Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Μαρία Πολυδούρη, Μόνο γιατί μ΄αγάπησες



Η σχέση του βιώματος και της καλλιτεχνικής έκφρασης του παίρνει στην ποίηση πολλές μορφές.
Οι ποιητές δίνουν συνήθως την εντύπωση πως υποβιβάζουν τη ζωή τους σε μια «πρώτη ύλη» για την ποίηση τους. Δίνουν, δηλαδή, την εντύπωση πως ό,τι ζουν, δεν το ζουν πραγματικά, αλλά εικονικά, πως ζουν για να μπορέσουν μετά να περιγράψουν αυτό που έζησαν και πως αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι η εμπειρία, αλλά η αναγωγή της στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η ζωή μετατοπίζεται από τη βίωση της σε μια αναβαθμισμένη (αισθητικά και νοηματικά) περιγραφή της, χάνει την πρωταρχική σημασία της και γίνεται ένας μηχανισμός έμπνευσης, η υλική προϋπόθεση για μια δραστηριότητα που, υπό κανονικές συνθήκες, είναι δευτερεύουσα ή συμπληρωματική.
Με αυτόν, όμως, τον τρόπο, αντιστρέφουν τους ρόλους ζωής και λογοτεχνίας και δίνουν στη λογοτεχνία μια σημασία και έναν ρόλο πλασματικό, ενώ ο πραγματικός ρόλος της δεν είναι άλλος από την εντατικοποίηση της εμπειρίας της ζωής.


Μόνο γιατί μ'αγάπησες


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.


Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.


Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.


Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.


Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.


Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.


Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.


Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.





Το ενδιαφέρον της άποψης που εκφράζεται στο ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη « Μόνο γιατί μ΄αγάπησες» βρίσκεται στην καθ' όλα ρεαλιστική υπερτίμηση της ζωής σε σχέση με την ποίηση. Αναδεικνύεται το γεγονός ότι η υπεροχή της ζωής απέναντι στην τέχνη αναγνωρίζεται ακόμη και από εκείνους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην τέχνη.
Το γεγονός, ωστόσο, πως αυτή η αναγνώριση της υπεροχής της ζωής (σε μία, τουλάχιστον, από τις πιο αυθεντικές, αλλά και έντονες εκδοχές της, την ερωτική) συνδυάζεται με την αφοσίωση στην ποίηση οδηγεί την ανάγνωση προς την επισήμανση της στενής, θετικής σχέσης ή και αλληλοεπίδρασης ζωής και ποίησης. Σύμφωνα με αυτή την αμοιβαία επίδραση, ζωή και ποίηση συνιστούν τους δύο δυναμικούς πόλους της πραγματικότητας, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν και να λειτουργήσουν σαν συνθήκες του πραγματικού ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, αλλά μόνο μέσα από την αμοιβαία σχέση και αλληλοαναφορά τους.
Αξίζει να σημειωθεί η επιμονή της Πολυδούρη όχι στην αξία της δικής της αγάπης προς αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά της δικής του αγάπης προς αυτήν. Αυτό το θέμα, όπως και η άποψη σχετικά με τη σχέση ποίησης και ζωής μας τρέπουν προς μια βιογραφική ερμηνεία και κριτική του ποιήματος, σύμφωνα με την οποία επιχειρείται η ανάγνωση και κατανόηση του έργου , βάσει της αδιέξοδης ερωτικής σχέσης της ποιήτριας με τον Καρυωτάκη.

Η ΓΛΩΣΣΑ

Το βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας και της στιχοποιίας της Πολυδούρη αποτελεί η φυσικότητα.
Η φυσικότητα είναι συνέπεια της ανεπιτήδευτης, καθημερινής γλώσσας, της αβίαστης ομοιοκαταληξίας, του συνηθισμένου ρυθμού και της απουσίας της εντύπωσης του μόχθου που συχνά δίνουν στον αναγνώστη τα επεξεργασμένα ποιήματα.
Η Πολυδούρη δεν μοχθεί για την επεξεργασία των στίχων της και γι' αυτό δεν φτάνει συχνά σε κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση, όμως, που φτάνει, είναι φανερό πως αυτό έχει γίνει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Επομένως, το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης της Πολυδούρη εκδηλώνεται με δύο τρόπους:
α) ως ατημελησία στα ατελή της ποιήματα και
β) ως φυσικότητα στα επιτυχημένα ποιήματα της.
Αυτή, ωστόσο, η αδιαφορία ή η βιασύνη μπροστά στη λεπτομέρεια της φόρμας εναρμονίζεται απόλυτα με το ξεχείλισμα του συναισθήματος. Πώς αλλιώς, άραγε, θα μπορούσε να εκφραστεί ένα τόσο εκρηκτικό συναίσθημα;

Η Πολυδούρη ( και όλοι οι νεορομαντικοί ποιητές ) θεωρούν την Ποίηση ως αυθόρμητη ποιητική μεταγραφή των συναισθημάτων, οπότε είναι αναμενόμενο να τηρούν ανέμελη στάση απέναντι στο ιδανικό της ποιητικής μορφικής εντέλειας. Ανάλογος, άλλωστε, ήταν και ο τρόπος της ζωής της, που καθοριζόταν από την αντίδραση στις καθιερωμένες, τυπικές συμπεριφορές. Το ποιητικό αντίστοιχο του αντικομφορμισμού του τρόπου ζωής της είναι η ατημελησία των στίχων της.
Οι ποιητικές εικόνες της είναι καθαρές και σαφείς, δίνοντας πάντα την ευχάριστη εντύπωση πως είναι αμιγώς περιγραφικές και πως λειτουργούν κυριολεκτικά. Αυτή, όμως, η αντικειμενικότητα της ποιητικής ματιάς τής Πολυδούρη στρέφεται πάντα προς τα μέσα και η σημασία της εικόνας εσωτερικεύεται διακριτικά, διαφυλάσσοντας τον ελεγειακό τόνο του ποιήματος από τη μελοδραματική θρηνολογία .
Η φωνή τής Πολυδούρη ακούγεται καθαρή και ανεπιτήδευτη. Κανένας ρητορισμός, καμιά επιτήδευση της έκφρασης ή επίφαση του συναισθήματος. Το συναίσθημα που την απασχολεί είναι το ερωτικό και, συχνά, η φωνή της αποκτά τέτοια οξύτητα, ώστε η ομιλία του ποιήματος να παίρνει την ένταση μιας κραυγής ερωτικής. Όσο δυνατή, όμως, και αν είναι αυτή η κραυγή, ο τόνος του ποιήματος είναι τόσο τρυφερός και ήπιος, ώστε η ερωτική απελπισία ή απαίτηση να παίρνει τους χαμηλούς τόνους της ερωτικής συγκατάβασης και του έμμεσου παράπονου.



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ


Με την ποίηση της, η Πολυδούρη κατορθώνει να αποδώσει την ένταση του ερωτικού συναισθήματος, αλλά χωρίς οξύτητα. Αυτό γίνεται δυνατό χάρη σε μια ποιητική έκφραση που καλλιεργεί τον ήπιο τόνο. Αρχικά, δίνεται η εντύπωση πως η ένταση του συναισθήματος και ο ήπιος τόνος συνιστούν αντίφαση ή κάτι ακατόρθωτο, αλλά στο ποίημα της Πολυδούρη αυτός ο συνδυασμός γίνεται δυνατός με τον παρακάτω τρόπο:
α) η ερωτική συγκίνηση μεταδίδεται στον αναγνώστη μέσα από εικόνες που υποβάλλουν τον έρωτα σαν μια εξαιρετικά ζωντανή και παρούσα ανάμνηση. Η απόσταση του χρόνου λειτουργεί σαν διαδικασία απόσταξης του συναισθήματος: όσο πιο μακρινό είναι το συναίσθημα τόσο πιο δυνατό γίνεται - αρκεί να ήταν, δηλαδή να είναι, αληθινό. Με τον τρόπο αυτό, η ερωτική ανάμνηση γίνεται στο ποίημα ένα πολύ ζωντανό και παρόν σκίρτημα, δηλαδή μια συγκίνηση που διατρέχει ακόμη το σώμα.
β) Άλλος ένας τρόπος για να γίνει η οξύτητα τρυφερότητα είναι η συνεχής παρουσία του θανάτου, που ακόμη και όταν βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, δεν παύει να λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις:
1) προς την υπογράμμιση της σημασίας και επισήμανση της αξίας του έρωτα, μέσα από την προβολή του πάνω στο φάσμα του θανάτου, αλλά και
2) προς την απάλυνση της φυσικής οξύτητας του ερωτικού συναισθήματος, μέσα από την υποβολή μιας σοφής εγκαρτέρησης και επίγνωσης της ματαιότητας.
Ο θάνατος, στο συγκεκριμένο ποίημα -αλλά και γενικώς
στην ποίηση της Πολυδούρη - δεν είναι θάνατος βιολογικός, είναι θάνατος του έρωτα.
Μπορεί να γνωρίζουμε από τη βιογραφία της ποιήτριας ότι «ο ωραίος που βασίλεψε » είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, που αυτοκτόνησε, και ότι η ποιήτρια , που λέει « έτσι γλυκά πεθαίνω», είναι η ποιήτρια, που πέθαινε από φυματίωση, παρ' όλα αυτά, όμως, η αυτοκτονία και η φυματίωση δεν αποτελούν τις αιτίες τού πραγματικού θανάτου: εκείνος που «βασίλεψε», εκείνος που έδυσε, πριν χαθεί πίσω από ορίζοντα της ζωής, είχε αποτραβηχτεί από τον έρωτα δηλαδή, από τη ζωή της ποιήτριας. Πριν όμως χαθεί, είχε προλάβει να την αγαπήσει κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει αυτήν ωραία, σαν άνθος ολάνοιχτο, κι εκείνον να τον εξαγνίσει . Αυτή η «άνθηση» κι αυτός ο «εξαγνισμός» αποτελούν τις συνθήκες ολοκλήρωσης της ζωής για τους δύο ερωτευμένους. Μπορεί ο έρωτας τους να έμεινε στην ιστορία σαν μια τραγική περίπτωση ανολοκλήρωτου ή, τουλάχιστον, αδιέξοδου έρωτα, αλλά μέσα από αυτό το ποίημα αποδεικνύεται το αντίθετο.

Η ΑΓΑΠΗ

Η αγάπη δεν ελπίζει μόνο. Η αγάπη μπορεί και να θυμάται. Αυτές οι δύο προοπτικές, η μία προς το μέλλον (με την ελπίδα) και η άλλη προς το παρελθόν (με την ανάμνηση), αποτελούν τις δύο δυναμικές διαστάσεις του έρωτα. Αυτό συμβαίνει επειδή η παρούσα στιγμή, όσο συναρπαστική και αν είναι (ή, ακριβώς, επειδή είναι τόσο συναρπαστική), πάντα διαφεύγει. Δύσκολα μπορούν οι ερωτευμένοι να αρπαχτούν και να σταθούν στο παρόν τους: ο έρωτας έχει μια ανεξέλεγκτη δυναμική, που ωθεί συνεχώς προς μια επόμενη φάση. Και όταν ο ρυθμός της ανεξέλεγκτης πορείας έχει μειωθεί, η δυναμική στρέφεται προς τα πίσω, προσπαθώντας να απολαύσει ξανά ή να καρπωθεί αναδρομικά όσα η ανεξέλε­γκτη ταχύτητα δεν είχε επιτρέψει.
Αυτό κάνει η ποιήτρια του ποιήματος: ο αγαπημένος «έχει βασιλέψει», ο έρωτας έχει δύσει και εκείνη, με ζωντανό ακόμη το ρίγος στην ψυχή και το σώμα, ζει και γράφει και πεθαίνει, γεμάτη από μια ευδαιμονία που δεν είναι δυνατόν να σβήσει. Η δυναμική τού έρωτα που στρέφεται προς το παρελθόν δεν είναι ένας μηρυκασμός των αισθημάτων, αλλά μια υπερηφάνεια για κάτι που συνέβη πραγματικά, για κάτι που, από τη στιγμή που είχε κάποτε την ομορφιά του αληθινού γεγονότος, δεν θα πάψει να την έχει ποτέ γι' αυτούς που το έζησαν.
Αξίζει να παρατηρήσουμε πως η ποιήτρια αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη εκείνου προς αυτήν και πως αυτή η αγάπη του ολοκλήρωσε, έδωσε νόημα και δικαίωσε τη ζωή της.
Δεν μιλά, ωστόσο, καθόλου για τη δική της αγάπη. Θα μπορούσαμε να δώσουμε στο γεγονός αυτό μια ψυχολογική ερμηνεία:
πως η ομιλήτρια δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη του, αλλά αισθάνεται κολακευμένη από τον έρωτα του προς αυτήν και πως γι' αυτό αναφέρεται συνεχώς σε αυτό τον έρωτα.
Είναι, όμως, δυνατόν να φανταστούμε πως η ικανοποίηση μιας ανάγκης τόσο κοινής ή και ευτελούς θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο σημαντικά αποτελέσματα: να ολοκληρώσει τη ζωή της, να της δώσει νόημα, να την κάνει να ανθίσει ως γυναίκα και ως ποιήτρια; Φυσικά, όχι. Αυτό είναι δυνατόν να συμβεί μόνο αν ο έρωτας του άλλου συνιστά αυτό που θέλουμε από τη ζωή. Μιλώντας, επομένως, για την αγάπη εκείνου προς αυτήν, η Πολυδούρη εκφράζει σε αντανάκλαση τη δική της αγάπη για εκείνον. Αν μάλιστα σκεφτούμε πως εκείνος που την αγάπησε δεν ζει πια τότε η αντανάκλαση αυτή γίνεται ακόμη πιο μακρινή. Αυτή η έμμεση, μετά θάνατον, ερωτική εξομολόγηση αποτελεί τη βασική στρατηγική της ποιητικής έκφρασης στο «Γιατί μ' αγάπησες».
Αυτή η έμμεση εξομολόγηση επιχειρείται με μια ποιητική ομιλία που απευθύνεται σε ένα «εσύ». Από τη στιγμή, όμως, που αυτό το «εσύ» είναι ένα πρόσωπο νεκρό, ουσιαστικά αποδέκτης της ομιλίας γίνεται ο πομπός του. Με τον τρόπο αυτό, η ποιήτρια εμφανίζεται να απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο σε κάποιον συγκεκριμένο αποδέκτη του λόγου της αλλά, στην πραγματικότητα, η ομιλία της επιστρέφει σε αυτή την ίδια, αποτελώντας έτσι τυπική περίπτωση λυρικού ποιήματος κατά το οποίο ο ομιλητής δεν εμφανίζεται να απευθύνεται σε κάποιον , είναι ένα «λυρικό εγώ» που δεν αισθάνεται την πραγματική ανάγκη να απευθυνθεί σε κάποιο ακροατήριο, αλλά θέλει να μιλήσει σε αυτόν τον ίδιο, προσπαθώντας όμως, με αυτήν τη ρητορική επιλογή, να διατυπώσει απλώς τα συναισθήματα του με τρόπο νηφάλιο, ώστε να μπορέσει να τα οργανώσει και να τα κάνει κατανοητά σε αυτόν τον ίδιο.

Η επανάληψη, το σχήμα της αναδίπλωσης

Το σχήμα της αναδίπλωσης δεν παρουσιάζεται μόνο στην κλίμακα της στροφής (όπου κάθε στροφή ανοίγει και κλείνει με τον ίδιο στίχο), αλλά και στην κλίμακα ολόκληρου του ποιήματος: το ποίημα αρχίζει με μια στροφή που ανοίγει και κλείνει με την ομοιοκαταληξία «μ' αγάπησες» και τελειώνει επίσης με μια στροφή που ανοίγει και κλείνει με την ίδια ομοιοκαταληξία.
Αυτή η αναδίπλωση υπηρετεί το πρόγραμμα της επανάληψης με δύο τρόπους:
ηχητικά και νοηματικά, μια και οι λέξεις που ομοιοκαταληκτούν έχουν ιδιαίτερη σημασία μέσα σε αυτή τη συνοπτική ερωτική ιστορία: «μ' αγάπησες», «χέρια σου», «κύτταξαν», «γεννήθηκα», «μ' αγά­πησες». Μέσα από αυτές τις τέσσερεις λέξεις που, ομοιοκαταληκτώντας, επαναλαμβάνονται από δύο (το «μ' αγάπησες» τέσσερεις) φορές, αποδίδεται ο έρωτας στις βασικές του διαστάσεις: με το «με κράτησες στα χέρια σου» («μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα», ο επόμενος στίχος) αποδίδεται η σωματική διάσταση , με το «τα μάτια σου με κύτταξαν» («με την ψυχή στο βλέμμα», ο επόμενος στίχος) αποδίδεται η ψυχική διάσταση, ενώ με το «γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα» αποδίδεται το συνολικό καταλυτικό αποτέλεσμα του έρωτα. Το όλο σχήμα πλαισιώνεται από το «μ' αγάπησες» της πρώτης και της τελευταίας στροφής, που εισάγει και συνοψίζει το θέμα.



Ο σύνδεσμος της ζωής με την ποίηση αποτελεί την πρόταση του ποιήματος. Ο σύνδεσμος αυτός γίνεται δυνατός με τη μεσολάβηση του έρωτα: με τον έρωτα, η ζωή ολοκληρώνεται και ανθίζει και από τον έρωτα προκαλείται η ποίηση, η οποία δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά την έκφραση (δηλαδή, την μέσω της γλώσσας ένταση, αποκάθαρση και διαιώνιση) του έρωτα.
Κλείνοντας να επισημάνουμε πως το γράψιμο της ποίησης δεν αποτελεί για την Πολυδούρη τρόπο διαφοροποίησης και απομόνωσης, αλλά μέσο για να έρθει πιο κοντά σε εκείνους που αγαπά. Η ποίηση, για την Πολυδούρη, είναι άμεσα εξαρτημένη από τη ζωή, είναι ένα μέσο ή ένα όργανο της ζωής. Γι' αυτό, άλλωστε, όπως η ίδια δηλώνει, δεν γράφει παρά γιατί εκείνος την αγάπησε και τα ποιήματα της «ήταν μόνο για Κείνον».

Η ζωή της Πολυδούρη, επομένως, κορυφώνεται στην αφοσίωση της στην ποίηση, αλλά η ποίηση, για την Πολυδούρη, δεν είναι παρά όργανο της ζωής και του έρωτα. Με τον τρόπο αυτό, η πορεία της κλιμακώνεται και καταλήγει εκεί από όπου ξεκίνησε: από τη διεκδίκηση της ζωής.

ΠΗΓΕΣ
Β. Αθανασόπουλος , το ελληνικό ποιητικό τοπίο τον 20 ο αιώνα
Εποχές και συγγραφείς , εκπομπή ΕΡΤ

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

ΡΕΝΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ



ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΥΛΗ
IMAGES THROUGH MATTER


Η νοηματική διαδικασία του έργου κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους: τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό/συνειρμικό. Αντικειμενικός είναι ο χώρος της ύλης, αναγνωρίσιμος από οποιονδήποτε, οπουδήποτε. Αναγνωρίσιμα είναι ακόμα τα ιδιαίτερα μικρομορφολογικά χαρακτηριστικά των υλικών επιφανειών, ο τρόπος και ο χρόνος εμφάνισής τους, ο χώρος προέλευσής τους και οι απλές νοηματικές προεκτάσεις τους.
Υποκειμενικός/συνειρμικός είναι ο ανθρώπινος ψυχολογικός μηχανισμός που αναγνωρίζει πάνω στις επιφάνειες τυχαίες απροσδόκητες εικόνες, χρησιμοποιώντας ως σχεδιαστικά στοιχεία/αφετηρίες τα επεισόδια, τα τυχαία σχήματα που δημιουργούνται από την ίδια τη σύσταση της επιφάνειας.
Τα αναγνώσιμα από όλους χαρακτηριστικά στοιχεία της επιφάνειας συνιστούν εικόνες φαντασιακές, προσωπικά συνειρμικές, αλλά παράδοξα επαναλαμβανόμενες από όλους, παραπέμπουν στις ιδέες των αντικειμένων κατά την πλατωνική αντίληψη. Ίσως να είναι και αυτός ο λόγος που το μάτι και ο νους του θεατή τις αναγνωρίζει αυθόρμητα. Είναι, λοιπόν, απροσδόκητες, απλές, τυχαίες, εικόνες που δημιουργούν πάνω στις επιφάνειες ανεξέλεγκτοι οπτικοί, ψυχολογικοί και νοητικοί μηχανισμοί.
Πιστεύω ότι από αυτό το άλλο διάβασμα της επιφάνειας προκύπτει η άλλη οπτική της μεταβαλλόμενης εικόνας – αφού κάθε φορά, ο καθένας, συνδέοντας διαφορετικά τα ίδια σημεία, φέρνει την δική του φαντασιακή εικόνα στην επιφάνεια.
Πηγή

Ρένα Παπασπύρου
Επεισόδια στην ύλη, 1980-1981
αποτοιχισμένη επιφάνεια, ανοδιομένο αλουμίνιο, επέμβαση με μολύβι


RENA PAPASPYROU (Athens 1938-)
1956-67 Studies at the Athens School of Fine Arts and at the Paris Ecole Nationale Supérieure des Beaux Arts. 1993-2005 Professor at the Athens School of Fine Arts. 2007 Professor emeritus at the Athens School of Fine Arts. Lives and works in Athens.


Solo exhibitions
2007 - Artis Causa Gallery, Thessaloniki
2006 -Gazon Rouge Gallery, Athens
2003 -Constellations, B.D. Sima, Athens
2002 -Alatza Imaret, Thessaloniki
2002 -Lola Nikolaou Gallery, Thessaloniki -The Wall
1998 -Short Self-contained Stories, Gallery 7, Athens.
1994 -Images Evoked by Association, Kreonidis Gallery, Athens
1992 -Images sur la Matière, French Institute, Thessaloniki
1991 -Galerie X+Plus, Brussels
1990 -Baalbeks
1986-89, Epikentro Contemporary Art Centre, Patras -Fires in the city – Multi-Images, Kreonidis Gallery, Athens
1985 -Magic Rooms, Dracos Art Centre, Athens.
1982 -Sample from Urban Landscape- Images through Matter, Desmos Gallery, Athens
1979 -Stilponos 7, Action/ Exhibition, Stilponos 7 and Desmos Gallery, Athens
1977 -Desmos Gallery, Athens
1967 -Astor Gallery, Athens
1966 -Galerie des Beaux Arts, Paris.






Main group exhibitions
1971 -Plastics in art, Hellenic-American Union, Athens 1978 -Avanguardia e Sperimentazione, Galleria Civica, Modena. -Avanguardia e Sperimentazione, Magazzini del Sale, Venice -Images of Greek Art I, Zappeion, Athens 1981 -Environment, Action. Exhibition organised by the Association of Greek Art Critics, Zappeion, Athens -Images of Greek Art II, Zappeion, Athens -XII Festival International de la Peinture, Cagnes sur Mer, France -Modern Art and Tradition Symposium, S.Y.S.T. Research Centre, Athens 1982 -Emerging Images, Europalia ʼ82, Hellas ICC, Antwerp, Belgium 1983 -Emerging Images, Athenaeum Intercontinental, Athens -XVII Bienal de Sao Paolo, Brazil -7 Greek Artists – One New Journey, Famagusta Gate, Nicosia 1985 -Memories, Recreations, Quests. National Gallery, Athens -Points of Change ʼ80 – New Dialogues. Dracos Art Centre, Athens -F.I.A.C. 1985, Grand Palais, Paris 1986 -Dracos Art Centre, Athens 1987 -Exploring New Materials and Means, Apopsi Gallery, Athens -The Process of the Image behind the Painted Surface, Nees Morfes Gallery, Athens 1988 -Hyperproion, Athens -4 Critical Approaches, Ileana Tounda Contemporary Art Centre, Athens 1989 -Three Generations of Greek Women Artists, The National Museum of Women in the Arts, Washington D.C., USA 1990 -Trammel Crow, Dallas, USA -2nd Minos Beach Art Symposium, Crete 1991 -Untitled, Mylos, Thessaloniki -Untitled, House of Cyprus – DESTE, Athens 1992 -The Transformations of the Modern. The Greek Version. National Gallery, Athens -Collection of the Rethymno Contemporary Art Centre 1993 -Inventaire No 1, French Institute, Thessaloniki 1994 -Contemporary Greek Art, Commission Building, Brussels -Ephemera, House of Cyprus, Athens 1995 -Configura 2, Erfurt, Germany -Art Athina, Athens -Ephemera, Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki -Ephemera, Contemporary Art Centre, Rethymno 1996 -Messaggeri degli Dei, Palazzo delle Exposizioni, Rome 1997 -Ad hoc and in situ, Contemporary Art Centre, Rethymno 2000 -Desmos Archive, DESTE Foundation, Athens - Desmos Archive, Contemporary Art Centre, Rethymno -Choices 2000 from the collection of the Rethymno Contemporary Art Centre, Pieridis Gallery, Athens - People-Faces-Forms, Municipal Gallery, Rethymno 2001 - Desmos Archive, Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki -Art Athina 2003 - Gazon Rouge Gallery, Athens 2005 -Art Athina -The Years of Defiance: Art of the 70ʼs in Greece, National Museum of Contemporary Art, Athens 2006 -Architectural Transparencies, Ileana Tounda Contemporary Art Centre, Athens - Kalfayan Gallery Thessaloniki.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

"Θῆβαι"


Η Θήβα (στα αρχαία Ελληνικά "Θῆβαι") είναι πόλη της Βοιωτίας, από τις αρχαιότερες της Ελλάδας και από της λίγες Προκατακλυσμιαίες πόλεις παγκοσμίως, έδρα του Δήμου Θηβαίων. Χτίστηκε κατά το μύθο από τον Κάδμο και έχει μεγάλη ιστορική και μυθολογική σημασία. Από τους πιο σημαντικούς Θηβαίους ήταν ο Επαμεινώνδας, μεγάλος στρατηγός της αρχαιότητας που έκανε τη Θήβα ηγεμονεύουσα της Ελλάδας, και ο Πελοπίδας, ο αρχηγός του διάσημου Ιερού Λόχου.

Η ακρόπολη των Θηβών ονομαζόταν "Καδμεία", υποδηλώνοντας έτσι τον ιδρυτή της. Το πληθυντικό του ονόματος Θῆβαι οφείλεται στις περίφημες Δεκατέσσερις πύλες της, που συνδέονται στενά με τον μύθο της Νιόβης.

Θήβαι επίσης, κατά την αρχαιότητα, ονομαζόταν το σημερινό Καρνάκ της Αιγύπτου. Το όνομα αυτό φέρεται να είναι παραφθορά της αιγυπτιακής λέξης για την "πόλη".


Aι Ωγύγιοι Θήβαι, που σημαίνει πανάρχαιες Θήβες, έχουν τις ρίζες τους στην προϊστορική περίοδο, που υπήρξε ένδοξη για την πόλη. Το όνομα Ωγύγος που έδιναν στον πρώτο βασιλιά της Θήβας σημαίνει απλώς "ο πολύ παλαιός". Η Θήβα, όπως και ολόκληρη η Βοιωτία, έχει εξαιρετικά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική μυθολογία. Σ' αυτή την περιοχή, συγκεκριμένα στον στον Παρνασσό, διεσώθη ο Δευκαλίων μετά τον κατακλυσμό και ο απόγονός του ο Έλλην. Στα ηρωικά χρόνια οι πανελλήνιες εκστρατείες των "Επτά επί Θήβας" και των επιγόνων τους είχαν ως κέντρο αναφοράς τη Θήβα. Η αργοναυτική εκστρατεία είναι σχεδόν Βοιωτική υπόθεση. Η εκστρατεία κατά της Τροίας οργανώθηκε στη Βοιωτία. Από τη Βοιωτία προέρχονται επίσης ο ιστορικός Ησίοδος, ο ποιητής Πίνδαρος και ο στρατηγός Επαμεινώνδας.
Η ίδρυση της Θήβας περιγράφεται από τους γοητευτικότερους μύθους της ελληνικής μυθολογίας. Στα Ομηρικά έπη οι μύθοι την απέδιδαν στους αδελφούς Ζήθο (που έφερνε τις πέτρες) και Αμφίονα, ο οποίος παίζοντας τη λύρα του, τις μάγεψε ώστε μετακινήθηκαν μόνες τους και σχημάτισαν τα περίφημα τείχη της επτάπυλης πόλης. Άλλοι μύθοι απέδιδαν την ίδρυση της πόλης στον Κάδμο, γιο του Αγήνορα, βασιλέα της Φοινίκης. Σύμφωνα μ' αυτούς ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο έκλεψε την αγαπημένη κόρη του Αγήνορα Ευρώπη και ο βασιλέας διέταξε τους γιους του να ψάξουν να την βρουν και να μην επιστρέψουν πίσω χωρίς αυτή. Στην αναζήτηση της αδελφής του Ευρώπης, ο Κάδμος ζήτησε τη βοήθεια του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών. Τότε πήρε την εντολή από τον θεό να σταματήσει τις αναζητήσεις και να ακολουθήσει την πρώτη δαμάλα που θα συναντήσει. Σε όποιο σημείο γονατίσει η δαμάλα, εκεί να κτίσει μια πόλη, τη Θήβα, στην οποία οι θεοί θα μοίραζαν απλόχερα τις ευλογίες τους


Ο Κάδμος ακολούθησε τη θεϊκή εντολή και όταν η δαμάλα γονάτισε σε ένα λόφο της Βοιωτίας, τη θυσίασε στους θεούς και αναζήτησε πηγή για να πλυθεί και να κάνει σπονδές. Την πηγή Δίρκη που βρήκε την προστάτευε ένας φοβερός δράκοντας, γιος του θεού Άρη. Με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς σκότωσε τον δράκοντα, πήρε το νερό που χρειαζόταν η νέα πόλη και έσπειρε τα δόντια του δράκου στη Θηβαϊκή γη, απ' όπου ξεφύτρωσαν οι προπάτορες των Θηβαίων, οι Σπαρτοί. Έτσι θαυμαστά, με θεϊκή εντολή κτίστηκε, οχυρώθηκε και κατοικήθηκε η νέα πόλη στο κέντρο της εύφορης πεδιάδας, πλούσιας σε νερά και λίμνες, που περιβάλλεται από πανέμορφα και βαθύσκιωτα βουνά, τον Παρνασσό, Ελικώνα, Κιθαιρώνα και άλλα μικρότερα που της χάριζαν υγιεινό κλίμα. Η πόλη βρισκόταν στο κέντρο της Ελλάδας, κοντά στον Κορινθιακό και Ευβοϊκό κόλπο. Ο Κάδμος δίδαξε στους Έλληνες τα «Φοινίκια» γράμματα, το ελληνικό δηλαδή αλφάβητο. Παντρεύτηκε την Αρμονία και στο γάμο τους για πρώτη και μοναδική φορά όλοι οι Ολύμπιοι θεοί κατέβηκαν από τον Όλυμπο και γλέντησαν με το καινούριο ζευγάρι, στο οποίο χάρισαν πλούσια δώρα.

Ο Κάδμος αργότερα τιμωρήθηκε από το θεό Άρη επειδή είχε σκοτώσει τον δράκοντα και εξορίστηκε μακριά από τη Θήβα. Πήγε στα μέρη της Ηπείρου, έκτισε μία πόλη, την Φοινίκη, και ένας από τους απογόνους του, ο Ιλλυριός, έγινε ο γενάρχης του έθνους των Ιλλυριών τους οποίους οι σημερινοί Αλβανοί θεωρούν προγόνους τους. Οι απόγονοι του Κάδμου στη Θήβα, οι Λαβδακίδες, ενέπνευσαν τους τραγικούς της αρχαιότητας, οι οποίοι διέσωσαν στις τραγωδίες την άσχημη μοίρα τους.

O Οιδίποδας γιος του Λάιου και της Ιοκάστης είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο του θηβαϊκού κύκλου.H τραγική του μοίρα τον οδήγησε από την Κόρινθο, όπου μεγάλωσε, υιοθετημένος από βρέφος, στην αυλή του βασιλιά Πολύβιου ή Πόλυβου, στη Θήβα, όπου σκότωσε τον πατέρα του Λάιο σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη, αγνοώντας την ταυτότητά της. Πριν είχε σκοτώσει το μυθικό τέρας «Σφίγγα», εξασφαλίζοντας το στέμμα της Θήβας. Από την ένωσή του με τη μητέρα του γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Αντιγόνη, και η Ισμήνη, τα οποία ακολούθησε η κατάρα του οίκου των Λαβδακιδών. Σύμφωνα με το μύθο τα δύο αγόρια αλληλοσκοτώνονται σε πόλεμο για τη διαδοχή του θρόνου, ενώ η Αντιγόνη καταδικάστηκε σε θάνατο, για την ταφή του αδελφού της, που είχε απαγορευθεί με νόμο.O Οιδίποδας διωγμένος από τον Κρέοντα αυτοτυφλώθηκε και εξορίστηκε στην Αθήνα, όπου και χάθηκε άδοξα.

Στη Θήβα επίσης γεννήθηκε ο θεός της χαράς, ο Διόνυσος, από την ένωση του Δία με τη βασίλισσα της Θήβας την Σεμέλη. Από τη Θήβα επίσης καταγόταν ο ημίθεος Ηρακλής, γιος του Δία και της Αλκμήνης, που διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και τους πασίγνωστους δώδεκα άθλους του. Οι Θηβαίοι τιμούσαν τον Ηρακλή με αγώνες που γίνονταν προς τιμή του ετησίως και διεξάγονταν στο γυμνάσιο που ήταν αφιερωμένο σ'αυτόν.



Ιδιαίτερη σημασία στο θηβαϊκό κύκλο έχουν οι θεότητες των Kαβείρων και τα βουνά Ελικώνας και Κιθαιρώνας. Oι Kάβειροι ήταν μυστηριώδεις, δευτέρας μορφής, υποχθόνιες θεότητες, ψηλοί υπερφυσικοί εκπρόσωποι της υποχθόνιας φωτιάς και του εγκέλαδου. H θρησκεία τους ήταν τόσο φοβερή που στο άκουσμά της σκορπιζόταν τρόμος. Κατά άλλους θεωρούνται δαίμονες ευεργετικοί για την καρποφορία των δέντρων και ειδικά της αμπέλου. Από ειδώλια στο Μουσείο της Θήβας αποδεικνύεται και η ομοφυλοφιλική τους διάθεση.

Μαντεία και ιερά υπήρχαν πάνω στα βουνά του Eλικώνα, του Κιθαιρώνα, του Πτώου και Μεσσάπιου. Στον Κιθαιρώνα υπήρχε μαντείο των Σφραγητίδων Nυμφών με ιέρειες τις Κιθαιρωνίδες νύμφες. Tο μαντείο ήταν κέντρο διονυσιακών τελετών. Εκεί κατοικούσαν οι Eρινύες. Στον Eλικώνα κατοικούσαν οι Νύμφες και οι Μούσες. Υπήρχε μάλιστα και η πηγή της Ιπποκρήνης από την οποία όποιος έπινε αποκτούσε το χάρισμα της ποίησης. Εκεί διεξάγονταν και αθλητικοί αγώνες προς τιμή του Έρωτα και των Μουσών.Στο Πτώο υπήρχε το περίφημο μαντείου του Πτώου Απόλλωνα. Στο Υπάτιο όρος υπήρχε ο ναός του Δία στην κορυφή, ενώ στο κάτω μέρος υπήρχε η πολιτεία του Γλίσαντα, όπου έγινε η μάχη των Eπιγόνων με τους Θηβαίους. O πλούσιος μυθολογικός κύκλος δείχνει ίχνη ζωής από το 3200 π.X., όταν η Θήβα περνά από την εποχή του κυνηγιού στην εποχή του χαλκού. Ύστερα παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη κατά την Μυκηναϊκή περίοδο (1600 - 1100 π.X.) οπότε κτίζονται αποθήκες, εργαστήρια, αρχεία, εντυπωσιακό ανάκτορο, από τα οποία έχουν προκύψει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Σημαντικότατο θεωρείται το ανευρεθέν αρχείο πινακίδων σε γραμμική γραφή Β'.

Είναι η περίοδος που ξεχωρίζουν οι πόλεις της Θήβας και του Ορχομενού, που ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια κυριαρχούσαν στη Βοιωτία και συνήθως ανταγωνίζονταν. Μετά την αποδυνάμωση όμως του Ορχομενού, λόγω πλημμύρας στο Κωπαϊδικό πεδίο, όλες οι Βοιωτικές πόλεις σχημάτισαν το κοινό των Βοιωτών με βουλευτήριο στην Ογχηστό, όπου με δημοκρατικές ψηφοφορίες συναποφάσιζαν τις κοινές τους κινήσεις για το ομαδικό συμφέρον. Εκείνη την περίοδο αναδείχθηκαν σπουδαίοι και επιφανείς άνδρες, όπως ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και η Ταναγραία ποιήτρια Κόριννα.

Οι πληροφορίες για την περίοδο αυτή διεσώθησαν από τους Αθηναίους ιστοριογράφους οι οποίοι με μελανά γράμματα περιγράφουν το «μηδισμό» της Θήβας. Για τη στάση τους αυτή μετά το τέλος του πολέμου τιμωρήθηκαν από τους υπόλοιπους Έλληνες, που απαίτησαν την παράδοση της πόλης. Συνέλαβαν τους προύχοντες και τους σκότωσαν χωρίς δίκη, αποδεικνύοντας ότι ο μηδισμός ήταν έργο των λίγων, που τον επέβαλαν στο λαό. Μετά την μάχη των Πλαταιών οι Θηβαίοι για περίπου δέκα χρόνια ήταν υπό τον ζυγό των Αθηναίων. Στα επόμενα χρόνια προσπαθούν να απαλλαγούν από την αθηναϊκή κηδεμονία και συμμαχούν με τους Σπαρτιάτες. Μετά την μάχη της Κορώνειας το 394 π.Χ. η Θήβα αποκτά ιδιαίτερη αίγλη στον ελλαδικό χώρο.


Την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, που κράτησε 27 χρόνια, η Θήβα τάχθηκε με το μέρος της Σπάρτης και παρέμεινε στο πλευρό της, προκειμένου να απαλλαγεί από το φόρο υποταγής που πλήρωναν οι Θηβαίοι στους Αθηναίους. Μετά το τέλος του πολέμου συμμάχησαν με τους Αθηναίους, γιατί δεν είχαν τις απολαβές που περίμεναν, από τους συμμάχους τους νικητές Σπαρτιάτες. Στην αρχή της περιόδου αυτής (404 - 338 π.Χ.) έκαναν πολλούς αγώνες ενάντια στους Σπαρτιάτες, όπου πάντα νικούσαν οι Θηβαίοι. Αποφασιστική ήταν η σύγκρουση των δύο πόλεων στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., που κατέληξε σε συντριβή των Σπαρτιατών. Η σημαντική νίκη των Θηβαίων οφειλόταν στη στρατηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα, που εφάρμοσε με επιτυχία το σύστημα της λοξής φάλαγγας, και την ανδρεία του Ιερού Λόχου που είχε οργανώσει και διοικούσε ο Πελοπίδας. Για εννέα περίπου χρόνια μετά τη μάχη των Λεύκτρων, η Θήβα γίνεται η πρώτη δύναμη στην Ελλάδα. Στη συνέχεια διατηρεί την ηγεμονία της στο χώρο της Βοιωτίας μέχρι την κάθοδο των Μακεδόνων.

Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και τη συντριβή των Βοιωτών και των Αθηναίων από τον Φίλιππο, οι Θηβαίοι έχασαν την ηγεμονία τους στο βοιωτικό χώρο. Οι Ιερολοχίτες ενταφιάστηκαν σε ομαδικό τάφο (το Πολυάνδριο, στο σημείο όπου σκοτώθηκαν και επάνω στήθηκε μαρμάρινο λιοντάρι. Στη Θήβα επιβλήθηκε ολιγαρχικό πολίτευμα και στην Καδμεία εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά. Στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από την φρουρά, οι Θηβαίοι ηττήθηκαν και ακολούθησε ισοπέδωση της πόλης και εξανδραποδισμός των κατοίκων. Μόνο η οικία του μεγάλου Θηβαίου λυρικού ποιητή Πίνδαρου σώθηκε της καταστροφής, με εντολή του Μ. Αλεξάνδρου. Η πόλη ξαναχτίστηκε το 316 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο.

Ρωμαίοι (197 π.Χ. - 395 μ.Χ.)

Το 197 π.Χ. η Θήβα με τις άλλες πόλεις της Βοιωτίας αποστάτησε από τους Μακεδόνες και έγινε υποτελής των Ρωμαίων. Την περίοδο της υποτέλειας στους Ρωμαίους κυριαρχεί στην περιοχή ειρήνη, χωρίς στάσεις και πολέμους. Το 86 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Μιθριδάτης ξεκίνησε πόλεμο κατά των Ρωμαίων σε Ευρώπη και Ασία, η Βοιωτία τάχθηκε με το μέρος του, για να ξαναγυρίσει στους Ρωμαίους όταν ο Σύλλας εισέβαλε στη Βοιωτία εκ νέου. Στη συνέχεια η Βοιωτία μετατράπηκε σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των Ρωμαίων, οι οποίοι διεξάγουν πολλούς εμφύλιους πολέμους.

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, η Θήβα και η Βοιωτία γενικότερα γνώρισε μεγάλη παρακμή και μαρασμό. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε κατοικημένη μόνο την Καδμεία. Την παρακμή και την εξαθλίωση συμπλήρωσαν και οι επιδρομές των Έρουλων και των Γότθων τον 3ο και 4ο μ.Χ. αιώνα. Ο χριστιανισμός στη Βοιωτία εισήχθη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Την Θήβα προσέλκυσε στο νέο Θεό, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ο Ρούφος, που έγινε και πρώτος επίσκοπος Θήβας με την επωνυμία "ο εκλεκτός". Ο Ρούφος μαρτύρησε μεταξύ των ετών 54 - 68 μ.Χ.

Βυζαντινή περίοδος (395 - 1204 μ.Χ.)

H Βοιωτία κατά τη Βυζαντινή περίοδο γνώρισε οικονομική άνθηση. H Θήβα κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο υπήρξε έδρα του στρατιωτικού διοικητή (Στρατηγού) του Θέματος Ελλάδος, καθώς και πολλών άλλων αξιωματούχων. H πόλη και η ευρύτερη περιοχή εντός ολίγου σχετικά χρόνου ανέπτυξαν πολλές και ποικίλες εύρωστες δραστηριότητες, έτσι ώστε η Θήβα έγινε η πλουσιότερη όλων των εκτός Iσθμού πόλεων. Τα μεταξουργεία, ταπητουργεία, βυρσοδεψία, και τα γεωργικά προϊόντα κατέστησαν την Θήβα σπουδαία πόλη στον τότε γνωστό κόσμο. Ούτε οι επιδρομές των Bουλγάρων (1040) και των Nορμανδών (1147) δεν σταμάτησαν την οικονομική άνθηση της πόλης. Σύμφωνα με τον μεσαιωνικό περιηγητή του 12ου αιώνα, Βενιαμίν της Τουδέλα, στη Θήβα ζούσαν 2.000 Εβραίοι ασχολούμενοι μέ την επεξεργασία, την ύφανση, και τη βαφή του μεταξιού. Η πόλη ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα για τους μεταξοτεχνίτες και για την υφαντουργία της. Ο Judah Al-Ḥarizi, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη το 1218, αναφέρει τον ποιητή, Μιχαήλ Β. Caleb, κάτοικο της Θήβας. Η κοινότητα διοικείτο από πέντε έφορους και ήταν διάσημη για τους μελετητές της όπως ο Σίμων Ατουμάνο. Ο Σίμων ήταν Εβραίος μελετητής και εργαζόταν όπως φαίνεται με μορφωμένα μέλη της μικρής εβραϊκής παροικίας που υπήρχαν ακόμα στη Θήβα στα τέλη του 14ου αιώνα. Ο Σίμων μετέφρασε τουλάχιστον μέρος της Παλαιάς Διαθήκης από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά και Λατινικά. Ετοίμασε έτσι μία τρίγλωσση Βίβλο που αφιέρωσε στον Πάπα Ουρβανό τον 6ο.

O Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος επισκέφθηκε τη Θήβα πηγαίνοντας στην Αθήνα και θεμελίωσε τον ναό των Τριών Ιεραρχών, στο σημείο που σήμερα σώζονται τα ερείπια του Αγίου Βασιλείου, κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό (Λότζα). Γύρω στο 1199 μ.X., στα χρόνια του Λέοντα του Σγουρού, η Θήβα δέχτηκε μία από τις μεγαλύτερες επιθέσεις, καθώς ο Λέων βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αυτοκράτορα επιζητώντας προσωπικά οφέλη. Ξεχωριστή ήταν στα χρόνια του μεσαίωνα η παρουσία του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη, που τιμάται, ως πολιούχος στη Θήβα, με την επωνυμία "Νέος Ελεήμων".

Φραγκοκρατία (1204 - 1460 μ.Χ.)

H ευδαιμονία συνεχίζεται και την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όπου η Θήβα είναι πρωτεύουσα και έδρα του Δουκάτου Αθηνών - Θηβών και η πλουσιότερη επαρχία. Από τα εισοδήματα που εξασφαλίζει γίνεται μία από τις λαμπρότερες αυλές της Ευρώπης, με αξιόλογο στρατό για την ασφάλεια του Δουκάτου. Κατά την περίοδο της δυναστείας των Φράγκων διατηρήθηκαν στην πόλη της Θήβας οι Γαλλικοί οίκοι των ντε Λα Ρος και ντε Μπριέν (1205 - 1311) και Σαιντ-Ομέρ (1240 - 1311), οι Καταλανοί βασιλιάδες της Σικελίας και της Αραγωνίας (1311 - 1387) και η κυριαρχία του Ιταλικού οίκου Ατσαγιόλι (1387 - 1460). Παρά τις συγκρούσεις των δυναστειών, η Θήβα διατηρήθηκε ως ένα ισχυρό κέντρο, με σημαντική ανάπτυξη και οικονομική άνθηση. Αποτελούσε ισχυρό κέντρο εξουσίας και δύναμης των Φράγκων μέχρι την άλωση της από τον Ομάρ, γιο του Τούρκου μπέη Τουραχάν. Έργο της δυναστείας των Σαιντ-Ομέρ είναι ο τετράγωνος πύργος που βρίσκεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο.

Τουρκοκρατία (1460 - 1821 μ.Χ.)

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Θήβα είχε δωρηθεί στη Βαλιδέ Σουλτάνα(δηλαδή τη μητέρα του εκάστοτε Σουλτάνου). H Βαλιδέ είχε κατοχυρώσει με φιρμάνια τα δικαιώματά της, ώστε να μην μπορεί κανείς χωρίς την άδειά της να επιβάλλει πρόστιμα ή να διατάξει συλλήψεις. H διοίκηση της Θήβας παρέμεινε στους Θηβαίους κοινοτάρχες ή δημογέροντες. H βιομηχανία των μεταξωτών και η γεωργία τα πρώτα χρόνια εξακολουθούν να είναι σε άνθηση, ώστε η Θήβα να συνεχίζει να θεωρείται η πλουσιότερη πόλη.

Μετά την παραχώρηση των πλουσιοχώραφων στους Tούρκους αξιωματούχους, άρχισε η πτώση της οικονομικής άνθησης. Oι γεωργοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τα πεδινά και να φεύγουν προς τα γειτονικά ορεινά χωριά, επειδή δεν άντεχαν τους φόρους. H παιδεία ήταν ανύπαρκτη και μοναδική πηγή μάθησης ήταν τα μοναστήρια.

Στις αρχές του Απριλίου 1821, ο Βασίλης Μπούσγος υπό τις διαταγές του Αθανάσιου Διάκου κατέλαβε τη Θήβα αμαχητί, ενώ οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στη Χαλκίδα μαζί με τις οικογένειές τους. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το ύψωμα του Ανηφορίτη, απ’ όπου, μετά την επιστροφή τουρκικής φρουράς στην πόλη, εξαπέλυαν επιθέσεις μέχρι τον Ιούνιο του 1821, όταν ο Ομέρ Βρυώνης ανακατέλαβε τη Θήβα για τους Οθωμανούς και διέλυσε τους εναπομείναντες επαναστάτες. Τούρκοι έκαναν επιδρομές και στα γύρω χωριά λεηλατώντας και σκοτώνοντας. Την 1η Ιουνίου 1821 οι Θηβαίοι γράφουν προς τους προεστούς της Ύδρας ζητώντας βοήθεια και προστασία:
"... οι εν Ευβοία τύραννοι ενωθέντες μετά των Θηβαίων ομογενών τους εξέρχονται ως λύκοι ανήμεροι προς τα ενθάδε παράλια χωρία, και τρέχοντες ως κύνες λυσσώδεις και ιοβόλα θηρία αρπάζουν, ξεσχίζουν και κατακαίουν χωρία τε και ανθρώπους, μή όντες ημείς αρκετοί εις το να απαντήσωμεν την τούτων θηριωδέστατον ωμότητα, ..."[1]

Η πόλη κάηκε από τον Δράμαλη το 1822. Τα επόμενα χρόνια οι οι Βοιωτοί οπλαρχηγοί απέφευγαν να κινηθούν εναντίον της Θήβας για λόγους τακτικής· καθώς κυριαρχούσαν στα γύρω χωριά εξουδετέρωναν πρακτικά τη φρουρά της πόλης, ενώ από την άλλη θεωρούσαν ότι μια κατάληψη της Θήβας θα ενθάρρυνε τους Τούρκους να κινηθούν με σημαντική δύναμη εναντίον τους. Σώματα Θηβαίων ωστόσο συμμετείχαν σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως υπό τις διαταγές των οπλαρχηγών Αθανάσιου και Γεώργιου Σκουρτανιώτη (από τα Σκούρτα των Δερβενοχωρίων). Ο δεύτερος μάλιστα υπήρξε στενός συνεργάτης του Δημήτριου Υψηλάντη το 1829, στην επίθεση για την κατάληψη της Θήβας, όταν πλέον ήταν ζωτικής σημασίας η κατοχή της για τη διεκδίκηση στερεοελλαδίτικων εδαφών που θα περιέρχονταν στο Ελληνικό Κράτος.[2] Φωτεινή μορφή την απελευθερωτική περίοδο ήταν ο Θανάσης Σκουρτανιώτης που υπερασπίστηκε την Βοιωτία με ορμητήριό του τα ορεινά Δερβενοχώρια, που τότε αριθμούσαν μεγάλο πληθυσμό. O αγώνας του στρατηγού Σκουρτανιώτη ολοκληρώθηκε με τη θυσία του στην Αγία Σωτήρα, Μαυρομάτιου όπου ανατινάχθηκε μαζί με όλους τους συντρόφους του.

Με τη νικηφόρα μάχη της Πέτρας, υπό την αρχιστρατηγία του Υψηλάντη, ελευθερώθηκε πλέον όλη η Βοιωτία και από το 1829 αποτέλεσε μέρος του νέου ελληνικού κράτους.

Νεότερα χρόνιαΣτα νεότερα χρόνια, μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η Θήβα συνεχίζει να είναι η σπουδαιότερη πόλη της επαρχίας Θηβών, προσφέροντας στο νέο κράτος με την γεωργία της και την κτηνοτροφία της. Σε όλα τα νεότερα χρόνια επιφανείς Θηβαίοι πολίτες αναδεικνύονται και πρωταγωνιστούν στον πολιτικό στίβο, παίζοντας σημαντικό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι τριακόσιοι νέοι ιερολοχίτες (1877) που πολέμησαν για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Άλλο γεγονός αξιόλογο των νεότερων χρόνων είναι η αποξήρανση της Κωπαΐδας επί διακυβέρνησης Χαριλάου Τρικούπη (1888) που αλλάζει ριζικά τη ζωή της πόλης.

Την τυπική πρωτοκαθεδρία ως πρωτεύουσα του νομού Βοιωτίας έχασε η Θήβα από τη Λιβαδειά στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ισορροπίες επέτρεψαν στον Λιβαδίτη πολιτευτή Μπουφίδη να εκμεταλλευτεί τις σχέσεις του με τον τότε πρωθυπουργό Θεοτόκη και να αφαιρέσει από τη Θήβα τη διοίκηση του Νομού. Σημαντική παρέμβαση στην πόλη γίνεται με την εγκατάσταση προσφύγων λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής. H προσφυγική ομάδα διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην θηβαϊκή οικονομία. Οι πρόσφυγες, που προσαρμόζονται εύκολα στη ντόπια ζωή, δρουν με πείσμα και επιβάλλουν στην κοινωνική δομή τους δικούς τους ανθρώπους. Τα σκληρά χρόνια της κατοχής είναι για την Θήβα, όπως για άλλες ελληνικές πόλεις, γεμάτα πείνα, θύματα, στερήσεις και προδοσίες. Σήμερα η Θήβα είναι σημαντική πόλη της Βοιωτίας, έδρα δήμου και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας του νομού.

Κόνραντ Άικεν (Conrad Potter Aiken, 5 Αυγούστου 1889 - 17 Αυγούστου 1973)


Κόνραντ Αίηκεν. Αμερικανός ποιητής και μυθιστοριογράφος.


Ο Κόνραντ Άικεν (Conrad Potter Aiken, 5 Αυγούστου 1889 - 17 Αυγούστου 1973) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, βραβευμένος με Πούλιτζερ. Το έργο του περιλαμβάνει ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και κριτικές.
Γεννήθηκε στη Σαβάνα της πολιτείας της Τζόρτζια. Όταν ήταν σε ηλικία έντεκα ετών, ο πατέρας του σκότωσε την μητέρα του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων της οικογένειας. Ο Άικεν ήταν εκείνος που ανακάλυψε τα πτώματά τους, ενώ θεωρείται πιθανό πως ήταν επίσης μάρτυρας των θανάτων τους. Την ανατροφή του ανέλαβε τα επόμενα χρόνια μία θεία του, στη Μασσαχουσέτη.

Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Τ. Σ. Έλιοτ και συμμετείχε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate. Μετά από ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάστηκε ως δημοσιογράφος, ο Άικεν αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία.

Από τα πρώιμα έργα του είναι εμφανής η επίδραση που του άσκησε ο γαλλικός συμβολισμός, το έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, καθώς και οι ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Early Triumphant (1914) τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Υπήρξε συντάκτης στο περιοδικό Dial, γεγονός που οδήγησε στη γνωριμία και φιλία του με τον Έζρα Πάουντ.

To 1921 εγκαταστάθηκε στην Αγγλία πραγματοποιώντας κατά διαστήματα ταξίδια στη γενέτειρά του. Τα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων και μυθιστορημάτων του, ειδικότερα κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Το 1930 βραβεύτηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για την ποιητική του συλλογή Selected Poems. Άλλες διακρίσεις με τις οποίες τιμήθηκε περιλαμβάνουν το Χρυσό Μετάλιο στην ποίηση από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων το 1958 και το Εθνικό Μετάλιο στη Λογοτεχνία το 1969.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στην πόλη της Σάβανα όπου πέθανε στις 17 Αυγούστου 1973.

Ακούστε και το αφιέρωμα που έγινε από τον γνωστό ποιητή-δημοσιογράφο Μανόλη Πολέντα στην εκπομπή "Επι Ασπαλάθων"  Sto Kokkino με τίτλο 
Conrad Aiken: «Ο μη αναγνωρισμένος γίγαντας της αμερικανικής ποίησης» - 

εδώ:http://stokokkino.gr/article/12662/Conrad-Aiken-O-mi-anagnorismenos-gigantas-tis-amerikanikis-poiisis

ARTHUR RIMBAUD ANTIQUE



Χαριτωμένε γιε του Πάνα!! Γύρω από το στεφανωμένο με ανθάκια και δαφνοκέρασα μέτωπό σου τα μάτια σου, πολύτιμες μπάλες, κινούνται ανήσυχα. Κηλιδωμένα με καστανόχρωμο κατακάθι κρασιού, τα μάγουλά σου είναι κοίλα. Τα σκυλόδοντά σου λάμπουν Το στήθος σου μοιάζει με λύρα, δονήσεις διατρέχουν τα ξανθά σου μπράτσα. Η καρδιά σου χτυπά μες σ’ εκείνη την κοιλιά όπου κοιμάται το διπλό φύλο. Προχώρα μες στη νύχτα, λικνίζοντας γλυκά το μηρό σου, αυτό τον δεύτερο μηρό και εκείνη την αριστερή σου γάμπα.
απόσπασμα από τις Εκλάμψεις
μτφρ: Ιωάννα Αβραμίδου









Γιώργης Γιατρομανωλάκης Γιατί οι τέχνες και τα γράμματα δεν είναι πολυτέλεια σε εποχή κρίση

CHARLES BAUDELAIRE

ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ




CHARLES BAUDELAIRE


ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Ιδού έρχεται καιρός παλλόμενος που ξεθυμαίνει –
Κάθε άνθος πάνω στο κοτσάνι του είναι θυμιατήρι·
Τα μύρα και οι ήχοι πάνε στον αγέρα που ’χει γείρει·
Βαλς μελαγχολικό και σκοτοδίνη λιγωμένη!

Κάθε άνθος πάνω στο κοτσάνι του είναι θυμιατήρι·
Δονείται το βιολί σαν την ψυχή την πονεμένη.
Βαλς μελαγχολικό και σκοτοδίνη λιγωμένη!
Θλιμμένο κι όμορφο έγιν’ ο ουρανός θυσιαστήρι.

Δονείται το βιολί σαν την ψυχή την πονεμένη.
Καρδιά παντρύφερη το τίποτα το μαύρο οικτείρει.
Θλιμμένο κι όμορφο έγιν’ ο ουρανός θυσιαστήρι.
Στο αίμα του ο ήλιος έπνιξε την ύλη την πηγμένη.

Καρδιά παντρύφερη το τίποτα το μαύρο οικτείρει.
Απ’ το λαμπρό το παρελθόν ο ερειπιώνας μένει.
Στο αίμα του ο ήλιος έπνιξε την ύλη την πηγμένη.
Κι η θύμησή σου εντός μου είν’ άχραντο δισκοποτήρι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.