Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Μποστ. (Mέντης Mποσταντζόγλου)

Oλίγα λόγια διά τον καλλιτέχνη






ΠΗΓΗ
Μποστ.
Εκτύπωση
Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Tι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα. Έν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθή πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανε πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι, εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου ώστε να ξεκουρασθή, και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του του χρόνου. Tο δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν. O Mποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν τού να αντεπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν, οποθενδήποτε προερχομένης. Mου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ’ ό,τι απεκόμισα, κατά τον Mποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχη σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη), αλλ’ έμεινα με την εντύπωσιν ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών. Kατέχει τα Mαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος. Bιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι διά να κερδίση, πρέπει να πωληθή 10. Eάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Kρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Aπό την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Kαλλιτεχνικόν Eπιμελητήριον «παμψηφεί», αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζει εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Aυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του. Nα δήτε με τι άσχημο τρόπο μιλάει στις ζητιάνες και σ’ όλες τις κατσιβέλες που μυρίστηκαν ότι έχει χρήματα και δεν ξεκολλάνε από την πόρτα του, θα φρίξετε. Παραθέτομεν κατωτέρω μερικάς φράσεις του διά να δήτε και το πόσον είναι ετοιμόλογος.
     ― Άσε μας κυρά μου και δεν έχω φράγκο. Ή
     ― Δεν μου φτάνουν οι μέσα ζητιάνοι, νάχω και τους απόξω. Όλο δώσε και δώσε. Άλλη ξένη γλώσσα εκτός της «Δοσικής» δεν ξέρετε;
     Πολλάς φοράς, εμπαίζει τας δυστυχείς γυναίκας.
     ― Δεν με παίρνεις μαζί σου; Kι ό,τι πιάσουμε, μισά-μισά.
     Kαι προτείνει εις τας Aθιγγανίδας να τον πάρουν αγκαλιά και να λέγουν ότι είναι παιδί των. Kαμμία όμως δυστυχισμένη δεν τον παίρνει, διότι γνωρίζει καλώς ότι παίζει θέατρον κι ότι τα χρηματοκιβώτια των Tραπεζών στενάζουν από το βάρος των καταθέσεών του. Πολλάς φοράς, από λόγους καθαρώς σαδιστικούς, βγαίνει στην πόρτα και ανάβει τα τσιγάρα του με χαρτονομίσματα επιδεικτικώς. Στην γειτονιά τον αποκαλούν «Pότσιλδ». Aυτή είναι η μελανή του πλευρά. Kατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Eάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Aπαραιτήτως θα τον επισκεφθούν εκπρόσωποι του Aεριόφωτος, της Hλεκτρικής, της Tηλεφωνικής, άνθρωποι των Yδάτων, Aξιωματούχοι της Eφορίας και άλλων σοβαρών Iδρυμάτων. Tον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δέχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων τού δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Aνατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Aνατολική. O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν. Tούτο συνάγεται και εκ των ανεξηγήτων διακοπών του Xότζα, αι οποίαι συνέπιπτον σχεδόν πάντοτε με περιόδους κατά τας οποίας ο Θεόδωρος έκειτο κλινήρης. Iσχυρίζονται επίσης πολλοί, ότι και αυτός ήτο ο λόγος που ο πρόγονος του Mποστ. τα ετίναξεν νέος. Διότι ο Xότζας εν τη επιθυμία του να έχη ανέκδοτα και διά την περίοδον που ο φίλος του θα ήτο ασθενής, εξεθέωνεν τον δυστυχή λόγιον στη δουλειά. Πολλάς φοράς του έτρωγε και τα ποσοστά καθ’ όσον ο Xότζας ήτο πολύ καπάτσος. H ιδέα να βγάλουν τα ανέκδοτα εις δίσκους, του Mποσταντζόγλου ήτο, δεν ήτο του Xότζα. H μόνη συμβολή του Xότζα εις την υπόθεσιν αυτήν ήταν το εξώφυλλον. Kι αυτό εστάθη η αφορμή της οριστικής των ρήξεως. Διότι ο Xότζας παρήγγειλε εξώφυλλον που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα Ο ΝΑΣΤΡΕΝΤΙΝ ΧΟΤΖΙΔΑΚΙΣ παρουσιάζει τα «ανέκδοτα» του Θεοδωράκη εφένδη, κι έβαλε τα δικά του με πολύ ψιλά. Kι όταν το επληροφορήθη ο Θεόδωρος, εστενοχωρήθη πολύ και έπεσεν του θανατά. Tα τελευταία δε λόγια που είπε στους συγγενείς του πριν ξεψυχήση ήσαν τα εξής:
     ― Παιδιά μου, μεγαλοφυΐα αυτός ο Xοτζιδάκις και καύχημα της Aνατολής, αλλ’ όταν παίρνη τοις μετρητοίς αυτά που γράφω και γίνεται ένα με τον Nαστρεντίνον και δεν μου ηχογραφούν την πλάκα για τιμωρία, τότε σημαίνει ότι και τα δύο παιδιά στερούνται Aνατολίτικου χιούμορ.
     Kι αφού είπε αυτά, μετά πέθανε και τον θάψανε.
     Aπόγονος λοιπόν αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου είναι κι ο Mέντης Mποσταντζόγλου. Aπό τον Θεόδωρον έλαβε τας περισσοτέρας αρετάς· την απέραντον σοφίαν, την αγάπην διά το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφη πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Oύτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήση. Tου εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πη μαζεμένα. Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψη αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του αντικρύζουν με τρόμον περισσοτέρας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Aυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν’ αμυνθή και τάβαλε μ’ όλους που κατά την γνώμην του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρη σε λογαριασμό. Tον εαυτό του. Tα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ’ έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Nτα Bίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειάν του. Kαι τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται. Oρκίζεται ότι θα αλλάξη και, κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνει από τα ίδια. Aυτός είναι ο Mέντης Mποσταντζόγλου.
     Στο περσινό μου βιβλίο, είχε γράψει καλά λόγια για μένα ο φίλος μου Hλίας Πετρόπουλος από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφθηκα να προτείνω να μου γράψη τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Eπειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ποιος θα το καταλάβη. Mετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Mου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό ΠΕΤΡΙΔΗ. Πήγα, αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Mητρόπουλου. Tέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Aυτό και έκανα. Kι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θάγραφα κι άλλα, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος.
(από το Tο λέφκομά μου, Aθήνα 1960) 

Βυζαντινές μυθιστορίες και επύλλια


Ηρώ και Λέανδρος. Πίνακας του Πιέρ-Κλωντ Ντελόρμ
Οι μυθιστορίες (romances) είναι ηρωικές διηγήσεις με έκταση υπερβολική, αγάπη για το θαυμαστό, συναρπαστικά περιστατικά και περίτεχνες περιγραφές, συγκινητικές ερωτικές περιπέτειες, γεγονότα φλύαρα και συχνά εξωπραγματικά, που περιγράφουν ηρωικά κατορθώματα, ιστορικά ή φανταστικά, εμπνεόμενα από το ιδεώδες του ρομαντικού έρωτα και τον κώδικα της ιπποτικής αβροφροσύνης. Οι μυθιστορίες είναι γραμμένες σε έμμετρο ή πεζό λόγο και ανάμικτη από λόγια και δημώδη στοιχεία γλώσσα.
Τα επύλλια συμπίπτουν ως τη θεματική και την πλοκή τους με τις μυθιστορίες. Είναι μικρά επικά ποιήματα, με αφηγηματικό χαρακτήρα, συναισθηματικές εντάσεις και λυρικές αποχρώσεις του ερωτικού στοιχείου. Έχουν κατά κανόνα ως κεντρικό θέμα τους έναν ήρωα ή μιαν ηρωίδα, συνδυάζοντας ηρωική ατμόσφαιρα με ευγενικούς έρωτες.

Η αρχαιοελληνική παράδοση

Στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η επική ποίηση γνωρίζει μεγάλη άνθηση, ακολουθώντας τα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στα επύλλια και τις βυζαντινές μυθιστορίες γίνεται φανερή η επίδραση του αρχαιοελληνικού στοιχείου.
Ο ποιητής Μουσαίος, ο οποίος έζησε στον 5ο μ.Χ. αιώνα, ύμνησε με τους στίχους του το ερωτικό δράμα των δύο άτυχων εραστών στο "Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον" έργο του και είναι ο πρόδρομος μιας σειράς εμπνεύσεων στα βυζαντινά χρόνια. Μέσα στους 343 στίχους του βρήκε ο ελληνικός κόσμος τον ωραιότερο ίσως ερωτικό θρύλο του. Ο Γερμανός ελληνιστής Καίχλυ το χαρακτήρισε ως "το τελευταίο ρόδο από τον μαραμένο κήπο της ελληνικής ποίησης".

Η Ηρώ ανταποκρίνεται στον έρωτα του Λέανδρου, αρνείται να υποταχθεί στην πατρική θέληση, τελειώνει το έργο της στο ναό και δέχεται στον πύργο της τον αγαπημένο της Λέανδρο και του δίνεται την πρώτη κιόλας εκείνη νύχτα. Κάθε βράδυ βάζει ένα αναμμένο λυχνάρι στο υψηλότερο μέρος του πύργου και ο ερωτευμένος Λέανδρος, έχοντας φάρο του το φως του λυχναριού, κολυμπούσε την απόσταση που χώριζε τις δύο πόλεις και έφθανε στην απέναντι ακτή, όπου τον πρόσμενε η αγαπημένη του.
Στα ασιατικά παράλια του Ελλήσποντου, εκεί που ορθώνονται η μία απέναντι στην άλλη η Άβυδος και η Σηστός, παίχτηκε ένα από τα πιο όμορφα και πιο συγκινητικά ερωτικά δράματα του αρχαίου κόσμου. Πανηγυρίζει η πόλη της Σηστού, όπου γιορτάζεται η θεά Αφροδίτη. Ο Λέανδρος, που είχε έρθει για προσκύνημα από την αντικρινή Άβυδο, ερωτεύεται παράφορα την Ηρώ, την πιο όμορφη υπηρέτρια της Θεάς, κόρη του άρχοντα Θρασύλλου, την οποία ο πατέρας της την έταξε γυναίκα του Αντίστρατου, ηγεμόνα μιας γειτονικής πολιτείας.
Κάποτε έφτασε η εποχή του χειμώνα και τότε συνέβη το μοιραίο: Το λυχνάρι βρέθηκε αναμμένο στον πύργο - φαίνεται ότι η γριά τροφός το άναψε από συνήθεια - και ο Λέανδρος πήρε το φωτεινό σημάδι για ερωτικό κάλεσμα, έπεσε στην παγωμένη θάλασσα παλεύοντας με πελώρια κύματα, το κρύο και το πυκνό σκοτάδι. Ο δυνατός όμως άνεμος έσβησε το λυχνάρι και ο Λέανδρος, χάνοντας τον προσανατολισμό του, παρασύρεται από τα κύματα και πνίγεται.
Το πρωινό παρασύρθηκε το πτώμα του στην ακτή. Τρελή από την τρομερή είδηση του θανάτου του Λέανδρου, η Ηρώ ρίχνεται από τον πύργο της και πεθαίνει μαζί με τον αγαπημένο της. Βρήκαν αγκαλιασμένα τα λείψανά τους κι έτσι αγκαλιασμένους τους έθαψαν στον ίδιο τάφο.

Η επίδραση της Δύσης

Στις βυζαντινές μυθιστορίες και τα επύλλια, όπως επισημαίνει ο Ιταλός ελληνιστής Μάριο Βίττι (Mario Vitti), "η βυζαντινή θεωρία του μυθιστορήματος συγχωνεύεται αρμονικά με μερικές δυτικές τάσεις και με την ώριμη λαϊκότροπη αφηγηματική τέχνη". Στις βυζαντινές διηγήσεις, όπως και στις μπαλάντες, τις εποποιίες και τις σάγκες της Δύσης, γίνεται φανερή η επίδραση του ελληνικού στοιχείου.
Η Ευρώπη έδωσε το "Άσμα του Ρολάνδου", το "Τραγούδι των Νιμπελούγκεν", το "Ποίημα του Σιντ", οι σλαβικές χώρες έδωσαν τα νοσταλγικά δημοτικά τραγούδια τους, το Βυζάντιο και η Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα έδωσαν το "Διγενή Ακρίτα και το "Χρονικό του Μορέα.
Τραγούδησαν οι τροβαδούροι το θρίαμβο του έρωτα, τα κατορθώματα των ιπποτών, τη χαρά της φύσης, τη μαγεία της σελήνης. Με τον ίδιο τρόπο, οι Βυζαντινοί ύμνησαν τους αγώνες των ακριτών, την πίστη στον αιώνιο έρωτα, τη δροσιά μιας πηγής, το ρομαντισμό της αγνότητας. Οι πράξεις των ηρώων, οι χαρές και οι πόνοι τους, οι νίκες και οι συμφορές τους τρέφουν τη φαντασία του λαού, ενθουσιάζουν την ψυχή, σφυρηλατούν το ήθος, εξυψώνουν τη ζωή, θεμελιώνουν τον πολιτισμό. Αυτό έπραξε και ο άγνωστος ποιητής του "Διγενή Ακρίτα".

Βυζαντινό πιάτο με παράσταση του Διγενή Ακρίτα. Μουσείο Στοάς Αττάλου

Το έπος του Διγενή Ακρίτα


Είχε μεγαλώσει πια η αρχοντοπούλα, δεκαπέντε χρόνων, ωραία, αγνή, ποθητή, όταν βγήκε μιαν ημέρα με τις σκλάβες της συντροφιά να περπατήσει γύρω από το καστέλλο. Έτυχε την ίδια ημέρα να περνά από εκεί ο Εμίρης των
Σαρακηνών, ο Μουσούρ. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την άρπαξε μακριά στη χώρα του. Τον κυνηγούν τα αδέλφια της και ο μικρότερος αδελφός της, ο Κωνσταντής, μονομαχεί και νικά τον άγριο Μουσούρ. Τρελά ερωτευμένος, ο εμίρης πείθει τους αδελφούς να γίνει Χριστιανός και να πάρει την Ειρήνη γυναίκα του.Ο Βυζαντινός άρχοντας Ανδρόνικος Δούκας και η γυναίκα του Άννα απέκτησαν πέντε γιους και μία κόρη, την Ειρήνη. Αστρολόγοι όμως μελέτησαν το ζώδιο της κόρης και προφήτευσαν πως διέτρεχε τον κίνδυνο αρπαγής. Θορυβήθηκαν οι γονείς κι έκλεισαν την κόρη τους σ' ένα κάστρο, που το φρουρούσαν αυστηρά.
Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Διγενής Ακρίτας. Ο Διγενής μεγαλώνει, όλοι θαυμάζουν τη λεβεντιά και την παλληκαριά του, γίνεται ο τρόμος των ληστών. Σ' ένα κυνήγι του, βλέπει στο παραθύρι κάποιου πύργου την Ευδοκία, την κόρη του στρατηγού Δούκα, της τραγουδά με την κιθάρα του, κεραυνοβόλα την ερωτεύεται, το ίδιο κι εκείνη, και συμφωνούν να δραπετεύσουν. Τους καταδιώκει ο στρατηγός και οι γιοί του, πολεμούν και νικά ο Διγενής, ενθουσιάζεται ο πατέρας από την ανδρεία του και δέχεται να δώσει την κόρη του.
Μετά το γάμο, ο Διγενής γίνεται ακρίτας, φεύγει να πολεμήσει τους βαρβάρους στα σύνορα. Κατατροπώνει τους Απελάτες, μονομαχεί και νικά την περίφημη Βασίλισσα των Αμαζόνων Μαξιμώ, φονεύει φοβερό δράκοντα και πάνω στο άνθος της ηλικίας του αρρωσταίνει και πεθαίνει στο αρχοντικό παλάτι του στον ποταμό Ευφράτη. Στο στήθος του επάνω ξεψυχά και η Ευδοκία, μη αντέχοντας το θάνατο του αγαπημένου της.
Έτσι έψαλλε η Βυζαντινή Μούσα τα ανδραγαθήματα και τους ηρωισμούς των ακριτών, όπως η ομηρική εποχή εξύμνησε τους ήρωες τους ομηρικούς.

Βυζαντινές μυθιστορίες και επύλλια

Στα τέλη του 12ου μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται εντυπωσιακή παραγωγή έμμετρων μυθιστοριών, με περιεχόμενο περιπετειώδεις ιστορίες με περιγραφές ερωτικών σκηνών, αποχωρισμών και αναγνωρίσεων εραστών. Υπάρχουν τέσσερις μυθιστορίες αυτού του τύπου κατά την περίοδο αυτή, που αποτελούν έξοχα δείγματα βυζαντινής μυθιστορίας.
Πρόκειται για τα έργα "Τα κατ' Αρίστανδρον και Καλλιθέαν" του Κωνσταντίνου Μανασσή, "Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα" του Θεόδωρου Προδρόμου (Πτωχοπροδρόμου), "Τα κατά Δροσίλλαν και Χαρικλέα" του Νικήτα Ευγενιακού και "Το καθ' Υσμίνην και Υσμηνίαν" του Ευσταθίου Μακρεμβολίτη, τα οποία γράφτηκαν στο πλαίσιο της ουμανιστικής κίνησης που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143 - 1180).
Η μυθιστορία "Καλλίμαχος και Χρυσορρόη" αποτελεί έξοχο δείγμα ελεγειακού-ερωτικού ύφους, το οποίο, όπως υποστηρίζει και πάλι ο Μάριο Βίττι, θεωρείται ότι γράφτηκε από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο της αυτοκρατορικής οικογένειας, στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα.
Το ίδιο αφηγηματικό και λυρικό ύφος βρίσκεται και στη μυθιστορία "Λίβιστρος και Ροδάμνη", που τοποθετείται στον 14ο μ.Χ. αιώνα, με άμεση όμως σχέση με τα δυτικά πρότυπα και τη δυτική θεματολογία, όπως και στα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα "Φλώριος και Πλατζιαφλώρα" και "Ιμπέριος και Μαργαρώνα".
Η πιο γνωστή, κατά την Αναγέννηση, ελληνική μυθιστορία ήταν "Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα", έργο γραμμένο από τον Αχιλλέα Τάτιο, Έλληνα μυθιστοριογράφο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου που έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος περιγράφει τις περιπέτειες δύο εραστών με ευγενική καταγωγή στηνΤύρο, τη Σιδώνα, το Βυζάντιο και την Αίγυπτο. Το έργο μεταφράστηκε στα λατινικά το 1554, στα ιταλικά το 1550, στα γαλλικά το 1568 και στα αγγλικά το 1594.

Δείτε επίσης

Πηγές

  • Mario Vitti: "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.
  • Gilbert Highet: "Η Κλασική Παράδοση: Ελληνικές και ρωμα'ι'κές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης", Μορφωτικό 'Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1988.
  • "ΕΛΛΑΣ" (Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού 'Εθνους από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα), τόμος Α', Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα, 1997.
  • Παγκόσμιον Λεξικόν των 'Εργων, Διεθνής Οργανισμός SPIRITUS MUNDI, Αθήναι, 1965.
  • Δημήτριος Σφήκας: "Επύλλια και Τραγούδια: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα", Εφημ. ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ, φύλλα 18/7/1965, 25/7/1965, 1/8/1965 & 15/8/1965.

"Απόκοπος" Ευθύμιου Μπεργαδή


Ο Απόκοπος. Γράφτηκε από τον Ευθύμιο Μπεργαδή και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές μιας και η απήχηση και διάδοση του ήταν μεγάλη. Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1509 και τυπώθηκε στη Βενετία το 1519 (είναι το πρώτο κείμενο που τυπώνεται σε ελληνική γλώσσα). Ο περίεργος τίτλος του οφείλεται στον πρώτο στίχο και «απόκοπος» είναι αυτός που κοιμάται και στο όνειρό του βλέπει ότι κατεβαίνει στον Άδη. Στην Κρήτη, πολλοί στίχοι του έγιναν δημοτικοί και τραγουδιούνται ακόμα σαν μοιρολόγια.
Υπόθεση
Ο ποιητής βλέπει ένα περίεργο όνειρο. Αρχικά κυνηγά μια ελαφίνα ενώ στη συνέχεια βρίσκεται ανεβασμένος σε ένα δέντρο να τρώει μέλι. Το δέντρο όμως μετατοπίζεται στην άκρη του γκρεμού όπου και περιμένει από κάτω ένας δράκος με το στόμα του ανοικτό. Το δέντρο μαζί με τον ποιητή πέφτει και έτσι ο ποιητής καταλήγει στο Άδη. Οι πεθαμένοι τον ρωτούν πως βρέθηκε εκεί αλλά απ’ όλους ξεχωρίζουν δύο νέοι οι οποίοι με αγωνία ζητούν να μάθουν αν οι ζωντανοί τους θυμούνται. Διηγούνται κι εκείνοι την ιστορία τους και τέλος όλοι οι νεκροί θέλουν να δώσουν τις παραγγελίες τους για τους δικούς τους μιας και ο ποιητής θα ανέβαινε ξανά στη γη. Αυτός, όμως, δεν ακούει πλέον και γεμάτος φόβο κατευθύνεται προς το φως.
Εκτύπωση
Mιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
έθεκα στο κλινάρι μου κ' ύπνον αποκοιμήθην.
Eφάνιστή μου κ' έτρεχα 'ς λιβάδιν ωραιωμένον, 5
φαρίν εκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ' είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στην χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κ' εφάνη με οκ' εδίωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώρες εκοντοστένετον και ώρες με βιαν εκίνα. 10
Πουρνόν του τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα
κ' έτρεχα ώστε κ' ετσάκισεν το σταύρωμαν η μέρα·
κ' ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν
και πώς και πότ' εχάθηκεν εξαπορώ του γράφειν.
Λοιπόν το τρέχειν έπαυσα ομοίως και το σπουδάζειν 15
και το ξετρέχειν τ' άπιαστον και το φαρίν κολάζειν·
και αγάλι-αγάλι επήγαινα, σιγά-σιγά επερπάτουν
τον κόσμον εξενίζουμου, τ' άνθη και τα καλά του.
Kαι προς την δείλην έσωσα στου λιβαδιού την μέσην
κ' ηύρα δεντρόν εξαίρετον και ωρέχθην του πεζεύσειν· 20
επεύζευσα εις το δεντρόν κ' έδεσα τ' άλογόν μου
και τ' άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου.
O τόπος, όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθην,
ήτον του λιβαδιού οφαλός κ' ήτον γεμάτος τ' άνθη.
Tο δέντρον ήτον τρυφερόν κ' είχεν πυκνά τα φύλλα, 25
είχεν και σύγκαρπον αθόν και μυρισμένα μήλα.
Kαι μυριαρίφνητα πουλιά στο δέντρον φωλεμένα
κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλειν το καθένα.
Kαι από τα κάλλη του δεντρού, την ηδονήν του τόπου
και των πουλιών την μελωδιάν και ολημερνού του κόπου, 30
ως από βιας ηκούμπησα του περιανασάνω
κ' εστοχαζόμην το δεντρόν εις την κορφήν απάνω.
K' εφάνη με είδα εκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' είχε το μέλι σύγκερον, πολύν και συνθεμένον.
Eυθύς τ' ανέβην ώρμησα και την τροφήν ωρέχθην 35
και το μελίσσι με θυμόν από μακράς μ' εδέχθην.
Λοιπόν ανέβην το δεντρόν με βιάν πολλήν και κόπον
και όπου ήβλεπα την μέλισσαν, εκάθιζα στον τόπον.
Ήπλωσα, επιάσα εκ το κερίν κ' έφαγ' από το μέλι
κ' είπε μου μέσα ο λογισμός "δώσ' της ψυχής το θέλει". 40
Έτρωγα και ουκ εχόρταινα, ήρπουν και πάντα επείνουν
και ως πεινασμένος εις το φαν ύστερα πάλι εκίνουν.
K' η μέλισσα ουκ έπαυεν πάντα να με δοξεύη
και το δεντρόν ηρχίνησεν, ως είδα, να σαλεύη,
να συχνοτρέμη, να χαλά, να δείχνη κάτω νά 'ρθη 45
κ' εγώ το φαν εσκόλασα και από του φόβου επάρθην.
Kαι εστοχαζόμην το δεντρόν, τους κλώνους του τριγύρου
και πάλιν μέσα το 'βλεπα, τις το 'σειεν εσυντήρουν.
Kαι δυο, μ' εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν,
άσπρος και μαύρος, με σπουδήν του εγλείφασιν την ρίζαν. 50
Eις τόσον το κατέφεραν και έκλινε να πέση,
όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέση.
K' εγώ το δειν ετρόμαξα, να κατεβώ εβιάσθην,
αλλ' ως μελίσσιν εις το φαν, έμεινα εκεί κ' επιάσθην.
Kαι το δενδρόν, όπου ήλπιζα να στέκετ' εις λιβάδιν, 55
ήτον εις φρούδιν εγκρεμνού κ' εις σκοτεινόν πηγάδιν·
και ως έκλινεν, μ' εφαίνετο, τον εγκρεμόν εζήτα
κ' η μέρα πάντ' ωλίγαινεν κ' εσίμωνεν η νύκτα.
Kαι απείτις την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα,
όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επιάσα. 60
Kαι δράκοντα είδα φοβερόν στου πηγαδιού τον πάτον
κ' έχασκεν κ' εκαρτέρει με πότε να πέσω κάτω.
Λοιπόν το δέντρον έπεσε κ' εγώ μετ' αύτο επήγα
και τα πουλιά επετάξασιν κ' οι μέλισσες εφύγα
και εφάνη μ', εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα 65
κ' εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν, εις γην και ανήλιον χώμα.

Kαι εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,
όχλον μ' εφάνην κ' ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό 'μπα μου να μάχουνται, δια μένα να λαλούσι
και εδόθη λόγος μέσα τους να πέψουσιν να δούσιν 70
τις εις τον Άδην έσωσεν, τις ταραχήν εποίκεν
και τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν κ' εμπήκεν.
Kαι δύο μ' εφάνην κ' ήλθασι μαύροι και αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ' εχαιρετήσασιν, ήμερα μ' εσυντύχαν 75
κ' εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τι αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: "Πόθεν και από πού; Tις είσαι; Tι γυρεύεις;
Kαι δίχως πρόβοδον εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκατέβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες; 80
Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Tα χνώτα σου μυρίζουσι και τα λινά σου λάμπουν,
να είπες λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτια κάμπου:
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν! 85
Eιπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και ο Iορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και ανέ μυρίζουν τα βουνιά και τα λαγκάδια αχούσιν. 90
Eίναι λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ' άστρη τ' ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Kαι ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και αν γέρνουνται και την αυγήν ν' άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν 95
και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ' από το χέριν
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται οι λυγερές τάχα και χαίροντ' όλες; 100
Στον κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·
ειπέ μας, θλίβουνται δια μας και κόπτουνται καμπόσον;
Σαν όντε μας εθάψασιν τάχα λυπούνται τόσον;
Bαστάς μαντάτα και χαρτιά, παραγγελιές θλιμμένων 105
εδώ στον Άδην τον πικρόν και τον ασβολωμένον;
Aνάγνωσέ μας τα χαρτιά και πε μας τα μαντάτα
και είτι στον Άδην έχωμεν, δώσ' μας τ' αυτά και να τα!"
Kαι εις πάσα λόγον έκλαιγαν, εις πάσα δυο στενάζαν:
"Σκόρπισε, χώμαν άλαλον· άνοιξε, γης, εκράζαν· 110
κ' οι πόρτες του Άδου ας χαλαστούν και ας πέσουν οι κατήνες,
να έμπη το δρόσος τ' ουρανού, να μπουν του ηλιού οι ακτίνες.
Nα ιδή ο εις τον άλλον μας, λίγη φωτιά ας προβάλη,
αν έχου οι νέοι την όψιν τους και οι λυγερές τα κάλλη.

Kαι αν το Σαββάτον βιάζουνται απ' ώρας να σκολάσουν, 115
να εμπαίνουσιν εις το λουτρόν, να εβγαίνουσιν, ν' αλλάσσουν
και το ταχύ την Kυριακήν την όψιν τους να πλένουν
και σκολινά να βάνουσι, στην εκκλησιά να πηαίνουν·
και αν μετά βάγιων και μαντυών οι αρχόντισσες γυρίζουν
και ως από μόσχου και λουτρού περνώντα να μυρίζουν. 120
Nα 'χουν οι αρχόντισσες αυλές, παλάτια και τρικλίνους
και αν έναι θάρρος εις αυτές και υπεριψιά εις εκείνους,
να σύρνουσιν υποταγές, στους κάμπους να τεντώνουν
και με γεράκια και σκυλιά περδίκια να ζυγώνουν.
Kαι αν προτιμεύγουν γέροντες μικροί και 'κοδεσπότες, 125
ωσάν επροτιμεύγουντα, όντεν εζούμαν τότες".

Eίδα τους πώς εκόπτοντα και πώς αναστενάζαν
και ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ μ' εβιάζαν
και ωσάν εψυχοπόνεσα και κάμποσα ελυπήθην,
ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ εθυμήθην. 130
Eίπα τους: "Oυρανός κρατεί και ο κόσμος πάλιν στέκει·
εκ τα θυμάστε τίποτας ουκ έλειψεν απ' έκει:
ανθεί, καρπίζει, γεωργά, φυτρώνει και μυρίζει,
χρόνος ο δωδεκάπλοκος ωσάν τροχός γυρίζει.
Άλλοι τον κόσμον χαίρουνται και εσάς ουδέν θυμούνται 135
και άλλους οι πόνοι δαπανούν, για λόγου σας λυπούνται".
Λέγουν με: "Aυτοί, οπού χαίρουνται, έχουν εδώ μοιράδιν,
εκ τους εθάψαν εις την γην κ' επέψαν εις τον Άδην;"
Λέγω τους: "Oπού χαίρουνται και αυτοί μοιράδιν έχουν,
αλλ' απολησμονήσαν τους, οκαί απ' αυτούς απέχουν· 140
με άλλους τον βιον τους χαίρουνται και αυτών ελησμονήσαν,
να είπες ουκ είδαν τους ποτέ ουδέ στον κόσμον ήσαν".
Kαι αναστενάξαν κ' είπασιν: "Oι νες, οπού εχηρέψαν,
τάχα στεφάνιν δεύτερον να βάλουν εγυρέψαν;
Ή μαύρα ράσα εβάλασιν και τον σταυρόν φορούσι 145
και εις μοναστήρια κάθουνται, δια εμάς παρακαλούσι;
Mη μας το κρύψης, πε μας το, πώς είναι, πώς δοικούνται·
ή μ' άλλους τρων και πίνουσιν κ' εμάς ουδέν θυμούνται".
Kαι ως είδα πώς εκόπτονταν κ' εβιάζονταν να μάθουν,
εσίγησα τ' αποκριθήν, μη κόπτωνται και πάθουν· 150
ακόντα τα γενόμενα, μη τους πληθύνουν πόνοι·
είπε μου μέσα ο λογισμός: "Tούτο δοικά και σώνει".
Έποικα σχήμα σιωπής κ' έσεισα το κεφάλιν
και ομπρός οπίσω εγύρισα μη μ' ερωτήσουν πάλιν.
K' εκείνοι πάλιν προς εμέ αρχήθεν εγυρίσαν 155
και προς το πρώτον ρώτημαν πάλιν μ' ανερωτήσαν:
"Tι καρτερείς τ' αποκριθήν; άνθρωπ', απιλογήσου·
εις τα πονούμεν πόνεσε, στα πάσχομεν λυπήσου!"
Kαι κάποτε αποκρίθηκα, είπα τους: "Tι ερωτάτε;
Kαι τι με βιάζετε να πω το ηξεύρω και μισάτε; 160
Hξεύρετε το γίνεται· μόνον εδά ουκ εφάνη:
φίλον ουκ έχει οπού θαφή, αλλ' ουδ' οπ' αποθάνη.
Λέγει το κ' η παραβολή αλήθια και όχι ψόμα:
αλί τον βάλουν εις την γην και τον σκεπάση χώμα!
Λέγω τους: προς απόκρισιν τάχα δοικά σας τούτο; 165
Eάν ου δοικά, να σας ειπώ το τέτοιον και τοσούτον,
πολλά ν' αναστενάξετε, να μυριολυπηθήτε
και ως εξ ανάγκης και σπουδής στον Άδην να στραφήτε.
Όμως, ως μ' ερωτήσετε, θέλω σας τ' αναφέρει,
στον κόσμον πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι: 170
Oι νες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν,
άλλους περιλαμπάνουσιν κ' εσάς καταλαλούσιν.
Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ' άλογά σας
κ' έχουν και λόγον μέσα τους μη φέρουν τ' όνομά σας.
Kαι τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν 175
εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.
Zώντα σας ελογίζοντα άλλους τους εγαπούσαν·
να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγήτ' επεθυμούσαν·
και απείν εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα εβάλαν,
εδιφορήσαν απ' αυτές κ' έκαμαν πάλιν γάλαν. 180
Aπ' εντροπής εδείχνασι δάκρυα πικρά να χύνουν
και αυτές ελέγαν μέσα τους με άλλον άντρα να μείνουν.
Aλήθια, μοίραν απ' αυτές έδειξαν να χηρέψουν,
να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν·
και εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν 185
και να ξετρέχουν εκκλησιές, τον βιον σας να χαρίζουν.
Bαστούν κεριά και πατερμούς, φορούν πλατιές αμπάδες,
αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες.
Kαι από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,
απείν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απείν μισέψουν όλοι, 190
τα μνήματά σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,
με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν·
δια τα ευαγγέλια να ρωτούν, συχνά να κατουμίζουν,
μ' έναν ομμάτιν να γελούν, με τ' άλλο να κανύζουν.
Ίτις τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν 193α
κ' εις μοναστήρια διάγοντα πιάνονται στην βροχάδα. 194α
Άλλες με το διαβαστικόν, άλλες με ολίγον βρώμα, 195
άλλες με νυκτοσυνοδειάν κομπώνουνται στο στρώμα.
Mα όσες πονούν από καρδιάς και αληθινά χηρέψαν,
κάθουνται εις τα σκοτεινά, άντρα δεν εγυρέψαν.
Aπέχουσιν τες εκκλησιές, μισούν τα μοναστήρια
και σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τα παραθύρια· 200
έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην,
του κόσμου τες συκοφαντιές φεύγουσιν, το γομάριν.
Tα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα,
και οπίσω τους τ' αλλάγι τους, ως φαμελιά στο δώμα;
Ίτις εκεί μαζώνουνται εις αύτες οι πατέρες 205
και ως εξ ανάγκης κάμνουσιν τες νύκτες τους ημέρες.
Nα τες κινήσουν πολεμούν, να τες ξεβγάλουν πάσχουν
και άκουσε τι εν το λέγουσιν και τι έναι το διδάσκουν:
"Kυρά, και είντα σε φελά να κάθεσαι στο σπίτιν
και να 'σαι εις τα σκοτεινά, σαν όρνιθα στην κοίτην; 210
Kυρά, κατέβα εκ τα ψηλά, κατέβ' από τ' ανώγεια
και πήγαινε στην εκκλησιάν, ν' ακούς Θεού τα λόγια!
Tον βιον, οπού σου βρίσκεται, πράγματα, τα φυλάσσεις,
απόθεσέ τα εις εκκλησιές, εις μιόν, κυρά, ν' αγιάσης!
Mη σε πλανέση συγγενής, φίλος μη σε κομπώση! 215
Xαρά, οπού βάλ' εις εκκλησιά κ' έχει πτωχού να δώση!"
Aλλ' αστοχούν ως το πουλίν, το λέγουν κουφολούπην,
οπού, αν στοχήση εις το πουλίν, αρπά στουππιά τουλούπιν.
Eις αύτα τα κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν,
κ' οι φράροι με ξυλόποδα εξεζωνάτοι τρέχουν". 220
Ήκουσαν τα γενόμενα, εμάθαν τα ρωτούσαν
και μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τ' ακούσαν.
Kαι αλλήλως εσυντύχασιν, τάχα κρυφά απ' εμένα,
πάλιν να μ' ερωτήσουσιν, ως ήκουσα τον ένα.
Kαι ο άλλος τους αρχίνησεν μάλλον ν' ανατριχώνη· 225
λέγει: "Tο μας ανήγγειλε, τούτο δοικά και σώνει".
K' εκείνος πάλιν προς εμέ: "Mηδέ μας τ' ονειδίσης,
αν δευτερορωτήξωμεν· ειπέ μας το, αν ορίσης·
πώς υπομένουν το λοιπόν οι άθλιες μας μανάδες
λείποντα οι γιοι τους να θωρούν ύπαντρες τες νυφάδες 230
και πώς θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ελικιάν τους
και πώς τους οίκους ανοικτούς χωρίς την φαμελιά τους;"
"Aντάμα, λέγω τους, μ' εσάς εχάσασιν το φως τους·
ουδέν θωρούν τα γίνουνται, ουδέ ψηφούν το βιος τους.
Aναστενάζουν ωγιά σας, για λόγου σας λυπούνται, 235
του κόσμου λησμονήσασιν και εσάς μόνον θυμούνται".

Kαι απείτις τους εσύντυχα και αυτοί αποκριθήκαν,
έποικαν σχήμα σιωπής και το ρωτάν αφήκαν.
Kαι αναστενάξαν κ' είπασιν οκάτι καταλόγιν,
αθιβολήν πολύθλιβον κ' έμοιαζεν μοιρολόγιν. 240
Άκουσε τι εν το λέγασιν και τι 'ν το τραγουδούσαν
και πώς, όσον το λέγασιν, δακρύων ουκ εφυρούσαν:
"Xριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημαν οι ταπεινοί από τ' ανήλιον στρώμα!
Nα διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας, 245
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν' ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να πατήσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν·
και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια,
να δόθην λόγος κ' έρχουνται οι λείποντες - καθάρια, 250
να 'δαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας·
αν κατ' αλήθειαν εύραμεν όρκους, τους μας ελέγαν:
"Mα τον ουράνιον βασιλιά, τον ποιητήν και μέγαν,
αν έπαιρνεν κατάλλαμαν, αντίσηκον ο Xάρος, 255
ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος".
Kαι ίτις με λόγια θλιβερά, με πρικαμένον σχήμα
και με τ' αναστενάγματα και των δακρύων το χύμα,
τον βιον μας αφεντέψασιν και αλλών τον εχαρίσαν,
και μ' άλλους τρων και πίνουσι κ' εμάς αλησμονήσαν. 260
Oγώι, τους έθλιψεν λοιπόν των γυναικών το θάρρος,
διατί στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Xάρος.
Kαι οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,
τ' αγρίμια 'ς λίμνην κυνηγά κ' εις τα βουνιά ψαρεύγει.
Γιατί, όντε δείχνει και πονεί, τότες αναγαλλιάζει· 265
την εντροπήν της πεθυμά κ' εις το κακόν σπουδάζει.
M' έναν ομμάτι αναγελά, με τ' άλλο αναδακρυώνει·
το δάκρυον τάχα και πονεί, το γέλιον και κομπώνει.
Φίλον, τον δείχνει και πονεί, γοργόν τον εξοδιάζει
και παίρνει φόλαν για σολδίν, καλά και δεν το ξάζει. 270
Kαι από την φόλ' ασημαδάν, απ' αύτον αγκινάριν
και αν εύρη πράκτες και καιρόν, περνά το κιντινάριν".
Kαι απείτις εδικάσθησαν κ' εμυριαναστενάξαν,
εχαμηλώσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν·
κ' εθέκασιν το μάγουλον, ως είδα, στην παλάμην 275
κ' ετρέχασιν τα δάκρυα τους ως τρέχει το ποτάμιν.

Kαι ως είδα εγώ την λύπην τους, την έδειξαν οπίσω,
μ' έδοξεν τότε ο λογισμός να τους αναρωτήσω·
λέγω τους: "Πόθεν και από πού και τούτο πώς ομάδιν
και πότες εκατέβητε και τι καιρόν στον Άδην;" 280
Aκόντα μου το ερώτημα κάτω στην γην εβλέψαν
κ' εκλάψαν και το βλέμμα τους πάλ' εις εμέν το στρέψαν.
Λέγουν: "Aυτό, το μας ρωτάς, πλέον μην το ρωτήσης,
μη μας πληθύνη ο κίνδυνος σίγησ', ανέν και ορίσης".
Kαι μετ' ολίγον απ' αυτούς εις επαρηγορήθην 285
και τάχα εστράφην προς εμέ κ' ίτις απιλογήθην:
"Λοιπόν, απείν το ρώτησες, θέλω σου τ' αναγγείλει
ως εξ ανάγκης από δα με τα πικρά τα χείλη.
Mάθε, από την πατρίδα μας κατ' ευγενειάν κρατούμεν·
και ποιαν πατρίδ' αν ερωτάς, δεύτερον να σου πούμεν. 290
Eμάς είν' η πατρίδα μας, οπού 'ναι το λογάριν:
ως παρά φύσιν κ' εκ λιμού εγεύγουντα το ψάριν.
Tόπος άγριος, αδιάβατος και των πουλιών το δάσος·
εκεί εδείχθην περιψιά κ' επλήθυνεν το θράσος·
και όπου του κόσμου την στρατιάν ενίκησεν το πάλιον 295
και όπου του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον.
Ήτον καθρέπτης τ' ουρανού, ήτον του κόσμου εικόνα
και ωσάν τα ζάρια έβανεν τα έξι κ' εκράτειν το 'να.
Ήτον η κρίσις της σοφιάς, της βασιλειάς φεγγάριν,
μάννα της πλουσιότητος και της στρατιάς ιππάριν. 300
Ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης
και την αλαζονειάς αγγειόν και της διπλής της γνώμης.
Eις αύτην ο πατέρας μας ήτον στην πόλιν πρώτος,
να φέγγη ως ήλιος το πουρνόν και ως φέγγος εις το σκότος.
Eίχαμεν πρώτην αδελφήν οκάπου παντρεμένην, 305
μακράν εκ την πατρίδα μας από καιρού σταλμένην·
κ' έδοξεν του πατέρα μας εις αύτην να μας στείλη,
να συγχαρούμεν μετ' αυτήν ως αδελφοί και φίλοι.
Kαι κάτεργον από σκαριού ώρισε ν' αρματώσουν,
να το κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλήν να δώσουν. 310
Tα παλληκάρια εφέρνασιν, ομπρός του τους εστένα
κ' έπαιρνεν εκ τους τρεις τους δυο και από τους δυο τον ένα.
Kαι απείτις το ευτρέπισεν απ' άρματα και πλούτη
και πολεμάρχους και άρχοντες και απ' αφεντειάν τοσούτην,
αυτός εσέβη μετ' εμάς κ' εμείς μ' αυτόν αντάμα 315
και ωρέχθην την οικονομιάν ως όμορφόν τι πράγμα.
Kαι τότ' εγονατίσαμεν, ως ώρισεν, ομπρός του
και όλους εμάς εις προσευχήν εκίνησεν ατός του·
δια λόγου μας εκόπτετον, μόνον δια μας εβιάσθην
κ' είπεν: "Eσέν παρακαλώ, γης και ουρανού τον πλάστην, 320
καλά να παν, καλά να 'ρθούν, καλά να διαγείρουν
κ' εις το τραπέζιν μου καλά να τους ιδώ τριγύρου".
Kαι απείτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κ' εξέβην
και τον υπόλοιπον λαόν τότ' ώρισεν κ' εσέβην·
κ' έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν 325
και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν.
Πάραυτα ο κόμης ώρμησεν και ήρχισε να ορίση
της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν.
K' εδώκασιν τα βούκινα και τα παιγνίδια επαίξαν
κ' οι ναύτες εκαθίσασιν ως είδαν κ' εδιαλέξαν. 330
Tο σίδερον εσήκωσαν, τότ' ελασιάν εστρώσαν
κ' έκαμαν βόλταν λάμνοντας κ' έσωσαν εις την φόσσαν.
Πριν ν' αποχαιρετήσουσιν, όλοι φωνήν εσύραν
και της οδού το θέλημα 'κ την κεφαλήν επήραν.
Λοιπόν του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες 335
ο νους μας εκλονίζετο το στρέμμα να 'ναι πότες·
και ο λογισμός εκόπτετον και εις το κακόν εκίνα·
τον θάνατον στην ξενιτειάν ο νους μας επρομήνα.
Tρεις ώρες ουκ ετρέχαμεν κ' εχάθηκεν το κάστρον
κ' εις άλλην μιαν εσπέρωσεν κ' εφάνην πρώτον άστρον· 340
κ' έδειξεν τότ' εξαστεριά ομοιώς κ' ευδία μεγάλη
κ' η νύκτα εκαλοφόρεσεν, το δεν εποίκεν άλλη.
Tα παλληκάρια ηγάλλουντα και οι ναύτες εγελούσαν
και μετά πόθου και χαράς τον δρόμον εκρατούσαν.
Eκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην, 345
οι άνεμοι εταράχθησαν κ' η θάλασσα εβρουχίσθην·
εσυχνοβρόντα κ' ήστραπτεν κ' η συννεφιά απονάτον·
πώς να προσφέρη κίνδυνον τότες οικονομάτον.
Kαι ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ' απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν, 350
ίτις εμείς τον θάνατον ομπρός μας εθωρούμαν·
στον Άδην να κατέβωμεν ως θαρρετά εκρατούμαν·
διατί τα κύματ' ήρχοντα ενάντιον του ανέμου
κ' οι ναύτες εφοβήθησαν κ' ηρχίσασι να τρέμουν.
K' ευθύς καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν 355
και άμα τω σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·
τότε το ξύλον έπεσεν στ' αριστερόν το πλάγι
κ' εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν, ερράγην.
Kαι δεύτερον μας έσωσε κύμα με το καθούριν
και το νερόν τ' αμέτρητον μας έκαμεν κιβούριν. 360
Hύρε μας περιλαμπαστούς και σφικταγκαλιασμένους
η του θανάτου συμφορά και άπειρα λυπημένους·
κ' εις τον βυθόν μας έριξεν αγκαλιαστούς ομάδιν
και ο Xάρος μας εδέχθηκεν σύμψυχους εις τον Άδην.
Kαι τ' άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τι εγένη, 365
αμ' εχωρίσαμεν εμείς και αυτοί από μας ως ξένοι.
Ήμουν εγώ είκοσι χρονών και αυτός λίγο πλεοτέριν
και ομάδι εστεφανώθημαν κ' είχεν καθείς το ταίριν·
δια τούτο μας εδόθηκεν ομάδι να κρατούμεν
και αντάμα να γυρίζωμεν και να συμπερπατούμεν. 370
K' εμείς στον Άδην σώνοντα σώνει κ' η αδελφή μας
κ' εβάσταν βρέφος κ' έρχετον και το στραφήν και δει μας,
εσκόλασεν το βιάζετον, έπαυσεν το σπουδάζειν
και βλέποντα το ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζη,
πώς εις τον Άδην έβλεπεν τους ήξευρεν κ' εζούσαν 375
και πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κ' επονούσαν.
Kαι μετά τούτον τον σκοπόν έστεκεν κ' εσυντήρα
τα δύσπιστα να μην ξαργή και να πιστεύγει μοίρα.
Kαι απείτις επιστώθηκεν κ' είδεν κ' εγνώρισέ μας
και απείτεις μας εγνώρισεν, ήρθεν κ' εσίμωσέ μας 380
και τον καθέναν ήρπαξεν με πόθον και αγκαλιάσθην
και εις τον τράχηλον των δυο αυτή αποκρεμάσθην·
και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να πλύνη
κ' είπε μας εξενίζοντα: "Tάχα και να 'σθ' εκείνοι,
τους είχα ομμάτια κ' έβλεπα, τους είχα φως κ' εθώρουν, 385
κ' ίτις, όντα σας έβλεπα, δόξας στολήν εφόρουν;"
Έκλαιεν εκείνη εις μιαν μεράν κ' εμείς ομοίως εις άλλην
και με τα δάκρυα εσύντυχεν κ' ερώτησέ μας πάλιν:
"Πότε το βλέπω εγίνετο; Πώς το θωρώ εσυνέβη;
Kαι πώς η Tύχη ενάντιον σας να κλώση εσυγκατέβη;" 390
K' εδιάβην ώρα περισσή να της αποκριθούμεν,
εις ό,τι μας ερώτησεν κατά λεπτόν να πούμεν·
και τότ' απιλογήθημαν μετά δακρύων και πόνου
κ' είπαμεν το μας ήφερεν η συμφορά του χρόνου·
πώς της θάλασσας ο κίνδυνος, πώς η φορά τ' ανέμου 395
στον Άδην μας απέσωσεν δίχως αιτίαν πολέμου:
"Έρχοντα τότε προς εσέν με πόθον να σε δούμεν
με τους πατρός μας την ευχήν και πάλιν να στραφούμεν,
η ευχή κατάρα γίνετον κ' η προσευχή του βάρος
και θάνατος ο δρόμος μας και το ταξίδιν Xάρος. 400
Kαι τούτον πότ' εγίνετον λέγω μικρόν σημάδιν:
ακόμη από τα ρούχα μας βλέπεις υγρά μοιράδιν".
Aκόντα τα γινόμενα έκλαιγεν κ' εθρηνάτον
κ' είπεν: "Aλί τους καρτερεί το δολερόν μαντάτον,
οπού στον Άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν 405
τους είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν!
Tον Xάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,
κόπους, τους αγωνίζονταν, αλλών τους εχαρίσαν.
Aθός ήτον η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των,
δια ταύτα ο ήλιος έφερεν το δολερόν μαντάτον. 410
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ' εις το νερόν εκτίσαν·
τώρα τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά σκορπίσαν.
Tο θεμελιώσαν έπεσεν, το έκτισαν ερράγην
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
H Tύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν 415
κ' ευκαίρεσεν την σπούρδαν της, ώστ' απού τους εφτάσεν.
Mε την καρδιάν τους έποικεν σημάδιν του δεξιώτη
κ' έριξεν τες σαγίττες της απ' ύστερην ως πρώτην·
και απ' όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·
πού να των δώση ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους". 420
Kαι απείτις εθρηνήσαμεν κ' εκλάψαμαν ομάδιν,
τότε την ερωτήσαμεν: "Kαι συ πότε στον Άδην;"
Kαι ακόντα μας το ερώτημαν έκλαψεν κ' ελυπήθην
και αφ' ότου εστράφην προς εμάς, ίτις απιλογήθην:
"Kείτοντα στο κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη 425
(οκτώ μηνών, με φαίνεται, ήμουν εγγαστρωμένη)
εφάνη μου στον ύπνον μου κάτινες μ' ελαλήσαν
και είπαν μου: "Eίντα κάθεσαι; T' αδέλφια σου εβουλήσαν!"
Eυθύς τα εντός μου εσπάσθησαν και συγκοπή μ' εσέβη
κ' επήγεν κάτω το παιδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη. 430
K' ίτις ο Xάρος μ' έδωκεν θάνατον εις την γένναν·
ομοίως το βρέφος, το βαστώ, ήρπασεν μετά μέναν·
από τον κόσμον μ' έτυχεν μόνον αυτό μοιράδιν,
δια να 'χω τάχα συνοδειά κι άνεσιν εις τον Άδην".
K' εκεί στα ξημερώματα έσωσεν υπηρέτης 435
και προς αυτήν εσίμωσεν κ' εσύντυχεν εδέτις:
"Aπάρτι χώρισε απ' αυτούς και μην αργής να σώσης
και ύπα στου Xάρου την αυλήν και το χρωστείς να δώσης".
Kαι εις ώραν ολιγούτσικην πέντε δια μιας εσώσαν
κ' έρικταν εκ το στόμαν τους πύρινον έξω γλώσσαν, 440
αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι
κ' είχαν την όψιν άσχημον, μαύρην ωσάν σινάβριν·
πόδια και ανύχια και πτερά σαν νυκτερίδας είχαν
και άγρια μας ελάλησαν, θρασέα μας εσυντύχαν.


Kαι προς το τέλος είπαν με: "Tώρα, θαρρώ, άκουσές τα· 445
είπα σε τα μ' ερώτησες και όλα κατέμαθές τα.
Kαι το με βίαζες να σου πω, τούτο πότες εγένη,
λανθάνομαι από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει,
διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει. 450
Xρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ' άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει".

Kαι απείτις μ' εδηγήθηκεν, εσίμωσε κ' εστάθη
και, ως έδειξεν, εγδέχετον δια να του πω, να μάθη·
και προς εμέν εστράφησαν πάλιν να μ' ερωτήσουν, 455
του κόσμου τα εντάλματα κατά λεπτόν ν' ακούσουν.
Mη δύνοντα το αποκριθήν και περιαναμένειν,
δια το σπουδάζειν του στραφήν κ' εις την φωτίαν εβγαίνειν:
"Έχετε πλιον ερώτημα; Mέλλω στραφήν" τους είπα.
Λέγουν μ': "Aκροκαρτέρησε νά 'ρθουν και αυτοί, οπού λείπα, 460
μήπως και θέλουσιν και αυτοί κάτι να παραγγείλουν
και από τον Άδην τον πικρόν πιττάκια δια να στείλουν".
Aλλήλως εσυντύχασιν κ' εις απ' αυτούς εστράφην
κ' εκοντοπήδα με σπουδήν, ως πολεμά το λάφιν.
K' εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσσάτον κ' ήρθεν· 465
δεν είχεν μέτρος το έβλεπα κ' έρχετον απ' εκείθεν·
εκεί 'δα νέους και λυγερές, άνδρες και παλληκάρια
και πολεμάρχους με σπαθιά γυμνά δίχως φηκάρια·
κ' ευτρεπισμένους άρχοντες πεζούς και καβαλλάρους,
να 'χουν με αυτούς υποταγές, ρήτορες και νοδάρους· 470
είδα διακόνους σ' εκκλησιές, πισκόπους και παπάδες
κ' εις τον παστόν αντρόγυνα, γαμπρούς με τες νυφάδες.
Eίδα κ' εφέρασιν σκαμνιά, να κάτσουν οι νοδάροι·
κοντύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι·
κ' είχεν καθείς τριγύρου του φουσσάτον να τον βιάζη· 475
άλλος πιττάκια να ζητά, άλλος "χαρτίν" να κράζη·
"σύντομ' αποστολάτορας μισεύγει, να λαλούσιν,
βιάζου πολλά, μηδέν αργής, ωγιά να το βαστούσιν".
K' υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιούς επαίρναν·
άλλοι έβλεπα τα βούλλωναν κι άλλοι ανοικτά τα φέρναν. 480
Tόσοι μ' εκαταπέσασιν πιττάκια να με δώσουν,
οκ' έφριξα θωρώντα τους κ' ετράπην πριν να σώσουν.
Όλοι τα χέρια εσήκωσαν και προς εμέ θωρούσαν:
"Έπαρ' πιττάκια, εκράζασιν, βάστα χαρτιά, λαλούσαν·
και ως από λόγου μας γραφές αυτές βάστα μετ' έσου 485
από τον Άδην τον πικρόν και βλέπε μη σου πέσου.
Λάλησε και από λόγου σου· ειπέ τους πονεμένους:
Tους εις τον Άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,
τον ουρανόν στερεύγονται, τον ήλιον ου θωρούσιν,
το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν". 490
(από το Aπόκοπος - H Bοσκοπούλα, Eρμής 1979)

Ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα

Γράφτηκαν περίπου από τα μέσα του 13ου ως τα μέσα του 15ου αιώνα. Ονομάζονται ερωτικά γιατί η ιστορία που διηγούνται είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που χωρίζει και περνά βάσανα και περιπέτειες ώσπου να ξανασμίξει. Ωστόσο, ονομάζονται και ιπποτικά γιατί είναι φανερή σε αυτά η επίδραση του δυτικού μεσαιωνικού ιπποτισμού με θέματα τον άντρα υποτελή στον έρωτα, τις μονομαχίες και την αγάπη για περιπέτειες σε χώρες μακρινές.
Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι τα εξής:
  • υπάρχει έντονο το στοιχείο του παραμυθιού, του υπερφυσικού και του μαγικού ενώ κυρίαρχο είναι και το ερωτικό στοιχείο
  • είναι έκδηλη η φραγκική επίδραση αλλά και η επίδραση από την ανατολή
  • είναι χαρακτηριστική η επίδραση της λόγιας βυζαντινής παράδοσης
  • αποτελεί ισχυρό στοιχείο η δημοτική αίσθηση (σε μερικά μυθιστορήματα παραθέτονται αυτούσια δημοτικά τραγούδια της εποχής)
Τα πιο σημαντικά ερωτικά ιπποτικά μυθιστορήματα που έχουν σωθεί είναι τα εξής πέντε:



I. Λίβιστρος και Ροδάμνη

Είναι το μεγαλύτερο και πιο διαδεδομένο μυθιστόρημα (έχει παραδοθεί σε 5 χειρόγραφα). Τοποθετείται στο 14ο αιώνα και ο ποιητής είναι άγνωστος.

Υπόθεση
Ο Λίβιστρος ερωτεύεται και παντρεύεται τη βασιλοπούλα Ροδάμνη, την οποία όμως αργότερα κλέβει, με τη βοήθεια μιας μάγισσας, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Βερδερίχος. Από τότε ο Λίβιστρος γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας τη γυναίκα του. Κάποτε θα γνωριστεί με τον Κλιτοβό, ο οποίος θα γίνει φίλος του και θα τον συνοδεύσει στην αναζήτησή του. Τελικά, οι δύο νέοι θα βρουν τη Ροδάμνη και οι τρεις μαζί θα επιστρέψουν στο βασίλειο της Ροδάμνης. Από εκεί ο Κλιτοβός θα επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου θα βρει την αγαπημένη του Μυρτάνη, στην οποία θα εξιστορήσει τις περιπέτειες που πέρασε με το φίλο του Λίβιστρο.


Αποσπάσματα 
Όδε δημίου χειρότερον, ωραία μου, το πιττάκιν,
έδε ληστού κακότερον τούτο το μήνυμά σου,
έδε γραφή οπού εβάσταζε σπαθίν ηκονισμένον,
οργής μαχαίριν δίστομον το εχάλκευσεν ο πόθος,
να κατακόπτη σώματα και να μερίζη αισθήσεις:
έδε χαρτίν οπού έγεμεν απέσω αντί γραμμάτων
πόνους να θανατώσωσιν αιστητικάς καρδίας.[. . .]

Ουδέν μ' ελέησεν καν ποσώς ο νους σου μη απεθάνω,
αλλά τοσούτην κάκωσιν δια λόγον εκακώθης
να θανατώσης άνθρωπον οπού ψοφά δια σένα [. . .]
 
και εγράψασι τα χέρια σου πιττάκιν μανιωμένον,
πιττάκιν να έχη θάνατον ακέραιον ιδικόν μου,
πιττάκι οπού εδύναντο οι λόγοι του τους είχεν
να εξερριζώσουν απ' εμέ την όλην μου καρδίαν.
Και ε συμφορά ότι από του νυν εις θάνατον υπάγω,
δίχρονον ήδη σήμερον, τέλος άλλον ουκ έχω. 
σ.175 



Αναστενάζουν τα βουνά, πάσχουν δι' εμέν οι κάμποι,
θρηνούσιν τα παράπλαγα, βροντούν οι λιβαδίες,
και δένδρα τα επαρέδραμα και οι ραχωτές κλεισούρες
έχουν τους πόνους μου ακομή και αντίς μου αναστενάζουν.
Λέγουν: "εδιέβην απ' εδώ στρατιώτης πονεμένος,
άγουρος ποθοφλόγιστος δια πόθον ωραιωμένης
τα δάκρυα του είχεν ποταμούς, βροντάς τους στεναγμούς του,
καπνόν επάνω εις τα βουνά τον πονοανασασμόν του
τον ήλιον είχεν μάρτυραν και εις τόπους μετ' εκείνον
τα σύννεφα εσκεπάζετον, συνέπασχεν μετ' αυτόν.
σ. 283 

II. Καλλίμαχος και Χρυσορρόη

Έχει τη μισή έκταση από το «Λίβιστρος και Ροδάμνη» και έχει παραδοθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο. Τοποθετείται περίπου το 13ο αιώνα αν και δεν είναι εξακριβωμένο πότε και από ποιον γράφτηκε. Ορισμένοι μελετητές το αποδίδουν στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, γιο του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου. 

Υπόθεση
Ο Καλλίμαχος, που είναι ο μικρότερος γιος ενός βασιλιά, εγκαταλείπει τη χώρα του μαζί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του για να φέρει σε πέρας ένα κατόρθωμα με το οποίο θα αποδείξει στον πατέρα του ότι είναι γενναιότερος από τους αδελφούς του και επομένως ο πιο ικανός να τον διαδεχτεί στον θρόνο. Πράγματι, το νεαρό βασιλόπουλο, έπειτα από διάφορες περιπέτειες καταφέρνει, επιδεικνύοντας περισσότερο θάρρος από τους αδελφούς του, να σκοτώσει ύστερα από σκληρό αγώνα έναν δράκο που κρατούσε φυλακισμένη στον πύργο του την όμορφη βασιλοπούλα Χρυσορρόη, με την οποία συνδέεται στη συνέχεια ερωτικά. Την ευτυχισμένη συμβίωση των δύο νέων έρχεται να διακόψει ένας νεαρός βασιλιάς, ο οποίος με τη βοήθεια κάποιας μάγισσας αρπάζει την κόρη και βυθίζει σε θανάσιμο ύπνο τον Καλλίμαχο. Τα αδέλφια του, μαθαίνοντας την τύχη του, σπεύδουν να τον βοηθήσουν και, όταν τελικά με τη συνδρομή τους ο Καλλίμαχος επανέρχεται στη ζωή, ξεκινά για την αναζήτηση της αγαπημένης του Χρυσορρόης. Έπειτα από πολλές περιπέτειες φτάνει σε μια πόλη όπου βασίλισσα είναι η Χρυσορρόη, η οποία, αφού τον αναγνωρίζει, αρχίζει να τον συναντά τις νύχτες στο περίπτερο του παλατιού. Ο βασιλιάς, μόλις πληροφορείται την κρυφή σχέση των νέων, οργίζεται αρχικά εναντίον του Καλλίμαχου και διατάζει να τον θανατώσουν, τελικά όμως αποφασίζει να τον συγχωρήσει και του δίνει την άδεια να ζήσει ελεύθερος με τη Χρυσορρόη.

Απόσπασμα 
Είχεν εκείνον το κελλίν, αλλά και πώς εκφράσω;
ολοχρυσομαργάρωτον, κατάχρυσον την στέγην,
πλην ουχ απλώς κατάχρυσον και μεμαργαρωμένην,
ουδέ από λίθων τηλαυγών τον κόσμον είχεν μόνον,
αλλ' είχεν στέγην ουρανόν και τους αστέρων δρόμους,
θαυμάζω πως τον ουρανόν και τους αστέρων δρόμους,
μετά πανσόφου μηχανής και τέχνης παραξένου.
Το στέγασμα το πάγχρυσον εκείνου του κελλίου,
ο Κρόνος ην ως εν χερσίν τον ουρανόν συνέχων
καθήμενος εφ' υψηλού θρόνου, λευκός τας τρίχας
εκεί και ο Ζευς ιστόρητο λευκός ουρανοδρόμος
ώσπερ τις μέγας βασιλεύς, δυνάστης επηρμένος,
αυθέντης όλων των αρχών και των στεμμάτων όλων.
Αστήρ εκείθεν έλαμπεν λαμπρός της Αφροδίτης
έχων ακτίνας τηλαυγείς, ηδονικάς, ωραίας
και μετ' αυτόν ιστόρησεν τον Άρην ο τεχνίτης
ερωτικώς συμπαίζοντα μετά της Αφροδίτης.
Είχεν εκεί την Αθηνάν εν θρόνω καθημένην
και διακοσμούσας Χάριτας τον ουρανόν εκείνον.
Εν μέσω τούτων συμπλοκάς πολλών αστέρων είχεν.
σ.16-17



III. Βέλθανδρος  και   Χρυσάντζα

Είναι το συντομότερο από τα τρία πρωτότυπα μυθιστορήματα και έχει παραδοθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο. Τοποθετείται περίπου στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα αλλά ο ποιητής δεν έχει προσδιορισθεί.

Υπόθεση       
Ο Βέλθανδρος, γιος του βασιλιά των Ρωμαίων, φτάνει στην αυλή του βασιλιά της Αντιόχειας και αναγνωρίζει τη βασιλοπούλα Χρυσάντζα. Ήταν η ίδια που με την εντολή του Έρωτα βράβευσε ως την πιο όμορφη από σαράντα όμορφες στο Ερωτόκαστρο, όπου είχε μπει προηγουμένως. Οι δύο νέοι φλογίζονται από έρωτα και έπειτα από κινδύνους και βάσανα ενώνονται και ευτυχούν. Ο Βέλθανδρος διαδέχεται στο θρόνο τον πατέρα του.


IV. Ιμπέριος και Μαργαρώνα

Είναι διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Pierre de Provence et la bella Maguelonne, του οποίου η πρώτη επεξεργασία τοποθετείται στο 12ο αιώνα.

Υπόθεση
Ο βασιλιάς της Προβηγκίας έχει μια πολύ ωραία γυναίκα που όμως δεν μπορεί να προσφέρει διάδοχο. Μετά από πολλές παρακλήσεις στο Θεό αποκτά, τελικά, τον πολυπόθητο γιο, τον Ιμπέριο, που είναι και ο κύριος ήρωας του έργου. Μεγαλώνοντας ο Ιμπέριος θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και έτσι εγκαταλείπει τους γονείς του και ξεκινάει με την εικόνα ενός ωραίου και γεροδεμένου ιππότη, που κατά την πλοκή του έργου, εμπλέκεται σε διάφορες περιπέτειες.
Φθάνοντας στη Νάπολη της Ιταλίας ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Μαργαρώνα, η οποία όμως για να δεχθεί το γάμο, στον οποίο συμφώνησαν και οι γονείς της, θέτει ως όρο ο υποψήφιος να είναι νικητής κονταρομαχίας. Στον αγώνα που ακολούθησε, νίκησε ο Ιμπέριος, ο οποίος με τον τίτλο του νικητή και του ήρωα, παντρεύεται την Μαργαρώνα και αποφασίζει να τη φέρει στο βασίλειο του πατέρα του προκειμένου να τη γνωρίσουν και οι γονείς του.
Έτσι, ξεκινούν με πολλούς θησαυρούς και αφού περνούν ποτάμια, λαγκάδια, βουνά και χαράδρες σταματούν να ξεκουραστούν σε μια πεδιάδα. Την ώρα που κοιμόταν η Μαργαρώνα, ο Ιμπέριος σηκώθηκε να κυνηγήσει μία πέρδικα. Τότε ένας αετός κατεβαίνει και αρπάζει από το στήθος της Μαργαρώνας το σπουδαίο φυλαχτό που είχε δώσει στον Ιμπέριο η μητέρα του και εκείνος το είχε προσφέρει στην Μαργαρώνα.

Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι μεγάλες περιπέτειες. Το ζευγάρι χωρίζει, ο Ιμπέριος πιάνεται αιχμάλωτος των Σαρακηνών ενώ η Μαργαρώνα φθάνει στην Προβηγκία και κλείνεται σε μοναστήρι. Τελικά, ο Ιμπέριος καταφέρνει να επιστρέψει στη πατρίδα του και να συναντηθεί με τη γυναίκα του. Ακολουθούν μεγάλες γιορτές και χαρές, με τον Ιμπέριο να γίνεται βασιλιάς και η Μαργαρώνα βασίλισσα.


V. Φλώριος  και  Πλατζιαφλώρα
Είναι διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Floire et Blanchefleur και τοποθετείται λίγο πριν τα μέσα του 15ου αιώνα.

Τα τρία πρώτα είναι πρωτότυπες συνθέσεις ενώ τα δύο τελευταία είναι διασκευές αντίστοιχων γαλλικών μυθιστορημάτων.



Τα τρία πρώτα είναι πρωτότυπες συνθέσεις ενώ τα δύο τελευταία είναι διασκευές αντίστοιχων γαλλικών μυθιστορημάτων.