Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα


Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους
ΠΗΓΗ: 

Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
Βιβλίο το οποίο αναφέρεται στα Δημώδη Μεσαιωνικά Κείμενα. Τα έμμετρα αυτά κείμενα αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα της σύνολης εθνικής Γραμματείας, πολλά από τα οποία έχουν, εκτός από γλωσσική, και αυτόνομη λογοτεχνική αξία. Ανήκουν στο ύστερο Βυζάντιο και στην πρώιμη νεοελληνική περίοδο, ενώ σώζονται σε χειρόγραφα, τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται στα αμέσως μετά την Άλωση χρόνια, στα χρόνια της Μεγάλης Σιωπής του Ελληνισμού (β΄μισό 15ου – 16ος αι.). Το κυριότερο πρόβλημα σ΄ αυτά είναι η κριτική τους αποκατάσταση και η έγκυρη φιλολογική επανέκδοσή τους. Είναι ακριβώς το πρόβλημα που πραγματεύεται το Βιβλίο (όπως δηλώνει ο διευκρινιστικός υπότιτλος «Συμβολή στη μελέτη και στην έκδοσή τους»). Αναφέρεται, ως Α΄ τόμος, σε τρία κείμενα από τα πιο χαρακτηριστικά, με τους τίτλους: «Λίβιστρος και Ροδάμνη», «Καλλίμαχος και Χρυσορρόη», «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα». Και στα τρία εξετάζονται, με απόλυτη αναλυτική μέθοδο, τα χειρόγραφα, οι εκδόσεις, σχολιάζονται δυσερμήνευτα χωρία και προτείνονται πάμπολλες (και απροσδόκητες) διορθώσεις. Μέσω αυτών συνάγονται γενικά συμπεράσματα για την υφή και την ιστορική διαδρομή, γενικότερα, των Μεσαιωνικών Κειμένων, και διατυπώνονται θεμελιώδεις αρχές για την έκδοσή τους, οι οποίες αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ορθή προσέγγιση και την έκδοση των κειμένων αυτών. Το βιβλίο εξακολουθεί να διατηρεί ακέραια τη σημασία του, ειδικά σήμερα που το ανανεωμένο φιλολογικό ενδιαφέρον για τα κείμενα αυτά τα έχει φέρει εκ νέου στην επικαιρότητα.

[ Από το Βιβλίο αναδημοσιεύονται εδώ δειγματοληπτικά α) η αναλυτική περιγραφή, και αποκατάσταση, του χειρογράφου Ψ ΙV 22 του «Λίβιστρου» της βιβλιοθήκης του Escorial, β) ορισμένες χαρακτηριστικές διορθώσεις, γ) οι προτάσεις-αρχές για την «οριστική» έκδοση του «Λίβιστρου», ενός από τα δυσκολότερα εκδοτικά προβλήματα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, και οι οποίες εφαρμόζονται στην πρόσφατη χρηστική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2006, και δ) τα «Επιλεγόμενα», ως γενικές επισημάνσεις και εκδοτικές υποδείξεις για το σύνολο των Δημωδών Μεσαιωνικών Κειμένων.]

α. Το χειρόγραφο Ψ ΙV 22 του «Λίβιστρου» (σ. 69-75)

Το υπ΄ αρ. Ψ IV 22 χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του Εscorial έχει γίνει επανειλημμένα μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης και περιγραφής. Ο κυριότερος λόγος γι΄ αυτή την ειδική μεταχείριση υπήρξε το παλαιότερο αυξημένο ενδιαφέρον για τον «Διγενή» που περιέχεται επίσης στο ίδιο χειρόγραφο (η γνωστή λαϊκή διασκευή του Escorial). Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές στηρίζονται ή σε φωτογραφικά πανομοιότυπα, και μάλιστα στα ίδια (σειρά της Βιβλιοθήκης του Leiden), ή, το συνηθέστερο, η μια στην άλλη, με συγκεκριμένη αναγωγή στην περιγραφή προπάντων του Krumbacher. Το χειρόγραφο αναφέρεται ήδη στον παλαιότατο κατάλογο της βιβλιοθήκης του Escorial (l848), αλλά κατά τρόπον ασαφή και αόριστο. Ακριβώς αυτή η ασαφής και λειψή παρουσίαση οδήγησε στο να παραμείνει για πολύ αδύνατη η ταύτιση του «Λίβιστρου» (στην περιγραφή είχαν δοθεί μόνο οι δυο αρχικοί στίχοι) και η επισήμανση του «Διγενή». Αναλυτικότερα το χειρόγραφο παρουσιάστηκε προς το τέλος του περασμένου αιώνα (1897) από τον R.Wünsch, οπότε και έγινε γνωστό ότι πρόκειται για νέο κείμενο του «Λίβιστρου» (υπήρχαν ήδη εκδεδομένα του Μαυροφρύδη και του Wagner). Συστηματικότερα ωστόσο μελετήθηκε λίγο αργότερα (1903-1904) από τον ίδιο τον Krumbacher , στον οποίο άλλωστε οφείλεται και η ταύτιση του «Διγενή». Όλες οι μεταγενέστερες αναφορές σ΄ αυτό, από τη σύντομη περιγραφή του D.C.Hesseling ως τη συστηματική εκ νέου διερεύνηση του H.Schreiner και της Lambert, έχουν ως αφετηρία το τελευταίο μελέτημα του Krumbacher. Το ίδιο ισχύει και για την πρόσφατη (1960) ανάλυση του κώδικα στη νέα κριτική έκδοση του «Πουλολόγου» από την Stamatia Krawczynski. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι από όλους αυτούς μόνο ο Schreiner και η Lambert, οι δυο κύριοι μελετητές του «Λίβιστρου», προσπαθούν ταυτόχρονα να αποκαταστήσουν, και να ερμηνεύσουν τη διαταραγμένη σειρά ορισμένων φύλλων και κυρίως ορισμένων τετραδίων.
Στην πραγματικότητα, πλήρες το χειρόγραφο δεν είναι παρά ένας σύμμικτος κώδικας ανομοιογενής στο είδος και στη γραφή. Αποτελείται από 228 φύλλα (η αρίθμηση είναι νεώτερη και, προφανώς, μεταγενέστερη της βιβλιοδεσίας). Από τη διπλή αυτή άποψη, της γραφής και του περιεχομένου, ολόκληρο το χειρόγραφο χωρίζεται σαφώς σε τρία μέρη. Στο πρώτο ( φ. 1r – 22v ) περιέχονται διάφορα θρησκευτικά και διδακτικά αφηγήματα, γραμμένα αν όχι από δύο χέρια, τουλάχιστον σε δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Στο δεύτερο ( φ. 22r – 213v ), το καθαυτό κύριο σώμα, βρίσκονται συγκεντρωμένα ορισμένα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα ( ο «Λίβιστρος», ο «Διγενής», ο «Πωρικολόγος», ο «Οψαρολόγος» και ο «Πουλολόγος»), όλα καταγραμμένα από τον ίδιο γραφέα που είναι άλλος από εκείνον του αρχικού τμήματος. Τέλος, στο τρίτο ( φ. 214r – 228r ) επισημαίνονται και πάλι θρησκευτικά κομμάτια (εκκλησιαστικοί ύμνοι της Μ. Παρασκευής και ερμηνείες τροπαρίων σε λαϊκή γλώσσα) από δυό ευδιάκριτα χέρια που διαφέρουν αισθητικά απ΄ όλα τα προηγούμενα. Η παράξενη αυτή σύνθεση του κώδικα, με την ανομοιογένεια της γραφής και του περιεχομένου, οδηγεί στη βάσιμη υποψία ότι τα θρησκευτικά αποσπάσματα χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή και στο τέλος ή για να εξυπηρετήσουν πρακτικές ανάγκες της βιβλιοδεσίας ή, το πιθανότερο, για να καλύψουν ως προπέτασμα το «επιλήψιμο» περιεχόμενο του καθαυτό κυρίου, και προφανώς αρχικά ανεξάρτητου, σώματος. Η υπόθεση ενισχύεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από την τυχαία συναρμολόγηση των θρησκευτικών κομματιών (π.χ. στο φ. 222v διακόπτεται απότομα η καταγραφή των ύμνων για να συνεχίσει από άλλο χέρι στην κορυφή του φ. 223r η λαϊκή ερμηνεία, ακέφαλου, του Σήμερον κρεμάται επί ξύλου). Το ίδιο ισχύει και για τα αρχικά φύλλα, τα οποία, από ένα σημείο και πέρα, φέρνουν ίχνη από προγενέστερη συνεχή αρίθμηση (π.χ. φ. 13-20 = 33-40). Η σκόπιμη αυτή συναρμολόγηση έδωσε φυσικά έναν καινούργιο σύμμικτο κώδικα, του οποίου ωστόσο η πολυτιμότερη προσφορά εξακολουθεί να παραμένει η αρχική συναγωγή των μεσαιωνικών κειμένων. Εντούτοις, το αρχικά ανεξάρτητο αυτό σώμα έχει υποστεί, πριν από τη σημερινή του βιβλιοδέτηση, μεγάλη διαταραχή όσον αφορά στην κανονική τάξη των φύλλων. Η οριστικοποίηση της διαταραχής αυτής με το δέσιμο είχεν ως αποτέλεσμα να παραδοθεί ένα κείμενο σχεδόν ασυνάρτητο και αυτό να αποβεί σε βάρος της καλής φήμης του κώδικα (και του γραφέα). Με άλλα λόγια, επαναλαμβάνεται και εδώ η περίπτωση του Ρ. Έτσι, η εξωτερική κατάσταση του χειρογράφου παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα.
Πρώτη διαπίστωση είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στα φ. 27v - 28r έχει εκπέσει ένα φύλλο. Η πτώση εικάζεται καταρχήν από το απότομο χάσμα του κειμένου (και είδα αρματωμέ το τέλος του φ. 27v αν ουκ αιστάνου αρχή του φ. 28r ). Με τη βοήθεια του Ν, του Ρ και του V, οι οποίοι σώζουν το αρχικό τμήμα του έργου, υπολογίζεται ότι το χάσμα αυτό εκτείνεται περίπου σε 30 στίχους ( Ν 205- 235, P 2629-657, V 211-236). Αν τώρα ληφθεί υπόψη ότι στο σημείο αυτό κάθε φύλλο του Ε περιέχει από 20 έως και 35 στίχους (η μεγάλη διακύμανση οφείλεται στους κενούς χώρους, τους προορισμένους για εικονογραφικές παραστάσεις), τότε βεβαιώνεται οριστικά η πτώση του ενός φύλλου (ένα φύλλο ακριβώς πιάνει το παραλειπόμενο εδώ κομμάτι τόσο στον Ρ, φ. 84v – 85r, όσο και στον V, φ. 10v - 11r ). Η παρατήρηση αυτή οδηγεί, στη συνέχεια, σε μιαν άλλη, χρησιμότερη ίσως διαπίστωση. Από το το φ. 22r (όπου η αρχή του «Λίβιστρου») ως το φ. 27v (μετά το οποίο διαπιστώθηκε η πτώση του φύλλου), αριθμούνται συνολικά έξι φύλλα. Αν σ΄ αυτά προστεθεί το εκπεσόν, τότε δεν υπολείπεται παρά ακόμη ένα για να συμπληρωθεί ένα τετράδιο. Είναι όμως γνωστό ότι το κείμενο του «Λίβιστρου» εδώ πρέπει να σώθηκε ακέφαλο. Από τον Ν και τον V πάλι, που σώζουν επιπλέον μιαν έμμετρη εισαγωγή, βεβαιώνεται ότι προηγούνται του αρχικού στίχου του Ε (Αυτείνος ήτον ευγενής), που σημειωτέον βρίσκεται στην κορυφή του φ. 22r, αντίστοιχα 34 και 37 στίχοι (Ν 1-34, V 1-37), άρα κείμενο ενός ολόκληρου φύλλου. Πλήρες λοιπόν το τετράδιο είναι: 1 φύλλο που έχει εκπέσει + 6 αυτά που υπάρχουν ( φ. 22r – 27r ) + 1 που επίσης έχει εκπέσει. Έτσι όμως γίνεται φανερό ότι έχουν εκπέσει το αρχικό (το 1ο ) και το τελευταίο (το 8ο ), δηλαδή ολόκληρο το εξωτερικό από τα τέσσερα δίφυλλα του τετραδίου. Με άλλα λόγια, έχει συμβεί εδώ ό,τι ακριβώς και στην περίπτωση του Ρ (βλ. σελ. 62). Ύστερα από αυτά, όχι μόνο διαπιστώνεται πως ο Ε είναι ακέφαλος κατά κείμενο ίσο προς την έκταση ενός φύλλου (επομένως με αρχή ανάλογη προς εκείνην του Ν και του V), αλλά φαίνεται σχεδόν βέβαιη και η εκδοχή τα δημοτικά κείμενα να αποτελούσαν, προ της βιβλιοδεσίας, ανεξάρτητο σώμα (οπότε, φυσικά, το υπό εξέταση τετράδιο θα ήταν στη σειρά το πρώτο). Μόνο έτσι μπορεί ευκολότερα να εξηγηθεί μια παρόμοια πτώση. Από την άλλη πάλι, η διαπίστωση ότι το συμπληρωμένο αυτό τετράδιο ήταν το πρώτο του αρχικού σώματος, βοηθά αποφασιστικά στην περαιτέρω παλαιογραφική διερεύνηση του κώδικα.
Πράγματι, με αφετηρία το παρόν αριθμημένο τετράδιο (ως α΄) και με την επικουρική συνδρομή ορισμένων ενδιάμεσων παρατοποθετημένων φυλλαδίων ελέγχεται και τακτοποιείται, οριστικά πλέον, η ασυνάρτητη διαδοχή των φύλλων και των εμπεριεχομένων κειμένων. Καταρχήν έχει ήδη διαπιστωθεί, με δικλείδα την αφήγηση, ότι τα φ. 36r – 43v και 44r – 51v έχουν υποστεί αμοιβαία αντιμετάθεση και ότι η φυσιολογική τους θέση είναι ακριβώς η αντίστροφη, δηλαδή φ. 44r – 51v + 36r – 43v . Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι τα φύλλα αυτά αποτελούν δυό πλήρη τετράδια (έτσι άλλωστε εξηγείται και η αντιμετάθεση) και ότι, ταυτόχρονα, τα εναπομένοντα προηγούμενα φύλλα 28r – 35v απαρτίζουν επίσης ένα άλλο ολοκληρωμένο τετράδιο. Επομένως, από το φ. 22r ως το φ. 51v αριθμούνται τέσσερα πλήρη τετράδια του αρχικού σώματος (α΄- δ΄). Στη συνέχεια, η συμπτωματική παρατοποθέτηση ενός άλλου πλήρους τετραδίου αποτελεί και πάλι ένα καινούργιο στίγμα προσανατολισμού. Πρόκειται για το τετράδιο των φ. 186r – 193v, του οποίου η πραγματική θέση είναι ανάμεσα στα φ. 88v και 89r. Mε βάση το στοιχείο αυτό διακριβώνεται πλέον ότι τα φ. 52r – 88v συναπαρτίζουν τέσσερα τετράδια + ένα τριάδιο (άρα τα ε΄- θ΄ του αρχικού σώματος). Το ανατοποθετημένο λοιπόν τετράδιο αποκτά τώρα και αυτό την κανονική του σειρά (ως ι΄). Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι στο τετράδιο έχει δημιουργηθεί, και αυτοτελώς, κάποια άλλη εμπλοκή. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ανάμεσα στα φ. 186v και 188r, στα οποία η αφήγηση ανελίσσεται κανονικά (δένω το εις το κεφάλι μου πηδώ κα το τέλος του φ. 186v βαλλικεύω η αρχή του φ. 188r ), παρεμβάλλεται απόσπασμα ενός ολόκληρου φύλλου (του 187), του οποίου η κανονική ένταξη, σύμφωνα και πάλι με την αφήγηση, είναι μετά το φ. 193v. Στην ουσία πρόκειται για το τελευταίο φύλλο του τετραδίου, με άλλα λόγια για το φυσικό παραπλήρωμα του εξωτερικού διφύλλου, το οποίο αντί να τοποθετηθεί, ύστερα από πτώση, ανοικτό στη ράχη των τριών άλλων, τοποθετήθηκε διπλωμένο στην αρχή. Έτσι το τωρινό δεύτερο φύλλο (187) του τετραδίου πρέπει να γίνει τελευταίο (193), στα δε υπόλοιπα η αρίθμηση να μετακινηθεί κατά ένα προς τα εμπρός. Επανερχόμενοι τώρα στην προσπάθεια προσδιορισμού των τετραδίων, διαπιστώνομε ότι στα επόμενα επιτυγχάνεται σχεδόν αυτόματα. Πράγματι, από το φ. 89 ως το φ. 138 (αυτό το τελευταίο είναι λευκό), όπου τελειώνει το κείμενο του «Λίβιστρου», η αφήγηση ανελίσσεται χωρίς χάσματα και η διάταξη των φύλλων βαίνει ομαλά. Αν δε ληφθεί υπόψη ότι από το φ. 139r (όπου η αρχή του «Διγενή») έχομε νέο τετράδιο, τότε διαπιστώνεται εύκολα πως τα φ. 89r – 138v ισοδυναμούν προς έξι πλήρη τετράδια + ένα δυάδιο (και, κατά συνέπεια, αντιστοιχούν προς τα ια΄- ις΄ του αρχικού σώματος). Ολόκληρο επομένως το κείμενο του «Λίβιστρου» έπιανε στο αρχικό χειρόγραφο τα τετράδια α΄- ις΄. Ωστόσο, η πλήρης και ολοκληρωμένη διερεύνηση του κώδικα απαιτεί ορισμένα παρεκβατικά σχόλια για τα φύλλα που περιέχουν τον «Διγενή» και τα άλλα γνωστά κείμενα του ίδιου γραφέα. Με τον τρόπον αυτόν εξάλλου θα πραγματοποιηθεί ο εντοπισμός και θα συμπληρωθεί η καταμέτρηση των υπολειπομένων τετραδίων του αρχικού χειρογράφου. Και εδώ στίγμα προσανατολισμού γίνεται και πάλι το παρατοποθετημένο (και πλήρες) τετράδιο του «Λίβιστρου» (δηλαδή τα φ. 186r – 193v ). Έτσι, ο έλεγχος στρέφεται πρώτα στο ενδιάμεσο τμήμα των φ. 139r – 185v. Πρώτη αναγκαία εξακρίβωση είναι κατά πόσον τα φύλλα αυτά απαρτίζουν διαδοχικά ολοκληρωμένα τετράδια. Η καταμέτρηση εντούτοις δείχνει ότι χρειάζονται ακόμα ένα για να ισοδυναμούν προς έξι ακέραια. Επειδή όμως η αφήγηση του κειμένου ανελίσσεται ομαλά από φύλλο σε φύλλο (όλα τα χάσματα εντοπίζονται στις ανοικτές επιφάνειες, όχι στις αιχμές, και οφείλονται προφανώς ή σε εσκεμμένες συγκοπές ή σε πτώση φύλλων του αντιβόλου), πρέπει αναγκαστικά η πτώση του μονόφυλλου να αναζητηθεί στην αρχή, δηλαδή αμέσως πριν από το φύλλο 139r , εφόσον το κείμενο εδώ σώζεται ακέφαλο. Αλλά ήδη ο Schreiner παρατήρησε το ενδεχόμενο να έχει εκπέσει στο σημείο αυτό ένα φύλλο. Εντούτοις, με τα καινούργια δεδομένα (την προοδευτική αρίθμηση των τετραδίων και την έκταση του ελλείποντος κειμένου) μπορεί κανείς να υποδείξει, με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλουν οι περιπτώσεις αυτές, την ύπαρξη ενός λανθάνοντος τετραδίου. Επί του προκειμένου θεωρούνται πολύ εποικοδομητικές δυό αλληλοσυμπληρούμενες παρατηρήσεις του Καλονάρου, ότι δηλαδή «η αρχή του διασωθέντος χειρογράφου της διασκευής Ε συμφωνεί [...] προς την διασκευήν Κ [ρυπτοφέρης]» και ότι «το παρόν κείμενον αρχίζει αποτόμως από το χωρίον το αντιστοιχούν προς [...] Κα 134 κεξ». Σύμφωνα με αυτά, από την αρχή του Ε λείπουν περίπου 130 στίχοι, με άλλα λόγια τρία ολόκληρα φύλλα (σημειωτέον ότι τα τρία φ. 139r – 141v περιέχουν 110 στίχους· η διαφορά των 20 στίχων δεν πρέπει να προβληματίζει και για άλλους λόγους και γιατί δικαιολογείται από τα διάσπαρτα κενά που έχουν αφεθεί προς εικονογράφηση). Ύστερα από την πολύτιμη αυτή διαπίστωση μπορούμε να ξαναπιάσομε το νήμα των τετραδίων. Είδαμε πως μετά το τελευταίο τετράδιο του «Λίβιστρου» (το ις΄) βρέθηκαν επιπλέον δύο φύλλα. Αν τώρα σ΄ αυτά προστεθούν τα δυο από τα τρία που φέρονται ως εκπεσόντα, τότε ανασυντίθεται, πράγματι, ένα ολόκληρο τετράδιο (το ιζ΄). Έτσι όμως το φύλλο που υπολείπεται, προστιθέμενο στα επόμενα [1] + (139r – 145v ), συμπληρώνει επίσης ένα, το λειψό, τετράδιο (που πρέπει να αριθμηθεί ως ιη΄), ενώ τα φ. 146r – 185v, τα οποία παρουσιάζονται χωρίς διαταραχές ή χάσματα, ισοδυναμούν ακριβώς προς πέντε πλήρη τετράδια (και τα οποία πρέπει, με τη σειρά τους, να ταυτιστούν προς τα ιθ΄- κγ΄ του αρχικού σώματος). Απεναντίας, στο υπολειπόμενο, μετά το παρατοποθετημένο τετράδιο του «Λίβιστρου», τμήμα (φ. 149r – 213v ) δεν υπάρχουν δυσχέρειες στη διακρίβωση των τετραδίων. Όπως γίνεται αμέσως φανερό τα τελευταία αυτά φύλλα καταλήγουν απρόσκοπτα σε δύο πλήρη τετράδια και ένα, νόμιμο παλαιογραφικά, τελικό δυάδιο (δηλαδή ανταποκρίνονται προς τα κδ΄- κς΄ του πρωτογενούς χειρογράφου). Εντούτοις, στο σημείο αυτό υπάρχει μια αλλόκοτη ακαταστασία στη διακίνηση του κειμένου. Καταρχήν, η φυσική συνέχεια του φ. 185v δεν είναι, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, στο φ. 194r αλλά στο φ. 198r (και έμπηξε τους αγκώνους του το τέλος του φ. 185v εις το προσκέφαλόν του η αρχή του φ. 198r). Στη συνέχεια, η αφήγηση ακολουθεί την επόμενη διαδρομή: φ. 198r – 201v → 194r – 197v → 202r κεξ, κανονικά πλέον. Έτσι όμως διαπιστώνεται εύκολα ότι το τετράδιο των τωρινών φ. 194r – 201v έχει, απλούστατα, διπλωθεί και βιβλιοδετηθεί ανάποδα, δηλαδή ότι τα τέσσερα πρώτα φύλλα του είναι ουσιαστικά τα τέσσερα τελευταία. Επομένως η φυσιολογική διάταξη είναι: (198r – 201v ) + (194r – 197v ). Με την αποκατάσταση αυτήν αίρεται τώρα και οποιαδήποτε άλλη σύγχυση έχει προκληθεί από την παρεπόμενη μείξη των εμπεριεχομένων έργων, ενώ γενικότερα αποδεικνύεται εντελώς αμέτοχος σ΄ αυτό το δαιδαλώδες μπέρδεμα ο κατά τα άλλα τυπικός και έμπειρος γραφέας.
Ύστερα από τις επιμέρους αυτές εξακριβώσεις, μπορεί πια τώρα να παρασταθεί, όσο γίνεται πιστότερα, η αρχική και γνήσια μορφή του όλου χειρογράφου, με πρώτη βάση τα τετράδια και με ταυτόχρονη αποκατάσταση της τωρινής μηχανικής σελιδαρίθμησης. Το πράγμα φαίνεται καθαρά στον αμέσως επόμενο πίνακα, όπου και η ακριβής αντιστοιχία φύλλων και τετραδίων (μέσα σε αγκύλες υπολογίζεται ο αριθμός των φύλλων που έχουν εκπέσει):
  • α = [1] + (22r - 27v ) + [1]
  • β = 28r - 35v
  • γ = 44r - 51v
  • δ = 36r - 43v
  • ε = 52r - 59v
  • ς = 60r - 67v
  • ζ = 67bis - 74v
  • η = 75r - 82v
  • θ = 83r - 88v [τριάδιο]
  • ι = 186r - 193v [187 ↔ 193]
  • ια = 89r - 96v
  • ιβ = 97r - 104v
  • ιγ = 105r - 112v
  • ιδ = 113r - 120v
  • ιε = 121r - 128v
  • ις = 129r - 136v
  • ιζ = (137r - 138v) + [2] [δυάδιο]
  • ιη = [1] + (139r - 145v)
  • ιθ = 146r - 153v
  • κ = 154r - 161v [το 155 λευκό]
  • κα = 162r - 169v
  • κβ = 170r - 177v
  • κγ = 178r - 185v
  • κδ = (198 - 201v) + (194r - 197v)
  • κε = 202r - 209v
  • κς = 210r - 213v [δυάδιο]
Όλη αυτή η διερεύνηση των παλαιογραφικών δεδομένων οδηγεί, πέρα από τη φυσική αποκατάσταση των κειμένων, και στη συναγωγή ορισμένων άλλων χρήσιμων συμπερασμάτων. Το πρώτο είναι ότι βεβαιώνεται οριστικά η αρχική αυτόνομη συγκρότηση σε ενιαίο χειρόγραφο των φ. 22r – 213v , τα οποία άλλωστε έχουν ομοιογένεια στη γραφή και στο περιεχόμενο. Το δεύτερο είναι ότι ακριβώς σ΄ αυτό το αυτοτελές και ανεξάρτητο χειρόγραφο έχει δημιουργηθεί μεγάλη διαταραχή στην κανονική σειρά των τετραδίων, με παρεπόμενη συνέπεια μάλιστα την πτώση μερικών φύλλων, πράγματα τα οποία οριστικοποιήθηκαν, ως συστατικά πλέον του χειρογράφου, με τη μεταγενέστερη, προφανώς μηχανική, βιβλιοδέτηση και την ακόμη πιο πρόσφατη σελιδαρίθμηση. Ότι τέλος η ασυναρτησία της γενικής αφηγηματικής δομής δεν οφείλεται στη λαϊκότροπη μορφή της εκδοχής Escorial ούτε, πολύ περισσότερο, στην «εγκληματική» αδιαφορία και την αμάθεια του γραφέα. Απεναντίας, οι φθορές αυτές μαρτυρούν έμμεσα ότι το χειρόγραφο αυτό είχε επανειλημμένα διαβαστεί και χρησιμοποιηθεί, πράγμα που δείχνει, επίσης με τη σειρά του, ότι οι λαϊκές αυτές διασκευές προορίζονταν να εξυπηρετήσουν την τρέχουσα ζήτηση ενός συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού.

β. Χαρακτηριστικές Διορθώσεις (σ. 147-60, 178-208, 228-41)


«Λίβιστρος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(Ν 226)είχα τους αδιάκριτους, τους ερωτοδημίους
είχα τους αδικόκριτους, (αδικρίτους το χφ)
(Ν 443)το τόξον του είργεν εις εσέν
το τόξον του είχεν εις εσέν
(Ρ 279)σύζιοι να είτε δούλοι του
λίζιοι να είτε δούλοι του
(Ρ 300)πολλών πραγμάτων άνθρωπος, μέγας πολλών ανθρώπων
πολλών πραγμάτων άνθρωπος, ρήγας πολλών ανθρώπων
(Ε 942)ήταν ομπρός το σκήμανσις της καθεμίας φουδούλας
ήταν ομπρός εις το σκήμαν της (σήμανσις πρότεινε η Lambert)
(N 876)και ελεήσετε τους λέγοντας
και ελεήσετε τους κλαίγοντας
(Ν 967)και θέλει επίμονον σπουδήν και μη παρακινείσαι
και θέλει επίμονον σπουδήν και μη παραοκνείσαι
(S 535)να εξανεσπάσθην απεκεί, να εστάθην το πιττάκιν
να εξανεσπάσθην απεκεί, να ηστάνθην το πιττάκιν
(Ν 168)σφικτά να δράσσουν, να φιλούν, ποτέ να μη απολούνται
σφικτά να δράσσουν, να φιλούν, ποτέ να μη αποκολλούνται
(Ν 1854)τριοδίζεται άλλος άγωρος αμάθητος του τόπου
τριοδίζεται άλλος άγωρος αμάθητος του πόθου
(S 1047)έστεκον ως ένι το μάρμαρον, να είπες υπετάγην
έστεκον ως το μάρμαρον, να είπες επεπάγην
(1304)άνευ του ταξιδίου του μέχρι και θάνατόν του
άνευ του τάξαι ίδιον μέχρι και θάνατόν του
(S 1500)ως κάτι επροσεχαίρετον, ορέγετον ίνα πάθη / έλεγα
ως κάτι επροσεδέχετον, ορέγετον ίνα μάθει / έλεγα
(S 2164)ουκ έχεις χρόνον συστροφήν ουδ΄ ειμαρμένης μάναν
ουκ έχεις χρόνου συστροφήν ουδ΄ ειμαρμένης μάνην
(S 2700)πάλιν τον νουν αναζητούν κλονίζουνται καρδίας
πάλιν τον νουν αναισθητούν κλονίζουνται καρδίας
(S 2964)τας έπαθα, τας ήκουσα, τους είδα, τας εστάθην [τας συμφοράς]
τας έπαθα, τας ήκουσα, τας είδα, τας ηστάνθην

«Καλλίμαχος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(310)αλλ΄ είναι υπερνέφελος η του καθίρπτου φύσις
αλλ΄ ην ως υπερνέφελος (όλοι οι χρόνοι του χωρίου στ.
304-15 παρατατικοί)
(437)και διακοσμούσας χάριτας τον ουρανόν εκείνον
και διακοσμούσαν χάριτες τον ουρανόν εκείνον
(598)το γένος, την αναγωγήν, την χώραν, τους προγόνους
το γένος, την ανατροφήν, την χώραν, τους προγόνους
(687)του παντοφάγου δράκοντος η δυσώδης κοιλία
του παντοφάγου δράκοντος η δυσειδής κοιλία
(849)αν δ΄ ήλθες εις ανατροφήν αυτού της ηλικίας
αν δ΄ ήλθες εις αναστροφήν αυτού της ηλικίας
(1064)ποίσε το θέλεις, ποίσε το και εξοπλήρωσέ το
ποίσε το θέλεις, ποίσε το, ως έξω πλήρωσέ το
(1662)ανεμασσόμην, έβλεπα, έδιδα θεραπείαν [ στα τραύματα ]
ανεκμασσόμην, έβλεπα, έδιδα θεραπείαν
(1706)αλλ΄ ότε παρακάθηται μόνον εγγύς της κόρης
άλλοτε παρακάθηται μόνον εγγύς της κόρης
(1939)εμπαίνει, πίπτει μόνη της και λέγει προς τους άλλους
εκβαίνει, κύπτει μόνη της και λέγει προς τους άλλους
(2165)εισέλευσις του μισθαργού ρητώς προς Χρυσορρόην
εισέλευσις του μισθαργού τρίτος προς Χρυσορρόην (τρίτη επίσκεψη
του μισθαργού)
(2222)άπαντα ταύτα προς αυτούς, άπαντα κεκρυμένως
είπεν τα ταύτα προς αυτούς, άπαντα κεκρυμένως
(2311-13)προστάσσω σας, σπουδάξετε να την αποπληρήτε.Έρως ταύτην ...
(έχετε) ως το πρότερον· αλλ΄ ουχ απλώς μη γένη.
προστάσσω σας, σπουδάξετε να την αποπληρήτε προς ταύτην
ως το πρότερον· αλλ΄ ουχ απλώς μη γένη.
(2369)και τώρα βλέπω, τύχη μου, πάλιν επρόβαλές με.
και τώρα βλέπω, τύχη μου, πάλιν επρόλαβές με.

«Βέλθανδρος»



Τα Μεσαιωνικά Δημώδη Κείμενα
(36)και εις αρμελοτόπλασιν εν ήσαν και οι δύο
και εις την ερωτόπλασιν εν ήσαν και οι δύο
(179)μή γουν άλλο προτιμηθείς, την δούλωσιν προκρίνου
μή γουν άλλω προτιμηθείς, την δούλωσιν προκρίνων
(410)σαϊτοερωτόξευτον εξ αέρος εισήλθεν [το βέλος]
σαϊτοερωτόξευτον εξ ου έρως εισήλθεν
(416)άπερ η φύσις των ανδρών τα όπλα να βαστάζη
ώσπερ η φύσις των ανδρών τα όπλα να βαστάζη
(950)ο ρήγας τούτον καθαρώς εφθέγξατο τοιάδε
ο ρήγας τούτον κατιδών εφθέγξατο τοιάδε [καθαρώς πρόταση Legrand και Κριαρά, το χειρόγραφο απλώς «κα» - η διόρθωση από τον όμοιο στ. 750 «ο ρήγας τούτον κατιδών πολλά γονυκλιτούντα»]

γ. Συμπεράσματα [για την έκδοση του «Λίβιστρου»] (σ. 161-163)


Η παρουσίαση των χειρογράφων, ο έλεγχος όλων των εκδόσεων και η επεξεργασία των κειμένων του «Λίβιστρου» έχουν οδηγήσει στη συναγωγή ορισμένων χρήσιμων συμπερασμάτων που αφορούν στην έκδοση και που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής.
  1. Καταρχήν καμιά από τις υπάρχουσες δημοσιεύσεις των διαφόρων εκδοχών του «Λίβιστρου» δεν δίνει ένα κείμενο επαρκές και φιλολογικά έστω αναγνώσιμο. Του Μαυροφρύδη είναι παλαιωμένη και ασυνάρτητη. Του Wagner νοθεύει το κείμενο με την εκφραστική ομαλοποίηση που εισάγει και την αυθαίρετη, από ένα σημείο και πέρα, χρήση του S. Της Lambert, αν και πιστή στα χειρόγραφα, δημιουργεί εντούτοις μεγαλύτερη σύγχυση με το να θεωρεί απλώς, χωρίς και να λύνει, τα εκδοτικά προβλήματα. Έτσι εκατό τόσα χρόνια σήμερα, μετά την επισήμανση και την παρουσίαση του πρώτου (παρισινού) χειρογράφου, ο «Λίβιστρος», ένα από τα σημαντικότερα έργα της μεσαιωνικής λαϊκής φιλολογίας, παραμένει ακόμη χωρίς μια σωστή λύση του εκδοτικού του προβλήματος.
  2. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στα ίδια τα κείμενα. Από τα πέντε που σώζονται, τα τρία, του Ν, του Ρ και του S, έχουν μια μεγαλύτερη εκφραστική συγγένεια και ομοιογένεια μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι βρίσκονται εγγύτερα προς το πρωτότυπο. Πιο συγκεκριμένα. Ο S σώζει μάλλον την πιο αρχαϊκή και καθαρή διατύπωση, χωρίς μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με μοναδικό σοβαρό μειονέκτημα την ακέφαλη αρχή κατά χίλιους περίπου στίχους. Ο Ρ, παρόλα τα χάσματα και τις άλλες ασυναρτησίες, σώζει επίσης, εκτός του ότι είναι το παλαιότερο χειρόγραφο, ένα κείμενo που θα μπορούσε να τοποθετηθεί με μεγάλες πιθανότητες κοντά στο αρχέτυπο. Επισημαίνεται όμως παντού σ΄ αυτό μια αντιφατική εκφραστική κατάσταση. Άλλοτε δηλαδή αποδεικνύεται ότι λογιοποιεί συνειδητά τη φυσική διατύπωση και άλλοτε, το περισσότερο σπάνιο, ότι την απλοποιεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ν. Σώζεται εξίσου με χάσματα και πολλές, συνήθως επιμέρους, φθορές. Το κείμενο έχει περισσότερη ομοιογένεια εδώ, αλλά αποδεικνύεται και αυτό γλωσσικά μεταποιημένο, μόνο προς το λαϊκότροπο. Το κυριότερο ωστόσο πλεονέκτημά του είναι ότι σώζεται ακέραιο. Πάντως και τα τρία αυτά κείμενα αλληλοεξουδετερώνουν συχνά τα μειονεκτήματά τους.
  3. Διαφορετική είναι η κατάσταση για τα δυο κείμενα που υπολείπονται, τον V δηλαδή και τον Ε. Αυτά όχι μόνο διαφέρουν, ως προς τη διατύπωση, από τα τρία προηγούμενα, αλλά και αισθητά μεταξύ τους. Έτσι ο Ε, ενώ ακολουθεί πιστά, και στη γενική δομή και κατά στίχους σχεδόν, τα υπόλοιπα, εντούτοις η διατύπωση σ΄ αυτόν παρουσιάζεται αρκετά διαφορετική. Στην ουσία είναι ένα κείμενο λαϊκότροπο, μεταποιημένο και εκφραστικά και φωνητικά. Κάτι περισσότερο. Το κείμενο του Ε έχει μια σαφή απόκλιση προς κάποια νησιωτική ιδιωματική εκφορά. Η περίπτωση αυτή του «Λίβιστρου» πρέπει μάλλον να συσχετιστεί με την αντίστοιχη λαϊκότροπη εκδοχή του «Διγενή» που περιέχεται επίσης στο ίδιο χειρόγραφο. Το πιθανότερο μάλιστα είναι να κρύβεται πίσω από τα δυο αυτά κείμενα κοινός διασκευαστής. Το δυστύχημα ωστόσο για το κείμενο Ε του «Λίβιστρου» είναι ότι έχει παραδοθεί με μεγάλες φθορές, εκφραστικές ασυναρτησίες και άλλες λεκτικές αλλοιώσεις που σε πολλά σημεία το κάνουν να εξακολουθεί ακόμη να παραμένει ακατανόητο. Αντίθετα, ο V σώζεται καθαρός, σαφής και παντού σχεδόν νοητός. Πρόκειται όμως για μια διαφορετική, νεωτερική διατύπωση, σε βαθμό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί όχι πια απλώς μια γλωσσική μεταποίηση, αλλά γενικότερα μια διασκευή. Με μόνη τη διαφορά ότι η παρατήρηση αφορά πάλι στο λεκτικό, με προσθήκη συχνά πολλών νέων ή διαφορετικών στίχων, και δεν αγγίζει καθόλου τη γενική δομή και διατύπωση. Οι περιπτώσεις επομένως του Ε και του V είναι ιδιάζουσες και χαρακτηριστικές μέσα στο σύνολο των κειμένων του «Λίβιστρου».
  4. Η ιδιότυπη αυτή κατάσταση των κειμένων επιβάλλει ασφαλώς και μιαν ιδιότυπη λύση του όλου εκδοτικού προβλήματος του «Λίβιστρου». Έτσι, ο καταρτισμός του αναγκαίου «οριστικού» κειμένου θα γίνει με βάση τα τρία περισσότερο ομοιογενή κείμενα, δηλαδή του S, του Ν και του Ρ. Μάλιστα ο S θα είναι ο κύριος σπόνδυλος, αφού συμπληρωθεί κατά την ακέφαλη αρχή από τον πλήρη σχεδόν Ν (τα δύο χάσματα του Ν στο τμήμα αυτό, στ. 280 – 81 και στ. 335 – 36, θα συμπληρωθούν από αντίστοιχα κομμάτια του Ρ). Ωστόσο, στον καταρτισμό του «οριστικού» κειμένου θα συμβάλουν, με το δικό τους τρόπο, και τα δυό άλλα κείμενα, δηλαδή του Ε και του V. Με άλλα λόγια θα βοηθήσουν προπάντων στην επιμέρους κάθαρση και αποκατάσταση των παραφθορών και των άλλων εκφραστικών αλλοιώσεων. Ειδικότερα η επικουρία του Ε θα είναι σημαντική: άμεση, με τις καλές γραφές που σώζει, ή έμμεση, επειδή αλλοιώνει αθέλητα χωρίς να κατανοεί. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη η φωνητική και γλωσσική λαϊκοποίηση του κειμένου. Επομένως, οι γραφές που είναι αναγκαίο να εισαχθούν από τον Ε στο «οριστικό» κείμενο θα πρέπει να αποκτήσουν, αν δεν την έχουν, την αναγκαία προσαρμογή προς τα περισσότερο λογιότροπα δεδομένα των υπόλοιπων κειμένων. Τα ίδια, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, ισχύουν και για την περίπτωση του V.
  5. Ανεξάρτητα από το ενιαίο «οριστικό» κείμενο που τελικά θα εκδοθεί, ανεξάρτητα ακόμη από τη μικρότερη ή μεγαλύτερη συμβολή στον καταρτισμό του, τα κείμενα του Ε και του V πρέπει να συνεκδοθούν και μεμονωμένα, ως παράρτημα, στην «οριστική» έκδοση. Αυτό επιβάλλεται από την εκφραστική τους ιδιομορφία. Προκειμένου μάλιστα για τον V το πράγμα είναι περισσότερο αναγκαίο, αφού το κείμενο αυτό παραμένει ακόμη αδημοσίευτο. Πάντως η αυτοτελής δημοσίευση του Ε είναι εκδοτική πράξη εξίσου δύσκολη με τον καταρτισμό του «οριστικού» κειμένου. Γιατί η δημοσίευση πρέπει να συνεπάγεται την αποκατάσταση του τόσον κατεστραμμένου αυτού κειμένου, αλλά αποκλειστικά και μόνο μέσα στα πλαίσια της λαϊκόμορφης εκδοχής του. Η αυτούσια υιοθέτηση τύπων, κατά την αντίστροφη τώρα τάξη, από τα άλλα χειρόγραφα πρέπει μόνο τότε να γίνει αποδεκτή, όταν οι τύποι αυτοί εναρμονίζονται σχετικά με τα γλωσσικά και φωνητικά δεδομένα του Ε. Διαφορετικά καλείται κανείς να συλλάβει έμμεσα τις αρχέτυπες μορφές του λαϊκού Escorial. Με τον V τα πράγματα είναι περισσότερο απλά. Δεν χρειάζεται παρά να μεταγραφεί το χειρόγραφο κείμενο με περιορισμένες επεμβάσεις εδώ κι εκεί για την αποκατάσταση τυχόν παραφθορών και άλλων μικροαλλοιώσεων.
  6. Οι γενικές αυτές προτάσεις δεν μπορούν να λύσουν, έτσι θεωρητικά, το μεγάλο εκδοτικό πρόβλημα του «Λίβιστρου». Πέρα από τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση των κειμένων και τον καταρτισμό ενός βασικού εκδοτικού «στέμματος», προέχει ασφαλώς η τελική έκδοση. Και πρέπει να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από την εκκαθάριση που έχει γίνει, οι δυσκολίες παραμένουν πάντοτε πολλές. Ακόμη και η επιλογή ανάμεσα στις ορθές εκφορές θα απαιτήσει ιδιαίτερη προσοχή και ικανότητα. Παρόλ΄ αυτά, τα βασικά προβλήματα έχουν τεθεί, λύσεις σχετικές έχουν προταθεί, δεν απομένει παρά να ευχηθεί κανείς να πραγματοποιηθεί, όσο γίνεται πιο γρήγορα, η τόσον απαραίτητη ενιαία «οριστική» έκδοση του έργου.

δ. Επιλεγόμενα (σ. 247-249)


Η έρευνα που προηγήθηκε στα κείμενα του «Λίβιστρου», του «Βέλθανδρου» και του «Καλλίμαχου», όπως και μια προέκταση σε άλλα μεσαιωνικά, έδωσε συχνά την αφορμή να διατυπωθούν παρατηρήσεις που θεωρείται σκόπιμο να ανακεφαλαιωθούν ξανά εδώ, τουλάχιστον οι πιο σημαντικές.
Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τα περισσότερα χειρόγραφα των έργων αυτών χρονολογούνται προς το τέλος του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα. Η διαπίστωση υποδηλώνει ασφαλώς μια γενικότερη στροφή της εποχής προς ένα παλαιότερο ποιητικό υλικό, ιπποτικό και λαϊκό, παραμυθώδες θάλεγε κανείς, που για ορισμένους λόγους ξανάρθε τότε στην επικαιρότητα. Η ανακάλυψη παρόμοιων έργων, ξεχασμένων ίσως και αγνοημένων, πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα, κάτω από τις ισχυρές απαιτήσεις ενός ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Όλη αυτή η κίνηση θα πρέπει μάλλον να σχετιστεί με ανάλογες τάσεις που παρουσιάζονται στη Δύση του όψιμου μεσαίωνα ή, ακόμη, και της πρώιμης αναγέννησης. Και δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς άσχετο το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα χειρόγραφα αυτά βρίσκονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ευρώπης, πράγμα που σημαίνει ότι ίσως έχουν γραφτεί εκεί μετά την Άλωση από έλληνες κωδικογράφους, πρόσφυγες στη Δύση.
Μια δεύτερη, εξίσου βασική παρατήρηση είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η μορφή και ο χαρακτήρας των έργων αυτών επηρεάστηκε από τις λαϊκίζουσες τάσεις αυτής της εποχής. Δηλαδή, πολλά από τα παλαιότερα αυτά έργα δεν αντιγράφονται ούτε και διαδίδονται αυτούσια, αλλά μεταποιούνται συνήθως γλωσσικά, κάποτε και εκφραστικά, προς το λαϊκό ή λαϊκότροπο. Τα παραδείγματα του «Λίβιστρου» (εκδοχή Escorial), του «Διγενή» (επίσης εκδοχή Escorial) και της «Διήγησης του Αχιλλέα» (κείμενο Λονδίνου) είναι από τα πιο χαρακτηριστικά. Η γλωσσική αυτή μεταποίηση (λεκτική, γραμματική, καμιά φορά και φωνητική) του παλαιότερου, και λογιότερου, ποιητικού υλικού πραγματοποιείται χωρίς να θίγεται σχεδόν ποτέ η γενική δομή ή η θεματογραφία του έργου, και επομένως δεν φτάνει, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, ως τα όρια της ριζικής διασκευής. Με άλλα λόγια, μεταφράζονται συνήθως και απλουστεύονται οι αρχαϊκότερες γλωσσικές φόρμες του κανονικού κειμένου, προφανώς σύμφωνα με τις ανάγκες μιας άλλης, τρέχουσας ομιλητικής ή ακόμα και τις απαιτήσεις ενός γενικότερου λαϊκίζοντος συρμού. Η γλωσσική μεταποιητική αυτή προσπάθεια ωστόσο άλλοτε κατορθώνει να περαμείνει μέσα στα πλαίσια του τυπικού αρχικού μέτρου (του 15σύλλαβου), άλλοτε όμως, το περισσότερο συχνό, από αδιαφορία ή αδυναμία αστοχεί, με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή της μετρικής φόρμας (βλ. π.χ. εδώ, εκτός από τα κεφάλαια του «Λίβιστρου», και τη σημείωση της σελ. 245). Το στάδιο πάντως αυτό της γλωσσικής μεταποίησης των κειμένων προς τον λαϊκό και άμετρο πολλές φορές λόγο πρέπει να συνδυαστεί με ένα άλλο, χρονικά υστερότερο, κατά το οποίο ορισμένα από τα έμμετρα αυτά κείμενα καταλήγουν σε πεζό («Διγενής»), ενώ άλλα, αντίθετα, ριμάρονται («Διγενής», «Ιμπέριος»). Γενικότερα, το φαινόμενο θα μπορούσε να συσχετιστεί ακόμη και με μιαν ανάλογη μετάπλαση του ποιητικού υλικού των δημοτικών τραγουδιών, ένα θέμα που παρουσιάζει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον.
Η σημασία των όσων έχουν ειπωθεί είναι θεμελιώδης. Στην ουσία οι παρατηρήσεις αυτές συνεπάγονται τον προσδιορισμό δύο αξιωματικών σχεδόν αρχών, με βάση τις οποίες πρέπει τώρα πια να αντιμετωπίζεται η έκδοση των μεσαιωνικών κειμένων. Σύμφωνα με την πρώτη, την ολιγότερο πάντως σημαντική, δεν πρέπει, όταν μια πολλαπλή χειρόγραφη παράδοση επιβάλλει αναγκαστικά τον καταρτισμό ενός ενιαίου κειμένου, να συμφύρονται αδιάκριτα σ΄ αυτό γραφές από τυχόν υπάρχουσες λογιότροπες και λαϊκότροπες εκδοχές. Διαφορετικά, η νόθευση του κειμένου είναι δεδομένη, γιατί ο εκδότης συνενώνει, χωρίς να το αντιληφθεί, υλικό που ανήκει σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα, έστω και αν τα χειρόγραφα είναι καμιά φορά της ίδιας εποχής. Αν πάλι ο λαϊκότροπος χαρακτήρας μιας εκδοχής είναι αρκετά ισχυρός, τότε θα πρέπει χωρίς άλλο να εκδίδεται μεμονωμένα και όχι να εξαρθρώνεται συνήθως στα παραθέματα του κριτικού υπομνήματος. Η δεύτερη αρχή είναι η πιο αξιοπρόσεκτη. Δηλαδή, όσες τυχόν λαϊκότροπες, κυρίως, εκδοχές παρουσιάζονται με κατεστραμμένη, λιγότερο ή περισσότερο, τη στιχουργική τους φόρμα, δεν πρέπει να εκδίδονται με αποκλειστική φροντίδα την αποκατάσταση, σώνει και καλά, του 15σύλλαβου μέτρου. Και τούτο, γιατί στις περιπτώσεις αυτές η αποκατάσταση απλώς του μέτρου (συχνά μάλιστα με τρόπους ανεπίτρεπτους) δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ορθή αποκατάσταση ενός αρχικά λαϊκότροπου κειμένου. Απλούστατα γιατί ένα τέτοιο κείμενο δεν είναι συνήθως το πρωτογενές, αλλά γλωσσικό μεταποίημα κάποιου λογιότερου που προηγείται. Η αντίληψη αυτή, ότι δηλαδή οι λαϊκότροπες εκδοχές ορισμένων έργων είναι δημιουργήματα πεποιημένα εξαρχής σ΄ αυτή τη γλωσσική μορφή, είναι τόσο ισχυρή ως σήμερα, ώστε όχι μόνο τα έχει παραποιήσει εκδοτικά αλλά έχει οδηγήσει ακόμη και στη διατύπωση θεωριών που πρέπει να θεωρούνται ανυπόστατες.
Με τέτοιες διαπιστώσεις θα πρέπει τώρα πια να αναθεωρηθεί η αντίληψη για πολλά από τα μεσαιωνικά κείμενα και, κυρίως, για τον τρόπο που πρέπει να εκδίδονται. Ωστόσο, πέρα από τις γενικές αυτές θεωρήσεις, το κάθε έργο έχει συνήθως τα δικά του προβλήματα, και η λύση θα πρέπει ακριβώς να αναζητείται σε συνδυασμό των γενικών και ειδικών δεδομένων. Οι αρχές που έχουν εφαρμοστεί ως τώρα δεν έχουν δώσει κείμενα στην αυθεντική και γνήσια μορφή τους. Και πρέπει να ειπωθεί, ως κατακλείδα, ότι η επανεξέταση του όλου εκδοτικού προβλήματος των μεσαιωνικών κειμένων είναι σήμερα, όπως απέδειξε η προηγούμενη έρευνα, ένα από τα πιο σοβαρά καθήκοντα της νεώτερης φιλολογικής επιστήμης.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Κλεοπάτρα Δίγκα. Διαδρομή

6 Νοεμβρίου 2014 - 10 Ιανουαρίου 2015
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΔΙΓΚΑ

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης διοργανώνει και παρουσιάζει την έκθεση:
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ  ΔΙΓΚΑ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014, στις 8 μ.μ. (Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου).

Στην αναδρομική έκθεση της Κλεοπάτρας Δίγκα εκτίθενται έργα που καλύπτουν  μια μεγάλη περίοδο, από το 1968 μέχρι σήμερα, και δίνουν τη δυνατότητα στο κοινό να παρακολουθήσει τη ζωγραφική της όπως εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Οι διαφορετικές φάσεις, οι διαδοχικές θεματικές και μορφολογικές αναζητήσεις, οι ιδέες που κυριαρχούν και υποστυλώνουν την καλλιτεχνική έρευνα παρουσιάζονται με σαφή τρόπο, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται οι συνάφειες του έργου με όσα συμβαίνουν στον κόσμο της τέχνης στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Από τις αρχικές επιρροές της ποπ αρτ στον κριτικό ρεαλισμό και από την υπαρξιακή αναζήτηση ταυτότητας στην εικαστική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης, η συνολική παρουσίαση του έργου δείχνει πώς η Κλεοπάτρα Δίγκα συλλαμβάνει και αποτυπώνει με το δικό της ύφος εμπειρίες του βίου που είναι συγχρόνως προσωπικές και κοινές. Με αφετηρία αυτές τις εικόνες του κοινού μας κόσμου επιζητεί να ανοίξει διάλογο με τον θεατή και να συμβάλει στη χειραφέτησή του από τις δεσπόζουσες ιδέες.
Η έκθεση συνοδεύεται από έκδοση του ΜΙΕΤ, η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα έργα, κείμενα που αποτιμούν την καλλιτεχνική της δημιουργία, καθώς και σημειώσεις της ίδιας της ζωγράφου. Τα κείμενα υπογράφουν η ιστορικός της τέχνης Μάρθα Χριστοφόγλου, ο συγγραφέας Χρήστος Λάζος και ο ιστορικός της τέχνης και καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Ανδρέας Ιωαννίδης.
Η  Κλεοπάτρα Δίγκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και δασκάλους τους Γ. Μόραλη, Ν. Νικολάου και Β. Βασιλειάδη. Συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών στην École Nationale Supérieure De Beaux-Arts και στην École Nationale Supérieure Des Arts  Decoratifs.
Στο Παρίσι ήταν  βοηθός του  σκηνογράφου Hubert Monloup  σε παραστάσεις στα θέατρα T.N.P. Villeurbanne, Comédie Française, Sara Bernard, Odeon, κ.ά.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος σε πολλές ομάδες εικαστικών καλλιτεχνών: Κέντρο Εικαστικών Τεχνών (Κ.Ε.Τ.), «Πέντε νέοι Έλληνες ρεαλιστές», με τους Χ. Μπότσογλου, Γ. Ψυχοπαίδη, Κ. Κατζουράκη, Γ. Βαλαβανίδη, που άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Συμμετείχε επίσης στην «Ομάδα για την επικοινωνία και την εκπαίδευση στην τέχνη», που ανέπτυξε πλούσια εκθεσιακή και εκπαιδευτική δραστηριότητα στην Αθήνα και στην περιφέρεια και επιχορηγούνταν από το Υπουργείο Πολιτισμού (1978-1981).
Έχει σκηνογραφήσει επανειλημμένως στο Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Ελεύθερο Θέατρο, τα περιφερειακά ΔΗΠΕΘΕ, καθώς και στην τηλεόραση και τον ελληνικό και ξένο κινηματογράφο. Ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη της Δ.Ε.Π.Α.Κ. Καλαμάτας ως υπεύθυνη του εικαστικού τομέα, όπου οργάνωσε και διηύθυνε το Εικαστικό Εργαστήριο του Δήμου στα πρώτα επτά χρόνια της λειτουργίας του. Ως σύμβουλος του Υπουργείου Πολιτισμού επί υπουργίας Σ. Μπένου και Ε. Βενιζέλου, οργάνωσε το Δίκτυο των Εικαστικών Εργαστηρίων του ΥΠΠΟ.
Συμμετείχε με τις εκπομπές ‘’Θεατρικά’’ και ‘’Εικαστικά’’   στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, στην ΕΡΤ. Έχει εκδώσει τη νουβέλα ‘’Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα’’ (Εξάντας, 1992).
Από το 2000 ως το 2013 οργάνωσε και διηύθυνε το Εικαστικό Εργαστήριο του Δήμου Πατρέων.
Είναι αναπληρωματικό μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου ‘’Διάζωμα’’,  που εργάζεται για την αποκατάσταση και ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων.
Έχει κάνει επτά ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές.
Έργα της υπάρχουν σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.
Διάρκεια έκθεσης: 6 Νοεμβρίου 2014 – 10 Ιανουαρίου 2015
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Παρασκευή 10 π.μ.–2 μ.μ.
Τετάρτη & Παρασκευή 6 – 8 μ.μ., Σάββατο 12-2 μ.μ.
Πληροφορίες: 210 5223 101, 210 5223540, 210 3234 267

"ΠΕΤΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ" ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ (1669-1714)


ΗΤΟΙ
Διασάφησις τῆς Ἀρχῆς, 
καὶ αἰτίας τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Τὰ κατὰ Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας
1. Ἐζήτησας παρ᾿ ἐμοῦ, ἄρχων ἐνδοξότατε, καὶ εὐσεβέστατε, νὰ μάθῃς καταλεπτῶς, τί εἶναι ἐκεῖνο, ὁποῦ χωρίζει τὰς δύο ἐκκλησίας ἀνατολικήν, καὶ δυτικήν, τὴν αἰτίαν δηλαδὴ τούτου τοῦ σχίσματος, καὶ τὰς διαφορὰς τῶν δογμάτων. Ἐγὼ μετὰ πάσης χαρᾶς θέλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω, πληροφορῶν κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν σπουδαίαν σου περιέργειαν. Καὶ διὰ τὴν ἀρχὴν μὲν τοῦ δυστυχοῦς τούτου σχίσματος, πρέπει νὰ ἠξεύρῃς καταλεπτῶς ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐσυνέβησαν ἀνάμεσον Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου, Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχῶν, ὁποῦ τόσον ἐσύγχυσαν τότε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀκολούθους αὐτῶν ἐπροξένησαν οὐ μικρὰς θλίψεις, καὶ ἔδωκαν ἀφορμὴν μίας μεγάλης λογομαχίας, ἡ ὁποῖα διαμένει ἕως τῆς σήμερον. Ὅμως καθὼς εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅλος ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαὸς ἦτον σχισμένος εἰς δύο μέρη, τὸ ἕνα δηλαδὴ μὲ τὸν Ἰγνάτιον, τὸ ἄλλο μὲ τὸν Φώτιον, καὶ τὰ πράγματα ἐγίνοντο πολλὰ ἐμπαθῶς, ἔτζη ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ ἔγραψαν τότε, ἠκολούθησαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἴδιον πάθος, διὰ νὰ παραστήσωσι τὸ μέρος ὅθεν ἐκρατοῦσαν δικαιότερον. Καὶ πάλιν ἄλλοι μεταγενέστεροι κάμνοντες τὸ αὐτὸ ὁ μὲν πιστεύων ἑνός, ὁ δὲ ἄλλου ἱστορικοῦ, ζωγραφίζουσι τὴν σκηνὴν ταύτην ὁ καθ᾿ εἷς μὲ τὰ ἴδιά του χρώματα, παρρησιάζοντες, ὄχι καθὼς εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ καθὼς ἀρέσκει, τῶν πραγμάτων τὴν ὄψιν. Καὶ διὰ τοῦτο δύσκολον εἶναι, νὰ γνωρίσωμεν ἀληθῶς τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποῖα μ᾿ ὅλον τοῦτο καθ᾿ αὐτὴν γνωρίζεται, καὶ φαίνεται εἰς τὰ ὄμματα τῆς διανοίας, τὰ ὁποῖα μὴ ὄντα θωλωμένα ἀπὸ πάθους, καὶ καθαρᾶ βλέπουσι, καὶ ὀρθᾶ διακρίνουσι. Λάβε λοιπὸν ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐδυνήθην φιλαλήθως νὰ διακρίνω εἰς τὰς διηγήσεις τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ὁποῦ διαφόρως ἐσύνθεσαν οἱ ἱστορικοί.
2. Ἔλαχεν ὁ Ἰγνάτιος γενεθλίων πολλᾶ εὐγενῶν, καὶ λαμπρῶν, ἀπὸ τὸ ἑκάτερον μέρος, πατρὸς δηλαδή, καὶ μητρὸς βασιλεικοῦ αἵματος, γεννημένος ἀπὸ Μιχαὴλ τὸν Κουραπαλάτην λεγόμενον Ῥαγγαβὲ βασιλέα Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀπὸ Προκοπίαν θυγατέρα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ, καὶ αὐτοῦ ὁμοίως βασιλέως. Λέων ὁ Ἀρμένιος ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν βασιλεικὸν θρόνον τὸν Μιχαήλ, εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἐκάθισε τυραννικῶς, καὶ διὰ νὰ τοῦ ἀφανίσῃ ὁλότελα τὴν κληρονομίαν, ἔκαμε, καὶ εὐνούχισαν τὸν Ἰγνάτιον, ὅς τις διὰ τοῦτο ἐνδυσάμενος τὸ μοναχικὸν σχῆμα ὑπῆγε νὰ ἡσυχάσῃ εἰς τὸ Σατύρου λεγόμενον μοναστήριον.
3. Ἦτον καὶ ὁ Φώτιος (καθὼς λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγὼν εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰγνατίου) οὐ τῶν ἀγενῶν, καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ περιφανῶν· οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔλαβον καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον, καθὼς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος Φώτιος, εἰς τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ γράφει πρὸς Νικόλαον τὸν πρῶτον Πάπαν Ῥώμης, ὀνομάζει θεῖόν του τὸν μέγαν ἐκεῖνον Ταράσιον, χρηματίσαντα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, εἰς τοῦ ὁποίου τὸν καιρὸν ἔγινε καὶ ἡ δευτέρα ἐν Νικαίᾳ, ἥτις ἐστὶν ἑβδόμη οἰκουμενική, σύνοδος κατὰ εἰκόνομάχων.
4. Ἐνόμισάν τινες τῶν νεωτερικῶν, πῶς ὁ Φώτιος νὰ ἦτον εὐνοῦχος, καὶ τοῦτο συνάγουσιν ἀπὸ μίαν ἐπιστολὴν Ἰωάννου τινὸς Πατρικίου, καὶ Σακελλαρίου, ὅς τις γράφων πρὸς Φώτιον πολλὰ ὀνειδιστικά, φαίνεται νὰ τὸν λέγη εὐνοῦχον, καὶ τοῦ γυναικείου ἄξιον· Ὅμως τὴν ἄνωθεν ἐπιστολὴν γράφει ὄχι ὁ Ἰωάννης πρὸς Φώτιον, ἀλλὰ μάλιστα ὁ Φώτιος, εἰς τὸν Ἰωάννην, ὅς τις ἦτον Πατρίκιος, καὶ Σακελλάριος, ἐπιστάτης δηλαδὴ εἰς τὴν σύναξιν τῶν αὐθεντικῶν χρημάτων, καὶ ὡς φαίνεται, ἀπὸ τὰ πολιτικὰ ἤθελε νὰ ἀπλοχωρήσῃ, καὶ εἰς ἐκκλησιαστικά, ὅθεν ἐλέγχεται ὡς αὐθάδης, κατὰ τὴν φύσιν τῶν εὐνούχων, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁποίων ἦτον καὶ ὁ ἄνωθεν Πατρίκιος. Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ Φωτίου πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Πόθεν οὖν σὺ τοὺς ἑκατέρωθεν ὅρους ὑπερβάς, εἰς τὰ τῆς ἐκκλησίας Θεοῦ μυστήρια παρεισέφρησας, ἄνω καὶ κάτω πάντα ποιῶν;». Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη τοῦ Φωτίου μὲ τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην «Ἰωάννῃ Πατρικίῳ καὶ Σακελλαρίῳ» εὑρίσκεται ἀναμεταξὺ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ἐπιστολῶν, ὁποῦ ἐτύπωσε Δαβὶδ ὁ Ἑχέλιος ἐκ τῶν χειρογραμμάτων Μαξίμου τοῦ Μαργουνίου, ἔτει Χριστοῦ ͵αχα´ ἐν Αὐγούστῃ. Καὶ ἐκείνων ἀκόμη, ὁποῦ ἐξέδοτο Γραικολατίνας ἐν Λονδίνῳ διὰ Ῥιχάρδου Μοντακουτίου Ῥόγερος Δανιὴλ ἔτει Χριστοῦ ͵αχνα´ ἀπὸ ἄλλων παλαιοτάτων χειρογραμμάτων. Ἔξω ἀπὸ τοῦτο Θεόγνωστος ὁ μοναχός, Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών, Μητροφάνης ὁ Σμυρναῖος, καὶ Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας ἱστορικοὶ τοῦ καιροῦ ἐκείνου, προφανεῖς ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου (καθὼς τὸ μαρτυροῦσι τὰ συγγράμματα αὐτῶν) οἵ τινες καὶ ἤξευραν, καὶ ἐδυνήθησαν νὰ τὸν κατηγοροῦσι, δὲν τολμῶσιν ὅμως νὰ εἰπῶσι πῶς νὰ ἐστάθη εὐνοῦχος ὁ Φώτιος.
5. Εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐπιστημῶν τόσον ἐπροχώρησεν οὗτος ὁ νοῦς, ὅς τις ἦτον ἀληθινᾶ μία ἄβυσσος πολυμαθείας, ὁποῦ εἰς τοὺς καιρούς του δὲν εἶχεν ὅμοιον, διὰ πολὺν καιρὸν ἡ φύσις δὲν ἤθελε γεννήσῃ ἕνα τοιοῦτο τέρας. Ὄχι εἰς μίαν μόνη, ἀλλὰ σχεδὸν εἰς ὅλας τὰς ἐπιστήμας ἦτον τελειότατος, εἰς τὰ φιλοσοφικά, ἰατρικά, ἀστρονομικὰ καὶ θεολογικὰ διδάσκαλος ἄκρος. Ἡ βιβλιοθήκη ἡ μυριόβιβλος, ὁποῦ μᾶς ἄφισεν, εἶναι ἀρκετὸν τεκμήριον τῆς βαθυτάτης ἐκείνης γνώσεως, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸ νὰ διακρίνη τὰ πράγματα, κρίνωντας ἀκριβῶς καὶ ὀρθῶς περὶ τῶν συγγραφέων, καὶ τῆς μακρᾶς ἐκείνης ἀναγνώσεως τοσούτων συγγραμάτων, ὁποῦ ἀπέρασεν. Εἰς τὰ πολιτικὰ πάλιν καὶ θεωρίᾳ καὶ πράξει ἦτον πολλᾶ περιφανής, διὰ τοῦτο εἴχετο καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν μέσα εἰς τὰ βασίλεια, ὁποῦ ἔλαβε καὶ ἀξιώματα ἐπίσημα, ἐπειδὴ καὶ ἐστάθη πρωτοσπαθάριος, καὶ πρωτασηκρήτης Θεοφίλου τοῦ βασιλέως, ἔπειτα εἷς τῆς συγκλήτου. Μάλιστα καθὼς λέγει, Ἰωάννης διάκονος εἰς τὸν βίον Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου κεφ. λ´ τῆς συγκλήτου βουλῆς τὰ πρωτεῖα ἐπιφερόμενος, καὶ πάλιν διὰ προστάγματος τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ βασιλέως ἐπέμφθη εἰς πρεσβείαν πρὸς Ἀσσυρίους, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἀδελφόν του Ταράσιον. Τοιοῦτος ἦν ὅ, τε Ἰγνάτιος, καὶ ὁ Φώτιος πρὶν νὰ πατριαρχεύσῃ καὶ ὁ ἕνας, καὶ ὁ ἄλλος.
6. Ἦτον ὁ ἕκτος χρόνος τῆς βασιλείας Μιχαήλ, ὅς τις ἐβασίλευσε σὺν τῇ μητρὶ Θεοδώρα μετὰ τὸν θάνατον Θεοφίλου τοῦ πατρός του, ὅταν ἐτελεύτησεν ὁ θεῖος Μεθόδιος Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης, εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἐψηφίσθη ὁ Ἰγνάτιος. Ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ κληρικοὶ ἐσύντρεξαν εἰς τοιαύτην ψῆφον, ἱκανοὶ τὴν ἀπέρριπτον, ὧν πρῶτος ἦτον ὁ Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπος Γρηγόριος, τὸν ὁποῖον εἰς τόσον μῖσος εἶχεν ὁ Ἰγνάτιος, ὁποῦ τὴν ἡμέραν τῆς πατριαρχικῆς αὐτοῦ χειροτονίας δὲν τὸν ἠθέλησε συλλειτουργόν, καὶ ἐπρόσταξε διὰ τοῦτο, νὰ μὴν εὑρεθῆ εἰς τὴν ἱεροπραξίαν ἐκείνην, τὸ ὁποῖον πολλοὶ τὸ ἐμέμφησαν. Ὡσὰν ὁποῦ εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς πατριαρχίας του ἔδειξε κατὰ τοῦ Γρηγορίου τόσην ὀργήν. Ὕστερον πάλιν γενομένης συνόδου τὸν ἐκάθηρε πέμπωντας, καὶ γράμματα, καὶ πρεσβείαν πρῶτον πρὸς Λέοντα τέταρτον, ἔπειτα πρὸς Βενέδικτον τρίτον πᾶπαν Ῥώμης, ὅπως καὶ αὐτοὶ συμφώνως τὸ αὐτὸ κρίνωσι κατὰ τοῦ Γρηγορίου, διὰ νὰ παραστήσῃ τὴν καθαίρεσιν ταύτην πλέον ἐπίσημον, ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ὁμοῦ, καὶ δυτικὴν ἐκκλησίαν γενομένην. Ὅμως οὔτε ὁ Λέων, οὔτε ὁ Βενέδικτος ἠθέλησαν νὰ ἔχωσι μέρος εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν δηλαδὴ εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Γρηγορίου. Τὸ ὁποῖον μαρτυρεῖ ὁ μετ᾿ ἐκείνους ἀρχιερετεύσας ἐν Ῥώμῃ Νικόλαος πρῶτος γράφων πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαήλ, ἀγκαλᾶ καὶ τὰ ἐναντία γράφει Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ ὁ Βαρώνιος.
7. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ὁ Γρηγόριος παροργισθείς, ἔπρεπε χωρὶς ἄλλου νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ διώκοντος μὲ κάθε μέσον, συμβοηθοὺς εἶχε καὶ ἀρχιερεῖς, καὶ κληρικούς, καὶ ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πολιτείας οὐκ ὀλίγους, ἐν οἷς καὶ τὸν Φώτιον, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς τὴν ρια´ ἐπιστολὴν ὁποῦ γράφει πρὸς ἐκεῖνον. Ἔλαχε δὲ καὶ μία ἀφορμή, ὁποῦ ὅσοι ἐμισοῦσαν, ἢ δικαίως, ἢ ἀδίκως τὸν Ἰγνάτιον, ἐδυνήθησαν πολλὰ νὰ συνεργήσωσιν εἰς τὸ νὰ τὸν βλάψωσιν εἰς ἄκρον, ἔστι δὲ αὕτη.
8. Ἔνδεκα χρόνοι ἦτον ἀπερασμένοι ἀφ᾿ οὗ ἐπατριάρχευσεν ὁ Ἰγνάτιος, ὅταν ὁ Βάρδας ὁ Πατρίκιος καὶ Δομέστικος τῶν σχολῶν ἀπολύσας (λέγουσι, χωρὶς αἰτίας) τὴν ἰδίαν του γυναῖκα, ἐσυνουσιάζετο παρανόμως μὲ τὴν νύμφην του. Τὸ σκάνδαλον ἦτον φανερόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδύνετο νὰ ὑποφέρῃ ὁ ζῆλος τοῦ Ἰγνατίου, ὅς τις πολλάκις καὶ ἐνουθέτησε, καὶ ἤλεγξε τὸν παραβάτην τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, πλὴν εἰς μάτην. Ὅθεν εἰς μίαν τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ τῶν Φώτων, ἐκεῖ ὁποῦ ὁ Βάρδας ὁμοῦ μὲ τὸν βασιλέα ἐτόλμησε νὰ συμμώτῃ εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁ Πατριάρχης τὸν ἐδείωξεν ὡς παράνομον, καὶ ἀνάξιον τῆς θείας μεταλείψεως. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ Βάρδας ἐπάσχησε μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐξιλεώση τὸν Πατριάρχην, μὰ ὁσὰν ἐτοῦτος δὲν ἐδύνατο νὰ συγχωρήσῃ, ἢ νὰ ὑποφέρῃ τοιαύτην παρανομίαν, ἔτζη ἄναψε πλέον τὸν θυμὸν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐμελέτησε νὰ τὸν διώξη, κατεβάζωντάς τον ἀπὸ τὸν θρόνον του. Ἡ ἐξουσία τοῦ Βάρδα τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον μεγάλη, αὐτὸς ἦτον θεῖος τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ ὡς ἀδελφὸς Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἴσως δὲν εὐχαριστεῖτο εἰς τὰς πράξεις του, καὶ ἐκυβέρνα ὡς ἤθελε, καὶ τὸν βασιλέα, καὶ τὸ βασίλειον. Λοιπὸν διὰ νὰ μὴν ἔχῃ κανένα ἐμπόδιον εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἐμελέτα, παρακινεῖ τὸν βασιλέα νὰ διώξῃ ἀπὸ τὰ βασίλεια τὴν μητέρα Θεοδώραν, καὶ Θέκλαν τὴν ἀδελφήν, ὁποῦ εἶχον μέρος τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, καὶ νὰ προστάξῃ τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον νὰ ταῖς κουρεύσῃ, ἔλεγε καὶ τὴν ἀφορμὴν πῶς δηλαδὴ ὤντας ὁ βασιλεὺς ἔξω τῆς παιδικῆς ἡλικίας, δὲν ἔπρεπε πλέον νὰ εἶναι ὑποκείμενος τῇ μητρὶ μάλιστα ὁποῦ αὐτὴ ἐμελέτα νὰ πάρῃ ἄλλον ἄνδρα, καὶ νὰ τὸν στέψῃ βασιλέα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει σύμβουλον, καὶ συνεργὸν τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον. Πιστεύει ὁ νέος βασιλεὺς τὰ λόγια τοῦ θείου του, προστάζει εὐθὺς τὸν Πατριάρχην νὰ κουρεύση τὴν μητέρα, καὶ ἀδελφήν· ὁ Πατριάρχης δὲν στέργει λέγωντας, πῶς εἶναι πρᾶγμα ἔξω παντὸς νόμου νὰ κουρεύσῃ τὰς βασιλίσσας στανικῶς, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰς βιάσῃ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν, τὴν ὁποῖαν αὐταῖς θεληματικῶς δὲν ἐζήτησαν, πῶς ὑποσχέθη μεθ᾿ ὅρκου εἰς αὐτάς, (καθὼς εἶναι συνήθεια νὰ γίνεται ἡ μεθ᾿ ὅρκου ὑπόσχεσις εἰς ὅλους τοὺς βασιλεῖς, καὶ βασιλίσσας) νὰ μὴ κάμῃ ποτὲ ἐναντίον των καμμίαν ἐπιβουλήν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχαὴλ διὰ τοῦτο μάλιστα βεβαιώνεται εἰς τὰς ὑποψίας ὁποῦ τὸν ἔβαλεν ὁ Βάρδας κατὰ τῆς μητρός, καὶ κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ χωρὶς ἄλλης διορίας ἐξορίζει τὴν μητέραν Θεοδώραν, καὶ τὴν ἀδελφὴν ἀπὸ τὰ βασίλεια, καὶ προστάζει νὰ ταῖς κουρεύσουν εὐθὺς μοναχαῖς ἐν ταῖς τοῦ Καριανοῦ· μετ᾿ ὀλίγον ἐξορίζει, καὶ τὸν Πατριάρχην.
9. Ἐὰν εἶναι ἀληθινὰ ἐκεῖνα ὁποῦ διηγοῦνται οἱ ἱστορικοὶ φίλοι τοῦ Ἰγνατίου ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, ὁ Βάρδας καὶ σύμβουλοι αὐτῶν τὸ πραχθὲν προβλέποντες πῶς, ἀνίσως καὶ ὁ Ἰγνάτιος θεληματικῶς δὲν ἤθελε παραιτήσῃ τὸν θρόνον, πολλοὶ κληρικοὶ δὲν ἤθελον δεχθῇ μετὰ χαρᾶς τὸν νέον Πατριάρχην, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ψηφισθῇ μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἔπεμψαν ἅπαξ, καὶ δὶς τινὰς ἐπισκόπους, καὶ ἐπισήμους πατρικίους νὰ παρακινήσωσι τὸν Ἰγνάτιον, τώρα μὲ ὑποσχέσεις, τώρα μὲ ἀπειλὰς νὰ δώσῃ ἰδιόχειρον τὴν παραίτησίν του, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος εἰς κανένα τρόπον δὲν ἔστερξεν. Ὅμως εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁποῦ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Πάπαν Νικόλαον φαίνεται πὼς ὁ Ἰγνάτιος διὰ γῆρας, καὶ τοῦ σώματος ἀδυναμίαν παραιτησάμενος ὑπεχώρησε τῆς ἐκκλησίας.
10. Καὶ λοιπὸν γενομένης μακρᾶς σκέψεως, καὶ βουλῆς περὶ τοῦ μέλλοντος διαδέξασθαι τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, ὡσὰν ὁποῦ ὁ Φώτιος τότε εἶχε μεγάλην φήμην, ὄχι μόνον εἰς τὴν σοφίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν εὐλάβειαν, ἔτζη ἐφάνη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀξιώτερος νὰ λάβη τὴν ὑπερτάτην ταύτην ἀξίαν, καὶ γενομένης συνόδου ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, ἐν ᾗ ἦν ὅ, τε βασιλεύς, καὶ ὁ θεῖος του Βάρδας, ψηφίζεται τῆς βασιλίδος ἀρχιερεύς. Τὰ πλεῖστα καθ᾿ ἑαυτοὺς συσκεψάμενοι, καὶ πάσαν κεκινηκότες βουλὴν Φώτιον πρωτοσπαθάριόν τε ὄντα, καὶ προτασηκρήτην, εἰς ἀρχιερέα τῆς βασιλίδος προχειρίζονται, λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών. Ὅμως δὲν στέργει τὴν ψῆφον ὁ Φώτιος, παραιτεῖ, καὶ παρακαλεῖ, κλαίει, εἰς κανένα τρόπον δὲν θέλει νὰ δεχθῆ τὴν προσφερομένην πατριαρχικὴν ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τοῦτο ἤθελεν ἐξ ἀποφάσεως ὁ βασιλεύς, ἀφ᾿ οὗ εἶδε, καὶ ὁ Φώτιος δὲν δέχεται τὸ πατριαρχεῖον θεληματικῶς, τὸν βιάζει καὶ ἄκοντα, βάζωντάς τον εἰς φυλακήν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων εὐχαριστήθη. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον λαϊκὸς χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπον Γρηγόριον, τὴν μίαν ἡμέραν μοναχός, τὴν ἄλλην ἀναγνώστης, τὴν τρίτην ὑποδιάκονος, τὴν τετάρτην διάκονος, τὴν πέμπτην πρεσβύτερος, καὶ τὴν ἕκτην, ὁποῦ ἦτον κε´ τοῦ Δεκεμβρίου, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ, πατριάρχης, ὄχι καθὼς γράφει ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανὸς πρὸς Στέφανον ἕκτον αὐθημερόν. Τοῦ Φωτίου τὴν ψῆφον ἐδέχθησαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι φίλοι τοῦ Ἰγνατίου, ἀγκαλᾶ καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν ἐφαίνοντο ἐνάντιοι, ὥστε ὁποῦ μὲ τὴν κοινὴν γνώμην, καὶ συμφωνίαν ὅλου τοῦ κλήρου ἔγινεν, ἐξαιρουμένων πέντε μόνον. Καὶ εἰς τοῦτο δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσῃ τινὰς ἐκεῖνα, ὁποῦ διηγοῦνται ὅ,τε Σμυρναῖος Μητροφάνης, ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ὁ Νικήτας, καὶ ὁ Θεόγνωστος φανεροὶ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου, οἵτινες ἀληθινᾶ ὁμιλοῦσι πολλᾶ ἐμπαθῶς σωρεύοντες ὀνείδη φοβερὰ ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον, κάνοντές τον πταίστην εἰς πράγματα, τῶν ὁποίων ἐκεῖνος δὲν εἶχε εἴδησιν οὔτε μέρος, ὡσὰν ὅταν λέγουσι πῶς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἰγνατίου καὶ τῶν κακῶν, ὁποῦ ἔπαθεν, αἴτιος ἦτον ὁ Φώτιος διὰ τὴν ἄκραν ἐπιθυμίαν, ὁποῦ εἶχε νὰ γένῃ πατριάρχης. Ἀλλὰ πρῶτον μὲν τὸν Ἰγνάτιον τὸν ἐξώρισεν ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἐσημειώσαμεν παραπάνω τὴν ἀφορμήν, δεύτερον ὁ Φώτιος μάλιστα ἔκαμεν ὅ,τι ἐδυνήθη νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη στανικῶς, καὶ εἰς τοῦτο εἶναι μάρτυς ἀξιόπιστος αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁποῦ ὄχι μόνον τὸ γράφει πρὸς Νικόλαον πάπαν, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ὁποῖον παρόντα, καὶ ἔχοντα τελείαν εἴδησιν τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἔτρεξαν, δὲν ἤθελε τολμήση νὰ γράφῃ ἕνα δι᾿ ἄλλο, ἀλλ᾿ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου δὲν εἶναι μάρτυρες ἀξιόπιστοι ὡς ἐχθροί, μάλιστα ὁποῦ εἰς κάποια πράγματα ἕνας ἐναντιεῖται τοῦ ἄλλου.
11. Ἀκόμη λοιπὸν δὲν ἦτον ἀπερασμένοι δύο μῆνες τῆς πατριαρχίας τοῦ Φωτίου, ὅταν οἱ φίλοι τοῦ διωχθέντος Ἰγνατίου, οἵτινες καταλλαγέντες ὕστερα μὲ τοῦ Φωτίου, τὸν ἐδέχθησαν ὡς γνήσιον πατριάρχην, πάλιν στρέφονται εἰς τὰ ὀπίσω, ἀθετοῦσιν ὅσα ἔστερξαν χωρίζονται ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ Φωτίου, συνάγονται εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἐκεῖ τὸν καθαίρουσι, καὶ ἀναθεματίζουσιν, καὶ κοινῇ, καὶ μεγάλῃ φωνῇ ζητοῦσι νὰ ἐπιστραφῇ πάλιν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὁ Ἰγνάτιος· τὸν ὁποῖον μόνον ἐγνώρισαν ὡς γνήσιον ἀρχιερέα, καὶ ποιμένα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίας. Τοῦτο τὸ πρᾶγμα, ὁποῦ ἔκαμε ἀληθινᾶ μεγάλην ταραχήν, καὶ ἔσειρε πολλοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Φωτίου εἰς τὸ μέρος τοῦ Ἰγνατίου, ἐγίνετο εἰς φανερὰν καταισχύνην τοῦ βασιλέως Μιχαήλ, καὶ τοῦ Καίσαρος Βάρδα, ὁποῦ ἦτον οἱ θερμοὶ τοῦ Φωτίου ἀντιλήπτορες. Ὅθεν τοῦ ἑνός, καὶ τοῦ ἄλλου ὁ θυμὸς ἄναψεν εὐθὺς εἰς ἄκρον, καὶ ἐπειδὴ ἦτον εἰς ὑποψίαν ὁ Ἰγνάτιος, πῶς αὐτὸς νὰ κινῇ τοιαύτας ταραχάς, ἐπιθυμῶν νὰ ἀναβῆ πάλιν εἰς τὸν θρόνον, ἔπαθεν ἀληθινᾶ πολλά, δὲν λέγω θλίψεις μόνον, καὶ ταλαιπωρίας, ἀλλὰ καὶ ὕβρεις, καὶ ὀνειδισμοὺς (καθὼς γράφει Νικήτας) καὶ κολαφισμοὺς εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ δεσμά, καὶ φυλακάς, καὶ τέλος πάντων, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν νῆσον Τερέβινθον εἰς Μιτυλήνην. Ὁμοίως καὶ τῶν ὁμοφρονούντων αὐτῷ ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, οἱ μὲν ἐξορίζονται, οἱ δὲ φυλακώνονται, μάλιστα ἑνὸς κάποιου Βλασίου χαρτοφύλακος διὰ τὴν ἐλευθεροστομίαν κόπτεται ἡ γλῶσσα διὰ προστάγματος βασιλικοῦ, γίνεται καὶ σύνοδος ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν εἰς τὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁποῦ εὑρέθη παρὼν ὅ,τε βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἀποκηρύττεται ὁ Ἰγνάτιος ἀνάξιος τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφορίζεται, καὶ ἀναθεματίζεται.
12. Δὲν ἦτον ἀληθινὰ ὁ Ἰγνάτιος ἄξιος τοσούτων παθημάτων, ἴσως ἀδίκως ἐξορίσθη, ἀδίκως παιδεύεται, ἄξιος μάλιστα ἦτον καὶ εὐλαβείας ὡς ἀρχιερεύς, καὶ συμπαθείας ὡς γέρων, ἀλλά, καθὼς εἴδαμεν εἰς ἄλλα παραδείγματα, δὲν ἔχει οὔτε νόμον οὔτε μέτρον τῶν κρατούντων ὁ θυμός. Οἱ φίλοι τοῦ καλοῦ τούτου γέροντος, ἔπρεπεν, ἄλλην οἰκονομίαν νὰ εἶχον κάμωσιν εἰς ἐκείνην τὴν κατάστασιν τῶν πραγμάτων· ἀλλ᾿ αὐτοὶ εἶχον μῖσος πολὺ κατὰ τοῦ Φωτίου, τὸν ὁποῖον αὐτοὶ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου δὲν ἐδύναντο νὰ βλέπωσιν ἀναβιβασμένον εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν. Ἐνδέχεται νὰ ἐνεργοῦσαν διὰ ζῆλον, ὅμως ὁ ζῆλός των ἦτον ἀδιάκριτος. Πλὴν πῶς τὸ πάθος των νὰ ἦτον ἄμετρον κατὰ τοῦ Φωτίου, φαίνεται καὶ ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τῶν κακῶν δηλαδή, ὁποῦ ἔπαθε τότε ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, αἴτιον κάνωσι τὸν Φώτιον, διὰ νὰ τὸν παραστήσωσιν εἰς ὅλους μισητόν. Ἀλλ᾿ ὄχι μόνον ὁ Φώτιος δὲν ἐσυνήργει, μάλιστα δὲ (καθὼς ὁ ἴδιος γράφει πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα) συνέπασχεν, ἐπόνει, ἐθλίβετο εἰς τοιαύτα κακά, ἐμεσίτευσε διὰ τὸν ἄνω εἰρημένον γλωσσότμητον Βλάσιον· ἐμέμφετο τὸν Βάρδαν ὡς αἴτιον τῶν γενομένων, ἐπαραπονεῖτο πῶς ἄκοντα τὸν ἐψήφισαν πατριάρχην, ἔλεγε πῶς διατοῦτο δὲν ἤθελεν ἐξ ἀρχῆς νὰ λάβῃ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, διατὶ ἐπρόβλεπε τὰς μελλούσας συμφοράς, καὶ πῶς ἕτοιμος διὰ τοῦτο εἶναι νὰ τὴν παραιτήση. Καὶ ταῦτα μὲν ἔγραφε πρὸς ἄνθρωπον ὄχι ξένον, ἢ μακρὰν ἀπόντα, ἢ ὁποῦ δὲν εἶχε τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἀπάρασαν καμμίαν εἴδησιν, ἀλλά, καθὼς εἶπον παραπάνω, πρὸς αὐτὸν τὸν Βάρδαν, ὁποῦ καὶ πάντα ἤξευρε, καὶ τὰ πάντα ἔκανεν· ὥστε ὁποῦ ὁ Φώτιος ταῦτα δὲν ἔλεγεν ὑποκρινόμενος, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν εἰλικρινῶς ὁμολογῶν.
13. Μ᾿ ὅλα ταῦτα δὲν ἔπαυε μάλιστα ηὔξανεν εἰς περισσότερον τῶν δύω μερῶν ἡ μάχη, καὶ τῆς ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖαν ἔκαμεν ἀκόμη μεγαλητέραν ἡ ἀναφυεῖσα αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων· ἔγνω διατοῦτο ὁ βασιλεὺς ἔτζη συμβουλευθεὶς ἀπὸ τὸν θεῖόν του Βάρδαν νὰ γράψῃ πρὸς Νικόλαον Πάπαν Ῥώμης, νὰ πέμψῃ λεγάτους εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ γενομένης συνόδου νὰ εὑρεθῇ τρόπος νὰ παύσωσι τὰ σκάνδαλα τῆς ἐκκλησίας. Πέμπει λοιπὸν πρέσβεις Μεθόδιον, Σαμουήλ, Ζαχαρίαν, καὶ Θεόφιλον ἐπισκόπους, καὶ ἕνα πρωτοσπαθάριον μὲ δώρα πολύτιμα, σκεύη δηλαδὴ ἱερά, καὶ ἄμφια ὄντως βασιλεικά, τὰ ὁποῖα περιγράφει Ἀναστάσιος ὁ Βιβλιοθηκάριος εἰς τὸν βίον τοῦ Νικολάου, καὶ διὰ νὰ εἰρηνεύσῃ τὰ μέρη Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου, δὲν ἔφθανον αἱ ψῆφοι τῶν Ἀνατολικῶν Ἀρχιερέων, οἵτινες ἐδιαφωνοῦσαν ἀνάμεσόν τους εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν, ἂν καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἤθελε στέρξῃ καὶ αὐτὸς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τοῦ Φωτίου τὴν ἐκλογὴν εἰς τὴν σύνοδον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ γίνῃ, εὔκολα ἤθελε σύρη καὶ τοὺς λοιπούς, τὸ αὐτὸ δηλαδὴ τέλος πάντων νὰ στέρξωσι, καὶ τέτοιας λογῆς νὰ εἰρηνεύσωσι τὰ πράγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, οὔτε πρεσβείαν ἔπεμψε πρὸς Νικόλαον ὁ Πατριάρχης Φώτιος· οἱ δὲ τοῦ Φωτίου ἐχθροὶ Νικήτας δηλαδή, Μητροφάνης, καὶ Στυλιανὸς ὡς καὶ εἰς τοῦτο προφανῶς τὸν συκοφαντοῦσι, γράφοντες πῶς ἐκεῖνος ἐζήτησε παρὰ τοῦ Νικολάου λεγάτους πρὸς κύρωσιν. Πλὴν τὸ ἐνάντιον φαίνεται εἰς τὴν ἐπιστολὴν Φωτίου πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον· ἔστι δὲ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐν τῇ προθήκῃ τῆς βιβλιοθήκης τῶν πατέρων διὰ Φραγγίσκου Κομβεφισίου τυπωθείσῃ ἐν Παρισίοις ἔτει Χριστοῦ ͵αχοβ´, ἥστινος ἡ ἀρχή· «τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ Πάπᾳ πρεσβυτέρας Ῥώμης» καὶ εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ πάπα Νικολάου πρὸς Φώτιον εἰς ἀπόκρισιν, εἰς ταῖς ὁποίαις οὐδείς λόγος περὶ λεγάτων ὁποῦ κατὰ τοὺς ἄνωθεν ἱστορικοὺς ἐζήτει ὁ Φώτιος ἀπὸ τὸν Νικόλαον. Διὰ νὰ φυλάττεται ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καὶ ἀμειβαίας κοινωνίας, ὁποῦ ἐκρατοῦσαν ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡνωμένας τὰς ἐκκλησίας, ἐστέλλοντο καὶ ἀμειβαῖαι ἐπιστολαὶ ἑκατέρων τῶν μερῶν, μάλιστα ὅταν ἦτον καὶ μεγάλαι ἐκκλησιαστικαὶ ὑποθέσεις, αὕται ἐλέγοντο καὶ ἐγκύκλιοι ἐπιστολαί, ἐν αἷς μάλιστα, καὶ οἱ νεοχειροτονηθέντες ἐπίσκοποι ἔδιδον εἴδησιν τοῖς ἄλλοις ἀδελφοῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔπεμπον, καὶ μίαν ἔκθεσιν πίστεως, ὅπως φαίνονται ὁμοφρονοῦντες. Ταύτην τὴν παλαιὰν συνήθειαν φυλάττων καὶ ὁ Φώτιος εἶχε γράψει πρὸς Νικόλαον, δίδωντας εἴδησιν, πῶς ἔλαβε τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἄκων καὶ μὴ θέλων τὸν ἔπεμψε καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὅτι πασῶν ἀρίστη ἔλεγεν ἔστι τῆς πίστεως ἡ κοινωνία, καὶ πασῶν μεγίστη αἰτία τῆς ἀγάπης τῆς ἀληθῆς, καὶ ἄλλα ὅμοια.
14. Ὁποία ἦτον ἡ βουλὴ τοῦ βασιλέως νὰ πέμψῃ τέτοιας λογῆς πρεσβείαν πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον, δὲν ἦτον καλὴ βουλή. Διατὶ ἐστάθη ὕλη, ὁποῦ ἄναψεν ἐκεῖνο τὸ ὀλέθριον πῦρ, ὁποῦ ἐπροξένησε πολλὴν φθορὰν εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ τὸ σχῖσμα, ὁποῦ ἠκολούθησεν.

Ὁ Πάπας Νικόλαος εἶχε πνεῦμα ἡγεμονικὸν καὶ μίαν ἄπλετον ἐπιθυμίαν (ὑπὲρ πάντας τοὺς πρὸ αὐτοῦ) νὰ ἁπλώσῃ τὴν ἐξουσίαν του ἀπὸ τὴν δύσιν (τὴν ὁποίαν εἶχε σχεδὸν δουλωμένην) ἕως τὴν ἀνατολήν, διὰ νὰ κάμῃ ἐκείνην τὴν παγκόσμιον ἐκκλησιαστικὴν μοναρχίαν πρὸς τὴν ὁποίαν ἀφεώρα ἡ δυτικὴ ὀφρύς, καθὼς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Τούτου τὴν γνώμην ἐσκιαγράφησεν τοῖς μεταγενεστέροις πρὸς τοῖς ἄλλοις Οὐλδερῖκος ἐπίσκοπος, ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς πρὸς αὐτὸν περὶ κληρικῶν ἐγκρατείας, καὶ τὰ Φράγγικα χρονικὰ ἔτει Χριστοῦ 865, καὶ 868. Ὁποῦ φαίνεται, μὲ ποίαν τυραννικὴν ἐξουσίαν ἤθελε νὰ κυριεύση. Καὶ λοιπὸν μετὰ πολλῆς χαρᾶς ἐδέχθη τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ τὴν πρεσβείαν, τὰ δώρα, καὶ τὰς ἐπιστολάς, καὶ εὐθὺς ἐδιόρισε νὰ πληρώσῃ τὸ ζήτημα, ἐλπίζωντας, πῶς τοῦτος νὰ ἦτον ἐπιτήδειος τρόπος, νὰ κατορθώσῃ τὸ μελετώμενον, δηλαδὴ νὰ κάμη ὑποκειμένην τῇ δυτικῇ τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν. Ἔπεμψε λοιπὸν πρέσβεις Ῥοδοάλδον, καὶ Ζαχαρίαν, ἐπισκόπους, παραγγείλας αὐτοῖς, ὅτι εἰς μὲν τὴν ὑπόθεσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων νὰ διορίσωσι καὶ νὰ ἀποφασίσωσιν, ὅτι ἤθελε τοὺς φανῆ εὐσεβὲς καὶ δίκαιον, τὰ δὲ κατὰ Φώτιον, καὶ Ἰγνάτιον νὰ μὴ διορίσωσιν, ἀλλὰ νὰ ἐξετάσωσιν ἀκριβῶς, καὶ ἐπιστρέφοντες εἰς Ῥώμην νὰ τοῦ ἀναφέρωσι τὰ πάντα, ὅπως αὐτὸς ὡς ἐξ ὑπερτάτου κριτηρίου νὰ κάμη τὴν κρίσιν, καὶ τὴν ἀπόφασιν. Ἔφθασαν οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἄρχησεν ἡ σύνοδος ἐν τῷ ναῷ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· συνήχθησαν ὅλοι τ ι η, ὅσοι ἦτον καὶ εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ ἁγιωτάτην σύνοδον, ἐκράχθη καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, καὶ ἐπειδὴ ἐμαρτυρήθη, ὅτι διαφωνούντων τῶν ἐπισκόπων ἐψηφίσθη, ἀποκηρύττεται ὡς ἄκυρος καὶ παράνομος ἡ χειροτονία αὐτοῦ. Ὅθεν κατακρίνεται, ἀναδείκνυται δὲ νόμιμος, καὶ γνήσιος πατριάρχης ὁ Φώτιος. Τὸ ὁποῖον στέργουσι καὶ οἱ λεγάτοι τοῦ Νικολάου παραβαίνοντες χωρὶς ἄλλον τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Διατὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πατριάρχης, ὁποῦ ἐπεθύμησαν τοὺς λεγάτους τούτους ὄχι ὡς ἐξεταστὰς καὶ κριτὰς τῆς προκειμένης ὑποθέσεως, ἀλλ᾿ ὡς συμβοηθοὺς καὶ συνεργοὺς τῆς κοινῆς εἰρήνης, δὲν ἤθελαν στέρξη, νὰ γένῃ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ πάπα Νικολάου, δηλαδὴ εἰς τὴν Ῥώμην, ἤτοι εἰς ξένον κριτήριον μία ὑπόθεσις τ ῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίως. Λυθείσης τῆς συνόδου ταύτης (ἥτις πρώτη, καὶ δευτέρα ὀνομάζεται, διὰ τὴν πρώτην, καὶ δευτέραν συνέλευσιν τῶν πατέρων ἐκείνων) πέμπει καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τὸν καγγελάριον Λέοντα τὰς πράξεις πρὸς Νικόλαον, γράφοντας ὁμοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ παρακαλῶν νὰ στέρξῃ τὰ πάντα. Γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀποκρινόμενος πρὸς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Νικολάου, ὁποῦ εἶχε λάβει πρὸ τῆς συνόδου, ἐξηγῶν ἐπιεικῶς ὡς σημεῖα ἀγάπης καὶ ζήλου ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος εἶχε γράψει λίαν τραχέως καὶ πικρῶς, ὁμολογεῖ, πῶς στανικῶς ἐβιάσθη, νὰ λάβη τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα, καὶ συγκρίνωντας τὴν παροῦσαν κατάστασιν τῆς πατριαρχίας του μὲ τὴν προτέραν του ἡσυχίαν, γνωρίζεται κατὰ τὸ παρὸν πολλᾶ δυστυχής, ὅθεν λέγει, πῶς εἶναι πλέον ἄξιος λύπης, παρὰ ἐλέγχου. Προσθέτει πῶς ἂν ἔλαβε τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα λαϊκός, τοῦτο ὅμως δὲν ἔκαμε παραβαίνωντας τοὺς κανόνας. Οἱ κανόνες, ὁποῦ ἀπαγορεύουσι τὸ τοιοῦτον, εἶναι κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι τῆς ἀνατολικῆς δὲν παραβαίνει τοὺς κανόνας ἐκεῖνος, ὁποῦ τοιούτους κανόνας δὲν δέχεται. Τοὺς οἰκουμενικοὺς κανόνας, τοὺς ὁποίους ὅλοι δέχονται, ὅλοι ὁμοίως πρέπει νὰ διαφυλάττωσιν, ἀπὸ δὲ τοὺς μερικοὺς τινὲς τῶν Λατίνων ἐναντιοῦνται τοῖς ἀνατολικοῖς, ὡσὰν παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς συγχορεῖται τοῖς ἱερεῦσιν ὁ γάμος, παὰ δὲ τοῖς Λατίνοις ἀπαγορεύεται, καὶ εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν Νεκτάριος, Ταράσιος, καὶ Νικηφόρος, λαϊκοὶ ὄντες ἀνεβιβάσθησαν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, εἰς τὴν Λατινικὴν δὲ ὁ Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ὁμοῦ ἔλαβε, τὸ βάπτισμα, καὶ τὴν ἀρχιερωσύνην. Πρὸς τούτοις γράφει πῶς διὰ νὰ στερεώση μᾶλλον τὴν συμφωνίαν, καὶ ὁμόνοιαν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀνατολικῆς, καὶ δυτικῆς, καὶ διὰ νὰ συκώση κάθε πέτραν σκανδάλου ἔκαμεν εἰς τὴν σύνοδον συμμᾶ εἰς τοὺς ἄλλους κανόνας καὶ τοῦτον, ὅτι ἀπὸ τοῦ νῦν λαϊκὸς νὰ μὴ προβιβάζεται εἰς ἐπίσκοπον. Κατόπι παρακινεῖ τὸν Νικόλαον, νὰ μὴ παραβαίνῃ τοὺς ὅρους τῶν πατέρων, δεχόμενος τοὺς φεύγοντας, ἐκ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Ῥώμην χωρὶς συστατικὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ τοὺς δίδῃ πίστιν ἔτζη παρευθὺς ἐπειδή, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι σκανδαλοποιοί, ἔνοχοί τινος πταίσματος, καὶ διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, προστρέχουσιν εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ σπέρνουσι συκοφαντίας, κατὰ τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, καὶ συγχύζουσι τῶν προεστότων τὴν εἰρήνην, καὶ τὴν ὁμόνοιαν. Τέλος πάντων ὁμολογεῖ, πῶς, καθὼς ἄκων ἐδέχθη τὸ πατριαρχεῖον, ἔτζη ἄκων κάθεται εἰς τὸν θρόνον, ἐπιθυμῶν ἐξ ἀρχῆς νὰ κάμη παραίτησιν.
15. Καθ᾿ ἕνας δύναται νὰ στοχασθῇ πῶς ἐφάνηκαν τῷ Νικολάῳ τὰ ὁρισθέντα εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Βλέπωντας πῶς τὸ τέλος τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει πραγμάτων κατὰ τὴν ἰδίαν του ἐλπίδα, καὶ ἐπιθυμίαν δὲν ἐξέβη, πνέων θυμοῦ, καὶ ἀπειλῆς, καὶ ἡγεμονικῆς ἐξουσίας, φανερὸς τοῦ Φωτίου ἐχθρός, τοῦ Ἰγνατίου ἀντιλήπτωρ, καὶ τῆς ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δυναστείας ὑπέρμαχος γράφει πρῶτον μὲν πρὸς Μιχαὴλ τὸν βασιλέα στέργων τὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων πραχθέντα, ἀναιρῶν δὲ τὰ κατὰ τὸν Ἰγνάτιον, καὶ Φώτιον· ἀπορρίπτων καὶ ἐκείνου τὴν ἐκλογήν, καὶ τούτου τὴν καθαίρεσιν. Τὸν παραινεῖ προσέτι νὰ θελήσῃ, ὅτε τὰ σκάνδαλα, καὶ διχόνοιαν τῶν μαχομένων ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν νὰ εἰρηνεύσωσι μίαν φοράν, μὲ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐξουσίας τὴν βουλὴν καὶ τὴν κρίσιν, καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τὸν βασιλέα μετριώτερόν πως. Πρὸς δὲ τὸν πατριάρχην Φώτιον αὐστηρότερον γράφει· πῶς ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης διὰ τὸ προνόμιον, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Χριστόν, εἶναι κεφαλὴ πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, καὶ διὰ τοῦτο ὅ,τι ἤθελεν ἀποφασίσῃ ἐκείνη, πρέπει, καθ᾿ ἕνας νὰ τὸ κρατῇ ἀπαρασάλευτον, εἰ καὶ τῇ συνηθείᾳ ἐνάντιον. Πῶς γενόμενος ἐκ λαϊκοῦ ἀρχιερεὺς εἶναι πταίστης ἀπροφάσιστος, ἐπειδὴ τοῦτο ἀπαγορεύουσιν οἱ κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὰ ἐντάλματα πρέπει νὰ ἠξεύρη, καὶ νὰ κρατῆ. Πῶς ἀληθινᾶ ὁ Νεκτάριος ἐκ λαϊκοῦ ἀνεβιβάσθη εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην, διατὶ ἄλλος ἀναμέσον τοῦ κλήρου ἀξιώτερος δὲν εὑρίσκετο, ὁμοίως ὁ Ταράσιος, διατὶ ἦτον ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, καὶ ὁ Ἀμβρόσιος διὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ αὐτός, ὄχι μόνον λαϊκός, ἀλλὰ ζῶντος, καὶ ἄκοντος τοῦ Ἰγνατίου, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τὸν πατριαρχικόν, ὅθεν αὐτὸν μὲν δὲν γνωρίζει ὁλότελα διὰ πατριάρχην, ἕως ὁποῦ νὰ γνωρισθῇ δικαίως κατακριθείς, καὶ καθαιρεθεὶς ὁ Ἰγνάτιος, τὸν ὁποῖον ὡς τόσον κρατεῖ εἰς τὴν προτέραν πατριαρχικὴν τιμήν. Τοιαύτη ἦτον ἡ περίληψις τῆς ἐπιστολῆς Νικολάου πρὸς Φώτιον ἀποκρινομένου, ὅμως εἰς δύο κεφάλαια δὲν ἀποκρίνεται πρῶτον διὰ τὸν Νικηφόρον, ὁποῦ ἐκ λαϊκοῦ πατριάρχην ἔκλεξε, καὶ ἔστερξεν ἡ Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησία, οὐδεμιᾶς ἐπικειμένης ἀνάγκης· δεύτερον διὰ ἐκείνους τοὺς σκανδαλοποιοὺς πταίστας, ὁποῦ ἔφευγον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς Ῥώμην, τοὺς ὁποίους ἐδέχετο ὁ Νικόλαος. Γράφει ὁμοίως ἄλλην ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς πατριάρχας, καὶ ἀρχιερεῖς τῆς ἀνατολῆς, δηλοποιῶν, πῶς ἡ Ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία δὲν στέργει τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου τὴν ἐκλογήν, καὶ ὅπως κάμωσι, καὶ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ καὶ τοῖς λοιποῖς ἄλλοις τὸ αὐτὸ δηλοποιήσωσι, τοὺς προστάζει μὲ τρόπον αὐθεντικὸν ἀποστολικῇ (καθὼς λέγει αὐτός) χρώμενος ἐξουσίᾳ.
16. Ταῦτα ἔγραψεν ὁ Νικόλαος πρὸς τὴν ἀνατολήν, τί δὲ ἔκαμεν εἰς τὴν δύσιν; ἔκραξεν ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς δύσεως εἰς τὴν Ῥώμην, ἔκαμε σύνοδον, ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ ἀναγνωσθοῦν τὰ πραχθέντα κατὰ Ἰγνατίου εἰς τὴν σύνοδον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκήρυξε τὰ ἐγκλήματα τοῦ Φωτίου, πῶς δηλαδὴ αὐτὸς λαϊκὸς ἀνέβη εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὡς μοιχός, καὶ ὡς ἀλλαχόθεν ἀναβαίνων λῃστής, καὶ κλέπτης· πῶς ἐστάθη ἐπίορκος, ἔστωντας νὰ ἔταξε μὲ ἰδιόχειρον, νὰ μὴ κακοποιήσῃ τὸν ἐξορισθέντα Ἰγνάτιον, οὔτε τοὺς φίλους αὐτοῦ, ἐκεῖνος δὲ καὶ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν φίλων αὐτοῦ πολλὰ κακὰ ἐποίησεν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων τὸν ἀναθεμάτισαν ἐπὶ συνόδου, πῶς ἔκαμε σύνοδον παράνομον, πῶς εἰς καταισχύνην τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐπλάνεσε τοὺς Λεγάτους, καὶ τοὺς ἔσυρεν εἰς τὴν γνώμην του, ἐναντίον τῶν ἰδίων αὐτοῦ προσταγμάτων, πῶς ἐκάθηρε τοὺς Ἐπισκόπους, ὁποῦ ἦτον ἐνάντιοι, καὶ ἔλαβεν εἰς τοὺς ἐκείνων θρόνους ἄλλους ὁμοφρονοῦντας αὐτῷ· ὅθεν διὰ ταῦτα πάντα ἐκάθηρε τοῦ Πατριαρχείου, καὶ τῆς ἱερωσύνης τὸν Φώτιον, καὶ ὁμοῦ ὅλους τοὺς παρ᾿ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, τοὺς ὁποίους ἀπεκήρυξεν ὡς λαϊκούς. Ἀποφάσισεν ὅτι ὁ μὲν Ἰγνάτιος νὰ γνωρίζεται ὡς γνήσιος, καὶ ἀληθινὸς Πατριάρχης, οἱ δὲ διὰ τὴν αὐτοῦ αἰτίαν ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, πάλιν νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς τῶν ἰδίων θρόνων, ἐφοβέρισε δὲ ἀνάθεμα, κατάραν, καὶ ἀφωρισμὸν ἄλυτον, κόλασιν αἰώνιον τόσον λαϊκῶν, ὅσον καὶ κληρικῶν, ὁποῦ ἠθέλασι παραίβῃ τοιοῦτον ὅρον, ὁποῦ αὐτὸς ἔκαμεν εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Ταῦτα ἐδηλοποίησεν αὐτὸς τοῖς Ἀνατολικοῖς, καὶ τὰ ἴδια μετέγραψε πρὸς αὐτὸν τὸν Φώτιον, πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα, καὶ πρὸς Ἰγνάτιον. Ἐξ ὧν φαίνεται πῶς ὁ Νικόλαος νὰ ἐπίστευσε πολλὰ ἐκείνων τῶν ἐχθρῶν τοῦ Φωτίου, ὁποῦ ἦτον φευγάτοι εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπειδὴ καὶ σωρεύει ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν ἀκολούθων αὐτοῦ ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ Βάρδας, τὸ ὁποῖον προγνωρίζωντας ὁ Φώτιος, τὸν εἶχε γράψει νὰ μὴ δέχεται τοιούτους ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴ τοὺς πιστεύῃ παντελῶς. Καὶ πρέπει νὰ ἦτον ἀληθινᾶ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ διὰ βαρέα ἐγκλήματα (τὰ ὁποῖα σημειώνει ὁ Φώτιος γράφων πρὸς Νικόλαον) ἔφυγον ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, καὶ καθὼς συνειθίζουσιν ὅμοιοι πταίσαι, νὰ κακολογοῦσιν ὅμο ἐναντίον ἐκείνων τῶν κριτῶν, τῶν ὁποίων φοβοῦνται τὴν δικαίαν ἀπόφασιν, καὶ αὐτοὶ ὁμοίως πρέπει πολλὰς συκοφαντίας νὰ ἔπλεκον κατὰ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, πρὸς τὰς ὁποίας ἔδιδε πίστιν ὁ Νικόλαος. Ὁποῦ χωρὶς ἄλλον εἰς τοῦτο ἐπαρέβαινε τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα τῆς Δυτικῆς, ὁποῦ ἀπαγορεύει, τινὰς νὰ μὴ δέχεται τοὺς τοιούτους χωρὶς συστατικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τοῖς τοιούτοις νὰ μὴ δίδεται πίστις εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ κατηγοροῦσι λέγει ὁ κανών, ὁ διαβεβλημένος πατέρων καὶ ἐπισκόπων κατηγορῶν μὴ προσδεχέσθω. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ ἐνεργεῖ τὸ πάθος οἱ κανόνες εὔκολα παραβλέπονται.
17. Οὗτοι οἱ ἀφορισμοὶ καὶ τὰ ἀναθέματα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος ἔρριπτεν ἀπὸ τὴν Δύσιν εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἐνομίζοντο ὡς βέλη ἀνίσχυρα νηπίων, ὡσὰν ἀπὸ ξένον κριτήριον βαλλόμενα. Ἀπεκρίθη πρὸς Νικόλαον ὁ ἴδιος Βασιλεὺς διὰ Μιχαὴλ πρωτοσπαθαρίου, ἀναιρῶν τὴν ἄκραν ἐκείνην ἐξουσίαν, ὁποῦ ἤθελε νὰ ἔχη ἐπάνω εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ φανερώνωντας τὴν γνώμην του· πῶς δηλαδὴ διατοῦτο ἠθέλησε νὰ κράξῃ τοὺς Λεγάτους τῆς Ῥώμης (εἰ καὶ τοῦτο τινὰς τῶν πρὸ αὐτοῦ Βασιλέων δὲν ἔκαμε) εἰς σημεῖον τιμῆς, ὄχι διὰ νὰ ὑποτάξῃ τῇ Δυτικῇ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι διὰ νὰ φερθῇ ἡ ὑπόθεσις τοῦ Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου εἰς τὴν κρίσιν μόνον τοῦ Πάπα Ῥώμης, ἀλλ᾿ ὅπως παρόντων καὶ τῶν ἐκείνου Λεγάτων, στερχθῆ μᾶλλον τοῦ ἤδη καθαιρεθέντος Ἰγνατίου ἡ καθαίρεσις, καὶ τοῦ ἤδη ἐκλεχθέντος Φωτίου ἡ ἐκλογή, καὶ τέτοιας λογῆς ἀρθῇ τελείως τὸ μεσότειχον, ὁποῦ ἐχώριζε τὰ δύο μέρη, καὶ πῶς ἀγκαλὰ καὶ ταῦτα δὲν ἔστερξεν αὐτὸς ὁ Νικόλαος, ὅμως οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς τὸ ἔστερξαν.
18. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος στεκόμενος στερεώτερος εἰς τὴν γνώμην του, ὁρμεῖ περισσότερον εἰς τὸ ἐπιχείρημα, καὶ ἀρματωμένος μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν τῆς θείας γραφῆς, πάσχει νὰ πολεμήσῃ τῶν Ἀνατολικῶν τὴν ἀντίπαλον γνώμην. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν Βασιλέα Μιχαὴλ διισχυριζόμενος, πῶς ἐπειδὴ καὶ ὄχι ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ, ὄχι δηλαδὴ ἐκ τῶν συνόδων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ἔλαβεν ὁ Πέτρος τὸ προνόμιον τῆς ἐξουσίας ἐπάνω εἰς ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν, ὅθεν καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ῥώμης οἱ ἐκείνου διάδοχοι εἶναι ὑπέρτατοι κριταὶ πάσης Ἐκκλησιαστικῆς ὑποθέσεως. Διὰ τοῦτο τὸν παρακινεῖ, νὰ πέμψῃ εἰς τὴν Ῥώμην αὐτὸν τὸν Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον, διὰ νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός, ἀλλέως καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλασι δυνηθῆ νὰ ὑπάγωσι, πρῶτον μὲν νὰ τὸν πληροφορήσωσι μὲ ἐμμάρτυρα γράμματα, διατὶ δὲν δύνανται νὰ ὑπάγωσι, καὶ τότε νὰ πέμψωσιν ἐπιτρόπους νὰ ἀναθεωρηθῇ ἐξ ἀρχῆς ἡ ὑπόθεσις. Ζητεῖ δὲ ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ἐκείνους, ὁποῦ ὁμοῦ μὲ τὸν Συρακουσῶν Γρηγόριον ὁμοφρονοῦσιν αὐτῷ, καὶ ἐκ μέρους τοῦ Ἰγνατίου κατ᾿ ὄνομα τὸν Κυζίκου Ἀντώνιον, τὸν Θεσσαλονίκης Βασίλειον, τὸν Λαρίσσης Κωνσταντῖνον, τῶν Σμυρνῶν Μητροφάνην, τὸν Ἠρακλείας Πόντου Παῦλον, πρὸς τούτοις τοὺς ἡγουμένους Χρυσουπόλεως Νικήταν, καὶ Στουδίου Νικόλαον, καὶ ἄλλους, ἐκ μέρους δὲ τοῦ Βασιλέως ἕνα τοῦ παλατίου, διὰ νὰ εἶναι παρὼν εἰς τὰ μέλλοντα γίνεσθαι. Ὅμως μὲ τοῦτα ὁ Νικόλαος ἔδιδεν ἀφορμὴν τοῖς Ἀνατολικοῖς νὰ ἀναιροῦσι μάλιστα ἐκείνην τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμοια, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐθρίλλει ἀπάντων θείων γραφῶν. Ἐκεῖνοι ἠρνοῦντο, πῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης νὰ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Χριστὸν πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν τὴν ἐξουσιαστικὴν ἐπιστασίαν. Ἔλεγον, δὲ πῶς ἡ Ῥώμη διὰ τοῦτο μόνον ἐτιμᾶτο περισσότερον, διατὶ ἦτον θρόνος τῶν Βασιλέων. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ τὸ Βασίλειον ἀπὸ τὴν Ῥώμην μετεκομίσθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁμοῦ μὲ τὴν Βασιλικὴν ἐξουσίαν, ἐκεῖ ἀπέρασε καὶ ἡ Ἀρχιερατικὴ τιμή. Ὅθεν ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος δὲν ἐνομίζετο εἰς οὐδὲν μικρότερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Ῥώμης, διὰ τοῦτο καὶ ἐκείνου ἄκοντος, ἐφημίζετο Πατριάρχης οἰκουμενικός.
19. Εἰς τοῦτο τοῦ καιροῦ τὸ διάστημα ἐκστρατεύει ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, ὁποῦ ἐτυραννοῦσαν τὴν Κρήτην, ὁμοῦ μὲ τὸν θεῖόν του Βάρδαν, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία εἶχεν ἀνέβῃ εἰς ἄκρον, καὶ διὰ τοῦτο ἔδιδε τῷ βασιλεῖ μεγάλας ὑποψίας, ὅθεν διὰ βασιλεικοῦ προστάγματος γενομένης αἰφνιδίου ὁρμῆς, φονεύεται ὁ ἄθλιος ὀμπρὸς εἰς τοὺς πόδας τοῦ βασιλέως. Ἐπαναστρέφεται εὐθὺς ὁ βασιλεὺς εἰς Βυζάντιον, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του, πῶς δὲν εἶναι ἱκανός, μόνος νὰ κυβερνᾷ τὸ βασίλειον, καὶ φοβούμενος ἄλλας ἐπιβουλὰς κάμνει σύνθρονον, καὶ σύντροφον τῆς βασιλείας του τὸν Μακεδόνα Βασίλειον, ἄνδρα πολλὰ φημιζόμενον ἐπὶ φρονήσει, καὶ ἀνδρείᾳ, τὸν ὁποῖον προτήτερα εἶχεν υἱοθετήση, καὶ προστάξει νὰ στεφθῇ μὲ τὸ βασιλεικὸν διάδημα μὲ παρρησίαν μεγάλην εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας σοφίας τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διὰ χειρὸς τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ὅστις βέβαια ἀποθανόντος τοῦ Βάρδα ἐστερήθη ἑνὸς μεγάλου ἀντιλήπτορος.
20. Πάλιν ὁ Πάπας Νικόλαος βλέπωντας, πῶς μὲ τὰ γράμματα οὐδὲν κατορθώνει, εἰς τὸ τέλος τοῦ χρόνου ἐκείνου ἐδιώρισε νὰ πέμψῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ πρέσβεις Δονάτον δηλαδὴ Ἐπίσκοπον, Λέοντα πρεσβύτερον, καὶ Μαρῖνον διάκονον, μὲ τὸ μέσον τούτων ἐπαρακίνει τὸν βασιλέα, νὰ ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τὸν Ἰγνάτιον καὶ νὰ διώξῃ τὸν Φώτιον, τοὺς ὁποίους πάλιν ἤθελεν ὅτι ὁ Μιχαὴλ νὰ στείλη εἰς Ῥώμην πρὸς αὐτόν, καὶ νὰ ρίψῃ εἰς τὴν φωτίαν ἐκείνην τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ εἶχε τοῦ στείλῃ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπεκρίνατο ἀναιρῶν τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμια, ἀλλέως ἐφοβέριζε, πῶς αὐτὸς ἤθελε κάμῃ σύνοδον εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ κρεμῶντας εἰς ἕνα ξύλον ἐκεῖνα τὰ γράμματα ἤθελε νὰ δώσῃ εἰς πῦρ μὲ μεγάλην καταισχύνην τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀνατολικοὶ πάλιν, ὄχι μὲ λόγια, καὶ μὲ γράμματα, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι τὸν Πάπαν Νικόλαον, νὰ γνωρίσῃ, πῶς αὐτοί, οὐδ᾿ ὅλως στέργουσιν, ὅσα ἐκεῖνος καὶ κάμνει, καὶ φρονεῖ μελετῶν νὰ ὑποτάξῃ τὴν Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν. Διατὶ ὅ,τε βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βασίλειος ἐπρόσταξαν, ὅτι οἱ Λεγάτοι τοῦ Νικολάου νὰ μὴ εἰσέβουσιν εἰς τὰ ὅρια τῆς Βασιλείας, ἂν πρῶτον δὲν δώσωσι Λίβελλον πίστεως ἀθετοῦντες καὶ ἀναθεματίζοντες, ὅσα Λατινικὰ δόγματα ἀπορρίπτει ἡ Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησία. Ἕως εἰς τὴν Βουλγαρίαν εἶχαν φθάσῃ οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα, ὁποῦ ἀργοπόρεσαν τεσσαράκοντα ἡμέρας, καὶ γνόντες τὰ βασιλεικὰ προστάγματα, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Ῥώμην, ἀναγγέλλοντες τῷ Νικολάῳ, ὅσα ἤκουσαν.
21. Τὸ σκάνδαλον τοῦτο τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐγίνετο ἀκόμη μεγαλήτερον μὲ τὴν ἀφορμὴν τῶν νεοφωτίστων Βουλγάρων. Τὸ γένος τοῦτο ἤθελε γένῃ πολλὰ φοβερὸν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων, τὴν ὁποίαν μὲ τὰς συνεχεῖς ἐπιδρομάς, ὁποῦ ἔκαμνεν, ἐζημίωσε, καὶ ἔβλαψε πολλαῖς φοραῖς. Τὸν χρόνον ἐκεῖνον διὰ τὴν ὑστέρησιν τῶν καρπῶν, καὶ σπορίμων, ἦτον πολλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὴν πεῖναν ὅλη ἡ περίχωρος τῆς Βουλγαρίας, καὶ λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βάρδας ὁ θεῖός του, λαβόντες ταύτην τὴν εὐκαιρίαν, ἐσύκωσαν στρατὸν πολὺν κατὰ τῶν Βουλγάρων, τοὺς ὁποίους τέτοιας λογῆς ἐστενοχώρησαν διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης, ὁποῦ τοὺς ἤφεραν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον. Ὅθεν ἐβουλεύθησαν μὲ τὸν Βασιλέα αὐτῶν Βόγορον, νὰ παραδοθῶσι θεληματικῶς, καὶ γενόμενοι χριστιανοί, νὰ ὑποτάξωσι τὴν αὐθεντίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως βασιλεῖ, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχῃ. Καὶ λοιπὸν γενομένης συνθήκης ἦλθεν ὁ Βόγορος εἰς τὴν βασιλεύουσαν μ᾿ ὅλους τοὺς ἄρχοντας, καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιον βάπτισμα, τὸν ὁποῖον ἀνεδέχθη ἀπὸ τὴν θείαν κολυμβήθραν ὁ ἴδιος Βασιλεύς, καὶ τὸν ὠνόμασε μὲ τὸ ἴδιόν του ὄνομα Μιχαήλ. Ἐπιμελήθη ἀπὸ τότε ὁ Πατριάρχης, καὶ ἔπεμψε Διδασκάλους εἰς τὴν Βουλγαρίαν, διὰ νὰ κατηχήσωσι τὸν νεοσύλλεκτον ἐκεῖνον λαόν, ἑρμηνεύοντές τους τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τὰ δόγματα, καὶ πάλιν δι᾿ ἐπιστολῶν δὲν ἔλειπε νὰ στερεώνῃ τὸν ἴδιον Βασιλέα Μιχαὴλ εἰς τὴν Πίστιν, ὁποῦ ἐδέχθη. Ὅθεν εἰς τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἐπιστολήν, τὸν ὀνομάζει, ὦ καλὸν ἄγαλμα τῶν ἐμῶν πόνων, καὶ ὦ τῶν ἐμῶν πνευματικῶν ὠδινῶν εὐγενές, καὶ γνήσιον γέννημα. Ὅμως δὲν εἶχεν ἀπεράσῃ ὁ δεύτερος χρόνος, καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἔπεμψεν εἰς τὴν Βουλγαρίαν ἰδίους Ἐπισκόπους, νὰ διδάξῃ τὸν λαὸν ἐκεῖνον τὰ δόγματα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ὑποτάξῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην εἰς τὴν ἐξουσίαν του. Καὶ ἀληθινὰ τόσον ἐπροχώρησε τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων ἡ διδασκαλία, ὁποῦ καταπεισθεὶς ὁ Βασιλεὺς Μιχαήλ, ἀφίνων τὸν Πατριάρχην Φώτιον, ἔπεμψε Πρέσβεις, καὶ δῶρα ὁμοῦ πρὸς Πάπαν Νικόλαον ζητῶν συμβουλὰς περὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης, καί, τί ἔμελλε νὰ κάμη διὰ τοὺς λοιποὺς Βουλγάρους, οἵτινες ἦτον ἀκόμη ἀβάπτιστοι; Δὲν ἦτον τόσον δύσκολον, νὰ ἐπιστρέψωσιν οἱ Βούλγαροι ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι νεοβαπτισμένοι, πρωτόπειροι, καὶ ὡσὰν τρυφερὰ κλονάρια εὔκολοι νὰ κλίνωσιν, ὅθεν ἤθελαν τραβιχθῇ, μάλιστα ὁποῦ ἐκεῖνοι οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ Νικολάου ἐκήρυττον φανερά, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Φώτιος δὲν ἦτον ἀληθινός, καὶ γνήσιος Ἀρχιερεύς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅσα εἶχε κάμη, ὅλα ἦτον ἄκυρα. Ὅθεν διὰ τὴν ἀφορμὴν ταύτην ἔχριον πάλην μὲ τὸ ἅγιον Μῦρον, ὅσους εἶχον Βαπτισμένους οἱ Ἀνατολικοὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖ ἀπεσταλμένοι.

Ενας κριτικός συγγραφέας


* Ο Θεοτοκάς μπορεί να μην ήταν ένας συστηματικός ή εξ επαγγέλματος κριτικός, ήταν ωστόσο ένας από τους πιο ειλικρινείς, που δεν δίσταζε να διατυπώσει ανεπιφύλακτα τις απόψεις του, να τις αναθεωρήσει αργότερα και να παραδεχτεί πως έσφαλε, όπως συνέβη στην περίπτωση του Καβάφη
Ενας κριτικός συγγραφέας





* Τολμηρός διανοούμενος
Ο Θεοτοκάς ήταν πάντα ένας πολυσχιδής συγγραφέας και τολμηρός διανοούμενος ο οποίος δεν δίσταζε να γράφει για ποικίλα θέματα, από τη Ρωσική επανάσταση και τα μεσαιωνικά μνημεία της Ελλάδας μέχρι τον υπερρεαλισμό και το λογοτεχνικό ύφος. Προσπαθούσε πάντα να πάρει θέση, να εκφέρει άποψη, να προβλέψει εξελίξεις και δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ένας από τους πρώτους Ελληνες που μίλησαν για την ενωμένη Ευρώπη. Ανεξάρτητα από τη διεισδυτικότητα των παρατηρήσεών του, ο Θεοτοκάς υπήρξε ο πεζογράφος που έγραψε ίσως τα περισσότερα δοκίμια και άρθρα πολιτικού στοχασμού αλλά και κοινωνικής ανάλυσης, προσπαθώντας να συλλάβει τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα αλλά και τις αδυναμίες, τις τάσεις και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Μια τέτοια διαρκής ενασχόληση με τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφο τον προβληματισμό του γύρω από τη λογοτεχνία και την κριτική.
Για τούτο στην κριτική του ανάλυση ο Θεοτοκάς δεν ήταν ποτέ φορμαλιστής, δεν τον ενδιέφερε δηλαδή η υφή του κειμένου αλλά τα γενικότερα ζητήματα. Τον είλκυαν πνευματικές φυσιογνωμίες που ήταν ηγετικές, πρωτοποριακές, που είχαν βάρος και όραμα για την εποχή τους. Δεν είναι νομίζω τυχαίο το γεγονός ότι στο Ελεύθερο Πνεύμα υποστηρίζει ότι οι σπουδαιότεροι πεζογράφοι «δεν είναι καθαροί λογοτέχνες αλλά κριτικοί συγγραφείς: Ψυχάρης, Ροΐδης», διευκρινίζοντας ότι χωρίς να θέλει να υποτιμήσει την καλλιτεχνική τους αξία θεωρεί την κριτική και αναθεωρητική διάθεση δυνατότερη από την καθαρά δημιουργική. Τα δοκίμια του Θεοτοκά δεν είναι ούτε σαν τις Δοκιμές του Γιώργου Σεφέρη ούτε σαν τις Μελέτες του Ζήσιμου Λορεντζάτου, είναι πιο μαχητικά, πιο επίκαιρα καθώς προσπαθούν να συλλάβουν τον παλμό της εποχής τους και να συμβάλλουν στις εκάστοτε συζητήσεις και αναζητήσεις.
* Δίκαιος και ειλικρινής
Από την εποχή της Πνευματικής Πορείας (1961) ο κριτικός και δοκιμιογράφος Θεοτοκάς δεν προσέχτηκε, σε αντίθεση με τον θρησκευτικό (Η Ορθοδοξία στον καιρό μας [1975]), τον πολιτικό (Πολιτικά Κείμενα [1976], Στοχασμοί και Θέσεις - Πολιτικά Κείμενα 1925-1966[1996]), τον επιστολογράφο (Γιώργος Θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1933-1966) [1975], Γ. Θεοτοκάς - Ν. Κάλας, Μια αλληλογραφία [1989]) ή τον ημερολογιογράφο (Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953) [1987], Ημερολόγιο της «Αργώς» και του «Δαιμονίου»[1989]). Ο μυθιστοριογράφος και ο θεατρικός Θεοτοκάς ήταν πάντα λίγο πολύ στο προσκήνιο όχι μόνο με τις επανεκδόσεις των έργων του ή τις σχετικές μελέτες, αλλά και με τη διασκευή των μυθιστορημάτων του για την τηλεόραση ή με το ανέβασμα των θεατρικών του από διάφορους θιάσους, με «Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας» να είναι το πιο προσφιλές. Ως ποιο βαθμό όμως μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεοτοκά ως κριτικό; Ο Κ.Θ. Δημαράς στην εισαγωγή του στο Ελεύθερο Πνεύμα παρατηρεί τα εξής για τη σχέση του Θεοτοκά με την κριτική: «Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι ο Θεοτοκάς πάρεργα μόνο ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική, και σε καμμία περίπτωση μέσα στην αισθητική θέαση της λογοτεχνίας».
Ο Θεοτοκάς μπορεί να μην ήταν ένας συστηματικός ή εξ επαγγέλματος κριτικός, ήταν ωστόσο ένας από τους πιο ειλικρινείς που δεν δίσταζε να διατυπώσει ανεπιφύλακτα τις απόψεις του, να τις αναθεωρήσει αργότερα και να παραδεχτεί πως έσφαλε, όπως συνέβη στην περίπτωση του Καβάφη. Για τον Θεοτοκά η κριτική συνιστά και μια μορφή αυτοβιογραφίας και σε ένα κείμενό του αναλογίζεται τη φράση του Οσκαρ Ουάιλντ ότι η υψηλότερη καθώς και η χαμηλότερη μορφή της κριτικής είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας. Η ειλικρίνεια της κριτικής του και η διάθεση για αναθεώρηση καθιστούν τα κριτικά του κείμενα αυθεντικά τεκμήρια όχι μόνο των απόψεων του ίδιου αλλά και της γενιάς του, γιατί ο Θεοτοκάς λειτούργησε αρκετές φορές ως εκπρόσωπός της, συνομιλώντας με ομοτέχνους του ή αντιδικώντας κατά καιρούς με υπό διαμόρφωση τάσεις, ιδέες και γνώμες.
Ο Θεοτοκάς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο σύνδεσμος της γενιάς του '30. Με αρκετούς εκπροσώπους της είχε στενή σχέση και αλληλογραφία (Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Κάλας) και στο σπίτι του τραβήχτηκε η περιβόητη φωτογραφία της γενιάς το 1963. Ηταν όμως και εκείνος που δεν δίσταζε να διαφωνήσει με τους συνοδοιπόρους του, όπως συνέβη με τον Καραντώνη για την περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου αλλά και με τον Ελύτη για τον υπερρεαλισμό. Οι διαφωνίες του δεν διαπνέονται από μισαλλοδοξία ούτε μικροψυχία αλλά από την αντίληψη, όπως γράφει στον Ελύτη, ότι «αφού πρόκειται για πνεύμα και για τέχνη, όλα αυτά πρέπει να γίνουνται ακριβώς με κάποια τέχνη, με κάποιο ιπποτισμό, με κάποιο ύφος».
* Οι ωφέλειες της αμφιβολίας
Ο Θεοτοκάς δεν ήταν ένας αναλυτικός κριτικός που έσκυβε συστηματικά πάνω στα κείμενα και τα ανέλυε λεπτομερειακά αλλά ένας κριτικός-χρονογράφος γιατί μέσα από την κριτική του προσπαθεί να δει ιστορικά τις εξελίξεις και να διακρίνει τους αντιπροσωπευτικούς τύπους κάθε εποχής, όπως κάνει στο κείμενό του για τον Καρυωτάκη. Οντας πνεύμα ανήσυχο και αντιδογματικό, πίστευε ότι κάποια διάθεση αμφιβολίας ωφελεί και καλό είναι συγγραφείς και κριτικοί να αυτοελέγχονται και να μην ικανοποιούνται. Ο αντιδογματισμός τον οδηγεί και στη σχετικότητα των κριτικών αξιολογήσεων: «Το φαινόμενο των πνευματικών έργων που δεν έχουν απήχηση στον καιρό τους, που συχνά καταδικάζουνται από τη σύγχρονή τους κριτική και που, τελικά, αναγνωρίζουνται σαν έργα αξίας από μεταγενέστερες γενεές δεν είναι βέβαια σπάνιο στην ιστορία των γραμμάτων». Οι απόλυτες γνώμες τον απωθούν, όπως και οι βιαστικές και μεροληπτικές εντυπώσεις ενώ πάντοτε βλέπει περιθώριο για το εφετείο της κριτικής όσον αφορά φαινομενικά αμετάκλητες κρίσεις.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστηρίζει ότι η κριτική του είναι υποκειμενική και έχει συναισθηματικά ερείσματα, εντούτοις αναζητεί τη στερεότητα, τη σαφήνεια και την ξεκάθαρη σκέψη. Στα κείμενά του της δεκαετίας του 1930, ο Θεοτοκάς προβάλλει το ιδεώδες ενός νέου κλασικισμού που συνδυάζει το δωρικό ύφος, τη διαύγεια του ελληνικού τοπίου και την ιδέα της δυναμικής συνέχειας. Στο δοκίμιό του «Η διαύγεια» (1931) τονίζει ότι η νεοελληνική σκέψη και πεζογραφία «όταν σημάνει η ώρα τους θα έχουν τη λιτότητα και τη διαύγεια των δωρικών ναών». Δεν τον ενδιαφέρει η «αυθόρμητη» και «πηγαία» τέχνη αλλά αυτή που συλλαμβάνει τον τραγικό ρυθμό της ιστορίας, μια λογοτεχνία πιο ουσιαστική και πνευματική στην οποία όμως προσάπτουν το στίγμα του εγκεφαλισμού.
Θεωρεί την περίπτωσή του μια ανωμαλία στα ελληνικά γράμματα γιατί δεν μπορούν να τον κατατάξουν: «Είμαι άραγε ένας κριτικός που γράφει και λογοτεχνικά βιβλία για να εφαρμόσει δεν ξέρω ποιες θεωρίες; Ή μια φύση διπλή, μυθιστοριογράφου και στοχαστή;». Η κριτική δραστηριότητα του Θεοτοκά γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ μυθιστοριογράφου και στοχαστή, αντλώντας από την τέχνη και την αισθαντικότητα του πρώτου και από τον προβληματισμό του δεύτερου πάνω σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα. Η μια ιδιότητα είναι σαν να τροφοδοτεί την άλλη, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λογοτέχνη, στοχαστή και κριτικού να μην μπορούν να διαγραφούν με σαφήνεια. Ισως για τούτο ο χαρακτηρισμός «κριτικός συγγραφέας», που χρησιμοποίησε ο ίδιος για τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, να του ταιριάζει καλύτερα.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.