Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ντέιβιντ Κόνολι: Οι Ελληνες ποιητές βρήκαν το ιρλανδικό τους DNA




 Νίκου Εγγονόπουλου «Ωραίος σαν Ελληνας» (The beauty of a Greek) μετέφρασε στα αγγλικά ο Ντέιβιντ Κόνολι


  • Συνέντευξη
  • Ντέιβιντ Κόνολι
  • Ο ιρλανδικής καταγωγής διακεκριμένος μεταφρασεολόγος-μεταφραστής Ντέιβιντ Κόνολι αποτελεί μια συγκινητική περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Ανθρωπος σεμνός -επιμένει να δηλώνει «ακόμα μαθητευόμενος»- αποφάσισε πριν από 30 χρόνια να γίνει Ελληνας πολίτης και να αφοσιωθεί στη μετάφραση της ελληνικής γλώσσας, εστιάζοντας στη δυσκολότερη εκδοχή της: την ποίηση. Ελάχιστη ηθική ανταμοιβή στον εγκυρότερο μεταφραστή της ελληνικής λογοτεχνίας στα αγγλικά, το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης του 2008 για το «Ωραίος σαν Ελληνας / The Beauty of a Greek» του Εγγονόπουλου (εκδόσεις «Υψιλον»). Πρόσφατα έγινε τακτικός καθηγητής Θεωρίας και Μεθοδολογίας της Μετάφρασης στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Αριστοτελείου.
- Πώς ξεκινά το μεγάλο πάθος σας για την ελληνική γλώσσα; 
  • «Η γλώσσα είναι κάτι που ανέκαθεν μ' απασχολεί πολύ. Σιγά-σιγά, καθώς από έφηβος ερχόμουν στην Ελλάδα για διακοπές, φούντωσε το ενδιαφέρον μου για τη χώρα».
- Αυτό δεν προεξοφλούσε όμως τη βαθιά «βουτιά» σας στην ελληνική γλώσσα;
  • «Η ελληνική γλώσσα έχει μια μαγεία. Με συνάρπαζε ακόμη κι όταν δεν την ήξερα».
- Η πρώτη σας μεταφραστική απόπειρα ποια ήταν;
  • «Οσο ήμουν ακόμα φοιτητής στην Αγγλία και σπούδαζα αρχαία ελληνικά προσπάθησα, με όλο το θράσος, να μεταφράσω το "Η δυστυχία τού να είσαι Ελληνας" του Νίκου Δήμου. Ομως, η πρώτη επαγγελματική μου ενασχόληση ήταν μια ανθολογία ποιημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου».
- Δεν ήταν αλαζονικό να θέλετε από την αρχή να μεταφράσετε ποίηση;
  • «Ηταν. Αλλά η ποίηση με... ενεργοποίησε. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι το ελληνικό μυθιστόρημα είναι αντάξιο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Δεν ήταν πάντα έτσι. Κυρίως στον 20ό αιώνα η ποίηση υπερέχει της ελληνικής πεζογραφίας».
- Οι δυσκολίες, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας στη μετάφρασή της ποιες είναι;
  • «Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Η απάντηση είναι τα μαθήματα που κάνω στο πανεπιστήμιο. Γιατί, δυστυχώς, για πάρα πολλά χρόνια η μετάφραση θεωρούνταν κάτι εύκολο, από την άποψη ότι όποιος ξέρει μια ξένη γλώσσα κι έχει ένα λεξικό μπορεί να μεταφράσει -υπάρχουν όμως άνθρωποι εντελώς δίγλωσσοι που δεν είναι καλοί μεταφραστές. Και γι' αυτό το λόγο πάντοτε οι μεταφραστές δεν είχαν κύρος, ούτε αμείβονταν καλά. Οταν μάλιστα μιλάμε για τη λογοτεχνική μετάφραση, πέρα από την άριστη γνώση των γλωσσών, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά και τους δύο πολιτισμούς, καθώς ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι συνήθως δηλωτικό. Είναι υποδηλωτικό και πολλές από τις συνδηλώσεις βγαίνουν από τις πολιτισμικές αναφορές. Αν δεν έχεις βαθιά γνώση του πολιτισμού δεν μπορείς να πιάσεις τα λεπτότερα νοήματα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Νομίζω λοιπόν ότι το ιρλανδικό DNA μου με έσωσε».
- Γιατί το λέτε αυτό;
  • «Ο κέλτικος λαός έχει πολλές συγγένειες με τον ελληνικό, κυρίως στην ψυχοσύνθεση -αυτό βγαίνει και στη λογοτεχνία. Ο ιρλανδικός λαός γλεντάει και πίνει, τραγουδά και τους καημούς και τις χαρές. Η τρέλα είναι τρόπος ζωής. Οπως, δηλαδή, και στους Ελληνες».
- Το δυσκολότερο έργο που μεταφράσατε, ο δυσκολότερος δημιουργός ποιος είναι; 
  • «Εχω μεταφράσει περίπου 35 έργα Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων κι ένα πράγμα μπορώ με βεβαιότητα να πω: δεν υπάρχει εύκολη μετάφραση. Ακόμη και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μάρκαρη, που έχουν μια στρωτή γλώσσα, δεν είναι απλά. Πάντοτε, όμως, η ποίηση ενέχει περισσότερες δυσκολίες. Και από τους ποιητές που έχω μεταφράσει μάλλον ο Ελύτης είναι ο δυσκολότερος. Γιατί είναι γλωσσοπλάστης. Είναι ποιητής της γλώσσας κι όχι της αφηγηματικότητας. Οπως και η Δημουλά. Οι πιο δύσκολα μεταφραζόμενοι ποιητές».
- Συνεργαστήκατε με τον Ελύτη στενά για τη μετάφραση του έργου του. Είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις; 
  • «Μου έλεγε "να μεταφράζεις ελεύθερα, φτάνει να ηχεί σωστά". Με όλους τους ποιητές που έχω μεταφράσει συνεργάστηκα στενά. Απορώ με τους μεταφραστές που ζουν στο εξωτερικό και μεταφράζουν ποιητές με τους οποίους δεν επικοινωνούν ποτέ. Εχω συνεργαστεί και με τον Βρεττάκο, τη Δημουλά, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη... Ο μόνος με τον οποίο δεν συνεργάστηκα, γιατί είχε πεθάνει, είναι ο Εγγονόπουλος. Και το βιβλίο αυτό πήρε το Κρατικό Βραβείο. Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει κάτι».
- Από τους πεζογράφους;
  • «Πολύ δύσκολη ήταν η γλώσσα στο "Βιβλίο καλούμενο ερωτικό" του Γιώργη Γιατρομανωλάκη. Συνδύαζε ένα ιδίωμα του 17ου αιώνα με μια δόση κρητικής διαλέκτου. Δύσκολο εγχείρημα ήταν και η μετάφραση του Παπαδιαμάντη, λόγω των διαφορετικών επιπέδων της γλώσσας -διάλεκτος της Σκιάθου, απλή δημοτική, εκκλησιαστική γλώσσα και καθαρεύουσα. Έπρεπε σε μια αγγλική γλώσσα, που δεν έχει αντίστοιχα ιδιώματα ή φάσεις, να βρω αντιστοιχίες. Πολύ οδυνηρή εργασία».
- Πόσο μάλλον που ο κόπος αυτός δεν θα αμειφθεί ποτέ.
  • «Δεν μπορείς να ζήσεις απ' τη μετάφραση της ποίησης. Και φέρνω ένα παράδειγμα: την "Οξώπετρα" του Ελύτη τη μετέφραζα με τη βοήθεια του ποιητή περισσότερο από 3 χρόνια. Πώς να αμειφθείς; Η μετάφραση της ποίησης είναι έργο αγάπης. Ενός μυθιστορήματος είναι περισσότερο επαγγελματική δουλειά και αμείβεται καλύτερα. Οπότε μπορείς να ζεις μεταφράζοντας μυθιστορήματα. Εγώ που μεταφράζω περισσότερο ποίηση, δεν θα μπορούσα να ζήσω. Γι' αυτό και δέκα χρόνια δούλευα στο Βρετανικό Συμβούλιο στην Αθήνα. Μετά άρχισε η πανεπιστημιακή καριέρα μου, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο για έξι χρόνια, στο Καποδιστριακό και τα τελευταία έξι χρόνια στο Αριστοτέλειο». *


«Απορώ με τους μεταφραστές που μεταφράζουν ποιητές χωρίς να επικοινωνούν μαζί τους», λέει ο Ντέιβιντ Κόνολι
«Απορώ με τους μεταφραστές που μεταφράζουν ποιητές χωρίς να επικοινωνούν μαζί τους», λέει ο Ντέιβιντ Κόνολι

Κανείς δεν βγαίνει στους δρόμους για τη χαμένη μας πνευματικότητα

Πώς βλέπετε την Ελλάδα και τους Ελληνες σήμερα;
  • «Επειτα από τριάντα χρόνια, προφανώς δεν βλέπω τους Ελληνες με τα παρθένα αλλά ούτε και τα αθώα μάτια ενός ξένου. Η μοίρα μου έχει προ πολλού ταυτιστεί με τη χώρα και τους κατοίκους της· που θα πει ότι σε καθημερινή βάση στενοχωριέμαι, απελπίζομαι και αγανακτώ, όπως κάθε ευαίσθητος, σκεπτόμενος και ταλαιπωρημένος πολίτης, με την ανθρώπινη και κοινωνική κατάντια που παρατηρώ: τον ατομικισμό, την αδιαφορία, την ιδιοτέλεια. Ζούμε σε μια εποχή ζοφερή, μια εποχή παρακμής και κινδυνεύουμε να ξαναπεράσουμε σε έναν καινούργιο μεσαίωνα. Βλέπουμε ανθρώπους να βγαίνουν στους δρόμους για τη χαμένη τους ευμάρεια ή έστω τη χαμένη προοπτική ευμάρειας, αλλά κανείς δεν διαμαρτύρεται για τη χαμένη του πνευματικότητα, την πρωτοφανή ηθική και πνευματική κρίση που περνάμε».
  • Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/03/2009

CONNOLLY, D. 1997. Μετα-Ποίηση

ΠΗΓΗ:

 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης. Aθήνα: ύψιλον/βιβλία.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο David Connolly παραμένει για περισσότερα από είκοσι χρόνια ένας ακούραστος μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στην αγγλική γλώσσα, ενώ παράλληλα, διδάσκει μεταφρασεολογία ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Έχει μεταφράσει πολλούς γνωστούς έλληνες ποιητές και συγγραφείς, και είδε επανειλημμένως μεταφράσεις του να βραβεύονται. Ένα από τα τελευταία εκτενή έργα του, το "The Dedalus Book of Greek Fantasy" με κείμενα τριάντα ελλήνων συγγραφέων του 19ου και 20ού αιώνα (Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Κόντογλου, Κούρτοβικ, Μαραγκόπουλος κ.ά), βραβεύθηκε το 2005 με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Άλλες μεταφράσεις του έχουν επίσης βραβευτεί στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.
Επίσης έχει δημοσιεύσει μια πλειάδα επιστημονικών άρθρων σχετικά με τη μετάφραση αλλά και τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, έχει δώσει διαλέξεις, ομιλίες και σεμινάρια σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Μ. Βρετανίας και της Βόρειας Αμερικής, συνεντεύξεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και σε εφημερίδες και συμμετέχει σε αναγνώσεις ελληνικής λογοτεχνίας σε μετάφραση στην Αγγλία.
Η πολύπλευρη ενασχόλησή του με τη μετάφραση εν γένει, και η πλούσια μεταφραστική εμπειρία του αντανακλώνται στα άρθρα του που συγκέντρωσε στο έργο «Μετα-Ποίηση. 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης», καταγράφοντας τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του ειδικά από τη μετάφραση της ποίησης.
Η έννοια Μετα-Ποίηση που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου «απορρέει από την άποψη ότι ένα μεταφρασμένο ποίημα αποτελεί στην ουσία ένα μετα-ποίημα όπως και η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια μορφή μετα-λογοτεχνίας και παράγει μετα-κείμενα», σημειώνει ο Connolly στον Πρόλογο του βιβλίου του (σελ. 10). Οριοθετεί με αυτό τον τρόπο το τι σημαίνει για τον ίδιο η μετάφραση της ποίησης και μας εισάγει έτσι σε αυτό το πολυσυζητημένο και ακανθώδες ζήτημα, που απασχολεί μεταφραστές, ποιητές, λόγιους αλλά και τους ίδιους τους αναγνώστες εδώ και αιώνες. Με τη συνέπεια ενός μεταφραστή ο Connolly διευκρινίζει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η μετάφραση της ποίησης, δεν είναι η απόδοσή της, η διασκευή, η απομίμηση ή επαναγραφή της. Ότι ο μεταφραστής αναγκαστικά θα ερμηνεύσει το πρωτότυπο ποίημα και θα το αναπαραγάγει στην άλλη γλώσσα. Ότι το μεταφρασμένο ποίημα αναπόφευκτα θα συγκριθεί και θα αξιολογηθεί με βάση το πρωτότυπο.
Ο υπότιτλος του βιβλίου «6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης» παραπέμπει στη συλλογή «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» του Οδυσσέα Ελύτη (1960), ο οποίος αποτελεί έναν από τους αγαπημένους ποιητές του Connolly. Έχει μεταφράσει πολλά έργα του και οι προβληματισμοί του κατά την ενασχόλησή του με τη μετάφραση του Ελύτη αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλές από τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τρεις μελέτες σε αυτό το βιβλίο ασχολούνται ακριβώς με τη μετάφραση έργων του Οδυσσέα Ελύτη. Εξάλλου, όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία 3.4.1999), τον βοήθησε και η συνεργασία μαζί του, καθώς «πέρα από τα συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης, κουβεντιάζαμε την κάθε λέξη, μιλούσαμε γενικότερα για την ποίηση και τη μετάφρασή της. Αυτές οι συζητήσεις, που είχα μαζί του, έχουν διαμορφώσει, σε μεγάλο βαθμό, την αντίληψή μου για το σκοπό της ποίησης». Συγχρόνως αυτός ο υπότιτλος ταιριάζει στο γεγονός ότι έξι από αυτές τις μελέτες είχαν ήδη δημοσιευτεί σε μια αρχική μορφή σε ελληνικά περιοδικά, ενώ μία δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ. Και ακόμη, ότι οι έξι μελέτες αφορούν πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης, ενώ η μία (η τέταρτη) ασχολείται με τη γλωσσική και φιλολογική ανάλυση που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής πριν μεταφράσει.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί έτσι ένα από τα ελάχιστα έργα στον χώρο της μεταφρασεολογίας που ασχολούνται με το δύσκολο εγχείρημα - για πολλούς ανέφικτο - της μετάφρασης της ποίησης. Αν και κλείνει ήδη δέκα χρόνια από τη δημοσίευσή του, παραμένει επίκαιρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και ένα από τα ελάχιστα έργα στον «επιστημονικά νεφελώδη χώρο της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 9). Η ανάγνωσή του είναι χρήσιμη αφενός για τους μεταφραστές και τους μεταφρασεολόγους, γιατί προσεγγίζει τη μετάφραση καλύπτοντας τόσο το επίπεδο της θεωρίας όσο και της πράξης, αναφέρεται στην αξιολόγηση της μετάφρασης αλλά και στον ρόλο του μεταφραστή - εισάγοντας εκείνη την εποχή στην Ελλάδα αυτή τη στροφή της μεταφρασεολογίας προς τον μεταφραστή, που στο εξωτερικό ήδη είχε αρχίσει να εκδηλώνεται - και τέλος προτείνει μια επακριβή ελληνική ορολογία για διάφορους μεταφρασεολογικούς όρους, κάτι που ακόμη και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί με συνέπεια και διεξοδικότητα στον ελληνόφωνο χώρο. Ωστόσο, η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρεται και για τους λάτρεις της ποίησης γενικότερα, και ειδικότερα για όσους αγαπούν τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο ή τους έλληνες υπερρεαλιστές, καθώς το βιβλίο ασχολείται με συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης της ποίησης και συγχρόνως με τα όρια της μεταφρασιμότητας.

Προλεγόμενα

«Η μετάφραση της ποίησης: Προλεγόμενα μιας συζήτησης» είναι ο τίτλος της πρώτης μελέτης που ασχολείται με τα προβλήματα αυτού του - κατά γενική παραδοχή - πιο δύσκολου μεταφραστικού εγχειρήματος, εφόσον «η ποίηση αντιπροσωπεύει την πιο περιεκτική, πυκνή και υψηλή μορφή γραφής, στην οποία η γλώσσα είναι περισσότερο συνδηλωτική παρά καταδηλωτική, και στην οποία περιεχόμενο και μορφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα» (σελ. 14). Η μελέτη αυτή προσεγγίζει συνοπτικά όλα τα ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση της ποίησης αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα. Αρχικά η προσέγγιση γίνεται σε ένα θεωρητικό επίπεδο και σε ένα διάλογο με τις θέσεις άλλων μεταφραστών, θεωρητικών αλλά και ποιητών για τη μεταφρασιμότητα της ποίησης. Όσον αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης, ο Connolly δέχεται το μοντέλο του F. R. Jones (1989) που διακρίνει τρία βασικά στάδια στη μετάφραση: το στάδιο κατανόησης, το στάδιο ερμηνείας και το στάδιο δημιουργίας, σύμφωνα με το οποίο εξάλλου πολλοί έμπειροι μεταφραστές θα μπορούσαν να περιγράψουν την εργασία τους. Όσον αφορά την ταυτόχρονη επίτευξη της ισοδυναμίας και στα τρία επίπεδα - το σημασιολογικό, το υφολογικό και το πραγματολογικό - αυτή είναι συνήθως ανέφικτη για τη μετάφραση της ποίησης. Γι' αυτό ο Connolly τονίζει ότι ο μεταφραστής καλείται να «προσπαθήσει να τις εξισορροπήσει ή να διαλέξει ποια θα προτιμήσει» (σελ. 23), υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία των αποφάσεων που λαμβάνει ο μεταφραστής, σε αυτή την τέχνη των συμβιβασμών, όπως συχνά καλείται η μετάφραση της ποίησης. Στη συνέχεια, η μελέτη παρουσιάζει εν συντομία τη σχέση μεταξύ συγγραφής της ποίησης και μετάφρασης της ποίησης και καταλήγει ότι ένας μεταφραστής πρέπει να έχει εκτός από τις ικανότητες ενός μεταφραστή, και κάποιες ικανότητες ενός κριτικού αλλά και κάποιες ενός ποιητή, ενώ ένας ποιητής μπορεί να είναι καλός ποιητής, αλλά όχι απαραίτητα καλός μεταφραστής. Τέλος, γίνεται αναφορά στη διαφορά μεταξύ μετάφρασης, απομίμησης και διασκευής, στην αξιολόγηση της μετάφρασης - η οποία κατά τον Connolly πρέπει να γίνεται (και) με βάση τους στόχους που από την αρχή και με σαφήνεια έχει θέσει ο μεταφραστής -, καθώς επίσης και στην κάποιου βαθμού ψυχική ή καλλιτεχνική συγγένεια μεταξύ ποιητή και μεταφραστή.

Αξιολόγηση της μετάφρασης

Η δεύτερη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης σε αγγλική μετάφραση: Άξιον εστί το τίμημα;» ξεκινά με την αφοριστική άποψη του Ελύτη, όπως την εξέφρασε κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1979: «Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από τα 20 ή έστω 30% που απομένει μετά από την μεταγλώττιση. […] Γι' αυτό και πίστευα πως τα περισσότερα έργα μου δεν είναι δυνατόν να μεταφραστούν.» (σελ. 27). Τα έργα του, ωστόσο, μεταφράστηκαν και ο Connolly λαμβάνοντας ως βάση τις μεταφράσεις του «Άξιον Εστί» από τους Kimon Friar (1974), Edmund Keeley και George Savidis (1974), προτείνει κάποια δυνητικά κριτήρια για μια κριτική αξιολόγηση των μεταφράσεων, διευκρινίζοντας ότι δεν επιδιώκει την επισήμανση ενδεχόμενων λαθών των μεταφραστών, όπως συνηθίζεται στις κριτικές μεταφράσεων. Αντιθέτως, προτείνει ένα μοντέλο κριτικής - που δυστυχώς μέχρι σήμερα εκλείπει από τις κριτικές των μεταφράσεων και όχι μόνο στην Ελλάδα - όπου αρχικά πρέπει να αναλύεται το πρωτότυπο και η λειτουργία του στη γλώσσα-πηγή και στη συνέχεια να εξετάζονται οι στόχοι του μεταφραστή και το κατά πόσον αυτοί επιτεύχθηκαν. Εστιάζει επίσης σε ένα σημαντικό πρόβλημα κατά τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων και δη ποιημάτων από την ελληνική γλώσσα: την ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να κινείται σε γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην Αρχαιότητα, στη Βίβλο, στο Βυζάντιο, στα δημοτικά τραγούδια, στην καθαρεύουσα και τέλος στη δημοτική «με την άνεση που […] παρέχει η ελληνική γλώσσα, η οποία παρουσιάζει μια ιστορική συνοχή και συνέχεια που απουσιάζουν από την αγγλική» (σελ. 32). Ασχολείται επίσης με γενικότερα προβλήματα μετάφρασης της ποίησης, όπως σε σημασιολογικό επίπεδο η επιλογή λέξεων ως ηχητικών συνδυασμών και όχι απαραίτητα ως σημασιολογικών μονάδων, σε υφολογικό επίπεδο η διατήρηση του μέτρου και του ρυθμού, σε πραγματολογικό επίπεδο η δυνατότητα μεταφοράς των αναφορών, για παράδειγμα στη βυζαντινή υμνογραφία και την ορθόδοξη λειτουργία. Η σύγχρονη αντίληψη που διέπει τους προβληματισμούς του Connolly αποδεικνύεται με σαφήνεια στη σύνοψη των κριτηρίων αξιολόγησης, όπου μεταξύ άλλων εστιάζει στην αποφασιστική σημασία των στόχων του μεταφραστή αλλά και στην ξενιστική προσέγγιση της μετάφρασης: «Δεν βλέπω δηλαδή γιατί να απαιτούμε να φαίνεται το Άξιον Εστί σαν ένα αγγλικό ποίημα. Είναι ένα ελληνικό ποίημα όχι μόνο από θεματικής απόψεως αλλά επίσης και στη μορφική του σύλληψη και θα 'πρεπε κατά τη γνώμη μου να διατηρεί τον ελληνικό του χαρακτήρα ακόμα και στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 44).

Ο τρόπος εργασίας του μεταφραστή

Η τρίτη μελέτη με τίτλο «Μεταφράζοντας πρισματική ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης και τα "Ελεγεία της Οξώπετρας"» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απάντηση στο ερώτημα: Σε τι χρησιμεύει η θεωρία στους μεταφραστές; - ένα ερώτημα που απασχολεί τον χώρο της μετάφρασης τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, από τότε δηλαδή που η μεταφρασεολογία καθιερώθηκε λίγο έως πολύ ως μια επιστήμη. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος που ο Connolly προσπαθεί να επιλύσει τα μεταφραστικά προβλήματα της πρισματικής ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη αλλά και να τεκμηριώσει τις αποφάσεις του, ανατρέχοντας σε θεωρητικούς της μετάφρασης, όπως η M. Baker, ο K. Harvey και ο P. Newmark, ή σε άλλους μεταφραστές, όπως ο K. Friar ή σε γλωσσολόγους όπως ο Δ. Ι. Τσεκούρας. Παράλληλα βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το βασικό ερώτημα περί μεταφρασιμότητας της πρισματικής ποιητικής έκφρασης, στην οποία - όπως την ορίζει ο ίδιος ο Ελύτης - «οι λέξεις δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο επίπεδο, αλλά κυματούνται. Το ποιητικό κείμενο οργανώνεται γύρω από πυρήνες που προεξέχουν και που, εκ των υστέρων, συγκρατούν το σύνολο της πρισματικής ποίησης. Οι πυρήνες αυτοί δεν είναι κατ' ανάγκην 'εικόνες', είναι φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, όπου ο συνδυασμός ο ηχολογικός συμπίπτει με το νοηματικό σε τέτοιο σημείο που δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ' αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει» (σελ. 51). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας από μεταφραστικής άποψης οριακής κατάστασης παρατηρούμε τον τρόπο εργασίας ενός μεταφραστή: Την ερμηνεία της ποίησης, την αποσαφήνιση των στόχων και της τεχνικής του ποιητή, όπως και του τρόπου λειτουργίας της ποίησής του στη γλώσσα-πηγή. Τη φιλολογική ανάλυση που φτάνει μέχρι στο ότι «το υγρό [l] συνδέεται με κάτι ευχάριστο και τρυφερό, και […] ο συριστικός ήχος [s] συχνά συνδέεται με κάτι τρομερό ή δυσοίωνο» (σελ. 59). Τη χρήση δοκιμασμένων τεχνικών και τεχνασμάτων, όπως των διαφόρων μορφών της αντιστάθμισης για την επανόρθωση της απώλειας σε σημασιολογικό, υφολογικό και πραγματολογικό επίπεδο. Την προσπάθεια πολιτισμικής αντιστοίχησης μέχρι ενός σημείου που δεν θα καθιστά το ελληνικό ποίημα αγγλικό, θα μειώνει όμως όσο το δυνατόν περισσότερο την αναπόφευκτη πραγματολογική απώλεια. Την αποσαφήνιση των στόχων του μεταφραστή που θα καταστήσει πιο διάφανη και την αξιολόγηση του αποτελέσματος. Και τέλος την απόδοση των «σπάνιων λέξεων ή συνηθισμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ασυνήθιστο, καθώς και […] ρήσεων που θα μπορούσαν να ονομαστούν "προσωκρατικές" από την άποψη της αινιγματικής τους διατύπωσης» (σελ. 68), δηλαδή τη μεταφορά στη γλώσσα-στόχο μιας λειτουργίας της «γλώσσας την οποία ο Ελύτης αναφέρει "ως ένα σύγχρονο είδος μαγείας"» (σελ. 66). Και καταλήγει ο Connolly στο ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη ποίησης και τα αντίστοιχα διαφορετικά είδη μεταφραστικών προβλημάτων ώστε να επιλέξει ο μεταφραστής την κατάλληλη μεταφραστική μέθοδο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια συνταγή ούτε για τη συγγραφή της ποίησης ούτε για τη μετάφρασή της.

Η μαγεία στην ποίηση του Ελύτη

Η τέταρτη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης: μεταγλωσσική ποίηση και σκοτεινά ρήματα» αποτελεί μια σύντομη και ενδιαφέρουσα γλωσσική και φιλολογική ανάλυση του μεταγλωσσικού χαρακτήρα της ποίησης του Ελύτη και του ιδιαίτερου φαινόμενου των μαγικών ή σκοτεινών λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Ο Connolly παρουσιάζει - με διάφορα παραδείγματα από την ποίηση του Ελύτη όπως και από συνεντεύξεις του - τον τρόπο που ο ποιητής κατασκεύαζε λέξεις, την αισθητική μεταφυσική του καθώς και το πώς αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της ποίησης. Πρόκειται για πληροφορίες πολύ σημαντικές για το έργο του μεταφραστή, γιατί αυτή η ανάλυση της ποίησης του Ελύτη πρέπει να γίνεται πριν ακόμη ο μεταφραστής ασχοληθεί με την ίδια τη μετάφραση. Ωστόσο, στη μελέτη δεν γίνεται καμία αναφορά στη μεταφραστική διαδικασία γι' αυτό και στον τίτλο του βιβλίου εμφανίζεται ως η «+1» μελέτη.

Υπερρεαλιστική ποίηση και μετάφραση

Η πέμπτη μελέτη με τίτλο «Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές σε αγγλική μετάφραση: προβλήματα, παράμετροι και δυνατότητες» αναζητά λύσεις για να «συμβιβάσουμε τη συνειδητή τέχνη της μεταφραστικής διαδικασίας με μια ποίηση που έχει τις ρίζες της στο υποσυνείδητο, που σκοπεύει στο παράλογο και χρησιμοποιεί έναν τρόπο γραφής που είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτόματη» (σελ. 93-94). Ο μεταφραστής καλείται να εξετάσει τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές για να προκαλέσουν συγκεκριμένες πραγματολογικές αντιδράσεις στον αναγνώστη, ώστε αναπαράγοντάς τες να μπορέσει και η μετάφραση να λειτουργήσει κατά τον ίδιο τρόπο στη γλώσσα-στόχο. Οι τεχνικές αυτές είναι κατ' αρχήν η αυτόματη γραφή: δηλαδή ρυθμός, παρήχηση, σύνταξη χωρίς στίξη - που αποτελεί «εφιάλτη για το μεταφραστή» (σελ. 103) - σύνδεση λέξεων χωρίς τη μεσολάβηση λογικών διαδικασιών, λέξεις-κλειδιά που επαναλαμβάνονται. Επίσης, η δημιουργία μιας ποιητικής εικόνας που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό στην υπερρεαλιστική ποίηση, και που η δύναμή της είναι η ταύτιση ανόμοιων πραγματικοτήτων. Άλλο ένα τεχνικό στοιχείο της υπερρεαλιστικής ποίησης που πρέπει να διατηρηθεί στη μετάφραση είναι ο τόνος, και μάλιστα συχνά ο ερωτικός τόνος. Τέλος, ένα ακόμη μεταφραστικό πρόβλημα είναι η χρήση της καθαρεύουσας και γενικότερα η χρήση διαφόρων ιστορικών μορφών της ελληνικής γλώσσας, που δεν βρίσκουν ισοδύναμο στην αγγλική, αλλά που απευθύνονται στην ελληνική συνείδηση ή και στο ελληνικό υποσυνείδητο.
Με γνώμονα την πιστότητα στην εικόνα και στο πραγματολογικό αποτέλεσμα, ο μεταφραστής «οφείλει να είναι το ίδιο τολμηρός, το ίδιο επινοητικός στην επιλογή των λέξεών του, όπως ο συγγραφέας» (σελ. 103), να εντοπίσει την εικόνα και να την καθορίσει ως μια μεταφραστική μονάδα που θα «μεταφράζεται αυστηρά, ακόμα κι αν συγκρούεται με τη φυσικότητα της έκφρασης στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 106), και τέλος, να αναζητήσει για την απόδοση του καθαρεύοντος τόνου «αντίστοιχες πομπώδεις λέξεις ή εκφράσεις από τη λατινική ή την αρχαία ελληνική, που μπορούν να δώσουν μερικές φορές ένα τυποποιημένο ή, ακόμα, εξωτικό τόνο στη γενική δομή και στο λεκτικό της τευτονικής γλώσσας» (σελ. 110). Ο Connolly αποδέχεται τις απώλειες που αναπόφευκτα συνεπάγεται η μετάφραση των ελλήνων υπερρεαλιστών περισσότερο ίσως από ό,τι άλλων ποιητών και τάσσεται υπέρ της μετάφρασής τους, τονίζοντας ότι οι «μεταφράσεις της ποίησης επιζητούν να καταργήσουν την εθνική και τη γλωσσική μοναξιά» (σελ. 115).

Η υπέρβαση των μεταφραστικών ορίων

Η έκτη μελέτη με τίτλο «Από "Μπολιβάρ" σε "Bolivar", ή μεταφράζοντας ένα ελληνικό ποίημα» επικεντρώνεται στην επίλυση των μεταφραστικών προβλημάτων σε αυτό το «ιδιαίτερα ελληνικό» - όπως το χαρακτηρίζει ο Connolly - ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, έτσι ώστε να επιτευχθεί το ίδιο πραγματολογικό αποτέλεσμα στη γλώσσα-στόχο. Δηλαδή η μετάφρασή του να προκαλεί το ίδιο συγκινησιακό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα στον άγγλο αναγνώστη, για παράδειγμα. Ο στόχος αυτός είναι εξαιρετικά υψηλός, καθώς το ποίημα περιέχει συνεχείς αναφορές σε τοπωνύμια, κύρια ονόματα και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, που στον έλληνα αναγνώστη προκαλούν συγκεκριμένους συνειρμούς. Πρόκειται για ιδέες και συναισθήματα άμεσα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό της γλώσσας-πηγής, που περιέχουν δηλαδή μια παραδηλωτική σημασία, η οποία είναι ανέφικτο να μεταφερθεί στη γλώσσα-στόχο: για παράδειγμα οι αναφορές στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Ρήγα Φεραίο ή τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ή σε τοπωνύμια ιστορικής σημασίας, όπως το Λεσκοβίκι ή το Φανάρι. Ο Connolly χρησιμοποιεί την αγγλική μετάφραση του Kimon Friar του 1951, αλλά και τη γαλλική του Robert Levesque του 1947, για να δώσει παραδείγματα μεταφραστικών λύσεων, στα οποία εν μέρει αντιπαραθέτει και δικές του προτάσεις. Επαναλαμβάνει ότι η πραγματολογική απώλεια είναι αναπόφευκτη και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ο μεταφραστής είναι να προσπαθήσει να μειώσει τον βαθμό της. Στην ουσία, οι πιθανές μεταφραστικές προσεγγίσεις είναι δύο ειδών: είτε μια οικειοποιητική μετάφραση είτε μια ξενοποιητική (όπως μεταφράζει ο Connolly τους όρους domesticating και foreignizing). «Ιστορικά, οι περισσότερες μεταφράσεις τείνουν προς την οικειοποιητική προσέγγιση. Αντίθετα, οι ξενοποιητικές προσεγγίσεις έχουν ως κίνητρο τη διάθεση να διατηρηθούν οι γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές με την απόκλιση από τις κυρίαρχες οικείες αξίες και νόρμες» (σελ. 121), δηλώνει ο Connolly και τάσσεται σαφώς υπέρ των δεύτερων αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Δεν βλέπω το λόγο να διαβάζει κανείς ξένη ποίηση η οποία έχει προσαρμοστεί στην κουλτούρα της γλώσσας-στόχου, και, ως εκ τούτου, λίγο πολιτισμικό τρίξιμο όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται» (σελ. 133).

Ο μεταφραστής


Η έβδομη μελέτη με τίτλο «Ο παράγων "μεταφραστής"» εντάσσεται στις σύγχρονες τάσεις της μεταφρασεολογίας, που εστιάζουν στον ρόλο που διαδραματίζει ο μεταφραστής στη μετάφραση - και εδώ συγκεκριμένα στη μετάφραση της ποίησης. Εξετάζει τους λόγους, για τους οποίους ένας μεταφραστής επιλέγει να μεταφράσει ένα ποίημα ή ένα συγκεκριμένο είδος ποίησης, οπότε συγχρόνως και τον σκοπό της μετάφρασής του, σύμφωνα με τον οποίο θα αξιολογηθεί και το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια διερευνά σε τι συνίσταται αυτό που ονομάζεται ικανότητα του μεταφραστή, χαρακτηρίζοντας τον μεταφραστή ένα δημιουργικό καλλιτέχνη, δηλαδή αυτόν που αναδημιουργεί το πρωτότυπο έργο. Ασχολείται επίσης με τους ποιητές που μεταφράζουν παραθέτοντας παραδείγματα από το έργο του Lowell και του Pound, όπου ο τελευταίος μάλιστα μετέφραζε από τα κινέζικα χωρίς να τα γνωρίζει και με τη βοήθεια μεσολαβητών που ετοίμαζαν τα προσχέδια της μετάφρασης. Αναφέρεται επίσης στη συνεργασία μεταξύ μεταφραστών και ποιητών, η οποία μπορεί να είναι εξαιρετικά γόνιμη και διαφωτιστική, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και απογοητευτική, ή ακόμη και να επιφέρει ένα ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως στο παράδειγμα του Σεφέρη και του Keeley. Τέλος, ασχολείται με τις εκλεκτικές συγγένειες του μεταφραστή και την πεποίθηση των μεταφραστών ότι πρέπει να μεταφράζουν έργα ποιητών με τους οποίους νιώθουν να ταυτίζονται, και καταλήγει ότι: «Αγάπη για το έργο του ποιητή μαζί με κάποιο βαθμό έμπνευσης είναι παράγοντες σημαντικοί που συνήθως λείπουν από τα μοντέλα και τις θεωρίες της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 149). Ένα άλλο θέμα αυτής της μελέτης αποτελεί η αφάνεια του μεταφραστή που είναι ανάλογη με τη διαφάνεια της μετάφρασης, ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν εκτεταμένα ο Venuti και ο Lefevere, όπως και άλλοι μοντέρνοι μεταφρασεολόγοι συνδυάζοντάς το με τον ρόλο που παίζουν στη μεταφραστική διαδικασία άλλοι παράγοντες, όπως οι εκδότες, οι κριτικοί και το αναγνωστικό κοινό της εκάστοτε εποχής. Η μελέτη τελειώνει παρουσιάζοντας την άποψη που θεωρεί τη μετάφραση ως χειρισμό του κειμένου από τον μεταφραστή, καθώς «ο μεταφραστής συχνά επιβάλλει τις προκαταλήψεις του και τις προτιμήσεις του ή εκείνες της εποχής του στο έργο που μεταφράζεται» (σελ. 154). Και μετά την εξέταση όλων αυτών των θεωρήσεων που έχουν άμεση σχέση με τον ρόλο του μεταφραστή, ο Connolly δηλώνει, με την επίγνωση ενός μεταφραστή, ότι «για τους αναγνώστες που δεν δύνανται να ελέγξουν τη μετάφραση έναντι του πρωτοτύπου, η μετάφραση είναι το πρωτότυπο» (σελ. 158). Γι' αυτό η ευθύνη αλλά και η δύναμη του μεταφραστή είναι να κάνει μια μετάφραση ανάλογη με τον στόχο του, και τελικά μια όσο το δυνατόν πιο καλή μετάφραση.

Αίθουσα τέχνης "Τεχνοχώρος" Η δίκη του Γιόζεφ Κ." | έκθεση χαρακτικής του Γιάννη Κολιού

Ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου έφτασε και μαζί και η ατομική έκθεση του Γιάννη Κολιού σε επιμέλεια της Λήδας Καζαντζάκη.
Ο τίτλος «Η δίκη του Γιόζεφ Κ.» μας βάζει στο πνεύμα της έκθεσης η οποία συνάδει απόλυτα με την «κρίση» της εποχής.

Είμαστε πολύ χαρούμενοι καθώς η πρώτη μας έκδοση εικαστικού βιβλίου είναι  προ των πυλών.  Πρόκειται για το  τρίγλωσσο βιβλίο του Γιάννη Κολιού με τίτλο «Η Δίκη του Γιόζεφ Κ.» με 42 σχέδια του που αφορούν την « Δίκη» του Φραντς Κάφκα.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει μέσα στον Δεκέμβριο στα βιβλιοπωλεία και φυσικά θα υπάρχει στον Τεχνοχώρο. Σύντομα θα σας ενημερώσουμε για την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, που θα γίνει στην Αθήνα, καθώς και τις υπόλοιπες που θα γίνουν σε άλλες πόλεις της  Ελλάδας.


Η δίκη του Γιόζεφ Κ. | έκθεση χαρακτικής | εγκαίνια: Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014, 20:00

Κολιός2_ΤΕΧΝΟΧΩΡΟΣ.jpg

«Εν αρχή ην «Η Δίκη» του  Τσέχου,Γερμανόφωνου συγγραφέα Εβραϊκής καταγωγής Φραντς Κάφκα(1883-1924).


Άρχισε να γράφεται το 1914 και δημοσιοποιήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις του συγγραφέα του που ήθελε να καούν τα ημιτελή χειρόγραφά του, μετά το θάνατό του από το φίλο το Μαρξ Μπροντ το 1925.      
Αποτυπώνει με τα εργαλεία της αφήγησης του μοντέρνου, το όνειρο και το θραύσμα, τη σύγχρονη ιστορία της κατάρρευσης ενός άδολου ανθρώπου μέσα στους άτεγκτους μηχανισμούς μιας δόλιας εξουσίας.
Παρουσιάζει ως «τραγική ειρωνεία» την περιπέτεια ενός καθόλα συνηθισμένου και προσαρμοσμένου στο σύστημα ατόμου, διευθυντικού στελέχους μιας τράπεζας μάλιστα, που βλέπει όλη του τη ζωή να ανατρέπεται, όταν πέφτει θύμα μιας δικαστικής πλάνης.
Στη «Δίκη του Γιόζεφ Κ.» ο Γιάννης Κολιός εισδύει στο προφητικό δράμα του συγγραφέα της. Μεταφέρει την επερχόμενη απειλή μιας τεχνοκρατικής και ψυχρής αντίληψης του κόσμου και των πλασμάτων της που συνεχίζει να πλανάται και μετά την καταστροφική επήρεια του 2ου Μεγάλου Πολέμου και του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου, που ακολούθησε, πάνω από ολόκληρη την υφήλιο. 
Πυκνώνει τα γνωρίσματά της σε γεωμετρικούς, καθαρά περιγεγραμμένους,  διαγώνιους, κάθετους και οριζόντιους σκοτεινούς όγκους, ανορθόδοξες προοπτικές και κενές, λευκές επιφάνειες.
Προτάσσει την αλήθεια που διέβλεπε ο Κάφκα μέσα στο σκοτάδι ως μήνυμα αυτογνωσίας και αντίδοτο της εκτυφλωτικής και παραπλανητικής λάμψης των εκτυφλωτικών προβολέων των καιρών μας.»

Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης

Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος παρουσιάζει την ατομική έκθεση  χαρακτικών και σχεδίων του Γιάννη Κολιού με τίτλο «Η δίκη του Γιόζεφ Κ.», που θα εγκαινιαστεί την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου.
Τα έργα που παρουσιάζονται είναι αποτέλεσμα δουλειάς 5 ετών και μετεξέλιξη των σχεδίων που έχει κάνει, πάνω στο ίδιο θέμα, για το λεύκωμα που εκδίδεται από τον “Τεχνοχώρο” . Το βιβλίο προβάλει μέσα από 42 επιλεγμένα σχέδια και αντίστοιχα κείμενα στα γερμανικά, αγγλικά και ελληνικά το κορυφαίο μυθιστόρημα  «Η Δίκη» του   Φραντς  Κάφκα.
Η έκθεση τελεί υπό την Αιγίδα της Πρεσβείας της Τσέχικης Δημοκρατίας.

Ο Γιάννης Κολιός γεννήθηκε  το 1964 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται . Σπούδασε Ζωγραφική και Χαρακτική στην Αccademia Di Belle Arti Φλωρεντίας και Χαρακτική στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας.
Έχει παρουσιάσει την δουλειά του σε τέσσερις ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και σε δεκατρείς Bienalle και Trienalle στο εξωτερικό. Η δουλειά του περιλαμβάνει τις ενότητες  Ψυχογραφήματα (1992 - 1995) – Idols (1996 -2000) - Transformation 1+1 (2001 - 2006 ) - Lily (2005 - 2007 ) - Ad Hoc (2007 – 2008)  Statement (2007 -2009 ) - Plan B (2012) - Η Δίκη του Γιόζεφ Κ. (2013 -2014)
Από το 2009 συνεργάζεται στην εικονογράφηση κειμένων του πολιτιστικού ένθετου «Αναγνώσεις» της «Αυγής της Κυριακής». Εικόνες από τα έργα του κοσμούν το βιβλίο «Από το 1821 στο 2012» (επιμέλεια Μάρθα Πύλια, εκδόσεις Βιβλιόραμα-2012) καθώς και το εξώφυλλο του βιβλίου «Κ.Π. Καβάφης, κλασικός και μοντέρνος ελληνικός και παγκόσμιος» (επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης, εκδόσεις Poema-2013).
To 2013 επιμελήθηκε μαζί με την ιστορικό τέχνης Λήδα Καζαντζάκη την έκθεση σκίτσου, comics και γελοιογραφίας στο «1st Festival Comics» του Δήμου Καλαμαριάς στον Πολιτιστικό χώρο Remezzo.
Η δουλειά του έχει παρουσιαστεί δύο φορές  στην τηλεοπτική εκπομπή «Συνεικόνες»  της Ε.Ρ.Τ.  Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών, του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, της Εταιρίας «Α.Τάσσος», της ομάδος «Lo and Behold» και της ομάδας «Greek artists».

Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης έχει αφιερώσει στην έκθεση το παρακάτω ποιήμα του.

ΤΙ ΕΙΠΑΤΕ;

Θα σας φωνάξουμε
όταν θα ‘ρθει η σειρά σας
προς το παρόν καθίστε
στην καρέκλα σας ήσυχα

και μην κάνετε μορφασμούς
μην κουνάτε τα χέρια σας
πάνω κάτω το κεφάλι ακίνητο
κοιτάχτε λίγο πιο πάνω: κλικ

κλικ κλικ – υπομονή ακόμα
λίγο και τελειώνουμε κλικ
τέλειο κλικ – πώς γεννηθή-

κατε; γιατί; πότε; πού;
θαυμάσια έχω όλα τα
στοιχεία – θα σας φωνά-
ξουμε όταν θα ‘ρθει η σειρά

Σας... με ακούσατε, τι συμ-
βαίνει – κουφαθήκατε; πώς;
σας φώναξαν αλλά δεν
το πήρατε είδηση: τώρα

είναι πια αργά σχολάσαμε
ελάτε αύριο μεθαύριο
όποτε μπορείτε όποτε
θέλετε... δεν θα ΄μαστε πια
εδώ ούτε πουθενά αλλού

Νάνος Βαλαωρίτης Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2011
Από την ποιητική συλλογή «Πικρό Καρναβάλι», Αθήνα 2013, Εκδόσεις Ψυχογιός



Την έκθεση θα συνοδεύσουν τα εξαιρετικά κρασιά του Κτήματος Σιγάλα.
logo sigalas.png



Εγκαίνια έκθεσης: Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014, 20:00
Διάρκεια Έκθεσης: 13 Νοεμβρίου – 6 Δεκεμβρίου 2014
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11:00 – 14:30 & 17:30 – 20:30
Τετάρτη, Σάββατο: 11:00 – 16:00
Κυριακή, Δευτέρα: Ανοικτά κατόπιν τηλεφωνικού ραντεβού

Ποία η σχέση του Φώτη Κόντογλου με τη Νεοελληνική Ζωγραφική;




ΠΗΓΗ:

Ποία η σχέση του Φώτη Κόντογλου με τη Νεοελληνική Ζωγραφική;

Διαβάστε ένα περισπούδαστο άρθρο του μεγάλου πανεπιστημιακού μας δασκάλου, Νίκου Ζία, Καθηγητού της Ιστορίας της Τέχνης, όπου οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες θα εκπλαγούν με τον πλούτο των γνώσεων, αλλά και των αναλύσεων αυτού του μεγάλου Έλληνα Ορθοδόξου Χριστιανού!..
Φώτης Κόντογλου "Η Εις Άδου Κάθοδος", Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, Ρίο Πατρών.
Νίκος Ζίας
Ο Φώτης Κόντογλου και η Νεοελληνική Ζωγραφική

(Από το βιβλίο «Μνήμη Κόντογλου», Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1975)
Η νεοελληνική τέχνη, χώρος μέχρι πριν δύο τρία χρόνια σχεδόν άγνωστος, αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται αντικείμενο μελέτης και σπουδής και ίσως δεν είναι μακρυά η ημέρα που θα έχουμε μια γενική εικόνα της και θα γνωρίζουμε το έργο και τη συμβολή του κάθε καλλιτέχνη στην πορεία της. Τότε μόνον θα δυνηθούμε να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την προσφορά και το ρόλο του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική. Γι’αυτό και οι παρακάτω σκέψεις, που βασίζονται σε περιωρισμένη γνώση του υλικού, έχουν ίσως χαρακτήρα προσωρινό. Κι έτσι ας τις δη ο φίλος αναγνώστης.
Η πολυσήμαντη προσφορά του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική θα μπορούσε να συνοψιστή σε τρεις εκφάνσεις. Στο δημιουργικό ζωγραφικό του έργο, που βασιζότανε στη βυζαντινή τεχνική• στο αγιογραφικό του έργο, που ξαναέφερνε την ορθόδοξη ζωγραφική στις εκκλησίες μας• στο διδακτικό, τέλος, έργο του είτε άμεσο, είτε κυρίως έμμεσο, που υπήρξε από τους ισχυρότερους μοχλούς της στροφής της πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής στην ανακάλυψη των ζωγραφικών, αλλά και ουσιαστικώτερων πνευματικών αξιών της ελληνικής παράδοσης.
Όταν ο Φώτης Κόντογλου έκαμε με το συγγραφικό κυρίως και το ζωγραφικό έργο του τη θυελλώδη είσοδό του στην καλλιτεχνική ζωή της Ελλάδος, η κατάσταση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής είχεν αλλάξει. Η Σχολή του Μονάχου υποχωρούσε χωρίς να έχη τελείως εκλείψει. Οι μοντέρνες ζωγραφικές αντιλήψεις έκαμαν την εμφάνισή τους με τον Παρθένη, το Μαλέα κ.ά., που άνοιγαν καινούργιους δρόμους, οδηγημένοι από την επαναστατική λάμψη του Παρισιού, όπου τώρα έστρεφαν τα βλέμματά τους για να σπουδάσουν οι νεώτεροι καλλιτέχνες.
Έτσι ουσιαστικά το κίνητρο της αλλαγής πορείας της Νεοελληνικής Ζωγραφικής ήταν πάλι εξωτερικό και όχι εσωτερικό. Μόνο που τώρα η εξωτερική αυτή πηγή της τέχνης μας δεν ήταν η συντηρητική, ξεπερασμένη Σχολή, της ασήμαντης καλλιτεχνικά την εποχή αυτή, Βαυαρίας, αλλά η μήτρα της επαναστατικής μοντέρνας τέχνης. Η στροφή από το Μόναχο στο Παρίσι, παρά τα πολλά πλεονεκτήματα, όχι μόνο του συγχρονισμού, αλλά κυρίως το ότι έδινε στους νέους καλλιτέχνες δυνατότητα μελέτης των αληθινών προβλημάτων της ζωγραφικής και τους λευτέρωνε από τον απονευρωμένο ακαδημαϊσμό και την ξώπετση ανεκδοτολογική θεματολογία, είχε και τα μειονεκτήματα που παρουσίαζε και η πρώτη φάση της Νεοελληνικής Ζωγραφικής: τη μίμηση, την απρόσωπη ένταξη, που μέσα της ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας της προσωπικότητας.
Ο Φώτης Κόντογλου με το έργο του αγνόησε και τις δύο αυτές ξενοκίνητες τάσεις και στράφηκε προς την ξεχασμένη, για περισσότερο από ένα αιώνα, ζωγραφική παράδοση του τόπου. Αν και είχε ξεκινήσει, κατά τη μαρτυρία του Στρατή Δούκα (Αιολικά Γράμματα, τεύχος 61, 1971, σελ. 491), από τα εργαστήρια των δασκάλων της σχολής του Μονάχου (Ιακωβίδη, Γερανιώτη, Βικάτου, Ροϊλού) και έπειτα από την απότομη διακοπή των σπουδών του έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε για αρκετά χρόνια, αγνόησε και τις δύο δεσπόζουσες αυτές τάσεις, για να βαδίση τον δικό του δρόμο. Στον δρόμο αυτόν οδηγείται αρχικά ίσως από ένα ευρωπαϊκό κίνημα επιστροφής στις αξίες του εθνικού παρελθόντος, με το οποίον όμως συνταιριάζεται απόλυτα και αβίαστα η ατόφια ρωμέϊκη ιδιοσυγκρασία του καθώς και η ανατολική καταγωγή του, όπου ελληνική Παράδοση και ορθόδοξη πίστη είχαν ζυμωθή σε μια αδιάσπαστη ένωση, χρωματισμένη από την έντονη αντίθεση προς τη Δύση, την αλλόδοξη Δύση, την εχθρική με φιλική επικάλυψη Δύση.
Η τραγωδία της Ελληνικής Μικρασίας λειτουργεί συγκλονιστικά εντός του, διαφορίζοντάς τον ριζικά αφ’ενός από τη Δύση, αφ’ετέρου δίνοντάς του το αίσθημα της ευθύνης για τη συνέχιση, έστω σε άλλον χώρο μιας μακραίωνης παράδοσης, που ενώ άντεξε την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και επιβίωσε για τέσσερες αιώνες, κινδύνευε τώρα οριστικά να χαθή, καθώς ξεριζωνότανε από τον τόπο της, ενώ παράλληλα στον λεύτερο ελλαδικό χώρο είχε εξοβελιστή από τη λαχανιαστή εισβολή της Δυτικής αντίληψης για την τέχνη, τη ζωή κι ακόμα και γι’αυτήν την θρησκεία.
Μετά την καταστροφή πηγαίνει στο Άγιον Όρος (προσκυνητής; μελετητής; αναχωρητής;) Είχε προηγηθή ο Στρατής Δούκας στο προσκύνημα αυτό και γυρίζοντας είχε φέρει μαζί του το μύθο του, «που έμελλε να επηρεάσει τον Φ. Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Βέλμο και πολλούς άλλους» όπως σημειώνει ο ίδιος ο αγαπημένος του Κόντογλου συγγραφέας. Πάντως το ταξίδι αυτό του άνοιξε και του ξεκαθάρισε το δρόμο προς τη Βυζαντινή Ζωγραφική. Πρέπει όμως, η γη που έπεφτε ο σπόρος, νάταν αγαθή και ετοιμασμένη. Γιατί και από ιδιοσυγκρασία και από ένα είδος ρωμαντικού εξωτισμού, αλλά και από ένα ισχυρό ζωγραφικό ένστικτο οδηγημένος είχεν ήδη αρχίσει να αναζητά την ζωγραφική του έκφραση στη παραδοσιακή τέχνη του Βυζαντίου.
Στο ταξίδι του όμως αυτό έρχεται σε αμεσώτερη και ουσιαστικώτερη επαφή με την εκκλησιαστική μας Ζωγραφική και κυρίως με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρητικής Σχολής.
Στο Άγιον Όρος μελετάει και αντιγράφει φορητές εικόνες και τοιχογραφίες κυρίως του 16ου αι., του Θεοφάνη και του Φράγκου Κατελάνου. Τα αντίγραφά του αυτά εκθέτει στη Μυτιλήνη μαζί με το Μαλέα.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε από πού διδάχθηκε τη «βυζαντινή» τέχνη ο Κόντογλου, γιατί αυτό ερμηνεύει νομίζω και την κατοπινή πορεία της αγιογραφικής τέχνης του και γενικώτερα τη στάση απέναντι στη Βυζαντινή Ζωγραφική. Σπούδασε ουσιαστικά, λοιπόν, στην Κρητική Σχολή και κατά κάποιον τρόπο αυτήν θεώρησε ως την αρτιώτερη ή τουλάχιστον χρονολογικά προσιτότερη παράδοση ν’ακολουθήση. Άλλωστε στην εποχή εκείνη τα μεγάλα έργα της Μακεδονικής Σχολής, όπως οι τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο, ήταν σε κακή κατάσταση και τα άλλα άγνωστα. Κι είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν αργότερα δούλεψε σαν συντηρητής σε τοιχογραφίες της κυρίας βυζαντινής εποχής, πάλι έτυχε να εργαστή στην Περίβλεπτο του Μυστρά, το προδρομικό αυτό έργο της Κρητικής Σχολής. Ο μεγάλος του πάντως δάσκαλος ήταν ο Θεοφάνης της Λαύρας κι από κοντά ο Κατελάνος κι οι άλλοι Κρητικοί κι ακόμη αργότερα, από θεωρητικές θέσεις κινούμενος, θα θεωρήση σαν τα «πιο γνήσια έργα της Χριστιανικής Αγιογραφίας» τις αγιογραφίες των τελευταίων αιώνων της Τουρκοκρατίας, όταν οι τεχνίτες δούλευαν «με την πίστη μονάχα, δίχως να ανακατευθή καθόλου το μυαλό». Μ’αυτόν τον θεωρητικό οπλισμό κι όταν θα γνωρίση την Μακεδονική Ζωγραφική, θα μείνει κλειστός και επιφυλακτικός αν όχι προκατειλημένος.
Στα χρόνια που ακολουθούν πλουταίνει τη γνώση του καθώς εργάζεται σαν συντηρητής σε διάφορες βυζαντινές εκκλησίες και Μουσεία (Βυζαντινό Μουσείο 1931-32, Μουσείο Καΐρου 1935, Μουσείο Κερκύρας).
Γνώστης πια της παραδοσιακής μας Ζωγραφικής, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου (1939 και μετά) δίνει το σημαντικότερο έργο του σε κοσμική ζωγραφική: τις τοιχογραφίες στο Δημαρχιακό Μέγαρο των Αθηνών. (Δυστυχώς είναι και το μόνο μεγάλο έργο του που έχει μέχρι σήμερα σωθή. Γιατί οι τοιχογραφίες που είχε ζωγραφίσει στο σπίτι του απεικονίζοντας την οικογένειά του καταστράφησαν, σώζονται όμως μερικοί πίνακες με αρχαία θέματα όπως ο Λαοκόων της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών, ο Βρούτος κ.ά.).
Στο Δημαρχείο ζωγράφισε τέσσερις συνθέσεις στις δύο αίθουσες του ισογείου, ζωφόρους, μέσα στην λευκή ορθομαρμάρωση, με θέματα κυρίως από την ιστορία της Αθήνας και ιστόρησε τους τέσσερις τοίχους του Γραφείου του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Τους τοίχους αυτούς χώρισε σε ζώνες, που στην ανώτερη ζωγράφισε ολόσωμους, μετωπικούς τους κυριώτερους ήρωες του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους μέχρι την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα σ’αυτές περιλαμβάνονται και μορφές αρχαίων ηρώων και ημιθέων αλλά και αγίων σαν τον Ιωάννη, το Χρυσόστομο ή ποιητών σαν το Σολωμό. Στη χαμηλότερη ζώνη έχουν ιστορηθή σκηνές, μάχες κ.λπ. από διάφορες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας.
Στις τοιχογραφίες αυτές είχε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίση. Προηγούμενοί του ζωγράφοι μυθολογικών σκηνών και ιστορικών γεγονότων της κλασικής εποχής είχαν δημιουργήσει για τα θέματα, με τα οποία θα δούλευε, μια εικονογραφία καθώς και μια ζωγραφική τεχνοτροπία βασισμένη κυρίως στο ρεαλισμό και κλασικισμό, που κατά τη γνώμη τους βρισκόντανε πλησιέστερα στο κλίμα και τη μορφή των εικονιζομένων γεγονότων.
Ο Κόντογλου αγνόησε και την εικονογραφία, αλλά κυρίως εκείνο που τόλμησε ήταν ν’αγνοήση την «κλασική» τεχνοτροπία. Διάλεξε τη γλώσσα της Βυζαντινής Ζωγραφικής, που την πλούτισε σε ωρισμένες περιπτώσεις με τη γνώση της ανατομίας, και την πλαστική απόδοση των μορφών. Η τεχνοτροπία του βασιζότανε στην Βυζαντινή Παράδοση, όπως μάλιστα την αισθανότανε ο ζωγράφος, με τις στενές κυρίως φόρμες, τη μικρή κλίμακα, το αυστηρό περίγραμμα, τα σεμνά και μουντά χρώματα, από τα οποία λείπει κάθε φωναχτός τόνος ή συμπληρωματική χρήση των χρωμάτων, με προτίμηση στα γεώδη, τα καστανά, τα σκοτωμένα μπλέ, σε μια θαυμαστή όμως ενότητα. Μοιάζει ουσιαστικά σαν να βλέπεις συνθέσεις που κυριαρχεί ένα χρώμα με τις παραλλαγές του. Την χρωματική ενότητα συμπληρώνει η μετρημένη και ισόρροπη σύνθεση.
Στην εικονογραφία ξεκινά από την αρχή (κάποια εικονογραφικά στοιχεία βυζαντινών χειρογράφων, που ιστορούν κοσμικές σκηνές και περιορισμένης κλίμακος είναι και αμφίβολο φαίνεται να τα ήξερε ο Φ. Κόντογλου) και βάζει όλη την πλούσια αφηγηματική φαντασία του να συλλάβη και πραγματώση τόσο μεγάλο έργο. Μελέτη των τοιχογραφιών αυτών θα εύρισκε ίσως πηγές εικονογραφικές και τεχνοτροπικές ακόμη, γιατί πολλές φορές παρουσιάζεται από σύνθεση σε σύνθεση διαφοροποίηση στην τεχνοτροπία. Στην ζωφόρο π.χ. της Νοτίας αίθουσας του ισογείου, όπου εικονίζεται η πάλη του Ερεχθέα με τον Εύμολπο, καθώς και οι προσωποποιήσεις του Υμηττού και της Πεντέλης, ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μεν την τεχνική της βυζαντινής Παράδοσης, για να αποδώση όμως τους μυθικούς ήρωες με ομορφοπλασμένα γυμνά κορμιά άψογης ανατομίας και ροδαλής επιδερμίδας που θυμίζουν Πομπηϊνά πρότυπα. Στην απέναντι, μέσα στην ίδια αίθουσα, σύνθεση με τις προσωποποιήσεις των πόλεων, κυριαρχεί η ηρεμία και η επιπεδική παράσταση των σεμνόχρωμων γυναικείων μορφών.
Άλλο χαρακτήρα, κοντυνότερο στη δισδιάστατη Βυζαντινή Ζωγραφική, παρουσιάζουν οι τοιχογραφίες με τις μεγάλες μάχες των Μακεδόνων βασιλέων στο Γραφείο του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου. Γιατί διάλεξε όμως την εκκλησιαστική τεχνοτροπία ο Κόντογλου για να ιστορήση κοσμικά, παγανιστικά θέματα; Μήπως τούτο ήταν ιεροσυλία; Μήπως είχε παρασυρθή από ένα βυζαντινίζον κλίμα της εποχής του, που ήθελε την Βυζαντινή Τέχνη, εκλεκτή των κύκλων των διανοουμένων; Μήπως από εκζήτηση και αναζήτηση πρωτοτυπίας; Νομίζω πως για κανένα απ’αυτούς τους λόγους. Ο Φ. Κόντογλου πίστευε στην παράδοση. Όχι θεωρητικά, διανοουμενίστικα. Αλλά στην παράδοση σαν συνέχεια ζωής. Και αυτήν τη συνέχεια ήθελε να διαιωνίσει με την τέχνη. Να ιστορήσει, τον απόμακρο κόσμο του ελληνικού μύθου και της Ιστορίας, με τον πλησιέστερο όμως ντόπιο εκφραστικό τρόπο• τη ζωγραφική γλώσσα του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Έτσι ένωνε την αρχαία παράδοση με το Βυζάντιο, αυτός ο σημερινός Μικρασιάτης, πετυχαίνοντας τη συνέχεια που ζητούσε. Έφερνε τους απόμακρους ήρωες από τα σκονισμένα βιβλία των λογίων στον οικείο χώρο και τη μορφή των αγίων της Εκκλησίας, με τους οποίους ήταν μαθημένος να συζή ο απλός, ο ανόθευτος από τη δυτική επίπλαστη παιδεία, λαός. Και δεν ήταν ιεροσυλία αυτό που έκαμε. Γιατί οι παλαιότεροί του αγιογράφοι είχαν τολμήσει να ζωγραφίσουν, μέσα μάλιστα στους νάρθηκες των μοναστηριακών εκκλησιών, τους αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους, τον Μεγαλέξανδρο και τους άλλους ήρωες (Μονή Φιλανθρωπινών, Μ. Γόλας, εκκλησίες Καστοριάς κ.λπ.
Οι τοιχογραφίες του Δημαρχείου ίσως είναι το πιο προσωπικό του και το πιο ολοκληρωμένο έργο της ζωγραφικής του και η σημαντικώτερη προσφορά στην Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Δεν έχει ακόμη ιδιαίτερα μελετηθή (εκτός από το μέγάλο άρθρο του Αγγ. Προκοπίου στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση του 1947), ώστε να προσδιοριστή ακριβέστερα ο ρόλος του στην πορεία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής. Κι ακόμη αξίζει να παρουσιαστή ξανά στο ευρύτερο ελληνικό κοινό που κοντεύει να το ξεχάσει.
***
Η συμβολή όμως του Φώτη Κόντογλου στη Νεοελληνική Ζωγραφική δεν τελειώνει με το έργο του αυτό, που καλύπτει την δημιουργικότητά του στη δεκαετία πριν από τον πόλεμο. Το ζωγραφιικό κήρυγμα για την επιστροφή στη ζωγραφική παράδοση του τόπου και την απαλλαγή από την κηδεμονία και άμεση εξάρτηση της τέχνης από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, έδωσε αγλαότατους καρπούς.
Αυτός ο Ανατολίτης που έζησε στο Παρίσι για αρκετό καιρό, που γνώρισε προσωπικά μάλιστα τον Ροντέν, όπως αναφέρει σε κάποιο γραφτό του, ούτε ξιπάστηκε από τη λαμπερή επιφάνεια της μοντέρνας παριζιάνικης ζωής, ούτε θαμπώθηκε από την εκεί επανάσταση της τέχνης. Ίσως μόνο μια έμμεση επίδραση να δέχθηκε, δηλαδή τη στροφή προς το μεσαιωνικό παρελθόν. Πιστότατος στη μορφοπλαστική παράδοση της τέχνης της Ελλάδος, ζήτησε να βρή την άμεση ανανέωση στην τέχνη του τόπου του κι όχι στον τόπο της φιλοξενίας του.
Σιγά-σιγά άλλωστε αυτή η ανάγκη γινότανε συνείδηση ολοένα και σε περισσότερους ευαίσθητους δέκτες. Ζωγράφοι, αισθητικοί, και ιστορικοί της τέχνης άρχιζαν να στρέφονται προς τις πηγές και τις ρίζες της παράδοσης σαν άμεσης όμως συνέχειας. Το φαινόμενο φυσικά αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά γενικώτερο ευρωπαϊκό κίνημα, από το οποίο αρδεύεται και το ελληνικό. Ουσιαστικά πρόκειται για τη βαθύτερη έννοια του ρωμαντισμού. Οι προσπάθειες όμως στην αρχή είναι μεμονωμένες και συχνά καιρικές στη ζωή και στο έργο των ζωγράφων.
Ο Φ.Κόντογλου αντίθετα γίνεται ο διαπρύσιος κήρυκας αυτής της επιστροφής με την απολυτότητα και το πάθος του οδηγητή και πρωτοπόρου. Έχει άλλωστε και το τάλαντο του γραφτού λόγου, που τον βοηθά σ’αυτήν την αποστολή. Στο κήρυγμα και στο εργαστήρι του φοιτούν άμεσα μερικοί νέοι τότε ζωγράφοι, σαν τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο εγγονόπουλο, που αργότερα θα ακολουθήσουν διάφορους δρόμους και από τον δάσκαλο και ανάμεσά τους, αλλά τα βασικά διδάγματά του θα επηρεάσουν σύμφωνα με την προσωπικότητα του καθενός το έργο τους. Εκτός όμως απ’ αυτούς άμεσα θα ακούσουν το μάθημά του μια ολόκληρη γενιά ζωγράφων, μια γενιά που προσδίδει στη Νεοελληνική Τέχνη την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της, η λεγομένη γενιά του ’30. Παρ’όλο το εύρος των ζωγραφικών επιτευγμάτων τους και την ιδιοτυπία των δημιουργών της, οφείλει πολλά το ξεκίνημά της στην παρουσία και το έργο του Φ. Κόντογλου.
Βέβαια το κήρυγμα του Κόντογλου ήταν επιστροφή στη Βυζαντινή Ζωγραφική, όπως άλλωστε το εφάρμοσε ο ίδιος στις τοιχογραφίες του Δημαρχείου. Και στον τομέα αυτόν τον ακολούθησαν μερικοί ζωγράφοι της γενιας του ’30 σύμφωνα πάντα με την καλλιτεχνική προσωπικότητά του ο καθένας, για ορισμένη φάση του έργου τους τουλάχιστον, ενώ και στη μεταπολεμική γενιά υπάρχουν ζωγράφοι σαν το Π.Κοψίδη, το Μ.Βατζιά κ.ά. που εκφράζουν τους παλμούς της εποχής (π.χ. τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον Βατζιά), με μακρινή βάση τη βυζαντινή τεχνική, έστω κι αν και το υλικό ακόμη έχει αλλάξει καθώς την αυγοτέμπερα ή το φρέσκο αντικατέστησαν τα πλαστικά χρώματα.
Το μάθημα όμως του Κόντογλου το πλατύτερο, που καλούσε στη διερεύνηση των αυτόχθονων ζωγραφικών στοιχείων είτε στη Βυζαντινή τέχνη όπως πίστευε ο ίδιος, είτε στη λαϊκή, όπως πίστευαν άλλοι, είτε και στην αρχαία ζωγραφική, όπως εύρισκαν μερικοί, είχε μεγάλη απήχηση σε σημαντικό αριθμό ζωγράφων που πάσχιζαν να βρουν και να εκφράσουν στην τέχνη τους το αληθινό πρόσωπο του τόπου μας, όχι μόνο θεματογραφικά, αλλά κυρίως μορφολογικά, καθώς πιστεύανε ότι η συνένωση της μορφής και του περιεχομένου είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας. Η αναζήτηση αυτή της «Ελληνικότητας», που έγινε το κύριο αίτημα της γενιάς του ’30, χρωστάει το βλάστημά της και στο σπόρο που αδιάκοπα και με αλύγιστο ζήλο έρριχνε ο Φ. Κόντογλου.
***
Ο Κοντογλου όμως υπήρξε πρώτα απ’όλα αγιογράφος. Ζωγράφος της λειτουργικής τέχνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωγράφος που είχε συνείδηση του θεολογικού χαρακτήρα της Ζωγραφικής μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Και σ’αυτό το σημείο, νομίζω, θα πρέπει να προσδιοριστή κυρίως η προσφορά του Κόντογλου στην εκκλησιαστική τέχνη: στην επίγνωση της μεγάλης διακονίας της ζωγραφικής στη λατρευτική και λειτουργική σύναξη του λαού του Θεού, του Σώματος του Χριστού, την Εκκλησία.
Ο Φ.Κόντογλου πίστευε πως η αγιογραφία δεν είναι πάρεργο ή έστω μια κάποια παρενθετική απασχόληση, αλλά υψηλή αποστολή, ιερουργία. Και πίστευε απόλυτα ότι η Βυζαντινή Ζωγραφική είναι η μοναδική έκφραση που αρμόζει στον υψηλό αυτόν στόχο. Αυτή ακριβώς η επίγνωση είναι που τον έκανε ικανό και άξιο να αλλάξη τον ξεστρατισμένο δρόμο της νεοελληνικής αγιογραφίας και να τον στρέψη προς τις ζωηφόρες πηγές της Παράδοσης. Χωρίς ίσως να είναι ο πρώτος ή ο μόνος που αγιογραφεί σε βυζαντινή τεχνοτροπία, είναι ο πρώτος που απόλυτα πιστεύει στην αξία της διά βίου, όχι κάποια στιγμή ή περίοδο επηρεασμένος από εξωτερικούς παράγοντες και μόδες.
Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Για πολλά χρόνια αυτός ο κήρυκας της επιστροφής στη Βυζαντινή τέχνη δεν έχει εικονογραφήσει μια ολόκληρη εκκλησία στην Αθήνα, όπως άλλοι που ανήκουν στην κατηγορία των αγιοφράφων που προαναφέραμε. Παρ’όλα όμως αυτά είναι ο κύριος αφυπνιστής των ορθοδόξων συνειδήσεων για να απαλλαγή ο χώρος της Εκκλησίας από ανούσια ζωγραφικά και αθεολόγητα τοιχογραφήματα. Γνωρίζοντας την σημασία που δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Ζωγραφική, μπορούμε να καταλάβουμε και τη σημασία που έχει η ορθή, η γνήσια Ορθόδοξη ζωγραφική μέσα στην Εκκλησία. Και τη συνείδηση αυτής της σημασίας αγωνίζεται ο Κόντογλου να ξυπνήση.
Ο Φ. Κόντογλου ζωγράφησε και φορητές εικόνες και τοιχογραφίες. Παλαιότερες νομίζω ότι είναι οι φορητές εικόνες. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο να εκφράση κανείς συμπεράσματα γι’αυτόν τον τομέα της τέχνης του• μιας και οι εικόνες του είναι διάσπαρτες σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και έτσι δεν είναι εύκολο νάχη κανείς πλήρη εποπτεία και κατά συνέπεια σωστή κρίση. Οι εικόνες όμως που έχουμε συναντήσει, φαίνεται να ακολουθούν τα διδάγματα της Κρητικής Σχολής, σε γενικές γραμμές, με έντονο όμως το προσωπικό στοιχείο. Σχέδιο σίγουρο και καθαρό, φόρμες κατά κανόνα κλειστές. Σκούρος καστανόχρωμος προπλασμός για τα πρόσωπα και τα χέρια. Και στα ενδύματα προτιμά, τουλάχιστο στα παλαιότερα έργα του, τους ήσυχους τόνους, που δένουν με το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη (π.χ. οι εικόνες του Τέμπλου του Αγ. Νικολάου Πατησίων του 1947, εικόνα Τριών Ιεραρχών στην Καπνικαρέα του 1934 κ.ά.)
Και για τις τοιχογραφίες στις εκκλησίες δεν είναι πολύ εύκολη η αποτίμηση και η μελέτη για διαφορετικό όμως λόγο. Ο Φ. Κόντογλου δούλευε μαζί με τους μαθητές του και πολλές φορές είναι δύσκολη η διάκριση στο κυρίως προσωπικό του έργο και στην εργασία των μαθητών. Από τις παλαιότερες τοιχογραφίες είναι η εκκλησία ή ακριβέστερα μέρος των τοιχογραφιών της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι, που ιστορήθηκε από το Φ. Κόντογλου και το μαθητή του Τερζή στα 1946. Οι στρατιωτικοί Άγιοι στα μέτωπα των ανατολικών πεσσών του τρούλλου (Άγ. Θεόδωρος, Γεώργιος, Δημήτριος, Μερκούρης κ.ά.) είναι από τα καλύτερα δείγματα της αγιογραφίας του Φ. Κόντογλου. Μορφές ρωμαλέες, πλασμένες με τη βυζαντινή τεχνική, αλλά και με έντονη την προσωπική τεχνική του Φ. Κόντογλου, ποτισμένη από τη λαϊκή παράδοση. Οι Άγιοι εικονίζονται αληθινά σαν παλληκάρια και πρωταθλητές της πίστεως. Στα έργα αυτά βρίσκουμε το πιο προσωπικό -μέσα πάντα στα εκκλησιολογικά πλαίσια της Ορθόδοξης Παράδοσης- αγιογραφικό έργο του Κόντογλου. Βάση του είναι η Κρητική Σχολή, αλλά το χρώμα του και το σχέδιο τρέφονται από χυμούς μιας ζωντανής και δημιουργικής, όχι αντιγραφικής μιμητικής ζωγραφικής. Όπως άλλωστε γινότανε σε κάθε δημιουργική εποχή της μακραίωνης βυζαντινής τέχνης, οι τεχνίτες, έμεναν πιστοί στην παραδοσιακή τεχνική και κυρίως στον εσώτατο πυρήνα της, που εξέφραζε την ανάλλαχτη αλήθεια της αποκαλυμένης πίστης. Επειδή όμως οι ίδιοι ήσαν εκφραστές και συνεχιστές αυτής της πίστης, μπορούσαν να εκφράζουν ταπεινά και ειλικρινά τον εαυτό τους και τον καιρό τους και γινότανε αυτή η σύζευξη του αιωνίου με το καιρικό χωρίς σύγχυση και χωρίς το ένα να κυριαρχή σε βάρος του άλλου. Αυτό προσπάθησε ο Κόντογλου στις τοιχογραφίες της εκκλησίας στο Λιόπεσι. Αργότερα όμως μοιάζει να περιώρισε αυτή την αρχική φιλοδοξία. Λεπτομερέστερη μελέτη θα μπορούσε να δείξη αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, καθώς και τις αιτίες που την δημιούργησαν. Στις τοιχογραφίες της δεκαετίας του 1950 και μετά (Καπνικαρέα, Άγ. Γεώργιος Κυψέλης, Άγ. Νικόλαος Πατησίων), τα αξιολογώτερα τμήματα είναι εκείνα όπου ο ζωγράφος ακολουθεί τα κρητικά πρότυπα. Χαρακτηριστικό δείγμα, οι τοιχογραφημένες δεσποτικές εικόνες του κτιστού τέμπλου του Αγ. Χαραλάμπους Πολυγώνου, ζωγραφισμένες στα 1955. Δουλεμένες σε κρητική τεχνοτροπία με σοβαρούς γενικά χρωματικούς τόνους, μαύρο χρώμα για φόντο και καστανόχρωμο προπλασμό, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται σε ανοιχτότερο τόνο τα φώτα ή γράφονται με λευκές πινελιές, δείχνουν με το σφιχτό σχέδιο, την κλειστή, στιβαρή φόρμα, την χρωματική ενότητα και το εσωτερικό ήθος, στον άξιο τεχνίτη στο κλίμα του.
Σημειώσαμε πιο πάνω για τη συμβολή του Κόντογλου σαν δασκάλου. Περισσότερο ίσως με την έννοια του καθοδηγητή και εμπνευστή παρά του ακαδημαϊκού καθηγητή. Αν τούτος όμως ο τίτλος του αξίζει για την κοσμική νεοελληνική ζωγραφική, για την αγιογραφία ο ρόλος του υπήρξε απτός, άμεσος και ιδιαίτερα παραγωγικός. Βέβαια πριν απ’αυτόν ή παράλληλα εργάζονται αγιογράφοι όπως ο Δ. Πελεκάσης, ο Αγ. Αστεριάδης, ο Σπ. Βασιλείου στη βυζαντινή τεχνοτροπία. Όμως δάσκαλος φλογερός που γύρω του μαζεύονται όσοι θέλουν να σπουδάσουν την ιερή τέχνη, είναι μόνον ο Φ. Κόντογλου. Σε μια εποχή μάλιστα που η βυζαντινή αγιογραφία δεν διδάσκεται επίσημα καθόλου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, (μέχρι σήμερα άλλωστε δεν υπάρχει ειδική έδρα, αλλά η αγιογραφία και το φρέσκο διδάσκονται από επιμελητή), οι ζηλωτές νέοι τεχνήτες φοιτούν στο εργαστήρι και στη σκαλωσιά του Κόντογλου. Οι μαθητές του Ράλλης Κοψίδης, Πέτρος Βαμπούλης, Γεωργακόπουλος, Παπανικολάου, Τερζής Ιωάννης, ακολουθούν διάφορο δρόμο ο καθένας. Άλλοι στρέφονται προς τη λαϊκή έκφραση, με την οποία ενώνουν τη Βυζαντινή Παράδοση, άλλος προς τη Μακεδονική Σχολή, ανάλογα ο καθένας με την προσωπικότητά του. Έτσι, ενώ δεν δημιούργησε με την στενή έννοια σχολή, έφτιαξε αυτή την ομάδα που ιστορεί όλους τους τοίχους των εκκλησιών με τη Βυζαντινή τεχνοτροπία.
Στο διδακτικό έργο του θα πρέπη να περιληφθή και η συγγραφή του βιβλίου του «Έκφρασις» ήτοι «Ιστότησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, της και λειτουργικής καλουμένης, περιέχουσα την τεχνολογίαν και εικονογραφίαν της ειρηνοχύτου ταύτης τέχνης, ήτοι την ερμηνείαν των τεχνικών τρόπων και τους ιερούς τύπους των εικόνων, καθώς και εξήγηση περί της λεπτότητος και του πνευματικού κάλλους και της τιμής αυτής». Βασισμένος στην προγενέστερη συγγραφική παράδοση της «Ερμηνείας της ζωγραφικής», του Διονυσίου του εκ Φουρνά, καθώς και στη δική του γνώση, καταγράφει την πείρα του ολάκερη, ώστε να είναι χρήσιμη γι’αυτούς, που θα θελήσουν να συνεχίσουν την «Ειρηνόχυτον» λειτουργική τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η συνέχιση άλλωστε της Παράδοσης ήταν και το μεγάλο μεράκι του χαρισματούχου αυτού ανθρώπου. Σ’αυτήν πρόσφερε όλη τη δύναμη και όλα τα τάλαντα, που πλούσια βέβαια του είχε εμπιστευθή ο Κύριος και στη δόξα του Οποίου τελικά τα αφιέρωσε. (*)
--------
(*) Το παραπάνω άρθρο μπορεί να το βρει κανείς στη «Μυριόβιβλο», μία επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ζίας Νίκος
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης
Διεύθυνση: Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Φιλοσοφική Σχολή, 4ος όροφος, Πανεπιστημιούπολη, 157 84 Αθήνα.
Τηλέφωνο: +30-210-7277656
Τηλεομοιοτυπία: +30-210-7248979
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο: nikozias@ppp.uoa.gr Κύριοι Τομείς Ενδιαφερόντων: Νεοελληνική Τέχνη (18ος –20ος αι., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη).
I. Σημαντικότερες δημοσιεύσεις:
Φώτης Κόντογλου, Ζωγράφος, Aθήνα 1991. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Οι τοιχογραφίες του Καθολικού, Άγιον Όρος 1998. «Amor rerum». η Ζωγραφική του Γιώργου Μανουσάκη, Αθήνα 1993. “Πολυχρόνης Λεμπέσης”, στον τόμο Έλληνες Ζωγράφοι Μέλισσα 1ος τόμος, σελ. 301-334. “Εικόνες του βίου και της κοίμησης του Αγίου Νικολάου”, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας περ. Δ, τόμος Ε΄ 1966-1969, Αθήνα 1969 σελ. 275-296 πιν. 104-113. “Some representations of Byzantine Cantors”, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, τομ. ΙΙ τευχ. 2 , Αθήνα 1969 σελ. 233-238. Πρώτες σημειώσεις για μια εισαγωγή στη σύγχρονη Ελληνική Τέχνη, Αθήνα 1970 σελ. 11-19. «Η Πολιτεία» του Αστεριάδη Αθήνα 1970, σελ. 13-19. «Die Meteoren Kloster, Mani. Alte kirchen und kloster Griechelands.” DuMont Doloumente, σελ. 162-167, 226-235. «Η Λακωνία στο έργο του Φ. Κόντογλου» Λακωνικαί Σπουδαί Δ΄ πρακτικά Α΄, Αθήνα σελ. 193-205. «Οι προσωπογραφίες του Παπαδιαμάντη», στο Φώτα Ολόφωτα, Αθήνα 1981, σελ. 371-386. «Τhe influence of Byzantine Art on the Contemporary Greek Art”, Actes du XVIII Congres de Critique d’ Art (AICA), Grece 1984, σελ. 280-282. »The Greek tradition and Fotis Kondoglou», Zygos, τομ. ΙΙΙ, 1984, σελ. 57-65. «Βυζαντινές καταβολές στη ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου», Περ. Τέχνη και Λόγος, τευχ. 3 Δεκ. 1985, σελ. 22-33. «Νεοελληνική Εκκλησιαστική Ζωγραφική», περ. Σύναξη, τευχ. 24 (1987), σελ. 45-52. «Η Εικονομαχία, η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος και η σημασία τους για την Βυζαντινή Τέχνη», τομ. Νίκαια 1988, σελ. 80-89. «Νάξος Πρωτόθρονη , Άγιος Νικόλαος , Σαγκρί, Αγ. Ιωάννης στο Κεραμί», στη Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα (ed. Μ. Χατζηδάκης) Μέλισσα, Αθήνα 1989, σελ. 30-49, 80-99. «Ανταύγειες Ελληνικής διάρκειας. Το έργο του Γιάννη Κολέφα», Γιάννης Κολέφας, Αθήνα 1990, σελ. 13-19, 59-62. «Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Ο ζωγράφος και το έργο του», Αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σελ. 11-19. «Οι τοιχογραφίες του Παρεκκλησίου του Ναού του Αγίου Δημητρίου», Ιερά Μονή Βατοπαιδίου , Άγιον Όρος σελ. 309-318. Εισαγωγή στη Γενιά του ’30. Η Ζωγραφική, στον κατάλογο σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Η Γενιά του ’30, Αθήνα 1994. «Η σκηνογραφία της Γενιάς του ’30», Δάφνη , τιμητικός τόμος για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα 2001, σελ. 97-104. «Εισαγωγή στην Τέχνη της Ορθοδοξίας, Μνημεία Πελοποννήσου», Θησαυρός της Ορθοδοξίας, 2000 χρόνια. Ιστορία- Μνημεία-Τέχνη, τόμ. Α’, σελ. 346-356, κεφ. Β΄ σελ. 421-426.
II. Σημαντικότερα τρέχοντα προγράμματα:
Η Γενιά του ’30, οι προσανατολισμοί της Ελληνικής Τέχνης στον 19ο αι.
III. Άλλες δραστηριότητες:
1. Πρόεδρος Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.
2. Πρόεδρος Επιτροπής αναστηλώσεως Μνημείων Πυλίας.
3. Πρόεδρος Ελληνικού Τμήματος ICOM.
4. Μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
5. Μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.
6. Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Εθνικής Πινακοθήκης και
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου.
7. Υπεύθυνος διοργάνωσης της Έκθεσης «Μυστήριον Μέγα και Παράδοξον» στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (2001).
8. Σύγχρονη γλυπτική δίπλα στη θάλασσα (Π. Φάληρο 2001).
9. Συμμετοχή στη διοργάνωση της σπονδυλωτής Έκθεσης ΩΡΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ.