Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Φ Χαίλντερλιν, "Μούσα μου η Ελλάδα..."



Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν



Στους νέους ποιητές

Φίλοι καλοί, μπορεί κ' η τέχνη μας
να ωριμάζει για καιρό όπως κ' η νιότη
πριν υψωθεί στην ηρεμία της ομορφιάς.
Μόνο να είστε ευσεβείς, όπως οι Έλληνες.

Να αγαπάτε λέω τους θεούς

Και με συμπόνια τους θνητούς να συλλογιέστε.

Το θόρυβο αποφύγετε, όπως την παγωνιά.
Περιγραφές,
διδάγματα ηθικά, μην κάνετε.
Κι αν σας φοβίζει ο δάσκαλος, ζητήστε
απ' τη Μεγάλη Φύση συμβουλή.



Άρτος και Οίνος

Μακάρια Ελλάδα. Σπίτι εσύ των Ουρανίων. Είν' αλήθεια
αυτό που ακούσαμε λοιπόν σ' άλλους καιρούς, στα πρώτα νιάτα μας;
Δώμα γιορτής: Πάτωμα ή θάλασσα. τραπέζια τα βουνά,
αληθινά χτισμένο για μια χρήση μόνο πριν από το χρόνο.

Μά που 'ναι οι θρόνοι; Οι ναοί; Που 'ναι οι κούπες με το νέκταρ;
Πού το τραγούδι για την τέρψη των θεών; Που λάμπουν πια
τα λόγια του θεού, όταν κοιμούνται οι Δελφοί; και που ηχεί
το μέγα πεπρωμένο; Που λοιπόν;

Το αστραπιαίο πεπρωμένο που ξεσπά
γεμάτο πανταχού παρούσα τύχη
μέσα απ' τον ευφρόσυνον αγέρα, μπρος στα μάτια
βροντώντας: 

"Ω Πατέρα
Αιθέρα" κράζαν κ' η κραυγή 
από τη μια γλώσσα στην άλλη εκυμάτιζε
πολλαπλασιασμένη. Και κανείς
δεν άντεχε μονάχος τη ζωή. Τέτοιο αγαθό
ευφραίνει μόνο με τους άλλους μοιρασμένο,
τότε μονάχα γίνεται γιορτή. 

                                 ***

Μα φίλε μου αργήσαμε πολύ. Να οι θεοί,
ζουν, όμως πάνω από μας, σ' άλλονε κόσμο.
Ατελείωτα ενεργούν εκεί και μοιάζουν πως
ελάχιστα προσέχουν τις υπάρξεις μας.

Κι αυτό το κάνουν από ευσπλάχνιση για μας
να τους χωρέσουν τόσο αδύνατα δοχεία
όπως οι άνθρωποι. Ελάχιστες φορές
μπορεί ν' αντέξει ο άνθρωπος τη θεία αφθονία.

Ναι...
Βροντώντας θα επιστρέψουν...
Μα ως τότε,
καμμιά φορά μου φαίνεται πως είναι
πιο λογικό να κοιμηθώ, παρά να είμαι,
έτσι δίχως συντρόφους, περιμένοντας.

Κι ως τότε τι να κάνω ή τι να πω;

Και άλλωστε προς τι
να είμαι ποιητής σε τόσο μίζερο καιρό;

Μετάφραση: Γιάννης Υφαντής
"Ο κήπος της Ποίησης"   Εκδόσεις: Πατάκη
Η αποδημία


Εκεί πέρα στις όχθες, κάτω απ' τα δέντρα
της Ιωνίας, στις πεδιάδες του Καΰστρου,
όπου γερανοί αγάλλονται εις τον αιθέρα
Και περικλείονται από βουνά που θαμποφέγγουν μακριά.

Για τα νησιά, που είναι στεφανωμένα με αμπέλια,
Και αντηχούν ολόκληρα απ' το τραγούδι και άλλοι κατοικούσαν
Στον Ταΰγετο, στον δοξασμένο Υμηττό,
Που ανθίσαν τελευταίοι. ωστόσο από
Την πηγή του Παρνασσού μέχρι του Τμώλου
Τα ρυάκια τα χρυσοστεφανωμένα αντήχησε
Αιώνιο τραγούδι. έτσι εθρόισαν
Τότε τα δάση κι όλες μαζί
Οι μουσικές των εγχόρδων
Γιατί τις άγγιζε η ουρανία γλυκύτης.

Ω χώρα του Ομήρου!
Κάτω από την πορφυρένια κερασιά ή όταν
Σταλμένα από σένα στο αμπέλι προς χάριν μου
Τα νεαρά ροδάκινα ωριμάζουν,
Και το χελιδόνι φτάνει από μακρυά και πλειστά όσα αφηγείται
Χτίζοντας το σπίτι του στους τοίχους μου, 
Τις μέρες του Μαΐου, και κάτω από τ' άστρα
Εσένα ενθυμούμαι  Ω, Ιωνία!  όμως για τους ανθρώπους
Είναι παρόν ευχάριστο. Γι' αυτό ήρθα
Να σας δω, εσάς νησιά, κι εσάς
Ω, εκβολές των ποταμών, Ω,  δώματα της Θέτιδος,
κι ακόμη εσάς Ω, δάση, κι  Ω, σύννεφα της Ίδης!

Κι όμως δεν σκέφτομαι να μείνω.
Άφιλη κι ακατάδεχτη
Είναι η κλειστή μητέρα που της ξέφυγα.
Από τους γιούς της ένας, ο Ρήνος,
θέλησε με βία να ορμήσει στην καρδιά της κι εξαφανίστηκε
Μακριά, κανείς δεν ξέρει που, ριγμένος.
Όμως εγώ δεν θα 'θελα να φύγω από κοντά της,
Και μόνο για να σας προσκαλέσω
Ήρθα σ' εσάς, Χάριτες της Ελλάδος,
Σ' εσάς, Ω, κόρες τ' ουρανού,
Για να 'ρθετε, αν το ταξίδι δεν είναι τόσο μακρινό,
Σ' εμάς,  Ω, αγαπημένες!





Το Αρχιπέλαγος    
           Αποσπάσματα
Γυρίζουν άραγε οι γερανοί πάλι σ' εσένα, κι αναζητούν
Πάλι το δρόμο για τις όχθες σου τα πλοία; άραγε περιβάλλουν περιπόθητοι
Άνεμοι για σε με την πνοή τους την ήσυχη παλίρροια, και λιάζει το δελφίνι,

Από τα βάθη ξεπηδώντας, τη ράχη του στο νέο φως;
Ανθίζει μήπως η Ιωνία; μήπως ήρθε η ώρα; γιατί πάντα την άνοιξη,
Όταν των ζωντανών ανανεώνεται η καρδιά κι η πρώτη
Αγάπη τον άνθρωπο αφυπνίζει κι η μνήμη εποχών χρυσών,
Τότε έρχομαι σε σένα και χαιρετώ σε μέσα στη σιωπή σου, ω γέρων !

Πάντα κραταιός! εσύ ακόμη υπάρχεις και αναπαύεσαι στον ίσκιο
Των βουνών σου, όπως και άλλοτε.  
                                                 με μπράτσα νεανικά ακόμη αγκαλιάζεις
Τη θελκτική σου χώρα, κι από τις θυγατέρες σου, ω πατέρα!
Τις νήσους σου, τις ανθισμένες, καμία ακόμη δεν εχάθη.
Η Κρήτη στέκεται κι η Σαλαμίς χλοάζει, μέσα στη θαμπή λάμψη της δάφνης,

Και περιβεβλημένη ακτινοβόλο στέφανο, υψώνει την ώρα της ανατολής
Η Δήλος την ενθουσιώδη κεφαλή, και η Τήνος και η Χίος
Από τους πορφυρούς καρπούς διαθέτουν αρκετούς, από τους μεθυσμένους λόφους

Αναβλύζει το κύπριο ποτό κι από την Καλαβρία χύνονται 
Όπως και τότε, ρυάκια αργυρά, στα αρχαία ύδατα του πατέρα.
Όλες ακόμα ζουν, οι των ηρώων μητέρες, οι νήσοι,
Ανθίζοντας από χρόνο σε χρόνο, κι όταν κάποιες στιγμές, από την άβυσσο.

[........]

Πες, που είναι η Αθήνα; μήπως πάνω απ' τις τεφροδόχους των δασκάλων
Η πόλη σου, η αγαπημένη, εδώ στις ιερές σου όχθες,
Ω περίλυπε θεέ! βούλιαξε ολόκληρη μέσα στις στάχτες,
Ή μήπως υπάρχει ακόμη κάποιο σημάδι απ' αυτήν, έτσι που ο ναύτης
Από κει περαστικός τη μνημονεύει και την ενθυμείται;
Άραγε δεν ορθώνονταν εκεί στα ύψη οι στήλες, δεν άστραφταν
Άλλοτε εκεί ψηλά από τη στέγη της ακρόπολης των ουρανίων οι μορφές;

[.....]

Διότι του Δαιμονίου ο εχθρός, ο Πέρσης, που πολλά εξουσιάζει,
Επί έτη πολλά ήδη μετρούσε των όπλων του το πλήθος και των στρατιωτών,

Περιγελώντας την ελληνίδα χώρα με τα λίγοστά νησιά της,
Και στον εξουσιαστή φαινόταν σαν παιχνίδι, κι ακόμη έμοιαζε σαν όνειρο
Γι αυτόν ο αλληλέγγυος λαός, ο οπλισμένος από των θεών το πνεύμα.

[....]

Και μελέτησα τους μύθους σας, για να 'ναι η ψυχή μου πάντα λυπημένη
Και να γλιστρήσει πριν την ώρα της κάτω εκεί, όπου υπάρχουν οι σκιές σας;
Όμως πλησιέστερα σε σας, εκεί που τα ιερά σας άλση ακόμη πρασινίζουν,

[....]

Θέλω εγώ, με άσμα ευσεβές να σας πραΰνω, ω ιερές σκιές!
Μέχρι να συνηθίσει ολότελα ολότελα η ψυχή μου μ' εσάς μαζί να συνυπάρχει.
Και τότε ο πλέον μυημένος πολλά θα σας ρωτήσει, ώ νεκροί εσείς!
Κι εσάς, ω ζωντανοί, εσάς, των ουρανών ω υψηλές δυνάμεις,
Όταν εσείς πάνω απ' τα επείπια με τα χρόνια θα διαβαίνετε,
Εσείς σε δρόμο ασφαλή! γιατί συχνά μια παραζάλη το στήθος μου Κάτω απ' τ' αστέρια κυριεύει, σαν άνεμος μακάβριος,
Έτσι που να γυρεύω συμβουλή, κι είναι πολύς καιρός που 
της Δωδώνης τα άλση τα προφητικά πλέον δεν ομιλούν σε όσους αναζητούν παρηγοριά,

Σώπασε ο δελφικός θεός, έρημα και μοναχικά κείνται
Από καιρό τα μονοπάτια....

Frierich Holderlin  
Μετάφραση: Στέλλα Νικολούδη  
"Ελεγείες, Ύμνοι κι άλλα ποιήματα" εκδόσεις Άγρα

*  Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν  (Johann Christian Friedrich Hölderlin, 20 Μαρτίου 1770 - 7 Ιουνίου 1843) ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής. Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή  στη λογοτεχνία  με τη ρομαντική.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

cantus firmus

Σελήνη


[Ωδή εις τη σελήνη *]

Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα,και σε τούτη την άφραστη αρμονίατης καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα·
γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία5έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλιτης νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλητης Σελήνης· αυτήν εσυνηθούσεο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
10Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσεσε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσοστα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσοσυ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!15Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω·
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζειςστρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σουσε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις.

Διονύσιος Σολωμός Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)

___

Μεταφραστής και συγγραφέας: Σχέση συνεργασίας ή ανταγωνισμού;



Η μετάφραση είναι διάλογος: κατ’ αρχήν μεταξύ μεταφραστή και συγγραφέα και, στη συνέχεια, μεταξύ μεταφραστή και αναγνώστη. Είναι γεγονός ότι το τελικό «προϊόν» διαμορφώνεται, ορισμένες φορές καθοριστικά, και από άλλους παράγοντες. Διορθωτές, επιμελητές, εκδότες, κριτικοί παίζουν, ο καθένας σε διαφορετική χρονική στιγμή και με διαφορετική «ένταση», ρόλο στη βελτίωση, αλλοίωση, διάδοση, καταξίωση ή απόρριψη του μεταφραστικού προϊόντος. Καμιά, όμως, από αυτές τις σχέσεις-επιδράσεις δεν υπερβαίνει σε σπουδαιότητα το προαναφερθέν επικοινωνιακό σχήμα ανάμεσα στον δημιουργό του έργου, τον εισηγητή του στη γλώσσα στόχο και τον παραλήπτη του μεταφράσματος.
Θα επικεντρωθώ στο πρώτο σκέλος αυτού του τριμερούς διαλόγου, στη σχέση, δηλαδή, του μεταφραστή με τον συγγραφέα και, πιο συγκεκριμένα, στη σχέση του μεταφραστή με τον εν ζωή συγγραφέα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Τόσο οι μεν (οι συγγραφείς), όσο και οι δε (οι μεταφραστές) κάνουν λόγο για διακριτούς ρόλους, για σεβασμό, πιστότητα, μεταφραστική ηθική κ.λπ. «Αυτό που ζητάω από τους μεταφραστές μου», τόνιζε, για παράδειγμα, σε ομιλία του σε συνέδριο μεταφραστών στην Ισπανία ο συγγραφέας Χούλιο Γιαμαθάρες, «είναι να τους ενδιαφέρει το βιβλίο, να είναι πιστοί σε αυτό, και να ζητούν τη βοήθειά μου όταν με μεταφράζουν» (2001: 22). «Το κρίσιμο σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του», αποκρίνεται ο μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας Γιάννης Χάρης, «να μην ανταγωνίζεται τον ξένο συγγραφέα» (2008).
Τι κρύβεται, όμως, πίσω από τα αόριστα λόγια και τους ευσεβείς πόθους; Οι μεταφραστές και οι συγγραφείς συναντώνται και (συν)διαλέγονται όλο και περισσότερο, όλο και πιο εύκολα, «εκτός» των κειμένων: μέσω τηλεφωνημάτων, επιστολών, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ή δια ζώσης σε συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρια μετάφρασης. Ποια είναι τα όρια αυτής της επικοινωνίας σε ό,τι αφορά τη μεταφραστική διαδικασία; Ποια είναι, ή ποια πρέπει να είναι, η βαρύτητα της άποψης του συγγραφέα στο «κτίσιμο» μιας μετάφρασης; Πόση είναι και πώς ορίζεται, εν τέλει, η ελευθερία «κινήσεων» του μεταφραστή σε σχέση με την αντίληψη που έχει ο συγγραφέας για το έργο του;  
Συνήθως, όλα ξεκινούν καλά. Υπάρχει μια υπέρμετρη, εν πολλοίς ανεξήγητη, χαρά στο πρόσωπο, στη φωνή ή στον γραπτό λόγο των συγγραφέων όταν τους ανακοινώνεις την πρόθεσή σου να μεταφράσεις κάποιο από τα έργα τους στα ελληνικά. Με τον καιρό συνειδητοποίησα ότι αυτή η χαρά οφείλεται, κατά ένα μέρος, απλώς και μόνο στο γεγονός ότι τους το κοινοποιείς. Πληροφορήθηκα πρόσφατα, με αφορμή τη διπλωματική εργασία μιας φοιτήτριάς μου (Ι. Πολίτη, 2010), ότι υπάρχουν στα ελληνικά 21(!) μεταφράσεις του Μικρού Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ·μόνο σε μία (1) από αυτές ο ελληνικός εκδοτικός οίκος είχε ζητήσει τα δικαιώματα του βιβλίου (Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Μελίνας Καρακώστα). Μπορεί τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της λαθραίας έκδοσης ενός βιβλίου να έχει περιοριστεί σημαντικά, αλλά δεν έχει εκλείψει. Τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις έχω δει την έκπληξη και την απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο ισπανόφωνων συγγραφέων όταν τους μίλησα για έργα τους που κυκλοφορούν στα ελληνικά. Δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα.
Αλλά ας μην γίνομαι μικρόψυχος. Η χαρά αυτών των ανθρώπων οφείλεται κυρίως στην παιδεία τους. Έχω μεταφράσει ποιητές, πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς από αρκετές χώρες: Ουρουγουάη, Μεξικό, Αργεντινή, Περού, Ισπανία. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που έχουν διδαχθεί αρχαία ελληνικά και που θεωρούν την Αρχαία Ελλάδα λίκνο του πολιτισμού. Χαίρονται, λοιπόν, για το γεγονός ότι θα μεταφραστούν στη γλώσσα του Ομήρου, του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα ονόματα στα οποία αναφέρονται, αλλά ο Όμηρος δεν λείπει ποτέ.
Έλεγα, λοιπόν, ότι όλα ξεκινούν εγκάρδια, με μεγάλη προσμονή για το αποτέλεσμα. Για την επίτευξη ενός καλού αποτελέσματος, οι περισσότεροι συγγραφείς είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν με διάφορους τρόπους·ο πιο συνήθης: απαντώντας στις απορίες και τις ερωτήσεις του μεταφραστή σε σημασιολογικό, υφολογικό ή πραγματολογικό επίπεδο. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, την περίπτωση του ισπανού πεζογράφου Ραφαέλ Τσίρμπες και τη συνεργασία μας, άριστη και εποικοδομητική θα την χαρακτήριζα, για τη μετάφραση του μυθιστορήματός του Η καλλιγραφία. Ο Τσίρμπες σε ένα επεισόδιο του βιβλίου αναφέρεται σε μια παρέα επτά (7) φίλων που διαλύεται, κατά τρόπο βίαιο, από την επέλαση του Εμφυλίου Πολέμου: τρεις (3) από αυτούς τους φίλους, γράφει ο συγγραφέας, σκοτώθηκαν σε κάποιο από τα μέτωπα του πολέμου, τρεις (3) άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι δύο (2) διέφυγαν στη Γαλλία. Είχα διαβάσει το βιβλίο τουλάχιστον δύο φορές πριν το μεταφράσω, όπως το είχαν κάνει και χιλιάδες αναγνώστες πριν από εμένα, κανείς μας δεν είχε σταθεί στην, έτσι και αλλιώς ασήμαντη, μετατροπή της επταμελούς παρέας σε οκταμελή.
Οι ειδικοί σε θέματα θεωρίας της λογοτεχνίας και μεταφρασεολογίας χρησιμοποιούν συχνά τον όρο closereading, αναφερόμενοι στην εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του κειμένου που έχει ως σκοπό την ανάσυρση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών από αυτό και την επίτευξη αισθητικής απόλαυσης. Μια τέτοια λεπτομερής προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου είναι η ανάγνωση που φέρει σε πέρας ο μεταφραστής κατά τη μεταφραστική διαδικασία, εξού και ο εντοπισμός εκ μέρους μου της προαναφερθείσας αλλά και μερικών ακόμα τριτευουσών αβλεψιών. Όταν ανέφερα το θέμα στον Τσίρμπες, έβαλε τα γέλια, απόρησε για το πώς είχε διαφύγει από τόσα μάτια αυτή η λεπτομέρεια, και φρόντισε να διορθωθεί στις επόμενες εκδόσεις.   
Η λογοτεχνική μετάφραση, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή μεταφορά ενός κειμένου από μια γλώσσα στην άλλη, η οποία απλώς υποβοηθείται από την επίλυση ορισμένων αποριών του μεταφραστή εκ μέρους του συγγραφέα. Είναι ένα παραγωγικό και δημιουργικό έργο που έχει στόχο την επίτευξη ενός αισθητικά ισοδύναμου με το πρωτότυπο αποτελέσματος. Στη συγκεκριμενοποίηση αυτού του νεφελώδους και επιδεχόμενου πολλές ερμηνείες (και εκτελέσεις) «αισθητικά ισοδύναμου αποτελέσματος» προκύπτουν οι περισσότερες τριβές −άλλοτε δημιουργικές, άλλοτε όχι και τόσο− στη σχέση του συγγραφέα με τον μεταφραστή. Άλλοτε αυτή η σχέση διαταράσσεται από τη διάθεση του μεταφραστή να γίνει, σαν άλλος Ιζνογκούντ, δημιουργός στη θέση του δημιουργού, άλλοτε πάλι από τη διάθεση του συγγραφέα να επέμβει καταλυτικά στη διαμόρφωση του μεταφραστικού αποτελέσματος, επειδή πιστεύει ότι κατέχει όλα τα κλειδιά του έργου του, ή απλώς γιατί δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο πάνω σε αυτό. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικές ιστορίες.
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ: La hora azul (Η γαλάζια ώρα) κυκλοφόρησε το 2005. Ο συγγραφέας της, Αλόνσο Κουέτο (γεννημένος στη Λίμα το 1954), είναι ιδιαίτερα γνωστός στον ισπανόφωνο κόσμο και έχει τιμηθεί με αρκετές διακρίσεις [Η γαλάζια ώρα κέρδισε το 2005 το ΧΧΙΙΙ βραβείο Herralde, ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Ισπανίας]. Το μυθιστόρημα, με αφορμή τον εμφύλιο που γνώρισε το Περού, από το 1970 έως το 1992, ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους μαοϊστές αντάρτες του Sendero Luminoso (Φωτεινού Μονοπατιού), αφηγείται την ιστορία του σαραντάχρονου Αντριάν Ορμάτσε, ο οποίος απολαμβάνει τις χαρές μιας απολύτως ευτυχισμένης ζωής. Από το μεγαλοαστικό του «όνειρο» θα ξυπνήσει όταν θα ανακαλύψει πως ο πατέρας του, ως διοικητής στρατοπέδου, ήταν υπεύθυνος για βασανιστήρια, βιασμούς και εκτελέσεις κρατουμένων. Ο Αντριάν θα επιδοθεί με πάθος στην αναζήτηση της Μίριαμ, μιας πρώην κρατουμένης με την οποία ο πατέρας του είχε συνάψει ερωτική σχέση. Όταν επιτέλους την βρει, θα την ερωτευτεί και θα συνάψει και αυτός ερωτική σχέση μαζί της. Ο θάνατός της θα βυθίσει τον Αντριάν σε υπαρξιακό αδιέξοδο και θα τον απομακρύνει από την οικογένειά του. Στο τέλος θα επιστρέψει, μεταμελημένος, σε αυτή, αναλαμβάνοντας παράλληλα την ανατροφή του παιδιού που η Μίριαμ είχε αποκτήσει, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, με τον πατέρα του Αντριάν.
Οι εκδόσεις Μεταίχμιο μού ανέθεσαν να μεταφράσω το βιβλίο το φθινόπωρο του 2008. Όταν βρέθηκα σε αυτή τη φάση της «σχέσης» μου με τη Γαλάζια ώρα (είχα περάσει προηγουμένως από εκείνη του αναγνώστη), αντιλήφθηκα ότι το πρωτότυπο κείμενο παρουσίαζε μια σειρά από, κατά τη γνώμη μου, δυσλειτουργίες και λάθη, τόσο σε επίπεδο πραγματολογικών στοιχείων, όσο και σε επίπεδο «κατασκευής» κάποιων μεταφορών. Για να μην αοριστολογώ, αλλά και για να μην μακρηγορώ, θα αναφερθώ σε μία τέτοια «περίπτωση». «Una brisa arrastraba los árboles» έγραφε στη σελίδα 137 του πρωτοτύπου ο Κουέτο. Η αντίφαση ήταν προφανής: πώς μπορεί ένα αεράκι (brisa) να σαρώσει (arrastrar) τα δέντρα.
Όπως συμβαίνει σε κάθε μεταφραστική προσπάθεια, γεννήθηκε μέσα μου το δίλημμα σχετικά με ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσω για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων: να «μπαλώσω», ή να αποδεχτώ αυτές τις «δυσλειτουργίες»; Στην αρχή δεν δίστασα να επέμβω: «Ο αέρας κινούσε πλέον τα δέντρα με ορμή», μετέφρασα (θα μπορούσα, ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο, να είχα μεταφράσει «το αεράκι λίκνιζε τα δέντρα»). Στη συνέχεια όμως, η παρέμβαση κάποιων συναδέλφων που δεν ξαφνιάστηκαν από τη ρητορική ακροβασία του Κουέτο, αλλά κυρίως η, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, επαφή και «συζήτηση» με τον συγγραφέα, με έκαναν να σεβαστώ το πρωτότυπο σε αυτή αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, η φράση αποδόθηκε όπως επιθυμούσε ο συγγραφέας: «Ένα αεράκι σάρωνε τα δέντρα». Με αυτή την έννοια, η συμβολή της ανταλλαγής απόψεων με τον δημιουργό υπήρξε καθοριστική στο να γίνει σεβαστό από τον μεταφραστή το πνεύμα του πρωτοτύπου. 
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΤοTodo tan cerca (Όλα τόσο κοντά) κυκλοφόρησε στην Ισπανία το 2005. Ο συγγραφέας του, Ζόρντι Ναδάλ, είναι Καταλανός, γεννημένος στη Βαρκελόνη. Το Όλα τόσο κοντά είναι −ευτυχώς, θα έλεγαν οι κακεντρεχείς όπως εγώ− το μοναδικό μέχρι τώρα λογοτεχνικό έργο του (έχει γράψει επίσης βιβλία περί μάνατζμεντ και έχει εργαστεί ως υψηλόβαθμο στέλεχος σημαντικών εκδοτικών οργανισμών). Για να σας δώσω, όπως και προηγουμένως με τη Γαλάζια ώρα, μια ιδέα για το τι πραγματεύεται το βιβλίο καταφεύγω στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης (Εκδόσεις Gema, 2006): Ένας έρωτας από μικρούς κόκκους άμμου που γλιστρούν μέσα από τα χέρια μας σαν απαλό χάδι. Ένας έρωτας εσωτερικός, που διαλέγεται με το αγαπημένο πρόσωπο και τον οποίο ο συγγραφέας επιθυμεί να μοιραστεί με όλους εμάς.
       Για τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού, αναγκάστηκα να κάνω ή να αποδεχτώ πράγματα, τα οποία συνιστώ στους φοιτητές μου, στα μαθήματα Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας… να μην κάνουν ή να μην δέχονται να τους κάνουν. Αλλά, δάσκαλε που δίδασκες… Με τον ίδιο τον Ζόρντι Ναδάλ δεν κατάφερα να μιλήσω ποτέ. Επικοινωνούσα μαζί του μέσω της ελληνίδας αντιπροσώπου του. Αυτό ήταν το πρώτο λάθος. Το δεύτερο ήταν ότι μετέφρασα ένα κείμενο που το είχα σε ηλεκτρονική μορφή. Το βιβλίο κυκλοφορούσε ήδη στην ισπανική αγορά, αλλά δεν μου το έστελνε ούτε η πράκτοράς του ούτε ο εκδοτικός οίκος. Κάπου εκεί θα έπρεπε να είχα διακόψει τη συνεργασία μου μαζί τους, αλλά δυστυχώς δεν το έκανα. Τελικά αποδείχτηκε ότι το κείμενο που μετέφραζα εγώ είχε πολύ μακρινή σχέση με το κείμενο του βιβλίου. Ο Ναδάλ είχε γράψει αρχικά το Όλα τόσο κοντά στα καταλανικά και το είχε μεταφράσει ο ίδιος (πολύ ενδιαφέρον θέμα αυτό της αυτομετάφρασης, κυρίως σε χώρες όπως η Ισπανία, όπου ομιλούνται πολλές γλώσσες) στα καστιλιάνικα για να εκδοθεί από τις εκδόσεις Poliedro της Βαρκελόνης. Η μετάφραση του Ναδάλ ήταν τόσο εμφανώς ανεπαρκής, ώστε ο εκδοτικός οίκος προχώρησε σε νέα μετάφραση, από άλλον μεταφραστή, και το κυκλοφόρησε στην ισπανική αγορά. Πλην όμως ο Ναδάλ δεν ενστερνίστηκε ποτέ την εκδοχή του εκδοτικού οίκου, και έτσι προώθησε για μετάφραση στα ελληνικά τη δική του απόδοση, αποσιωπώντας φυσικά όλο το παρασκήνιο. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το γεγονός ότι η ελληνίδα επιμελήτρια δούλευε με βάση το βιβλίο και όχι το ηλεκτρονικό κείμενο, καταλαβαίνετε τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρέθηκαν μπλεγμένοι οι συντελεστές της ελληνικής έκδοσης, εξαιτίας της προβληματικής επικοινωνίας με τον συγγραφέα, καθώς και τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε το γεγονός αυτό στην επίτευξη μιας λειτουργικής μετάφρασης. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ναδάλ πίστευε πως έκανε ό,τι έκανε για να έχει το έργο του την καλύτερη δυνατή 
«μετάβαση» στα ελληνικά.
Όλοι όσοι προσεγγίζουν το μεταφραστικό φαινόμενο αναφέρονται συχνά στην ηθική συμπεριφορά που πρέπει να χαρακτηρίζει το μεταφραστικό γίγνεσθαι. Δεν δίνεται, όμως, ανάλογη έμφαση στον καθορισμό των ορίων παρέμβασης του συγγραφέα στο μεταφραστικό έργο. Ο μεταφραστής σαφώς και δεν είναι άγιος. Σε πολλές περιπτώσεις, στην πορεία της μεταφραστικής διαδικασίας, θα διαφωνήσει με τον συγγραφέα και θα εξεγερθεί ενάντια στο πρωτότυπο (αλλίμονο αν δεν είχε συναισθήματα). Αλλά και οι συγγραφείς, από την πλευρά τους, προσπαθούν πολλές φορές να επέμβουν στο μεταφραστικό έργο, κυρίως όταν η μετάφραση γίνεται σε μια γλώσσα, όπως είναι τα ελληνικά, που δεν μπορούν να «ελέγξουν». Θυμάμαι τις ολονύκτιες ανταλλαγές μηνυμάτων με την Αργεντινή Σουσάνα Λαστρέτο, όταν μεταφράζαμε με τις μεταπτυχιακές φοιτήτριές μου το θεατρικό έργο της Ζευγάρια (φοβόταν μην χαθεί κάτι από το νόημα του έργου κατά τη μεταφορά του στα ελληνικά). Θυμάμαι την ανασφάλεια του Χούλιο Γιαμαθάρες (ο οποίος δεν μιλάει άλλη γλώσσα εκτός από ισπανικά) για τον τρόπο που θα έδινα λύσεις στην απόδοση της λυρικής, σχεδόν έμμετρης, γραφής της Κίτρινης βροχής (σε πολλές περιπτώσεις μού ζητούσε να του μεταφράσω τη μετάφρασή μου). Θυμάμαι, τέλος, τις συνεσταλμένες παρεμβάσεις ενός γλυκύτατου ανθρώπου, του ισπανομεξικανού ποιητή Τομάς Σεγκόβια στο εργαστήρι μετάφρασης ποιημάτων του που έλαβε χώρα, με την παρουσία του ιδίου και 25(!) επίδοξων μεταφραστών του, στο πλαίσιο του 2ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ της Αθήνας (με υπομονή ανέλυε τα ποιήματά του πιστεύοντας ότι έτσι θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε το νόημα και να φτάσουμε σε καλύτερο μεταφραστικό αποτέλεσμα).  
Οι σχέσεις −οποιεσδήποτε σχέσεις− διέπονται από τη συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων ανάμεσα στα «συμβαλλόμενα μέρη», πολύ περισσότερο όταν αυτά προέρχονται από δυο κατεξοχήν ανασφαλείς επαγγελματικές ομάδες, όπως είναι αυτές των λογοτεχνών και των μεταφραστών. Αν ο μεταφραστής οφείλει να είναι επαγγελματίας και να υπηρετεί το ξενόγλωσσο κείμενο με σεβασμό και εφευρετικότητα, άλλο τόσο και ο συγγραφέας πρέπει να αποδέχεται ότι το λογοτεχνικό έργο είναι ένα κείμενο πολυδιάστατο και ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες, οι οποίες δεν συμβαδίζουν αναγκαστικά με τη δική του.
Καταλήγοντας ,θα έλεγα ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι αναγκαία η επαφή του μεταφραστή με τον συγγραφέα (διαφορετικά, δεν θα μεταφράζαμε έργα αποθανόντων συγγραφέων) ̇ σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, την έχω αποφύγει δίχως να ξέρω κατά βάθος το γιατί. Είμαι όμως πεισμένος ότι, παρά τις δυσκολίες, η συνεργασία του μεταφραστή με τον συγγραφέα, όταν βασίζεται στο σεβασμό και την αμοιβαία παραδοχή των διακριτών ρόλων, καλλιεργεί κλίμα κατανόησης και ανθρώπινης ζεστασιάς μεταξύ τους και δημιουργεί τις συνθήκες για να παραχθεί εποικοδομητικό έργο. Η επιτυχής ή μη κατάληξη του εγχειρήματος είναι άλλο θέμα.
  
Βιβλιογραφία
 
- Llamazares, Julio (2001), «Conferencia inaugural a las Octavas Jornadas de Traducción Literaria de ACET», Μαδρίτη,Vasos Comunicantes, αρ. 18, χειμώνας 2000-01.
- Κουέτο, Αλόνσο (2005), Η γαλάζια ώρα, μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009.
- Λαστρέτο, Σουσάνα (1995), Ζευγάρια, μετάφραση: Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αθήνα, Λαγουδέρα, 2009.
- Ναδάλ, Ζόρντι (2005), Όλα τόσο κοντά, Εκδόσεις Gema, 2006.
- Πολίτη, Ιωσηφίνα (2010), Ο Μικρός Πρίγκιπας στον πλανήτη… της μετάφρασης, διπλωματική εργασία, Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σεπτέμβριος 2010.
- Τσίρμπες, Ραφαέλ (1992), Η καλλιγραφία, μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004.
- Χάρης, Γιάννης (2008), «Μεταφραστής ή συγγραφέας;». εφημ. Τα Νέα, 1 και 15 Νοεμβρίου 2008.

10 Αυγούστου, υπογράφηκε το 1920 η Συνθήκη των Σεβρών.




Πηγή

Έκανε ο Θεός να τελειώση ο πόλεμος, δεν βάσταξε πολύ η χαρά μας, το όλον εφτά μήνες. Στις 2 του Μάη ημέρα Πέμπτη του 1919, ημέρα αποφράδα για τον Ελληνισμό της Τουρκίας και για όλους τους άλλους Χριστιανούς της, έγινε η απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη μέσα σε απερίγραπτη χαρά των Ελλήνων της Σμύρνης που ούτε μπορούσανε να φανταστούνε τι τους περίμενε μετά τρία χρόνια. Όλοι οι άλλοι της Σμύρνης ήτανε εναντίον μας: Φράγκοι, Τούρκοι, Εβραίοι και ευχόντουστε την καταστροφή μας που έγινε με τον πιο άγριο και τρομερό τρόπο.
     Το πρωί της 2 Μαΐου ώρα 9.5΄ αρχίσανε να αποβιβάζονται από τα καράβια τμήματα του Ελληνικού Στρατού στην προβλήτα της Πούντας και στο Κουμερκάκι. Από βραδύς μαθεύτηκε πως ο Ελληνικός Στρατός θάμπαινε στη Σμύρνη και όλος ο Ελληνικός πληθυσμός ήτανε ξεσηκωμένος. Οι Φράγκοι κι οι Οβραίοι είχανε κλειστή στα σπίτια τους. Εγώ πρωί-πρωί κατέβηκα στην προκυμαία και τράβηξα για το Κονάκι ―το Διοικητήριο― πέρασα την Πλατεία του, πήγα προς το Μπαχρή Μπαμπά όπου είδα τους λόφους που ήτανε στις παρυφές του Πάγου, πίσω από το Πανεπιστήμιο, νάναι γιομάτοι από Τούρκους πολίτες που κρατάγανε μαύρες σημαίες κι ήτανε πάνοπλοι. Γύρισα πίσω και παρακολούθησα τον στρατό που αποβιβαζότανε. Ο λαός παρακολουθούσε με έξαλλον ενθουσιασμό. Οι λόχοι συντάχτηκαν και τραβήξανε να καταλάβουνε τους στρατώνες. Ο λαός παρακολουθούσε στην προκυμαία το Στρατό δεξιά και ζερβά του ματζί κι εγώ πήγαινα. Μόλις τα πρώτα τμήματα του Στρατού φτάσανε στην πλατεία του Κονακιού, οι Τούρκοι από τα παράθυρα του Στρατώνα αρχίσανε να πυροβολάνε το Στρατό. Σύγχρονα από τις βάρκες του λιμανιού ρίχνανε εναντίον του και οι Τουρκοκρητικοί βαρκάρηδες. Kι ακόμα από τα ξενοδοχεία της προκυμαίας κρυμμένοι Τούρκοι πυροβολάγανε κι αυτοί.
     Τότες αξιωματικοί και στρατιώτες φωνάξανε «πίσω πολίτες» κι ετοιμαστήκανε ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Εγώ μαζί με τους άλλους τραβήχτηκα κι έχασα το καπέλλο μου μάλιστα. Κατά το μεσημέρι έπιασε μια ραγδαιοτάτη βροχή και ξέπλυνε τους δρόμους από τα αίματα. Άμα ησυχάσανε τα πράματα και πήρε ο στρατός τον στρατώνα, ξαναπήγα στο Κονάκι, όπου στην πόρτα του είδα σκοτωμένο έναν γέροντα Τούρκο που κράταγε στο χέρι του ακόμα ένα μαντήλι με τομάτες και στην παραλία είδα σκοτωμένο ένα δικό μας παλληκαράκι. Το πρωί σκοτώθηκε μέσα στον στρατώνα ένας νέος δημοσιογράφος δικός μας, ο οποίος είχε μπη μέσα για να παρακολουθήση την κατάληψή του. Λεγότανε Νίκος Κυριακίδης, από την Πέργαμο. Ήτανε μουσικός, έπαιζε βιολί κι έγραφε ποιήματα. Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς γονάτισε για να προφυλαχτή κάτω από το παράθυρο που στεκόντανε και σε λίγο σήκωσε το κεφάλι του για να δη και τότε, τον βρήκε μια σφαίρα στο κούτελο και τον άφησε στον τόπο. Έτσι λοιπόν άρχισε η Μικρασιατική εκστρατεία σαν πυροτέχνημα για να τελειώση σε φριχτό ολοκαύτωμα της Σμύρνης και το ξερρίζωμα των Χριστιανών από την προαιώνια κοιτίδα τους.
     Έχω την ιδέα πως το Βυζάντιο δεν καταστράφηκε το 1453 αλλά το 1922. Γιατί στην Άλωση οι Χριστιανικοί λαοί αλλάξανε κυρίαρχο, αλλά διατηρήσανε, όσοι δεν εξισλαμίστηκαν, τη θρησκεία τους, τα ήθη και έθιμά τους καθώς και τον παμπάλαιο πολιτισμό τους.
     Όταν στις αρχές του 19ου αιώνα οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ξαπλωνότανε σ’ όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, οι υπόδουλοι λαοί αρχίσανε κι αυτοί να ελπίζουνε σε μια πολιτική απελευθέρωση. Οι Τούρκοι που κρατάγανε με τη βία τόσους Χριστιανικούς λαούς κάτω από το βάρβαρο ζυγό και τους είχανε σαν σκλάβους, αναγκαστήκανε σιγά σιγά, με την πίεση των δυτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της ορθόδοξης Ρωσσίας, να δίνουνε μερικές ελευθερίες στους Χριστιανικούς λαούς που είχανε υποδουλωμένους και ήτανε πια φανερό ότι με το χρόνο θα αναγκαζόντουστε να τους δώσουνε ισοπολιτεία όπως δήθεν κάνανε οι νεότουρκοι με το ψευτοσύνταγμα του 1908.
     Οι Χριστιανοί της Τουρκίας, που ήτανε ανώτεροι σε πολιτισμό από τους Τούρκους, αναθαρρήσανε. Οι κυβερνήτες όμως της Τουρκίας αρχίσανε να καταλαβαίνουνε πως αν θέλανε να μην διαλυθή το κράτος τους και να ζήση σαν βιώσιμο κράτος, έπρεπε ν’ απαλλαγή από τους Χριστιανούς που κατοικούσανε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με βίαια μέσα το πράγμα ήτανε δύσκολο γιατί θ’ αντιδρούσανε οι Ευρωπαϊκές Χριστιανικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η Ρωσσία, της οποίας ο σκοπός ήτανε να καταλάβη την Πόλη και να βγη στη Μεσόγειο. Και γύρευε κι αυτή αφορμή.
     Κάνανε λοιπόν οι Τούρκοι μακροχρόνιο το σχέδιό τους για το ξολόθρεμα των Χριστιανών και στο τέλος του 19ου αιώνα αρχίσανε σφαγές των Αρμεναίων στην Κιλικία και σ’ άλλα μέρη της Τουρκίας, ακόμα και μέσα στην Πόλη. Αλλά τους Χριστιανούς της Τουρκίας τους εξωθούσανε εναντίον τους ακόμα και οι Μεγάλες Δυνάμεις άσπλαγχνα όταν τους επέβαλλε κάθε φορά το συμφέρον τους.
     Του καθολικούς τους προστάτευε εργολαβικά η Γαλλία και ο καθολικός κλήρος. Τους ορθοδόξους και τους Αρμεναίους η Ρωσσία και τους προτεστάντες ψιλώ ονόματι η Αμερική, με τα Αμερικάνικα σχολεία και νοσοκομεία της που έχτισε μέχρι τα βάθη της Τουρκίας. Όσο για την Αγγλία, αυτή ανακάτευε το καζάνι του διαόλου χωρίς έλεος για τους αθώους Χριστιανούς. Όταν γινόσουνε προτεστάντης έλπιζες σε κάποια προστασία από την Αμερική. Πολλοί Αρμεναίοι γινόντουστε καθολικοί και οι Αρμενοκατόλικοι, για να προστατευτούνε κι αυτοί κάπως από τη Γαλλία.
     Το ένα μεγάλο σαράκι της Τουρκίας ήτανε οι διομολογήσεις, όπου όλα τα ξένα κράτη είχανε μέσα σ’ αυτή το δικαίωμα της ετεροδικίας. Το άλλο και το πιο σοβαρό ήτανε ότι οι υπόδουλοι Χριστιανοί μορφωνόντουστε, πληθαίνανε, γινόντουστε δραστηριώτεροι και κατακτούσανε την οικονομική ζωή της Τουρκίας, ενώ ο Τούρκικος λαός έμενε απρόκοφτος, βυθισμένος στη θρησκοληψία και τον φυλετικό φανατισμό, στην αμάθεια, μην έχοντας καμμιά διάθεση για πρόοδο μέσα σ’ ένα κράτος θεοκρατικό και φεουδαρχικό συνάμα. Αυτόν τον λαόν τον έδερναν οι αρρώστειες, η φτώχεια και η δυστυχία κι όπως πήγαινανε τα πράγματα, οι δραστήριοι Χριστιανοί θα κυριαρχούσανε ειρηνικά μέσα στην Τουρκία. Για τους ιθύνοντες Τούρκους ένας δρόμος σωτηρίας της Τουρκίας υπήρχε: το διώξιμο με κάθε τρόπο των Χριστιανών απ’ αυτήν.
     Όταν οι Τούρκοι το 1914 αποφασίσανε να βγούνε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας, αρχίσανε να διώχνουνε τους Ελληνικούς πληθυσμούς από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Τους παίρνανε στο εσωτερικό και από τις κακουχίες κι απ’ την πείνα τους ξολοθρεύανε. Όταν πια βγήκανε στον πόλεμο το πρώτο μέτρο που λάβανε ήτανε να καταργήσουνε τις διομολογήσεις, ξεσηκώσανε κι εκτοπίσανε απ’ τις εστίες τους τους Αρμενικούς πληθυσμούς και αρχίσανε φριχτές σφαγές αυτουνών σε όλη την Τουρκία. Υπολογίζεται ότι σφάξανε κάπου ένα εκατομμύριο Αρμεναίους. Τους στρατευόμενους Χριστιανούς δεν τους βάζανε στο στρατό τους οι Τούρκοι αλλά τους στέλνανε στα εργατικά τάγματα, τα αμελέ ταμπουρού, για να κάνουνε δρόμους, σε βέβαιο δηλαδή θάνατο από τις κακουχίες και τις αρρώστιες.
     Πόσους Χριστιανούς εξοντώσανε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν ξαίρω, βέβαια, αλλά εξοντώσανε το άνθος της Χριστιανοσύνης. Η κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μικρασία τους έδωκε την καλλίτερη ευκαιρία να λύσουνε το πρόβλημά τους: Να απαλλαγούνε για πάντα από τους Χριστιανούς.
     Πριν περιγράψω την υπηρεσία μου στο στρατό της Μικράς Ασίας, ήθελα να πω δυο λόγια για τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγήτορες που στείλανε οι κυβερνήσεις και των δύο παρατάξεων για την διεξαγωγή του απελπιστικού αυτουνού πολέμου. Χρήσιμο ακόμα είναι να θυμίσω την εσωτερική κατάσταση του Ελληνικού κράτους την εποχή εκείνη.
     Πρώτα ο λαός ήτανε κουρασμένος και εξαντλημένος από τους αδιάκοπους πολέμους που έκανε ο Βενιζέλος. Έστειλε ακόμα ένα σώμα στρατού στη Ρωσσία για να καταπνίξη ματζί με τους Συμμάχους την επανάσταση του Ρούσικου λαού, ο οποίος ξεσηκώθηκε και καταπίεζε τους δυστυχείς μεγάλους δούκες και τους ευγενείς και τους έσφαζεν ανελέητα. Δεύτερο η οικονομική εξάντληση της χώρας. Τρίτο ο βαθύς διχασμός του Ελληνικού λαού, χωρισμένου σε δύο αλληλομισούμενα μέρη. Το κορύφωμα του μίσους ήτανε η αφορεσμάδα που έκανε η εκκλησία της Ελλάδος ενάντια στο Βενιζέλο, η οποία ήτανε ως εξής:
     «Αφωρισμένος υπάρχειν και κατηραμένος και ασυγχώρητος και μετά θάνατον άλυτος και τω αιωνίω υπόδικος αναθέματι και αυτός και όσοι τοις ίχνεσιν αυτού κατηκολούθησαν ή κατακολουθήσωσι του λοιπού».
     Με τέτοια κατάρα βαρημένος ανάλαβε τη Μικρασιατική εκστρατεία ο Βενιζέλος.
     Ας αρχίσωμε λοιπόν τώρα να περιγράψωμε ποιοι ήτανε οι ηγήτορες του στρατού και της πολιτικής διοίκησης που έστειλαν ο Βενιζέλος και οι αντίπαλοί του στη Σμύρνη. Και πρώτα ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης.
     Αυτός ήτανε ένας άνθρωπος έξαλλος που θέλησε να διοικήση τους Χριστιανούς με το βούρδουλα, με τη μάταιη ελπίδα να πείση τους Τούρκους ότι η Ελλάδα θα διοικήση με ισοπολιτεία. Χτύπαγε ακόμα με μια μπαστούνα τους Χριστιανούς που παρουσιαζόντανε μπροστά του να τον δούνε και να του ζητήσουνε κάτι. Φερνότανε υπεροπτικά σε όλους, έβριζε κι εξευτέλιζε τους δεσποτάδες και ζούσε απομονωμένος στο Μέγαρο της Αρμοστείας. Γνώριζε πως η θέση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήτανε προσωρινή. Αλλά δεν ήτανε υπεύθυνος ούτε για την εκστρατεία αυτή, ούτε για την έκβασή της. Όμως στάθηκε στη θέση του μέχρι την τελευταία στιγμή, ενώ όλοι οι άλλοι φύγανε. Μετά την καταστροφή τραβήχτηκε στη Γαλλία κι ώς που πέθανε, δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση για ν’ απολογηθή. Αλλά ήτανε άραγε ο άνθρωπος για την περίσταση αυτή; Φέρνω ένα παράδειγμα. Μια φορά θυμάμαι επρόκειτο να γίνη δοξολογία στη Μητρόπολη της Άγιας Φωτεινής για την πρώτη του έτους 1920. Είχε παραταχθή στρατός στον Φραγκομαχαλά για ν’ αποδώση τιμές στους επισήμους και το πλήθος των Χριστιανών στεκότανε στα πεζοδρόμια για να χαρή την γιορτή και περίμενε να περάσουνε οι επίσημοι για να τους χειροκροτήση. Περάσανε πολλά αυτοκίνητα με προξένους των ξένων κρατών, με ανωτάτους υπαλλήλους της Αρμοστείας και στρατιωτικούς. Πέρασε σε ανοιχτό αυτοκίνητο και ο πληθωρικός Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος κατάφορτος από παράσημα, με τους υπασπιστές του. Ο κόσμος χειροκροτούσε, πρώτη φορά έβλεπε τα μεγαλεία της φυλής μας. Τέλος πέρασε και ο Στεργιάδης, μέσα σε μαύρο κλειστό αυτοκίνητο, κανένας από το λαό δεν εκδηλώθηκε, και τράβηξε για τη Μητρόπολη κι αυτός. Σε λίγα λεπτά βλέπει ο κόσμος με κατάπληξη το αυτοκίνητο του Αρμοστή να γυρίζη πίσω και μέσα σ’ αυτό το Στεργιάδη κάτωχρο και ταραγμένο. Τι είχε συμβή μαθεύτηκε σε λίγο στον λαό. Μέσα στην εκκλησία νόμισεν ο Στεργιάδης ότι δεν του δώσανε ανάλογη θέση προς το αξίωμά του, θύμωσε και σηκώθηκε κι έφυγε κι άφησεν όλους τους επίσημους σύξυλους, χωρίς να συλλογιστή καν, τι εντύπωση θα έκανεν αυτή η διαγωγή του σ’ όλον τον κόσμο κι ιδιαίτερα στους εχτρούς του Ελληνισμού. Γιατί εκτός βέβαια από τους Τούρκους, οι Φραγκολεβαντίνοι και οι δουλικώτατοι στους Τούρκους Οβραίοι γυρεύανε ευκαιρία για να δείξουνε το μίσος τους σ’ εμάς, ένα μίσος άσπονδο. Όλοι αυτοί οι εχτροί βλέπανε πόσο ανάξιο ήτανε το κράτος μας να διοικήση ξένους λαούς αφού οι κορυφαίοι μας κάνανε τέτοιου είδους καμώματα.
     Όσο για τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη, αυτός λέγανε πως είχε κάνει σε ψυχιατρική κλινική κι όταν ανέλαβε την αρχιστρατηγία βγήκε στο μέτωπο να επιθεωρήση το στρατό και τιμωρούσε τους στρατιώτες όταν ήτανε αντικανονικά ντυμένοι και ξεκούμπωτοι, σάμπως είχανε οι άνθρωποι να ντυθούνε και να φάνε. Όταν άρχισε η Τούρκικη επίθεση τον Αύγουστο του 1922, το μέτωπο καιότανε κι αυτός καθότανε στη Σμύρνη, ώσπου ξεσηκωθήκανε οι αξιωματικοί και τον διώξανε.
     Τώρα δεν μένει παρά να γράψω για το ηθικό του Στρατού της Μικρασίας. Πολλές χιλιάδες ήτανε στρατευμένοι από το 1916. Άλλοι υπηρετούσανε τέσσερα και τρία χρόνια. Ούτε βλέπανε και κανένα τέρμα στον απελπιστικόν αυτόν αγώνα. Το φαγητό τους ήτανε λίγο και κακό, ρούχα δεν είχανε και στο τέλος ούτε αρκετά πυρομαχικά. Πολλοί ασυνείδητοι λιποταχτούσανε, παίρνανε τα βουνά, σχηματίζανε συμμορίες και λεηλατούσανε τα τουρκοχώρια. Τα σπίτια τους υποφέρανε τόσα χρόνια. Στο κάτω κάτω δεν ήτανε επαγγελματίες στρατιώτες, κι ήθελαν κι αυτοί να ζήσουνε τη ζωή τους, να δούνε τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους. Όλο άκουγες «αχ πότε θα απολυθούμε» και δος του κατάρες στον Βενιζέλο που τους κουβάλησε στη Μικρασία.
     Καλά τι τρώγανε αλλά πού μένανε οι στρατιώτες αυτοί; Στον φοβερόν χειμώνα των υψιπέδων της Ανατολής μένανε μέσα σε αντίσκηνα όσοι βρισκόντουστε στην πρώτη γραμμή. Βρεχόντουστε, πεινάγανε, τουρτουρίζανε μέσ’ στα χιόνια. Μια ζωή διαρκούς μαρτυρίου. Φυσικά το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του. Τι κάνανε οι αντίπαλοι του Βενιζέλου όταν πήρανε την αρχή στα χέρια τους; Αυτοί δεν είχανε ούτε την πνευματική του δύναμη, ούτε τη δραστηριότητά του. Απ’ την αρχή ήτανε αντίθετοι προς την Μικρασιατική περιπέτεια στην οποία δεν πιστεύανε. Ο πιο ικανός απ’ αυτούς, ο Ιωάννης Μεταξάς την καταδίκασε προκαταβολικά και προείδε την έκβασή της. Πριν γίνουνε οι εκλογές του 1920 οι αντιβενιζελικοί υποσχόνταν στον λαό αποστράτευση που εσήμαινε την εγκατάλειψη της εκστρατείας. Αντίθετα όχι μόνο δεν την εγκαταλείψανε, αλλά την επεκτείνανε επικίνδυνα και μαζέψανε στη Μικρασία 210 χιλιάδες στρατό όπως γράφει στο βιβλίο του ο Ξ. Στρατηγός. Ο φόβος τους ήτανε να μην τους πούνε οι Βενιζελικοί: «εμείς καταλάβαμε την Μικρά Ασία κι εσείς την παραδώσατε πάλι στους Τούρκους». Ακόμα πιο πολύ φοβόντουστε να μην εκθέσουνε το Στέμμα. Ο Κωνσταντίνος ήτανε ο κομματάρχης τους. Με σύμβολο το όνομά του κερδίσανε τις εκλογές και με την υπόσχεσή τους να τον επαναφέρουνε αν κερδίζανε. Πώς να τον εκθέσουνε τώρα;
     Αλλά ήτανε μόνο αυτοί οι λόγοι; Αν θέλανε να τραβήξουνε το στρατό από τη Μικρά Ασία, οι Βενιζελικοί αξιωματικοί θα σκαρώνανε πάλι κανένα κίνημα, όπως το κάνανε κι όλας στην Πόλη, μόλις έπεσεν ο Βενιζέλος με αρχηγό τον ανεκδιήγητο Κονδύλη. Αν μένανε οικειοθελώς και Τμήματα του Ελληνικού Στρατού εκεί, το αποτέλεσμα θα ήτανε στο τέλος το ίδιο και πάλι ο Xριστιανικός λαός θα πλήρωνε με το αίμα του τα σπασμένα. Δεν ήτανε μόνο αυτά. Οι πράξεις των αντιβενιζελικών δείχνανε πως ενεργούσανε σαν να τους οδηγούσε το τυφλό μίσος που είχανε για το Βενιζέλο κι όχι το συμφέρον του Έθνους.
     Όταν ο Βενιζέλος υπόγραψε την χωρίς καμμιά πρακτικήν αξία Συνθήκη των Σεβρών, οι αντίπαλοί του στείλανε απ’ την Αθήνα αξιωματικούς του στρατού για να τόνε δολοφονήσουνε στο Παρίσι. Από τις πρώτες πράξεις τους σαν κυβερνήτες ήτανε να βγάλουνε τους Βενιζελικούς αξιωματικούς της Αμύνης από το στρατό, οι οποίοι ήτανε οι φυσικοί του ηγήτορες και να φέρουνε τους αποτάκτους, οι οποίοι δεν πήρανε μέρος στον Ευρωπαϊκό πόλεμο και τους δώσανε δυο και τρεις βαθμούς παραπάνω. Οι περισσότεροι ήρθανε ανόρεχτα για να μπλεχτούνε σε μιαν υπόθεση που δεν πιστεύανε και προλέγανε την κατάληξή της.
     Η επάνοδος του Κωνσταντίνου έκοψε και τον τελευταίο δεσμό με τους λεγομένους συμμάχους μας, οι οποίοι τον μισούσανε και σήμερα δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι αυτός ήτανε Γερμανόπληκτος κι επιθυμούσε την νίκη της Γερμανίας.
     Έπειτα το μέτωπο επεκτάθηκε, γίνηκε η παράλογη και άφρονη εκστρατεία του Σαγγαρίου με την μάταιην ελπίδα ότι ο Κεμάλ θα καθότανε να πιαστή από τους Έλληνες. Στο τέλος της εκστρατείας του Σαγγάριου ο στρατός ούτε πολεμοφόδια είχε αρκετά για να πολεμήση, ούτε ρούχα, ούτε επιμελητεία. Πώς δεν μας πήρανε τότες φαλάγγι οι Τούρκοι είναι ν’ απορή κανένας.
     Ακόμα το 1922 σηκώσανε στρατό από το μέτωπο, τον στείλανε στη Θράκη για να καταλάβουνε την Πόλη. Οι Σύμμαχοί μας βέβαια το απαγορέψανε αυτό. Νομίζεις πως σε όλον αυτόν τον αγώνα εφαρμόστηκε το λεγόμενο «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Ο δυστυχής Γούναρης έβλεπε τον όλεθρο που ερχότανε και δεν ήξαιρε τι να κάνη. Ο Ξ. Στρατηγός γράφει ότι είδε μια φορά τον Γούναρη σ’ ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου σαν πήγε στην Αγγλία για να ζητήση βοήθεια, να κλαίη μαύρα δάκρυα και να του λέγη: «πρέπει να φύγωμε από τη Μικρασία, αλλά τι θα γίνουνε οι Χριστιανοί εκεί κάτω;».
     Όταν έγινε πια η αφάνταστη εκείνη καταστροφή ήρθεν η Επανάσταση, δίκασε τους κυριώτερους αντιβενιζελικούς και τουφέκισεν απ’ αυτούς τους ΕΞΗ. Ο Γούναρης ήτανε άρρωστος από τυφοειδή πυρετό, σωστό ερείπιο και για να σταθή όρθιος μπρος στο απόσπασμα για να τουφεκισθή, χρειάστηκε να τον στηρίξουνε οι άλλοι σύντροφοί του.
     Αυτοί τουφεκιστήκανε και γιατί βάλανε το Στέμμα πάνω από το Έθνος, αλλά και γιατί δεν μπορέσανε να σβύσουν τη φωτιά που άναψεν ο Βενιζέλος με την Μικρασιατική εκστρατεία. Ο ίδιος ο Μεταξάς γράφει στ’ απομνημονεύματά του: «Εγώ είμαι βασιλόφρων και θ’ ακολουθήσω τον βασιληά, έστω κι αν αυτός βλάπτει την Πατρίδα».
(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972) 

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Андрей Белый / Αντρέι Μπέλι



Εισαγωγή – μετάφραση από τα ρωσικά

                                      Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 



Αντρέι Μπέλι, ο μελαγχολικός ιππότης
Μα ’γω στα πάθη δε θα προσευχηθώ!
Μπροστά σε άλλη να γονατίσω συμφωνώ! …
Αχ, να μπορούσα ν’ αποκοιμηθώ… γιατί ακόμη ξαγρυπνώ.
Αλεξάντρ Μπλοκ

Ο Αντρέι Μπέλι, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μπορίς Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ, γεννήθηκε στην Μόσχα, στις 14 Οκτωβρίου 1880. Ήταν γιος καθηγητή, διάσημου μαθηματικού της εποχής και κοσμήτορα της Μαθηματικής Σχολής. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ζούσε στο κέντρο της Μόσχας, στην περίφημη συνοικία Αρμπάτ. Από το 1881 μέχρι το 1899 φοίτησε το Γυμνάσιο του Λ.Ι. Πολιβάνοφ, όπου φοιτούσαν τα παιδιά της πνευματικής ελίτ της εποχής. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στις τελευταίες τάξεις τον απασχόλησε ιδιαίτερα ο πνευματισμός, ενώ παράλληλα μελετούσε τη λογοτεχνία, με έμφαση στα έργα του Ντοστογιέφσκι, του Ίψεν και του Νίτσε. Μαθητής του γυμνασίου ακόμη, έγινε φίλος με τον Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Σολοβιόφ, αδελφό και εκδότη του γνωστού φιλόσοφου.
      Σπούδασε στο τμήμα Φυσικών Επιστημών της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων γνώριζε τους «πρεσβύτερους συμβολιστές», προσπαθώντας να συνταιριάσει τις μυστικιστικές καλλιτεχνικές ανησυχίες του με το Θετικισμό. Ως φοιτητής μελετάει με ενάργεια τη θεωρία του Δαρβίνου, χημεία, και ρουφάει κυριολεκτικά τα άρθρα του περιοδικού «Ο Κόσμος της Τέχνης». Το 1903 αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της ίδρυσης του λογοτεχνικού κύκλου «Οι αργοναύτες». Το 1904, σε μια συνεδρίαση της ομάδας στο διαμέρισμα του Αστρόφ, κατατέθηκε η πρόταση της έκδοσης συλλογής άρθρων με τίτλο «Ελεύθερη συνείδηση» και το 1906 κυκλοφόρησαν δύο τεύχη, που ήταν και τα μοναδικά. Στο μεταξύ ο Μπέλι είχε αποφοιτήσει με αριστείο από τη σχολή του και είχε εγγραφεί στην Ιστορική-Φιλολογική Σχολή. Ωστόσο, το 1905 σταμάτησε να πηγαίνει στα μαθήματα και το 1906 κατέθεσε αίτηση για να διαγραφεί από αυτή, έχοντας αποφασίσει να αφιερώσει όλο του το χρόνο στο περιοδικό «Ζυγός» (1904-1909)
      Το 1903 αρχίζει να αλληλογραφεί τον Αλεξάντρ Μπλοκ, με τον οποίο, τελικά, γνωρίζεται προσωπικά το 1904. Είναι η εποχή της στενής του φιλίας με τον Μπλοκ, ο οποίος την εποχή εκείνη παραμελούσε τη σύζυγό του, Λιουμπόφ Μεντελέγιεβα, η οποία ξαφνικά ερωτεύτηκε τον Αντρέι Μπέλι και του εξομολογήθηκε τον έρωτά της. Ο νεαρός Μπέλι ανταποκρίθηκε και οι δυο νέοι έγιναν εραστές. Η παράνομη σχέση τους κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια, αλλά το 1906 ο Αλεξάντρ Μπλοκ δημοσίευσε το περίφημο θεατρικό του έργο για ένα ερωτικό τρίγωνο με το τίτλο «Το μπουλούκι». Η Μεντελέγιεβα αμέσως κατάλαβε το υπονοούμενο. Ζήτησε έτσι από τον Αντρέι Μπέλι να χωρίσουν για ένα διάστημα, προκειμένου να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή της. Ακολούθησαν δέκα βασανιστικοί μήνες για τον Αντρέι Μπέλι, ο οποίος, όπως εξομολογήθηκε αργότερα σε φίλους του, σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία. Τελικά η Μεντελέγιεβα αποφάσισε να μείνει σύζυγος του Μπλοκ και να διαγράψει για πάντα από τη ζωή της τον Αντρέι Μπέλι. Ο ποιητής έφυγε τότε στο εξωτερικό, όπου περιπλανήθηκε για δύο χρόνια και έγραψε δύο ποιητικές συλλογές, αφιερωμένες η μία στον Μπλοκ και η άλλη στη Μεντελέγιεβα. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, γνώρισε την Άσια (Άννα Αλεξέγιεβνα) Τουργκιένεβα, ζωγράφο και οπαδό της ανθρωποσοφίας, και μαζί της ταξίδεψε στη Σικελία, τη Τυνησία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. 
      Το πρώτο του βιβλίο (1902), με τίτλο Δραματική συμφωνία, περιλάμβανε κείμενα γραμμένα σε ρυθμική πρόζα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1904, δημοσίευσε την ποιητική του συλλογή «Χρυσός στο γαλάζιο», όπου ξεδίπλωσε όλη την ωριμότητα της ποιητικής δημιουργίας του. Το 1909 κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Στάχτη», η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του ποιητή Νεκράσοφ και μέχρι σήμερα θεωρείται από πολλούς το αρτιότερο έργο του. Είναι η ποιητική συλλογή που γράφτηκε υπό την επήρεια των γεγονότων της Ρωσικής Επανάστασης του 1905. Εκεί περιγράφει την τραγική κατάσταση της αγροτικής Ρωσίας, παραθέτει όμως και εξαιρετικές σατιρικές προσωπογραφίες εκπροσώπων της εξουσίας και πλουσίων. 
      Η ποίηση του Αντρέι Μπέλι εισήγαγε στη ρωσική ποιητική δημιουργία πολλές νέες ιδέες και καινοτομίες. Ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη ρυθμική κάθε ξεχωριστού στίχου, τολμώντας, παράλληλα, να χρησιμοποιήσει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στο λυρισμό, την ειρωνεία και το πάθος. Διαβάζοντας τα ποιήματα του Μπέλι, ο αναγνώστης διαπιστώνει πόσο οργανικά δένονται μεταξύ τους οι τοπιογραφίες και τα φιλοσοφικά μοτίβα, οι σκηνές της καθημερινότητας και οι βαθύτερες εξομολογήσεις του ποιητή.
      Από τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνική και ποιητική κονίστρα ο Μπέλι ανήκε στο κίνημα των Συμβολιστών και ήταν θαυμαστής του φιλόσοφου Βλαδίμηρου Σολοβιόφ. Έδειξε, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έργο του Νίτσε, του Βάγκνερ, και άλλων στοχαστών και καλλιτεχνών. Ο Μπέλι μάς έχει κληροδοτήσει θαυμάσια δοκίμια και έργα για τη θεωρία του συμβολισμού, αν και ο ίδιος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, περιπλανιόταν από το ένα φιλοσοφικό δόγμα στο άλλο, σε μια αέναη αναζήτηση της αλήθειας. Στο επίκεντρο των αναζητήσεών του ήταν ο θεολογικός σχολαστικισμός με αποχρώσεις μυστικισμού. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως «Το νόημα της τέχνης μπορεί να είναι μόνο θρησκευτικό». Στη γραφίδα του ανήκουν πολλά βιβλία σχετικά με τη θεωρία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως Ο Συμβολισμός, Αραβουργήματα, Η τέχνη του Γκόγκολ.
      Ήταν φίλος με τους ποιητές Αλεξάντρ Μπλοκ, Βαλέρι Μπάλμοντ και Ντμίτρι Μερεζκόφσκι και τακτικό συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Ζυγός». Κατά την διάρκεια των ταξιδιών του στην Ευρώπη, γνωρίζεται και συνάπτει φιλικές σχέσεις με τους ανθρωποσοφιστές Ρούντολφ Στάινερ και Κριστιάν Μόργκενστερ.
      Η γνωριμία του το 1912, στο Βερολίνο με τον Ρούντολφ Στάινερ ήταν καθοριστική. Γοητεύεται από την προσωπικότητα και τις ιδέες του και γίνεται μαθητής του. Οι φίλοι του Μπέλι φοβούνται πως αυτό θα επιδράσει αρνητικά στην εξέλιξη του ως ποιητή και πεζογράφου και ο ίδιος καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να τους πείσει για το αντίθετο. Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάινερ και οι μαθητές του μετακόμισαν στην Ελβετία, όπου άρχισαν να οικοδομούν το «ναό» Γκετεάνουμ με τα ίδια τους τα χέρια. Στις 23 Μαρτίου 1914 στη Βέρνη έγινε ο πολιτικός γάμος του ποιητή με την Άννα Τουργκιένεβα. Το 1916 ο Μπέλι καλείται να εκπληρώσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα και, ταξιδεύοντας μέσω της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας, επιστρέφει στη Ρωσία, δίχως όμως τη σύζυγό του.
      Αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, γίνεται μέλος της ομάδες «Σκύθες», στην οποία συμμετείχε και ο Αλεξάντρ Μπλοκ. Είναι η εποχή που τον περιβάλλει η φήμη και το κύρος του επιφανούς θεωρητικού της τέχνης, του εξαίρετου ποιητή και συγγραφέα.
      Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, μαζί με άλλους καλλιτέχνες αρχίζει να εργάζεται στην οργάνωση Προλεταριακή Κουλτούρα. Το 1919 αρχίζει να σκέφτεται την αυτοεξορία του στο εξωτερικό, προκειμένου να συναντήσει τη σύζυγό του. Οι αρχές καθυστερούν να του δώσουν διαβατήριο, πράγμα που το επιτυγχάνει μόλις το 1921. Συναντιέται, επιτέλους, με τη σύζυγό του, μόνο που εκείνη τού προτείνει να χωρίσουν οριστικά. Είχε ήδη αποφασίσει να αφιερώσει όλο της το χρόνο στη διάδοση των ιδεών του Στάινερ και πολλοί την αποκαλούσαν «μοναχή της ανθρωποσοφίας».
      Τον Οκτώβριο του 1923 ο Μπέλι επιστρέφει στη Μόσχα. Μετά από λίγο, εμφανίζεται στη ζωή του μια άλλη γυναίκα, με την οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η Κλαύδια Νικολάγιεβνα Βασίλιεβα, η οποία ήταν και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο ίδιος δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, διακατεχόταν όμως από αισθήματα εξάρτησης από αυτήν, καθώς την θεωρούσε σωτήρα του. Ήρεμη, μειλίχια, περίφροντις, η Κλαύδια έγινε στις 18 Ιουλίου 1931 σύζυγός του. Από τον Μάρτιο του 1925 μέχρι τον Απρίλιο του 1931 ζούσαν σε δυο δωμάτια που νοίκιαζαν στο Κούτσινο, στα περίχωρα της Μόσχας.
      Εκτός όμως από ποιητής, ο Αντρέι Μπέλι διακρίθηκε και ως πεζογράφος με τα μυθιστορήματα Ασημένιο περιστέρι(1909)Πετρούπολη (1914), Ο γατούλης Λετάγιεφ (1922)Μόσχα (1926-32). Πρόκειται για μυθιστορήματα γκροτέσκα, για σατιρικά έργα, στα οποία η πραγματικότητα περιγράφεται μέσα σε ένα πέπλο μυστικισμού. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η αποσπασματικότητα της πλοκής, το πέρασμα από τη μια διάσταση του χρόνου στην άλλη, το παιχνίδι του ρυθμού και των ήχων. Κατά τη δεκαετία του 1930 ο Μπέλι έγραψε βιβλία με απομνημονεύματα και αναμνήσεις, όπως Στο μεταίχμιο δύο αιώνωνΗ αρχή του αιώνα και Μεταξύ δύο επαναστάσεων, τα οποία αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη και χρήσιμο εργαλείο για τη κατανόηση της ιστορίας των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και της πνευματικής ζωής της Ρωσίας γενικότερα.
      Δίχως την αντιφατική, συγκλονιστική και εμπνευσμένη μορφή του Αντρέι Μπέλι είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή η ατμόσφαιρα της εποχής που προηγήθηκε του 1917 και των κατακλυσμιαίων γεγονότων. Ο ίδιος ο ποιητής, μαζί με τον Αλεξάντρ Μπλοκ, την εξέλαβαν ως νέμεση για τις αποτρόπαιες πράξεις της τσαρικής εξουσίας. Προφανώς, δεν υποπτευόταν καν τίνος τα κεφάλια θα κοπούν μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων.
Ο Αντρέι Μπέλι πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1934 στη Μόσχα, στα χέρια της Κλαύδιας Νικολάγιεβνα Βασίλιεβα. Η Λιουμπόφ Ντμίτριεβνα Μεντελέγιεβνα, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, έζησε πέντε ακόμη χρόνια.

    М. И. Цветаевой
  
   Неисчисляемы
   Орбиты серебряного прискорбия,
   Где праздномыслия
   Повисли -
   Тучи...
  
   Среди них -
   Тихо пою стих
   В неосязаемые угодия
   Ваших образов:
  
   Ваши молитвы -
   Малиновые мелодии
  И
   Непобедимые ритмы.
  
   1922
   Цоссен

     САМОСОЗНАНИЕ
  
   Мне снились: и море, и горы...
   Мне снились...
  
   Далекие хоры
   Созвездий
   Кружились
   В волне мировой...
  
   Порой метеоры
   Из высей катились,
   Беззвучно
   Развеявши пурпурный хвост надо мной.
   Проснулся - и те же: и горы,
   И море...
  
   И долгие, долгие взоры
   Бросаю вокруг.
  
   Все то же... Докучно
   Внимаю,
   Как плачется бездна:
  
   Старинная бездна лазури;
   И - огненный, солнечный
   Круг.
  
   Мои многолетние боли -
   Доколе?..
  
   Чрез жизни, миры, мирозданья
   За мной пробегаете вы?
  
  
   В надмирных твореньях, -В паденьях-
   Течет бытие... Но -о боже -
  
   Сознанье
   Все строже, все то же -
  
   Все то же
   Сознанье
   Мое.
  
  Февраль 1914
  Базель
  
ГОЛОС ПРОШЛОГО 
1.
В веках я спал... Но я ждал,
О, невеста Север моя!
Я встал из подземных зал
Спасти − тебя, тебя!

Мы рыцари дальних стран.
Я − рог, гудящий из тьмы.
В сырой, в дождевой туман −
Несемся на север мы.

На крутые груди коней
Кидается чахлый куст...
Как ливень, потоки дней,
Как бури, глаголы уст!

Плащ семицветием звезд
Слетает в туман с плеча,
Тяжелый червонный крест −
Рукоять моего меча.

Его в пустые края
Вознесла стальная рука.
Секли мечей лезвия −
Не ветер − года, века!

2.

Тебя с востока мы −
Идем встречать в туман:
Верю, − блеснешь из тьмы,
Рыцарь далеких стран:
Слышу топот коней...
Зарей багрянеет куст...
Слетает из бледных дней
Призыв гремящих уст.
Тяжел железный крест...
Тяжела рукоять меча...
В туман окрестных мест
Дымись, моя свеча!

1911, Боголюбы

Поет облетающий лес
нам голосом старого барда.
У склона воздушных небес
протянута шкура гепарда.
  
Не веришь, что ясен так день,
что прежнее счастье возможно.
С востока приблизилась тень
тревожно.
  
Венок возложил я, любя,
из роз - и он вспыхнул огнями.
И вот я смотрю на тебя,
смотрю, зачарованный снами.
  
И мнится - я этой мечтой
всю бездну восторга измерю.
Ты скажешь - восторг тот святой?
Не верю!
  
Поет облегающий лес
нам голосом старого барда.
На склоне воздушных небес
сожженная шкура гепарда.
  
Апрель 1902
Москва

                            Я
  
   Далек твой путь: далек, суров.
   Восходит серп, как острый нож.
   Ты видишь - я. Ты слышишь - зов.
   Приду: скажу. И ты поймешь.
  
   Бушует рожь. Восходит день.
   И ночь, как тень небытия.
   С тобой Она. Она как тень.
   Как тень твоя. Твоя, твоя.
  
   С тобой - Твоя. Но вы одни,
   Ни жизнь, ни смерть: ни тень, ни свет,
   А только вечный бег сквозь дни.
   А два летят, летят: их - нет.
  
   Приди. - Да, да: иду я в ночь.
   Докучный рой летящих дней!
   Не превозмочь, не превозмочь.
   О ночь, покрой кольцом теней!
  
   Уйдешь - уснешь. Не здесь, а - там.
   Забудешь мир. Но будет он.
   И там, как здесь, отдайся снам:
   Ты в повтореньях отражен.
  
   Заснул - проснулся; в сон от сна.
   И жил во сне; и тот же сон,
   И мировая тишина,
   И бледный, бледный неба склон;
  
   И тот же день, и та же ночь;
   И прошлого докучный рой...
   Не превозмочь, не превозмочь!...
   Кольцом теней, о ночь, покрой!
  
  Декабрь 1907
  Петербург

      
 Στην Μαρίνα Τσβετάγιεβα
Αναρίθμητες
Οι τροχιές της ασημένιας θλίψης,
Όπου της οκνηρίας οι σκέψεις
Έφεραν –
Μαύρα σύννεφα …
Ανάμεσα τους –
Ήρεμα τραγουδώ ένα στίχο
Για την ανεπαίσθητη χάρη
Των μορφών σας:
Οι προσευχές σας –
Γλυκές μελωδίες
Και ακατανίκητος ρυθμός
1922
ZossenΑπό την ποιητική συλλογή «Μετά το χωρισμό» (1922)


Αυτοσυνείδηση
Ονειρεύτηκα: και τη θάλασσα, και τα βουνά…
Ονειρεύτηκα…
Μακρινές χορωδίες
Των αστερισμών
Περιστρέφονταν
Στα κύματα της οικουμένης…
Κάποιες στιγμές οι μετεωρίτες
Κυλούσαν από τα ύψη
Αθόρυβα
Απλώνοντας την πορφυρή ουρά τους από πάνω μου.
Ξύπνησα και πάλι τα ίδια: και τα βουνά,
Και η θάλασσα…
Και ρίχνω γύρω μου
Βλέμματα μακρινά, μακρινά.
Όλα είναι ίδια… Πληκτικά
Κοιτάζω
Πώς κλαίει το έρεβος:
Το αρχέγονο έρεβος
Του γαλανού·
Και ο φλεγόμενος κύκλος
Του Ήλιου.
Πόνοι μου πολύχρονοι
Ώς πότε;
Ξοπίσω μου τρέχετε
Μέσα από ζωές, κόσμους, σύμπαντα;
Στα υπερκόσμια πλάσματα, –στις πτώσεις–
Κυλά το είναι… Αλλά –ω Θεέ!–
Η συνείδηση
Ολοένα και πιο αυστηρά, παραμένει η ίδια –
Παραμένει η ίδια
Η συνείδηση
Μου.
Φεβρουάριος 1914
Βασιλεία Από την ποιητική συλλογή «Η βασίλισσα και οι ιππότες»
     
Η φωνή του παρελθόντος
1
Αιώνες κοιμόμουν… Περίμενα όμως,
Εσένα Βορρά, μνηστή μου!
Για να σε σώσω, βρήκα από
Τις υπόγειες αίθουσες, για να σε σώσω!
Είμαστε ιππότες χωρών μακρινών.
Είμαι το κέρας που σαλπίζει στο σκοτάδι.
Μέσα στην υγρή, τη βροχερή ομίχλη –
Προς το Βορρά τραβάμε.
Στων αλόγων τα στήθη τα κυρτά
Μια μαραμένη βάτος κρέμεται…
Σα νεροποντή είναι το ρεύμα των ημερών
Σα θύελλα τα λόγια των χειλιών!
Το επτάχρωμο αδιάβροχο των αστεριών
Πετάει προς την ομίχλη από τον ώμο,
Βαρύς του φάντη ο σταυρός –
Η λαβή του σπαθιού μου.
Χέρι ατσάλινο τον έφερε
Ώς εδώ την ερημιά.
Την κόψη του ξίφους ακόνιζαν –
Όχι ο άνεμος– μα οι χρόνοι, οι αιώνες!

2
Ερχόμαστε απ’ την Ανατολή
Μεσ’ την ομίχλη να σε συναντήσουμε:
Πιστεύω, θα λάμψεις μέσα στο σκοτάδι
Ιππότη εσύ μιας χώρας μακρινής…
Ακούω των καλπασμό των αλόγων
Την αυγή που πυρπολεί τη βάτο
Πετώντας από τις χλομές μέρες
Θα έρθει το κάλεσμα των χειλιών του μέλλοντος.
Βαρύς ο σιδερένιος ο σταυρός
Βαριά η λαβή του ξίφους
Λάμψε μεσ’ την ομίχλη
Κερί μου!
1911
Μπογκολιούμπι.

Ο ποιητής που πετάει στο δάσος
Πάνω στη φωνή ενός γέρου βαρύτονου.
Στην πλαγιά των ιπτάμενων ουρανών
Είναι απλωμένο το τομάρι ενός γατόπαρδου.

Δεν πιστεύεις, κι ας είναι ξεκάθαρο πολύ,
Πως η παλιά ευτυχία είναι δυνατή.
Από την Ανατολή μια σκιά
Ανήσυχη πλησιάζει.

Στεφάνι από ρόδα που αγαπώ, απώθησα,
Κι εκείνο άρπαξε φωτιά.
Και να που τώρα σε θωρώ
Από τα όνειρα μαγεμένος.

Και κυνηγώντας το όνειρο αυτό
Θα μετρήσω όλο το έρεβος της έκστασης
Θα πεις ότι η έκσταση τούτη είναι ιερή …
Δεν σε πιστεύω!
Ο ποιητής που πετάει στο δάσος
Πάνω στη φωνή ενός γέρου βαρύτονου.
Στην πλαγιά των ιπτάμενων ουρανών
Είναι το καμένο τομάρι ενός γατόπαρδου.
Απρίλιος 1902
Μόσχα
Από την ποιητική συλλογή «Χρυσό στο γαλάζιο»
                           Εγώ
Μακρύς ο δρόμος σου: μακρύς και δύσκολος.
Το δρεπάνι ανατέλλει, σαν ακονισμένο μαχαίρι.
Εγώ είμαι βλέπεις. Εσύ το κάλεσμα ακούς.
Θα έρθω και θα πω. Κι εσύ θα καταλάβεις.
Θροΐζει η αλέα. Η μέρα ανατέλλει.
Κι η νύχτα σα σκιά ανυπαρξίας πια.
Μαζί σου είναι. Σα σκιά.
Σαν τη σκιά σου. Τη δική σου τη σκιά.
Μαζί σου είμαι δική σου. Μα είμαι βλέπεις μοναχός,
Μηδέ ζωή, μήδε θανατικό: ούτε σκιά, ούτε φως,
Μα η αιώνια φυγή μέσ’ στις μέρες.
Κι οι δυο πετούν, πετούν: μα δεν υπάρχουν πια.
Έλα. – Ναι, ναι: θα έρθω τη νύχτα.
Η ζαλισμένη ροή των ιπτάμενων ημερών!
Μην αντιστέκεσαι, μην αντιστέκεσαι.
Ω νύχτα, έλα και σκέπασέ με, με το δαχτυλίδι των σκιών!
Αν φύγεις θα αποκοιμηθείς. Δεν είμαι εδώ, μα εκεί.
Θα λησμονήσεις τον κόσμο. Μα θα υπάρχει.
Κι εκεί, κι εδώ, στα όνειρα παραδίνεσαι:
Αντανακλάσαι στις επαναλήψεις.
Αποκοιμήθηκες – ξύπνησες. Απ’ όνειρο σ’ όνειρο.
Ζούσες μέσα στ’ όνειρο. Μα όνειρο κι εδώ,
Στην οικουμενική ησυχία
Και ο χλομός, ο χλομός θόλος τ’ ουρανού.
Και πάλι μέρα, και πάλι νύχτα·
Κι η ζαλισμένη ροή του παρελθόντος …
Μην αντιστέκεσαι, μην αντιστέκεσαι!
Με το δαχτυλίδι των σκιών, ω νύχτα σκέπασέ με!
Δεκέμβριος 1910
Πετρούπολη
 Από την ποιητική συλλογή «Κάλπη»