Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Κωνσταντίνος Παρθένης

Κ. Παρθένης, Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου (1931). Ελαιογραφία, 118 εκ. x 117 εκ. Συλλογή Ιδρύματος Σπ. Λοβέρδου.


Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου10 Μαΐου 1878 – Αθήνα25 Ιουλίου 1967) ήταν διακεκριμένοςΈλληνας ζωγράφος, που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα. Από το 1895 έως το1903, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κοντά στον Γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ(γερμ., Karl Wilhelm Diefenbach) και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στην Βιέννηπραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα[1].

Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα, στην Κωνσταντινούπολη και στον Πόρο όπου αγιογράφησε την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Έως το 1907, έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.
Από το 1909 έως το 1914, έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά1910· πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός1911).
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της ‘Συντροφιάς των Εννιά'.Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θεόφρ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους, ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή.

Το 1919, του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε κάνει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης τουΠαρισιού (γαλλ., Exposition internationale des arts et techniques dans la vie moderne) για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό[2]. Έτσι, με παρέμβαση του Βενιζέλου, το 1929 ο Παρθένης διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρότι κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι μετέπειτα έλληνες ζωγράφοι (Γ. ΤσαρούχηςΝ. ΕγγονόπουλοςΔ. ΔιαμαντόπουλοςΡέα Λεονταρίτου, κ.ά.), εντούτοις τελικά το 1947, παραιτήθηκε την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Πέθανε το 1967, ενώ η κόρη του Σοφία και ο γιος του Νίκος είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους[3].

Το έργο του

Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένη Ελλάδα.Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στην Βιέννηκαι η μουσική του παιδεία[4], τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμόενώ οι κριτικοί τέχνης θα τον κατατάξουν ως νεοτεριστή,μοντερνιστή και ‘σεσεσιονιστή’ (από το “Sezession” που σημαίνει «απόσχιση»).[5]
Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.[6] Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για έργα του ζωγράφου έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο σκύλος του, Ρούμπενς (περί το 1900).

Το χιούμορ του τελεσιγράφου (Κ. Βάρναλης)


Επέτειο έχουμε σήμερα, μαζί κι αργία, ταιριάζει να ανεβάσουμε κάτι επετειακό και λογοτεχνικό ή έστω λογοτεχνίζον. Με τον κίνδυνο να κατηγορηθώ για έλλειψη πρωτοτυπίας, διάλεξα και φέτος να παρουσιάσω ακριβώς ό,τι και πέρυσι, δηλαδή ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όχι βέβαια το ίδιο χρονογράφημα με αυτό που παρουσίασα πέρυσι, ένα άλλο, αλλά και πάλι γραμμένο τις ίδιες μέρες και δημοσιευμένο στην εφημ. Πρωία, στη στήλη “Τέχνη και ζωή” που κρατούσε ο Κ. Βάρναλης.
Θυμίζω ότι ο Βάρναλης, όταν απολύθηκε από τη μέση εκπαίδευση εξαιτίας της εμπλοκής του στα Μαρασλειακά, στράφηκε για βιοπορισμό στη δημοσιογραφία -και από αυτό το επάγγελμα πήρε τελικά σύνταξη, το 1958 από την Αυγή.  Στην εφημερίδα Πρωία πήγε το 1937 (πρωτύτερα δούλευε στο λεξικό της). Εξαιτίας της δικτατορίας του Μεταξά, τα άρθρα του Βάρναλη στην Πρωία, αν και ξεχώριζαν για το ύφος τους, δημοσιεύονταν αρχικά ανυπόγραφα και στη συνέχεια με Α-Ω. Ο Βάρναλης έγραφε φιλολογικά κυρίως άρθρα, αλλά όταν το 1939 πέθανε ο Γ. Σερούιος, που έγραφε το χρονογράφημα, ο Βάρναλης ανέλαβε να γράφει εκείνος το καθημερινό χρονογράφημα, που είχε τον γενικό τίτλο “Τέχνη και ζωή” -και το υπέγραφε ΤκΖ. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, που δεν ξέρω αν έχει δοθεί η εξήγησή της, αρχίζοντας από το χρονογράφημα της 27ης Οκτωβρίου 1940, μια μέρα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος δηλαδή, ο ποιητής άρχισε να υπογράφει τα χρονογραφήματά του με το πραγματικό του όνομα! (Να προεξοφλούσε άραγε το ξέσπασμα του πολέμου και άρα τη χαλάρωση της λογοκρισίας; )
Πολλά από τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Πρωία την περίοδο 1939-40 είναι αξιόλογα φιλολογικά, κριτικά και αισθητικά δοκίμια, και αρκετά από αυτά τα έχει συμπεριλάβει ο Βάρναλης στα “Αισθητικά-Κριτικά” του δείχνοντας ότι δεν τα θεωρούσε εφήμερα (όπως σχεδόν εξορισμού θεωρείται το χρονογράφημα). Φυσικά, από τις 28 Οκτωβρίου και μετά, τα χρονογραφήματα επιστρατεύονται κι αυτά στην πολεμική προσπάθεια, αν και σε αρκετά υπάρχει και πάλι η φιλολογική παράμετρος.
Το χρονογράφημα που θα δούμε σήμερα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 9 Νοεμβρίου 1940. Ο Βάρναλης, χρησιμοποιώντας τη σάτιρα, περιγράφει τι θα συνέβαινε κατά τη γνώμη του αν η Ελλάδα συμφωνούσε με τους όρους του ιταλικού τελεσίγραφου. Αν και τα σενάρια εναλλακτικής ιστορίας δεν είναι δυνατό να δοκιμαστούν στην πράξη, νομίζω ότι οι προβλέψεις του Βάρναλη είναι απόλυτα βάσιμες.
Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που δεν είχε μεγάλες διαφορές από τη σημερινή). Εκδοτική Τράπεζα είναι ο πρόγονος της Τράπεζας Ελλάδος, αν δεν κάνω λάθος.
Το χιούμορ του τελεσιγράφου
Η βαθύτερη έννοια του Ιταλι­κού τελεσιγράφου ήτανε χιουμορι­στική. Ο κ. Τσιάνο σαν διπλωμάτης άλλα έγραφε κι άλλα εννοούσε. Αν θελήσουμε να μετα­γράψουμε σε γλώσσα ρεαλιστική το κείμενο του μνημειακού αυτού εγγράφου, θα το ιδούμε να λέει πε­ρίπου τα εξής:
«Κυρία Ελλάδα,
Επειδή κάθεσαι στ’ αυγά σου και δεν κουνιέσαι, αυτό αποδεί­χνει πως επιβουλεύεσαι την ασφάλεια της γενναίας Ιταλίας, που αυτήν τη στιγμή μάχεται για ό­λους τους μικρούς λαούς πώς να τους βουτήξει. Αν δεχόσουνα να υποταχθείς στην Ιταλία θ’ απόδειχνες πως σέβεσαι την αρχή της ουδετερότητος. Αλλά τα μεγάλα κράτη έχουνε το χρέος να προλα­βαίνουνε τα αμαρτήματα των μι­κρών. Και οι μικροί —είναι τιμή τους να τούς αλυσοδένουν και να τους ληστεύουν οι μεγάλοι. Για καλό λοιπόν δικό σου ξύπνα η ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα για να μάθεις εγκαίρως, πως μετά τρεις ώρες «θα κάμψω την Αντίστασή σου διά των όπλων». Θα καταλάβω μερικά στρατηγικά σημεία σου, όσα και όποια θέλω, για εγγύηση της ουδετερότητός σου.
Μετά τη μεγάλη αυτή θυσία, που θα κάνω για χατίρι σου, είναι φυσικό να μου δείξεις μοναχή σου την καλή σου θέληση και να μου παραδώσεις όλον τον οπλισμό και τα άλλα εφόδια του στρατού σου: κανόνια, αεροπλάνα, τουφέκια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα, άλογα, ρου­χισμό, αφού εσύ θα κάθεσαι μα­κάρια κι εγώ θα πολεμώ για το συμφέρο σου. Ύστερα θα μας παραδώσεις και τα πολεμικά σου καράβια για να μη σου τα πάρουν οι Εγγλέζοι.
Αλλ’ αφού τα «φιλικά» στρα­τεύματα της Ιταλίας θ’ ανδραγαθούνε χασομερώντας στη χώρα σου, είναι λογικό να τα τρέφεις εσύ, αφού για σένα θα αποφεύγουν τον πόλεμο. Αλλά δεν φτάνει μο­νάχα να τα θρέφεις. Για εγγύηση των ειλικρινών σου προθέσεων πρέ­πει να μας παραδώσεις όλα σου τα αποθέματα σιταριού, κρέατος, βουτύρου, πατάτας, ρυζιού, μακα­ρονιών κτλ. και για να μη γίνεται καταστρατήγηση αυτού τού σωτηρίου μέτρου, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ ο στρατός μου θα κά­νει έρευνα στις κουζίνες των σπιτιών για να βεβαιώνεται αν μα­γειρεύουνε ή όχι φαγί οι πολίτες σου· γιατί ένα τέτοιο πράγμα θα είναι κλοπή εις βάρος της Ιταλίας, και φυσικά ο τέντζερης θα κα­τάσχεται.
Αλλά η πρακτική φροντίδα του Ντούτσε δεν περιορίζεται σε τέτοια προσωρινά μέτρα ασφαλείας. Θέλει ν’ αναγεννήσει ριζικά το λαό σου και να σταθεροποιήσει για πάντα την οικονομική του ύπαρξη. Γι’ αυτό θα μου παραδώσεις όλο το συνάλλαγμα της Εκδοτικής σου Τραπέζης, καθώς και όλα τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια, τις κα­δένες και τα σκουλαρίκια των υπηκόων σου κι εγώ θα σου δώσω απέναντι χάρτινες λιρέτες. Κι όποιος θα δυστροπεί να δέχεται στις συναλλαγές του την τίμια λιρέτα, αυτός θα θεωρείται συνω­μότης εναντίον της Ιταλικής προ­στασίας και θα τουφεκίζεται. Γιατί θα ήτανε έγκλημα ασυγχώρητον η Ιταλία να θέλει το καλό της Ελλάδας κι η Ελλάδα να μη θέλει το καλό το δικό της.
Αλλ’ αν, κυρία Ελλάδα, έχεις την αδιακρισία να μάθεις πότε θα φύγει ο στρατός μου, θα έπρεπε να σεβαστείς τη φημισμένη εξυπνάδα σου και να μη ρωτάς. Βλέπεις, πως στο τελεσίγραφό μου ορίζω με το καλαντάρι και με το ρολόγι στο χέρι τι μέρα και τι ώρα θα μπω στη χώρα σου, μα δε λέω λέ­ξη πότε θα βγω. Αυτό θα πει, πως η κατοχή μου θα έχει την «προσωρινότητα» της κατοχής των Δω­δεκανήσων. Αν ακόμα δεν έφυγα από κει, φταίνε οι ξεροκέφαλοι νη­σιώτες, που αργούνε τόσο να γί­νουν Ιταλοί. Αν εσείς γίνετε Ι­ταλοί νωρίτερα, θα φύγουμε και νωρίτερα. Και για το καλό του λαού σου, δηλαδή για να συντομέψουμε το χρόνο της κατοχής μας, δεν θα επιτρέπονται πια ού­τε ελληνικά σκολειά ούτε ελληνι­κά βιβλία ούτε ελληνικές εφημε­ρίδες —όπως κάναμε και στα Δω­δεκάνησα. Έτσι θα «αποπτύσουν» τα παιδιά σου την άθλια καταγωγή τους και γίνουν «ανθρώποι», δηλαδή τέκνα της γεν­ναίας Ιταλίας, που πάντα με­γάλωσε με τη λεία και δοξάσθη­κε με την ήττα.
Κι αφού σας απαλλάξουμε απ’ όλα τα επίγεια και μάταια υλικά αγαθά, θα σάς δίνουμε κάθε μέ­ρα απ’ εκείνο το ανεκτίμητο αγαθό, που βγήκε από τον Παράδεισο κι οδηγεί στον Παράδεισο…»
Αυτά πάνου κάτου έλεγε το τε­λεσίγραφο κάτου από τη συμβο­λική του φρασεολογία. Ένα πρά­μα μονάχα δεν όριζε: αν οι γενναίοι φασίστες θα μπούνε στην Ελλάδα όπως μπήκε κάποτε ο συμπατριώτης τους ο Μπερτόλδος στο δωμάτιο του βασιλιά του: με τη ράχη.

"Η Κόλαση του Δάντη" όπως την διάβασε ένας αναγνώστης

«Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα»
Το καλοκαίρι διάβασα ένα βιβλίο που στριφογύριζα γύρω του χρόνια τώρα… την Θεία Κωμωδία του

Δάντη και δει το πρώτο του βιβλίο, την Κόλαση. Το αγόρασα από τις εκδόσεις ΤΥΠΟΘΗΤΩ σε μετάφραση Α. Ριζιώτη, μια καλαίσθητη έκδοση που παραθέτει και το ιταλικό πρωτότυπο κείμενο. Τις τελευταίες 20 μέρες έψαχνα ένα τρόπο να μιλήσω για αυτό το θέμα που μου έχει προκαλέσει ανάμικτα συναισθήματα. Θεωρείται από τα κλασσικά αριστουργήματα της μεσαιωνικής ιταλικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε το 13ο αιώνα με ποιητικό, έμμετρο τρόπο και με χρήση έντονων, οπτικών εικόνων. Χωρίζεται σε 3 μέρη βιβλία: Κόλαση – Καθαρτήριο – Παράδεισος, και το καθένα σε Άσματα, περιγράφοντας την πορεία του ανθρώπου προς τον εξαγνισμό του, την προσπάθειά του να προσεγγίσει τη θεία διάσταση.

Προς το παρόν δεν έχω διαβάσει καμιά ανάλυση αν και υπάρχουν από σημαντικούς ανθρώπους όπως ο Γκράμσι και ο Λούκατς. Είχα πάντως 2 λόγους και 3 ερωτήματα, όλα ικανά να με σπρώξουν να διαβάσω Δάντη. Οι λόγοι ήταν η κλασσική του αξία και η ενασχόληση του με την ηθική. Ανάλογα και τα ερωτήματα… α) Γιατί Θεία Κωμωδία; Δεν νομίζω να προκαλεί γέλια η ανάγνωσή του β) Μετά από 700 χρόνια έχει λογοτεχνική αξία; Όχι πως δε γίνεται, αλλά…, και το πιο σημαντικό γ) ο κώδικας αξιών του, τι μπορεί να σημαίνει σήμερα;
Για να προβοκάρω και τις ίδιες μου τις πεποιθήσεις, τελικά οριστική απάντηση δεν πήρα σε κανένα από 3 ερωτήματα.
Ειδικά στο πρώτο, μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Μάλλον ονόμασε το έργο του Κωμωδία από ηθικό τρόμο. Φοβόταν μήπως προκαλέσει τη μήνι σημαντικών ανθρώπων της εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης, ή, πολύ περισσότερο, του ίδιου του Θεού. Οπότε δημιούργησε ένα «άλλοθι» για την ημέρα της Κρίσης (της γήινης ή επουράνιας) πως τάχα μου «δεν τα εννοούσε». Ίσως τελικά να είναι κωμωδία, αν το προσεγγίσεις από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Γιατί πολλά χαμόγελα μου γεννήθηκαν όταν τοποθετούσε σε τομείς της Κόλασης προσωπικούς του εχθρούς και αντιπάθειες. Μήπως γράφουμε για να σπάμε πλάκα, λέω τώρα… τεσπά…
Για το δεύτερο ερώτημα, στην αρχή σε ξενίζει ο σχετικά απαρχαιωμένος τρόπος γραφής του. Από `κει και πέρα η χρήση εικόνων σε συνεπαίρνει. Σίγουρα η επιρροή του Δάντη στην εποχή του πρέπει να ήταν τρομαχτική.  Η γενιά μας είναι πλήρως εκτεθειμένη σε λογιών – λογιών οπτικό υλικό από τηλεόραση, κινηματογράφο και internet. Ειδικά η οπτικοποίηση του τρόμου είτε μέσα από ταινίες είτε μέσα από live μεταδόσεις πολέμων και διαφόρων εγκλημάτων, «κατευθύνει» και, άρα, περιορίζει τη φαντασία μας. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ πως κάποια σημεία συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να είναι πολύ δυνατά. Τέσσερις σκηνές μου έχουν χαραχτεί:
  • 13o Άσμα. Η τιμωρία των αυτοχείρων. Γίνονται φυτά « Άνθρωποι ήμαστε κάποτε, κούτσουρα τώρα έχουμε γίνει». Ο λόγος; «Σαν η φριχτή ψυχή από το σώμα αποχωρισθεί, που απ` αυτό μονάχη της έχει ξεριζωθεί…. Πέφτει μέσα στο δάσος όπου λάχει… κι εκεί φυτρώνει σαν ζιζάνιου σπόρος… όμως καμιά ψυχή το πρωτινό το σώμα της δε θα ξαναντυθεί, γιατί δεν είν` σωστό να πάρει κανείς πίσω ότι έχει ξεντυθεί».
  • 20ο Άσμα. Η τιμωρία των μάντεων και μάγων. Έχουν το κεφάλι ανάποδα και περπατούνε προς τα πίσω. «… είδα την ανθρώπινη μορφή να `ν` έτσι παραμορφωμένη που το δάκρυ να κυλά και τους γλουτούς να βρέχει απ` τη σχισμή.»
  • 25ο Άσμα. Η τιμωρία των κλεφτών. Διαρκής μεταμόρφωση – μετατροπή των κλεφτών σε σιχαμερά ερπετά και ερπετών σε κλέφτες. «… βλέπω ένα ερπετό μ` έξι ποδάρια σ` έναν τους πάει να σκαρφαλώσει…. Μια είχανε γίνει οι δυο οι κεφαλές τους, και φαίνονταν σα δυο φιγούρες ανακατεμένες σε μιαν όπου κι οι δυο τους ήτανε χαμένες…. Κάθε όψη πρωτινή είχε πια χαθεί: σα μια και σαν καμιά φαινότανε η μορφή…»
  • 32ο Άσμα. Η τιμωρία των προδοτών. Είναι θαμμένοι αιώνια σε μια απέραντη, σκοτεινή, παγωμένη λίμνη. «Κι όπως στέκεται το βατράχι… κι απ` το νερό μονάχα τη μουσούδα βγάζει… Έτσι σταχτιές ήσαν στον πάγο χωμένες, θλιμμένες οι σκιές, μέχρι το πρόσωπο που κοκκινίζει από ντροπή, κι όπως χτυπάν τις μύτες τα λελέκια, απ` το κρύο, με τα δόντια κάναν μουσική. …τα μάτια τους, που ήταν από πρώτα βουρκωμένα, αρχίσανε να τρέχουν μέχρι τα χείλια, και τα δάκρυα, που παγώνανε, κρατούσανε τα μάτια τους φραγμένα.»
«Στου δρόμου της ζωής τη μέση σε σκοτεινό βρέθηκα δάσος
γιατί το μονοπάτι το σωστό είχα μπλέξει»
1ο Άσμα 1ος στίχος
Ο Δάντης ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση του… ο άνθρωπος είναι χαμένος και φοβισμένος. Αυτά είναι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένος. Η μόνη του διέξοδος είναι ο Θεός. Με οδηγό, κατ` αρχήν, το ποιητή Βιργίλιο που συμβολίζει τη θνητή, ανθρώπινη διάσταση, περνάει μέσα από την Κόλαση.

Προσπαθώντας, πέρα από τη λογοτεχνική αξία του κειμένου, να προχωρήσω σε μια αξιολόγηση του Ηθικού Κώδικα του βιβλίου, γεννήθηκαν προφανείς αντιστάσεις. Ο Δάντης έχοντας εξοβελίσει στην Κόλαση καθετί που έχουμε διδαχθεί σήμερα, είναι πανεύκολο από απλά αντανακλαστικά να τον περιγελάσεις και να τον απορρίψεις. Η αρχαιοελληνική παράδοση και μυθολογία, από τους Επίκουρους ως τον Οδυσσέα, οι επιστήμονες, οι αγνωστικιστές, οι άπιστοι και οι αλλόθρησκοι καίγονται μαζί με τους φαύλους, κλέφτες, προδότες και φονιάδες.
- «Μα, φυσικά… είμαστε Μεσαίωνα», μονολογείς και πας να κλείσεις το βιβλίο.
Αν συνεχίσεις, φτάνεις στον πυρήνα της Κόλασης όπου και συναντάς τον πυρήνα της σκέψης του Δάντη. Εκεί βρίσκεται ο τρικέφαλος Διάβολος που στο καθένα στόμα του κατασπαράσσει αιώνια τους 3 μεγαλύτερους εχθρούς: Τον Ιούδα, τον Βρούτο και τον Κάσσιο.  Οι πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι οι η Καθολική Εκκλησία από τη μία, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την άλλη. Η Pax Romana και η Εκκλησία ως ο επί γης ερμηνευτής των θρησκευτικών-μεταφυσικών θεμάτων, είναι το όραμα του Δάντη. Οι προδότες αυτών, που προσπάθησαν να τις διαλύσουν, είναι το ύψιστο αμάρτημα.
Βάζω τα γέλια.. Είμαστε σοβαροί; Πως μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Αλλά είπαμε… βρισκόμαστε στο μεσαι….
Παύση. ……
Για να ξαναδώ αυτό που είπα….
Πως μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Τι μου θυμίζει αυτό; Μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Αν αντί για τον καθολικισμό βάλουμε την ορθοδοξία και την αρχαία Ελλάδα αντί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Ανατριχιάζω… Σχεδόν φοβάμαι… Πιάνω το βιβλίο από την αρχή προσπαθώντας να πετάξω στην άκρη τις ασυνείδητες αντιστάσεις μου και να το επεξεργαστώ ξανά.
Η ηθική του Δάντη βασίζεται στη εξατομικευμένη ανθρώπινη φύση απέναντι στην κοινωνία. Το ανθρώπινο υλικό είναι εύπλαστο, ευάλωτο. Ο μόνος τρόπος να συμπεριφερθεί με τον άλφα τρόπο κι όχι τον βήτα, είναι ο τρόμος. Η τιμωρία είναι το μοναδικό μέσο συνετισμού και πρέπει να είναι αμείλικτη ώστε ο φόβος της και μόνο να σε καθοδηγεί. Η Ιερά Εξέταση και ο Μονάρχης – Βασιλιάς   λειτουργούν σαν «προκαταβολή» από τα αιώνια μαρτύρια της κόλασης. Τα βάσανα σου δεν σταματάνε στη γη… η ψυχή σου αποκτά υλική διάσταση και τα βασανιστήρια συνεχίζονται. Μια κοινωνία σαν την μεσαιωνική, βάσισε την κυριαρχία της πάνω στην υλική, ιδεολογική και πνευματική καταστολή όλων των ανθρώπων, ακόμα και κομματιών της άρχουσας τάξης. Πλέον φαντάζει σαν τη μεγαλύτερη μαύρη περίοδο της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ήρθε ο Διαφωτισμός και παρουσίασε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Ο Ρουσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο προτείνει μια κοινωνία όπου οι κανόνες δεν προκύπτουν από το Θεό και τους εκπροσώπους του αλλά από τους ίδιους τους ΠΟΛΙΤΕΣ. Οι ηθικοί κανόνες είναι αποτέλεσμα Συμβολαίου  ανάμεσα στους ελεύθερους ανθρώπους , απαλλαγμένους από προκαταλήψεις. Αυτή είναι η ιδεολογική και ηθική βάση της σύγχρονής κοινωνίας. Είναι όμως, ακόμα;
Μήπως το Κοινωνικό Συμβόλαιο έχει πάει στα σκουπίδια κι έχει επανέλθει η λογική του ισχυρού; Μια κοινωνία που έχει ως αρχή «το νόμιμο είναι και ηθικό», που «ντοπαρισμένος είναι μόνο αυτός που πιάνεται» , που η ελευθερία έρχεται μέσα από γενοκτονίες και βομβαρδισμούς τύπου «Σοκ και Δέος» τι ηθικούς κανόνες διαμορφώνει για τους πολίτες της;
Σήμερα, δυστυχώς, η αστικοδημοκρατική υποχρέωση καθιέρωσης συλλογικών κανόνων  έχει μετατραπεί σε μια ζούγκλα, όπου το κάθε άτομο εξατομικευμένο σε, σχεδόν, πολεμικές συνθήκες προσπαθεί να δημιουργήσει ένα προσωπικό κώδικα αξιών. Το κάθε άτομο παραπαίει καθημερινά από το να μη γίνει κάθαρμα ως το να μη πιαστεί μαλάκας. Ένα τέτοιο άτομο είναι απίστευτα ευάλωτο σε κάθε λογής θρησκευτικής ή πολιτικής σέχτας.
Κι έτσι ξαναβρίσκουμε τη Θεια Κωμωδία. Μπορεί κανένας Μπους, Καραμανλής, Βουλγαράκης να προβάλλει κάτι διαφορετικό; Μήπως συμφωνούν κιόλας; Πως μπορεί ένας μέσος πολίτης κεντρώος και θρησκευόμενος να αντιταχθεί στην απλούστατη λογική πως τους κανόνες τους διαμορφώνει ο Θεός και το Κράτος; Είναι δυνατόν 8 αιώνες μετά η ανθρωπότητα να μην έχει καταχτήσει ένα διαφορετικό κώδικα από το μεσαίωνα; Ή, για να είμαι ακριβής, είναι δυνατόν ο μεσαίωνας να επανέρχεται στον 21ο αιώνα;
Καποιοι μπορεί να αισθάνονται πως έχω ξεφύγει από το θέμα. Όμως, με τρόμο ανακάλυψα πως ο Δάντης μπορεί να γίνει ανατριχιαστικά επίκαιρος. Στο φινάλε πως μπορεί ο οποιοσδήποτε από μας να προβάλλει ένα επαρκές σύστημα ηθικών κανόνων; Όχι πως δεν έχουν υπάρξει στο παρελθόν. Απλά έχουν, φυσιολογικότατα, αναδειχθεί ΜΑΖΙ με συλλογικές δράσεις και προτάσεις. Όσο δεν έχουμε  κάτι νέο να φαίνεται στον ορίζοντα θα επιβεβαιώνεται ο Μπρεχτ και θα ζούμε με τα διλλήματα που έχει περιγράψει εύγλωττα σ` ένα ποίημα του…
«Για να επιβιώσεις πρέπει να πατήσεις πάνω σε κάποιον άλλο. Η τραγωδία είναι πως ο άλλος θα βρίσκεται ΠΑΝΤΑ σε χειρότερη θέση από `σένα.»
….και η Κόλαση του Δάντη θα βρίσκεται γύρω σου να στο θυμίζει…
Υ.Γ. Άφησα στο τέλος ένα σχόλιο για το αγαπημένο μου Άσμα, το Τρίτο. Αναφέρεται σε αυτούς που είναι ΕΞΩ από την κόλαση, αλλά δεν μπορούν να πάνε στον Παράδεισο, αυτούς που «Τους διώχνουν τα ουράνια, την ομορφιά τους μη μολύνουν, μα ούτε και τα βαθιά τα τάρταρα δεν τους καλωσορίζουν, μπας κι απ` αυτούς, μια στάλα δόξα πάρουν οι κολασμένοι. …Ανθρώπους λυπημένους… στεναγμοί, κλάματα και κραυγές πόνου αντιλαλούσαν στο σκοτάδι,… Γλώσσες παράξενες, λαλιές φριχτές, λόγια του πόνου κι ουρλιαχτά θυμού, φωνές στριγγές, φωνές πνιχτές και χέρια που χτυπιούνται.» Αυτοί είναι οι κατά το Δάντη που «…Μες τη μιζέρια ετούτη ζούνε οι θλιβερές ψυχές εκείνων που έχουν ζήσει δίχως ψεγάδια, μα και χωρίς επαίνους».

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη (ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/giannhs_ritsos/rwmiosynh.htm

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς
κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς δύσης.
Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ σταφύλια.
Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.
Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.
Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.
Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,
μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη
καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.
Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ
γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα τοῦ καλοκαιριοῦ «κι αὐτὸ θὰ περάσει»
πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της
ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.
Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς
μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου
καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα
καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους
καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες
κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ θὰ κόψει τὸ κουράγιο
καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;
Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο
μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.
Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι
γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,
καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ
γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,
μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι
καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.
Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,
κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,
στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο
κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους καρβέλι.
Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι
ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἄρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες του.

III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας
δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε πάντα στὴ ράχη μας
σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ
οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια μπρὸς ἀπ᾿ τὰ σκιαθίτικα καΐκια
ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα
καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα
ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.
Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.
Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.
Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης
καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα
κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους κουταλοπήρουνα
κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿ τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια 
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.
Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης
Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.
Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ
στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.

IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα
μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι
μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους
καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿ αὐτιά τους.
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα, 
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;
Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα
τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους - πὼς μύριζε τὸ χῶμα -
καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας
πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα
ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα
κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;
Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα
μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς
καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.
Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.

V

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο
κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.
Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι
ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.
Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι. 
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.
Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.
Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.
Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια
μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.
Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς πόρτες.
Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα
ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.
Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.
Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας
ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα της στὴ λύρα.
Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια. 
Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.
Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο
κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἅγιου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.
Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.
Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.
Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.
Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.
Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.
Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομῆλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδαριοῦ
σοὺ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.
Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.
Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς 
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ δόξα.
Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ σου.

VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.
Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα
ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.
Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας μὲ τὶς πολλὲς πολεμίστρες,
στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,
στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ βασανισμένο,
πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας τὶς πικροδάφνες
τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.
Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν ξεραίνει ἡ κάψα.
Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του
ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι
ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του
καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.
Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου
ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.
Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.

«Alors, c'est la guerre» Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!

Η επέτειος του «Όχι» αναφέρεται στην άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης ήταν η είσοδος της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

Το τελεσίγραφο και το ιστορικό "Όχι"

Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο.

Το Μέτωπο

Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ’ ολοκλήρου ορεινή και εξαιρετικά δύσβατη περιοχή, με την οροσειρά της Πίνδου να χωρίζει το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Η υποχώρηση των Ελλήνων άρχισε στις 12 Απριλίου του 1941, οπότε και στο πλευρό των Ιταλών είχαν αρχίσει να προελαύνουν οι Γερμανοί.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν «σφραγίστηκαν» με την πτώση της Κρήτης, τον Μάιο του 1941: ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα και, για τα επόμενα τρία χρόνια, υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.

Ο εορτασμός του "Όχι"

Η άρνηση του Μεταξά πέρασε στον τότε ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Μάλιστα, αυτούσια η λέξη παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Η επέτειος γιορτάστηκε πρώτη φορά το 1941: στο προαύλιο του πανεπιστημίου Αθηνών, έγιναν ομιλίες από φοιτητές, ενώ την παραμονή είχε μιλήσει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, που αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την 28η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο.
Η δεύτερη επέτειος γιορτάστηκε την Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, ενώ το 1943 ο εορτασμός, που έγινε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, διακόπηκε από Γερμανούς, που υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ και έστειλαν είκοσι άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η πρώτη επίσημη επέτειος έγινε το 1944, με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1952, η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε η γιορτή της Αγίας Σκέπης να μεταφερθεί από την 1η Οκτωβρίου στις 28 του μήνα, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο.

Play Button