| Καταχώριση | Προβολές σελίδας |
|---|---|
Ελλάδα
|
660
|
Ηνωμένες Πολιτείες
|
253
|
Κύπρος
|
44
|
Γερμανία
|
25
|
Ρωσία
|
17
|
Γαλλία
|
8
|
Ολλανδία
|
2
|
Ελβετία
|
1
|
Δανία
|
1
|
Ινδία
|
1
|
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014
Το νόημα του ονόματος Ελύτης
προμετωπίδα του Γεράσιμου Στέρη για τον “Μικρό Ναυτίλο” (1985)
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
“ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ”
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ
από την έκδοση της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ:
“ΛΕΣΧΗ ΑΘΑΝΑΤΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ”
Εκδόσεις ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: https://logomnimon.wordpress.com/ο-ελυτησ/
Το νόημα του ονόματος Ελύτης αποδόθηκε σε στιγμές επισημότερες της ζωής του, στο συνδυασμό της συλλαβής ‘ελ’, αρχικής σε ονόματα σημαδιακά όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με τη “γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα με το ‘Πολίτης’ (Κ. Φράιερ, σ. 12). Παλαιότερα οι φίλοι του έδιναν μια λιγότερο ελληνοπρεπή και περισσότερο διασκεδαστική ερμηνεία αναφέροντας τρεις αφορμές: το όνομα του Eluard, τη λέξη elite που υπονοεί εκλεκτικότητα και που δηλώνει μιαν αντίθεση στην εύκολη τέχνη, τη λέξη ‘αλήτης’ για την ανταρσία στην αστική συμβατικότητα. Η ουσία είναι ότι ο ποιητής, έτσι κι αλλιώς, ήθελε να περιχαρακώσει με το όνομα που δημιουργούσε ένα χώρο αποκλειστικά δικό του κι ανεξάρτητο πριν απ’ όλα απ’ την οικογένειά του. Αυτό μαρτυρούν και τα λόγια του της Κατοχής: “Με τη σειρά μου κατάλαβα κι εγώ πως θα ’τανε ντροπή να φτιάξω ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο το πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω ύστερα μ’ ένα όνομα συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό” (Αιολικά Γράμματα 3, 1973, σ. 12).
Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες και τις ψυχολογικές άμυνες, μένει η υποβολή του ήχου και της γραφής του ονόματος. ‘Ελύτης’ είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με την κεντρική συλλαβή υψωμένη χάρη στον τόνο της, με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά και με μια ειδική γεύση από το υγρό ‘λ’. Στηρίζεται σε μια ζυγισμένη ισομετρία που ανταποκρίνεται στους νόμους του μουσικού τονισμού της ελληνικής γλώσσας που προτιμά τις παροξύτονες καταλήξεις των λέξεων.
Όσο για την κατάληξη -ύτης, που μοιάζει τοπωνυμικός προσδιορισμός, δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι διακρίνεται από την άλλη κατάληξη, -ητής, που είναι χαρακτηριστική των επαγγελματικών ουσιαστικών (ο ποιητής μας απορρίπτει την ιδιότητα ενός ανθρώπου την εξαρτημένη από το επάγγελμα).
Για να επιμείνουμε στη γραφή, και σχετικά με τη διαφοροποίηση των δύο ‘ι’, το ένα ύψιλον, το άλλο ήτα, παρατηρούμε ότι το ύψιλον βρίσκεται εκεί που θα περιμέναμε ένα γιώτα και ασκεί έτσι τη γοητεία του άδηλου και του λογικά απροσδόκητου. Δεν υπάρχει αμφιβολία: το επώνυμο ‘Ελύτης’ είναι ευρηματικό και προγραμματικά ταιριαγμένο στο νέο που ξεκινά με επαναστατικές προθέσεις και με ασυνήθιστους οραματισμούς, που γρήγορα θα ξεχωρίσει μέσα στις προσπάθειες άλλων, πρεσβύτερων ή συνομηλίκων.
Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες και τις ψυχολογικές άμυνες, μένει η υποβολή του ήχου και της γραφής του ονόματος. ‘Ελύτης’ είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με την κεντρική συλλαβή υψωμένη χάρη στον τόνο της, με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά και με μια ειδική γεύση από το υγρό ‘λ’. Στηρίζεται σε μια ζυγισμένη ισομετρία που ανταποκρίνεται στους νόμους του μουσικού τονισμού της ελληνικής γλώσσας που προτιμά τις παροξύτονες καταλήξεις των λέξεων.
Όσο για την κατάληξη -ύτης, που μοιάζει τοπωνυμικός προσδιορισμός, δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι διακρίνεται από την άλλη κατάληξη, -ητής, που είναι χαρακτηριστική των επαγγελματικών ουσιαστικών (ο ποιητής μας απορρίπτει την ιδιότητα ενός ανθρώπου την εξαρτημένη από το επάγγελμα).
Για να επιμείνουμε στη γραφή, και σχετικά με τη διαφοροποίηση των δύο ‘ι’, το ένα ύψιλον, το άλλο ήτα, παρατηρούμε ότι το ύψιλον βρίσκεται εκεί που θα περιμέναμε ένα γιώτα και ασκεί έτσι τη γοητεία του άδηλου και του λογικά απροσδόκητου. Δεν υπάρχει αμφιβολία: το επώνυμο ‘Ελύτης’ είναι ευρηματικό και προγραμματικά ταιριαγμένο στο νέο που ξεκινά με επαναστατικές προθέσεις και με ασυνήθιστους οραματισμούς, που γρήγορα θα ξεχωρίσει μέσα στις προσπάθειες άλλων, πρεσβύτερων ή συνομηλίκων.
MARIO VITTI “ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ” Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ
"Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ" Οδυσσέας Ελύτης
Στον Aντρέα Kαμπά
Tόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά : η μικρή Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
Έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Kι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Kι όλα μαζί τη φώναξαν : Πορτοκαλένια !
Mεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Tη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Tη λέει ο χτύπος του νερού μέσ’ στις χρυσοστιγμές
Tη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι :
Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει
Mήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους !
Από το «ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014
H «ανακάλυψη» της Συγγρού και η γενιά του ''30
H λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον μια ταυτότητα διπλή, πραγματική αλλά και συμβολική. Είναι η υπέρβαση της παράδοσης, η φυγή προς τα εμπρός και ο δυναμισμός μιας επαναπροσδιοριζόμενης ταυτότητας και εθνικού στίγματος, που επιχειρεί να καλύψει το κενό της Μεγάλης Ιδέας
Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=169037
Ο Γιώργος Θεοτοκάς (αριστερά) και ο Γιώργος Σεφέρης
Οπως είναι γνωστό η Αθήνα σχεδιάζεται για να παίξει τον ρόλο της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1834) κάτω από μια ισχυρή επιλογή.
H χάραξη του σχεδίου της - το νεοκλασικό τρίγωνο των Κλεάνθη - Schaubert και Klenze - γίνεται με ένα ισχυρό σημείο αναφοράς, που είναι το μνημείο της Ακρόπολης. Γύρω από αυτό το μνημείο αρθρώνεται ο λόγος για την εθνική ταυτότητα του νέου ελληνικού κράτους, αναζητείται η συνέχεια αυτής της ταυτότητας στην κλασική αρχαιότητα.
Ενα τέτοιο όμως άτεγκτο τεχνητό μοντέλο που δίνει προτεραιότητα στην ιδεολογία των «αρχαίων ερειπίων» είναι μοιραίο ότι θα βρεθεί σε σύγκρουση με την αστική ανάπτυξη της πόλης.
* To σχέδιο της λεωφόρου
H λεωφόρος Συγγρού είναι ένας δρόμος ήδη με προϊστορία όταν ανακαλύπτεται από τη γενιά του 1930.
H σύλληψή της γίνεται για πρώτη φορά μεταξύ 1876 και 1878, σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού και μεγάλων δημοσίων έργων που κορυφώνεται επί πρωθυπουργίας X. Τρικούπη (1881-1895). Το σχέδιο υλοποιείται - και δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο - από έναν μηχανικό του στρατού, τον Ιωάννη Γενίσαρλη.
Τη δεύτερη φορά ανακαλύπτει τη λεωφόρο Συγγρού και τη φέρνει στα ελληνικά γράμματα το 1929 ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966) με το έργο του το «Ελεύθερο πνεύμα».
«Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, δεν πρόβλεψαν τη λεωφόρο Συγγρού (...) Ενα αεροπλάνο, στον ουρανό της Ελλάδας, απάνω από τον Παρθενώνα,αναδίνει μια αρμονία καινούργια πού δεν τη συνέλαβε ακόμα κανείς. H λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού πού γυρεύει δυνατούς ποιητές... ».
Τη «Λεωφόρο Συγγρού, 1930» - αφιερωμένη στον Γ. Θεοτοκά που την ανακάλυψε - θα κάνει ποίημα και ο Γ. Σεφέρης (1900-1971).
H εκκόλαψη και γέννηση της μοντέρνας μεγαλούπολης είναι πλέον γεγονός. Ο Γ. Θεοτοκάς με το «Ελεύθερο πνεύμα» (1929) και το μυθιστόρημά του «Αργώ» (1936) αποτυπώνει αυτή την εποχή.
«Αμέσως μετά την Καταστροφή, τα αυτοκίνητα αρχίσανε νά πληθαίνουνε με καταπληκτική ταχύτητα (...) H πρωτεύουσα, πού ό πληθυσμός της είχε σχεδόν διπλασιαστεί, άλλαζε όψη μέρα με τη μέρα.(...) H ταχύτητα και οι μεταπολεμικοί θόρυβοι επιβαλλόντανε παντού,εξολοθρεύανε την ειδυλλιακή αφέλεια και την ταπεινή ποίηση της Παλιάς Αθήνας. Μονάχα ο Παρθενώνας έμενε αναλλοίωτος απάνω στο βάθρο του, μα κανείς δε γυρνούσε νά τον κοιτάξει μες σ' αυτήν την γενική αναπροσαρμογή των ρυθμών της ζωής...».
H λεωφόρος Συγγρού πια ολοκληρώνει τον στόχο της αρχικής της χάραξης. Εκατέρωθεν αυτής αρχίζουν να παίρνουν πλέον μορφή οι επεκτάσεις του σχεδίου πόλεως της Αθήνας με τις νέες προσφυγικές συνοικίες: Νέος Κόσμος, Νέα Σμύρνη κ.ο.κ. Το πρόσωπο που είναι συνδεδεμένο με αυτή την εποχή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωτεργάτης της Μεγάλης Ιδέας,την τελειώνει οριστικά κατά τη διακυβέρνηση 1928-1932. Ο Γ. Σεφέρης κατάγεται από τη Σμύρνη και ο Γ. Θεοτοκάς από την Κωνσταντινούπολη και μάλιστα από περιβάλλον βενιζελικό. Το ξεκίνημά τους στην Ελλάδα, μετά την επιστροφή τους από το Παρίσι, συμπίπτει με την παραπάνω «χρυσή τετραετία» όπως αποκαλείται.
H λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον μια ταυτότητα διπλή, πραγματική αλλά και συμβολική. Είναι η υπέρβαση της παράδοσης, η φυγή προς τα εμπρός και ο δυναμισμός μιας επαναπροσδιοριζόμενης ταυτότητας και εθνικού στίγματος, που επιχειρεί να καλύψει το κενό της Μεγάλης Ιδέας.
Είναι χαρακτηριστικό σ' αυτό το σημείο το κείμενο που γράφει ο Γ. Σεφέρης (περιοδικό «Εποχές» 1967) με αφορμή τον πρόωρο θάνατο του Γ. Θεοτοκά.
«... Πρέπει να είταν, αν θυμούμαι σωστά, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του '40. Κουβεντιάζαμε στο σπίτι ενός ξένου που γύρευε αρκετά στεγνά να μάθει τι καινούργιο έφερε στα γράμματα η γενεά μας. (...). - Τη Λεωφόρο Συγγρού, του αποκρίθηκα. Σε λίγο ο Φαβρίκιος (Γ. Θεοτοκάς) έσκυψε στ' αυτί μου και ψιθύρισε: - Να σου πω κάτι ακόμα που ανακάλυψε η γενεά μας. Το Λυκαβηττό - η αντίθεση του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης (...) Οχι πως είχαμε καμιάν αντιδικία με την Ακρόπολη ή τον Παρθενώνα, αλλά συμβόλιζαν, πιστεύω, τη δυσφορία που μας έδιναν ο εξευτελισμός κάθε άξιου και τίμιου πράγματος από τις ελεεινές ρητορείες μας...».
* H ρήξη με τον γερμανισμό
Με το «τέχνασμα» της λεωφόρου Συγγρού, η γενιά του 1930, όπως αποκάλεσε τη γενιά του ο Γ. Θεοτοκάς, αποπειράται να εισαγάγει τον μοντερνισμό στον ελληνικό χώρο των ιδεών. H ρήξη αφενός με τον νεοκλασικισμό και τον «γερμανισμό» και αφετέρου η αναζήτηση μιας αυτόχθονης παράδοσης σε διάλογο με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή παράδοση είναι οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους εκκολάπτεται το άνοιγμα στον μοντέρνο κόσμο.
«... Καμία βαθιά ρωμιοσύνη. Καμία αυτόχθων σκέψη. Μετάφραση, μετάφραση άθλια, που καταστρέφει και τη σκέψη και τη γλώσσα μας. H Ελλάδα γερμανική επαρχία...» (από ανέκδοτη επιστολή του Ηλία Τσιριμώκου στον Γ. Θεοτοκά, περιοδικό «Νέα Εστία» 2002).
Κατ' αναλογίαν η κατασκευή της Αθήνας από το κυρίαρχο ρεύμα του βαυαρικού νεοκλασικισμού γρήγορα θα προκαλέσει τα τοπικά «αντισώματα».
«Επρεπε ίσως και ο δικός μας ο τόπος να δοκιμάσει τον ρομαντισμό του "ευρωπαϊκού" πολιτισμού (...) όταν ακόμη ούτε πρωτεύουσα δεν είχε το νέο ελληνικό Κράτος, ένα καραβάνι ρομαντικών ήρθε και κατασκήνωσε σε ένα κλασικό τοπίο. Για να χορέψει τους δικούς ρυθμούς και τα δικά του ρομαντικά τραγούδια, σκηνοθετώντας τα ίδια και τόσο βόρεια και "ευρωπαϊκά" έργα του, μέσα στον ρεαλιστικό όσο και ιδεαλιστικό νεοελληνικό χώρο (...). Γιατί, πραγματικά, από πούθε ήρθανε όλα αυτά τα αρχαία αετώματα και οι κλασικοί κίονες στη νέα Ελλάδα; (...) Μπροστά στα ρομαντικά κατασκευάσματα της παλιάς επίσημης αθηναϊκής κτιριοδομίας, ξεχωρίσαμε τα αληθινά αρχιτεκτονήματα του παλιού "λαϊκού" αθηναίου τεχνίτη...» (Αρης Κωνσταντινίδης «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» 1945).
Δεν πρόκειται για ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ακόμη και ο ακραία μοντέρνος αρχιτέκτονας Le Corbusier απομακρύνεται από το νεοκλασικό πνεύμα και εισέρχεται στον μοντέρνο κόσμο, με τη μύηση στη λαϊκή τέχνη από δύο ελβετούς ρομαντικούς (τον ποιητή και ζωγράφο Wilhelm Ritter και τον ζωγράφο Alexandre Cingria-Vaneyre), αλλά και με τις εμπειρίες από τις «τοπικές διαλέκτους» που αποκομίζει από τα μεγάλα του νεανικά ταξίδια σε Δύση και Ανατολή ...
* Στη σκιά των αρχαίων ερειπίων
Αναμφισβήτητο είναι ότι στον ελληνικό χώρο αυτό το ρεύμα ιδεών θα βρίσκεται σε συνεχή ταλάντωση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις - τις σκιές του παρελθόντος και το όραμα του μέλλοντος. Ακόμη και η δυναμική «Λεωφόρος Συγγρού» των Γ. Θεοτοκά και Γ. Σεφέρη δεν παύει να ξετυλίγεται κάτω από την άγρυπνη ματιά των «αρχαίων ερειπίων».
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλές ανάλογες ανιχνεύσεις στα λόγια και στα έργα συγγραφέων, αρχιτεκτόνων ή ζωγράφων (Δ. Πικιώνης, N. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γ. Τσαρούχης κ.ά.), που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέθηκαν με τη γενιά του 1930. Ακόμη και εκεί όπου η άρνηση της Ιστορίας φραστικά είναι απόλυτη, είναι σχεδόν νομοτελειακές οι αναφορές στο αρχαίο ελληνικό πρότυπο, είτε μέσω του ρυθμού και των αναλογιών είτε μέσω των ιδιαιτεροτήτων του τοπίου.
Οσο, βέβαια, αυτές οι αναφορές απομακρύνονται από τα στερεότυπα ή τις αναγωγές σε ένα ορισμένο στυλ, όσο γίνονται άχρονες επιστροφές στις ρίζες και στην καταγωγή, τόσο πιο εύκολα συνδιαλέγονται με τη μοντέρνα πραγματικότητα σε μια διεθνή προοπτική...
* Ο ελληνικός μοντερνισμός
Ανακεφαλαιώνοντας, η «Λεωφόρος Συγγρού» της γενιάς του 1930, αν και συμβολίζει το αποφασιστικό πέρασμα της Ελλάδας στον μοντέρνο κόσμο, βρίσκεται πάντοτε υπόλογη στο δέος της μεγάλης κλασικής παράδοσης. H επινόηση αφενός της ιθαγένειας του ελληνικού τοπίου, η στροφή αφετέρου προς τη λαϊκή παράδοση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην ελληνική κλασική αρχαιότητα, τη βυζαντινή και την οθωμανική παράδοση, είναι οι δύο παράμετροι αυτού του ιδιότυπου ελληνικού μοντερνισμού, που θα επανέρχεται συχνά («το απλό "λαϊκό" σπιτάκι... σαν μια άλλη Αγιά Σοφιά ή σαν ένα άλλο Ερεχθείο» A. Κωνσταντινίδης).
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω» (Μυθιστόρημα, 1933).
«Γυρίσαμε. Πάντα κινάμε για να γυρίσουμε /στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες. /Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο /Συγγρού /το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου /που μας άφηνε θαματουργά στη /θάλασσα /την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες». (Σχέδια για το καλοκαίρι, Φθινόπωρο του 1936).
Αυτοί οι στίχοι του Γ. Σεφέρη επιβεβαιώνουν μεταξύ άλλων τον εγκλωβισμό αυτής της γενιάς στην ιδεολογία των «αρχαίων ερειπίων». H φυγή προς τα εμπρός, όπως συμβολίζεται μέσα από την ορμητική «Λεωφόρο Συγγρού» του Γ. Θεοτοκά το 1929, μένει τελικά ανολοκλήρωτη όπως φαίνεται άλλωστε και από τις πολιτικές εξελίξεις που θα επακολουθήσουν. H οικειοποίησή της επίσης αργότερα, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, από το ακαδημαϊκό σύστημα ιδεών θα οριοθετήσει τον δυναμισμό της στη μονόπλευρη πολιτική και ιδεολογική αναζήτηση ελληνικής εθνικής ταυτότητας, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλες παράπλευρες διαδρομές του ελληνικού μοντερνισμού που επιχείρησαν να συγχρονισθούν με τα ευρωπαϊκά και διεθνή ρεύματα ιδεών στην ολότητά τους...
H κυρία Φωτεινή Μαργαρίτη είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το κείμενο αποτελεί περίληψη ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στα πρακτικά του συνεδρίου «Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη» (Χανιά 24-27.10.2002).
«Επί ασπαλάθων ...» Γιώργος Σεφέρης
[Είναι το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη και δημοσιεύτηκε στο Βήμα (23-9-71) τρεις μέρες μετά το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του Αρδιαίου. Ο Αρδιαίος, τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, ανάμεσα σε άλλες ανόσιες πράξεις είχε σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Γι’ αυτό και η τιμωρία του, καθώς και άλλων τυράννων, στον άλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Όταν εξέτισαν την καθιερωμένη ποινή που επιβαλλόταν στους αδίκους και ετοιμάζονταν να βγουν στο φως, το στόμιο δεν τους δεχόταν αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό. «Την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρίσκονταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616)]
Επιστολή Γιώργου Σεφέρη στον Γιώργο Θεοτοκά
Φωτο [Γιώργος Θεοτοκάς-Γιώργος Σεφέρης, Προπύλαια]
Λονδίνο 13 του Γενάρη 1931
Νομίζω πως η αρρώστια στην Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά πνευματική. Λέω στην Ελλάδα γιατί νομίζω ακόμη πως θολώνουμε τα προβλήματα όταν βάζουμε τα ζητήματα του τόπου μας πάνω στον πίνακα των παγκόσμιων ζητημάτων. Από ιδιοσυγκρασία άλλωστε έχω μία ροπή προς τον περιορισμό. Ένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας αυτής είναι π.χ ο πρώτος δάσκαλος, ο πρώτος δημοσιογράφος κτλ να λύσει τα βαθύτερα προβλήματα στο γόνατο, επιπόλαια και ακατάρτιστα. Έτσι πχ. ο Γληνός, επειδή ήταν ένας ηγέτης (ας πούμε) στο ζήτημα του δημοτικισμού, θέλησε ή παρασύρθηκε να γίνει πνευματικός ηγέτης σε όλα. Εν τω μεταξύ, δεν έκανε καλά την δουλειά του (ποια είναι η θετική συνεισφορά του Γληνού στον δημοτικό αγώνα;), απεναντίας διέλυσε τον εκπαιδευτικό όμιλο.
Μου φάνηκε για αυτό πολύ παράξενο, όταν διάβασα στον Κύκλο το άρθρο του, όπου φώναζε για την προδοσία του Παλαμά. Ο Παλαμάς ήταν ποιητής, και μακάρι ο καθένας στον κλάδο του να τα κατάφερνε τόσο καλά. Εκείνος που πρόδωσε ασφαλώς ήταν ο άλλος. Γενικότερα, θα ονόμαζα προδότη του πνεύματος όποιον από ματαιοδοξία ή χρηματισμό (να βγάλει το ψωμάκι του κτλ) ασχολείται χωρίς πίστη με πνευματικά ζητήματα. Η κατάσταση είναι γενική, δεν χρειάζεται να φλυαρήσω περισσότερο, την ξέρεις. Ξέρεις και τις ελάχιστες εξαιρέσεις. Για να συγκεφαλαιώσω, νομίζω ότι εκείνο που λείπει στην Ελλάδα είναι η πίστη σε ορισμένες διαρκείς ανθρώπινες αξίες. (Μιλώ για τους μορφωμένους, το ψάρι από το κεφάλι βρωμά.) Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο να βλέπεις σοβαρούς ανθρώπους να ισχυρίζουνται και να προφητεύουν ότι θα αλλάξει η όψη του κόσμου έπεσε η στερλίνα, και άλλες να σου μιλούν για ανησυχίες με το ίδιο ύφος που θα παράγγελναν ένα φλιτζάνι καφέ στου Ζαχαράτου. Δεν ξέρω τι έκανες μετά τον πόλεμο ή στα 22 όταν έγινε η καταστροφή. Τότες, σε βεβαιώ είδαμε τον χάρο με τα μάτια μας.Στην πρώτη περίπτωση είδαμε μια στιγμή σαρωμένες όλες τις πνευματικές αξίες, και στην δεύτερη τον τόπο να πηγαίνει στου διαόλου τα καπούλια. Θα ήθελα κάποτε να σου διηγηθώ πόση αγωνία μου χρειάστηκε και πόσα χρόνια σπαταλημένα (ίσως) για να βρω κάποια ισορροπία.
Από τότες σιχάθηκα τους εύκολους ανθρώπους. Οι λέξεις είναι περιορισμένες και ίδιες, ο καθένας μπορεί να τις χρησιμοποιήσει, αλλά εκείνο που δεν μπορεί να διαθέσει ο καθένας είναι αυτό που βρίσκεται τριγύρω στις λέξεις και που τις κάνει ζωντανές. Γι’ αυτό όταν διαβάζω Ελληνικά γραφτά, έχω την εντύπωση πως βρίσκομαι σ’ έναν κάμπο στρωμένο ψοφίμια.
Ας είναι. Σου γράφω άταχτα. Συμπάθησε τις παρεμβολές. Θα ήθελα μονάχα να σου πω ότι πιστεύω πως, για να γίνει κάτι στην Ελλάδα, αν είναι δυνατόν να γίνει, πρέπει να τις ξεγράψει κανείς όλες αυτές τις διανοούμενες δοσοληψίες και να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα με πίστη και με κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ δε γίνετε τίποτα άλλο παρά άνεμος. Ο Μελάς θα γράφει ανοησίες στα χρονογραφήματα του Βήματος πάνω στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, τις μαϊμούδες και τον υλισμό. Δε μας λείπουν τα επιχειρήματα, μας λείπουν οι προσωπικότητες. Δεν μπορεί να πολεμήσει κανείς αυτούς τους ανθρώπους με το να γίνει σαν αυτούς. Αν γίνει σαν αυτούς, είναι χαμένος. Αυτοί κέρδισαν. Αυτό, κατά την γνώμη μου, έπαθε ο Μελάς. Και αφού πρόκειται να συνεργαστείς μαζί του, εύχομαι να μην πάθεις και εσύ τα ίδια και να σε προστατέψουν οι εφέστιοί σου οι Χιώτες, για να μην σε βάλει στην τσέπη του. Βλέπεις πως κάνω ότι μπορώ για να φανώ αντάξιος των χαρακτηρισμών που μου δίνεις: “Ανοικονόμητος και τζαναμπέτης'!
Βλέπεις δεν σου μιλώ για πολιτική. Αυτή είναι η δουλειά μου, όπως εσύ είσαι δικηγόρος. Εύχομαι να τα καταφέρεις καλά και να κάνεις ωφέλιμα πράγματα. Εύχομαι ακόμη να κάνεις και κόμμα, να γίνεις και πρωθυπουργός και να με κάνεις και πρέσβη. Αλλά δε νομίζω πως είναι αυτά που μας λείπουν. Και κυρίως νομίζω πως είναι κρίμα να πας να μπλέξεις μέσα σ’ αυτό το άθλιο κοπάδι.
Δεν θέλω να σου καταστρέψω το θάρρος σου. Απεναντίας, αυτά θα σου τα’ γραφα πολύ αργότερα, αν μου περνούσε από τον νουπως θα μπορούσε να βρεις κάτι διαλυτικό στα γραφόμενά μου. Ίσως να μην έχω καταλάβει καλά το δαιμόνιό σου. Όμως καλύτερα δεν ειν’ έτσι, νά’ χουμε φίλους που μας κρίνουν, παρά φίλους που μας χειροκροτούν. Ίσως ακόμη να τα ‘γραψα όλα αυτά, γιατί με φοβίζουν οι μεγάλες λέξεις ( το ξέρεις αυτό) “πολιτικοκοινωνική θεωρία', “αντικατάσταση του καπιταλισμού'. Προτιμώ την απλή λέξη Αργώ, που περιμένω με ανυπομονησία να τη δω να ταξιδεύει με τον αγέρα πρίμο στα πανιά της.
* Από την αλληλογραφία «Σεφέρης - Θεοτοκάς, 1930-1966», εκδ. Ερμής, Επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης, σελ. 67-70.
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου Βιζυηνός Γεώργιος
– Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! – Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας.
– Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα. – Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.
Η μήτηρ, συνειθισμένη εις παρομοίας του νεωτέρου της υιού παρατηρήσεις, ουδ’ επρόσεξε καν εις τους λόγους του. Αλλ’ επιστραφείσα προς την όπισθεν αυτής θύραν, ίνα βεβαιωθή ότι είναι κεκλεισμένη,
– Και μη μου αφήσετε, είπεν, αυτή την σεισουράδα να ξαναμβή δω μέσα. Ω, χαρά στο μας αλήθεια, σταις τούμπαις και τους σάλτους!
Σεισουράδα ήτον ο Γάλλος υπηρέτης του επί τον Βόσπορον ξενοδοχείου, εν ω η μήτηρ μου ήλθε να με συναντήση, μόλις αφικόμενον εκ της Εσπερίας. Το πρωτοφανές διά την επαρχιώτιδα σχήμα του φράκου, αι συνεχείς του καταξυρίστου Γάλλου υποκλίσεις, ενέπνευσαν εις αυτήν ευθύς εξ αρχής ακατάληπτον αντιπάθειαν. Και το χειρότερον ήτο, ότι ο δυστυχής υπηρέτης προσπαθών και καλά να κατακτήση την εύνοιάν της επολλαπλασίαζε τους σάλτους και ταις τούμπαις αυτού, υποκλινόμενος ούτω πιθηκιστικώς, ώστε εκορύφωσε, κατ’ αυτάς έτι τας πρώτας ημέρας, την εναντίον αυτού αγανάκτησιν της μητρός μου, ήτις και τον εβάπτισε με το όνομα της σεισοπυγίδος, διότι, έλεγεν, είχε θηλυκό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον και δεν ημπορούσε να σταθή στα ξερά του, χωρίς να σκύψη το κεφάλι και να σείση την ουρά του.
Μετά τινας ούτω πως εμπαικτικάς παρατηρήσεις και επί του όλου παραστήματος και της ενδυμασίας του ατυχούς Λουή, η μήτηρ μου διέκοψεν ανεπαισθήτως το γεύμα της και, προσηλώσασα τους οφθαλμούς εις το παράθυρον, εβυθίσθη ολίγον κατ’ ολίγον εις σκέψεις, κατά την συνήθειάν της.
Ο Βόσπορος εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα κυανά του νερά κατ’ αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ’ απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι’ απλανών ομμάτων· και μετά μακράν σιωπήν αναστεξάσασα βαθέως,
– Διες εσύ! είπε, πως περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μηχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να ’βρη κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκονόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; – Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
Και έτσι ξημέρονε, και έτσι βράδυαζε. Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ’ ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ’ έχω κοντά μου, τώρα που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!
Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά·
– Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ’ εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ’ εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό! Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ’ εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μας – πέντε ώραις δρόμον επήγε, κ’ έμεινεν εκεί!... Ε... μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!...
Ήτανε παραμονή των Φωτών – ξεύρεις πως είναι η καρδιά μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σουρβιαίς και σούρβιζαν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα’ στην ράχη και να τον σουρβίζης: “Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γειά και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!” Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: – Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! – Και σ’ έδωκε μια πεντάρα, και μ’ εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε. – Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! – Πού το ήξευρε, πως ύστερ’ από τρεις μήνες θε να σ’ άφην’ ορφανό! Και που το ήξευρε, πως οι παραμοναίς των Φωτών θε νάρχουνταν και θα περνούσαν και συ θα κακοπάθιαζες στην ξενητειά κι εγώ θε νάκλαιγα μονάχη!
Έτσι κ’ εκείνη την παραμονή. Ο Mιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια – Μ’ αυτά τα σούρβα, μάνα, θα διούμεν απόψε την τύχη μας. – Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχησεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. Πρώτα πρώτα σ’ ωνομάτισεν εσένα, κ’ έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι’ εβγήκεν απ’ την στιά. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν’ ο Γιωργής μας γερός, είμασθ’ όλοι καλά! Ύστερα μ’ ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ’ εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τότ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε:
– Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –
Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι’ αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς που ύστερ’ από λίγαις ημέραις άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ’ ελαφρυά κ’ εγελάσαμεν.
Εκεί πάνου στα γέλοια άνοιξεν η θύρα κ’ εμβήκεν ο Χαραλαμπής του Μητάκου. Τον ξεύρεις. Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ’ επήρεν άσχημο δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι’ αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλοιό μας· κ’ εκείνη την βραδειά ήλθε.
– Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε!
– Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.
– Όχι, κυρά, εγώ την παραίτησα πια την πόστα. Και ήρθα ίσα ίσα να ξαναπώ του Χρηστάκη να μην αφήση να την πάρη κανένας άλλος.
Εκεί, σαν να μ’ εταράχθηκεν η καρδιά μου!
– Και γιατί, Λαμπή;
– Γιατ’ είναι καλή δουλειά η πόστα, κυρά, καλή δουλειά!
– Και σαν είναι καλή δουλειά η πόστα, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα;
Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχησε να μασσά τα λόγια του.
– Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ’ έφερα την πόστ’ από το σιδερόδρομο, έκαμ’ αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι.
– Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή! Εσύ αν έκαμες παράδες, καθώς το λένε – Θεός κ’ η ψυχή σου! Εμείς τέτοιους παράδες δεν τους χρειαζόμασθε. Έπειτα, ξεύρεις· οι καϋμέδες δεν έχουν πλέον πέραση. Και αυτός που κουβαλεί την πόστα δεν μπορεί πλέον ν’ αρχοντήνη με τα υστερήματα, που στέλνει κανένα ορφανό, ξενητεμμένο, μέσ’ στο γράμμα, να μνημονέψουν τον πατέρα του. Όσο για την άλλη τέχνη που σ’ αρχόντηνε, Λαμπή, να ο Θεός και ας σε κρίνη. Εμένα το παιδί μου είναι χριστιανός και τίμιος άνθρωπος, και ξεύρει να βγάλη το ψωμί του με τον ίδρω του προσώπου του.
Έτσι του είπα, γιατί το ήξευρα πως ήταν κλέφτης. Και κει που του τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. – Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο! Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταζε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι’ εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ’ από τον φρικτόν αγώνα – Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου,
– Μην ακούς τον κόσμο, κυρά! Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ’ έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ’ εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!...
– Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν –ας είναι και για δοκιμή μονάχα– θαρρεί πως του λες για το φονικό. Θαρρεί πως εφάνηκε το αίμα στα χέρια του, για να τον προδώση.
– Αφού δεν το είδες με τα μάτια σου, του είπα, τι σε μέλει και τον κακολογάς. Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι. Και αν είναι αλήθεια, έχει Θεό που θα τον κρίνη και ας όψεται. Κάμε μου μόνο την χάρι, και μη ανακατόνεσαι στην υπόθεσι της πόστας: Αυτός χωρίς αιτία βέβαια δεν την παραιτά.
– Δεν ακούς που σου το λέγω, μητέρα; Είπε πάλ’ εκείνος. Είναι το αίμα που τον πιάνει! Το αίμα, που έχυσε στον δρόμο του, εστοιχειώθηκε τώρα, και δεν τον αφήνει να περάση. Προχθές αναγκάσθηκε να γυρίσ’ από τα μισόδρομα και ν’ αφήση την πόστα. Ακούεις, είδε κάποιον που τον παραμόνευε: Χωρίς άλλο ήταν το αίμα. Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’ ομολογήση και να τον κρεμάσουν.
– Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκόνεις την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατόνεις αυτά τα πράγματα! Γιατί σ’ ακούει κανείς από την εξουσία κ’ ευρίσκεις τον μπελά σου! Άφησε και την πόστα και τον ποστιέρη να κουρεύωνται, και βλέπε την δουλειά σου, σαν νοικοκυροπαίδι.
Μα κείνος ο μακαρίτης –τον ήξευρες πώς ήτανε– δεν τον εχωρούσεν ο τόπος να καθήση. Τον έμαθα τέχνη και τον άνοιξ’ αργαστήρι, για να πιάση τον τόπο του πατέρα του. Μα, έλα που αγαπούσε να γυρνά μέσα στους δρόμους!
– Απ’ εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμος. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν’ αφήσω να ωφεληθή άλλος;
– Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ’ αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου!
– Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διής εσύ πως θα το μετανοιώσης.
Αυτό μ’ έγγιξεν εκεί που με πονούσε. Τα γράμματά σου δεν ήρχοντο τακτικά, γιατί τα άνοιγαν στον δρόμο. Και δεν φθάνει, που δεν άφηναν μέσα τίποτε, μόνον ύστερα εντρέπονταν να τα φέρουν ανοιγμένα, και έτσι έμενα εγώ χωρίς ειδήσεις σου, κ’ εκαθόμουν κ’ έκλαια. Μολαταύτα δεν του είπα τίποτε. Τόσον καιρό υπόφερα, ας υποφέρ’ ακόμα.
Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ’ εμβαίνει με τον σάκκο του κονακιού στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του.
– Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; –
Είχαν περάσει κοντά δώδεκα ημέραις από εκείνη την βραδειά, που του το είχα εμποδίσει. Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φωτών. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι’ αυτό άρχησα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν’ ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!
Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ’ εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νου σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! – Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ’ επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!...
Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης. Οι επίτροποι και οι προεστοί επήγαν από νωρίς εις τον σιδηρόδρομο· οι δάσκαλοι με τα παιδιά του σχολειού αραδιασμένα· οι παπάδες και οι άλλοι χωριανοί εβγήκαν καμμιάν ώρα δρόμο, για να τον προσωπαντήσουν. Ο Μιχαήλος επήγε κ’ εκείνος μαζί τους. Έμεινεν άδειο θαρρείς το χωριό. Η ώρα της πόστας ήλθε, μα δεν ανησύχησα για τον Χρηστάκη: Χωρίς άλλο θα έλθη με τη συνοδεία του Δεσπότη. Ο καιρός ήταν καλός κ’ εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ’ εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ’ εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παππάδων. Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχησα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική.
– Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν’ από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ’ έρχεται τ’ ασκέρι! Ακούς εκόψαν τον σιδερόδρομο και μας επήραν τον Δεσπότη!
Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ’ εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι ακόμη παρά πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. – Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ’ έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο. Κ’ επρόβαλ’ ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κ’ επρόβαλ’ ο παππάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ’ ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγ’ ο Μιχαήλος ανεμαλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!–
Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της.
Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν. Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών. Αλλ’ η πρόσφατος έλευσις εμού, όστις δεν είχον ιδή το φρικτόν εκείνο δράμα εκ του πλησίον, ανέξανε τας μόλις ουλωθείσας πληγάς της ταλαίνης. Η εμή παρουσία καθίστα την απώλειαν του μακαρίτου πολύ μάλλον επαισθητοτέραν, διότι, καθώς έλεγεν η μήτηρ μου δικαίως, εφαίνετο πλέον πως η χαρά μας δεν ειμπορούσε να είναι σωστή. Τόσον ολίγους που τους αφήκα τους εδικούς μου, τους εύρισκον ολιγωτέρους. Και ούτε εγώ να τον φιλήσω, ούτε ο πτωχός αδελφός μου ηδύνατο πλέον να ευφρανθή επί τη επανόδω τού τόσον καιρόν προσδοκηθέντος αδελφού του! Και έκλαιε λοιπόν η δύστηνος και διηγείτο την θλιβεράν εκείνην ιστορίαν, ως εάν είχε συμβή αυτήν την προτεραίαν.
Και όταν αι πλήμμυραι των δακρύων ανεκούφιζον ολίγον την βαρυπενθή αυτής καρδίαν, νομίζετ’ ελησμόνει την δυστυχίαν της; Πολλού γε και δει. Την θλίψιν διά τον φόνον του αγαπητού μας αδελφού διεδέχετο η αμείλικτος οργή κατά του φονέως.
– Καμμιά φορά, μοι έλεγε κατ’ ιδίαν ο αδελφός μου, ενόμιζον πως άρχιζε να ξεχνά τον Χρηστάκη, μα ποτέ δεν την είδα να ξεχάση τον φονιά του.
Καθ’ όλον το μεταξύ διάστημα ούτε Δεσπότη, ούτε Καϋμακάμη αφήκεν ήσυχον διά να τη εύρουν τον φονέα του τέκνου της. Κατ’ αρχάς ενομίσθη, ότι εφονεύθη, συντυχών εις την συμπλοκήν κατά την επί του σταθμού του Λουλεβουργάζ έφοδον. Αλλά μετ’ ολίγον επιστώθη, ότι τούτο δεν ήτο δυνατόν. Οι επελθόντες προς παραλαβήν του αρχιερέως εύρον τον σταθμόν τούτον ερημωμένον υπό των επιτοπίων αρχών προ δύο ήδη ημερών, εξ ου χρόνου πάσα συγκοινωνία μετά της πρωτευούσης ήτο διακεκομμένη, τους δε Ρώσσους αμαχητί καταλαβόντας το χωρίον, αλλά μόλις περί τα μέσα της προηγηθείσης εκείνης νυκτός. Τον πτωχόν αδελφόν μου όμως ανεκάλυψαν εν τη ατάκτω αυτών επιστροφή παρά την γέφυραν της λεωφόρου, πολύ μακράν του χωρίου, και νεκρόν πολύ προ της αφίξεως των Ρώσσων. Δεν εφονεύθη λοιπόν τυχαίως, ουδ’ εν συμπλοκή. Αλλ’ ούτ’ επίτηδες ήτο δυνατόν να εφονεύθη υπό στρατιωτών ή ληστών. Διότι ούτε οι μεν θα άφηναν τον νεκρόν ασύλητον, ούτε οι δε ανέπαφον τον ταχυδρομικόν σάκκον. Πάσα δε επίσημος έρευνα κατέληγεν εις το ψηλαφητόν συμπέρασμα ότι ο φόνος εγένετο εξ ενέδρας και ουχί προς σκοπόν ληστεύσεως. Διά τούτο η μήτηρ μου επέμενεν εις την εύρεσιν και τιμωρίαν του φονέως. Ο τρόπος δι’ ου ο πρώην κακής φήμης ταχυδρόμος παρέπεισε τον ανύποπτον νεανίαν να διαδεχθή το επικίνδυνον αυτού έργον, παρείχεν εις τας ερεύνας αυτής τον οδηγητικόν μίτον.
– Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανιασμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι. Μα ύστερ’ από δύο ημέραις τον έβγαλαν, γιατί ευρέθη, πως, όταν έγεινε το φονικό, εκείνος ήταν στο χωριό μας. Ποιος το ξεύρει; Ίσως κ’ εψευτομαρτύρησαν... Μα τώρα, που ήρθες πια και συ, παιδί μου, μην αφήστε τον αδερφό σας ανεκδίκητο. Μη με βλέπεις έτσι και σιωπάς! Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον νεκρό μου. Γιατί διές, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μέσ’ στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα. Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να γενή εκδίκησι!
Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι, ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως δικαιοσύνην. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
– Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του και ύστερα ας αποθάνω!
Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!
Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα, δι’ ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγομένης καμίνου. Ούτω και κατ’ εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου,
– Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ’ ας πεθάνω!
Αλλ’ αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου.
– Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.
– Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.
– Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχης λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ’ ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλήθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείση, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ’ αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ’ αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθη και εκδιώξη διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικονσοφτάν, αλλ’ ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτο ο οικειότατος αυτώ φίλος.
– Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!
Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας απαλλαγείσα των περιπτυγμών της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και
– Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Δεν σ’ εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!
Ο Τούρκος έκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.
– Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνη, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβη από τα χρόνια μου να βάζη στα δικά σου. –
Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάση από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί. Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος,
– Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;
– Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φράγκικά σου τ’ αποπλύματα! Α-λά-τούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;
Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ’ εμού εις το προσεχές δωμάτιον.
– Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πη το Σπολλάτη!
Είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.
– Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από τότε έγεινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; Ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.
Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνείθιζε ν’ αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως, όσω μάλλον αγγογύστως και προθύμως τας επλήρονεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ. Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι,
– Άκουσε να σε πω, μοι είπεν. Αν εννοής να τα έχης έτσι καταιβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσης την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσης και συ με την καρδιά σου, να γελάση κ’ η μητέρα κομμάτι, που τόσαις ημέραις δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καϋμένη.
– Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.
– Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ειξεύρεις πόσον η μητέρ’ ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ’ στον δρόμο· ποιος έφθανεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπ’ ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη.
– Ώρα καλή, θειέ!
– Πολλά τα έτη, κυρά!
– Από την Ευρώπη έρχεσαι;
– Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν’ αυτή η Ευρώπη;
– Να, ξεύρω κι’ εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
– Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
– Αμ’ ξέρω και ’γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραμματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ’ σταις εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
– Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
– Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ’ από την κουβέντα. Ύστερ’ από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
– Αμ’ δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε;
– Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
– Δεν πειράζει, θειε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
– Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
– Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διές, έχω παιδί στην ξενητιά, κ’ έχω καρδιά καμμένη. Κι’ αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα’ το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως τωύρη κι’ εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
– Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχης παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ’ στο στομάχι μου! Μη θαρρής πως εβαρέθηκα την ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κ’ έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλης και καλά να χρησιμοποιήσης το πεπόνι σου, στείλε το στου Γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθή αυτήν την χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώση και αυτός από την θέρμη και η θέρμη απ’ αυτόνε.
– Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχησε πλέον την ιστορία!
– Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ’ αρέση, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!
– Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδής την μητέρα, όταν το άκουσε. – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! – Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι’ έγεινε σαν πήττα! Κ’ έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ’ επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ’ άσπαρτα χωράφια κατ’ ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη, και,
– Τι χάσκεις απ’ αυτού, μωρέ πολλακαμμένε; – εφώναξε. – Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψης;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς; Θα ήταν καλή να με φακιολίση με καμμιά βωλάκα. Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κ’ έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσης! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχταις – δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του Γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακρυά μέσ’ στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχησαν τα γόνατά της να τρέμουν κ’ εκάθησε σε μια πέτρα.
– Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πως δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;
– Αμ’ τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γειάνης; Εκείνο, ως και ο Παππά-Δήμος, που τ’ άκουσε, δεν επήγε να τον διή. Γιατ’ είναι, λέγει, Τούρκος, κ’ οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο.
– Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο σην θωριά της. – Σαν είναι Τούρκος – Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!
– Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ’ στ’ αγκάθια. Από τη βία σου, μ’ έκαμες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. – Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
Εκεί που έπεσα πάλε καταπόδι της, κ’ επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κ’ εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι’ εδώ μι’ αγριαγγινάρα. Κι’ ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ’ έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κ’ εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη!
– Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ’ από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
– Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμισυ φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
– Πιάσ’ απ’ εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;
Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ’ επήραμε τον δρόμο.
Ο Γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά μου έξω από την θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ’ στον λαιμό του κ’ εφώναξεν. – Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χορατά δεν μ’ επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ’ άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ’ έρριψε την κάππα του εις της θειάς μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλονε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ’ εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλοιό μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου.
– Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν’ αρρωστήση;
– Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ’ εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μάφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;
–Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώσταις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ’ όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν’ άρρωστο στη ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γειάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα παπούτσια της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα, ώστ’ εκέρδησεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι’ αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν,
– Ο αρίσκος* ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παππά το χέρι· τι να κάμη! Όλα για να γειάνη.
Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχησαν να με πληρώσιν ευχών κ’ ευλογιών, επαίνων κ’ εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ’ η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως,
– Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στονΖαπτιέ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγείνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ’ αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!
Η Τούρκισσα ηννόησεν ολίγον περί τίνος επρόκειτο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)


.jpg)


