προσφωνώντας τη. Σαν να έχει αποδράσει, βουλιάζοντας στην αναπόδραστη καταδίκη που φέρει τη σφραγίδα της. Δίχως στίξη, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης κάθε στίχου, να τονίζει εμφατικά κι αυτόνομα τη σημασία του. Μπλε και κόκκινες πινελιές του ποιητή ζωγραφίζουν πρωτοφανέρωτα χρώματα. Οι λέξεις παρεισφρέουν –«Πότιζα τις σελίδες να μεγαλώνουν οι λέξεις»– και γράφουν τελικά τον επίλογο – «H επόμενη γη θα έχει μόνο λογοτεχνία».
Κάποιοι από τους τίτλους αποδίδουν ιδιότητες, όπως ΟΚΝΗΡΙΑ, ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ, ΛΑΓΝΕΙΑ. Άλλες είναι συναισθήματα, όπως ΟΡΓΗ, ΦΘΟΝΟΣ, ΦΟΒΟΣ. Άλλες είναι απλώς αφηρημένες έννοιες, όπως ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ΥΠΟΣΧΕΣΗ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ. Άλλες σηματοδοτούν το απτό, ΣΑΡΚΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΕΜΕΝΟΣ ή ακόμη δηλώνουν κίνηση και ενέργεια, όπως ΧΟΡΟΣ και ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ. Υπάρχει και ένας τίτλος επίρρημα, ΑΝΑΜΕΣΑ. Ωστόσο κάθε τίτλος, αποπνέει μια χροιά από τη γυναίκα που ήταν ο κόσμος, κάθε ποίημα συνιστά μια επιστολή ή μια αποστροφή προς εκείνη. Συχνά η επικοινωνία βρίθει ερωτισμού. Ωστόσο, μέσα από τις ποιότητες που απαυγάζουν οι τίτλοι καταλύεται το αρτιγέννητο της λεχώνας του κόσμου, δηλαδή ο κόσμος ξανά. Μαζί του σαρώνεται κι η ίδια.
Στη θήλεια αναγνώστρια, όπως εγώ, επισωρεύεται συναισθηματική φόρτιση που κατασταλάζει σε αυτεπίγνωση υπέρμετρης δύναμης και ανυπολόγιστης ευθύνης. Λογίζομαι ότι αν οι ιδιότητες που αποδίδονται στη γυναίκα τής ανήκουν, ανήκουν και σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως κληροδοτημένες από τον φορέα τους, την ίδια. Γίνονται κληρονομιά του ανθρώπου στη στρογγυλή του δίφυλη ολότητα, με τη θετική ή την αρνητική τους χροιά, και μετουσιώνονται σε εγγενή του γνωρίσματα. Περαιτέρω, υπόκεινται σε επεξεργασία μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα που αλλοιώνει τη φυσική και αποκαθηλώνει τη γυναίκα από την προεξάρχουσα θέση της ποιητικής ενόρασης. Το ίδιο όραμα μιας εκ βάθρων αναγέννησης αχνοφέγγει και σβήνει, γιατί η νέα γέννα ενέχει τα ίδια θνησιγενή υλικά. Όμως εκεί έγκειται ολόκληρη η σαγήνη του κόσμου και της ζωής. Η σαγήνη του έρωτα. Γιατί όλα είναι λογοτεχνία. Και η λογοτεχνία είναι γυναίκα. Όμοια με τον κόσμο.
Στους καταληκτικούς στίχους του τελευταίου πολυσημαντικού ποιήματος, ΖΩΗ, αναδύεται η τελευταία αλήθεια – «H επόμενη γη/ Θα έχει μόνο λογοτεχνία». Με χρονική αντικατάσταση στο παρόν επισφραγίζεται και ο επίλογος της τετραλογίας – «O κόσμος είναι λογοτεχνία». Γιατί, ας μου επιτραπεί να ερμηνεύσω, η λογοτεχνία είναι ο κόσμος άλλη μια φορά. Και λειτουργεί ως οιονεί αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας. Ή, την καταλύει και τη μεταρσιώνει σε αέναο όραμα για το καινούργιο, το διαφορετικό, το καλύτερο. Το όραμα μιας γυναίκας-κόσμος.
1-patakis-link
Ολομόναχοι μαζί
Σταύρος Σταυρόπουλος
Σμίλη
98 σελ.
Τιμή € 8,00


Φερνάντο Πεσσόα

Την αφίσα φιλοτέχνησε ο Ζαχαρίας Κατσακός κριτικός λογοτεχνίας και φιλόλογος (D.E.A.Νεοελληνικής Φιλολογίας) 






Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη





Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης

Ταξιδευτής και περιηγητής της εσωτερικότητας, της προσποίησης, της παραδοξότητας και της περιχαράκωσης, ο Fernando Antonio Nogueira De Seabrex Pessoa είναι ποιητής και μύθος ποιητικός. Ισόβια μόνος , παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα,  με το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, κοσμοπολίτης ωστόσο και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, κουβαλάει το σταυρό του χωρίς να καταθέτει τα όπλα, χωρίς να επουλώνει τα τραύματα της μοναχικής του πορείας, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζοντας άριστα όλες τις διαστρωματώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, περιγράφει και εμβαθύνει στα καθημερινά αθέατα. Αρχή του: ’’ η αποχή από την πράξη.’’
Στην αποφθεγματικότητα της γραφής του έχει ικανό μερίδιο η φιλοσοφική ενατένιση και η υπαρξιακή αναζήτηση. Ο Φερνάντο Πεσσόα δεν είναι  μουσικός ποιητής, ούτε λυρικός, ούτε πλαστικός κατορθώνει να είναι. Κι ωστόσο με τόσο γυμνή φράση, με τόσο ακατάστατη γλώσσα, με περιορισμένο ουσιαστικά κύκλο νοημάτων, χωρίς φαντασία, χωρίς διάχυση ούτε έξαρση, κατορθώνει να κατακτήσει το άγνωστο μέσα μας. Κατορθώνει να μας υποβάλλει και να μας επιβάλλει το νόμο της ποίησής του. 



Ο στίχος του απλώνεται, εισχωρεί, διαπερνώντας τα μύχια της ψυχής μας και κατασταλάζει αμετακίνητος στα μυστικά εκείνα βάθη, όπου αγρυπνά ο πιο ευαίσθητος εαυτός μας, δημιουργώντας μια υποβλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα , ένα ‘’προσκύνημα στο μυστήριο και τη γνώση’’. Παρασυρμένοι από την γοητεία του, δεν μπορούμε παρά να του παραδοθούμε ανυπεράσπιστοι.
 Όλο του το έργο, από το συγκλονιστικό ‘’Βιβλίο της ανησυχίας ‘’,ένα από τα πιο σημαντικά έργα της λογοτεχνίας,  του εικοστού αιώνα, που ο Πεσσόα έγραφε καθόλη την διάρκεια της ενήλικης ζωής του, από το 1913 μέχρι το 1935, ένα έργο με εκπληκτική γλώσσα, μια αναφορά σε «πρωταρχικές» έννοιες/σύμβολα ,ένα συνονθύλευμα σκέψεων, εντυπώσεων, αφηγήσεων και περιγραφών εν είδη ημερολογιακών καταγραφών, που συνθέτουν εντέλει ένα σύγχρονο αντί –μυθιστόρημα, μέχρι το απάνθισμα των στοχασμών, επιγραμματικών αφορισμών και στίχων που παρατίθενται στο βιβλίο ’’Πίσω από τις Μάσκες’’, καθώς και τα προπλάσματα των θεατρικών δραματικών έργων του ,με τίτλο ’’Ταξίδι στην Άβυσσο’’, συνδυάζουν την φιλοσοφική αφήγηση με την ποίηση, όλα τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα αλλά και τις εμμονές που κατατρύχουν τον ποιητή, χαρίζοντάς μας την ηδονή της γλώσσας και των λέξεων.
 ‘’Μια άβυσσος πολλαπλή και δίχως πάτο, η αλήθεια που μιλάει κατά λάθος’’ , ή ‘’σας δίνω την σιωπή μου, για να μάθετε πως αυτό που είναι τα πάντα, υπάρχει μέσα στην καρδιά. Σας δίνω την πίκρα μου, για να γίνετε σαν εμένα, που θυσιάστηκα από τη σάρκα του κόσμου και την πολλαπλότητα της γης’’. Η βαθύτατη ενδοσκόπηση μιας μοναχικής συνείδησης, περιπλανώμενης στα βάθη της σκέψης και του ονείρου, σε μια ατέρμονη, σισύφεια προσπάθεια να ανακαλύψει τους μηχανισμούς της. Ο λόγος του Πεσσόα είναι μια παράδοξη μουσική, που δεν κατέχει καμία μουσική αρετή, κι όμως ποθούμε να την ακούμε, νιώθουμε πώς έρχεται από πολύ μακριά κι ακόμα πιο μακριά πηγαίνει.
 Η αποφυγή της επίγνωσης του αυθεντικού του εαυτού, παίρνει τη μορφή μιας εσωτερικής πανοπλίας, που τον προφυλάσσει απ’ το ίδιο του το βλέμμα. Από την πανοπλία της απόκρυψης, αυτής που δημιουργεί το ‘’ειδικόν κάλλος’’ της τέχνης του Πεσσόα, μαζί με την σιωπή ή την αποσιώπηση, ο ποιητής προχωρεί πιο πέρα. Υποτάσσεται ολόκληρος στην τέχνη, κάνοντας την Ποίηση κόσμο καταφυγής και σωτηρίας, πεπρωμένο, κάρμα, μοίρα, δημιουργώντας ένα ιδεατό και πραγματικό μαζί κόσμο, με δομή, στέγη και νομοτέλεια αδιάρρηκτη.
 Το αρχιτεκτονημένο Σύμπαν του Πεσσόα, που έχει την στερεότητα των ‘’ μεγάλων και υψηλών τειχών’’ του Καβάφη, μες την σιωπηλή του αρμονία, είναι ο χώρος της σωτηρίας του. Κι εδώ θα ήθελα να επισημάνω πώς , δεν είναι τυχαία η συνάφεια και η ταύτιση του ενός ποιητή με τον άλλο. Μάλιστα για τον έλληνα αναγνώστη αποτελεί πλέον κοινό τόπο η ανακάλυψη συγγενειών του Πορτογάλου με τον δικό μας Καβάφη, στη ζωή τους, στην ποιητική τους, στην απήχησή τους, ακόμη και στην όψη τους. Ο Πεσσόα είναι εκείνος ο ποιητής που ξέφυγε από λεκτικούς νεωτερισμούς καταθέτοντας μια πεζογραφική, ελεύθερη ποίηση, αντίστοιχη του ημέτερου Αλεξανδρινού.
Εκεί περιχαρακωμένος θα ισορροπήσει μέσα του την δραματική δυάδα: Πνεύμα ή σάρκα, Δαίμονας ή Άγγελος, ή ακόμα κατασπίλωση ή αγνότητα. Όλη του η ποίηση είναι μια τέτοια αντίσταση, μια αέναη πάλη ανάμεσα σε αδελφές ψυχές , που αλλάζουν ρούχα, συμπεριφορές, ηλικίες, επαγγέλματα, προσωπεία.
Όλα τα πρόσωπα και προσωπεία του με βεστιάριο, αλλά και με τις πληγές του το καθένα, τις αδυναμίες, τα πάθη και τα λάθη τους, δημιουργούν γύρω του ένα αδιάρρηκτο αδιέξοδο, μετατοπίζοντας με αυτό τον τρόπο το δικό του αδιέξοδο. Τολμά ωστόσο να αντικρίζει και να απογυμνώνει με την γραφή, την αδυναμία του να ζήσει.
Η αναζήτηση είναι ο σκοπός, τα πρόσωπα των ετερωνύμων είναι μόνο η αφορμή. Ανάμεσά τους εμπλέκεται το συμβάν που δίνει το ερέθισμα, η μνήμη που ανακαλεί και εξορρύσει γεγονότα και συμπεριφορές  και η συναίσθηση που επιτάσσει, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βεβαιότητες. Τίποτα δεν τον τραβάει ουσιαστικά στη ζωή, έξω από την ποίηση. Ένας ποιητής ή καλλιτέχνης με φύση, νοοτροπία και διαπαιδαγώγηση διαφορετικές, θα δραπέτευε από τη φυλακή που ήταν το περιβάλλον του. Αλλά η φυγή δεν είναι πάντα δύναμη.
Άλλωστε η ψυχή ενός αληθινού ποιητή παίζεται επικίνδυνα μέσα στην ποίηση. Ή σώζεται ή χάνεται.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν έχει προσδοκίες, ούτε καταφυγή. Κραυγάζοντας απελπισμένα προς τον συνάνθρωπο ο ποιητής ομολογεί την ανεπάρκεια του ‘’ενός’’, την ανάγκη του συνόλου.
 Ο Φερνάντο Πεσόα ή ο Άλβαρο ντε Κάμπος ,ο Ρικάρντο Ρέις ή  ο Μπερνάρντο Σοάρες –ό ένας για όλους και όλοι για ένα-, με τον ανεξάντλητο πλούτο του έργου του και την ανεπανάληπτη γραφή του, περνάει πλέον στο φόρουμ των Μεγάλων, σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Αυτός ο λαθρεπιβάτης του ίδιου του,  του εαυτού , έπλασε την τέχνη, που χαρίζει αθανασία στη θνητότητα.
Και αν είναι αληθινό, αυτό που λέει ο Αντρέ Ζιντ, πώς ‘’όσο βαθύτερα προχωρούμε στον εαυτό μας, τόσο πιο στέρεα αποκαθιστούμε τους δεσμούς μας με τους άλλους’’, τότε ο Πεσσόα θα πρέπει να μας αγγίζει όχι περιστασιακά και επιπόλαια, μα σαν κάποιες κρυφές αιμάσσουσες πληγές, που αιώνια αιμορραγούν και μας βασανίζουν.



Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη: ’’Φερνάντο Πεσσόα-Μεταμορφώσεις-προσωπεία’’ που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση –αφιέρωμα στον κορυφαίο Πορτογάλο ποιητή, της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου στις 13/12/11στο θέατρο’’ Όμμα Στούντιο’’.

Παρουσίαση του μυθιστορήματος "Η Μάχρια της Λήθης" Ελπινίκη Νικολουδάκη Σουρή

Η Μάχρια της Λήθης
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Μυθιστόρημα, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2014




Παρουσίαση του μυθιστορήματος από την Καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης,  Ελπινίκη Νικολουδάκη Σουρή  * 

Προλεγόμενα
Η Λογοτεχνία πάντα μας φέρνει μπροστά στα προβλήματα της ζωής και έχει τον τρόπο της να μας υποβάλει την εντύπωση ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι και δικά μας. Το μυθιστόρημα, ακόμη πιο πολύ, καθώς μελετά τις ανθρώπινες κινήσεις και σχέσεις, που συλλαμβάνονται και εξελίσσονται σε μια ιστορία, μας προκαλεί εμάς τους αναγνώστες να ανοίξομε ένα διάλογο με όσα γίνονται εκεί μέσα. Γιατί συμμετέχομε στη ζωή των προσώπων και η ανάγνωση τις πιο πολλές φορές ζωντανεύει όλο το κείμενο με απρόβλεπτα μεγάλο αριθμό φωνών. Γιατί, κυρίως, οι χαρακτήρες προκαλούν τον στοχασμό και θα λέγαμε ότι μαζί με τον αναγνώστη δημιουργούν μια προοπτική στη ζωή μας με ηθική βαρύτητα. Όμως, τόσο αυτοί, ως πρόσωπα κεντρικά ή ήρωες, όσο και οι αναγνώστες «παραδίδονται» στην εξέλιξη μιας μυθοπλασίας μέσα στην οποία δοκιμάζονται και τα δρώντα πρόσωπα και ο δημιουργός τους και όσοι με τα μάτια της ψυχής των συν-τρέχουν με αυτά. Άλλωστε, η δοκιμασία, μια δραματική κατηγορία της πλοκής μεστωμένη μέσα σε αποφάσεις ή ενέργειες, μέσα στη δράση, όπως λέμε γενικά, των προσώπων που αντιστέκονται στο κακό, καθιστά τη λογοτεχνία αυταξία, γιατί δικαιώνει τον αγώνα· δεν αφήνεται μετέωρος, όπως γίνεται στη σύγχρονη καθημερινότητά μας, να επιζητείται η δικαίωσή του κι αυτή να μην έρχεται, οι άνθρωποι να αποκάμνουν, να αποστρέφονται το παρελθόν, να προτιμούν με πάθος την κατανάλωση και να βυθίζονται στη λήθη.
            Η Λογοτεχνία, επίσης, δεν έπαυσε ποτέ να εμπνέει τον έλεο και τον φόβο μήπως τα δεινά των «μυθικών» προσώπων βρουν και αυτούς που τα βλέπουν ή τα διαβάζουν σε μια τραγωδία, σε μια παραλογή ή σε ένα μυθιστόρημα, για να δώσουμε ενδεικτικά παραδείγματα. Η ίδια ανησυχία διαπερνά και τον αναγνώστη του μυθιστορήματος που παρουσιάζουμε σήμερα. Γιατί η Μάχρια, πρόσωπο της «συμφοράς», όπως λέει ο Παπαδιαμάντης το κάθε νόθο τέκνο, προικισμένο, όμως, με χάρες, όπως η ομορφιά, η εξυπνάδα, η μόρφωση και το ήθος, αντιστέκεται στο πεπρωμένο της παλλακίδας, βιώνει με την οικογένειά της τον κίνδυνο της απόδρασης από το περιβάλλον του Σουλτάνου, μορφώνεται μέσα στα πλούτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού τον 19ον αιώνα, απολαμβάνει τη διακριτική της ετερότητα μέσα στη χλιδή της μεγαλοαστικής Γαλλίας, ενηλικιώνεται ζώντας τον έρωτα και καταντά θύμα του οπίου που το δοκιμάζει από περιέργεια στην αρχή.  Κι όσο ακούμε το ίδιο το κορίτσι να μας αφηγείται το σωματικό και ψυχικό «στραπάτσο» του, ωσάν να είναι αυτή η ώρα και η στιγμή που βασανίζεται, τόσο το κενό το δικό της ελέγχει τη δική μας συνείδηση, τη συμπεριφορά μας στα παιδιά μας, στους μαθητές μας, στα νιάτα …

«Μέχρι στιγμής κανένας δεν είχε αποδώσει τα ρίγη, το αβάσταχτο κρύο που ένιωθα να με παγώνει ολόκληρη, τα ολοκόκκινα μάτια με τους μαύρους κύκλους, τη χλομάδα, την αδυναμία και την ανορεξία μου στη στέρηση του ναρκωτικού. Ήταν φρικτό, δε φανταζόμουν ότι σε τόσο λίγο διάστημα θα είχα κιόλας εθιστεί. Θα πρέπει να βρω κάπου λίγο όπιο … Μόνο λίγο, ίσα ίσα να ξεχαστώ να μη λυπάμαι, να μη φοβάμαι.»[1]

Και λίγο παρακάτω:

«Η μελαγχολία επέστρεψε για να στύψει κι άλλο την καρδιά μου. Πάγος βαρύς, ψυχρός κι απόκοσμος γλίστρησε μέσα στη ζωή μου. Όλα τα πάγωσε, όλα τα νέκρωσε. Μόνος θριαμβευτής ο χειμώνας μπήκε και θρονιάστηκε μέσα μου.» [2]

            Στο μυθιστόρημα Η Μάχρια της Λήθης τίθεται ένα πανάρχαιο πρόβλημα που υφίσταται μέχρι τις μέρες μας και εμπίπτει στις οικογενειακές σχέσεις με προεκτάσεις πολιτειακές· είναι το πρόβλημα του νόθου παιδιού ή γενικότερα εκείνου που – παρά τη νομιμότητα της γέννησής του -  εγκαταλείπεται, που εξορίζεται από την οικογένεια, επειδή αυτό εκλαμβάνεται ως φορέας του κακού· λ.χ., μιας οικογενειακής συμφοράς, μιας απειλής της εξουσίας του πατέρα, μιας δημόσιας κατακραυγής. Ξέρομε πως αυτήν ακριβώς την προμελετημένη απόπειρα η τύχη, σοφά καθοδηγημένη ποιος ξέρει, από ποιον υπερφυσικό νόμο, δεν την αποτελειώνει σε παιδοκτονία και η καταδίκη υπερίπταται μέχρι να ’ρθει ο καιρός να εκπληρωθεί. Εγκαταλελειμμένα παιδιά είναι ο Πάρης και ο Οιδίποδας[3], για να αναφέρουμε δυο πολύ γνωστά παραδείγματα της μυθολογίας, που οι γονείς ησυχάζουν για ένα διάστημα και, μάλιστα, τα ξεχνούν. Η μοίρα, όμως, σχεδιάζει έτσι τη ζωή τους, ώστε αυτοί να επιστρέφουν και να επαληθεύσουν ό, τι είχε προβλεφθεί· η καταστροφή του Οίκου.
            Ο πυρήνας αυτής της τραγικής κατάστασης προέρχεται, βέβαια, από το παραμύθι που εγκολπώνεται χιλιετηρίδων συλλογική ανησυχία γύρω από την έλευση της νέας ζωής στον κόσμο· συνεχίζεται, όμως, στην επώνυμη λογοτεχνία, και για να έρθουμε στα δικά μας, θα αναφέρουμε τη Γυφτοπούλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τον  Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Και επειδή, στο μυθιστόρημα αυτό μέρος της πλοκής συμπίπτει ως προς τους τόπους και τα γεγονότα με όσα γίνονται στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Η Μάχρια της λήθης, οφείλουμε να σημειώσουμε  ότι ο ομώνυμος ήρωας είναι θύμα πολέμου που χάνει την οικογένειά του, όταν το Οροπέδιο ξεσηκώνεται στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. 
            Από το παιδί θύμα εκκινεί και ο προβληματισμός της Ρένας Πετροπούλου, από το παιδί θύμα των πολέμων, τις φρικτές εικόνες των οποίων ζούμε και σήμερα. Και, διαβάζοντας το θυελλώδες ριζικό της Μάχρια, στο οποίο αφιερώνεται και η πρώτη εποχή του μυθιστορήματος, σκεφτόμαστε πως η πρωταγωνίστρια, τουλάχιστον και μέχρι την απόδρασή της από το «Ντολμά Μπαχτσέ», εκπροσωπεί χιλιάδες παιδιά που έχασαν τα ίχνη των γονέων τους, που σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα του Αιγαίου, που επιβίωσαν απόλυτα προσαρμοσμένα στη σκλαβιά ή διχασμένα ανάμεσα στη μνήμη τού τότε και την εμπειρία τού τώρα.      Στον Πρόλογο του μυθιστορήματος η Μάχρια, όπως στην αρχαία τραγωδία, εξιστορεί τις συνθήκες της γέννησής της· και έρχεται στον κόσμο την ώρα που καταφεύγει στο σπίτι του παππού της του Καλλιμάρκου ο πατέρας της:

«Γεννήθηκα μπροστά στο αναμμένο τζάκι, την ώρα που ο παππούς Λεωνίδας σαστισμένος άνοιγε διάπλατα την πόρτα του σπιτιού μας μες στη νύχτα σ’ ἐναν άντρα κυνηγημένο. Ένα φυγά με σκοτωμένο βλέμμα, με πρόσωπο ρημαγμένο απ’ την οδύνη του χαμού. Εκείνος ο φυγάς έγινε η αιτία να δω το φως του κόσμου, μέσα στο μαύρο σκοτάδι»[4]

            Η Μάχρια γεννιέται από ένα βουκολικό έρωτα που φουντώνει, ταυτόχρονα με την Επανάσταση των ετών 1866-69 στην Κρήτη. Και, καθώς μέσα στη δίνη του πολέμου οι άνθρωποι έχουν ελάχιστες στιγμές για την προσωπική τους ζωή, οι ερωτευμένοι νέοι δεν προλαβαίνουν να επισημοποιήσουν τον δεσμό τους. Έτσι, η οικογένεια παίρνει όλα τα μέτρα για να μη μαθευτεί η εγκυμοσύνη στην κοινότητα του Οροπεδίου.  Και όταν γεννιέται το κοριτσάκι, την ίδια ώρα απομακρύνεται, αλλοίμονο, από την οικογένεια με το σοβαρό πολιτικό και οικονομικό status, που θα μπορούσε να το είχε κρατήσει και αναθρέψει· ταυτόχρονα, η απόφαση αυτή θα υποδήλωνε την αλλαγή των ηθών, ότι, δηλαδή, η Επανάσταση στην Κρήτη δεν φέρνει μόνο την Ένωση και τη Λευτεριά, αλλά και απελευθερώνει τον Κρητικό από τις προκαταλήψεις που βασανίζουν τον τόπο. Έτσι, στο εξής το αθώο πλάσμα μοιράζεται ανάμεσα σε δυο μάνες, σε δυο οικογένειες, αποπέμπεται από τη μια και περιθάλπεται και ανατρέφεται με στοργή από τη Μιχριμπάν, τη θετή της μητέρα. Σα να κυριαρχεί η συνωμοσία του κακού που δηλητηριάζει το σπιτικό και το διαπερνά ο φόβος της κοινής γνώμης που καθιστά τα καλά πρόσωπα κακά, τους επαναστάτες ευάλωτους στην κατακραυγή, ανίκανους να σηκώσουν κεφάλι. Πόσο απαξιωτικά ακούγεται ο λόγος της Μάχρια στην κατακλείδα του Προλόγου της «Στην Κρήτη του 19ου αιώνα τα μπάσταρδα δεν είχαν θέση σε καμιά οικογένεια»[5] και πόσο θυμούμαστε τη Φραγκογιαννού, όταν οι τελετουργικές κινήσεις της αρχόντισσας Ρεγγίνας για την ευλογία του μωρού καταλήγουν ειρωνικά στη σπαρακτική σκηνή του αποχωρισμού:

« … η Ιουστίνη έσκυψε και φίλησε τη νεογέννητη κόρη της στα μάτια – κανέναν δε φιλούν στα μάτια, φιλί του αποχωρισμού, λένε -, την ίδια νύχτα η μαμή πήρε το μωρό[6]

            Εδώ η τραγική ειρωνεία παίζει με τα αιμόφυρτα σώματα της Ιουστίνης και του Αντρέα, που παραδομένα στους πόνους της γέννας και των πληγών αντίστοιχα, αποδυναμώνουν τις ψυχές, η διαίσθηση αδρανεί, η αναμέτρηση ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο κλίνει προς τη ζωή, αλλά μια ζωή γεμάτη χωρισμούς. Το ασύμβατο πεπρωμένο δε φτιάχνεται μόνο από την Τύχη, αλλά οικονομείται και από τους ανθρώπους, που δικαιολογούν τις επιλογές τους, θέλοντας για τα παιδιά τους να αποφύγουν ό, τι εβίωσαν οι ίδιοι. Ένα προπατορικό αμάρημα διαπερνά την οικογένεια Καλλιμάρκου και το ανακοινώνει ο κυρ Λεωνίδας στον μονόλογό του, θυμίζοντάς μας ταυτόχρονα δυο κορυφαία διηγήματα της Νεοελληνικής Πεζογραφίας, τη «Φωνή του Δράκου» του Παπαδιαμάντη και το «Πίστομα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη:

«Πονώ για την κόρη μου,  το σπλάχνο μου. Κλαίω. Μα πιο πολύ πονώ για το μωρό. Γι’ αυτό το δίνω αλλού. Δε με νοιάζει πού, δε θέλω να μάθω ποτέ μου, μόνο να μην υπάρχει κοντά μου. Να μην το βλέπω. Μια που γεννήθηκε –καλό θα ’ταν να μην έβλεπε ποτέ το φως της μέρας, Θεέ μου, σχώρα με –αλλά δε θἐλω το παιδί της λατρεμένης μου Ιουστίνης να ’χει τη μοίρα ενός μπάσταρδου. Γιατί αυτή τη μοίρα την ξέρω από πρώτο χέρι. Εγώ ο ίδιος είμαι καρπός ενός περαστικού έρωτα.( …) Μεγάλωσα μες στην ντροπή και την απόρριψη, παίρνοντας το επώνυμο της μητέρας μου, σημαδεμένος σαν μπάσταρδος. (…) Η οικογένεια της μάνας μου, πιο φτωχοί κι απ’ τους φτωχούς, έδιωξε την ατιμασμένη κόρη και μ’ αγνόησε. (…) βουλιαγμένοι στις προκαταλήψεις, έφτυναν στο χώμα μόλις έβλεπαν την αμαρτωλή. Γύριζαν αλλού το βλέμμα. Ήμουν  σημαδεμένος με το στίγμα.»[7]

            Ωστόσο, η τύχη ευνοεί τον Λεωνίδα Καλλιμάρκο και γίνεται ο θετός γιος του Ορέστη Καλλιμάρκου που διαφεντεύει το Οροπέδιο. Θα περίμενε, λοιπόν, ο αναγνώστης να έχει οπλιστεί με καρτερία και αντοχή και να μη δείξει αυτή τη σκληρότητα στην Ιουστίνη και στο νεογέννητο, με το πρόσχημα της δημόσιας καταλαλιάς. Όμως, αυτός ο άνθρωπος, με την αμφίσημη διάθεση, που αδικεί από γνώση και ευεργετεί από άγνοια, γίνεται, θα λέγαμε, συνεργός της πολυπλοκότητας της συγγραφής που εξελίσσεται σε μυθιστόρημα ποταμός. Γιατί αυτός μεν  εξορίζει το μωρό, αλλά μαζί μ’  αυτό παραδίδει στη μαία και το πολύτιμο αρχαίο κόσμημα από ανασκαφή στην Ελεύθερνα  σαν φυλαχτό. Έτσι προπέμπει την τύχη της βρέφους και φαίνεται ότι συμπυκνώνει τις ευχές με τις οποίες το κατευοδώνει ενδόμυχα όλη η οικογένεια. Και τούτο το κόσμημα, που καίει όποιον πάει να το υφαρπάσει, γίνεται το μαγικό δώρο  που βοηθά τη Μάχρια και μόνον αυτή να επιβιώνει στις περιπέτειες που της τυχαίνουν στη συνέχεια.
            Η ζοφερή αβεβαιότητα της κατάστασης που ακολούθησε το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου νοιώθεται και εκφράζεται από ορισμένα πρόσωπα της Ιστορίας. Καθένα, όμως, από αυτά γνωρίζει μέρος της εξέλιξης, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν οξύμωρες καταστάσεις και ο έρωτας με τον θάνατο να γίνονται οι δυο όψεις της επισφαλούς ζωής εκείνων των χρόνων. Πριν το Ολοκαύτωμα, για παράδειγμα, ο Αντρέας φεύγει από τη Μονή Αρκαδίου, χωρίς να τον αντιληφθούν οι πολιορκητές, για να καλέσει ενισχύσεις από την Ανατολική Κρήτη. Έτσι σώθηκε, ενώ οι συναγωνιστές του κάηκαν.  Αλλά στο διάστημα αυτό συναντά την Ιουστίνη και χαίρεται τον έρωτά της, ενώ οι άλλοι θυσιάζονται … Να πληρώνει, άραγε, ο ίδιος αυτή τη δαιμονική ανεμελιά και απόλαυση με την άγνοια ότι το παιδί που γεννιέται, και είναι παρών αυτός στον τοκετό, είναι δικό του; Με την άγνοια ότι η Ιουστίνη τιμωρείται απομονωμένη σε σκοτεινό υπόγειο, ενώ εκείνος περιθάλπεται έτσι που αξίζει σε ήρωα;  Εδώ φαίνεται ότι αυτή η διαστρωματωμένη άγνοια παίζει ένα βάναυσο παιχνίδι, συχνό σε ανθρώπους που πολεμούν ή επιστρέφουν από πόλεμο.
            Αλλά η συγγραφέας διαλέγει τον Αντρέα ως ιστορικό πρόσωπο να μεταφέρει τις πολεμικές ειδήσεις στο παρόν της αφήγησης άλλοτε εκμυστηρευόμενος τα συμβάντα στην Κοραλία, την αδερφή της Ιουστίνης που είχε αναλάβει τη θεραπεία του και άλλοτε αναπολώντας τα ο ίδιος. Ας μείνομε λίγο σ’ αυτό το πρόσωπο που κρύβεται «στο φιλόξενο σκοτεινό κελάρι του κυρ Λεωνίδα», θυμάται και αναλογίζεται διαδοχικά την πολιορκία του Αρκαδίου, τη συνάντηση με την Ιουστίνη, τη συμπλοκή με τον εχθρό, τη γέννα, τον γενέθλιο τόπο. Σκηνές δοσμένες ακατάστατα που συνθέτουν, εν τούτοις, τη χρονογραφία της εξέγερσης από τη Δυτική μέχρι την Ανατολική Κρήτη, που εναλλάσσονται ανάμεσα στο προσωπικό δράμα και το συλλογικό τραύμα..  Τα πρόσφατα γεγονότα, όπως οι επιθέσεις των Τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων σε στρατηγικά σημεία του Οροπεδίου με αρχηγό τον Μιχαήλ Κόρακα, αναφέρονται πρώτα. Κορυφαία η απόκρουση στην κορφή Αφέντης του Οροπεδίου, όπως και στον Καπετάν Μιχάλη στην Επανάσταση του 1889, αλλά οι επαναστάτες διαλύονται και καταφεύγουν σε κοντινά χωριά. Ακολουθεί η αδράνεια στο σπίτι της Ιουστίνης, όπου η ανάμνηση του γενέθλιου τόπου μαλακὠνει την αιχμηρή μνήμη της πρόσφατης πραγματικότητας και τις εφιαλτικές ώρες κατά τις οποίες το μυαλό του ανθρώπου αδυνατεί να συλλάβει την άβυσσο της καταστροφής στο Αρκάδι. Ο δραματικός εσωτερικός μονόλογος του Αντρέα αποδίδει τη σύγχυση που του προκαλούν τα πολεμικά γεγονότα, οι συγκρούσεις και η αμφισβήτηση της εμπιστοσύνης που ενέπνεε η Ιουστίνη…  Διαδοχικές σκηνές προδοσίας πολιορκούν τη ζωή του και καταφεύγει, όπως κάνει αργότερα και η κόρη του, στην αναζήτηση της λησμονιάς, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει στο πεπρωμένο του επαναστάτη που για χάρη της πατρίδας δεν μπορεί να δημιουργήσει οικογένεια:                                                          

«…θα την ξεχάσω, όπως με ξέχασε κι εκείνη. Δε μπορεί να μη θυμήθηκε ό, τι μου είχε υποσχεθεί. Ορκιζόταν ότι μ’ αγαπούσε παράφορα, ότι θα με περίμενε να γυρίσω από τ’ Αρκάδι. Κι ας μην της έδινα ελπίδες. Τι ελπίδες να δώσει σ’ ένα νέο κορίτσι ένας επικηρυγμένος; Ένας φυγάς ταγμένος στην πατρίδα και τα ιδανικά της, που τον κυνηγά κι ο ίσκιος του; Μπορεί όμως και να νόμιζε πως ήμουν σκοτωμένος. Κι είναι αλήθεια πως τότε από ένα θαύμα σώθηκα.»  

            Στα κύρια χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος ποταμού (roman fleuve, river novel) ανήκουν η μεγάλη έκταση της υπόθεσης που δεν τελειώνει, αλλά με σχετική αυτοτέλεια συνεχίζεται σε σειρά τόμων, τα πολλά πρόσωπα που αναπτύσσουν τη δράση τους γύρω από τον/την πρωταγωνιστή/πρωταγωνίστρια, οι μετακινήσεις σε απομακρυσμένους τόπους, η ανάπλαση μιας εποχής μέσα στην οποία εξελίσσονται οι ιστορίες των προσώπων με τα ήθη, τα έθιμα του κάθε τόπου, τα κενά που δημιουργούνται ανάμεσα στα κεφάλαια ή της ενότητες. Ταυτόχρονα, όμως, η πλοκή συμβαδίζει, θα λέγαμε, με την ενηλικίωση του κεντρικού προσώπου της ιστορίας. 
            Ένα μεγάλο κενό, π.χ, χωρίζει το πέρασμα της Μάχρια στον κόσμο της Ανατολής, στον φιλόξενο κόσμο της Μικράς Ασίας, όπου ανατρέφεται, απολαμβάνει τη στοργή, την περιποίηση ως πρόσωπο που χαρίζει την ευτυχία στο άκληρο ζευγάρι. Ωστόσο, στο μυθιστόρημα ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας διαρκεί από τον Ιούλιο του 1867 μέχρι την απαγωγή της Μάχρια, το 1881 που συμβαίνει η απαγωγή της και η μεταφορά στο Παλάτι του «Ντολμά Μπαχτσέ». Έτσι έρχεται μπροστά στα μάτια μας, ένας κόσμος αλλιώτικος, ήρεμος μέσα στο χωριό του Αγιασολούκ, όπου αναγνωρίζουμε τόπους από τα μυθιστορήματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ηθογραφία ειδυλλιακή με γιορτές που μοιάζουν με διαβατήριες τελετές από την παιδική στην εφηβική ηλικία των κοριτσιών, σχέσεις των ανθρώπων ειρηνικές, μα και κρυφοί έρωτες που σέβονται νόμους και αρχές. Η Μιχριμπάν και ο Σουλεϊμάν είναι οι γονείς της Μάχρια, ο Σουκρού, ο αδερφός του Σουλεϊμάν, ο ατρόμητος καπετάνιος, που κυριαρχεί στα αισθήματά του προς την Μιχριμπάν είναι το αντίστοιχο παλληκάρι σ’ αυτόν τον κόσμο της Ανατολής που κατορθώνει να απελευθερώσει τη Μάχρια από το Χαρέμι του Σουλτάνου και να την οδηγήσει αμόλυντη στη μάνα της.
            Γοητεύει, αλήθεια, αυτό το κομμάτι του βιβλίου, καθώς μας μετακινεί από την αγροτική περιοχή στην πολυκοσμία της Σμύρνης, στο Χαμάμ των γυναικών, στο τελετουργικό των λουτρών, ενώ οι αισθήσεις, μέσα από πληθωρικές περιγραφές, γενναιόδωρες λεκτικές διατυπώσεις, απολαμβάνουν τα αρώματα, τις φωνές, το νερό, τα γλυκά κ. λπ. Θα υποστηρίζαμε ότι το σύντομο πέρασμα της Μάχρια από την καθ’ ημάς Ανατολή εισάγει τη διάσταση του Οριενταλισμού στο μυθιστόρημα, όπου όλα προσφέρονται πληθωρικά, οι ανησυχίες απομακρύνονται, αλλά ο δεσποτισμός παραμονεύει και εκδηλώνεται σε μια από τις βάναυσες μορφές της απαγωγής της γυναίκας, για να κλειστεί στο Χαρέμι του Σουλτάνου. Ωστόσο, έχομε τόσες λεπτομέρειες της ζωής εκεί, όπου πάλι ζωή και θάνατος εναλλάσσονται άγρια! Και όλες αυτές οι λεπτομέρειες από τα φαγητά, τα γλυκά, μέχρι την εκπαίδευση, την εύνοια ή την τιμωρία κινούνται ανάμεσα στις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και στην ψυχογραφική ανατομία των προσώπων που απολαμβάνουν το καθετί και συνάμα πάσχουν μέσα σε μια διάχυτη αβεβαιότητα. Η Μάχρια τώρα λέγεται Γκιουλσεβέρ και είναι το κορίτσι που αγαπά τα ρόδα. Στα δυο χρόνια που μένει στο Χαρέμι επιμένει να μην παραδοθεί στον Σουλτάνο, και μαζί με τη φίλη της τη Ζουλφέ καταστρώνουν το σχέδιο της απόδρασής της. Και το πετυχαίνει με την αυτοθυσία της Ζουλφέ και τη βοήθεια της Μπεσιμέ.  
Σημαντική στιγμή σ’ αυτή τη φάση είναι η συνάντηση με τον Μάγο στη συνοικία Τοπχανέ, μετά την απόδρασή της. Όταν πια έχει επιστρέψει ασφαλής στη μητέρα της Μιχριμπάν αναστοχάζεται πάνω στα όσα έμαθε από αυτόν. Για την έννοια και τη λειτουργία του πεπρωμένου:

«Το πεπρωμένο του κάθε ανθρώπου είναι μυστηριωδώς συνδεδεμένο με το πεπρωμένο των άλλων ανθρώπων. Ο μαγικός κύκλος των γεγονότων γεφυρώνει ωκεανούς και ηπείρους κι ενώνει όλους τους θνητούς. Τα γεγονότα πάντως εξακολουθούν και θα εξακολουθήσουν να εμφανίζονται, είτε αναμενόμενα είτε απρόοπτα, καθορίζοντας με την παρουσία τους καταστάσεις, σαν να ΄ναι μέρος ενός αινιγματικού σχεδίου.»[8]

Για την υιοθεσία της και το μυστήριο της καταγωγής της. Κι εδώ η μερική γνώση απαξιώνει και πάλι τη φυσική της μητέρα:

«Και η άλλη; Αυτή που με γέννησε; Αυτή που με πέταξε; Φώναξα με τα σωθικά μου ξεσκισμένα απ’ τον πόνο της πικρής γνώσης. Ποια ήμουν; Από ποιους γεννήθηκα; Η απότομη αποκάλυψη της υιοθεσίας μου με είχε τσακίσει»[9]

            Ωστόσο, η καταδίωξη του Σουλτάνου δεν αφήνει περιθώρια για μοιρολατρίες και όλη η οικογένεια κατορθώνει μετά από περιπέτειες να εγκατασταθεί στη Μασσαλία, όπου ήσυχοι πια και πάμπλουτοι η Μιχριμπάν και ο Σουκρού έχουν ως μοναδική τους έγνοια να ζει μια ζωή ευτυχισμένη η Μάχρια.
            Στη δεύτερη εποχή (Παρίσι 1888 – Μασσαλία 1889) το μυθιστόρημα έλκεται από την κοσμοπολίτικη αίγλη της Γαλλίας. Οι γυναίκες επιδίδονται σε όλες τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντα της μεγαλοαστικής κοινωνίας όπου, όμως, υφέρπει πάντοτε ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης, που απειλεί και εν μέρει προσβάλλει την ίδια τη Μάχρια. Αν στην πρώτη εποχή οι άνθρωποι ζούσαν σύμφωνα με τα ήθη της κοινότητας, όπου ο κανόνας προσδιόριζε αυστηρά τις σχέσεις μεταξύ τους, στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον η διαφορά διακρίνεται και  εκδηλώνεται πιο άμεσα. Θέματα όπως η θέση της μουσουλμάνας γυναίκας μέσα στην καθημερινότητα της υψηλής γαλλικής κοινωνίας, η χαρτοπαιξία, οι παράνομοι έρωτες ή η ομοφυλοφιλία του Ντε Λαρσέ συζητούνται, προβάλλονται και ως δράση αναζητούνται λύσεις από τη συγγραφέα με την άνεση ενός λειτουργού με στόχο την απονομή δικαιοσύνης. Ωστόσο, εκεί μέσα επέρχεται ο κορεσμός που δηλητηριάζει τα πρόσωπα και ο αμοραλισμός των τα βυθίζει σε μια ηθική και ψυχική αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό τους και από το στενό τους περιβάλλον.
            Ένας τέτοιος τύπος είναι ο καλοδουλεμένος χαρακτήρας του Ζακ, του ανθρώπου με τα σκληρά παιδικά χρόνια που κατάφερε να εισέλθει στην καλή κοινωνία χάρη στην εξυπνάδα του, το ταπεραμέντο του και τη θρασύτητά του. Αυτός κοντά στη Μάχρια αλλάζει, είναι, όμως, ο άνθρωπος που την εθίζει στο όπιο. Και που όταν αυτή φεύγει από το Παρίσι, δε διστάζει να επανασυνδεθεί με πρόσωπα του παρελθόντος.
            Συνοψίζοντας, θα προτείναμε να διαβάσουμε το μυθιστόρημα, όπου η σκληρή δουλειά φαίνεται από την πρώτη στιγμή στον τρόπο που δαμάζει η συγγραφέας το υλικό της, το ιστορικό, το πολιτισμικό, το ηθογραφικό, το γεωγραφικό, την πολυπρόσωπη ανθρωπολογία, τις μεγάλες και τις μικρές περιπέτειες των ανθρώπων.
Οι περιγραφές με έμφαση στη λεπτομέρεια και οι ειδήσεις που παρέχονται για τους τόπους στην Κρήτη, στη Μικρά Ασία, στη Γαλλία συγκρατούνται, γιατί παίρνουν ζωή από τα πρόσωπα. Έχουν το γούστο τους, για παράδειγμα, όσα λέγονται για τις κοσμικά κέντρα του Παρισιού, τα πλούσια ρεστωράν, τα φορέματα και τα κοστούμια, τα υφάσματα, τις βιβλιοθήκες, τα Μουσεία και τις γκαλερί, τους συγγραφείς που διαβάζει η Μάχρια! Οι εξοχές στο Παρίσι, η απομόνωση των ερωτευμένων, οι εσωτερικοί χώροι, όπου κάποια στιγμή  διακρίνεται και ο Λωτρέκ, οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν μια ατμόσφαιρα χλιδής, με την καλή έννοια, που δεν είναι και άσχημη στις μίζερες μέρες που ζούμε. Μα πάνω απ’ όλα,  πάει να δημιουργηθεί μια γυναικεία γραφή που πιότερο ξομπλιάζει τη γυναίκα. Κορυφαίες μορφές η Μιχριμπάν, η Ιουστίνη, και πίσω από αυτές η Αϊντά, η Ζουλφέ, η Σαρλότ δημιουργούν ένα δίχτυ προστασίας στη Μάχρια. Δεν καταφέρνουν, όμως, να προλάβουν το όπιο… Μια αχτίδα αισιοδοξίας φέρνει ο έρωτας που φαίνεται να διαλύει τη ζοφερή πραγματικότητα της ηρωίδας. Θα δούμε, όμως στο δεύτερο βιβλίο τι θα μας χαρίσει  η συγγραφέας μας…
             





[1] Ρένα Πετροπούλου, Μάχρια της λήθης, μυθιστόρημα, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2014, σελ. 307.
[2] Ό. π.
[3] Σε αντίθεση με τον αρχέγονο μύθο της θεάς μητέρας· που αψηφώντας τις απειλές η Ρέα κρύβει τον Δία στην Κρήτη, που, διεκδικώντας την κόρη της η Δήμητρα, μπορεί και χαίρεται την Περσεφόνη της έξι μήνες τον χρόνο πάνω στη γη.

[4] ό. π. σελ. 17.
[5] ό.π., 25.
[6] ό. π., σελ. 25. Η Κρήτη στην επιφάνειά της ανατρέφει τον Δία, ενώ στα υπογειά της κρύβει τον Μινώταυρο, παράταιρο άνθρωπο, τέρας.
[7] ό.π., σσ. 29-30
[8] ό.π. σελ. 136

[9] ό.π. 

 * Η εισήγηση της κας Ελπινίκης Νικολουδάκη Σουρή εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου ''Η Μάχρια της Λήθης'', που πραγματοποιήθηκε στις 20/11/14 στο Επιμελητήριο Ηρακλείου, στο Ηράκλειο Κρήτης.