Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.Πραγματοποίησε ταξίδια στην Καβάλα, στην Κωνσταντινούπολη και στον Πόρο όπου αγιογράφησε την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Έως το 1907, έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο.
Από το 1909 έως το 1914, έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910· πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911).
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ενώ αρχικά εμφανίζεται ως μέλος της ‘Συντροφιάς των Εννιά'.Το 1917 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θεόφρ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους, ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή.
Το 1919, του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Το 1920 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Την ίδια χρονιά βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε κάνει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης τουΠαρισιού (γαλλ., Exposition internationale des arts et techniques dans la vie moderne) για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Πέθανε το 1967, ενώ η κόρη του Σοφία και ο γιος του Νίκος είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους[3].
Το έργο του
Αργότερα, η επαφή του με τονμεταϊμπρεσιονισμόστοΠαρίσικαι η βαθιά γνώση τηςβυζαντινήςαγιογραφίαςτον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένηΕλλάδα.Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στην Βιέννηκαι η μουσική του παιδεία[4], τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικόεξπρεσιονισμόενώ οι κριτικοί τέχνης θα τον κατατάξουν ως νεοτεριστή,μοντερνιστή και ‘σεσεσιονιστή’ (από το “Sezession” που σημαίνει «απόσχιση»).[5]
Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.[6] Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για έργα του ζωγράφου έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο σκύλος του, Ρούμπενς (περί το 1900).
Επέτειο έχουμε σήμερα, μαζί κι αργία, ταιριάζει να ανεβάσουμε κάτι επετειακό και λογοτεχνικό ή έστω λογοτεχνίζον. Με τον κίνδυνο να κατηγορηθώ για έλλειψη πρωτοτυπίας, διάλεξα και φέτος να παρουσιάσω ακριβώς ό,τι και πέρυσι, δηλαδή ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όχι βέβαια το ίδιο χρονογράφημα με αυτό που παρουσίασα πέρυσι, ένα άλλο, αλλά και πάλι γραμμένο τις ίδιες μέρες και δημοσιευμένο στην εφημ. Πρωία, στη στήλη “Τέχνη και ζωή” που κρατούσε ο Κ. Βάρναλης.
Θυμίζω ότι ο Βάρναλης, όταν απολύθηκε από τη μέση εκπαίδευση εξαιτίας της εμπλοκής του στα Μαρασλειακά, στράφηκε για βιοπορισμό στη δημοσιογραφία -και από αυτό το επάγγελμα πήρε τελικά σύνταξη, το 1958 από την Αυγή. Στην εφημερίδα Πρωία πήγε το 1937 (πρωτύτερα δούλευε στο λεξικό της). Εξαιτίας της δικτατορίας του Μεταξά, τα άρθρα του Βάρναλη στην Πρωία, αν και ξεχώριζαν για το ύφος τους, δημοσιεύονταν αρχικά ανυπόγραφα και στη συνέχεια με Α-Ω. Ο Βάρναλης έγραφε φιλολογικά κυρίως άρθρα, αλλά όταν το 1939 πέθανε ο Γ. Σερούιος, που έγραφε το χρονογράφημα, ο Βάρναλης ανέλαβε να γράφει εκείνος το καθημερινό χρονογράφημα, που είχε τον γενικό τίτλο “Τέχνη και ζωή” -και το υπέγραφε ΤκΖ. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, που δεν ξέρω αν έχει δοθεί η εξήγησή της, αρχίζοντας από το χρονογράφημα της 27ης Οκτωβρίου 1940, μια μέρα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος δηλαδή, ο ποιητής άρχισε να υπογράφει τα χρονογραφήματά του με το πραγματικό του όνομα! (Να προεξοφλούσε άραγε το ξέσπασμα του πολέμου και άρα τη χαλάρωση της λογοκρισίας; )
Πολλά από τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Πρωία την περίοδο 1939-40 είναι αξιόλογα φιλολογικά, κριτικά και αισθητικά δοκίμια, και αρκετά από αυτά τα έχει συμπεριλάβει ο Βάρναλης στα “Αισθητικά-Κριτικά” του δείχνοντας ότι δεν τα θεωρούσε εφήμερα (όπως σχεδόν εξορισμού θεωρείται το χρονογράφημα). Φυσικά, από τις 28 Οκτωβρίου και μετά, τα χρονογραφήματα επιστρατεύονται κι αυτά στην πολεμική προσπάθεια, αν και σε αρκετά υπάρχει και πάλι η φιλολογική παράμετρος.
Το χρονογράφημα που θα δούμε σήμερα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 9 Νοεμβρίου 1940. Ο Βάρναλης, χρησιμοποιώντας τη σάτιρα, περιγράφει τι θα συνέβαινε κατά τη γνώμη του αν η Ελλάδα συμφωνούσε με τους όρους του ιταλικού τελεσίγραφου. Αν και τα σενάρια εναλλακτικής ιστορίας δεν είναι δυνατό να δοκιμαστούν στην πράξη, νομίζω ότι οι προβλέψεις του Βάρναλη είναι απόλυτα βάσιμες.
Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που δεν είχε μεγάλες διαφορές από τη σημερινή). Εκδοτική Τράπεζα είναι ο πρόγονος της Τράπεζας Ελλάδος, αν δεν κάνω λάθος.
Το χιούμορ του τελεσιγράφου
Η βαθύτερη έννοια του Ιταλικού τελεσιγράφου ήτανε χιουμοριστική. Ο κ. Τσιάνο σαν διπλωμάτης άλλα έγραφε κι άλλα εννοούσε. Αν θελήσουμε να μεταγράψουμε σε γλώσσα ρεαλιστική το κείμενο του μνημειακού αυτού εγγράφου, θα το ιδούμε να λέει περίπου τα εξής:
«Κυρία Ελλάδα,
Επειδή κάθεσαι στ’ αυγά σου και δεν κουνιέσαι, αυτό αποδείχνει πως επιβουλεύεσαι την ασφάλεια της γενναίας Ιταλίας, που αυτήν τη στιγμή μάχεται για όλους τους μικρούς λαούς πώς να τους βουτήξει. Αν δεχόσουνα να υποταχθείς στην Ιταλία θ’ απόδειχνες πως σέβεσαι την αρχή της ουδετερότητος. Αλλά τα μεγάλα κράτη έχουνε το χρέος να προλαβαίνουνε τα αμαρτήματα των μικρών. Και οι μικροί —είναι τιμή τους να τούς αλυσοδένουν και να τους ληστεύουν οι μεγάλοι. Για καλό λοιπόν δικό σου ξύπνα η ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα για να μάθεις εγκαίρως, πως μετά τρεις ώρες «θα κάμψω την Αντίστασή σου διά των όπλων». Θα καταλάβω μερικά στρατηγικά σημεία σου, όσα και όποια θέλω, για εγγύηση της ουδετερότητός σου.
Μετά τη μεγάλη αυτή θυσία, που θα κάνω για χατίρι σου, είναι φυσικό να μου δείξεις μοναχή σου την καλή σου θέληση και να μου παραδώσεις όλον τον οπλισμό και τα άλλα εφόδια του στρατού σου: κανόνια, αεροπλάνα, τουφέκια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα, άλογα, ρουχισμό, αφού εσύ θα κάθεσαι μακάρια κι εγώ θα πολεμώ για το συμφέρο σου. Ύστερα θα μας παραδώσεις και τα πολεμικά σου καράβια για να μη σου τα πάρουν οι Εγγλέζοι.
Αλλ’ αφού τα «φιλικά» στρατεύματα της Ιταλίας θ’ ανδραγαθούνε χασομερώντας στη χώρα σου, είναι λογικό να τα τρέφεις εσύ, αφού για σένα θα αποφεύγουν τον πόλεμο. Αλλά δεν φτάνει μονάχα να τα θρέφεις. Για εγγύηση των ειλικρινών σου προθέσεων πρέπει να μας παραδώσεις όλα σου τα αποθέματα σιταριού, κρέατος, βουτύρου, πατάτας, ρυζιού, μακαρονιών κτλ. και για να μη γίνεται καταστρατήγηση αυτού τού σωτηρίου μέτρου, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ ο στρατός μου θα κάνει έρευνα στις κουζίνες των σπιτιών για να βεβαιώνεται αν μαγειρεύουνε ή όχι φαγί οι πολίτες σου· γιατί ένα τέτοιο πράγμα θα είναι κλοπή εις βάρος της Ιταλίας, και φυσικά ο τέντζερης θα κατάσχεται.
Αλλά η πρακτική φροντίδα του Ντούτσε δεν περιορίζεται σε τέτοια προσωρινά μέτρα ασφαλείας. Θέλει ν’ αναγεννήσει ριζικά το λαό σου και να σταθεροποιήσει για πάντα την οικονομική του ύπαρξη. Γι’ αυτό θα μου παραδώσεις όλο το συνάλλαγμα της Εκδοτικής σου Τραπέζης, καθώς και όλα τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια, τις καδένες και τα σκουλαρίκια των υπηκόων σου κι εγώ θα σου δώσω απέναντι χάρτινες λιρέτες. Κι όποιος θα δυστροπεί να δέχεται στις συναλλαγές του την τίμια λιρέτα, αυτός θα θεωρείται συνωμότης εναντίον της Ιταλικής προστασίας και θα τουφεκίζεται. Γιατί θα ήτανε έγκλημα ασυγχώρητον η Ιταλία να θέλει το καλό της Ελλάδας κι η Ελλάδα να μη θέλει το καλό το δικό της.
Αλλ’ αν, κυρία Ελλάδα, έχεις την αδιακρισία να μάθεις πότε θα φύγει ο στρατός μου, θα έπρεπε να σεβαστείς τη φημισμένη εξυπνάδα σου και να μη ρωτάς. Βλέπεις, πως στο τελεσίγραφό μου ορίζω με το καλαντάρι και με το ρολόγι στο χέρι τι μέρα και τι ώρα θα μπω στη χώρα σου, μα δε λέω λέξη πότε θα βγω. Αυτό θα πει, πως η κατοχή μου θα έχει την «προσωρινότητα» της κατοχής των Δωδεκανήσων. Αν ακόμα δεν έφυγα από κει, φταίνε οι ξεροκέφαλοι νησιώτες, που αργούνε τόσο να γίνουν Ιταλοί. Αν εσείς γίνετε Ιταλοί νωρίτερα, θα φύγουμε και νωρίτερα. Και για το καλό του λαού σου, δηλαδή για να συντομέψουμε το χρόνο της κατοχής μας, δεν θα επιτρέπονται πια ούτε ελληνικά σκολειά ούτε ελληνικά βιβλία ούτε ελληνικές εφημερίδες —όπως κάναμε και στα Δωδεκάνησα. Έτσι θα «αποπτύσουν» τα παιδιά σου την άθλια καταγωγή τους και γίνουν «ανθρώποι», δηλαδή τέκνα της γενναίας Ιταλίας, που πάντα μεγάλωσε με τη λεία και δοξάσθηκε με την ήττα.
Κι αφού σας απαλλάξουμε απ’ όλα τα επίγεια και μάταια υλικά αγαθά, θα σάς δίνουμε κάθε μέρα απ’ εκείνο το ανεκτίμητο αγαθό, που βγήκε από τον Παράδεισο κι οδηγεί στον Παράδεισο…»
Αυτά πάνου κάτου έλεγε το τελεσίγραφο κάτου από τη συμβολική του φρασεολογία. Ένα πράμα μονάχα δεν όριζε: αν οι γενναίοι φασίστες θα μπούνε στην Ελλάδα όπως μπήκε κάποτε ο συμπατριώτης τους ο Μπερτόλδος στο δωμάτιο του βασιλιά του: με τη ράχη.
Το καλοκαίρι διάβασα ένα βιβλίο που στριφογύριζα γύρω του χρόνια τώρα… τηνΘεία Κωμωδίατου
Δάντηκαι δει το πρώτο του βιβλίο, τηνΚόλαση. Το αγόρασα από τις εκδόσεις ΤΥΠΟΘΗΤΩ σε μετάφραση Α. Ριζιώτη, μια καλαίσθητη έκδοση που παραθέτει και το ιταλικό πρωτότυπο κείμενο. Τις τελευταίες 20 μέρες έψαχνα ένα τρόπο να μιλήσω για αυτό το θέμα που μου έχει προκαλέσει ανάμικτα συναισθήματα. Θεωρείται από τα κλασσικά αριστουργήματα της μεσαιωνικής ιταλικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε το 13οαιώνα με ποιητικό, έμμετρο τρόπο και με χρήση έντονων, οπτικών εικόνων. Χωρίζεται σε 3 μέρη βιβλία: Κόλαση – Καθαρτήριο – Παράδεισος, και το καθένα σε Άσματα, περιγράφοντας την πορεία του ανθρώπου προς τον εξαγνισμό του, την προσπάθειά του να προσεγγίσει τη θεία διάσταση.
Προς το παρόν δεν έχω διαβάσει καμιά ανάλυση αν και υπάρχουν από σημαντικούς ανθρώπους όπως ο Γκράμσι και ο Λούκατς. Είχα πάντως 2 λόγους και 3 ερωτήματα, όλα ικανά να με σπρώξουν να διαβάσω Δάντη. Οι λόγοι ήταν η κλασσική του αξία και η ενασχόληση του με την ηθική. Ανάλογα και τα ερωτήματα… α) Γιατί Θεία Κωμωδία; Δεν νομίζω να προκαλεί γέλια η ανάγνωσή του β) Μετά από 700 χρόνια έχει λογοτεχνική αξία; Όχι πως δε γίνεται, αλλά…, και το πιο σημαντικό γ) ο κώδικας αξιών του, τι μπορεί να σημαίνει σήμερα;
Για να προβοκάρω και τις ίδιες μου τις πεποιθήσεις, τελικά οριστική απάντηση δεν πήρα σε κανένα από 3 ερωτήματα.
Ειδικά στο πρώτο, μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Μάλλον ονόμασε το έργο του Κωμωδία από ηθικό τρόμο. Φοβόταν μήπως προκαλέσει τη μήνι σημαντικών ανθρώπων της εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης, ή, πολύ περισσότερο, του ίδιου του Θεού. Οπότε δημιούργησε ένα «άλλοθι» για την ημέρα της Κρίσης (της γήινης ή επουράνιας) πως τάχα μου «δεν τα εννοούσε». Ίσως τελικά να είναι κωμωδία, αν το προσεγγίσεις από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Γιατί πολλά χαμόγελα μου γεννήθηκαν όταν τοποθετούσε σε τομείς της Κόλασης προσωπικούς του εχθρούς και αντιπάθειες. Μήπως γράφουμε για να σπάμε πλάκα, λέω τώρα… τεσπά…
Για το δεύτερο ερώτημα, στην αρχή σε ξενίζει ο σχετικά απαρχαιωμένος τρόπος γραφής του. Από `κει και πέρα η χρήση εικόνων σε συνεπαίρνει. Σίγουρα η επιρροή του Δάντη στην εποχή του πρέπει να ήταν τρομαχτική. Η γενιά μας είναι πλήρως εκτεθειμένη σε λογιών – λογιών οπτικό υλικό από τηλεόραση, κινηματογράφο και internet. Ειδικά η οπτικοποίηση του τρόμου είτε μέσα από ταινίες είτε μέσα από live μεταδόσεις πολέμων και διαφόρων εγκλημάτων, «κατευθύνει» και, άρα, περιορίζει τη φαντασία μας. Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ πως κάποια σημεία συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να είναι πολύ δυνατά. Τέσσερις σκηνές μου έχουν χαραχτεί:
13o Άσμα. Η τιμωρία των αυτοχείρων. Γίνονται φυτά « Άνθρωποι ήμαστε κάποτε, κούτσουρα τώρα έχουμε γίνει». Ο λόγος; «Σαν η φριχτή ψυχή από το σώμα αποχωρισθεί, που απ` αυτό μονάχη της έχει ξεριζωθεί…. Πέφτει μέσα στο δάσος όπου λάχει… κι εκεί φυτρώνει σαν ζιζάνιου σπόρος… όμως καμιά ψυχή το πρωτινό το σώμα της δε θα ξαναντυθεί, γιατί δεν είν` σωστό να πάρει κανείς πίσω ότι έχει ξεντυθεί».
20ο Άσμα. Η τιμωρία των μάντεων και μάγων. Έχουν το κεφάλι ανάποδα και περπατούνε προς τα πίσω. «… είδα την ανθρώπινη μορφή να `ν` έτσι παραμορφωμένη που το δάκρυ να κυλά και τους γλουτούς να βρέχει απ` τη σχισμή.»
25ο Άσμα. Η τιμωρία των κλεφτών. Διαρκής μεταμόρφωση – μετατροπή των κλεφτών σε σιχαμερά ερπετά και ερπετών σε κλέφτες. «… βλέπω ένα ερπετό μ` έξι ποδάρια σ` έναν τους πάει να σκαρφαλώσει…. Μια είχανε γίνει οι δυο οι κεφαλές τους, και φαίνονταν σα δυο φιγούρες ανακατεμένες σε μιαν όπου κι οι δυο τους ήτανε χαμένες…. Κάθε όψη πρωτινή είχε πια χαθεί: σα μια και σαν καμιά φαινότανε η μορφή…»
32ο Άσμα. Η τιμωρία των προδοτών. Είναι θαμμένοι αιώνια σε μια απέραντη, σκοτεινή, παγωμένη λίμνη. «Κι όπως στέκεται το βατράχι… κι απ` το νερό μονάχα τη μουσούδα βγάζει… Έτσι σταχτιές ήσαν στον πάγο χωμένες, θλιμμένες οι σκιές, μέχρι το πρόσωπο που κοκκινίζει από ντροπή, κι όπως χτυπάν τις μύτες τα λελέκια, απ` το κρύο, με τα δόντια κάναν μουσική. …τα μάτια τους, που ήταν από πρώτα βουρκωμένα, αρχίσανε να τρέχουν μέχρι τα χείλια, και τα δάκρυα, που παγώνανε, κρατούσανε τα μάτια τους φραγμένα.»
«Στου δρόμου της ζωής τη μέση σε σκοτεινό βρέθηκα δάσος
γιατί το μονοπάτι το σωστό είχα μπλέξει»
1ο Άσμα 1ος στίχος
Ο Δάντης ξεκαθαρίζει από την αρχή τη θέση του… ο άνθρωπος είναι χαμένος και φοβισμένος. Αυτά είναι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένος. Η μόνη του διέξοδος είναι ο Θεός. Με οδηγό, κατ` αρχήν, το ποιητή Βιργίλιο που συμβολίζει τη θνητή, ανθρώπινη διάσταση, περνάει μέσα από την Κόλαση.
Προσπαθώντας, πέρα από τη λογοτεχνική αξία του κειμένου, να προχωρήσω σε μια αξιολόγηση του Ηθικού Κώδικα του βιβλίου, γεννήθηκαν προφανείς αντιστάσεις. Ο Δάντης έχοντας εξοβελίσει στην Κόλαση καθετί που έχουμε διδαχθεί σήμερα, είναι πανεύκολο από απλά αντανακλαστικά να τον περιγελάσεις και να τον απορρίψεις. Η αρχαιοελληνική παράδοση και μυθολογία, από τους Επίκουρους ως τον Οδυσσέα, οι επιστήμονες, οι αγνωστικιστές, οι άπιστοι και οι αλλόθρησκοι καίγονται μαζί με τους φαύλους, κλέφτες, προδότες και φονιάδες.
- «Μα, φυσικά… είμαστε Μεσαίωνα», μονολογείς και πας να κλείσεις το βιβλίο.
Αν συνεχίσεις, φτάνεις στον πυρήνα της Κόλασης όπου και συναντάς τον πυρήνα της σκέψης του Δάντη. Εκεί βρίσκεται ο τρικέφαλος Διάβολος που στο καθένα στόμα του κατασπαράσσει αιώνια τους 3 μεγαλύτερους εχθρούς: Τον Ιούδα, τον Βρούτο και τον Κάσσιο. Οι πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης είναι οι η Καθολική Εκκλησία από τη μία, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την άλλη. Η Pax Romana και η Εκκλησία ως ο επί γης ερμηνευτής των θρησκευτικών-μεταφυσικών θεμάτων, είναι το όραμα του Δάντη. Οι προδότες αυτών, που προσπάθησαν να τις διαλύσουν, είναι το ύψιστο αμάρτημα.
Βάζω τα γέλια.. Είμαστε σοβαροί; Πως μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Αλλά είπαμε… βρισκόμαστε στο μεσαι….
Παύση. ……
Για να ξαναδώ αυτό που είπα….
Πως μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Τι μου θυμίζει αυτό; Μπορεί κάποιος να συνδέει το χριστιανισμό με την αρχαία παράδοση; Αν αντί για τον καθολικισμό βάλουμε την ορθοδοξία και την αρχαία Ελλάδα αντί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Ανατριχιάζω… Σχεδόν φοβάμαι… Πιάνω το βιβλίο από την αρχή προσπαθώντας να πετάξω στην άκρη τις ασυνείδητες αντιστάσεις μου και να το επεξεργαστώ ξανά.
Η ηθική του Δάντη βασίζεται στη εξατομικευμένη ανθρώπινη φύση απέναντι στην κοινωνία. Το ανθρώπινο υλικό είναι εύπλαστο, ευάλωτο. Ο μόνος τρόπος να συμπεριφερθεί με τον άλφα τρόπο κι όχι τον βήτα, είναι ο τρόμος. Η τιμωρία είναι το μοναδικό μέσο συνετισμού και πρέπει να είναι αμείλικτη ώστε ο φόβος της και μόνο να σε καθοδηγεί. Η Ιερά Εξέταση και ο Μονάρχης – Βασιλιάς λειτουργούν σαν «προκαταβολή» από τα αιώνια μαρτύρια της κόλασης. Τα βάσανα σου δεν σταματάνε στη γη… η ψυχή σου αποκτά υλική διάσταση και τα βασανιστήρια συνεχίζονται. Μια κοινωνία σαν την μεσαιωνική, βάσισε την κυριαρχία της πάνω στην υλική, ιδεολογική και πνευματική καταστολή όλων των ανθρώπων, ακόμα και κομματιών της άρχουσας τάξης. Πλέον φαντάζει σαν τη μεγαλύτερη μαύρη περίοδο της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ήρθε ο Διαφωτισμός και παρουσίασε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Ο Ρουσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο προτείνει μια κοινωνία όπου οι κανόνες δεν προκύπτουν από το Θεό και τους εκπροσώπους του αλλά από τους ίδιους τους ΠΟΛΙΤΕΣ. Οι ηθικοί κανόνες είναι αποτέλεσμα Συμβολαίου ανάμεσα στους ελεύθερους ανθρώπους , απαλλαγμένους από προκαταλήψεις. Αυτή είναι η ιδεολογική και ηθική βάση της σύγχρονής κοινωνίας. Είναι όμως, ακόμα;
Μήπως το Κοινωνικό Συμβόλαιο έχει πάει στα σκουπίδια κι έχει επανέλθει η λογική του ισχυρού; Μια κοινωνία που έχει ως αρχή «το νόμιμο είναι και ηθικό», που «ντοπαρισμένος είναι μόνο αυτός που πιάνεται» , που η ελευθερία έρχεται μέσα από γενοκτονίες και βομβαρδισμούς τύπου «Σοκ και Δέος» τι ηθικούς κανόνες διαμορφώνει για τους πολίτες της;
Σήμερα, δυστυχώς, η αστικοδημοκρατική υποχρέωση καθιέρωσης συλλογικών κανόνων έχει μετατραπεί σε μια ζούγκλα, όπου το κάθε άτομο εξατομικευμένο σε, σχεδόν, πολεμικές συνθήκες προσπαθεί να δημιουργήσει ένα προσωπικό κώδικα αξιών. Το κάθε άτομο παραπαίει καθημερινά από το να μη γίνει κάθαρμα ως το να μη πιαστεί μαλάκας. Ένα τέτοιο άτομο είναι απίστευτα ευάλωτο σε κάθε λογής θρησκευτικής ή πολιτικής σέχτας.
Κι έτσι ξαναβρίσκουμε τη Θεια Κωμωδία. Μπορεί κανένας Μπους, Καραμανλής, Βουλγαράκης να προβάλλει κάτι διαφορετικό; Μήπως συμφωνούν κιόλας; Πως μπορεί ένας μέσος πολίτης κεντρώος και θρησκευόμενος να αντιταχθεί στην απλούστατη λογική πως τους κανόνες τους διαμορφώνει ο Θεός και το Κράτος; Είναι δυνατόν 8 αιώνες μετά η ανθρωπότητα να μην έχει καταχτήσει ένα διαφορετικό κώδικα από το μεσαίωνα; Ή, για να είμαι ακριβής, είναι δυνατόν ο μεσαίωνας να επανέρχεται στον 21ο αιώνα;
Καποιοι μπορεί να αισθάνονται πως έχω ξεφύγει από το θέμα. Όμως, με τρόμο ανακάλυψα πως ο Δάντης μπορεί να γίνει ανατριχιαστικά επίκαιρος. Στο φινάλε πως μπορεί ο οποιοσδήποτε από μας να προβάλλει ένα επαρκές σύστημα ηθικών κανόνων; Όχι πως δεν έχουν υπάρξει στο παρελθόν. Απλά έχουν, φυσιολογικότατα, αναδειχθεί ΜΑΖΙ με συλλογικές δράσεις και προτάσεις. Όσο δεν έχουμε κάτι νέο να φαίνεται στον ορίζοντα θα επιβεβαιώνεται ο Μπρεχτ και θα ζούμε με τα διλλήματα που έχει περιγράψει εύγλωττα σ` ένα ποίημα του…
«Για να επιβιώσεις πρέπει να πατήσεις πάνω σε κάποιον άλλο. Η τραγωδία είναι πως ο άλλος θα βρίσκεται ΠΑΝΤΑ σε χειρότερη θέση από `σένα.»
….και η Κόλαση του Δάντη θα βρίσκεται γύρω σου να στο θυμίζει…
Υ.Γ. Άφησα στο τέλος ένα σχόλιο για το αγαπημένο μου Άσμα, το Τρίτο. Αναφέρεται σε αυτούς που είναι ΕΞΩ από την κόλαση, αλλά δεν μπορούν να πάνε στον Παράδεισο, αυτούς που «Τους διώχνουν τα ουράνια, την ομορφιά τους μη μολύνουν, μα ούτε και τα βαθιά τα τάρταρα δεν τους καλωσορίζουν, μπας κι απ` αυτούς, μια στάλα δόξα πάρουν οι κολασμένοι. …Ανθρώπους λυπημένους… στεναγμοί, κλάματα και κραυγές πόνου αντιλαλούσαν στο σκοτάδι,… Γλώσσες παράξενες, λαλιές φριχτές, λόγια του πόνου κι ουρλιαχτά θυμού, φωνές στριγγές, φωνές πνιχτές και χέρια που χτυπιούνται.» Αυτοί είναι οι κατά το Δάντη που «…Μες τη μιζέρια ετούτη ζούνε οι θλιβερές ψυχές εκείνων που έχουν ζήσει δίχως ψεγάδια, μα και χωρίς επαίνους».
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
II
Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας
εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.
Η επέτειος του «Όχι» αναφέρεται στην άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης ήταν η είσοδος της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Το τελεσίγραφο και το ιστορικό "Όχι"
Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο.
Το Μέτωπο
Το μέτωπο είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ’ ολοκλήρου ορεινή και εξαιρετικά δύσβατη περιοχή, με την οροσειρά της Πίνδου να χωρίζει το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Η υποχώρηση των Ελλήνων άρχισε στις 12 Απριλίου του 1941, οπότε και στο πλευρό των Ιταλών είχαν αρχίσει να προελαύνουν οι Γερμανοί.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν «σφραγίστηκαν» με την πτώση της Κρήτης, τον Μάιο του 1941: ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα και, για τα επόμενα τρία χρόνια, υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.
Ο εορτασμός του "Όχι"
Η άρνηση του Μεταξά πέρασε στον τότε ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Μάλιστα, αυτούσια η λέξη παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Η επέτειος γιορτάστηκε πρώτη φορά το 1941: στο προαύλιο του πανεπιστημίου Αθηνών, έγιναν ομιλίες από φοιτητές, ενώ την παραμονή είχε μιλήσει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, που αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την 28η Οκτωβρίου, με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο.
Η δεύτερη επέτειος γιορτάστηκε την Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, ενώ το 1943 ο εορτασμός, που έγινε στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά, διακόπηκε από Γερμανούς, που υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ και έστειλαν είκοσι άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η πρώτη επίσημη επέτειος έγινε το 1944, με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Το 1952, η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε η γιορτή της Αγίας Σκέπης να μεταφερθεί από την 1η Οκτωβρίου στις 28 του μήνα, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο.