Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Εγγονόπουλος Νίκος

Ο Νίκος Εγγονόπουλος
[πηγή: Επίσημος διαδικτυακός τόπος για τον Νίκο Εγγονόπουλο].
Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Σε σχέση βέβαια με τις ζωγραφικές παραστάσεις, οι λέξεις προσφέρουν ευρύτερες δυνατότητες απόκρυψης και υπαινιγμού και σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποβλέπει ο Εγγονόπουλος. Δίχως να ξεπέφτει στο απλό αίνιγμα, αποκρύπτει το κεντρικό θέμα, φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής, αλλά δεν απορρίπτει την ιστορία, ούτε και το λογοτεχνικό παρελθόν: οι πολιτισμικές του αναφορές είναι μεν υπαινικτικές αλλά αρκετά συχνές. Όλα αυτά είναι βέβαια ξένα προς την καθαρά υπερρεαλιστική πρακτική.

Είναι γεγονός, πάντως, πως δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. […]


 Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 442-443.






Όταν το Σεπτέμβριο του 1939 κυκλοφορεί η συλλογή του Εγγονόπουλου Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής ταυτόχρονα κηρύσσεται η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, και ξεκινά έτσι μια νέα εποχή εθνικής ανασφάλειας. Η Τσεχοσλοβακία έχει ήδη καταληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις και η Αλβανία από τις ιταλικές. Ο Εγγονόπουλος το 1941 θα επιστρατευτεί στο αλβανικό μέτωπο, όπου θα πολεμήσει στην εμπροσθοφυλακή μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων, καθώς όπως ο ίδιος θα πει: «στην περίοδο της όντως αλησμονήτου “4ης Αυγούστου”, ο όρος “διανοούμενος” συνεπήγετο και την έννοια του “υπόπτου”». Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 13 Απριλίου 1941, κρατείται σε στρατόπεδο ‘εργασίας αιχμαλώτων’, δραπετεύει και επιστρέφει στην Ελλάδα με τα πόδια. Το 1942 θα γράψει το ποίημα Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα, το οποίο κυκλοφορεί αρχικά σε χειρόγραφα σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα και θα εκδοθεί πριν από την απελευθέρωση, το Σεπτέμβριο 1944 από τις εκδόσεις Ίκαρος.


 Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη,
Αθήνα 2009, 271-272.






Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου [Στην κοιλάδα με τους ροδώνες] κυκλοφορεί το 1978 και περιλαμβάνει ποιήματα μιας εικοσαετίας (1957-1978).

Η συλλογή (που περιέχει και αρκετούς πίνακες και μεταφράσεις) συνεχίζει τον «πολεμικό» τόνο των προηγούμενων συλλογών και πολλά ποιήματα συντίθενται γύρω από ιστορίες δημιουργών που έχουν βιώσει την κακία και την αχαριστία των πολιτών και της πολιτείας. Αυτός όμως που τελικά φαίνεται να προβάλλει πίσω από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφονται είναι ο ίδιος ο ποιητής. Στην Κοιλάδα έχουμε μεγάλο αριθμό από «Βιογραφίες» άλλων, καθεμία από τις οποίες είναι μέρος της βιογραφίας του ίδιου του ποιητή. Αυτή την οιονεί «απόκρυψη» πίσω από πρόσωπα και προσωπεία μπορούμε να τη διαπιστώσουμε σε όλο το έργο του. Άλλοτε ο «μυστικός» ποιητής προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά άλλων ποιητών και καλλιτεχνών. Άλλοτε εμφανίζεται ως ηρωική μορφή της ελληνικής (αρχαίας, μεσαιωνικής, νεότερης) και της παγκόσμιας ιστορίας και άλλοτε ως αποδιωγμένος και βασανισμένος δημιουργός. Τα πρόσωπα και η βιογραφία όλων αυτών αναμειγνύονται με το πρόσωπο και τη βιογραφία του. Γι’ αυτό και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ενώ διατηρεί έναν εύκολα αναγνωρίσιμο ποιητικό λόγο και η ζωγραφική του αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά, εντούτοις τα όρια του «προσωπικού» και του «συλλογικού» στο έργο του παραμένουν ασαφή και ο λόγος του, όπως πάντα, κρυπτικός. […]


 Ρένα Ζαμάρου, «Σύνοψις βίου και έργου του ποιητή». Νίκος Εγγονόπουλος. Ελληνοκεντρικός και οικουμενικός (αφιέρωμα), Βιβλιοθήκη, εφ.
Ελευθεροτυπία, 12 Αυγ. 2005, 11-12.




http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1997/05/25051997.pd
f Αφιέρωμα των «Επτά Ημερών» στον Νίκο Εγγονόπουλο.

http://www.greek-language.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=42#prettyPhoto[iframe]/1/
Παρασκήνιο. Ο κήπος με τ’ αμέτρητα παράθυρα (βίντεο).





Στα γράμματα εμφανίζεται για πρώτη φορά από το περιοδικό Ο Κύκλος (Ιούνιος [;], 1938, τεύχ. 4) προδημοσιεύοντας τρία ποιήματα από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), ενώ συμμετείχε στον τόμο Υπερεαλισμός Α΄ (μεταφράζοντας […] οκτώ ποιήματα του Τριστάν Τζαρά). Τον Σεπτέμβριο του 1939 τυπώνει τη δεύτερη συλλογή του, Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, ισχυριζόμενος ότι την εκδίδει ο φανταστικός εκδοτικός οίκος «Ιππαλεκτρυών».

Έχει γίνει πολύς λόγος για τις αντιδράσεις ενίων δημοσιογράφων σχετικά με το έργο του και το επισήμανε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος στη δεύτερη έκδοση των δύο αυτών συλλογών (1966), όπου σημειώνει:

[…] Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρησις σαν υποδοχή μιας γνησίας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δύο συνέχειες… ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων. […]


 Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), τ. Β΄, Εκδόσεις
Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 803-804.






[…] η υπερρεαλιστικού τύπου ποίηση του Εγγονόπουλου, όπως άλλωστε (ή μάλλον κυρίως) η ποίηση του Εμπειρίκου, ενόχλησε πολλούς δημοτικιστές όχι μόνο για το περιεχόμενό της, αλλά και για τη γλωσσική της μορφή που φαίνεται να αποκλίνει από τη θεωρούμενη «ορθόδοξη» δημοτική. Όμως ενώ ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί (τουλάχιστον στα πεζά του) μιαν αυθεντικότερη μορφή καθαρεύουσας —στο επίπεδο του λεκτικού και της σύνταξης— ο Εγγονόπουλος κάθε άλλο παρά καθαρολόγος ή καθαρευουσιάνος ποιητής μπορεί να θεωρηθεί. Αντίθετα, στηριζόμενοι τόσο στο λεξιλόγιό της και στη φωνομορφολογία της, όσο και στις συντακτικές του επιλογές, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τη γλώσσα του Εγγονόπουλου ως μια ιδιάζουσα «διάλεκτο» (μικτή και νόμιμη!), μέσα στην οποία ανακαλούνται από όλες τις περιόδους της ελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας λέξεις και τύποι, λόγια και ιδιωματικά μορφώματα ή «κρυσταλλώματα» και, παράλληλα χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα ενδοιασμό και σοβινιστική διάθεση αρκετές ξένες και εκφράσεις. Αυτά λοιπόν τα στοιχεία συνιστούν την ιδιότυπη και εύκολα αναγνωρίσιμη γλώσσα του Εγγονόπουλου, ένα λόγο ιδιωματικό, διαλεκτικό (θα μπορούσε να πει κάποιος), αυτό που τελικά μορφώνει τον ιδιόλεκτον λόγο του ποιητή, το ιδιαίτερα προσωπικό ύφος του.

[…] Ίδιοι λεκτικοί τύποι ή λέξεις διατάσσονται σε διάφορες «οπτικές», στιχουργικές παραλλαγές, ώστε να προβάλλεται μια συγκεκριμένη λέξη με διαφορετική κάθε φορά «εικόνα» και σημασία, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται δραστικά η ερμηνεία ολόκληρου του ποιήματος. Κλασικό παράδειγμα είναι το δεύτερο μέρος από το ποίημα «Το πρωινό τραγούδι», από τη συλλογή Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής […], όπου όμοιες λέξεις ή παρεμφερείς τύποι τους διατάσσονται διαφορετικά κάθε φορά στις τρεις παραγράφους-στροφές. Μια ορισμένη ιδέα, ένα ορισμένο νόημα προβάλλεται «λογοτυπικά» σε τρεις παραλλαγές-στροφές, όπου κάθε φορά τα τρία όμοια υποκείμενα (ο στρατιώτης, το μικρό παιδί και ο ποιητής) έχουν στην κατοχή τους (ή πρέπει να έχουν) ένα διαφορετικό αντικείμενο. Όμως αυτή η τριπλή σχέση και διαφορά Υποκειμένου και Αντικειμένου γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη καθώς ένα από τα τρία υποκείμενα προβάλλεται σε τρεις διαφορετικούς τύπους, στρατιώτης, στραδιώτης, στραθιώτης. Είναι προφανές ότι κάθε τύπος έχει το δικό του νοηματικό και συναισθηματικό βάρος και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι οι τύποι αυτοί επηρεάζουν διαφορετικά το περιβάλλον τους, τη στροφή όπου περιέχονται. Έτσι η τριπλή παραλλαγή της ίδιας ιδέας φαίνεται να «πολλαπλασιάζεται» καλειδοσκοπικά κάθε φορά και να επηρεάζει, όπως είναι φυσικό, την όλη ερμηνεία του ποιήματος. […]


 Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Προκαταρκτικά στη γλώσσα του Νίκου Εγγονόπουλου». Αδαμάντιος Κουμπής, Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του
Νίκου Εγγονόπουλου, εισαγ.-επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 1999, σ. xii-xiv & xvii-xviii.




 Ο Νίκος Εγγονόπουλος διαβάζει ποιήματά του.



Τα «τραγούδια» του Νίκου Εγγονόπουλου —η ποιητική του— στοιχειοθετούν μιαν απάντηση στο αίτημα της «ταπεινής τέχνης», μ’ έναν τρόπο άκρως επαναστατικό: καταργούν τον ενιαίο τόνο κι εγκαθιδρύουν ένα παιγνίδι ανάμεσα σε διαφορετικές τονικότητες: ο τόνος της διθυραμβικής έκρηξης σβήνει μέσα στο χαμηλόφωνο λυρισμό· η ρητορικότητα, ο στόμφος εναλλάσσονται με πεζολογία· η άκρατη μελαγχολία ανακόπτεται από την πιο αιχμηρή διακωμώδηση, η ζοφερή διάθεση από ιλαρότητα· τόνοι χαμηλοί εναλλάσσονται με τόνους υψηλούς, χαρμόσυνους, μέσα σε μια συνεχή σχέση αλληλοαναίρεσης, που επιβάλλει την πολυεπίπεδη ανάγνωση και διεγείρει συγκινώντας, συγκινεί τέρποντας και τέρπει δραστηριοποιώντας διανοητικά τον αναγνώστη.

[…] Κανένα θέμα δεν κρατά την αποκλειστικότητα, όπως θα ’θελε η παραδοσιακή ποίηση: θέματα πατριωτικά ή ερωτικά κινούνται και αναπτύσσονται σε τόσο διαφορετικά επίπεδα και τόνους, ώστε ο αρχικός πυρήνας τους να μεταβάλλεται καθ’ οδόν. […]

Στην ποίηση του Εγγονόπουλου η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στα βασικά είδη κα τις ιδιότητες του ύφους, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό τους, ισοδυναμεί με την προσωπική του εκδοχή για την «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», τορπιλίζει την επίσημη και καταξιωμένη αντίληψη για το ωραίο ως συνώνυμο του υψηλού, αντίληψη που εξακολουθούσε να ισχύει στην τρίτη δεκαετία του αιώνα μας.


 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Νίκος Εγγονόπουλος. Η ποίηση στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας, Στιγμή, Αθήνα 1987, 41-43.






Οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Εγγονόπουλου, χάρη στη χρήση των κυρίων ονομάτων, είναι γεμάτες από παρόμοια περάσματα από το οικείο στο ανοίκειο, ή, πιο σωστά, είναι συλλογές στις οποίες κυριαρχεί μια πρακτική που θα ονόμαζα «ανοικείωση του οικείου», στην πιο περίτεχνη, εκλεπτυσμένη και αποτελεσματική εκδοχή της, χάρη στα κύρια ονόματα που γειώνουν τον αναγνώστη σε μια γνωστή, οικεία, προσφιλή, προγονική παράδοση, πριν εκτιναχθούν στην υπέρβαση της παραδοξότητας, και αντιστρόφως. Το οικείο όνομα που φέρει «η ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ανοικειώνεται εξαιτίας της συνύπαρξής του με τον Πάπα Ιννοκέντιο τον VIII στο ποίημα «Αμαζόνες». Αντίθετα, το παράξενο όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και ό,τι αυτό ανακαλεί, αποβαίνει οικείο, καθώς το συναντάμε πλάι σ’ αυτό της «κυρία[ς] Άρτεμις» και των ποικίλων συνδηλώσεων του ονόματός της, με τη συγκεκριμένη νεοελληνική αστική προσαγόρευση «κυρία».

Πρέπει να σημειώσουμε ότι την πρακτική αυτή των ονομάτων ο Εγγονόπουλος την εγκαταλείπει στην τελευταία ποιητική συλλογή του Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες, όπου έχουμε πολλά προσωπογραφικά ποιήματα, όπως το «Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη», που υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος για τον Εγγονόπουλο, αλλά και εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή του 20ού αιώνα ανέπτυξε μια ποιητική των κυρίων ονομάτων.

Όπως προσπάθησα να δείξω, τα κύρια ονόματα ως γλωσσικά σημεία στον Εγγονόπουλο διαθέτουν ασυνήθιστο σημασιολογικό πλούτο. Στις παράδοξες προσωπογραφίες του ανακαλύπτουμε συνεχώς παιγνίδια με την ιστορία, τη μυθολογία και άλλους τομείς της γνώσης, κι ακόμη παιγνίδια με την ετυμολογία, χάρη σε παρονομασίες και αναγραμματισμούς και μιαν ολόκληρη αλχημεία με τα φωνήεντα, τα σύμφωνα και τα σημασιολογικά φορτία των γλωσσικών σημείων. […]

Τα κύρια ονόματα προσώπων στον Εγγονόπουλο, με την τεράστια ποικιλία της γεωγραφικής και εθνικής τους αναφοράς, αποτελούν επίσης μια μαρτυρία για την ανοιχτή πολιτισμική συνείδηση του δημιουργού του «Μπολιβάρ», ενός έλληνα ποιητή που δεν δίστασε να δημοσιεύσει γαλλικά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές, και μέσα από αυτά να συνομιλήσει με ξένους ομοτέχνους του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον ενδιέφερε απόλυτα ο ελληνισμός, οι ελληνικές «ρίζες», η «παράδοση» και όλα όσα απασχόλησαν τη γενιά του, αλλά πιστεύω ότι προσπάθησε να συνθέσει το ελληνικό με το διεθνές σε πρωτότυπη σύνθεση. Εδώ συναντά τις αγωνίες του Καβάφη και απομακρύνεται από τον Εμπειρίκο. Παράλληλα, προσπάθησε να εφαρμόσει στην πράξη αυτό που εξέφραζε όταν έλεγε ότι θέλει να βάλει «τον άνθρωπο στο κέντρο της δημιουργίας». Όσο για τον «ελληνοκεντρικό μοντερνισμό» του, για τον οποίο τόσα έχουν γραφεί, πιστεύω ότι μπορούμε να τον σκεφτούμε διαφορετικά, ως προϋπόθεση της πρακτικής της «ανοικείωσης».


 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Συμβολή στη μελέτη της ποιητικής του Νίκου Εγγονόπουλου: Η τέχνη των ονομάτων». Νίκος Εγγονόπουλος. Ο
ζωγράφος και ο ποιητής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, 131-132.





Ο Σκεντέρμπεης με κεραμικό (1951, αυγοτέμπερα σε ξύλο)
[πηγή: eikastikon.gr]





 Εικαστικά έργα του Νίκου Εγγονόπουλου.



Ένα άλλο μέρος της μυθολογικής και πρωτόγονης έμπνευσης των γάλλων υπερρεαλιστών, που αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και σημασία στο έργο του Εγγονόπουλου, αποτελεί το πολιτισμικό μοντέλο του αρχαίου Μεξικού και της Νότιας Αμερικής, το οποίο εμφανίζεται σταθερά στο ποιητικό έργο του Εγγονόπουλου έως και το 1948, στην ποιητική συλλογή Έλευσις.


 Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη,
Αθήνα 2009, 208.






Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η σύζευξη του νοτιοαμερικάνου επαναστάτη Simon Bolivar (1783-1830) και του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου (1788-1825) στο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου (1944) θεωρείται εύκολα σαν ένα υπερρεαλιστικό τέχνασμα, μια αναλογία μεγεθών. Από καιρό, ωστόσο (1979), ο Γιάννης Δάλλας είχε επισημάνει ότι «για τη συνείδηση των επαναστατημένων πατέρων μας του ’21, ο Ανδρούτσος φαίνεται να ανακαλούσε κατευθείαν τον Μπολιβάρ. Έγραφε, λ.χ. ο ανώνυμος συντάκτης στα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, στις 21 Μαρτίου 1825:

“Αν αι περιστάσεις τον έκαμαν να φαίνεται εις τα όμματα του κόσμου [ο Ανδρούτσος] ως ένας από τους καλύτερους αρχηγούς των ελληνικών πραγμάτων και το παραξενότερον να νομίζεται από τινας ως ο πλέον φιλελεύθερος και άξιος να βαπτισθή με το όνομα Βολιβάρ της Ελλάδος”»

Μια ακόμη μαρτυρία που συνδέει τα δυο πρόσωπα και μας οδηγεί στην σκέψη ότι την εποχή εκείνη ο παραλληλισμός του Ανδρούτσου με τον Bolivar ήταν κοινός τόπος πιθανόν, την βρίσκουμε στο ιστορικό έργο του Δημήτρη Φωτιάδη, Η Επανάσταση του Εικοσιένα [τόμ. 3ος, 21977 (11971), σελ. 122]: «ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Τρελώνη (Trelawney), ο φίλος του Σέλλευ και του Μπάιρον, τον σύγκρινε [τον Οδυσσέα Ανδρούτσο] με τον Ουάσιγκτον και τον Βολιβάρ. Έβλεπε σ’ αυτόν την προσωποποίηση κάθε πνευματικής και σωματικής τελειότητας». […] Από τις δυο παραπάνω αναφορές καταλαβαίνουμε ότι η συνύπαρξη των δύο ηρώων, Ανδρούτσου και Μπολιβάρ, στο κατοχικό ποίημα του Εγγονόπουλου, έχει ιστορικό/κειμενικό υπόβραθρο και δίχως να είναι αυθαίρετη, συνδέει τα ήδη —από εκατονταετίας και πλέον— συνδεδεμένα.


 Δημήτρης Βλαχοδήμος, Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο. Λογοτεχνία και ιστορία — Από τα ακριτικά τραγούδια μέχρι τα
προεπαναστατικά χρόνια, Ίνδικτος, Αθήνα 2006, 48-50.






Όμως τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Αυτό το ωραιότερο τραγούδι για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ο Εγγονόπουλος δεν το γράφει ποτέ. Αντίθετα, το ποίημα που γράφει για τον Μπολιβάρ θ’ αποτελέσει ίσως την καλύτερη του ποιητική σύνθεση ή σύμφωνα με το στίχο του ίδιου του Εγγονόπουλου «το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλε ποτέ». Η μορφή όμως που τελικά σκιαγραφεί ο Εγγονόπουλος στο ποίημά του παρουσιάζει μια πολιτισμική διαλογικότητα, αφού περιλαμβάνει τόσο αναφορές στο πολιτισμικό περιβάλλον της Νότιας Αμερικής όσο και στο πολιτισμικό εικονοστάσι του ’21. Ο ήρωας που κατασκευάζει ο Εγγονόπουλος είναι ταυτόχρονα ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής, αλλά κι ένας ήρωας της ελληνικής επανάστασης, αφού είναι γιος του Ρήγα Φεραίου και αδελφός του Πασβαντζόγλου και του Αντωνίου Οικονόμου. […]

Ένα πλήθος αναφορών του ποιήματος σε ήρωες της ελληνικής επανάστασης ή στο δημοτικό τραγούδι συνδέονται με την πρόθεση του Εγγονόπουλου να γράψει ένα ποίημα αντιστασιακού φρονήματος και να εγκλιματίσει την ποίησή του στη σύγχρονή του πραγματικότητα, η οποία λόγω του πολέμου είχε φέρει στην επικαιρότητα τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες του ’21, καθώς και τους ρυθμούς του δημοτικού τραγουδιού, που θα αξιοποιήσει και ο Ελύτης στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.


 Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη,
Αθήνα 2009, 287-288 & 291.




 Η ζωγραφική του Νίκου Εγγονόπουλου.

 Εικαστικά. Νίκος Εγγονόπουλος (βίντεο).





[…] Στην πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, στα τέλη του 1939 στο σπίτι του ποιητή και κριτικού τέχνης Νικολάου Κάλα, παρουσίασε έργα υπερρεαλιστικά: ως καλλιτέχνης είχε βρει το στυλ στο οποίο, κατά μία έννοια, θα έμενε πιστός μέχρι τον θάνατό του, το 1985.

Στην περίπτωση της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου θα πρέπει καταρχάς να ανακαλέσουμε στη μνήμη δύο γεγονότα […]: πρώτον, τις καλλιτεχνικές του ρίζες στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου, στα έργα του οποίου η βυζαντινή παράδοση γίνεται όλο και περισσότερο πρόδηλη στη δεκαετία του 1930 και, δεύτερον, την επίδραση του Giorgio de Chirico. Ο Κόντογλου καθόρισε την τέχνη του νέου Εγγονόπουλου. Στα 1934, ο Κόντογλου ζωγράφισε το πορτραίτο Εγγονόπουλος ο Φαναριώτης, έργο που θυμίζει τον πρώιμο Εγγονόπουλο. Και στη δεκαετία του 1930, ο Giorgio de Chirico άσκησε αυξανόμενη επιρροή στη διαμόρφωση της τέχνης του Εγγονόπουλου.


 Wieland Schmied, «Ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και το Βυζάντιο, στο θέατρο και το φολκλόρ. Σκέψεις για τον Νίκο Εγγονόπουλο», μτφ.
Μανόλης Πολέντας. Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγράφος και ο ποιητής, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, 32-33.






[…] ο Εγγονόπουλος, όπως και οι άλλοι της γενιάς του, προσπαθούσε να διαμορφώσει μια προσωπική φωνή και ένα ιδίωμα μέσα σε ένα συγκερασμό μοντέρνου και παράδοσης. Όμως η διπλή ιδιότητα ζωγράφου και ποιητή τον οδηγούσε σε πιο σύνθετους προβληματισμούς σχετικά με το ζήτημα της παράδοσης.

Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Εγγονόπουλος συνδέθηκε με τον υπερρεαλισμό επιλεκτικά, και ότι το κίνημα αυτό τον εξέφραζε σε πολλά σημεία και ανταποκρινόταν στην ανάγκη του για μια διαφορετική αντίληψη περί μοντέρνου και, κυρίως, για ένα διαφορετικό και πιο τολμηρό διάλογο με την ελληνική παράδοση, με εντελώς διαφορετικούς όρους από εκείνους των συγχρόνων του. Δεν γνωρίζουμε αν η ανάγκη αυτή οφειλόταν στην ιδιοσυγκρασία του, την παιδεία, τα βιώματα ή ό,τι άλλο, αλλά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι διαμορφώθηκε σε απολύτως προσωπικό, πρωτότυπο και ιδιόμορφο ποιητικό ιδίωμα που δημιουργούσε τομή στην ποίηση, και εντυπωσιάζει με τον πλούτο και την πολυσημία του, χρησιμοποιώντας όλα τα λογοτεχνικά μέσα, από την αφήγηση και τη λυρική ανάπτυξη μέχρι τη δραματοποίηση, και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την ειρωνεία και την παρωδία, ως μέσα που κατ’ εξοχήν δραστηριοποιούν τη σκέψη και το συναίσθημα, κυρίως όταν συνδυάζονται με το λυρισμό, οπότε δρουν ακόμη πιο υπονομευτικά και εντείνουν την αίσθηση του αινιγματικού και του τραγικού.


 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Εισαγωγή. Ο Νίκος Εγγονόπουλος και η κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Επιλογή
κριτικών κειμένων, επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2008, κη΄-κθ΄.

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Σιμόν Μπολιβάρ 1783-1830

Ο ελευθερωτής της Λατινικής Αμερικής



Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας κρεολών με ισπανικές ρίζες, ο Μπολιβάρ γεννήθηκε στο Καράκας της Βενεζουέλας. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Μπολιβάρ βρισκόταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία και την κηδεμονία του ανέλαβε ένας θείος, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωση και την καλλιέργεια του ανιψιού του προσλαμβάνοντας άριστους παιδαγωγούς, όπως ο Σιμόν Καρένιο Ροντρίγκες, ο οποίος έκανε τον νεαρό Μπολιβάρ να αγαπήσει τα έργα των ευρωπαίων διανοητών, από τον Τζον Λοκ ως τον Βολταίρο και τον Ρουσό.



Στα 16 του χρόνια ο Μπολιβάρ έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη για να συμπληρώσει τη μόρφωσή του και έμεινε στην Ισπανία τρία χρόνια. Εκεί, το 1801, παντρεύτηκε μια νεαρή αρχοντικής οικογενείας, η οποία όμως πέθανε από κίτρινο πυρετό λίγους μήνες μετά την επιστροφή των νεονύμφων στο Καράκας.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1804, ο Μπολιβάρ επέστρεψε στην Ευρώπη. Με τις ιδέες των γάλλων Διαφωτιστών για λάβαρό του ο νεαρός Μπολιβάρ σε μια επίσκεψή του στη Ρώμη ορκίστηκε πάνω στον Ιερό Λόφο (Monte Sacro) να ελευθερώσει τη χώρα του από τον ζυγό των Ισπανών. Και ο Μπολιβάρ τίμησε τον όρκο του.

Ο διανοούμενος στρατηγός

Επιστρέφοντας στο Καράκας ο Μπολιβάρ άρχισε αμέσως να παίρνει μέρος στις μυστικές συγκεντρώσεις των επαναστατικών οργανώσεων εναντίον των Ισπανών. Το κίνημα της Ανεξαρτησίας της Λατινικής Αμερικής ξεκίνησε το 1808 και διευκολύνθηκε από την αδυναμία στην οποία βρισκόταν η Ισπανία λόγω των προβλημάτων της με τον Ναπολέοντα. Στη Βενεζουέλα ο ισπανός κυβερνήτης εκδιώχθηκε και τα διοικητικά καθήκοντα της χώρας ανέλαβε μια χούντα από ντόπιους στρατιωτικούς κατά το πρότυπο των πατριωτικών ενώσεων (juntas) της Ισπανίας που πολεμούσαν τον Ναπολέοντα. Ο Μπολιβάρ ανέλαβε την αποστολή να μεταβεί στο Λονδίνο για να ζητήσει βοήθεια από τους Αγγλους. Οι Αγγλοι όμως αρνήθηκαν την παραμικρή ανάμειξη. Το μόνο κέρδος από αυτό το ταξίδι ήταν ότι ο Μπολιβάρ συνάντησε τον εξόριστο Φρανσίσκο ντε Μιράντα, ο οποίος είχε προσπαθήσει το 1806 να ελευθερώσει τη Βενεζουέλα αλλά απέτυχε, και τον έπεισε να επιστρέψει στο Καράκας για να αναλάβει την ηγεσία του απελευθερωτικού κινήματος.

H Βενεζουέλα κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 5 Ιουλίου 1811 (Πρώτη Δημοκρατία της Βενεζουέλας) και ο 28χρονος Μπολιβάρ κατατάχθηκε στον στρατό. Πολύ σύντομα όμως άρχισαν να εκδηλώνονται διαφωνίες ανάμεσα στον Μπολιβάρ και στον Μιράντα με αποτέλεσμα οι Ισπανοί να κατορθώσουν να επιβληθούν και πάλι. Ο Μιράντα συνελήφθη και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στα ισπανικά κάτεργα.

Ο Μπολιβάρ ωστόσο ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Κατέφυγε στην Καρταχένα της Νέας Γρανάδας (σημερινή Κολομβία) όπου δημοσίευσε την πρώτη του πολιτική διακήρυξη, το Μανιφέστο της Καρταχένας, στο οποίο ανέλυε τις αιτίες της ήττας στη Βενεζουέλα και παρακινούσε τους επαναστάτες να συντρίψουν τους Ισπανούς.

Αναλαμβάνοντας την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος ο Μπολιβάρ νίκησε τους Ισπανούς σε έξι συνεχόμενες μάχες και μπήκε στο Καράκας (6 Αυγούστου 1813) ως Ελευθερωτής (Libertador), έχοντας κερδίσει επάξια αυτόν τον τίτλο, αλλά και ως δικτάτορας. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις όμως στις τάξεις των επαναστατών πολύ σύντομα οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο και έδωσαν πάλι την ευκαιρία στους Ισπανούς να καταλύσουν και τη Δεύτερη Δημοκρατία της Βενεζουέλας.

Πολιτικοί σχεδιασμοί


Εξόριστος και πάλι στη Νέα Γρανάδα και μετά στην Τζαμάικα, ο Μπολιβάρ έγραψε το 1815 μια σειρά κείμενα σε μορφή επιστολών, τo Γράμμα από την Τζαμάικα, όπου ανέλυε το όραμά του για την απελευθέρωση όλων των χωρών που βρίσκονταν υπό ισπανική κυριαρχία, από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Μεξικό. Μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους οι χώρες αυτές θα έπρεπε να γίνουν συνταγματικές δημοκρατίες, μια παραλλαγή του πολιτεύματος της Μεγάλης Βρετανίας. Θα υπήρχε δηλαδή Ανω και Κάτω Βουλή, και ενώ τα μέλη της Ανω Βουλής θα είχαν κληρονομικό δικαίωμα, τα μέλη της Κάτω Βουλής θα εκλέγονταν από τον λαό. Αρχηγός του κράτους θα ήταν ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ισόβιος και με διευρυμένες εξουσίες.

Προτού όμως φθάσει στη μορφή του πολιτεύματος, ο Μπολιβάρ έπρεπε να διώξει τους Ισπανούς. Ούτε η Αγγλία ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχθηκαν να βοηθήσουν. Μόνο η μικρή δημοκρατία της Αϊτής, η οποία είχε μόλις αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους, πρόσφερε χρήματα και όπλα στον Μπολιβάρ. Ακολούθησαν τρία χρόνια μαχών με τους Ισπανούς, με νίκες και με ήττες. Την άνοιξη του 1819 ο Μπολιβάρ, οδηγώντας τους 2.500 άνδρες του μέσα από χιονισμένα δύσβατα ορεινά μονοπάτια, εισέβαλε στη Νέα Γρανάδα και, αιφνιδιάζοντας τους Ισπανούς, την απελευθέρωσε. Ο Μπολιβάρ εκλέχθηκε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μεγάλης Κολομβίας, στην οποία θα υπάγονταν η Νέα Γρανάδα (Κολομβία), η Βενεζουέλα και η επαρχία Κίτο (σημερινό Εκουαδόρ). Ωστόσο η Ομοσπονδία υπήρχε μόνο στα χαρτιά, δεδομένου ότι οι δύο από τις τρεις χώρες της βρίσκονταν ακόμη κάτω από τον ισπανικό ζυγό.

H Μεγάλη Κολομβία

Το όνειρο όμως δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα. Τον Ιούνιο του 1821 ελευθερώθηκε η Βενεζουέλα και ένδεκα μήνες αργότερα ελευθερώθηκε και το Εκουαδόρ. Στο Εκουαδόρ ο Μπολιβάρ συνάντησε τη γυναίκα των ονείρων του, την επαναστάτρια Μανουέλα Σάενς, η οποία έκτοτε τον ακολούθησε στη δόξα αλλά και στην απογοήτευση.

H Μεγάλη Κολομβία ήταν πλέον πραγματικότητα και η κυβέρνησή της αναγνωρίστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά οι φιλοδοξίες του Μπολιβάρ δεν σταμάτησαν εκεί. H Χιλή και η Αργεντινή είχαν ελευθερωθεί από τον Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, ο οποίος είχε εισβάλει και στο Κάτω Περού αλλά, συναντώντας δυσκολίες, ζήτησε βοήθεια από τον Μπολιβάρ. Ο Μπολιβάρ φαίνεται ότι εκτόπισε τον Σαν Μαρτίν αναλαμβάνοντας ο ίδιος την απελευθέρωση του Περού. Πράγματι τον Σεπτέμβριο του 1823 ο Μπολιβάρ έφθασε στη Λίμα και οι Ισπανοί παραδόθηκαν.

Μόνο το Ανω Περού παρέμενε σε ισπανικά χέρια. Ο Μπολιβάρ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση: Περνώντας πάνω από τις Ανδεις οι άνδρες του κατατρόπωσαν τους Ισπανούς σε μια σειρά μάχες και τον Απρίλιο του 1825 το τελευταίο απομεινάρι των ισπανικών κτήσεων στην αμερικανική ήπειρο ελευθερώθηκε. Το Ανω Περού, προς τιμήν του Ελευθερωτή του, ονομάστηκε Βολιβία.
Πηγή: Το Βήμα 30/11/2003

Ισόβιος πρόεδρος


Τώρα πλέον ο Μπολιβάρ είχε φθάσει στο ύψιστο σημείο της σταδιοδρομίας του. Ανακηρύχθηκε ισόβιος πρόεδρος της Μεγάλης Κολομβίας και του Περού. Τα μέτρα της κατάργησης της δουλείας και της παραχώρησης γης στους στρατιώτες του απελευθερωτικού στρατού έκαναν τον Μπολιβάρ πολύ δημοφιλή στις μάζες, όχι όμως και στην παράταξη των φιλελευθέρων που θεωρούσε τον θεσμό του ισοβίου προέδρου αντιδραστικό.

Με κλονισμένη υγεία αλλά με ασίγαστη τη φιλοδοξία του ο Μπολιβάρ προσπάθησε να βάλει σε εφαρμογή ένα ακόμη σχέδιό του: τη δημιουργία συνομοσπονδίας των αμερικανικών κρατών. Το 1826 συνήλθε στον Παναμά μια παναμερικανική συνδιάσκεψη όπου τα κράτη της Μεγάλης Κολομβίας, το Περού, η Βολιβία, το Μεξικό, η Κεντρική Αμερική και οι Ενωμένες Επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα (η σημερινή Αργεντινή) υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας και κάλεσαν και τα υπόλοιπα κράτη της αμερικανικής ηπείρου να την προσυπογράψουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως αρνήθηκαν και γρήγορα άρχισαν να εμφανίζονται σύννεφα και ανάμεσα στα μέλη της συμμαχίας.



H αυταρχική διακυβέρνηση του Μπολιβάρ ξεσήκωσε αντιδράσεις. Ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι και άρχισαν οι αυτονομιστικές τάσεις. Οι φιλελεύθεροι ήθελαν πλέον να απαλλαγούν από τον δικτάτορα και αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν. Δεν τα κατάφεραν όμως χάρη στον φύλακα άγγελο του Μπολιβάρ, τη Μανουέλα Σάενς. Αρρωστος με φυματίωση και καταπονημένος από τις κακουχίες, ο μόλις 47 χρόνων Ελευθερωτής της Λατινικής Αμερικής παραιτήθηκε από το αξίωμα του προέδρου και αποφάσισε να φύγει για την Ευρώπη. Δεν πρόλαβε όμως. Πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου του 1830 στη Σάντα Μάρτα της Κολομβίας.


Εγγονόπουλος Nίκος "Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα"

Πηγή




Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα





ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ


Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs




Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!


Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.



επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.






ΧΟΡΟΣ

στροφή

(entrée des guitares)

Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.




αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)


τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad



επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.





ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.




ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).


στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ


Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μᾶς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὗλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὁλωνῶν καὶ φτάνω ὡς σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.

Τὸ Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως διόλου καὶ ἡ θρησκεία ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. ... Ὅ,τι τοῦ λὲς ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας! Ἀλλοίμονο ῾σ ἐκείνους ὁποῦ χύσανε τὸ αἷμα τους καὶ θυσιάσανε τὸ δικόν τους νὰ ἰδοῦνε τὴν πατρίδα τους νὰ εἶναι τὸ γέλασμα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταφρονιῶνται τ᾿ ἀθῷα αἵματα ὁποῦ χύθηκαν!

Ὅταν μοῦ πειράζουν τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου, θὰ μιλήσω, θὰ ῾νεργήσω κι᾿ ὅ,τι θέλουν ἂς μοῦ κάμουν.

Μοῦ λέγει (ὁ Ὄθων): «Τί θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς τώρα;» «Ψέματα θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ ἢ ἀλήθεια;» «Ἐγώ», μοῦ λέγει, «ποτὲς δὲν ἀκῶ ψεύματα· ὅλο ἀλήθειες». Τοῦ λέγω, «ἐγὼ ἔχω γιομάτες δυὸ τζέπες μίαν μὲ ψέματα, τὴν ἄλλη μ᾿ ἀλήθειες. Τώρα τί ἀγαπᾶς;» «Ἀλήθεια» μοῦ λέγει. Γυρίζω τὰ μάτια μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια γυμνὴ ἐμπροστά του. Τοῦ λέγω «Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ θὰ μὲ πάρης πίσου εἰς τὴν ὀργή σου. Ὅμως διὰ πάντα νὰ εἶμαι εἰς τὴν ὀργή σου, τὴν ἀλήθεια θὰ σοῦ λέγω, ὅτ᾿ εἶναι τοῦ Θεοῦ· τὸ ψέμα τοῦ διαβόλου. Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς νὰ κρύβεται ἡ ἀλήθεια.

Τι είπαν για τον Ερωτόκριτο

Παρακάτω θα ακολουθούν οι απόψεις και οι κριτικές που υπόθηκαν για το έργο του Ερωτόκριτου από καταξιωμένους ανθρώπους των γραμμάτων και από κριτικούς της Λογοτεχνίας.

Η ουσιαστική αναγνώριση της αξίας του "Ερωτοκρίτου" από πλευράς λογίων έρχεται από τους καθ΄ύλην αρμόδιους: τους ποιητές. Η πρώτη, μείζων δημιουργική δικαίωση του "Ερωτοκρίτου" απαντά στο έργο του Διον. Σολωμού. Το κρητικό έργο διδάσκει και τρέφει την ποίηση των Επτανησίων μετά την εκεί εγκατάσταση των Κρητικών προσφύγων, το 1669. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο αυτοτελές κείμενο που γράφεται για τον "Ερωτόκριτο" είναι μια διάλεξη του Τερτσέτη.

Στη μεγάλη ιστορία της συνομιλίας των νεότερων ποιητών με το παλαιό έργο σταθμοί παραμένουν ο Σολωμός, ο Σικελιανός και ο Σεφέρης.

Ο Παλαμάς αστράφτει και βροντά στα 1906, ζητώντας επιτέλους μια "έκδοση της προκοπής" για τον Ερωτόκριτο.

Σήμερα, το έργο αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια από τις μεγάλες δημιουργίες της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και κυκλοφορεί σε αναρίθμητες εκδόσεις.

Η πατρίδα του ποιητή, η Σητεία αποτίει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον ποιητή Βιτσέντζο Κορνάρο και αναλαμβάνει το ανεξόφλητο προς αυτόν χρέος.

Πηγή : Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τον Βιτσέντζο Κορνάρο


Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μηδ' τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι.

Ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμασε τον ποιητή του Ερωτόκριτου «Όμηρο της δημώδους ποιήσεως», ενώ από τη μελέτη του επηρεάστηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.Ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό του δοκίμιο για τον Ερωτόκριτο σημειώνει τις αρετές του έργου: «έλλειψη ρητορείας, περιγραφή της λεπτομέρειας, κυριαρχία στη γλώσσα και τον ρυθμό της».Ο Π. Κοδρικάς χαρακτήρισε τη γλώσσα του Ερωτόκριτου δυσειδής. Δηλαδή οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν τη σπουδαιότητα της.Ο Ε. Κριαράς κατά τη γνώμη του ο Κορνάρος μπορούσε να αντλεί από οπουδήποτε την υπόθεση του έργου του και τα λεπτομερειακά του στοιχεία, αλλά στη βαθύτερή του έμπνευση αντλούσε από τη γνήσια ελληνική ψυχή του, τη θρεμμένη με την άδολη λαϊκή παράδοση του νησιού του, που ήταν μια παράδοση απόλυτα ελληνική, γνήσια βυζαντινή.Ο Λ. Πολίτης θεωρεί ότι η υπόθεση του Ερωτόκριτου μας γοητεύει και η περιγραφή του είναι ακριβής. Επίσης, χαρακτήρισε τον ποιητή ένα λαμπρό αφηγητή και τεχνίτη του λόγου.Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αι. το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε μια λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξαιτίας της ιδιωματικής γλώσσας.


Και των αρμάτω οι ταραχές, οχθρίτες και τα βάρη,του έρωτα οι μπορεσές και τση φιλιάς η χάρη
Έγραψαν γι' αυτόν
«Ο Κορνάρος είναι λόγιος τεχνίτης. Κατέχει καλά τη ζωντανεμένη αρχαία παράδοση κι αγαπά να στολίζει το έργο του με αρχαίες μνήμες. Παρόμοια εκμεταλλεύεται την λαϊκή παράδοση και την επεξεργασία της, όπως την είχαν πραγματοποιήσει οι συμπατριώτες του. Το όριο που έφτασε είναι γεμάτο απροσμέτρητες υποσχέσεις που ήρθε να τις κόψει απότομα το πάρσιμο της Κρήτης στα 1669. Μα αν χρειάστηκαν 150 χρόνια ώσπου να έρθει η ώρα, σκύβοντας προσεκτικά μπροστά στο σεβάσμιο κείμενο, να του πάρει το μυστικό του ο Σολωμός και να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του, ο λαός δεν περίμενε. Αναγνώρισε μέσα στον Ερωτόκριτο αξιοποιημένο τον ίδιο τον εαυτό του, κι έβαλε το άξιο ποίημα, ως τα χρόνια μας, πρώτο μέσα στους θησαυρούς της εθνικής κληρονομιάς. Έτσι κάτω από τον ψυχρό φαναριώτικο αιώνα, που τόσο μας απασχολεί αργότερα, θα ξέρουμε πως σφύζει ζεστό το αίμα του ελληνισμού με τον παλμό του Ερωτόκριτου. Η Κρήτη, γέρνοντας στα 1669, δίνει αναμμένο τον δαυλό της στα Επτάνησα πρώτα, σ' όλη την σκλάβα Ελλάδα κατόπι.Δημαρά Κ.Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. Ίκαρος, Δ΄ Έκδοση, [Αθήνα] 1968, σ. 85.

«Αυτός ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης, ακολουθώντας φαινομενικά την ταπεινή απαγγελία των ποιητάρηδων, ανυψώνει σε επίπεδο τέχνης την πνευματική κληρονομιά του ελληνικού λαού, αξιοποιώντας και επιβάλλοντας στη λόγια δημιουργία τα έμφυτα στον λαό εκφραστικά μέσα. Ο τρόπος που ο Κορνάρος κατακτάει αυτόν τον κόσμο, ο οποίος προϋποθέτει ιδιοσυγκρασία κλασικού, η γαλήνη που πετυχαίνει με έναν αδιάπτωτο έλεγχο του αφηγηματικού λόγου και του τόνου, η ειρωνεία αυτή καθ' εαυτή, θυμίζουν περισσότερο την ξέγνοιαστη αίσθηση ζωής του Ariosto, παρά τα βάσανα και τις τύψεις του Tasso. Γράφοντας με απόλυτη επίγνωση των πράξεών του και διαλέγοντας ένα δρόμο απατηλά εύκολο, με γλωσσικό όργανο παρθενικά βαπτισμένο στο κριτικό ιδίωμα, ο Κορνάρος εξασφάλισε στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα αριστούργημα αντιπροσωπευτικό σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992, σ. 117.

«Ο Ερωτόκριτος είναι έργο κλασικό της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Κορνάρος, φύση λυρική και αφηγηματική, κι όχι δραματική, μας χάρισε το ωραιότερο λυρικό αφηγηματικό ποίημα που γράφτηκε στη γλώσσα μας. Η αφηγηματική του άνεση συμβαδίζει με μιαν απόλυτη γλωσσική και εκφραστική σιγουριά. Ο Κορνάρος αποφεύγει συστηματικά τα «λόγια» στοιχεία και πολλές ξένες λέξεις απ' όσες ήταν σε χρήση στον προφορικό λόγο. Όμως η γλώσσα του δε συμπίπτει απόλυτα με τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού. Εκτός από τη γλώσσα, και ο δεκαπεντασύλλαβος του ποιήματος μόνο φαινομενικά συμπίπτει με το δημοτικό μας στίχο. Η μεγάλη συχνότητα των συνιζήσεων, εξ άλλου, που χαρακτηρίζουν την έντεχνη ποίηση, αποτελούν και τη βασική διαφορά τους.Μαυρομάτη Γ.Κ., «Ερωτόκριτος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Larousse, Britannica, Τόμος 20, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα, 20
Έγραψαν γι' αυτόν
07, σ. 650.

«Σ' εμένα ελάχιστες αμφιβολίες απομένουν ότι ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος του Ιακώβου. Και θέλω να πω ότι δεν θίγεται καθόλου η εθνική μου φιλοτιμία από την αποκάλυψη ότι ο ευγενικός ποιητής ενός από τα ωραιότερα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα ήταν βενετικής καταγωγής και καθολικός. Ίσα ίσα η περίπτωσή του πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις. Το έντονο ελληνικό αίσθημα που αποπνέουν οι στίχοι του Βιτσέντζου Κορνάρου δείχνει σε ποια έκταση η Cretacapta μπόρεσε να αποτυπώσει την επίδρασή της στις καρδιές των απογόνων των κατακτητών της, και να μεταβάλει τόσο ριζικά τον ψυχισμό τους. Και κατά τη γνώμη μου, η διαπίστωση αυτή αποτελεί μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη αφορμή εθνικής υπερηφάνειας.»Παναγιωτάκη Ν., Ο ποιητής του «Ερωτόκριτου» και άλλα βενετοκρητικά μελετήματα, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο Κρήτης



O ποιητής που πραγματοποίησε με τρόπο γενναίο και άπλετο την ανάσταση ενός αλλοτινού παραμυθένιου κόσμου, όπου ο έρωτας και η φιλία δεν είχαν χάσει τις "μπορεσές" τους, είναι ο Κορνάρος. Με τον Ερωτόκριτο έχουμε ένα από τα αριστουργήματα του 17ου αιώνα, όχι μόνο στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά πλατύτερα στο χώρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μία τέτοιο τελειότητα οφείλεται κοντά σε άλλες αρετές, όχι κοινές, και στο ότι ο Κορνάρος επέτυχε με απόλυτη συνέπεια να αποθήσει την απαίσια πραγματικότητα που τον περικύκλωνε και τον έσφιγγε από παντού. Όσο περισσότερο πονούσε με τη θέα του πραγματικού κόσμου, τόσο μοχθούσε να αγνοήσει ή να τον αποκρύψει και να τον μεταμφιέσει. Αυτό ήταν το ύστατο "κόμπωμά" του, και επέμενε συστηματικά και με συνέπεια να μείνει μέσα.

Σε αυτή τη βιαστική επισκόπηση που κάνω δίχως να σταματώ σε λεπτομέρειες, επιθυμώ να θίξω και ένα άλλο θέμα που προκαλεί την απορία των μελετητών: πως ο λογοτέχνης τησ Κρήτης, μολονότι ξεκινά από ξένα πρότυπα, δίνει μια χροιά τόσο ελληνική, τόσο αδιάψευστα λαϊκά ελληνική, με μοιρολόγια λόγου χάρη, με μια δημοτική οικονομία στο διάλογο και, φυσικά, μέσα από την ιδιωματικά χρωματισμένη γλώσσα;

Μαrio Vitti, "Γραφείο με θέα"

Η γλώσσα του Ερωτόκριτου 


Η γλώσσα του Ερωτόκριτου παρουσιάζει ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία μας: είναι η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε μεσαιωνικός και ο νεότερος Ελληνισμός,μια γλώσσα που ξεπερνά με άνεση τις συνηθισμένες λαογραφικές εκδηλώσεις και εκφράζει με σταθερό χαρακτήρα,την ευαισθησία του κόσμου που τη μιλούσε.Αυτό το φαινόμενο πρέπει να το συνδέσουμε μ' ένα άλλο γνώρισμα της, που δεν ξαναείδαμε από τα χρονικά του Διονύσου του Αλικαρνασσέα και του Φρύνιχου,και είναι πρόβλημα πότε θα το ξαναϊδούμε: η γλώσσα αυτή μοιάζει να βγαίνει από μια κοινωνία που δε μαστίζεται από την πολυγλωσσία.Ο Ξανθουδίδης παρατηρεί ότι ο ποιητής του Ερωτόκριτου με τέτοια συνέπεια μεταχειρίζεται τη γλώσσα του,που θα λέγε κανείς πως είναι ο αρχηγός μιας σχολής δημοτικιστών, που θέλει να δώσει ένα γλωσσικό υπόδειγμα στους μαθητές του.Αυτή την εντύπωση τη δίνει ο Ψυχάρης.Και στις στιγμές ακόμη της μεγαλύτερης τρυφερότητας,θαρρείς πως δείχνει με το δάχτυλο για να υπογραμμίσει:<< Αυτό έτσι πρέπει να το λέμε,εσείς δεν το λέτε σωστά!>> Στον ποιητή του Ερωτόκριτου δεν υπάρχει κανένα σημάδι αυτής της συμπεριφοράς. Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο.Δίνει την εντύπωση ότι τον σηκώνει η γλώσσα και τον οδηγεί,όπως ένας κολυμπητής που κολυμπά σ' ένα ποτάμι σύμφωνα με το ρέμα.Δεν παλεύει με τη γλώσσα,όπως όλοι μας παλεύουμε από τα χρόνια του Σολωμού.Δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι η φωνή του είναι η σωστή καιδεν ξεχωρίζει από τη φωνή των άλλων.Και η εντέλεια αυτής της γλώσσας φανερώνεται ακόμη πιο καθαρά με τον δεκαπεντασύλλαβο, που είναι ο στίχος που πλησίασε πιο κοντά από κάθε άλλο ρυθμό το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας.Ο ποιητικός λόγος μάς επιτρέπει να παρατηρούμε τη γλωσσική έκφραση σε βάθος.Δεν δείχνει μόνο το λουλούδι,δείχνει το λουλούδι μαζί με τις ρίζες.Γιατί δεν είναι απλά ένας φραστικός,είναι συνάμα και ένας κι ένας ψυχικός και σωματικός τρόπος,που μας φέρνει σύρριζα κοντά στον εαυτό μας.


Ο Ερωτόκριτος είναι ένα κλασικό έργο της νέας ελληνικής φιλολογίας. Ο Κορνάρος , φύση λυρική και αφηγηματική και όχι δραματική , μας χάρισε το ωραιότερο λυρικό αφηγηματικό ποίημα που γράφτηκε στη γλώσσα μας. Η αφηγηματική του άνεση συμβαδίζει με μία απόλυτη γλωσσική και εκφραστική σιγουριά. Αποφεύγει συστηματικά τα «λόγια» στοιχεία και πολλές ξένες που ήταν σε χρήση στον προφορικό λόγο. Όμως η γλώσσα του δεν συμπίπτει απόλυτα με τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού. Εκτός από τη γλώσσα και ο δεκαπεντασύλλαβος του Κορνάρου μόνο φαινομενικά συμπίπτει με το δημοτικό μας στίχο. Η μεγάλη συχνότητα των συνιζήσεων , που υπάρχουν στο ποίημα του Κορνάρου και που χαρακτηρίζουν την έντεχνη ποίηση , αποτελούν και τη βασική διαφορά τους.


Ο Ερωτόκριτος επηρέασε ορισμένα κρητικά έργα που γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Το ποίημα γνώρισε καταπληκτική διάδοση από τον 18ο κυρίως αιώνα και μετά. Ο Ερωτόκριτος και Αρετούσα ως ονόματα πέρασαν γρήγορα στην περιοχή της λαϊκής φαντασίας και του μύθου. Για το έργο διατυπώθηκαν δυσμενείς κρίσεις , κυρίως από λόγιους του φαναριώτικου κύκλου, αλλά και ενθουσιώδης. Στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία επέδρασε στη γλώσσα και κυρίως στον στίχο (λ.χ. στο έργο του Σολωμού , του Ρίτσου και του Πρεβελάκη) .


Επιπλέον πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι μέσα από το ποίημα του Κορνάρου η ελληνική κοινωνία μετέβηκε από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση . Φυσικά αυτό οφείλεται στο γεγονός οτι μέχρι εκείνη την εποχή οι κόρες πλουσίων βασιλιάδων συνήθιζαν να παντρεύονται ένα πλούσιο βασιλόπουλο. Αλλά σε αυτή την περίπτωση γίνεται η μεγάλη διαφορά καθώς η Αρετούσα κόρη του βασιλιά Ηράκλη της Αθήνας παντρεύεται τον Ερωτόκριτο , ένα νέο από κατώτερη κοινωνική τάξη αφού ο πατέρας του ήταν σύμβουλος του βασιλιά. Ακόμα μέσα από αυτό το ποίημα παρουσιάζεται και συναισθηματική ενηλικίωση . Όπως ήδη γνωρίζουμε η Αρετούσα ήταν 13-14 χρονών όταν άρχιζε να ερωτεύεται τον Ερωτόκριτο. Άρα συμπεραίνουμε οτι παρόλο που είναι ένα αν

ήλικο κορίτσι ( ηλικιακά) στην πραγματικότητα είναι μία κοπέλα με μεγάλη ψυχική ωριμότητα.


Θεωρούμενο ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ανήκει στην κατηγορία των επικών ποιημάτων, γράφτηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο και αποτελείται από 10 χιλιάδες στίχους, σε πέντε μέρη. Το όνομά του το έχει πάρει από τον Ερωτόκριτο, το κύριο πρόσωπο του έργου, το οποίο υποδηλώνει αυτόν που έχει βασανισθεί από τον έρωτα.


Για τον ίδιο τον ποιητή τίποτα δεν είναι γνωστό πέραν των όσων γράφει ο ίδιος στον Επίλογό του, όπου αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης και έζησε αργότερα στο Κάστρο (Ηράκλειο). Δεν είναι επίσης γνωστό αν είχε οποιαδήποτε συγγένεια με τους Κορνάρους, μεγάλη οικογένεια ευγενών, Ενετικής καταγωγής.


Η γλώσσα του ποιήματος είναι το ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και ικανό να εκφράσει ζωηρά τόσο ιδέες όσο και συναισθήματα. Θεωρείται καλώς κατανοητό από τους Έλληνες της εποχής ενώ ακόμη και σήμερα δεν είναι υπερβολικά δύσκολο στην ανάγνωσή του. Εκείνο πάντως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αν και ο Κορνάρος θεωρείται περίπου "λαϊκός" ποιητής, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ιδιαίτερη παιδεία εκ μέρους του, τόσο το μέτρο, όσο και η ομοιοκαταληξία στον ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ είναι πραγματικά τέλειες, χωρίς παράλληλα να παραβιάζονται πουθενά οι κανόνες της γλώσσας ή ο σωστός τονισμός των λέξεων. Ταυτόχρονα, η ρίμα είναι παντού ιδιαίτερα πλούσια, με μεγάλη ποικιλία και εκφράζεται αβίαστα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη μας και την ιδιαίτερα μεγάλη έκταση του έπους. Από αυτές τις απόψεις, το ποίημα θεωρείται εφάμιλλο των καλύτερων έργων της δημοτικής ποίησης.


Σε ότι αφορά την υπόθεση, η κριτική έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε κάποια προγενέστερα έργα. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι δεν θα έπρεπε να είχε άμεση γνώση της αρχαίας γραμματείας, είτε της ελληνικής, είτε της λατινικής, αν εξαιρέσει κανείς ενδεχόμενες ιταλικές μεταφράσεις. Ωστόσο εικάζουμε ότι πρέπει να είχε γνώση της ιταλικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του τμήματός της που αποτελούσε μίμηση των παλαιότερων γαλλικών "ιπποτικών" ποιημάτων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχουν χωρία όπου οι εικόνες και οι ιδέες που περιγράφονται εκεί φαίνεται να προέρχονται από ιταλικά έργα. Υπάρχουν επίσης σαφείς επιρροές και περιγραφές από το ενετικό περιβάλλον της εποχής και, οπωσδήποτε, ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα "ρομαντικό, ερωτικό, φραγκικό έπος". Παράλληλα όμως θα συναντήσουμε πάμπολλα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ομοιότητες με έργα όπως η "Ερωφίλη" και η "Θυσία του Αβραάμ"

Το πρότυπο του

Το πρότυπο

Από το 19ο αιώνα ως το 1935 αρκετοί είχαν προσπαθήσει, όμως όχι συστηματικά, να ανακαλύψουν ποιο κείμενο είχε υπόψη του ο Κορνάρος γράφοντας το οιήμα του, κανείς τους όμως δεν είχε μπορέσει να εντοπίσει. Κατά την περίοδο αυτή προτάθηκαν ως άμεσες ή έμμεσες πηγές του Ερωτόκριτου, εκτός από ορισμένα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, και άλλα νεότερα ,κυρίως δυτικά όπως λ.χ. το Ισπανικό έπος Cid, τα Reali di Francia, γνωστή πεζή Ιταλική διασκεύη γαλλικών «chansons de geste», ο Orlando Innamorato του Βoiardo και κυρίως, το μεγάλο αφηγηματικό ποιήμα της Ιταλικής Αναγέννησης , Orlando Furioso του Ariosto.


To 1935 o N. Cartojan , καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, επισήμανε και κατέστησε ευρύτερα γνωστό για πρώτη φορά ότι το πραγματικό, αν και απώτερο, πρότυπο του Ερωτόκριτου είναι η γαλλική μεσαιωνική μυθιστορία Raris et Vienne. Ωστόσο, εβδομήντα περίπου χρόνια πριν από τον Cartojan, στα μέσα του περασμένου αιώνα, το ίδιο πρότυπο είχε υποδειχθεί από έναν λογιότατο Ηπειρώτη, τον Χριστοφορο Φιλητά, πληροφορία που παρέμεινε άγνωστη ως το1953. Ο Cartojan έχοντας υπόψη του το κείμενο της γαλλικής αυτής μυθιστορίας κατά τη μόνη ως τότε (και ως σήμερα) κριτική του έκδοση από τον Γερμανό ρομαντιστή R. Kaltenbacher, την αρχική μορφή της μυθιστορίας με βάση τα χειρόγραφα της λεγόμενης πρώτης ομάδας του έργου, πιθανολογεί ότι ο Κορνάρος γνώρισε τη γαλλική μυθιστορία Paris et Vienne όχι από το γαλλικό κείμενο αλλά μέσω κάποιας Ιταλικής διασκευής/ μετάφρασής του.


Από τότε, και ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μολονότι ο Cartojan είχε από την αρχή στρέψει την έρευνα προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια για συστηματική αντιμετώπιση του προβλήματος του πραγματικού προτύπου του Ερωτόκριτου το οποίο εξακολούθησε να παραμένει desideratum της φιλολογίας μας. Κανείς όλο αυτό το διάστημα δεν εξέτασε λεπτομερειακά και σε όλη του την έκταση το κείμενο του Ερωτόκριτου σε αντιπαραβολή με τις Ιταλικές διασκευές (έντυπες και χειρόγραφες) της γαλλικής μυθιστορίας και τη λατινική του jean de pins (Ioannes Pinus). Τα τελευταία ιδίως χρόνια υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το βασικό κείμενο που είχε υπόψη του ο Κορνάρος γράφοντας τον Ερωτόκριτο είναι το έργο τουAngelo Albani Innamoramento di due fidellisimi amanti Paris e Vienna, που αποτελεί έμμετρη ανάπτυξη της Γαλλικής αυτής μεσαιωνικής μυθιστορίας.


Το έργο του albani πρωτοτυπώθηκε το 1626 στη Ρώμη, και αν πράγματι χρησίμευσε ως πρότυπο του Ερωτόκριτου, τότε η ταύτιση του ποιητή του Βιτσέντζου Κορνάρου με τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου, που είχε πεθάνει δεκατρία περίπου χρόνια νωρίτερα (1613), αυτόματα αποκαλείται. Η άποψη όμως αυτή είναι κάπως αυθαίρετη, γιατί δεν στηρίζεται σε λεπτομερειακή συγκριτική εξέταση του Ερωτόκριτου με όλες τις Ιταλικές διασκευές της γαλλικής Paris et Vienne. Ύστερα από λεπτομερειακή συγκριτική εξέταση του Ερωτόκριτου με όλες της ιταλικές διασκευές της γαλλικής αυτής μυθιστορίας (έντυπες και χειρόγραφες), καθώς και με τη λατινική του Jean de Pins, όπως είχε προτείνει ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης, ο υποφαινόμενος στη διδακτορική διατριβή του προσδιόρισε ότι ο Βιτσέντζος Κορνάρος γράφοντας τον Ερωτόκριτο είχε υπόψη του μια από τις εκδόσεις της έντυπης πεζής ιταλικής διασκευής, που τυπώθηκε από το 1543 και πέρα και όχι την έμμετρη διασκευή του Albani (1626). Έτσι αν η σχέση του έργου του Albani με τον Ερωτόκριτο αποτελείτο μοναδικό εμπόδιο για την ταύτιση του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου του Ιακώβου, η έρευνα απέδειξε ότι το εμπόδιο τούτο μπορεί τώρα με βεβαιότητα να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει.





Πρότυπο και άλλες πηγές

Άμεσο πρότυπο του έργου είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, που τυπώθηκε το 1487 και γνώρισε μεγάλη διάδοση με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από ιταλική μετάφραση, καθώς είναι απίθανο να γνώριζε γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη, τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης πρότασης γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Στο Paris et Vienne οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από ανθρώπους του πατέρα της ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των δύο έργων είναι ανάλογο, με τον «άγνωστο» ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την αναγνώρισή του.


Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό χαρακτήρα.


Εκτός από τη δυτική επίδραση, ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και παροιμίες) και έντεχνη (Ερωφίλη, Απόκοπος, Πένθος θανάτου και άλλα δημώδη κείμενα).





Σε ότι αφορά την υπόθεση, η κριτική έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε κάποια προγενέστερα έργα. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι δεν θα έπρεπε να είχε άμεση γνώση της αρχαίας γραμματείας, είτε της ελληνικής, είτε της λατινικής, αν εξαιρέσει κανείς ενδεχόμενες ιταλικές μεταφράσεις. Ωστόσο εικάζουμε ότι πρέπει να είχε γνώση της ιταλικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του τμήματός της που αποτελούσε μίμηση των παλαιότερων γαλλικών "ιπποτικών" ποιημάτων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχουν χωρία όπου οι εικόνες και οι ιδέες που περιγράφονται εκεί φαίνεται να προέρχονται από ιταλικά έργα. Υπάρχουν επίσης σαφείς επιρροές και περιγραφές από το ενετικό περιβάλλον της εποχής και, οπωσδήποτε, ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα "ρομαντικό, ερωτικό, φραγκικό έπος". Παράλληλα όμως θα συναντήσουμε πάμπολλα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ομοιότητες με έργα όπως η "Ερωφίλη" και η "Θυσία του Αβραάμ".

Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι

Ηταν μια κλειστή αγορά ιδεών, μέσα από την οποία αναδείχθηκαν σημαντικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Κέινς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φόρστερ. Δημοκρατικοί, αντιαποικιοκράτες, χωρίς ταμπού, σεξουαλικά ελεύθεροι
Τρία μέλη του κύκλου του Μπλούμσμπερι εικονίζονται σε αυτή τη φωτογραφία του 1915. Καθιστός ο Λίτον Στρέιτσι. Πίσω του ο ζωγράφος Ντάνκαν Γκραντ και δεξιά η ζωγράφος Βανέσα Μπελ. Οι άλλες κυρίες, η λαίδη Οτολάιν Μορέλ και η Μαρία Νις, δεν ήταν μέλη του κύκλου (National Portrait Gallery London)
Στις αρχές του 20ού αιώνα στο σπίτι της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ Γουλφ θα συναντιούνταν κάθε εβδομάδα τα μέλη μιας ολιγομελούς ομάδας συγγραφέων, ζωγράφων και κριτικών που τότε ήταν σχεδόν άγνωστοι. Αργότερα θα έρχονταν να προστεθούν ένας κορυφαίος μαθηματικός και φιλόσοφος, ο Μπέρτραντ Ράσελ, και ο - κορυφαίος επίσης - οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς. Τους συνέδεαν η φιλία και η πίστη στην ειρήνη, τη δημοκρατία, την ισότητα των φύλων και την ελευθερία. Και βέβαια στην τέχνη, η οποία, όπως απέδειξε ο Κέινς, περιέχει προστιθέμενη αξία.



Αυτό το τελευταίο όμως δεν ήταν βασισμένο απλώς σε κάποια οικονομική ανάλυση αλλά στην πίστη των μελών του Κύκλου πως η προστιθέμενη αξία προκύπτει από το ότι η τέχνη είναι βασική προϋπόθεση για την πρόοδο και τη συνοχή μιας κοινωνίας. Και η πρόοδος κρίνεται με πολιτιστικούς όρους, δηλαδή από το πώς αντιλαμβάνεται και πώς αξιοποιεί μια κοινωνία το πνεύμα μιας εποχής. Η αισθητική επομένως προέκυπτε από την αναζήτηση της αλήθειας.



Η τέχνη είναι ο δρόμος για να απαντηθούν τα βασικά ερωτήματα, όπως τίθενται κατά καιρούς. Τα ερωτήματα τα έθετε με διαφορετικό τρόπο στο δικό του πεδίο ο καθένας, όλα μαζί όμως συνέθεταν το τετράπτυχο ελευθερία - περηφάνια του πολίτη - κοινωνική συνοχή - κοινό αίσθημα. Αυτά ειδικά για τον Κέινς ήταν καθοριστικά, διότι πίστευε πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός της οικονομίας αν πιο μπροστά δεν απαντηθεί το ποιος είναι ο σκοπός της ζωής.



Πολιτικά μηνύματα

Τα μέλη του Κύκλου δεν χρειαζόταν να προβούν σε διακήρυξη αρχών και να γράψουν μανιφέστα, αν και όλοι τους υπήρξαν ικανότατοι κριτικοί και δοκιμιογράφοι. Δύο μάλιστα από αυτούς, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε. Μ. Φόρστερ, εκτός από σπουδαίοι μυθιστοριογράφοι ήταν και εξίσου σπουδαίοι δοκιμιογράφοι. Και βέβαια την πίστη τους στη δημοκρατία δεν τη θεωρούσαν ως κάτι αυτονόητο, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Γιατί πολιτικά ανήκαν σε αυτό που τώρα αποκαλούμε Κεντροαριστερά. Ο Λέοναρντ Γουλφ, για παράδειγμα, που η ευκατάστατη Βιρτζίνια χαριτολογώντας τον αποκαλούσε «αδέκαρο εβραίο», ήταν φαβιανός.



Οταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος οι περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης είχαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το να γράφεις τότε, όπως ο Φόρστερ, πως η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα επειδή βασίζεται στην ατομική ελευθερία, την ανεκτικότητα και την κριτική ήταν πρωτοτυπία. Κι ακόμη μεγαλύτερη πρωτοτυπία ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα χρειάζονται ήρωες προκειμένου να εξαπατήσουν τον λαό και να αποκρύψουν την αληθινή τους φύση. Με την έννοια αυτή ο περίφημος στίχος του Σεφέρη «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» στο ποίημά του Ο τελευταίος σταθμός απηχεί τον Φόρστερ.



Εκείνοι οι ευκατάστατοι, ωστόσο, δεν υπήρξαν και κοινωνικά αδιάφοροι, αν και δεν ήταν ενταγμένοι σε κόμματα - και μολονότι η σκιά του Δαρβίνου στους κύκλους των διανοουμένων και των καλλιτεχνών ήταν πιο βαριά από εκείνη που άφησε πίσω της η βασίλισσα Βικτωρία. Η οικονομική κρίση που ζούμε και η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη καθιστούν επίκαιρα τα όσα υποστήριζαν έναν αιώνα νωρίτερα: πως η οικονομική εξαθλίωση οδηγεί ταχύτατα στην πολιτική και κοινωνική αναταραχή με ανυπολόγιστες συνέπειες. Διότι τα ανθρώπινα όντα δεν αντέχουν τη μεγάλη οικονομική πίεση και αν τους προσφέρει κάποιος μια λύση που να μοιάζει ευλογοφανής, τότε εύκολα στρέφονται προς τους δικτάτορες ή τα ολοκληρωτικά συστήματα.



Μια αγορά ιδεών

Ο Κύκλος του Μπλούμσμπερι δεν συνιστά σχολή. Ηταν μια κλειστή αγορά ιδεών όπου συζητιούνταν σημαντικά αισθητικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα. Η μεγάλη του σημασία οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα από τη ζύμωση των ιδεών που προήγαγε αναδείχθηκαν αργότερα ορισμένες από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του περασμένου αιώνα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ στη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στην οικονομία, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε. Μ. Φόρστερ στην πεζογραφία, ο Λίτον Στρέιτσι στη βιογραφία, ο Ντάνκαν Γκραντ και η Βανέσα Μπελ στη ζωγραφική, ο Ρότζερ Φράι στην τεχνοκριτική. Αλλά εκτός από αυτούς, που αποτελούσαν τον πυρήνα, και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης ήταν συνδεδεμένοι με τον Κύκλο του Μπλούμσμπερι, όπως ο Αλντους Χάξλεϊ ή ο επιφανής σινολόγος Αρθουρ Γουέιλι. Για τον τελευταίο ο Εζρα Πάουντ έλεγε πως ήταν «πεισματάρης σαν γάιδαρος ή σαν πανεπιστημιακός δάσκαλος» αλλά ο Γουέιλι ήταν εκείνος που με τις μεταφράσεις του από την κινεζική και την ιαπωνική γλώσσα έκανε γνωστή στον αγγλόφωνο κόσμο την ποίηση της Απω Ανατολής.



Στην τέχνη, όπως άλλωστε και στη ζωή γενικότερα, οι συντροφιές παίζουν συχνά αποφασιστικό ρόλο. Μια συντροφιά ήταν οι υπερρεαλιστές. Και για να πάμε στα δικά μας, μια συντροφιά ήταν και η γενιά του '30. Οι συντροφιές είναι κατά κανόνα συνεκτικές και τα μέλη τους αλληλοϋποστηρίζονται, γι' αυτό και σε ακραίες περιπτώσεις οι αντίπαλοί τους τις αποκαλούν «μαφίες».



Από μια συντροφιά ξεκίνησε το Μπλούμσμπερι. Κάποιοι νέοι που είχαν φοιτήσει στο Κινγκς Κόλετζ και το Τρίνιτι Κόλετζ του Κέιμπριτζ αποφάσισαν μετά την αποφοίτησή τους να μη χαθούν και την ατμόσφαιρα της φοιτητικής αδελφότητας των Αποστόλων, όπου ανήκαν, να τη μεταφέρουν στο Λονδίνο. Στους Αποστόλους (δώδεκα στην αρχή, όπως στη Βίβλο) ανήκαν ο Ράσελ, ο Κέινς, ο Φόρστερ, ο Λέοναρντ Γουλφ αλλά και ο Βιτγκενστάιν που δέχθηκε να ενταχθεί στην ομάδα κατόπιν προσκλήσεως του Κέινς.



Σεξουαλική ελευθερία

Οι συζητήσεις ανάμεσα στους Αποστόλους και όσους αργότερα μπήκαν στον Κύκλο του Μπλούμσμπερι μεταφέρθηκαν στις συναντήσεις τους στο σπίτι της Βιρτζίνια και του Λέοναρντ Γουλφ. Ηταν μια ευχάριστη παρέα, από την οποία φυσικά δεν έλειπαν οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις, κυρίως λόγω ερωτικού ανταγωνισμού, αφού κάποια μέλη του Κύκλου ήταν αμφισεξουαλικοί (όπως ο Κέινς και η Γουλφ), ή ομοφυλόφιλοι (όπως ο Στρέιτσι και ο Φόρστερ). Δεδομένου όμως ότι τα περισσότερα προέρχονταν από τη μεσαία ή τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, παρά τα δηλητηριώδη σχόλια που γίνονταν σε βάρος τους, δεν διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποστούν άλλες συνέπειες στη γεωργιανή Αγγλία, όπου η ομοφυλοφιλία ήταν - και παρέμεινε - ποινικό αδίκημα ως τη δεκαετία του 1960.



Τα παραπάνω, με όλες τις λεπτομέρειες που έχουν καταγραφεί από τους λεγόμενους «ντετέκτιβ της λογοτεχνίας», δεν είναι απλώς ανεκδοτολογικά αλλά πιστοποιούν ότι την απελευθέρωση από τα βικτοριανά ταμπού που διακήρυτταν τα μέλη του Κύκλου την εφάρμοζαν πρωτίστως στους εαυτούς τους, ασχέτως του ότι λόγω κοινωνικής θέσης είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Δεν ήταν κρυφός ο έρωτας του Κέινς για τον ζωγράφο Ντάνκαν Γκραντ (τον μεγάλο έρωτα της ζωής του), ούτε η σεξουαλική ζωή του Λίτον Στρέιτσι. Αλλιώς την καυστική κριτική εναντίον του βρετανικού φιλισταϊσμού που άσκησε ο Στρέιτσι θα μπορούσε κάποιος να τη θεωρήσει υποκριτική.



Το ότι όλοι εκείνοι οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι ήταν ειρηνόφιλοι στη βαθύτατα τότε συντηρητική Αγγλία αρκούσε για να τους χαρακτηρίσουν αντιπατριώτες. Αν το συνδυάσουμε και με το ότι από πολύ νωρίς είχαν λάβει θέση εναντίον της αποικιοκρατίας, αντιλαμβανόμαστε την ποιότητα και το πνεύμα των ιδεών τους. Οταν στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούσε το «κυβέρνα, Βρετανία» κι όταν το αποικιοκρατικό δόγμα είχε όχι απλώς ως οπαδό του αλλά ως φανατικό προπαγανδιστή τον διασημότερο τότε συγγραφέα της χώρας, τον Κίπλινγκ, η Βιρτζίνια Γουλφ δημοσίευε μυθιστορήματα που θα επηρέαζαν αποφασιστικά την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως την Κυρία Ντόλογουεϊ, το Στο φάρο, τα Κύματα. Τότε δημοσίευσε κι ο Φόρστερ το αριστουργηματικό του Πέρασμα στην Ινδία, το οποίο εκτός από σπουδαίο μυθιστόρημα (ένα από τα κορυφαία του 20ού αιώνα) είναι και μια δριμεία καταγγελία της αποικιοκρατίας.



Και εκδοτικός οίκος

Το 1917 ο Βιρτζίνια και ο Λέοναρντ Γουλφ ίδρυσαν έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τον Hogarth Press. Είχαν και οι δύο πάθος με την τυπογραφία. Αγόρασαν λοιπόν ένα μεταχειρισμένο χειροκίνητο πιεστήριο, έμαθαν οι ίδιοι να το χρησιμοποιούν και το εγκατέστησαν στην τραπεζαρία του σπιτιού τους. Εκεί τύπωσαν μερικά από τα σημαντικότερα βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Αγγλία. Ανάμεσά τους τα Κύματα και το Στον φάρο της Γουλφ, τη μετάφραση από την ίδια των Δαιμονισμένων του Ντοστογέφσκι, βιβλία για την ψυχανάλυση, του Φρόιντ κατ' εξοχήν, και την πρώτη έκδοση του καταστατικού έργου του μοντερνισμού, της Ερημης χώρας του Ελιοτ. Ο οίκος αγοράστηκε αργότερα από τους Chatto and Windus και σήμερα είναι παράρτημα του Crown Publishing Group, που ανήκει στον εκδοτικό κολοσσό Random House. Ας προσθέσω εδώ ότι ο Hogarth Press εξέδωσε για πρώτη φορά στα αγγλικά το Σεμινάριο του Λακάν το 1977.



Ομοιότητες ή αναλογίες μπορεί κανείς να βρει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Κάπως έτσι, κατά προτροπή του Πάουντ, ξεκίνησε τον δικό του εκδοτικό οίκο New Directions και ο Τζέιμς Λόφλιν. Οχι βέβαια σε μια τραπεζαρία αλλά σε έναν στάβλο στο Κονέκτικατ. Και οι δύο οίκοι δεν είναι εθνοκεντρικοί και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για βιβλία από άλλες γλώσσες που αξίζει να μεταφραστούν και να εκδοθούν στα αγγλικά.





Βέλος στην καρδιά

Το 1930 στο σατιρικό του μυθιστόρημα «The Apes of God», το πιο συζητημένο βιβλίο του, ο Γουίνταμ Λιούις κατηγορεί τα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι για «ελιτισμό, διαφθορά και έλλειψη ταλέντου». Αλλά δεν μένει μόνον εκεί. Επιτίθεται και εναντίον του Τζόις για τον «Οδυσσέα» και της Γερτρούδη Στάιν για το ύφος της. Δεν τον πτόησε που ο επιστήθιος φίλος του Εζρα Πάουντ (ο Λιούις του έφτιαξε μερικά από τα ωραιότερα πορτρέτα του) θαύμαζε τον Τζόις και μεσολάβησε για να προδημοσιευθούν εκτενή αποσπάσματα του «Οδυσσέα» στο περιοδικό «Egoist».



Τη Βιρτζίνια Γουλφ επιπλέον φρόντισε να την «περιποιηθεί», ευθέως, και στο βιβλίο δοκιμίων του με τίτλο «Men without Art». Ο Λιούις τότε δεν είχε ταχθεί ακόμη ανοιχτά υπέρ του Χίτλερ και τα κείμενά του έκαναν πάντοτε αίσθηση, γι' αυτό και μετά την επίθεσή του εναντίον της Γουλφ η τελευταία είπε «το βέλος του κ. Λιούις με βρήκε στην καρδιά».



Το «The Apes of God» αντιμετωπίστηκε θετικά από τον Γέιτς. Ο Ρόι Κάμπελ, ένας εξαιρετικός ποιητής και μεταφραστής του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού αλλά λησμονημένος από τότε που έλαβε ανοιχτά θέση υπέρ του Φράνκο, έγραψε μια υμνητική κριτική και την έστειλε στο «New Statement». Αφέλεια ή προβοκάτσια; Ηταν δυνατόν να δημοσιευθεί κριτική για βιβλίο που επετίθετο εναντίον τού Κύκλου του Μπλούμσμπερι σε περιοδικό του οποίου ο επικεφαλής ήταν επιφανές μέλος του Κύκλου;

Ο υπερρεαλισμός και η ποιητική της ελευθερίας

Με επικεφαλής τον Αντρέ Μπρετόν, οι υπερρεαλιστές μετέτρεψαν το ελευθερία - ισότητα - αδελφότητα της Γαλλικής Επανάστασης στο δικό τους τρίπτυχο: ελευθερία - αγάπη - ποίηση

Η ομάδα των υπερρεαλιστών σε φωτογραφία του 1933. Από αριστερά προς τα δεξιά: Τριστάν Τζαρά, Πολ Ελιάρ, Αντρέ Μπρετόν, Χανς Αρπ, Σαλβαντόρ Νταλί, Ιβ Τανγκί, Μαξ Ερνστ, Ρενέ Κρεβέλ και Μαν Ρέι

Διακόσιες χιλιάδες Παριζιάνοι τον Οκτώβριο του 1924 συνόδευσαν τον Ανατόλ Φρανς στην τελευταία του κατοικία. Ανάμεσά τους βρισκόταν και μια ομάδα ποιητών και ζωγράφων, ο στόχος της οποίας ωστόσο ήταν να διαπομπεύσει εκείνη τη δόξα της Γαλλίας καθώς αποχαιρετούσε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Ηταν η ομάδα των υπερρεαλιστών που μοίραζε στο πλήθος ένα φυλλάδιο, ο τίτλος του οποίου και μόνο προδιέθετε για το περιεχόμενό του: Un cadavre (Ενα πτώμα). Ο επικεφαλής της ομάδας Αντρέ Μπρετόν μάλιστα ζητούσε την «άδεια» να ανοίξουν το φέρετρο και να χαστουκίσουν τον νεκρό. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς θα δημοσίευε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού La Revolution Surrealiste (Η υπερρεαλιστική επανάσταση) το πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού που θα άλλαζε τον λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό χάρτη στη Γαλλία.

Ο όρος υπερρεαλισμός δεν ήταν καινούργιος. Τον είχε χρησιμοποιήσει το 1917 ο Απολινέρ, όταν χαρακτήριζε το θεατρικό του έργο Τα στήθη του Τειρεσία «υπερρεαλιστικό δράμα». Και πρόδρομος του υπερρεαλισμού ασφαλώς υπήρξε το βραχύβιο κίνημα του ντανταϊσμού που γεννήθηκε το 1916 στο καμπαρέ Voltaire της Ζυρίχης. Η διαφορά ήταν πως τώρα ο αντικομφορμισμός, η επαναστατικότητα και η αντίδραση στην κατεστημένη τέχνη των ντανταϊστών αποκτούσαν ευρύτερο περιεχόμενο καλύπτοντας ένα τεράστιο εκφραστικό πεδίο. Πέραν αυτού, δεν στόχευε να αλλάξει μόνο την τέχνη αλλά και την ίδια τη ζωή. Και στηριζόταν σε μια επαναστατική επιστήμη που θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον κόσμο και τα ψυχικά φαινόμενα: στην ψυχανάλυση.

Από τα όνειρα στην ελευθερία
Οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για το ιατρικό μέρος της ψυχανάλυσης αλλά για το πολιτισμικό και το κοινωνικό που μέσω της ερμηνείας και της αξιοποίησης του κόσμου των ονείρων θα μας οδηγούσε στην ελευθερία. Στα όνειρα υπάρχουν όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα ώστε να απαλλαγεί κανείς από τα δεσμά της αιτιότητας και να εκφραστεί. Η τέχνη έτσι θα αναδεικνυόταν ως ο σημαντικότερος δρόμος προς την ελευθερία. Και αυτό το αντικαρτεσιανό «μένος» μπορεί να εμφανιζόταν στη χώρα του Ντεκάρτ αλλά θα επηρέαζε και πολλές άλλες χώρες.

Αναδεικνύοντας την εικόνα ως τον βασικό ποιητικό πυρήνα και θεωρώντας ότι στο όνειρο βρίσκεται η αυθεντικότερη έκφρασή της ο υπερρεαλισμός άλλαξε το είδος και τη δομή των παραστάσεων. Ηταν επόμενο οι αλλαγές να παρουσιαστούν σε όλες τις τέχνες, κατ' εξοχήν όμως στη ζωγραφική. Ανάμεσα στους ζωγράφους του κινήματος συναντούμε κάποιους από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα: τον Μαξ Ερνστ, τον Ρενέ Μαγκρίτ, τον Φρανσίς Πικαμπιά, τον Ιβ Τανγκί, τον Σαλβαντόρ Νταλί, τον Ζουάν Μιρό, τον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο. Και στον κινηματογράφο έναν κορυφαίο σκηνοθέτη: τον Λουίς Μπουνιουέλ, ο «Ανδαλουσιανός σκύλος» του οποίου προκαλεί και σήμερα τον θαυμασμό μας παρά το γεγονός πως όταν γυρίστηκε τα τεχνικά μέσα ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με τα σημερινά. Υπερρεαλιστής, ακόμη, υπήρξε κι ένας φωτογράφος πρώτης γραμμής: ο Μαν Ρέι. Και από τους ποιητές ξεχωρίζουν ο Πολ Ελιάρ, ο Ρενέ Σαρ, ο Λουί Αραγκόν.

Η αυτόματη γραφή που ευαγγελιζόταν ο Μπρετόν στο πρώτο μανιφέστο και η ανάδειξη του ονείρου ως πρωταρχικού στοιχείου της δημιουργίας δεν ήταν τα μόνα που συνεισέφερε ο υπερρεαλισμός στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Πολύ γρήγορα οι εκπρόσωποί του προχώρησαν σε συστηματικότερη ανάλυση της περιοχής που ανοιγόταν από το κίνημά τους. Εφεραν ξανά στο προσκήνιο τους νεοπλατωνιστές και την ερμητική φιλοσοφία, την παραγνωρισμένη κουλτούρα του ύστερου Μεσαίωνα, τις χριστιανικές αιρέσεις, ό,τι υπήρξε επαναστατικό στην εποχή του και όσους η κατεστημένη κουλτούρα αλλά και γενικότερα η αστική κοινωνία είχε θέσει στο περιθώριο: Παυλικιανούς, Βογόμιλους, Γνωστικούς.

Αναρχούμενες ψυχές
Οι υπερρεαλιστές ήταν αναρχούμενες ψυχές. Επιθετικοί, αφοριστικοί, παθιασμένοι. Υπήρξαν άθεοι και ως υπερασπιστές των ονείρων, με επικεφαλής τον Μπρετόν, πίστευαν σε έναν νυχτερινό πολιτισμό, ενώ στο συμβολικό πεδίο θεωρούσαν όλη την τέχνη τοτεμική, υπό την έννοια ότι το οιοδήποτε υπερρεαλιστικό φετίχ περιείχε ένα μυστικό, δηλαδή απελευθερωτικό νόημα.

Στην αριστοτελική Ευρώπη της λογοκρατίας, της αιτιοκρατίας και των ταξινομήσεων εκείνοι οι νεορομαντικοί κατ' ουσίαν αντιπαρέβαλαν την έξαρση και το πάθος. Γι' αυτό και αντί για την Ποιητική του Αριστοτέλη προτιμούσαν το Περί ύψους του Λογγίνου. Το ύψος οδηγεί στο πάθος, πάθος δαιμονικό, γιατί η τέχνη, όπως τη γνωρίζαμε ως τότε, ήταν άχρηστη, κι επομένως ο καλλιτέχνης καταραμένος. Ο υπερρεαλιστής είναι καταραμένος, είναι καλλιτέχνης του άγχους (του φροϋδικού Angst), και άρα δεν πρέπει να διστάζει να υπογράψει συμβόλαιο με τους δαίμονες, αν θέλει να απαλλαγεί από τα δεσμά του υπερεγώ.

Το άγχος αυτό είναι αμλετικό. Ο καλλιτέχνης έναν τρόπο μόνο έχει για να το πολεμήσει: να αφοσιωθεί στο παιχνίδι αλλά με την προσήλωση και τη σοβαρότητα που παίζουν τα παιδιά. Και το παιχνίδι που κατ' εξοχήν αντιπροσωπεύει τη μάχη εναντίον του άγχους είναι το σκάκι.

Ενα επαναστατικό κίνημα στην τέχνη δεν μπορεί να στερείται πολιτικής θεωρίας. Τη θεωρία αυτή την προμήθευε ο μαρξισμός, ο οποίος, κατά την ευφυή διατύπωση του Νικολάου Κάλας, αποτελεί, όπως και ο υπερρεαλισμός, μια μορφή μανιχαϊκής γνώσης. Αλλά οι υπερρεαλιστές δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στη σιδηρά πειθαρχία που επέβαλλαν τα κομμουνιστικά κόμματα της εποχής, αν ήθελαν να παραμείνουν υπερρεαλιστές. Για τούτο και το φλερτ του Μπρετόν και των φίλων του με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας ήταν πρόσκαιρο και σύντομα τους διέγραψαν από το κόμμα. Κι όταν εκείνος, ο πάπας του υπερρεαλισμού, συναντήθηκε το 1938 με τον Τρότσκι στο Μεξικό αναζητώντας ένα επαναστατικό πολιτικό περιεχόμενο συμβατό με τις απόψεις του τα πράγματα είχαν αλλάξει. Εναν χρόνο αργότερα θα ξεσπούσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που έθετε άλλα διλήμματα.

Η ρήξη με τον Αραγκόν και τον Νταλί
Η ομάδα των υπερρεαλιστών δεν υπήρξε αρραγής. Η σοβαρότερη απώλεια ήταν η αποχώρηση του Αραγκόν, ο οποίος το 1935 συγκρούστηκε με τον Μπρετόν αρνούμενος να συνταχθεί με το Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας στο οποίο καταγγέλλονταν οι διώξεις των συγγραφέων στη Σοβιετική Ενωση. Σημαντική επίσης ήταν η «αποχώρηση» του Σαλβαντόρ Νταλί που είχε επηρεάσει τον Λόρκα, στην ποίηση του οποίου η επίδραση του υπερρεαλισμού είναι εμφανέστατη. Αλλά ο Νταλί έχοντας πρώτα γίνει διάσημος αποφάσισε να υποστηρίξει το φρανκικό καθεστώς. Αυτούς και όσους άλλους «παραστράτησαν» ο Μπρετόν τούς «αφόρισε». Οσον αφορά μάλιστα την παθολογική αγάπη του Νταλί για το χρήμα, τη σάρκαζε αναγραμματίζοντας, υπερρεαλιστικώς πως, το όνομά του από Salvador Dali σε Avida Dollars.

Υπερρεαλισμός και ποπ αρτ
Στη διάρκεια του πολέμου ο Μπρετόν αυτοεξορίστηκε στην Αμερική και εκεί προσπάθησε να κρατήσει ζωντανό το πνεύμα του υπερρεαλισμού. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ίδια με τα όσα ίσχυαν στη Γαλλία. Ο υπερρεαλισμός προκάλεσε ασφαλώς το ενδιαφέρον των Αμερικανών ως πρωτοποριακό κίνημα αλλά έγινε δεκτός με επιφυλάξεις - στο θεωρητικό τουλάχιστον πεδίο. Η νέα Βαβυλώνα (δηλαδή η Νέα Υόρκη) εν τούτοις προσφερόταν ως πεδίο ζύμωσης.

Η επίδραση του υπερρεαλισμού, στα εικαστικά τουλάχιστον όπου κυριαρχούσε ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, που τον προωθούσε ένας προικισμένος θεωρητικός, ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ, με επίκεντρο το έργο του Τζάκσον Πόλοκ, θα ήταν εμφανέστατη στο έργο των καλλιτεχνών της ποπ αρτ: του Ράουσενμπεργκ (που στους πίνακές του διαπιστώνεται η επίδραση του Μαν Ρέι), του Λιχτενστάιν και του Τζάσπερ Τζονς. Κι εκείνος ο οποίος θα πρωτοστατούσε με τα θεωρητικά του κείμενα στην καθιέρωση της ποπ αρτ ήταν ένας Ελληνας: ο Νικόλαος Κάλας, ο οποίος στα «λαϊκά» σύμβολα αυτής της κατ' εξοχήν αμερικανικής τέχνης είδε να αντανακλώνται τα υπερρεαλιστικά είδωλα του Μεσοπολέμου.

Οι υπερρεαλιστές κατά το ελευθερία - ισότητα - αδελφότητα της Γαλλικής Επανάστασης δημιούργησαν το δικό τους τρίπτυχο: ελευθερία - αγάπη - ποίηση. Ετσι το έργο και η ζωή του καθενός θα έπρεπε να εκφράζουν μια ποιητική της ελευθερίας. Την επίδρασή τους, μικρή ή μεγάλη, τη διακρίνει κανείς σχεδόν σε κάθε έκφραση της δυτικής πρωτοπορίας του Μεσοπολέμου - αλλά και αργότερα. Γι' αυτό και με ελαφρά έκπληξη αλλά και ευχαρίστηση ο Λουίς Μπουνιουέλ γράφει στη θαυμάσια αυτοβιογραφία του Η τελευταία πνοή πως στις διαδηλώσεις του γαλλικού Μάη του 1968 οι νέοι που συμμετείχαν φώναζαν συνθήματα των υπερρεαλιστών, με κυριότερο εκείνο το περίφημο: Η φαντασία στην εξουσία.


Ο «παραδαρμένος» Νικόλαος Κάλας
Η συμβολή της ελληνικής ποίησης στο υπερρεαλιστικό κίνημα δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Οι ποιητές που είτε ξεκίνησαν από τον υπερρεαλισμό είτε επηρεάστηκαν από αυτόν, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Δ.Π. Παπαδίτσας και άλλοι, δεν είναι διόλου κατώτεροι των γάλλων υπερρεαλιστών, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα θα λέγαμε πως είναι και καλύτεροι.

Η ελληνική παράδοση και η γλώσσα μας αποδείχτηκαν δεκτικές όσον αφορά την υπερρεαλιστική πρόκληση. Εικόνες που αλλού θα χαρακτηρίζονταν καθαρά υπερρεαλιστικές εδώ πολύ γρήγορα θεωρήθηκαν αυτονόητες, αφού θα μπορούσε κανείς να βρει αντίστοιχες ακόμη και στην αρχαία γραμματεία (λ.χ. ο Αισχύλος γράφει για «τα σαγόνια της φωτιάς»). Και αυτό παρά τους χλευασμούς με τους οποίους κάποιοι επιθεωρησιογράφοι υποδέχτηκαν τα πρώτα αμιγώς υπερρεαλιστικά βιβλία, όπως η Υψικάμινος του Εμπειρίκου ή το Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν του Εγγονόπουλου.

Εκείνος όμως που σε παγκόσμιο επίπεδο θα έπαιζε τον σημαντικότερο ρόλο στο υπερρεαλιστικό κίνημα είναι και ο λιγότερο γνωστός στη χώρα μας: ο Νικόλαος Κάλας. Εχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από τον θάνατό του και όμως τα θεωρητικά του βιβλία Transfigurations, Confound the Wise και Icons and Images of the Sixties παραμένουν αμετάφραστα στη γλώσσα μας, ενώ και το υπόλοιπο έργο του απασχολεί περισσότερους στο εξωτερικό από όσους εδώ. Και ας είναι ο μόνος Ελληνας που περιλαμβάνεται από τον Μπρετόν στον κατάλογο των υπερρεαλιστών σε ένα από τα μανιφέστα του. Κι ας ήταν από εκείνους που εκτιμούσε περισσότερο ο Μπρετόν, ας υπήρξε φίλος του Μάτα, του Μιρό, του Μαξ Ερνστ και του Τανγκί.

Λιγότερο γνωστό είναι πως μαζί με τη γυναίκα του Ελενα επιμελήθηκε τη συλλογή των έργων στο μουσείο της Πέγκυ Γκουγκενχάιμ στη Βενετία, πως έχει δημοσιεύσει κείμενα σε ορισμένα από τα σπουδαιότερα περιοδικά διεθνώς, σε προγράμματα σημαντικών εκθέσεων ζωγραφικής στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι και πως ήταν φίλος του Μαρσέλ Ντισάν και του Ζαν Βαν Χάιγενουρτ, σωματοφύλακα του Τρότσκι και επιφανούς μαθηματικού. Φίλος επίσης της διάσημης ανθρωπολόγου Μάργκαρετ Μιντ με την οποία μάλιστα επιμελήθηκε την ανθολογία The Primitive Heritage όπου περιλαμβάνεται το - αμετάφραστο - δοκίμιό του The World as Stage.

Αμετάφραστη παραμένει και η ογκώδης αλλά ημιτελής μελέτη του για το έργο του Ιερώνυμου Μπος, μια αλχημιστική ερμηνεία του μεγάλου ζωγράφου που οι υπερρεαλιστές τον κατέτασσαν στους προγόνους τους μαζί με τον Λοτρεαμόν και τον Ρεμπό. Είχα την τιμή και τη χαρά να διαβάσω μεγάλο μέρος της που μου είχε εμπιστευθεί.

Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για το έργο αυτού του «παραδαρμένου», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, παρουσιάζεται αυξημένο στη χώρα μας, όμως πολλές πτυχές του παραμένουν άγνωστες.

 Αγνωστος ως πρόσφατα σχεδόν ήταν άλλωστε σε μεγάλο βαθμό και ο εξπρεσιονισμός σε σχέση, ας πούμε, με τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Ο εξπρεσιονισμός κυριαρχούσε στην Κεντρική Ευρώπη την εποχή που στη Γαλλία μεσουρανούσε ο υπερρεαλισμός.