Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΚΡΙΑΡΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


Πληροφορίες μέλους:

Κατηγορία: Επίτιμο Μέλος
Τιμητικές (και άλλες) διακρίσεις: Κατά τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα και εκείνα που ακολούθησαν τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών με ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα του τμήματος επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιανουάριος 2006) και από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την απονομή σ΄εκείνον της κορυφαίας του διάκρισης: "Χρυσούς Αριστοτέλης" (Απρίλιος 2006).
Ανακηρύχτηκε επίτιμος δημότης Μήλου, Χανίων και Ακρωτηρίου Χανίων (2002).
Το ελληνοτουρκικό συνέδριο περι γεννητικής του 2003 του απένειμε το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Σωρανός.
Του έχουν απονείμει πλακέτα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2001,2005) το Ιστορικό τμήμα του Ιόνιου Πανεπιστημίου (2005), η Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας (Μάρτιος 2005), ο δήμος Θεσσαλονίκης κατά τα Δημήτρια (του 2001), ο "Φιλολογικός Σύλλογος ο Χρυσόστομος" Χανίων (2002), η Εταιρεία γενικής και συγκριτικής γραμματολογίας (2004), το Εργαστήριο συγκριτικής γραμματολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2001), η Παγκρήτιος Αδελφότης Μακεδονίας (2001), το Ινστιτούτο βιβλίου και ανάγνωσης Κοζάνης (2004), η Ένωση Φιλολόγων νομού Πέλλας (2003), ο Σύλλογος Φίλων γραμμάτων και τεχνών Σερρών (2002), ο πολιτιστικός και εκδοτικός σύλλογος Επίλογος (2005), το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και ο Σύλλογος Φίλων του (2006), η Ένωση δήμων και κοινοτήτων ανατολικής Αττικής "Ησίοδος" (2001), ο Σύλλογος Φίλων γραμμάτων και τεχνών Αδάμαντος Μήλου (2002), η Ένωσις Φίλων Αδάμαντος (2002), ο Σύλλογος δασκάλων και νηπιαγωγών ΝΑ Κυκλάδων (2002), η Ένωση Κρητών φοιτητών Θεσσαλονίκης (2001), το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ (2007).
Μετάλλιο του απένειμε ο δήμος Ιεράπετρας (2002) και η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (2001).
Με ειδική εκδήλωση τον ετίμησαν η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύμνου και ο Όμιλος UNESCO Ρεθύμνου (2005), καθώς και η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Κρήτης (2002). Το Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Κρήτης (2006) ονόμασε αίθουσά του "Εμμανουήλ Κριαράς". Με το ίδιο όνομα ονόμασε αίθουσά του και το Δημοτικό Σχολείο Αδάμαντος Μήλου (2005).
Εξέδωσε τιμητικό τεύχος ο "Φιλολογικός Σύλλογος Χρυσόστομος" (Χανιά, 2006) και το περιοδικό "Φιλόλογος", 123, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006.
Εργογραφία:
2000
1. Γλωσσοφιλολογικά. Ύστερο Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός, Θεσσαλονίκη 2000.

2. "Σολωμικά γράμματα σε ελληνική γλώσσα" ("Θαλλώ" 11, 2000, 11-15).

3. Επιλογή από το έργο του. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.

4. "Το 'σκάνδαλο' Νίκου Βέη" ("Τα Νέα", 22.2.2000).

5. "Γιατί χρειάζεται το μονοτονικό" ("Το Βήμα", 4.9.2000).

6. "Το Λεξικό Μπαμπινιώτη και η δημοτική" ("Η Καθημερινή", 5.11.2000).

2001
7. "Πέτρος Φουρίκης (1878-1936)" ("Albanohellenica", αρ. 2, 2000-1, 113-116).

8. "Ένα γράμμα του Ψυχάρη στα 1928" ("Νέα Εστία", Ιαν. 2001, τεύχ. 1730, σ. 121-126).

9. "Η φοβία για το αλφάβητο" ("Η Καθημερινή", 11.2.2001).

10. "Δύο σκάνδαλα μιας φημισμένης σχολής" ("Η Καθημερινή", 11 Μαρτίου 2001).

11. "Ένα κείμενο του 1962 (Πίσω στα νεανικά χρόνια) Λίγος Ψυχάρης" ("Θαλλώ" τεύχ. 12, Χανιά, ’νοιξη 2001, 11-16).

12. "Γλώσσα, ζωή, επιστήμη" ("Το Βήμα της Κυριακής", 8.4.2001).

13. Πραγματώσεις και όνειρα. Σταθμοί μιας πορείας. Εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001.

14. "Το Λεξικό Δημητράκου και η ενότητα της ελληνικής γλώσσας" ("Τα Νέα", 28.4.2001).

15. "Όσα έζησα στο Χαϊδάρι καταγράφει ο Γ. Θεοτοκάς (17.10.1946)" ("Αντί", περίοδ. β΄, τεύχ. 747, 5.10.2001).

16. "Επιλεγόμενα. Από τα χρόνια της Κατοχής" ("Αντί", περίοδ. β΄, τεύχ. 748, 19.10.2001, 40).

17. "Απροσδόκητη πρόταση" ("Η Καθημερινή" 23.11.2001).

18. "Αλέξανδρος Στάινμετς (1879-1973), ένας ξεχασμένος νεοελληνιστής" ("Νέα Εστία", τεύχ. 1793, Νοέμβριος 2001, 647-654).

19. "Αρχαϊσμοί - Εκδημοτικισμοί - Νεολογισμοί - Τεχνικοί Όροι" ("Η Φωνή των Βολιμιακών", περίοδ. β΄, αρ. φ. 40, Νο.- Δεκ. 2001, 4-5).

20. "Η Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και η ακτινοβολία της" (στο: Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη 2001, 77-84).

21. "Παλαιό γράμμα του Νικ. Πολίτη στον πατέρα του (1868) και επίσης γράμμα του Ψυχάρη στο Νικ. Πολίτη (1884)" ("Φιλόλογος" 106, 522-524).

22. "Προϋποθέσεις για σωστή γλωσσική χρήση" (δημοσ. στο : Δημοσιογραφία και γλώσσα. Πρακτικά Συνεδρίου 15-16 Απριλίου 2000. Μορφωτικό Ίδρυμα της Ενώσεως Συντακτών ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών. Αθήνα 2001, 17-26).

23. "Ένας αιώνας δημοτικισμού (1888-2000)" (στο: Ο Ελληνισμός στην τρίτη χιλιετία. Λευκωσία 2001, 195-205).

24. "Ο Αχιλλέας Τζάρτζανος απέναντι στο κίνημα του δημοτικισμού" ("Φιλόλογος" 104, καλοκαίρι 2001, 185-192).

2002
25. "Χαιρετισμός στον Εύδοξο Τσολάκη" (στο: Λόγια και δημώδης γραμματεία του ελληνικού μεσαίωνα. Αφιέρωμα στον Εύδοξο Τσολάκη. Πρακτικά της Θ΄ επιστημονικής συνάντησης, 11-13 Μαΐου 2000, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, τομέας ΜΝΕΣ, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 19-20) (αναδημ.: Ε. Κρ., Ανιχνεύσεις, 315-6).

26. "Ο αδελφός μου ο 'Παύλος', ένας ορθνιθοκόμος δημοτικιστής" ("Ελλωτία", τόμ. 10, Χανιά 2002, 17-20).

27. "Η διδασκαλία των ξένων γλωσσών" ("Ελευθεροτυπία", 7.1.2002).

28. "Σκόρπια σημειώματα για τη γλώσσα. Τυπολογικά - συντακτικά" ("Η Φωνή των Βολιμιατών", περίοδ. β΄, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2002, 4-5).

29. Αντιφώνηση στην εκδήλωση για την ανακήρυξή μου ως επίτιμου δημότη Χανίων (στις 2.3.2002 στα Χανιά) (Κρητική Εστία, περίοδος Δ΄, Χανιά 2002, 13-14).

30. "Ένα πανόραμα νεοελληνικής λογοτεχνίας" ("Ελευθεροτυπία", 30.3.2002).

31. "Σκόρπια σημειώματα για τη γλώσσα. Φραστικά - ύφος. Ορθογραφικά" ("Η Φωνή των Βολιμιατών", περίοδ. β΄, Μάρτ. - Απρ. 2002, 7).

32. "Τα παιδικά και τα νεανικά χρόνια του Κωστή Παλαμά από γλωσσική άποψη" (estratto da Medioevo Romanzo e Orientale, Κανίσκιν, Studi in onore di Giuseppe Spadaro. 2002, 305-316).

33. "Ένα γράμμα του δασκάλου μου Ι. Μοσχόπουλου (1929)" ("Ελλωτία", τόμ. 10, Χανιά 2002, 13-16).

34. "Ο δημοτικισμός του Βασίλειου Τατάκη και άλλες ιδέες και κρίσεις του" ("Θαλλώ" Χανιά, καλοκαίρι 2002, τεύχ. 13, 11-27).

35. "Το τελευταίο γράμμα του Paul Lemerle και η νεκρολογία του" ("Θαλλώ" 13, καλοκαίρι 2002, 29-32).

36. "Γράμματα του Ψυχάρη στο Χρυσόστομο Γανιάρη και άλλους 1920-1923" ("Τα Νέα του ΕΛΙΑ", αρ. 60, θερινό αρχειοστάσιο 2002, 3-31).

37. "Παρουσίαση του τόμου 'Δημοσιογραφία και γλώσσα'" ("Μέντορας", τεύχ. 5,) Ιούν. 2002, 194-197).

38. "Ένα γράμμα του Charles Dedeyan για ίδρυση φιλολογικής εταιρείας" ("Σύγκριση - Comparaison", περίοδ. β΄, τεύχ. 13, Οκτ. 2002, 7-8).

39. "Μνήμη δυο κορυφαίων. 10 χρόνια από το θάνατο των Ιωάννη Κακριδή και Κωνσταντίνου Δημαρά" ("Ελευθεροτυπία - 'Βιβλιοθήκη'" 225, 14.10.2002, 23).

40. "Ένας χαλκέντερος των γραμμάτων μας. Μνημόσυνο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου (1901-1982)" ("Ελευθεροτυπία 'Βιβλιοθήκη'" 231, 22.11.2002).

41. "The Modern Greek Grammar by Agapitos Tsopanakis, translated from the greek by Soterios G. Stavrou" ("Μodern Greek Studies Yearbook", vol. 18/19, 2002/2003, σ. 271-285).

2003
42. Γράμματα Ψυχάρη προς Νικόλαο Γ. Πολίτη Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003.

43. "Αναμνήσεις απ' το δημοτικό και απ'το γυμνάσιο" ("Η Λέξη", τεύχ. 175, Μάιος - Ιούν. 2003, 443-457).

44. "Τεκμήρια σκοταδισμού μαύρης εποχής" ("Αιολικά Γράμματα", Ιούλ.-Αύγ. 2003, τεύχ. 202, 39-40).

45. "Έξι γράμματα του Ψυχάρη" ("Αιολικά Γράμματα", χρόνος 33ος, τεύχ. 202, Ιούλης - Αύγ. 2003, σ. 13-20).

46. "Το Μεσαιωνικό Λεξικό μου : το ξεκίνημά του και η πορεία του. Η προοπτική για τη συνέχισή του" (στο: Η Λεξικογραφία της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας ελληνικής γραμματείας. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2003, 83-86).

47. "Με τη μέθοδο του Αλ. Αργυρίου" ("Ελευθεροτυπία", 22.7.2003).

48. "Ο Ξενόπουλος διαφωτιστής" (Πρακτικά συνεδρίου με θέμα: "Γρηγόριος Ξενόπουλος - Πενήντα χρόνια από το θάνατο ενός αθάνατου [1951-2001]". Εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα 2003, 181-187).

49. "Γλωσσικά και αυτοβιογραφικά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από γράμμα του" ("Θαλλώ" 14, καλοκαίρι 2003, 11-17).

2004
50. Επιστολές Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά. Εκδ. Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2004.

51. Νέα γράμματα Ψυχάρη προς Νικόλαο Γ. Πολίτη [Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας] Θεσσαλονίκη 2004.

52. Ανιχνεύσεις. Μελετήματα και άρθρα. Χρονολόγιο του δημοτικισμού. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2004.

53. Αντιφώνηση κατά τη διάρκεια προς τιμήν του εκδηλώσεων στη Μήλο 2002 (δημοσ. στο : Αλκή. Τιμητικό αφιέρωμα στον καθηγητή Εμμανουήλ Γ. Κριαρά. Αθήνα 2004).
54. "Ανέκδοτα γράμματα του Ν. Καζαντζάκη" ("Μίτος", 25.1.2004).

55. "Οι αρχαϊσμοί στη δημοτική" ("Μίτος", 28.3.2004).

56. "Η δημιουργία των νεόπλαστων" ("Μίτος", 4.4.2004).

57. "Η χρήση των γλωσσικών τύπων" ("Μίτος", 10.4.2004).

58. "Το ύφος της γλώσσας" ("Μίτος", 18.4.2004).

59. "Οι δυσκολίες της ορθογραφίας" ("Μίτος", 25.4.2004).

60. "Κρίσεις για τον Ψυχάρη" ("Πολίτης" (ένθετο), τχ. 3, Ιούλιος 2004, 18 - 9).

61. "Το νόημα του τίτλου 'Το Ταξίδι μου' και άλλα σχετικά με το βιβλίο" ("Θαλλώ", καλοκαίρι 2004, τεύχος 15.

62. "Ο Χριστόφορος Χρηστίδης, απολογητής του Ψυχάρη στην εκατονταετηρίδα του" ("Θαλλώ", καλοκαίρι 2004, τεύχος 15).

63. "Δημοτικισμός και αντίδραση στα 1925-1926. Ο Ψυχάρης στην Ελλάδα" ("Η Λέξη", τεύχ. 181, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2004, σ. 522-535).

64. "Βιώματα από την πορεία της μελέτης των γραμμάτων μας και την πνευματική πορεία του Κ.Θ. Δημαρά" ("Νέα Εστία", έτος 78ο , Τόμος 156, τεύχος 1770, Σεπτ. 2004, σ.193-202).

65. "Ευαγγελικά" ("Αγγελιοφόρος", 19.9.2004).

66. Χαιρετισμός ("Σύγκριση / Comparaison" 15, 42-4).

67. Για την αύξηση των αρχαίων ("Μακεδονία", 7.11.2004).
68. "Γύρω από την εκλογή του Ψυχάρη στην Ecole des Langues (1904)" ("Φιλόλογος", τόμος 28, φθινόπωρο 2004, τεύχ. 117).

69. "Δημοτικιστικές πρωτοβουλίες στο περιοδικό 'Αθηνά'" ("Εντευκτήριο", τόμ. 17, τεύχ. 67, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2004, σ. 57 - 61).

70. "Να διδαχθούν [τα αρχαία] ως ξένη γλώσσα" ("Τα Νέα", 4.11.2004).

71. "Ομιλία στον τάφο του Ψυχάρη (9.7.04)" ("Αιολικά Γράμματα", χρόνος 34ος, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2004, τεύχος 210, σ. 52 - 53).

72. "Δημοσθένης Δανιηλίδης. Κοινωνιολόγος, δημοτικιστής, μονοτονιστής" ("Φιλόλογος", τόμος ΚΗ΄, χειμώνας 2004, τεύχ. 118, σ. 551-562).

73. "Νέο ταξίδι του Ψυχάρη στην Ελλάδα (1893). Η διάλεξη στον 'Παρνασσό'" ("Θέματα Λογοτεχνίας", τεύχ. 27, 2004, σ. 47 - 60).

2005
74. Ερευνητικά. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005.

75. "Δύο συγγενικές (ιδεολογικές και ανθρώπινες) φυσιογνωμίες: Ο Malherbe και ο Ψυχάρης)" στο: Ο Ψυχάρης και η εποχή του. Ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού. Πρακτικά ΙΑ΄ Επιστημονικής συνάντησης του τομέα ΜΝΕΣ του τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ Επιμέλεια : Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Θεσσαλονίκη 2005, 15-26.

76. "Ένας δάσκαλός μου.... ποιητής (Μιχάλης Αλεξανδρόπουλος)" ("Πανδώρα", 8ος χρόνος, 11.2004-5.2005, σ. 1-3).

77. "Ο Γιάννης Παππάς για τον Φώτη Φωτιάδη" ("Καθημερινή", 8.2.2005).

78. "Ο ενταφιασμός του Ψυχάρη στη Χίο (1932)" ("Μικροφιλολογικά", τεύχ. 17, άνοιξη 2005, σ. 3-8).

79. "Διάσταση του Ψυχάρη με μαθητή του (τον Αδαμάντιο Αδαμαντίου)" ("Θαλλώ", τεύχ. 16, Χανιά, καλοκαίρι 2005, 11-4).

80. "Ο Γ. Θεοτοκάς για τον Ψυχάρη και το δημοτικισμό" ("Πόρφυρας" 116, Ιούλ. - Σεπτ. 2005, 199-218).

81. "Η θρησκευτική κρίση του Δημήτρη Πάλλα και η αλληλογραφία του με τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη Κριαρά" ("Θέματα Λογοτεχνίας", Σεπτ.-Δεκ. 2005, 163-207).

82. "Πάλι για το μονοτονικό;" ("Μακεδονία της Κυριακής", 23.10.2005).

83. "Μανόλης Τριανταφυλλίδης" ("Ελιμειακά", έτος 24, τχ.55, Δεκ. 2005, 121-31).

2006
84. Επιστολές Γεωργίου Ράλλη προς Εμμανουήλ Κριαρά. Εισαγωγικός πρόλογος, σχόλια και ευρετήρια. Εκδόσεις της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Αθήνα 2006.

85. "Η προσωπική βιβλιοθήκη του Εμμανουήλ Κριαρά" στο ένθετο "Sunday" του "Αγγελιοφόρου", σ. 45, 2.4.2006.

86. "Η ώρα των αρχαίων είναι στο Λύκειο" ("Τα Νέα", 21.4.2006).

87. "Ο προοδευτικός Αχιλλέας Τζάρτζανος" (στο: Πρακτικά Η΄ Πανελλήνιου συνεδρίου "Παγγλωσία" - Αφιέρωμα στον Αχιλλέα Τζάρτζανο. Συντονισμός - επιμέλεια : Χρ. Τσολάκης. Κώδικας. Θεσσαλονίκη 2006, σ. 79-81).

88. Ομιλία του κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών ("Φιλόλογος" 123, Ιανουάρ. - Μάρτ. 2006, 75-81).
89. "Η φυσιογνωμία του Ιωάννη Συκουτρή (1901-1937) και η ανάγκη ολοκληρωμένης μελέτης της" ("Μικροφιλολογικά", τεύχ. 20, φθινόπωρο 2006).

90. "Βιβλιοπαρουσίαση: Ε. Κοτζιά, Ιδέες και αισθητική" ("Φιλόλογος" 126, Οκτ.-Δεκ. 2006, 629-633).

91. "Γράμματα του Γ. Αλισανδράτου" ("Η Φωνή των Βολιμιατών", Σεπτ. - Οκτ. 2006, 4-5).

92. "Ο Ψυχάρης στα Επτάνησα (1914)" ("Αναζητήσεις", τεύχ. 10, Ρέθυμνο, Νοέμβριος 2006, 7-10).
2007
93. "Για τη γλώσσα και συναφή" ("Αιολικά Γράμματα", χρ. 37ος, τ. 223, Ιαν.-Φεβρ. 2007).

94. Αλληλογραφία. Επιστολές λογίων του 20ού αιώνα. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2007.

95. "Διαχωρισμός και χαρακτηρισμός λογοτεχνικών περιόδων" ("Νέα Εστία", τχ. 1799, Απρ. 2007, 657-660).

96. "Η 'μαγεία' της λέξης στον Καζαντζάκη (μαρτύρια επιστολών)" ("Φιλόλογος", τεύχ. 128, Απρ.-Ιούν. 2007, 207-209).

97. "Γράμματα του Andre Mirambel στον Εμμανουήλ Κριαρά (με σχόλια και ευρετήριο)" ("Φιλόλογος", τεύχ. 128, Απρ.-Ιούν. 2007, 279-318).
Διεύθυνση: Αγγελάκη 1
546 21 Θεσσαλονίκη


Βιβλία:
Τίτλος:
Απόσπασμα: Απόσπασμα από το ευρύτερο μελέτημα του Ε. Κριαρά : "Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917", που δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα στον Ευάγγελο Παπανούτσο (1980), σ. 489-524. Ανατυπώθηκε στο: Ε. Κριαράς, Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία του δημοτικισμού, Καστανιώτης 1986, σ. 111-54.
Το απόσπασμα αναφέρεται στην ιδεολογική συνειδητοποίηση και τις πρώτες δραστηριότητες του Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Από παιδί τον συγκινούσαν τα παραμύθια που άκουγε από τη μητέρα του, καμιά φορά γερμανικά παραμύθια, τα γαλλικά που διάβαζε μόνος του και τα ελληνικά που άκουγε από το υπηρετικό περιβάλλον του σπιτιού του. Και δε φαίνεται επομένως περίεργο που παρακινεί την Πηνελόπη Δέλτα να στραφεί προς "τους δημοτικούς μας θησαυρούς". Δοσμένοι σε μορφή καλλιτεχνική οι λαϊκοί αυτοί θησαυροί μας, κατά την άποψη των νέων αυτών δημοτικιστών, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα ελληνόπουλα να προσγειωθούν στη γύρω τους πραγματικότητα, να τους καλλιεργήσουν και να τους ανυψώσουν το γλωσσικό τους αισθητήριο και ακόμη το γλωσσικό τους όργανο. Ο Δελμούζος μάλιστα συνοδεύει το γράμμα του προς τη Δέλτα με εκθέσεις μαθητριών του από το Σχολείο του Βόλου για να την παρακινήσει εντονότερα προς τη σύσταση που της είχε κάμει ο Τριανταφυλλίδης. Σχετικό με το θέμα είναι και γράμμα της Δέλτα προς το Δελμούζο. Σε άλλο γράμμα της ανάμεσα σε άλλα μας πληροφορεί ότι ο Τριανταφυλλίδης τής συνιστούσε γράφοντας να τηρεί τους κανόνες της δημοτικής, απόλυτους κανόνες• "και το εννοείτε και σεις, καθόσο μπορώ να κρίνω από μερικά σας γράμματα που είδα, του γράφει, όπου προτείνετε να μένουν δύο τύποι όταν ο ένας μονάχος καταντά πολύ αποκρουστικός".
Χαρακτηριστικό της διαφωτιστικής τακτικής που από νέος ακολουθούσε ο Τριανταφυλλίδης είναι το ότι για αρκετόν καιρό (1910 και 1911) ωθεί με συμβουλευτικά του γράμματα τη Δέλτα γράφοντας τα βιβλία της να ακολουθεί τους γραμματικούς κανόνες που πρέπει. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το ότι ο Δελμούζος σε γράμμα του της συνιστά να έβλεπε πρώτος το νέο βιβλίο της ο Τριανταφυλλίδης. Γιατί εκείνος είναι ο "ειδικότερος απ' όλους μας για τον κανονισμό προπάντων των λεπτομερειών". Είναι βέβαιο ότι ο Τριανταφυλλίδης σε ζητήματα γλωσσικής διατύπωσης και ορθογραφίας θεωρείται κιόλας αρμόδιος να συμβουλέψει και να κατευθύνει.
Με φανερή αισιοδοξία για την πρόοδο του έθνους αντικρίζει ο Τριανταφυλλίδης το κίνημα του Γουδί στα 1909. "Τρικυμισμένη η εθνική ψυχή, γράφει, συνενώνεται και αναζητεί το δρόμο της ζωής και περιμένει τους νέους ανθρώπους και τις νέες ιδέες". Τα πολιτικά νέα που του έρχονται από την Αθήνα στη Λουκέρνη τον Αύγουστο του 1909 δεν του είναι καθόλου δυσάρεστα. Όμως λίγους μήνες αργότερα (Δεκέμβριο) τον λυπεί το γεγονός ότι από την Επανάσταση λείπει ένας "αρχηγός". Το Ζορμπά δεν τον θεωρεί κατάλληλο. Όμως με την παρουσία του Βενιζέλου στην πολιτική κονίστρα αισιοδοξεί περισσότερο και γράφει στη Δέλτα: "Σαν κάποιο φως τώρα να σαλεύει μες στο σκοτάδι, κι ανοίγονται δρόμοι καινούργιας ζωής. Θα είναι άραγε, διερωτάται, ο Βενιζέλος ο άνθρωπος;" Οπωσδήποτε ο Τριανταφυλλίδης σε γράμμα του προς τη Δέλτα γράφει τα εξής χαρακτηριστικά για τις τότε ιδέες του: "Ο Σκληρός δε με φοβίζει. Εννοείται ότι πριν γίνει τίποτε θα κοιτάξω να τον γνωρίσω και να μιλήσω μαζί του, αλλά για την ώρα βλέπω αυτόν και τις ιδέες του διαφορετικά από σας, ελπίζω δε ότι και αντικειμενικότερα". Σωστά πάντως έκανε την πρόβλεψη ότι το ζήτημα θα εξελιχθεί σε πολιτικό, όταν βέβαια ωριμάσει. "Σ' αυτά, προσθέτει, και οι άλλοι μας έχομε την ίδια γνώμη, πριν απ' όλους ο Βλαστός". Την ίδια άποψη υποστήριζε και σε άλλη ευκαιρία τον Αύγουστο του 1910. Και δεν μπορούσε παρά να γίνει το ζήτημα πολιτικό• και την ανακίνησή του στο πολιτικό πεδίο την επιχείρησε πολιτικό κόμμα (το κόμμα των φιλελευθέ¬ρων) και τη ματαίωση της προώθησής του πάλι πολιτικά κόμματα την πραγματοποίησαν μετά την ήττα του Βενιζέλου στα 1920.
Η εικόνα με την οποία μας αυτοπαρουσιάζεται ο Τριανταφυλλίδης αυτά τα χρόνια είναι η εικόνα ενός νέου αρκετά ριζοσπαστικότερου από ό,τι μας προβάλλει στα ωριμότερα χρόνια του. Γράφει στις 7 Δεκεμβρίου 1909 στην Πηνελόπη Δέλτα απαντώντας πιθανώς σε αντιρρήσεις της σχετικά με τις ιδέες του Γεώργιου Σκληρού, που πριν λίγα χρόνια είχε δημοσιεύσει το "Κοινωνικόν μας Ζήτημα". Ο Σκληρός, όπως είπαμε, το δημοτικισμό τον έβλεπε συνυφασμένο με το γενικότερο κοινωνικό πρόβλημα. Παράλληλα στο ίδιο γράμμα δείχνεται ευχαριστημένος που ιδέες σαν τις δικές του για την ανόρθωση της παιδείας του λαού γεννιούνται "και σ' άλλα κεφάλια", κατά την έκφρασή του. Χαίρεται και για την όμορφη ιδέα ενός λαϊκού πα¬νεπιστημίου στην Ελλάδα. Όλες αυτές τις ιδέες τις βρίσκει σε κάποιο σχε¬δίασμα που του είχε έρθει από τη Λιψία (ήταν καρπός μιας ομάδας που είχε εκεί συγκροτηθεί, με την πρωτοβουλία του Δημήτρη Γληνού. Είχε αυτός από το 1908 γνωριστεί στην Ιένα με το Γεώργιο Σκληρό και αυτός τον είχε καθοδηγήσει σε κοινωνιολογικές μελέτες).
Ο Τριανταφυλλίδης, την εποχή αυτή της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής μετά το κίνημα του Γουδί, το ξέρει πως πολλοί συζητούν στην Αθήνα το θέμα το γλωσσικό (αυτός βρίσκεται στη Ζυρίχη και γράφει στη Δέλτα), όμως βλέπει πως "δε βρίσκεται κανένας αρχηγός, καμιά "ψυχή" που να κολλήσουν όλοι απάνω της... Φταίει άραγε, συνεχίζει, η μικρότης του έθνους μας, που βγάζει μόνο παραψυχές και παραπληρωματικούς;... Ας βρίσκονταν "ένας" άνθρωπος!". Η πραγματικότητα είναι ότι τελικά δε βρέθηκε ο ένας, βρέθηκαν όμως οι τρεις• κι ήταν αυτοί ο ίδιος, ο Δελμούζος και ο Γληνός, που έπραξαν και πραγματοποίησαν όσα οι συνθήκες τους επιτρέψανε.
Πάντως αρκετά διαφωτιστικό για τις κοινωνικές απόψεις του Τριανταφυλλίδη την εποχή αυτή είναι ένα γράμμα του, πολύ σημαντικό, νομίζω, γραμμένο από το Βερολίνο τον Αύγουστο του 1910 και σταλμένο στην Πηνελόπη Δέλτα. Διαδηλώνει σ' αυτό ο Τριανταφυλλίδης την πίστη του στις ιδέες του Σκληρού, χωρίς όμως κατά περίεργο τρόπο να τις θεωρεί σοσιαλιστικές. Ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο του γράμματος; Μαθαίνομε απ' αυτό ότι ο Τριανταφυλλίδης είχε συζητήσει με το Γληνό για το βιβλίο της Δέλτα "Για την Πατρίδα". Ο Γληνός έβρισκε ότι ένα βιβλίο για σημερινά ελληνόπουλα δεν πρέπει να καλλιεργεί τέτοιες ιδέες, αφού ανήκουν κι αυτές "στα ψεύτικα ιδανικά της σημερινής κοινωνίας", όπως γράφεται στο γράμμα του Τριανταφυλλίδη. Είχε πρόσφατα δημοσιεύσει ο Σκληρός άρθρο στο "Νουμά" (= Το ζήτημα της Ανατολής, στα φύλλα 4.10, 18.10, 25.10 έως 1.11.1909), και παραπέμπει ο Τριανταφυλλίδης τη Δέλτα στο άρθρο αυτό για να καταλάβει καλύτερα την αντίρρηση του Γληνού - και βέβαια και τη δική του. Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα ακολουθούν (στο γράμμα) που τα καταγράφω αυτούσια: "Μου είχε κάμει μεγάλη εντύπωση και επείστηκα πως είχε δίκιο (ενν. ο Σκληρός). Από τους δικούς μας, συνεχίζει ο Τριανταφυλλίδης, μόνο ίσως ο Δραγούμης θα έπαιρνε εντελώς την άποψή σας, μου φαίνεται όμως ότι κι αυτός και σεις θα δείτε καθαρότερα τα πράγματα, όταν σας ξεκαθαριστούν. Γλώσσα μας, προγονισμός, θέση μας προς τους αρχαίους, προς τους γείτονες, παρελθόν και μέλλον, για όλα έχομε στραβωμένα ιδανικά. Οι δημοτικιστές πρώτοι αναγνώρισαν και συμφώνησαν στην πιο απτή ψευτιά, όχι όμως και στις άλλες. Ενώ όλες είναι εξίσου σπουδαίες κι όλες θα λυθούν απάνω κάτω μαζί. Αυτές είναι οι νέες αρχές που θα πρέπει να φέρει το "νέο κόμμα", όταν αρχίσει η "κοινωνική επανάσταση". Αλλά τότε όλοι θα τις τρομάξουν. Όλα αυτά τα είδε καθαρά ο Σκληρός". Ως κατακλείδα σημειώνει (αναπάντεχα): "Εννοείται ότι δεν έχουν να κάμουν τίποτε με το σοσιαλισμό". Να φοβόταν άραγε ο Τριανταφυλλίδης τη λέξη "σοσιαλισμός", όπως πολλοί τη φοβούνται στην εποχή του; Βέβαια το συμπέρασμα από το άρθρο του Σκληρού ήταν απλώς: παμβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον του τουρκικού όγκου για να περιορίσει τον τουρκικό σοβινισμό των Νεοτούρκων και να μπορέσουν να περιφρουρήσουν τα εθνικά τους δικαιώματα οι λαοί της Βαλκανικής (και την ένωση αυτή την επιδίωξε και την πραγματοποίησε η πολιτική του Ελ. Βενιζέλου). Όμως η λογική των επιχειρημάτων του Σκληρού στο άρθρο του στηρίζονταν σε μια σοσιαλιστική αντιμετώπιση των πολιτικών και των κοινωνικών φαινομένων. (Πάντως ο Τριανταφυλλίδης δεν είχε πάρει μέρος στη συζήτηση τη σχετική με το δημοτικισμό και το κοινωνικό ζήτημα που συζητήθηκε από τις στήλες του "Νουμά" στα χρόνια 1907-1909) .
Ο Σκληρός και οι απόψεις του εξακολουθούν να απασχολούν τον Τριανταφυλλίδη και το 1911. Αυτό βγαίνει και από γράμμα της Δέλτα προς το Δελμούζο. Της είχε γράψει ο Τριανταφυλλίδης να κάμει λόγο στον Πετροκόκκινο για το Σκληρό. Την ίδια περίπου εποχή (12.10.1910) γράφοντας στη Δέλτα ο Τριανταφυλλίδης τής λέει: "Όσο για το άλλο είναι πικρό, μα αλήθεια. Κανονικά ο πλούσιος που 'χει ασφαλισμένη οικονομικά τη ζωή του, θα 'χει ψυχολογία συντηρητική και δύσκολα θα ζεσταθεί, μάλιστα αφού περάσουν της νιότης τα χρόνια, για ιδανικά". Όμως ο Τριανταφυλλίδης ποτέ ίσως δεν προσέγγισε πραγματικά τις σοσιαλιστικές ιδέες στο ουσιαστικότερό τους νόημα. Γι' αυτό γράφει: "ο δημοτικισμός κι ο σοσιαλισμός, από φύση κι εξαρχής ξεχωριστά πράματα, δεν μπορούν να έχουν άμεση σχέση".
Την εποχή αυτή ο Τριανταφυλλίδης εύχεται και προσπαθεί να διαφωτιστούν τα πρόσωπα, εκείνα που θα ανέβουν αύριο στο θρόνο. Η Δέλτα τού έχει γράψει ότι η πριγκίπισσα Σοφία "έχει πεποίθηση στους δημοτικιστές". Ο Τριανταφυλλίδης εύχεται και συνιστά σε γράμμα του προς τη Δέλτα "να γνωρίσει η αυριανή βασίλισσα σιγά σιγά το δημοτικισμό για να μπει στο νόημα της Ιδέας". Ανάλογη είναι η προσπάθεια του Τριανταφυλλίδη και για το διάδοχο Κωνσταντίνο. Πρέπει και αυτός να ενημερωθεί ότι υπάρχουν νέοι στους οποίους μπορεί να στηριχτεί, "αν δείξει τη θέληση να κάμει κάτι". Αυτά γράφει στη Δέλτα στις 15.1.1910: "Το σχολείο του Δελμούζου είναι ήδη γνωστό και σε λίγους βουλευτές που καταλαβαίνουν. Καλό είναι να ξέρει (ενν. ο διάδοχος) και τι είναι και τι έκαμε ως τώρα ο Δραγούμης και να διαβάσει εκείνα που έγραψε".
Έχομε, νομίζω, φτάσει στην εποχή που ο Τριανταφυλλίδης έχει πια εντελώς ξεκαθαρισμένες τις ιδέες του πάνω στο γλωσσικό ζήτημα κι ακόμη πάνω στην τακτική που θα ακολουθήσει για την προώθησή του. Δεν είναι ψυχαρικός δημοτικιστής. Ακούγοντας τη φωνή της πραγματικότητας έκαμε το συμβιβασμό του. Αυτός είναι ο ενδεδειγμένος - το πιστεύει και ο ίδιος - να δώσει κωδικοποιημένους τους κανόνες της γλώσσας μας. Η οικονομική του κατάσταση τον βοήθησε να σπουδάσει με άνεση στην Ευρώπη, να τα¬ξιδέψει όσο του χρειαζόταν για να ενημερωθεί στην εκπαίδευση και τα εκ¬παιδευτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην εποχή του ορισμένες ευ¬ρωπαϊκές χώρες. Είχε την τύχη να βρει την εύθετη στιγμή συνεργάτες εμφορούμενους από ιδέες που ταυτίζονταν σχεδόν με τις δικές του στους τομείς που και αυτόν και εκείνους ενδιέφεραν, κυρίως το Δελμούζο και το Γληνό, και να ξεκινήσει μαζί τους το μεγάλο έργο για την ανόρθωση της καταποντισμένης ελληνικής παιδείας. Με κοινή των τριών προσπάθεια και με τη συνεργασία άλλων ομοϊδεατών στους χώρους της εκπαίδευσης και εκείνων που θα μπορούσαν να την υπηρετήσουν επιχειρήθηκε έργο ιστορικό μέσα στην παιδεία του έθνους. Αν το έργο που οραματίστηκαν και που ζήτησαν μιαν εύθετη στιγμή να πραγματώσουν δεν μπόρεσε να έχει μονιμότερα αποτελέσματα, το σφάλμα δεν πρέπει να καταλογιστεί σ' εκείνους. Έπραξαν ό,τι στέκονταν στο χέρι τους. Οι όλες συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσε ο ελληνικός λαός στάθηκαν βασικό εμπόδιο στην ολοκλήρωση του έργου που επιχείρησαν με την ίδρυση του "Εκπαιδευτικού Ομίλου" και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917.

Νεοελληνική λογοτεχνία


Με τον όρο Νεοελληνική λογοτεχνία αναφερόμαστε στην λογοτεχνία του νέου ελληνισμού. Οι περισσότεροι μελετητές ανάγουν τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ήδη στα βυζαντινά χρόνια, στα πρώτα γραπτά κείμενα σε δημώδη γλώσσα που εμφανίζονται κατά τον 11ο αι. περίπου. Κριτήριο της διάκρισης αυτής δεν είναι μόνο η γλώσσα των κειμένων, αλλά και το γεγονός ότι σε αρκετά από αυτά τα λογοτεχνικά έργα εμφανίζονται στοιχεία που επιβιώνουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής παραγωγής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Γι' αυτόν τον λόγο, και παρά τις ποικίλες απόψεις σχετικά με το θέμα των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας[1], τα σχετικά εγχειρίδια ξεκινούν την εξέταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.


Η νεοελληνική λογοτεχνία ώς το 1453

Το πρώτο γραπτό μνημείο σε δημώδη γλώσσα, το οποίο θεωρείται γενικά ότι σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι το έμμετρο μυθιστόρημα γνωστό ως «Έπος του Διγενή Ακρίτα», του 11ου αι. Από τον επόμενο αιώνα (12ο), έχουμε μια σειρά σατιρικών και ηθικοδιδακτικών ποιημάτων. Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που απευθύνονται στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β' Κομνηνό και Μανουήλ Κομνηνό, εξιστορούν με σατιρικό τρόπο τα βάσανα του ποιητή από την ανυπόφορη γυναίκα του και την φτώχεια που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους των γραμμάτων και σατιρίζουν τον κλήρο. Αντίθετα, ηθικοδιδακτικό στόχο έχουν τα ποιήματα Στίχοι γραμματικοί του Μιχαήλ Γλυκά και Ο Σπανέας.



Τα κυριότερα έργα της περιόδου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) είναι δύο έμμετρα χρονικά, το Χρονικόν του Μορέως (14ος αι.) και το Χρονικό των Τόκκων (15ος αι.), πέντε έμμετρα ερωτικά μυθιστορήματα που παλαιότερα ονομάζονταν «Βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα» (Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Φλώριος και Πλαντζιαφλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα) και έμμετρες διασκευές αρχαίων μύθων, συχνά από δυτικά πρότυπα (Ο Πόλεμος της Τρωάδος, Αλέξανδρος ο Βασιλεύς, Διήγησις πολυπαθούς Απολλωνίου του Τύρου, Αχιλληίς), καθώς και έμμετρες διηγήσεις με πρωταγωνιστές ζώα (Ο Φυσιολόγος, Ο Πουλολόγος, Ο Πωρικολόγος, Συναξάριον του τετιμημένου γαϊδάρου). Παράλληλα εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα καλλιέργειας της δημοτικής γλώσσας στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, στις οποίες τους επόμενους αιώνες θα παρουσιαστεί άνθηση του νεοελληνικού λόγου. Στην Κύπρο τον 14ο αι. μεταφράστηκαν στην κυπριακή διάλεκτο τα γαλλικά νομοθετικά κείμενα Ασσίζες και τον 15ο γράφτηκε το Χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά και η Χρονογραφία του Γεωργίου Βουστρωνίου. Στην Κρήτη τα πρώτα λογοτεχνικά έργα είναι τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη και του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα που έζησαν και έγραψαν στο δεύτερο μισό του 14ου αι.




Η λογοτεχνία ώς την απελευθέρωση (1453-1821)



Θρήνοι για την άλωση

Το σημαντικό γεγονός της άλωσης της κατάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1453 δεν άφησε ανεπηρέαστη την λογοτεχνία: κάποια από τα πρώτα κείμενα που εμφανίστηκαν ήταν ανώνυμα ή επώνυμα στιχουργικά κείμενα αναφερόμενα στην άλωση, τα οποία είναι γνωστά ως Θρήνοι. Το πιο γνωστό από αυτά τα κείμενα είναι το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης. Άλλα παρόμοια κείμενα είναι τα Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως, Θρήνος των τεσσάρων Πατριαρχείων, Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως.





Οι Φραγκοκρατούμενες περιοχές

Η μεγαλύτερη λογοτεχνική άνθηση της περιόδου όμως προήλθε από τις περιοχές που τελούσαν υπό φράγκικη κυριαρχία και ώς ένα βαθμό οφείλεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ελληνικής και της δυτικής κουλτούρας. Τα αξιολογότερα λογοτεχνικά δείγματα της περιόδου προέρχονται από την Κύπρο, την Ρόδο, την Κρήτη και τα Επτάνησα.





Ρόδος, Επτάνησα και Κύπρος

Από την Ρόδο προέρχεται μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων του 15ου αιώνα που είναι γνωστή με τον τίτλο Καταλόγια ή Ερωτοπαίγνια και ένα έμμετρο χρονικό με τίτλο Το θανατικό της Ρόδου, του Εμμανουήλ Λιμενίτη, που αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Ρόδο το 1498-1499. Από τα Επτάνησα σώζονται τα στιχουργήματα του Κερκυραίου Ιάκωβου Τριβώλη Ιστορία του Ταγιαπιέρα (τυπώθηκε το 1528) και Ιστορία του ρε της Σκότζιας με την ρήγισσα της Εγγλιτέρας (τυπώθηκε το 1543) και του Ζακυνθηνού Μάρκου Δεφαράνα Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν (1543) και Ιστορία της Σωσάννης (1569). Στην Κύπρο είχε αναπτυχθεί αξιόλογη πνευματική κίνηση μέχρι την άλωση από τους Τούρκους το 1571. Από τα μέσα του 16ου αι. προέρχεται μία συλλογή ερωτικών ποιημάτων, γνωστή με τον τίτλο Κυπριακά ερωτικά ποιήματα. Περιέχει 156 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, επηρεασμένα από την ιταλική ποίηση της Αναγέννησης και κυρίως από τον Πετράρχη. Σε αυτήν την συλλογή βρίσκονται τα πρώτα ελληνικά σονέτα.



Εξώφυλλο της Ερωφίλης

Κρήτη

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε τα κύρια άρθρα Κρητική λογοτεχνία της βενετοκρατίας, Βιτσέντζος Κορνάρος και Γεώργιος Χορτάτσης.

Η λογοτεχνική παραγωγή στην βενετοκρατούμενη Κρήτη διακρίνεται σε δύο περιόδους: την περίοδο της προετοιμασίας (ώς το 1590 περίπου) και την περίοδο της ακμής (1590-1669). Τα ποιήματα της πρώτης περιόδου έχουν περιεχόμενο σατιρικό, ηθικοδιδακτικό, ιστορικό και σπανιότερα ερωτικό. Από την περίοδο αυτή περισσότερο γνωστά είναι τα ποιήματα Απόκοπος του Μπεργαδή, η Κοσμογέννησις του Γεώργιου Χούμνου, τα ανώνυμα Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία, Ο κάτης και οι ποντικοί, το Ερωτικόν ενύπνιον του Μαρίνου Φαλιέρου, το ανώνυμο Ριμάδα κόρης και νιού, η Συμφορά της Κρήτης του Μανόλη Σκλάβου.



Κατά την δεύτερη περίοδο σημειώνεται η μεγάλη άνθηση κυρίως του θεάτρου και η καλλιέργεια του κρητικού ιδιώματος που εξυψώνεται σε άρτια επεξεργασμένη λογοτεχνική γλώσσα. Ο σημαντικότερος συγγραφέας θεατρικών έργων είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης, συγγραφέας του πιο διαδεδομένου θεατρικού έργου της εποχής, της Ερωφίλης, αλλά και της κωμωδίας Κατζούρμπος (ενδεχομένως και του Στάθη) και του ποιμενικού δράματος Πανώρια. Άλλα θεατρικά έργα είναι η Θυσία του Αβραάμ (πιθανότα του Κορνάρου), ο Φορτουνάτος και ο Ζήνων. Από την ίδια περίοδο προέρχεται και το έμμετρο μυθιστόρημα Ερωτόκριτος του Κορνάρου καθώς και το ειδύλλιο Η Βοσκοπούλα.


<===---+---===>



Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της Τουρκοκρατίας



Η πνευματική κίνηση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και στην Διασπορά ώς τον 17ο αι.

Εκτός από τις φραγκοκρατούμενες περιοχές, καθαρά λογοτεχνική παραγωγή δεν εμφανίστηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όμως στις ελληνικές κοινότητες της διασποράς (κυρίως της Βενετίας και στους κύκλους του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται πνευματική κίνηση και να γίνονται προσπάθειες καλλιέργειας της ομιλουμένης γλώσσας, με στόχο την επικοινωνία με τον λαό. Αξιομνημόνευτος από αυτήν την άποψη είναι ο Νικόλαος Σοφιανός, Κερκυραίος λόγιος που έζησε τον 16αι. στην Βενετία και έγραψε γραμματική της νέας ελληνικής γλώσσας, η οποία όμως δεν δημοσιεύτηκε τότε. Η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε κείμενα θρησκευτικά, ομιλίες ή διασκευές θρησκευτικών κειμένων, όπως Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη του Ιωαννίκιου Καρτάνου (1536), ο Θησαυρός του Δαμασκηνού Στουδίτη (1561 περίπου), ένα από τα αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα που είχε πολλές επανεκδόσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Διδαχές του Αλέξιου Ραρτούρου (1560), ομιλίες και μεταφράσεις κειμένων του Μελέτιου Πηγά, Πατριάρχη Αλεξανδρείας (1549-1601) και του Μάξιμου Μαργούνιου (1530-1602).





Ηλίας Μηνιάτης, ο μεγαλύτερος ρήτορας της Τουρκοκρατίας



Η πνευματική κίνηση στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τον 17ο αι.

Η οικονομική και πνευματική κατάσταση στις υπόδουλες περιοχές κατά τον 17ο αι. παρουσίαζε σταδιακή άνοδο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ο λεγόμενος «θρησκευτικός ουμανισμός», δηλαδή οι προσπάθειες της εκκλησίας να οργανώσει συστηματικά την εκπαίδευση, αλλά και η άνθηση του εμπορίου και η διευκόλυνση των μετακινήσεων που καθιστούσε ευκολότερη την επαφή μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς, του Φαναρίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πρωτεργάτης του θρησκευτικού ουμανισμού ήταν ο Κύριλλος Λούκαρις, πατριάρχης Αλεξανδρείας και Κωνσταντινούπολης. Ο Λούκαρις ίδρυσε τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη και οργάνωσε την Πατριαρχική σχολή. Κατά την διάρκεια του 17ου αι. συνεχίστηκε η συγγραφή θρησκευτικών κειμένων σε λαϊκή γλώσσα, όπως η Αμαρτωλών σωτηρία του Αγάπιου Λάνδου και αφηγήσεις θαυμάτων και Βίων Αγίων από τους Ιωάννη Μορεζήνο και του Νεόφυτο Ροδινό. Τα πιο αξιόλογα όμως δείγματα καλλιέργειας της λαϊκής γλώσσας προέρχονται από τον Φραγκίσκο Σκούφο (1644-1697), συγγραφέα εγχειριδίου ρητορικής με εξαιρετικά παραδείγματα σε απλή γλώσσα και τον Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), τον μεγαλύτερο ρήτορα της περιόδου. Οι Διδαχές του Μηνιάτη είναι κείμενα σε δημοτική γλώσσα με περίτεχνα επεξεργασμένο ύφος σύμφωνα με τους κανόνες του λογοτεχνικού μπαρόκ.



Η λογοτεχνία μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού



Μετά την άλωση της Κρήτης το 1669 οι μόνες πνευματικές εστίες που απέμειναν ήταν τα Επτάνησα, ο ελληνισμός της Διασποράς και το Φανάρι, αλλά παράλληλα υπήρξε σταδιακή οικονομική και πνευματική άνθηση και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο 18ος αι. συχνά χαρακτηρίζεται ως «αντιποιητικός», επειδή τα λογοτεχνικά έργα της εποχής δεν φτάνουν στο ύψος της κρητικής λογοτεχνίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα λογοτεχνικά δείγματα.



Στα Επτάνησα παρατηρείται πνευματική κίνηση και μικρή άνθηση του θεάτρου, στην οποία συνετέλεσε και το γεγονός ότι πολλοί Κρήτες κατέφυγαν εκεί μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς. Βέβαια θεατρικά δείγματα υπήρχαν στα επτάνησα και πριν από το 1669, για παράδειγμα η Ευγένα του ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε που τυπώθηκε το 1646 και η μετάφραση του Pastor Fido (Ο Πιστός Βοσκός) από τον επίσης Ζακυνθινό Μιχαήλ Σουμμάκη, το 1658. Στις αρχές του 18ου αι. ο σημαντικότερος επτανήσιος ποιητής ήταν ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης που έγραψε δύο θεατρικά έργα, την Ιφιγένεια (1720) και τον Θυέστη (1721) καθώς και το ποίημα Κλαυθμός Πελοποννήσου, ενώ πιθανολογείται επίσης ότι δικό του έργο είναι και το στιχούργημα Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηραίου που τυπώθηκε ανώνυμα το 1749 στην Βενετία. Η κρητική επίδραση είναι φανερή σε όλα αυτά τα έργα· εξάλλου το κρητικό θέατρο επιβίωνε και σε παραστάσεις έργων, γνωστές ως Ομιλίες.



Ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά γεγονότα των αρχών του 18ου αι. είναι η έκδοση της ποιητικής συλλογής Άνθη Ευλαβείας, από έλληνες σπουδαστές του Φλαγγινιανού εκπαιδευτηρίου της Βενετίας, το 1708. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποια σονέτα που περιέχονται στην συλλογή. Πνευματική κίνηση υπήρχε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, στους κύκλους του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, όπου έγιναν απόπειρες διαμόρφωσης μιας ποιητικής που χρησιμοποιούσε το ιδίωμα των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο στιχουργήματα των μέσων του 18ου αι., η Στοιχειομαχία του Ιωάννη Ρίζου Μανέ (1746), που περιγράφει την πάλη των φυσικών στοιχείων και η Βοσπορομαχία (1752) του Momars, Γάλλου που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιγράφει τον ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ακτών του Βοσπόρου. Στο αστικό περιβάλλον του Φαναρίου και των Ελλήνων της διασποράς (κυρίως παραδουνάβιες ηγεμονίες) διαμορφώθηκε και η συνήθεια σύνταξης στιχουργημάτων ερωτικού περιεχομένου κυρίως που κυκλοφορούσαν σε ανώνυμες συλλογές, γνωστές ώς «μισμαγιές». Από τον κύκλο των Φαναριωτών προέρχεται και ένα πεζό έργο που χαρακτηρίζεται συχνά ως η πρώτη απόπειρα σύνταξης μυθιστορήματος: είναι το Φιλοθέου Πάρεργα που γράφτηκε το 1718 από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, αλλά τυπώθηκε το 1800.



Στην ηπερωτική Ελλάδα κυριαρχεί τον 18ο αι. η μορφή του Καισάριου Δαπόντε, πολυγραφότατου ποιητή και μοναχού που έγραψε πολλές χιλιάδες στίχους με περιεχόμενο αυτοβιογραφικό, ηθικοδιδακτικό και θρησκευτικό.



Η εποχή του Διαφωτισμού

Το τελευταίο τέταρο του 18ου αι. χαρακτηρίζεται από την εμφάνιστη του νεοελληνικού διαφωτισμού. Οι κυριότερες πνευματικές κατευθύνσεις της περιόδου είναι η συζήτηση για το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της παιδείας του έθνους, καθώς και η προετοιμασία της επανάστασης και της επακόλουθης πολιτικής και πνευματικής αναγέννησης.





Η ποίηση ώς την Επανάσταση: Φαναριώτες, «πρόδρομοι» και Επτανήσιοι

Στα τέλη του 18ου αι. παρατηρείται μια μερική άνθηση του ποιητικού λόγου με δύο πόλους: από τη μία ποιητές που ανήκουν στο κλίμα των φαναριωτών και από την άλλη οι επτανήσιοι ποιητες που χαρακτηρίζονται ως προσολωμικοί. Κεντρικές προσωπικότητες όμως είναι οι λεγόμενοι «πρόδρομοι», ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ρήγας Φεραίος και ο Ιωάννης Βηλαράς.



Στο κλίμα των Φαναριωτών κινούνται ποιητές όπως ο Διονύσιος Φωτεινός (1777-1821), με γνωστότερο έργο του μία μεταγραφή του Ερωτόκριτου σύμφωνα με τις γλωσσικές και αισθητικές αντιλήψεις των φαναριωτών, ο Μιχαήλ Περδικάρης (1766-1828), που έγραψε την σκληρή σάτιρα Ερμήλος ή Διμοκριθηράκλειτος (1817), στην οποία ελέγχει αυστηρά τόσο τους κληρικούς όσο και τους αστούς υποστηρικτές των νέων ιδεών, και ο Γεώργιος Σακελλάριος (1765 -1838), που αξίζει να μνημονεύεται γιατί είναι από τους εισηγητές του προρομαντισμού στην Ελλάδα.



Ως «πρόδρομοι» χαρακτηρίζονται οι Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ρήγας Φεραίος και Ιωάννης Βηλαράς για τον προδρομικό ρόλο τους στην διάδοση της παιδείας, την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας και την επίδρασή τους σε μεταγενέστερους λογοτέχνες. Εμπνευσμένοι από τις ιδέες του διαφωτισμού είχαν στόχο τον φωτισμό του γένους και με πλούσιο πρωτότυπο και μεταφραστικό έργο στην δημοτική γλώσσα επιδιώξαν την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού. Ο Ρήγας μετέφρασε λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα και μετέφρασε ελεύθερα κάποια διηγήματα του Γάλλου Rétif de la Bretonne στο έργο του Σχολείον των ντελικάτων εραστών, στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά φαναριώτικά ποιήματα. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος εξέδωσε το 1811 την συλλογή ποιημάτων Λυρικά, με ερωτικό, αρκαδικό και βακχικό περιεχόμενο, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο νέος Ανακρέων». Λυρικά ποιήματα πιο κοντά στην δημοτική γλώσσα καθώς και σατιρικά έγραψε και ο Ιωάννης Βηλαράς, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Βηλαράς αξίζει βέβαια να μνημονεύεται και για την μαχητική υπεράσπιση της δημοτικής και για τις πρωτοποριακές ιδέες του, όπως αυτή της καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας, τις οποίες υποστήριξε στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα (1815).



Στα τέλη του 18ου αι. παρατηρείται ακμή της ποίησης στην Ζάκυνθο και οι ποιητές της περιόδου χαρακτηρίζονται προσολωμικοί επειδή θεωρείται ότι με το έργο τους διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική ανάπτυξη και την μελλοντική εμφάνιση και διαμόρφωση της επτανησιακής σχολής. Η ποίηση αυτή είναι κυρίως πατριωτική και σατιρική. Τα σημαντικότερα έργα είναι οι Θούριοι του Αντώνιου Μαρτελάου και του Νικόλαου Κούρτσολα και οι σάτιρες του Αντώνιου Κατήφορου και του Νικόλαου Κουτούζη.



Η νεότερη ελληνική λογοτεχνία (1821 έως σήμερα)



Ρομαντικά χρόνια (1820-1880)



Το μεγάλο γεγονός της Επανάστασης του 1821 επηρέασε σημαντικά την λογοτεχνία των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μέσα στην δεκαετία του 1820 γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα με θέμα την Επανάσταση από δύο Επτανήσιους ποιητές, τον Σολωμό (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823) και τον Κάλβο (Λύρα, 1824, Λυρικά, 1826). Η Επανάσταση αποτελούσε βασικό θέμα και στα ποιήματα των Αθηναίων ποιητών καθώς και σε αρκετά πεζογραφικά έργα των πρώτων χρόνων της περιόδου, ενώ το ρεύμα που καθόρισε την φυσιογνωμία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ώς το 1880 ήταν ο ρομαντισμός, που επηρέασε το έργο τόσο των Αθηναίων όσο και των Επτανησίων ποιητών. Παρόλο που παραδοσιακά χώρος ανάπτυξης του ρομαντισμού εθεωρείτο η Αθηναϊκή ποίηση των ετών 1830-1880, σήμερα αναγνωρίζονται ρομαντικά στοιχεία και στην Επτανησιακή ποίηση[2], αν και ο ρομαντισμός εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές στην Αθήνα και τα Επτάνησα. Στην Α' Αθηναϊκή Σχολή επίδραση άσκησε κυρίως ο γαλλικός ρομαντισμός (Λαμαρτίνος) αλλά και ο Λόρδος Βύρων, ενώ οι Επτανήσιοι επηρεάστηκαν κυρίως από τον ιταλικό και τον γερμανικό ρομαντισμό. Στους κύκλους των Επτανησίων ποιητών εμφανίζονται μάλιστα κάποια χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού όπως η εξιδανίκευση της τέχνης ή το ενδιαφέρον για την λαϊκή γλώσσα και τον λαϊκό πολιτισμό, που δεν παρατηρούνται στην ποίηση των Αθηναίων ποιητών. Οι Αθηναίοι ποιητές έκαναν συχνά κατάχρηση ρομαντικών θεμάτων όπως η μελαγχολική διάθεση με αποτέλεσμα η ποίησή τους να παρακμάσει, ιδίως την τελευταία δεκαετία (1870-1880). Γι' αυτόν τον λόγο ο ρομαντισμός στην Ελλάδα ταυτίστηκε, στην συνείδηση πολλών κριτικών, με τις υπερβολές και την παρακμή της Α' Αθηναϊκής σχολής, ενώ παράλληλα η αντίδραση κατά του ρομαντισμού που είχε ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του 1860 κυρίως μέσω των Ποιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και η ροπή προς αρχαϊκότερη γλώσσα, δημιούργησε ένα κράμα στοιχείων κλασικιστικών και ρομαντικών.





Η ποίηση σε Αθήνα και Επτάνησα

Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε τα κύρια άρθρα Επτανησιακή σχολή (λογοτεχνία) και Α' Αθηναϊκή Σχολή.

Τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση η ποίηση αναπτύχθηκε σε δύο πόλους, τα Επτάνησα και την Αθήνα. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο ποιητικών «σχολών» ήταν η χρήση της γλώσσας: οι σπουδαιότεροι Επτανήσιοι ποιητές έγραψαν στην δημοτική (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός ποιητών που έγραφαν σε καθαρεύουσα γλώσσα), ενώ στην Αθήνα η γλώσσα της ποίησης γινόταν όλο και πιο αρχαΐζουσα, υπό την επίδραση των μεγαλοϊδεατικών τάσεων και της επιθυμίας να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων· η καθαρεύουσα επιβαλλόταν εξάλλου και από τους Ποιητικούς διαγωνισμούς.



Ορόσημο για την εμφάνιση του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής είναι το 1831, έτος δημοσίευσης των ποιημάτων Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Τα χρόνια ώς το 1850 ονομάζονται «τα χρόνια της εξόρμησης»[3]. Είναι η περίοδος στην οποία οι ποιητές προσπαθούν να διαμορφώσουν την φυσιογνωμία τους· η Επανάσταση είναι το βασικό γεγονός που τροφοδοτεί την ποίηση, οι λογοτέχνες αναζητούν εκφραστικούς τρόπους και χρησιμοποιούν ακόμα και την δημοτική (ή μία μορφή που την προσεγγίζει) και την καθαρεύουσα. Τα χρόνια 1850-1870 είναι τα χρόνια της ακμής. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι (Α. Σούτσος, Π. Σούτσος, Ραγκαβής) έχουν φτάσει στην ωριμότητα, ενώ εμφανίζονται και νεότεροι (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Σπυρίδων Βασιλειάδης). Τα χρόνια αυτά σηματοδοτούνται από την κυριαρχία των Ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την στροφή προς τον αρχαϊσμό, ενώ γίνονται όλο και πιο έντονα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Αθηναϊκού ρομαντισμού (ατημέλητη μορφή, υπερβολική μελαγχολία, στόμφος και ρητορισμός) τα οποία φτάνουν σε ακραίες μορφές (ακυρολεξία, θανατολαγνεία) κατά την τελευταία περίοδο, της παρακμής (1870-1880), όταν έχουν πεθάνει οι κυριότεροι εκπρόσωποι, έχουν παρακμάσει οι Ποιητικοί διαγωνισμοί και κυριαρχεί η μορφή του Αχιλλέα Παράσχου. Μέσα στην δεκαετία αυτή όμως εμφανίζονται και κάποιοι ποιητές που προαναγγέλουν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, όπως ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αριστομένης Προβελλέγγιος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.



Στα Επτάνησα η ποίηση ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις υπό την επίδραση κυρίως της μακρόχρονης επαφής με την ιταλική παιδεία. Οι Επτανήσιοι ποιητές μπορούν, σχηματικά, να διακριθούν σε δύο ομάδες: τους «σολωμικούς ποιητές», που προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον δρόμο του Διονύσιου Σολωμού, γράφοντας ποιήματα σε δημοτική γλώσσα με τον 15σύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού ή σύντομες φόρμες της ιταλικής στιχουργίας, και τους ποιητές που ακολούθησαν προσωπικές επιλογές, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, με την ιδιότυπη και μοναδικές στιχουργικές και γλωσσικές επιλογές του, ο Ανδρέας Λασκαράτος που συνέχισε την μακρά σατιρική παράδοση των Επτανήσων και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που έχει κοινά στοιχεία τόσο με τους Επτανήσιους ποιητές (δημοτική γλώσσα) όσο και με τους αθηναίους ρομαντικούς (ρητορεία και στόμφος).



Η πεζογραφία

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε το άρθρο Πεζογραφία 1830-1880

Η πεζογραφία μέχρι το 1880 καλλιεργήθηκε κυρίως στην Αθήνα και σε άλλα πνευματικά κέντρα όπως η Σύρος ή η Κωνσταντινούπολη, όχι όμως και στα Επτάνησα (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς του Λασκαράτου και η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου). Τα χρόνια αυτά είναι τα χρόνια της διαμόρφωσης του νεοελληνικού μυθιστορήματος και τα έργα παρουσιάζουν ποικιλία στην μορφή και το περιεχόμενο. Τα κυρίαρχα θέματα είναι περιπετειώδεις ερωτικές ιστορίες ή ιστορικά γεγονότα από την Επανάσταση ή παλιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά είναι εμφανής κάποιες φορές και η σατιρική ή η κριτική διάθεση. Η γλώσσα των κειμένων είναι η καθαρεύουσα με αρκετές διαβαθμίσεις από απλούστερες μορφές έως ακραία αρχαΐζουσα γλώσσα, ενώ παρατηρείται κάποιες φορές και προσπάθεια απόδοσης του προφορικού λόγου και των ιδιωματισμών. Το πιο διάσημο σήμερα έργο της περιόδου είναι η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη· άλλα έργα που ξεχώρισαν είναι ο Αυθέντης του Μορέως του Ραγκαβή, ο Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι του Χαρίλαου Δημόπουλου και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, ενώ μυθιστορήματα που ήταν δημοφιλή τότε, όπως η Ορφανή της Χίου και η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως ξεχάστηκαν μετά το 1880.





1880-1930

Η χρονολογία 1880 σηματοδοτεί μία σημαντική στροφή τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Νέα ευρωπαϊκά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός, είναι πλέον πηγές έμπνευσης των λογοτεχνών, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας οδηγεί σε θεματική ανανέωση των λογοτεχνικών έργων. Παράλληλα η δημοτική καθιερώνεται στην ποίηση πρώτα και αργότερα και στην πεζογραφία. Η χρονιά 1930 είναι επίσης οριακή, αφού τότε εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα του μοντερνισμού στην ποίηση και την πεζογραφία. Το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1880-1930 χαρακτηρίζεται από πλούσια παραγωγή ποιητικών και πεζών έργων, την εμφάνιση πολλών και σημαντικών λογοτεχνών και την κυριαρχία ποικίλων τάσεων.





Η ποίηση
Για περισσότερες πληροφορίες δείτε το άρθρο Νέα Αθηναϊκή Σχολή
Το 1880 εκδίδονται δύο ποιητικές συλλογές που σηματοδοτούν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής: οι Στίχοι του Νίκου Καμπά και οι Ιστοί Αράχνης του Γεώργιου Δροσίνη. Η τεχνοτροπική αλλαγή και η απομάκρυνση από τον αθηναϊκό ρομαντισμό είναι εμφανής: η γλώσσα των ποιημάτων είναι δημοτική, τα θέματα είναι οικεία, καθημερινά, και οι τόνοι χαμηλοί. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής όμως είναι ο Κωστής Παλαμάς, που κυριάρχησε στην νεοελληνική πνευματική ζωή για τις επόμενες δεκαετίες. Το ποιητικό του έργο είναι πλούσιο και ποικίλο: εμπνέεται από θέματα καθημερινά, από την εσωτερική ζωή, από ιστορικά γεγονότα ή από την επικαιρότητα, γράφει είτε σύντομα ποιήματα είτε μεγαλύτερες, επικολυρικές συνθέσεις (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά), φροντίζοντας πάντα για την μορφική αρτιότητα του στίχου και εμπνεόμενος από την νεοελληνική ποιητική παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Από τους πρώτους ποιητές της Γενιά του 1880, μόνο ο Παλαμάς παρουσίασε σημαντική εξέλιξη στην ποιητική του, ενώ σύντομα εμφανίστηκαν νεότεροι ποιητές που συνέχισαν την ανανέωση ακολουθώντας τα ρεύματα του παρνασσισμού (τα σονέτα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Λορέντζου Μαβίλη και του Ιωάννη Γρυπάρη) και του συμβολισμού (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Λάμπρος Πορφύρας) ή δικούς τους εκφραστικούς δρόμους (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κώστας Κρυστάλλης).



Τα χρόνια γύρω στα 1910, όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε τις κεντρικές ποιητικές συνθέσεις του, τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και την Φλογέρα του Βασιλιά, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έφτανε στην ωριμότητά του ο Κ.Π.Καβάφης, ο οποίος όμως έγινε ευρύτερα γνωστός στην Αθήνα μετά το 1920, κυρίως εξαιτίας της ιδιότυπης, για την ποιητική παράδοση της εποχής, γραφής του, με την καθαρεύουσα γλώσσα και τον σχεδόν πεζολογικό τόνο. Τα ίδια χρόνια όμως εμφανίστηκαν και νεότεροι ποιητές που ακολούθησαν προσωπικούς δρόμους και διαφοροποιήθηκαν από την ποίηση του Παλαμά. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Άγγελος Σικελιανός με το εκτενές ποίημα «Αλαφροΐσκιωτος» το 1909, το οποίο ακολούθησαν πολλά εκτενή ή συντομότερα ποιήματα με χαρακτηριστικό τους τον πληθωρικό λυρισμό αλλά και την μερική αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Συνομήλικος του Σικελιανού ήταν ο Κώστας Βάρναλης ο οποίος έδωσε τα χαρακτηριστικότερα έργα του, στα οποία εκφράζονται οι αριστερές ιδεολογικές του πεποιθήσεις, μετά το 1920. Παράλληλα όμως, τα χρόνια του μεσοπολέμου έκανε την εμφάνισή της και μια ομάδα ποιητών που είχαν γεννηθεί περίπου στα 1890, οι οποίοι εξέφρασαν την απογοήτευση από την Μικρασιατική καταστροφή και την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας» με μία ποίηση η οποία χαρακτηρίστηκε νεορομαντική ή νεοσυμβολιστική, με κύριο χαρακτηριστικό την απογοήτευση και την έλλειψη ιδανικών. Ο σημαντικότερος εκφραστής αυτών των αναζητήσεων ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης.



Η πεζογραφία

<===---+---===>

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε το άρθρο Πεζογραφία 1880-1930

Μετά το 1880 σημειώνεται αλλαγή στην θεματολογία και στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού από τους πεζογράφους. Ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσαν τα ρομαντικά-ερωτικά ή τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς μετά το 1880 καλλιέργησαν κυρίως το διήγημα και στράφηκαν σε θέματα από την καθημερινή ζωή της επαρχίας αρχικά και αργότερα των μεγαλουπόλεων. Η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο ηθογραφία, που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής μιας κοινότητας.



Χρονολογία-σταθμός θεωρείται το έτος 1883, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, Το αμάρτημα της μητρός μου, ενώ ένα μήνα αργότερα προκηρύχθηκε από το ίδιο περιοδικό διαγωνισμός για συγγραφή διηγήματος. Η προκήρυξη παρότρυνε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν θέματα από την παραδοσιακή ζωή του λαού ή την ελληνική ιστορία και, παρόλο που τα διηγήματα που γράφτηκαν με αφορμή των διαγωνισμό δεν ήταν όλα επιτυχημένα, ή αρκετά από αυτά δεν ήταν τόσο διηγήματα όσο συλλογή λαογραφικού υλικού, η συγκεκριμένη θεματολογία επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες, με δύο γενικές κατευθύνσεις στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος: αφ’ ενός την ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή απεικόνιση του αγροτικού τρόπου ζωής, με συχνή την πληθώρα λαογραφικών στοιχείων (όπως τα έργα των Γ. Δροσίνη, Κ. Κρυστάλλη κ.α.) και αφ’ ετέρου τις ποικιλότερες προοπτικές, όπως η ψυχογραφία (Γ. Βιζυηνός) ή ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας). Αυτοί οι τρεις συγγραφείς θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της κατεύθυνσης. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι έμειναν πιστοί στην καθαρεύουσα, ενώ ο Καρκαβίτσας στράφηκε γρήγορα προς την δημοτική, για την χρήση της οποίας στην πεζογραφία άνοιγαν νέοι ορίζοντες με Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη και την σημαντικότερη απόπειρα του Παλαμά να γράψει πεζό κείμενο, το διήγημά του Θάνατος Παλληκαριού.



Γύρω στα 1900 παρουσιάζεται μία νέα στροφή στην θεματική, αυτήν την φορά προς αστικά περιβάλλοντα. Ένας από τους πρωτεργάτες της «αστικής πεζογραφίας» είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που αναπαριστά στα μυθιστορήματά του το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και της Ζακύνθου. Παράλληλα αρχίζουν να γράφονται έργα με εντονότερες κοινωνικές προοπτικές, που τοποθετούνται σε αστικά περιβάλλονται όχι μόνο της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων, όπως τα έργα των Κώστα Χατζόπουλου και Κων/νου Θεοτόκη. Την δεκαετία του 1920, ενώ οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς (Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Θεοτόκης κ.α.) έχουν πεθάνει, εμφανίζονται κάποιοι πεζογράφοι που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως εκπρόσωποι της γενιάς του '30, οι οποίοι είτε εμπνέονται από τις πρόσφατες εμπειρίες του Α' Παγκοσμίου πολέμου και της μικρασιατικής καταστροφής (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης), είτε ακολουθούν άλλους δρόμους, όπως ο Φώτης Κόντογλου με την«εξωτική» ιστορία Pedro Cazaz και ο Θράσος Καστανάκης με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του.



Η Γενιά του ’30 και η λογοτεχνία μέχρι το τέλος του εμφυλίου

Τα χρόνια γύρω στο 1930 είναι τα χρόνια εμφάνισης μοντερνιστικών τάσεων στην ποίηση και την πεζογραφία, γι’ αυτό και οι συγγραφείς που πρωτοδημοσίευσαν έργα με ανανεωτική διάθεση εκείνη την περίοδο ή και λίγο νωρίτερα, εντάσσονται στην λεγόμενη «Γενιά του ’30». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής ανανέωσης είναι η καθιέρωση του ελεύθερου στίχου και η εισαγωγή του υπερρεαλισμού, ενώ στην πεζογραφία καλλιεργείται ιδιαιτέρως το αστικό μυθιστόρημα και εμφανίζονται κάποιες μοντερνιστικές τάσεις όπως ο εσωτερικός μονόλογος.

Η ποίηση της Γενιάς του '30

Η ποιητική γενιά του ’30 συνδέεται με την πλήρη αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Δείγματα ελεύθερου στίχου πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στην δεκαετία του ’20, με τα ποιήματα του Τ.Κ. Παπατσώνη, ενώ γύρω στα τέλη της δεκαετίας και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 πύκνωσαν οι εκδόσεις ποιημάτων με ελεύθερο στίχο: το 1929 εκδόθηκαν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, το 1930 η συλλογή Στου γλυτωμού του χάζι του Θεόδορου Ντόρρου, το 1933 τα ποιήματα του Νικήτα Ράντου και το 1933 του Γιώργου Σαραντάρη. Αντίθετα ποιητές που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην «γενιά του ’30» με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ξεκίνησαν με παραδοσιακό, όπως ο Γιώργος Σεφέρης στις δύο πρώτες συλλογές του, Στροφή (1931) και Στέρνα (1932) και ο Γιάννης Ρίτσος στην συλλογή Τρακτέρ (1934) και τον Επιτάφιο (1936).



Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.





Η πεζογραφία της γενιάς του '30

Οι πεζογράφοι που εντάσσονται στην «Γενιά του '30» είναι σύνολο συγγραφέων με συχνά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με κοινό στόχο την ανανέωση της πεζογραφίας. Οι γενικές τάσεις που επικράτησαν μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: πεζογράφους με καταγωγή από την Μικρά Ασία,που εμφανίστηκαν ήδη από την δεκαετία του '20 και έμειναν πιο κοντά στην παράδοση, εμπνεόμενοι κυρίως από τον τόπο καταγωγής τους και οι οποίοι συχνά αποκαλούνται «Αιολική Σχολή» (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου και Στρατής Δούκας), τους πεζογράφους που ακολούθησαν κυρίως την τάση του αστικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης κ.α.) και τέλος πεζογράφους που εισήγαγαν μοντερνιστικές τάσεις όπως η παραβίαση των ρεαλιστικών συμβάσεων και νέες αφηγηματικές τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος. Αυτή η ομάδα συχνά ονομάζεται «Σχολή της Θεσσαλονίκης», επειδή οι κύριοι εκπρόσωποι (Στέλιος Ξεφλούδας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης κ.α.) έζησαν και έδρασαν στην Θεσσαλονίκη.



Μία αξιοσημείωτη τάση που παρατηρείται στην πεζογραφία της γενιάς του '30 μετά την δικτατορία του Μεταξά το 1936 είναι η στροφή πολλών συγγραφέων στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν, δηλαδή σε αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία (για παράδειγμα ο Λεωνής του Θεοτοκά) ή ιστορικά μυθιστορήματα (όπως η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη). Αυτή η στροφή ερμηνεύεται ως εθελοντική «λογοκρισία» των συγγραφέων απέναντι στο καθεστώς αλλά σχετίζεται και με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και την αξιοποίηση της παράδοσης.





Η λογοτεχνία κατά την διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου

Οι εμπειρίες του πολέμου επέδρασαν άμεσα στην λογοτεχνία της εποχής, και κυρίως στην ποίηση: σε πολλά ποιήματα που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της δεκετίας 1940 γίνονται αναφορές στο ιστορικό παρόν, είτε ευθέως, όπως στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη, είτε μεταφορικά, με αξιοποίηση της παράδοσης και του ιστορικού παρελθόντος (Ρωμιοσύνη του Ρίτσου) ή άλλων υπαινιγμών (Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου).



Στην πεζογραφία, αντιθέτως, η στροφή στο παρελθόν των συγγραφέων της γενιάς του '30 ερμηνεύτηκε αρνητικά ως απόπειρα φυγής. Δεν έλειψαν βέβαια και πεζά έργα εμπνευσμένα από τις εμπειρίες του πολέμου, όπως το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη ή το Μνήμα της γριάς του Άγγελου Βλάχου, η αξιοποίηση όμως των εμπειριών του πολέμου στην πεζογραφία έγινε εντονότερη στην επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, μέσα στην δεκαετία του 1940 δημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά αλλά και δύο έργα που θεωρούνται ότι άνοιξαν τον δρόμο σε τάσεις που επικράτησαν τις επόμενες δεκαετίες, τα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1946) και το Contre-temps της Μιμίκας Κρανάκη (1947).





Η μεταπολεμική λογοτεχνία



Μεταπολεμική ποίηση

Για τον χαρακτηρισμό της ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (αυτής δηλαδή που εμφανίστηκε κατά την δεκαετία του 1950 αλλά και νωρίτερα) έχουν προταθεί διάφορες. Η πιο ευδιάκριτη ομάδα ποιητών είναι αυτή που χαρακτηρίζεται ως «κοινωνική» ή «πολιτική» ποίηση, στην οποία ανήκουν ποιητές με αριστερές πεποιθήσεις, οι οποίοι υπέστησαν διώξεις για τις ιδέες τους, όπως οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος. Άλλοι ποιητές που ξεχώρισαν, χωρίς να είναι εύκολο να ενταχθούν σε κάποια συγκεκριμένη τάση, είναι οι Μίλτος Σαχτούρης, Τάκης Σινόπουλος, Νίκος Καρούζος. Η ποίηση των δύο πρώτων, που παρουσιάζει το κοινό στοιχείο των εφιαλτικών εικόνων, της δυσφορίας και της οδύνης, έχει κατά καιρούς συνδεθεί με εφαρμογή κάποιων αρχών του υπερρεαλισμού, η οποία αποδίδεται και στα έργα άλλων ποιητών, όπως ο Γιάννης Δάλλας, ο Δημήτρης Παπαδίτσας ή η Ελένη Βακαλό, ενώ ο Καρούζος συχνά χαρακτηρίζεται ως «θρησκευτικός» ή «φιλοσοφικός» ποιητής εξαιτίας της στενής σχέσης του έργου του με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση.





Μεταπολεμική πεζογραφία έως το 1967



Οι πρώτοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι αξιοποίησαν στα έργα τους τις εμπειρίες του πολέμου του '40, της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, σε έργα όπως η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η Πυραμίδα 67 του Ρένου Αποστολίδη και οι Ακυβέρνητες πολιτείες, του Στρατή Τσίρκα, έργο που ξεχωρίζει για την χρήση πολλών μοντέρνων αφηγηματικών τεχνικών. Ο άλλος σημαντικός θεματικός κύκλος από τον οποίον αντλούν οι πεζογράφοι είναι η καθημερινότητα και η ζωή στις πόλεις, με πιο γνωστούς εκπροσώπους τους Κώστα Ταχτσή, Γιώργο Ιωάννου, Μένη Κουμανταρέα, ενώ κάποιοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν με κριτική ματιά και σκεπτικισμό την σύγχρονη οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, όπως ο Σπύρος Πλασκοβίτης στο Φράγμα, ο Βασίλης Βασιλικός στην Τριλογία ή ο Αντώνης Σαμαράκης στο Λάθος. Πιο πρωτοποριακές τάσεις, με αξιοποίηση μοντερνιστικών τεχνικών και αμφισβήτηση των ρεαλιστικών συμβάσεων εμφανίζονται σε έργα του Νίκου Καχτίτση και του Γιώργου Χειμωνά.





Σημειώσεις


↑ Ενδεικτικά: Ε. Κριαράς, «Οι όροι "μεσαιωνικός" και "νεοελληνικός" στη γραμματολογία μας», Μεσαιωνικά μελετήματα. Γραμματεία και γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1988 και ανακοινώσεις των Γ. Π. Σαββίδη, Στ. Αλεξίου, Ε. Γ. Καψωμένου, M. Vitti και H. Eideneier στο «Αρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi», Βενετία 1993
↑ Γ. Βελουδής, «Ο Επτανησιακός, ο Αθηναϊκός και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός», Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα 1992
↑ Κ. Θ. Δημαράς, «Η ποίηση στον ΙΘ΄ αιώνα»,Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1994, σελ. 169



Πηγές
Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,Ίκαρος, Αθήνα 1975
Λ.Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978
M.Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003
Γ. Βελουδής, «Ο Επτανησιακός, ο Αθηναϊκός και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός», Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα 1992
R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996
Μ. Μερακλής, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1945-1970).Ι. Ποίηση, εκδ. Κωνσταντινίδης
Α. Αργυρίου, Η μεταπολεμική πεζογραφία: Από τον πόλεμο του '40 ώς τη δικτατορία του '67 (εισαγωγή), Σοκόλης, Αθήνα 1988-90


Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

"Ἡ συναυλία τῶν γυακίνθων" Ὀδυσσέας Ἐλύτης


– Ι –

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή καὶ μάζεψε τὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας αὐτῆς ποὺ ὀνειρεύεται γυμνό τὸ σῶμα της.
Ἔχει πολλοὺς ὁρίζοντες, πολλὲς πυξίδες, καὶ μιὰ μοῖρα ποὺ καίει ἀκούραστη κάθε φορά καὶ τὰ πενήντα δύο χαρτιά της.
Ὕστερα ξαναρχίζει μὲ κάτι ἄλλο – μὲ τὸ χέρι σου, ποὺ τοῦ δίνει μαργαριτάρια γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα πόθο, ἕνα νησίδιο ὕπνου.

Στάσου λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή κι ἀγκάλιασε τὴν πελώριαν ἄγκυρα ποὺ ἡγεμονεύει στοὺς βυθούς. Σὲ λίγο θὰ ’ναι στὰ σύννεφα.
Κι ἐσὺ δέ θὰ καταλαβαίνεις, μὰ θὰ κλαῖς, θὰ κλαῖς γιὰ νὰ σὲ φιλήσω, κι ὅταν πάω ν’ ἀνοίξω μιὰ σχισμή στὸ ψέμμα, ἕνα μικρό γαλανό φεγγίτη στὴ μέθη, θὰ μὲ δαγκάσεις.
Μικρή, ζηλιάρα της ψυχῆς μου σκιά, γεννήτρα μιᾶς μουσικῆς κάτω ἀπ’ τὸ σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι κοντά μου.



– ΙΙ –

Ἐδῶ – μέσα στὰ πρώιμα ψιθυρίσματα τῶν πόθων, ἔνιωσες γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ὀδυνηρή εὐτυχία τοῦ νὰ ζῇς!
Μεγάλα κι ἀμφίβολα πουλιά σχίζαν τὶς παρθενιές τῶν κόσμων σου.
Σ' ἕνα σεντόνι ἁπλωμένο ἔβλεπαν οἱ κύκνοι τὰ μελλοντικά τους ἄσματα κι ἀπὸ κάθε πτυχή τῆς νύχτας ξεκινοῦσαν τινάζοντας τὰ ὄνειρά τους μὲς στὰ νερά, ταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀγκαλιῶν ποὺ προσμέναν.
Μὰ τὰ βήματα ποὺ δέν ἔσβησαν τὰ δάση τους ἀλλὰ στάθηκαν στὴ γλαυκή κόχη τ' οὐρανοῦ καὶ τῶν ματιῶν σου τί γύρευαν;
Ποιὸ ἕναστρο ἁμάρτημα πλησίαζε τοὺς χτύπους τῆς ἀπελπισίας σου;
Μήτε ἡ λίμνη, μήτε ἡ εὐαισθησία της, μήτε τὸ εὔφλεκτο φάντασμα δυὸ συνεννοημένων χεριῶν, δέν ἀξιώθηκαν ποτέ ν' ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο ρόδινο ἀναστάτωμα.



– VΙΙ –

Συγκίνηση. Τὰ φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί καὶ ζώντας χωριστά πάνω στὶς λεῦκες ποὺ μοιράζουν ἄνεμο.
Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια σου εἶναι αὐτός ποὺ φυγαδεύει αὐτές τὶς θύμησες, αὐτὰ τὰ βότσαλα – τὶς χίμαιρες!
Ἡ ὥρα εἶναι ρευστή κι ἐσὺ στυλώνεσαι πάνω της ἀκάνθινη. Συλλογίζομαι αὐτοὺς ποὺ δὲ δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά.
Ποὺ ἀγαποῦν τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα, ποὺ σὰ μεσουρανήσει ὁ ὕπνος ἄγρυπνοι μελετοῦνε τ’ ἀνοιχτὰ τους χέρια.

Καὶ θέλω νὰ κλείσω τοὺς κύκλους ποὺ ἄνοιξαν τὰ δικά σου δάχτυλα, νὰ ἐφαρμόσω ἐπάνω τοὺς τὸν οὐρανό γιὰ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ποτὲ ὁ στερνός τους λόγος ἄλλος.

Μίλησέ μου∙ ἀλλὰ μίλησέ μου γιὰ δάκρυα.




– Χ –

Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς κερασιές τὰ δυσεύρετα χείλη σου. Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα στὶς φυτικές αἰῶρες τ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα.
Μιὰ φορά μέσα στ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα τὰ τραγούδια ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται. Μέσα σ’ αὐτά ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται τὰ ζεστά μυστικά τοῦ κόσμου. Τὰ μυστικά τοῦ κόσμου.


– ΧΙΙΙ –

Πές μου τὴ νεφελόπαρτη ὥρα ποὺ σὲ κυρίεψε ὅταν ἡ βροντὴ προηγήθηκε τῆς καρδιᾶς μου.
Πές μου τὸ χέρι ποὺ προχώρησε τὸ δικό μου χέρι μέσα στὴν ξενιτιά τῆς θλίψης σου. Πές μου τὸ διάστημα καὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι – τὸ παρείσαχτο κυμάτισμα ἑνὸς τρυφεροῦ ἰδιωτικοῦ Σεπτέμβρη.

Καὶ σκόρπισε τὴν ἴριδα, στεφάνωσέ με!

– ΧX –


Τόσο φῶς ποὺ κι ἡ γυμνή γραμμή ἀπαθανατίστηκε. Τὸ νερὸ σφάλισε τοὺς ὅρμους.
Τὸ μονάκριβο δέντρο ἰχνογράφησε τὸ διάστημα.
Τώρα δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ ὤ! σμιλεμένη ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν ἀνέμων καὶ ν’ ἀντικαταστήσεις τὸ ἄγαλμα.
Δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ καὶ νὰ γυρίσεις τὰ μάτια σου πρὸς τὸ πέλαγος ποὺ πιά δὲ θὰ ’ναι ἄλλο ἀπὸ τ’ὁλοζώντανο τὸ ἀδιάκοπο τὸ αἰώνιο ψιθύρισμά σου.

Δὲ μένει παρὰ νὰ τελειώσεις στοὺς ὁρίζοντες.

Οδυσσέας Ελύτης, Οι κλεψύδρες του Αγνώστου





Ακούστε εδώ

ζ΄

Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός
Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος
Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται
γράφοντας τ’ αρχικά της στο        σκοτάδι
Απλωμένο σ’ άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων
προνομιούχο       

Πιο κοντά στην κλειδαριά
Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει
σ’ άλλη ζωή       
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις
των ηρώων του (άστρο εχέμυθο)       
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται
ώς τα χρώματα του θυρεού της λήθης       
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει
μια φτυαριά ουρανού        καθάριου.

Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο
προσκάλεσμά σου       
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις
πιο γνώριμες κραξιές των γλάρων       
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι
με χρωστάει στο φως       
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη

Κρεμασμένος απ’ τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε
τα νύχτια παρελθόντα       
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς
που επίστεψαν στα δέντρα       
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει
τη μέρα       
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της
ηδονή ανεξάντλητη       
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Μανιφέστο πολιτισμού!

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ

Είμαστε μια νέα πρόταση στον χώρο του πολιτισμού. Ορίζουμε τη θέση μας με βάση τη διαφθορά και την κατάπτωση που υπέστη ο πολιτισμός από αλεξιπτωτιστές και άρπαγες από δοκησίσοφους και κάθε είδους παράγοντα εξευτελισμού της έννοιας πολιτισμός.
Είμαστε εναντίον στην νεωτερικότητα που υποθάλπει το έγκλημα κατά του πολιτισμού με όχημα την πολυπολιτισμικότητα και ποικιλομορφία. Δεν είμαστε εναντίον των ανθρώπων ούτε των εθνοτήτων. Είμαστε εναντίον της στυγνής εκμετάλλευσης της συλλογικής ταυτότητας από ατομικότητες ή συλλογικότητες που απαιτούν να οικοιοποιηθούν την βιωμένη ταυτότητα ή ετερότητα, καρπό αιώνων και αυθόρμητων ζυμώσεων. 
Είμαστε εναντίον της κατάργησης της έννοιας υψηλή κουλτούρα σε αντιδιαστολή με την μαζική κουλτούρα την οποία περιθάλπουν τα ΜΜΕ. 
Είμαστε υπέρ του λογοτεχνικού κανόνα που αποτελεί όργανο μάθησης και καλλιέργειας και εναντίον του τεχνητού λογοτεχνικού κανόνα μέσα στον οποίο συμφύρονται είδη ιδεολογικοπολιτικά και αποπροσανατολιστικά του όρου πολιτισμός.
Είμαστε υπέρ μιας κοινωνίας κοινωνικών ισοτήτων και ευκαιριών ανέλιξης ανάλογα με τις δυνατότητες αφομοίωσης των πολιτισμικών φαινομένων στα οποία δικαιούται να μετέχει ο πολίτης.
Είμαστε εναντίον της ελευθεριότητας της τέχνης υπό την έννοια της έκφρασης μέσα από συμμετοχή σε εικαστικά δρώμενα που στοχεύουν στην παραποίηση των αισθητικών αρχών οι οποίες είναι έμφυτες στο ανθρώπινο είδος.
Είμαστε οι φορείς και δικαιούχοι της προστασίας του πολιτισμού για τον οποίο δεχόμαστε την συνυπευθυνότητα και ως εκ τούτου το δικαίωμα και την υποχρέωση να παρέμβουμε σε ασχήμειες και αλλοιώσεις.

Υ.Γ. Τα παραπάνω συντάχθηκαν αυθόρμητα και υπογράφονται από την Νότα Χρυσίνα, υπεύθυνη γιατην σύνταξη του μανιφέστου. Όποιος επιθυμεί υπογράφει με σχόλιο κάτω από την ανάρτηση


                                                                                            Νότα Χρυσίνα
                                                                                           πολιτισμολόγος-μεταφράστρια



Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

«Ο Απατηλός Γέρος» - Στρατής Τσίρκας


Ο Στρατής Τσίρκας (δεξιά) με τον Κώστα Βάρναλη (κέντρο) και τον κριτικό Μ. Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά).

ΑΠΟ ΤΑ 1911 ΩΣ ΤΑ 1933
«Θα ήταν, φαντάζουμαι, σε στιγμές μεγάλης ποιητικής ευαισθησίας και συγκινημένου θαυμασμού, όταν ο κ. Γ. Σεφέρης όρισε το αλεξαντρινό στοιχείο στον Καβάφη παρομοιάζοντάς τον με τον απατηλό γέρο της αλεξαντρινής θάλασσας, τον Πρωτέα, που ολοένα ξέφευγε αλλάζοντας μορφές. «Γι' αυτό», πρόσθετε αμέσως, «πρέπει να φυλαγόμαστε, με πολλή περίσκεψη, όχι μόνο από τη δική μας ροπή να παρασυρθούμε στα πράγματα που μας αρέσουν, αλλά και από το να παίρνουμε πάντα τοις μετρητοίς την επιφανειακή σημασία των λόγων ή των διαλεκτικών τεχνασμάτων του Καβάφη» (1). Θα σκανδαλιστούν ίσως μερικοί αν βεβαιώσω πως σ' όλη την έκταση της εργασίας αυτής προσπάθησα να συμμορφώνουμαι τόσο με τη δεύτερη -αυτό δα φαίνεται και χωρίς να το πω- όσο προπαντός με την πρώτη σύσταση του στοχαστικού ποιητή της «Κίχλης». Αλλού όμως ήθελα να καταλήξω. Πόσο βαθειά θα κολακευόταν ο Καβάφης αν άκουγε να τον παρομοιάζουν με τον Πρωτέα... Αυτό είχε φτάσει να αισθάνεται για τον εαυτό του προς το τέλος της ζωής του. Όταν στα 1930 μου έλεγε -κι εδώ νομίζω πως μπορώ να επικαλεστώ μια προσωπική μου μαρτυρία, αφού υπάρχει καταγραμμένη χρόνια τώρα από τον κ. Μαλάνο (2): «Είμαι κι εγώ Ελληνικός», μέσα στη σκέψη του δουλεύονταν οι στίχοι που θα γράψει τον επόμενο χρόνο:
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
...........................................
........................... βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.

   «Στα 200 π.Χ.» (1931)
Ο Καβάφης και πριν και μετά τα 1910 εκφράζει την εποχή του, κοιταγμένη μέσα από το πρίσμα ενός τομέα της: του παροικιακού ελληνισμού. Το σύμπλεγμα Πρωτέας-ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόταν μ' αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του (3). Η βιοθεωρία όμως τούτη δεν είναι μόνο δική του. Την υιοθέτησε με τον καιρό από την «περιρρέουσαν ατμοσφαίραν». Να ένα δείγμα:
« ... τον νεώτερον Έλληνα του εσωτερικού της Αιγύπτου και ιδία της Σαρκίας, τον αυταπάρνητον και φιλόδοξον συνάμα, τον ριψοκίνδυνον και πρακτικώτατον, τον συντηρητικόν και προοδευτικώτατον, τον προς πάσαν περίστασιν προσανατολιζόμενον, τον πολυσύνθετον και εύκαμπτον, τον κατωρθούντα να αφομοιωθή μετά του φελλάχου ούτως ώστε να είναι «αδελφωμένοι στο κρασί και σύντροφοι στο βόλι». Πας τις θα έλεγε ότι ανεβίωσεν ο θαλάσσιος εκείνος θεός Πρωτεύς ο παρά την Αίγυπτον διατρίβων και δυνάμενος να μεταβάλληται εις ό,τι ήθελε, και αγιάζων πάντα τα μέσα επ' αγαθώ του σκοπού.» (4)
Η ηρωική αδιαλλαξία, το περήφανο Όχι στο συμβιβασμό και στον καιροσκοπισμό, που εξαίρονται με το «Θερμοπύλες», οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Η ζωή, η πραγματική ζωή, συνέχιζε τη ροή της, σέρνοντας λάσπες και διαμάντια, σμίγοντας το καινούριο με το παλιό, παντρεύοντας το ναι με το όχι, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, γεννώντας νέες ελπίδες, νέους πόθους αλλά και νέες αγωνίες, νέα πάθη. Στο «Θερμοπύλες» ο φυλετισμός εκφραζόταν μ' ένα ηθικό κανόνα στωικό κι απελπισμένο, δηλαδή αριστοκρατικό. Έτσι καθρεφτιζόταν η πραγματικότητα μέσα στη συνείδηση ενός πρωτοκλασάτου που τον πολιορκούσε η παρακμή. Στο «200 π.Χ.» ο κανόνας του φυλετισμού του έχει αλλάξει. Συνοψίζεται στις λέξεις «των στοχαστικών προσαρμογών». Είναι το καθρέφτισμα της νέας πραγματικότητας στη συνείδηση του «ιστορικού», όπως την παρουσιάζουν τα πορίσματα μιας πείρας αποχτημένης στο σούρουπο του βίου του. Πιστεύει μάλιστα πως η νέα οπτική του ίσως είναι ανώτερη από την παλιά. Ο θαυμαστής, τώρα, του Ανατόλ Φρανς, ο σκεπτικιστής και σκωπτικός, σ' αυτό ίσα-ίσα, το «Στα 200 π.Χ.» θα θυμηθεί τις αγωνίες του παλιού Καβάφη, τους τριακόσιους του Λεωνίδα, τις Θερμοπύλες:

.......... Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας.........
Μα...
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Μετά την επανάσταση του Γουδιού και κάτω από την αιγίδα των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου της Αγγλίας, οι σχέσεις του παροικιακού αστισμού με την αστική τάξη της Ελλάδας, που ανέβαινε ακράτητη, γίνονται πολύ στενές. Οι ανταλλαγές δεν περιορίζονται στον οικονομικό τομέα, αγκαλιάζουν τον πνευματικό, τον πολιτικό. Στα 1911 ο Εμ. Μπενάκης, που είχε γίνει πρόεδρος της Κοινότητας μετά το θάνατο του Κ. Μ. Σαλβάγου, εκλέγεται βουλευτής κι ο Βενιζέλος τον κάνει υπουργό της Γεωργίας και του Εμπορίου. Παραιτείται από την Κοινότητα και φεύγει για να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα· θα γίνει για έναν καιρό και δήμαρχός της. Στο διάστημα της προεδρείας του, οι κληρονόμοι του Σαλβάγου με δαπάνη τους ιδρύσανε την Επαγγελματική Σχολή εις μνήμη του πατέρα τους... Σε λίγα χρόνια όμως θα μετατραπεί σε Εμπορική, γιατί το αγγλικό κεφάλαιο χρειάζεται γραμματικούς κι αποθηκάριους για το βαμπάκι, όχι τεχνίτες μιας βιομηχανίας που δεν μπαίνει στα σχέδιά του να την αναπτύξει. Ο ίδιος ο Μπενάκης μ' έξοδά του ιδρύει για την Κοινότητα Ορφανοτροφείο και Οικονομικό Συσσίτιο. Κι άλλοι ευεργέτες, όπως ο Γ. Ζερβουδάκης λίγο πριν από την καταστροφή του, συμπληρώνουν τα έργα ευποιϊας των παλιών ιδρυτών. Η θέση όμως του ελληνικού στοιχείου, σε σχέση με τις άλλες παροικίες, σε οικονομική δύναμη και πολιτικοκοινωνική άιγλη, σε πνευματικές και πολιτιστικές πραγματοποιήσεις, δεν είναι πια η πρώτη μήτε καν η δεύτερη για η τρίτη. Μόνο αριθμητικά εξακολουθεί να υπερτερεί, γιατί δεν έπαψαν να καταφτάνουν κάθε χρόνο μετανάστες από την υπόδουλη κι από την ελεύθερη Ελλάδα:
«Οπωσδήποτε αληθές είναι ότι παρά τα θύματα των αποτυχιών και τους ναυαγούς, ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου σχεδόν εδιπλασιάσθη κατά την περίοδον την από της αγγλικής κατοχής αρχομένην. [...] Εις την ταχείαν ταύτην πρόοδον του Ελληνισμού εν Αιγύπτω αναμφισβητήτως συνετέλεσεν η αγγλική κατοχή τα μέγιστα. Αι πρώται παρανοήσεις εξέλιπον τάχιστα και η θαυμασία ελαστικότης του ελληνικού χαρακτήρος προσηρμόσθη προς την νέαν κατάστασιν των πραγμάτων μετά γοργότητος οίαν συνηθίζει να καταβάλλη η ημετέρα φυλή εν τοις αφορώσιν ιδία εις τον κατ' άτομον βίον αυτής. Οι μετά καχυποψίας προσβλεπόμενοι το κατ' αρχάς Έλληνες εκέρδισαν πλήρη νυν την εμπιστοσύνην των Άγγλων, δεν υπάρχει δε εν Αιγύπτω νομοταγέστερον στοιχείον των Ελλήνων μεταξύ των αξιολογωτέρων αλλοεθνών ομάδων αποίκων. »

Όπως θα πρόσεξε ο αναγνώστης, η ίδια έννοια της λέξης «προσαρμογή» βρίσκεται μέσα σ' αυτή την περικοπή, που είναι ένα απολογητικό κήρυγμα της Κατοχής. Είναι το «νέον πνεύμα». Δυστυχώς ο Φ.Φ. Όδδης το αναδημοσιεύει στο «Διάκοσμό» του (σελ. 124 κ.ε.) με τον τίτλο: «Η Αίγυπτος και ο Σύγχρονος Ελληνισμός», δίχως να δίνει πηγή. Συνήθιζε κάτι τέτοιες λεηλασίες ο περίεργος εκείνος ιταλο-έλληνας «λόγιος».
Στη σκέψη του Καβάφη ωστόσο «προσαρμογή» είναι ομόλογο του «παρακμή». Ο αναγνώστης θα θυμάται την περικοπή που δώσαμε στην Εισαγωγή μας από την Ιστορία του κ. Αθ. Γ. Πολίτη. Εκεί ο Καβάφης έλεγε πως «ο τότε ελληνορωμαϊκός κόσμος δύναται να παραβληθή προς τον του 19ου και 20ού αιώνος μας. Εν περιλήψει ό,τι χαρακτηρίζει την εποχήν ταύτην, τούτο είναι προ πάντων η έλλειψις πατρίδος ιδιαιτέρας και εθνικισμού στενού». Την ίδια περίπου εποχή, τα ίδια πράγματα, αλλά περισσότερο αναλυτικά, θα τα υπαγορεύσει στον «πειθήνιο φίλο του» Γ. Βρισιμιτζάκη, που θα τα παρουσιάσει για δικούς του στοχασμούς. Το λέγω με βεβαιότητα αυτό, γιατί η περικοπή που ακολουθεί, χρονολογημένη από τα 1926, δεν είναι παρά η κεντρική ιδέα του ποιήματος «Στα 200 π.Χ.» που βρήκε την τελειωτική του μορφή στα 1931:

«Η ιδέα όμως της προσαρμογής έρχεται ακριβώς για να μετριάσει την απογοήτευσι του ιστορικού και ποιητού. Δεν είναι αλήθεια, η ιστορία η ίδια δεν μας δείχνει πώς ένας ολόκληρος κόσμος, ο Ελληνικός, από την εποχή της Μακεδονικής κατακτήσεως έως την δύσι του, δηλ. για μια περίοδο σχεδόν οκτώ αιώνων (από τον θάνατον του Μ. Αλεξάνδρου έως την τελευταία λάμψη του νεοπλατωνισμού) κατόρθωσε, συνεχώς προσαρμοζόμενος σε καινούριες περιστάσεις, να διατηρηθεί με ακμαίες πολλές από τες δημιουργικές του δυνάμεις -το μαρτυρούν η φιλοσοφία, η επιστήμη, η πολυγνωσία (erudition) της εποχής- χωρίς αυτός ο κόσμος να έχει ως στήριγμα καμμιά εδραίαθρησκευτική πίστι, καμμιά δογματική ηθική, καμμιά έννοια πατριωτισμού (στερημένος ως ήταν μιας φυλετικής πολιτικής); [...] Η πολιτική του Καβάφη είναι μια πολιτική παρακμής, ή τουλάχιστον λαών που όπως είπα επεράτωσαν πλέον την κατάκτησί τους είτε δια λόγους γεωγραφικούς, είτε, το περισσότερο, διότι η κατακτητική ορμή τους εκορέσθη πλέον, ή εστείρεψε [...] Την ηθική του Καβάφη, μια ηθική όχι δογματική, ηθική καθαρώς συνειδήσεως του ατόμου, την βλέπομεν λοιπόν σφιχταγκαλιασμένη με μια πολιτική διαγωγή προσαρμογής. » (5)

Θα είχα να υπογραμμίσω μερικές λέξεις πολύ δηλωτικές, αλλά θα μπερδευτούν με τις υπογραμμίσεις του Βρισιμιτζάκη. Για μένα, σ' αυτή την περικοπή, βρίσκεται ένα «μήνυμα» του Καβάφη, καταστάλαγμα της πείρας και της ιστορικής ματιάς του. Ο Καβάφης, σε τελική ανάλυση, εγκολπώνεται τώρα την ιστορική άποψη για τον ελληνισμό της Αιγύπτου, που διατύπωνε ο πολιτικός Πράκτωρ Γρυπάρης για χρήση των μεγαλοτραπεζιτών, όταν ρητόρευε στο γεύμα του υπουργού των Οικονομικών της Ελλάδας Σιμόπουλου στα 1901.
Η εικόνα του διπλωμάτη ήταν μόνο ένα φραστικό πυροτέχνημα, ενώ ο ποιητής εκφράζει πείρες, πορίσματα από μελέτες. Η σκέψη τους ωστόσο δε διαφέρει βασικά, γιατί λειτουργεί με τον ίδιο μηχανισμό. Στη θέση των πραγμάτων βάλανε «ιδέες» - τη Μεγάλη Ιδέα ή κάποια της παράλληλη. Κι έτσι η ιδεολογική καμπύλη του Καβάφη συμβαδίζει, αν και με κάποιο περιθώριο πότε μπρος και πότε πίσω, με την ιδεολογική γραμμή της επικρατέστερης κάθε τόσο μερίδας του παροικιακού αστισμού. Ιδεολογία ακμαστική όταν ο παροικιακός αστισμός ζούσε την ανεξάρτητη, δημιουργική του περίοδο· ιδεολογία του συμβιβασμού και της φυγής από την πραγματικότητα, όταν το ελληνικό κεφάλαιο υποτάζεται στο μεγάλο ευρωπαϊκό, κυρίως το βρετανικό, κι εκτελεί χρέη «πολύτιμου υπηρέτη».
Η «ανακάλυψη» από τον Καβάφη του «ελληνικού κόσμου» μετά τα 1910 δεν ήταν τυχαία· ήταν αναπόφευχτη. Ας αφήσουμε που είναι ο παράδεισος της «ελευθερίας των φύλων» που ονειρεύεται ο παραστρατημένος ερωτισμός του. Μεταφέροντας εκεί μέσα το εγώ του, το γλύτωνε από τη μονοτονία και την πεζότητα της ζωής του, το παρηγορούσε με την ψευδαίσθηση της δυνατότητας μιας ευτυχίας που είχε φθαρεί μέσα στα σοκκάκια της σύγχρονης Αλεξάντρειας. Ταυτόχρονα όμως, με τα πρόσωπα και τις σκηνές που δανειζόταν από τον μακρινό εκείνο κόσμο, ικανοποιούσε την εσωτερική του ανάγκη για ρεαλισμό, για όσο γίνεται πιο σφιχτό πιάσιμο της πραγματικότητας - αν και η πραγματικότητα που τον ενδιαφέρει βασικά τώρα, κομματιάζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις κι ο ρεαλισμός του δεν έχει πια το πλάτος και την πνοή των πρώτων, των έντονα καβαφικών ποιημάτων. Είναι ένας ρεαλισμός εις ελάσσονα τόνο, ένας ρεαλισμός της παρακμής. Εκείνο που τον απασχολεί δεν είναι πια η πράξη, το μεγάλο έργο, αλλά η υστεροφημία, το εγκώμιο, το επιτάφιο επίγραμμα. Έτσι, μιλώντας με σύμβολα, πίσω από τα προσωπεία των αποτυχημένων, των κουρασμένων και των νικημένων ηρώων του, ιστορικών ή φανταστικών, ελευθερώνει την κλίση του να κριτικάρει τη συγκαιρινή του πραγματικότητα, δίχως να θίξει τα θεμέλια του κόσμου του, δίχως να κόψει τις γέφυρες με την τάξη του. Δεν ξέρω μάλιστα αν η σεξουαλική ελευθεροστομία των ποιημάτων του, από ορισμένη εποχή και δώθε, δεν είναι για το Καβάφη ένας ακόμη τρόπος για να ευθυγραμμίζεται, να βρίσκεται στον ίδιο τόνο με την ηγετική μερίδα του παροικιακού αστισμού.
Όπως και νάναι, η «προσαρμογή» γίνεται παράλληλα στον πρακτικό και στο θεωρητικό του βίο. Η εγκατάστασή του στο σπίτι της οδού Λέψιους σημαίνει πως παύει να διεκδικεί τη θέση αριστοκράτη· πάνε τα μόνιππα, τ' ακριβά ρούχα, οι συχνές δεξιώσεις. Καθόλου όμως δεν αποτραβιέται από τη ζωή της Αλεξάντρειας, τα ρεστωράν, τα καφενεία, τις λέσχες, τους διανοούμενούς της. Έχει γνωριστεί με τους νέους που βγάζουμε τη «Νέα Ζωή» και -ω ειρωνεία της τύχης- η «προσαρμογή» του, η παραδοχή δηλαδή της πραγματικής κοινωνικής του μοίρας, εκφράζεται στις φιλίες του με τους γόνους εκείνων των δευτεροκλασάτων που εγκαλούσε μέσα στα ποιήματά του της πρώτης περιόδου: Αντώνη Μπενάκη, Παύλο Α. Πετρίδη, Γ. Βαλασόπουλο... Σφραγίδα και κορώνα της προσαρμογής του θα είναι η πρόσκληση να παραστεί στους γάμους του εγγονού του Σαλβάγου στα 1926, πρόσκληση που πετυχαίνει με τη μεσολάβηση του Χριστόφορου Νομικού. (6)
Από τη στιγμή που αποφασίζει να προσαρμοστεί, το πραγματικό περιεχόμενο, το περιστασιακό-κοινωνικό, των ποιημάτων της πρώτης καβαφικής περιόδου γίνεται επικίνδυνο. Είναι «τα τρωτά του μέρη». Αυτά θα σκεπάσει με «πανοπλίες». Θα τα σχολιάζει με πολλή περίσκεψη κι αργότερα θ' αποφεύγει να τα σχολιάσει ολότελα. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Γ. Λεχωνίτη δεν ανάφερε τίποτε για τα «Τείχη», το «Che fece... il gran rifiuto», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το «Απιστία», το «Θερμοπύλες», το «Τρώες». Αλλά και τα «Μονοτονία», «Η πόλις» και «Η σατραπεία» τα σχολιάζει μόνο για να τα απαλλάξει από την υποψία μιας γενικευτικής πεσιμιστικής φιλοσοφίας. Μόνο...



. . . . . . . . . . . . . . εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.
«Τέμεθος Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (1925)
Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην.

Πιο καθαρά η αλλαγή φαίνεται στο στυλ που υιοθετεί για να πει μια γνώμη του. Δεν υπάρχει πια εκείνη η ειλικρίνεια και η ευθύτητα που γνωρίσαμε μέσα στα σημειώματα του Φάκελλου Αναστασιάδη ή στα δημοσιευμένα πεζά του. Ο λόγος του κινείται από επιφύλαξη σ' επιφύλαξη. Τυπικός του βηματισμός είναι τώρα το: «Αν και... πλην όμως...». Σ' αυτά, στο φόβο δηλαδή μήπως κάποιος εμβαθύνει στο πραγματικό νόημα των «επικίνδυνων» ποιημάτων του, προστίθεται από τότε κι ο φόβος του σκανδάλου. Οι νέες του συντροφιές, η κοινωνική τάξη με την οποία αποφάσισε επιτέλους να εξισωθεί, δεν έχουν το τακτ και την κατανόηση, δεν αναγνωρίζουν τη σιωπηλή συμφωνία της αμοιβαίας ανοχής των παραλογισμών της σάρκας. Κι ωστόσο η ανάγκη να προβάλει τη δική του έκφανση του ωραίου, να γοητέψει και να καταχτήσει, τον πιέζει... Όλο και πιο ελευθερόστομα εκφράζεται στα νέα ποιήματά του. Προκαλεί τη μοίρα του, αλλά και ξέρει χίλιους τρόπους για ν' αμύνεται. Κι έτσι, αντιφατικός, πολύπλοκος, ευμετάβολος κι απατηλός σαν το γέροντα της αλεξαντρινής θάλασσας, θα περάσει τις Συμπληγάδες της «προσαρμογής».
Ειπώθηκε πολλές φορές, προπαντός από λόγιους της Ελλάδας, πως ο ελληνισμός της Αλεξάντρειας γνώρισε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μια περίοδο πνευματικής άνθησης και πως ο Καβάφης ήταν η κορυφή της. Και συμπεραίνουν: Φυσικά, αφού κι ο παροικιακός αστισμός περνούσε τότε μέρες μεγάλης ακμής.
Θα έβγαινα πολύ από τα πλαίσια αυτής της εργασίας, αν δοκίμαζα να κάμω εδώ τον απολογισμό και την αποτίμηση της προσφοράς των χρόνων της «Νέας Ζωής», του «Σεράπειου» και των «Γραμμάτων». Αυτό μόνο θα πω: Τα πνευματικά φαινόμενα δε βαδίζουν πάντοτε παράλληλα με τα οικονομικά. Συμβαίνει να προπορεύονται κι άλλοτε να βραδυπορούν. Τα ποιήματα του Καβάφη, εκείνα που ο ίδιος χώρισε από τα υπόλοιπά του με το σύνορο του 1911, είναι άνθη μιας ιδιόμορφης ακμής, που υπήρξε μισό περίπου αιώνα πριν από την εποχή των περιοδικών. Αυτό, βασικά, εξηγάει και τις τόσες παρερμηνείες τους. Φωτισμένα με τον προβολέα της υποτιθέμενης «ακμής» του 1900-1920 ή με τον άλλο της καβαφικής ποίησης του 1911-1933, της αναμφισβήτητα παρακμαστικής, τα «Τείχη»«Η πόλις», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το «Θερμοπύλες» κ.α. αποχτούν μια παράξενη, σφιγγώδικη όψη. Όψη που πολλούς γοήτεψε, πολλούς προβλημάτισε και πολλούς ξεγέλασε. Ξανατοποθετημένα όμως μέσα σε μια διαλεκτική προοπτική αχτινοβολούν αλήθεια· ίσως να μην τη λένε όλη, πάντως αυτή που λένε είναι μια αλήθεια θετική. Ελέγχει την κοινωνία της εποχής εκείνης, τη σαπίλα της, τις σκληρότητές της. Είναι μια γερή μαρτυρία, για τη διάλυση μιας κάστας και μιας τάξης.
Σαν παράγοντας πολιτισμού, ο Καβάφης βρισκόταν έξω από την εποχή του· στάθηκε ουδέτερος για τους γύρω του. Μεταχειριζόταν μόνο τα εκδοτικά μέσα και τις πρόθυμες πέννες που ένα παρασιτικό «ξεχείλισμα πλούτου» έβαζε στη διάθεσή του.
Αυτός μόνο είχε βαθειές ρίζες στο παροικιακό παρελθόν. Ήταν το στοιχειό της Αλεξάντρειας του 19ου αιώνα. Όπως ο Γ. Αβέρωφ έδινε την αίσθηση παλαιολιθικού μεγαθήριου στους διαλυμένους αριστοκράτες της εποχής του, κι ο Καβάφης, σκεύος μια πλατύτερης καλλιέργειας και μιας φυλετικής ιδεολογίας, έτσι έπρεπε να φαντάζει στα μάτια των νέων του φίλων της «Νέας Ζωής» και των «Γραμμάτων». Μονάχα που αυτός, με μια πρωτεϊκή ευκινησία, διαρκώς προσαρμοζόταν. Κάποτε του τύχαινε να ξεχαστεί· τότε μιλούσε για την Αλεξάντρεια της «χρυσής εποχής». Μα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν ενδιαφερόταν να ρωτήσει, να ερευνήσει, να του αποσπάσει περισσότερα. Εκείνων ο νους ήταν προσηλωμένος στα μοντέρνα αισθητικά δόγματα, στον Μαίτερλινγ, το Νίτσε, τον Ουάϊλδ... Και στις ορμές της σάρκας τους. Γι' αυτό κι η περιέργειά τους εντοπίστηκε κυρίως στον αισθησιασμό του Καβάφη, στην ερωτική του ανομοιότητα.
Μερικοί τους αγνόησαν με κάποια δόση ανεμελειάς τα πρώτα πενήντα χρόνια του ποιητή, τα διαβάσματά τους, τις πείρες του, τις απογοητεύσεις του. Πίστεψαν πως ο Καβάφης ήταν μόνο και πάντοτε γέρος· πως άρχισε να υπάρχει σαν άνθρωπος και σαν τεχνίτης από τη στιγμή που τον γνωρίσανε. Άλλοι, στριμωγμένοι στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής από τον «πολιτισμό» του χρηματιστικού κεφαλαίου, που όλα τα κάνει χρεώγραφα και συναλλαγή, ξεσπούσαν -όπως η γενιά του Γκωτιέ με τα κόκκινα γελέκα κι η γενιά του Μαγιακόφσκη με τα κίτρινα πουκάμισα- τρώγοντας μακαρονάδες στα υπόγεια της οδού Αναστάση, σφάζοντας καρπούζια πάνω στην κοιλιά κάποιας δυστυχισμένης, «διαπιστώνοντας τη ζωή», όπως λέγανε, μέσα στα πορνεία. Ήταν οι «Απουάνοι», που εκστρατεύσανε κάποτε να υπερασπίσουν την καβαφική ποίηση «ενάντια στη ρουτίνα» (7). Μα ο Καβάφης δεν πολυερχότανε στα τέτοια. Αυτός ο «εκκεντρικός» -όπως τον χαρακτήρισαν σαν ποιητή και σαν τύπο- συντηρούσε μέσα του το πατρικό πνεύμα του μέτρου, στη γλώσσα, στα εκφραστικά μέσα, στην κοινωνική του συμπεριφορά. Ζητούσε βέβαια το απόλυτο δόσιμο του ποιητή στην τέχνη του, αλλά εννοούσε το ξόδεμα σε βάθος όχι το σκόρπισμα σ' επιφάνεια.
Ρυτιδωμένος από την πείρα, υπολογιστικός, χαριτολόγος κι ερμητικός, αινιγματικός και είρωνας, τυπικικός, ευγενικός ως την υπερβολή -δείγμα κι αυτό της μεγαλοαστικής του υπεροψίας- γλυστρούσε μέσα από τις παγίδες, τα σκώμματα και τις ύβρεις, κολάκευε, υποχωρούσε, συμβιβαζόταν, έκανε το φοβισμένο κι ύστερα γινόταν άγρια θάλασσα, κερδίζοντας τις μέρες, κερδίζοντας τα χρόνια, μ' έναν πια και μοναδικό σκοπό στη ζωή του: να κρατήσει το έργο του, τα Ποιήματά του, πάνω από το τέλμα της μετριότητας, πάνω από τους κινούμενους άμμους της ξεπεσμένης Αλεξάντρειας.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
  1. Γ. Σεφέρης, «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, αρ. 2, Ιούνιος 1947, σελ. 34.
  2. Τ. Μαλάνος, Περί Καβάφη (Συμπληρωματικά σχόλια), Αθήνα 1935, σελ. 56.
  3. «Κρίμα που χάσαμε την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Θα ήσαν μεγάλα κέντρα και οι Έλληνες λόγιοι θα μπορούσαν να διαθέτουν τα έργα τους!», βλ. Γλαύκος Αλιθέρσης: Το πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια 1934, σελ. 63
  4. Φ.Φ. Όδδης, Ελληνικός Διάκοσμος, Αλεξάνδρεια 1911, Άρθρο «Ζαγαζίκιον», σελ. 222.
  5. Γ. Βρισιμιτζάκης, Η Πολιτική του Καβάφη, Αλεξάνδρεια, «Γράμματα» 1926, σελ. 11-14.
  6. Τ. Μαλάνος, Από τα καβαφικά μου τετράδια, Αλεξανδρινή Λογοτεχνία, 1950, σελ. 33.
  7. Τέχνη και Ρουτίνα, φυλλάδα πρώτη, την τύπωσαν οι «Απουάνοι» με τα «Γράμματα», Αλεξάντρεια 1917. Πολεμική εναντίον του Τ. Μαλάνου που κατηγόρησε την ποίηση του Καβάφη. Γράφουν οι: Β. Αθανασόπουλος, Πόλυς Μοδινός, Νίκος Σαντορινιός, Σ. Γιαννακάκης, Πέτρος Αλήτης, Γ. Βρισιμιτζάκης, Α. Σεγκόπουλος. Ο τελευταίος, λιγόλογος, επιφυλαχτικός και δηκτικός, φέρνει την καβαφική νότα στον αλαλαγμό.

Στρατής Τσίρκας - 1958

Παρθενώνας, χρονικό της Αναστήλωσης



                                        Αναστήλωση 2.500 μετά

Τα μυστικά της κατασκευής του και οι τεχνολογικές γνώσεις των Ελλήνων εντυπωσιάζουν  τους αρχιτέκτονες και ξεπερνούν ακόμα και εκείνες των πρώτων αναστηλωτών. 

Πως κατάφεραν να χτίσουν ένα τεχνολογικό αριστούργημα σε λιγότερο από εννέα χρόνια, όταν κάτι τέτοιο φαίνεται δύσκολο ακόμα και με την σημερινή τεχνολογία;


Ο Μανώλης Κορρές και η ομάδα του  
Όταν αρχίζει το μεγαλύτερο και μακροβιότερο αναστηλωτικό πρόγραμμα παγκοσμίως,μέλος τότε (νυν πρόεδρος) της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, 
ο Χαράλαμπος Μπούρας τον επιλέγει ανάμεσα στους νέους ανθρώπους που θα στελεχώσουν την ανάλογη υπηρεσία.



Θα αρχίσει να μελετά με προσοχή. Με όπλα του την περιέργεια, την αστείρευτη εργατικότητα, την παρατηρητικότητα, την εμμονή του στη λεπτομέρεια, την υπερβολικά καλή μνήμη του, την αναλυτική του σκέψη και το ταυτόχρονα συνθετικό του πνεύμα θα καταφέρει να ανακαλύψει στοιχεία που ήταν ώς τότε άγνωστα στους ερευνητές. 

Θα διαπιστώσει για παράδειγμα ότι τα σχέδια άλλαξαν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του Παρθενώνα ή ότι στην ανατολική όψη του υπήρχαν δύο παράθυρα.

Θα μπει στις αποθήκες, θα εντοπίσει χαμένα κομμάτια του παζλ, θα κάνει λεπτομερέστατα σχέδια και θα βρει την αρχική τους θέση. Θα ανακαλύψει το σύστημα λείανσης των σημείων έδρασης των σπονδύλων των κιόνων - θέμα που θα αποτελέσει τελικά και τη διδακτορική του διατριβή. Θα αναπτύξει ενδιαφέροντα πολιτικού μηχανικού και θα φτάσει να σχεδιάσει γερανούς και εργαλεία.



Η Αλυσίδα της γνώσης μας οδηγεί από τη Σαλαμίνα στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Ο Αινιγματικός λίθος που βρέθηκε σε μια εκκλησία στη Σαλαμίνα, "χτισμένος" στην πρόσοψή της, μεταφέρεται στο Μουσείου του Πειραιά. Ο αρχιτέκτονας Μάρκ Οουίλσον Τζόουνς που τη μελέτησε, πιστεύει ότι ο "λίθος" είναι ένας πίνακας μετατροπής για διαφορετικά συστήματα μέτρησης.







Ο αρχιτέκτονας μας δείχνει πως εφαρμόζει το σχέδιο του ντα Βίντσι στο χαραγμένο ελληνικό μάρμαρο, που βασίστηκε ο Βιτρούβιος για την Αρχιτεκτονική του.  
Ο Βιτρούβιος, ολοκλήρωσε τα Δέκα Βιβλία Αρχιτεκτονικής χρησιμοποιώντας πληθώρα πηγών, κυρίως ελληνικών, όπως θεωρητικά κείμενα Ελλήνων αρχιτεκτόνων μεταξύ των οποίων και ο Ερμογένης. 

"Ο ομφαλός είναι φυσικά τοποθετημένος στο κέντρου του ανθρώπινου σώματος, και, αν σε ένα άνδρα ξαπλωμένο με το πρόσωπο στραμμένο επάνω και τα χέρια και τα πόδια του ανεπτυγμένα, με τον ομφαλό του ως κέντρο εγγράψουμε ένα κύκλο, θα ακουμπήσει τα δάκτυλα των χεριών και τα δάκτυλα των ποδιών του. Δεν γίνεται μόνο μέσω ενός κύκλου, η περιγραφή ενός ανθρώπινου σώματος, όπως φαίνεται τοποθετώντας τον σε ένα τετράγωνο. Μετρώντας από τα πόδια ως στην κορυφή του κεφαλιού, και έπειτα κατά μήκος των χεριών σε πλήρη έκταση, βρίσκουμε την τελευταία μέτρηση ίση με την πρώτη· έτσι γραμμές σε ορθή γωνία μεταξύ τους, περικλείοντας τη φιγούρα, σχηματίζουν ένα τετράγωνο." Βιτρούβιος. απόσπασμα

Φαίνεται ότι ο ντα Βίντσι δημιούργησε το σχέδιο βασιζόμενος στο De Architectura 3.1.3 του Βιτρούβιου.

Ο Άνθρωπος του Βιτρούβιου είναι ένα διάσημο σχέδιο με συνοδευτικές σημειώσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που φτιάχτηκε περίπου το 1490  σε ένα από τα ημερολόγιά του. 
Απεικονίζει μία γυμνή αντρική φιγούρα σε δύο αλληλοκαλυπτόμενες θέσεις με τα μέλη του ανεπτυγμένα και συγχρόνως εγγεγραμμένη σε ένα κύκλο και ένα τετράγωνο. Το σχέδιο και το κείμενο συχνά ονομάζονται Κανόνας των Αναλογιών.



Τι επιλέγουν να διατηρήσουν 2.500 χρόνια μετάΌταν ξεκίνησε πριν 30 χρόνια το πρόγραμμα αναστήλωσης ο Μανώλης Κορρές και οι συνεργάτες του θα μπορούσαν να επιλέξουν να αναστηλώσουν τον Παρθενώνα στην αρχική του κατάσταση να το στολίσουν με γλυπτά και ζωφόρους με έντονα χρώματα.

Αντίθετως,  επέλεξαν να διατηρήσουν ό,τι επέζησε σ' αυτά τα 2.500 χρόνια. Ένα μεγαλοπρεπές ερείπιο για να μαρτυρά τι τόσο αχρείαστα καταστρέψαμε, αλλά και την ομορφιά και την τελειότητα που μπορούμε να δημιουργήσουμε.




Μαρτυρία από τον Πλούταρχο

Λέει ο Πλούταρχος που στην εποχή του ο Παρθενώνας ήταν ήδη πεντακοσίων χρονών, πως δεν ξέρει αν τον εκπλήσσει η τεχνική ποιότητα ή η αγέραστη νεότητα. Ο Παρθενώνας έχει την πρωτοτυπία να είναι από ένα μόνο υλικό, η επιφάνεια και η μάζα του είναι από ένα υλικό ενώ συνήθως τα οικοδομήματα έχουν στοιχεία από διάφορα υλικά, πράγμα που βοηθάει τα διάφορα καιρικά φαινόμενα να τα καταστρέφουν μέσα στους αιώνες. Ο Παρθενών αδιαφορούσε για το χρόνο που περνούσε γύρω του. Η φθορά που υπέστη ήταν αποτέλεσμα μόνο έκτακτων περιστατικών.