Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Απόκοπος. Το πρώτο λαϊκό ανάγνωσμα που τυπώθηκε. (1509)

Ο Απόκοπος του Μπεργαδή.
Το πρώτο Ελληνικό λαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα που τυπώθηκε σε βιβλίο.

Μελέτη, επιμέλεια: Δημήτρης Σκουρτέλης


Ο “Απόκοπος” είναι ένα ποίημα του Μπεργαδή, ενός άγνωστου κατά τα άλλα ποιητή. Ο τίτλος προέρχεται από τον πρώτο του στίχο (Μίαν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα)και έχει σαν θέμα μια περιήγηση στον Κάτω Κόσμο, ένα θέμα πανάρχαιο και δημοφιλέστατο.
Το ποίημα ήταν διαδεδομένο, και πολλοί στίχοι του επέχουν θέση παροιμίας. Η εικόνα του Κάτω Κόσμου είναι αυτή των Δημοτικών Τραγουδιών. Οι επιδράσεις από τα Ακριτικά έπη είναι διαφανείς. Η κοινωνική κριτική του, είναι οξύτατη και ίσως, ακόμα επίκαιρη.

Αλλά αυτό που έχει την μεγαλύτερη αξία σε αυτά τα πρώιμα Νεοελληνικά λογοτεχνήματα, είναι η Γλώσσα.

...εἶπα των: "Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
ἐκ τὰ θυμᾶσθε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπέκει:
ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργεῖ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
χρόνος ὁ δωδεκάμηνος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει.
Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται,
καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται"...”

Τὸν Χάρον τως ἐσπείρασιν, θάνατον ἐθερίσαν,
κόπους τοὺς ἀγωνίζοντα ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν”


Η ζωντανή λαϊκή, εκφραστική Ελληνική γλώσσα, που είναι ήδη τόσο καλλιεργημένη που αποτελεί πιά ένα τέλειο μέσο έκφρασης, και αποδείχνει την ενεργή ποιητική της χρήση της προηγούμενους, βυζαντινούς αιώνες.
Δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, πολλά τέτοια μνημεία, διότι τα περισσότερα ήταν διαδεδομένα προφορικά.

Μια γλώσσα που οι λόγιοι έκαναν το παν για να καταπνίξουν...



Ο Απόκοπος τυπώθηκε στην Βενετία, από ένα τυπογραφείο που ίδρυσαν Κρητικοί:

Κρήτες τυπογράφοι στη Βενετία τα χρόνια της Ενετοκρατίας στην Κρήτη
Ζαχαρίας Καλλιέργης και Νικόλαος Βλαστός (15ος-16ος αιώνας)


Ο Ζαχαρίας Καλλιέργης ή Καλλέργης και o Νικόλαος Βλαστός κατάγονταν από αρχοντικές οικογένειες του Ρέθυμνου. Και οι δυο είχαν τις ρίζες τους στα 12 αρχοντόπουλα του Βυζαντίου. Ο Ζ. Καλλιέργης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1473 και πήγε στη Βενετία γύρω στο 1490, όπου αρχικά εργάστηκε ως αντιγραφέας χειρογράφων. Ήταν λόγιος, καλλιγράφος, αντιγραφέας χειρογράφων, σχεδιαστής και κατασκευαστής τυπογραφικών στοιχείων, διορθωτής και επιμελητής κλασικών κειμένων. Αυτή η πολύπλευρη δραστηριότητα του δείχνει άνθρωπο με ευρεία μόρφωση στις τέχνες και τα γράμματα.

Ο Ν. Βλαστός γεννήθηκε και αυτός στο Ρέθυμνο στα μέσα του 15ου αιώνα, και στη Βενετία βρισκόταν τουλάχιστον από το 1480. Ήταν φιλόλογος, καλλιγράφος, αντιγραφέας χειρογράφων και συγχρόνως χαράκτης και σχεδιαστής τυπογραφικών στοιχείων. Στον κύκλο των τυπογράφων της Βενετίας γνώρισε τον Άλδο Μανούτιο και συνδέθηκε φιλικά μαζί του. Εκεί γνώρισε και το συμπατριώτη του Ζ. Καλλιέργη που συνεργάστηκε μαζί του σε τυπογραφικές εργασίες.

Το 1499 ο Ζ. Καλλιέργης και ο Ν. Βλαστός ίδρυσαν στη Βενετία τυπογραφείο, που ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στην πόλη αυτή.

Το ποιος δημιούργησε το τυπογραφείο και πώς λειτούργησε η μεταξύ τους συνεργασία είναι αδιευκρίνιστο.

Κατά τον Κ. Σάθα ιδρυτής του τυπογραφείου ήταν ο Ν. Βλαστός, ενώ οι Ζ. Καλλιέργης και Ι. Γρηγορόπουλος, που μνημονεύονται μαζί του, ήταν τυπογράφοι ή διευθυντές της τυπογραφίας.

Ο Ν. Κοντοσόπουλος λέει: Το τυπογραφείο του Καλλιέργη κατέστη αληθές Κρητικόν εργαστήριον.

Στο «Χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας» του Ν. Σκιαδά διαβάζουμε:

Το τυπογραφείο όμως, που επισκίασε όλα τα άλλα τυπογραφεία της Βενετίας, ήταν εκείνο που ιδρύθηκε στα 1499, πιθανότατα από την Άννα Νοταρά, τη μνηστή του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που χαρακτηρίζεται, πολύ σωστά, ως η πρώτη ελληνική τυπογραφία.

Όπως και να έχει το πράγμα, το τυπογραφείο αυτό με τη συνεργασία Καλλιέργη – Βλαστού έμεινε ονομαστό για τις εκδόσεις του.

Η Κρητική ταυτότητα του τυπογραφείου.

Χαρακτηριστικό του τυπογραφείου αυτού είναι το ότι όλοι όσοι δούλευαν σ’ αυτό ήταν Κρητικοί, γι’ αυτό πολύ σωστά ο Ν. Κοντοσόπουλος το χαρακτηρίζει ως ένα Κρητικό εργαστήρι.

Πράγματι, οι σχεδιαστές, οι χαράκτες και κατασκευαστές τυπογραφικών στοιχείων, οι διορθωτές και επιμελητές των κειμένων, οι χορηγοί και οι εκδότες των έργων ήταν όλοι Κρητικοί.

Ο Καλλιέργης, αφού για αρκετά χρόνια ασχολήθηκε με την αντιγραφή χειρογράφων, το 1509 επανίδρυσε το τυπογραφείο στη Βενετία. Τύπωσε 4 βιβλία από τα οποία το Ωρολόγιο, τα Εξεψάλματα και η Έκθεση παραινετική είναι λειτουργικά και προορίζονταν για την εκκλησία και για σχολική διδασκαλία. Το τέταρτο είναι ο Απόκοπος, ποίημα του Κρητικού Μπεργαδή.

Είναι το πρώτο λαϊκό λογοτεχνικό ανάγνωσμα που τυπώθηκε σε βιβλίο.

Το όνομα του ποιήματος (ο τίτλος του) Απόκοπος, προέρχεται από τον πρώτο στίχο του ποιήματος:

Μίαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην (επιθύμησα).

Στο ποίημα αυτό ο Μπεργαδής περιγράφει μια κάθοδό του στον Άδη μέσα από ένα όνειρο.

Στα βιβλία αυτά τα επίτιτλα και τα πρωτογράμματα, αν και είναι πάλι βυζαντινού τύπου, διαφέρουν από αυτά των προηγούμενων εκδόσεων και η ερυθροτυπία είναι περιορισμένη.

Σημείωση: Ένα πρόβλημα στην αρίθμηση των στίχων προέρχεται από τον εκδότη.

Ἀπόκοπος τοῦ Μπεργαδῆ,
ρίμα λογιοτάτη,
τὴν ἔχουσιν οἱ φρόνιμοι
πολλὰ ποθεινοτάτη.

Μίαν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην·
ἤθεκα στὸ κρεβάτιν μου κ' ὕπνον ὑποκοιμήθην.
[5] Ἐφανίσθη μου κ' ἔτρεχα εἰς λιβάδιν ὡραιωμένον,
φαρὶν ἐκαβαλίκευγα, σελοχαλινωμένον·
κ' εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὸ χέρι μου κοντάριν,
ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίτες καὶ δοξάριν.
Κ' ἐφάνη με ὀκ' ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα·
[10] ὧρες ἐκοντοστένετο καὶ ὧρες μὲ βίαν ἐκίνα.
Προυνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα·
ἔτρεχα ὥστε κ' ἐτσάκισε τὸ σταύρωμαν ἡ μέρα.
Κ' εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν
καὶ πῶς καὶ πότ' ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν.
[15] Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα οὕτως καὶ τὸ σπουδάζειν
καὶ τὸ ξετρέχειν τ' ἄπιαστον καὶ τὸ φαρὶν κολάζειν.
Καὶ ἀγάλι' ἀγάλι' ἐπήγαινα, σιγὰ σιγὰ περπάτουν,
τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ' ἄνθη καὶ τὰ καλά του.


Καὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῦ λιβαδιοῦ τὴν μέσην
[20] κ' ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν.
Ἐπέζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ' ἔδεσα τ' ἄλογόν μου
καὶ τ' ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου.
Ὁ τόπος ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην,
ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ' ἦτον γεμάτος τ' ἄνθη.
[25] Τὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ' εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα,
εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα.
Καὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα
κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα.
Καὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου
[30] καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδίαν καὶ ὅλημερνοῦ τοῦ κόπου
ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω
κ' ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω.

Κ' ἐφάνη με, εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον.
[35] Εὐθὺς τ' ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην
καὶ τὸ μελίσσιν μὲ θυμὸν ἀπομακρὰς μ' ἐδέχθην.
Λοιπὸν ἀνέβην στὸ δενδρὸν μὲ βίαν πολλὴν καὶ κόπον
καὶ, ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον.
Ἥπλωσ', ἐπίασα ἐκ τὸ κερὶν κ' ἤφαγ' ἀπὸ τὸ μέλι
[40] κ' εἶπε μου μέσα ΐ λογισμός: δῶσ' τῆς ψυχῆς τὸ θέλει.
Ἔτρωγα, οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντ' ἐπείνουν
καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φὰν ὕστερα πάλ' ἐκίνουν.
Κ' ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ µὲ τοξεύη
καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνισεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη,
[45] νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά 'ρθη·
κ' ἐγὼ τὸ φὰν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην.
Καὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους του τριγύρου,
καὶ πάλιν μέσα τὸ ἔβλεπα, τίς τό 'σειεν ἐσυντήρουν.

Καὶ δύο, μ' ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν,
[50] ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν.
Εἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση,
ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση.
Κ' ἐγὼ τὸ δεῖν το ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην,
ἀλλ' ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φὰν ἔμεινα ἐκεῖ κ' ἐπίασθην.
[55] Τὸ δένδρον, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ' εἰς λιβάδιν,
ἦτον εἰς φρούδιν ἐγκρεμνοῦ κ' εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν.
Καὶ ὡς ἔκλινεν, μ' ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμνὸν ἐζήτα
κ' ἡ μέρα πάντ' ὠλίγαινεν κ' ἐσίμωνεν ἡ νύκτα.
Καὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα,
[60] ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπίασα.
Καὶ δράκοντ' εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδίου τὸν πάτον
κ' ἤχασκεν κ' ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω.

Λοιπὸν τὸ δένδρον ἔπεσε κ' ἐγὼ μετ' αὖτ' ἐπῆγα
καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάσασιν κ' οἱ μέλισσες ἐφύγαν·
[65] καὶ ἐφάνη μ', ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα
καὶ ἐμπῆκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν κι ἀνήλιον χῶμα.
Καὶ ἐκεῖ ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον,
ὄχλον μ' ἐφάνην κ' ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων·
διὰ τό 'μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι·
[70] καὶ ἐδόθη λόγος μέσα των νὰ πέμψουσι νὰ δοῦσιν,
τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν
καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε, διχῶς βουλὴν ἐμπῆκεν.
Καὶ δύο μ' ἐφάνην κ' ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι,
ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
[75] Κλιτὰ µ' ἐχαιρετήσασιν,ἥμερα μ' ἐσυντύχαν
κ' ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα.

Λέγουν μου: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Τίς εἶσαι; Τί γυρεύεις;
Καὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις;
Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες,
[80] καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες;
Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται γιαγείρειν·
μόνε ἡ νεκρανάστασις (ἠ)μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη.
Τὰ χνότα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν·
νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου·
[85] ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν!

Εἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα.
Ἀστράπτ', εἰπέ μας, ἢ βροντᾶ κι ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει
καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει·
καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι
[90] καὶ ἀνὲ μυρίζου τὰ βουνιὰ καὶ τὰ δεντρὰ ν' ἀθοῦσι·
ἂν εἶ‹ν'›λιβάδια δροσερά· φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας;
Λάμπουσιν τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας;
Καὶ ἀνὲ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιές, νὰ ψάλλουν οἱ παπάδες
καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν' ἅφτουσι τὲς λαμπάδες·
[95] παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται, νέοι, τὸ καλοκαίριν
καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατώντ' ἀπὸ τὸ χέριν
καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι
καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι;

Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες;
[100] καὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ' ὥρας νὰ σκολάσουν,
Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερὲς τάχα καὶ χαίροντ' ὅλες;
νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρόν, νὰ ἐβγαίνουσιν ν' ἀλλάσσουν·
καὶ τὸ ταχὺ τὴν Κυριακὴν τὴν ὄψιν τως νὰ νίβγουν
καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησί' ἂν παγαίνουν·
καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντιῶν οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν
[120] καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνώντα νὰ μυρίζουν·
νά 'χουν οἱ ἄρχοντες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους
καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτοὺς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους·
νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν
καὶ µὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν·
[125] καὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ 'κοδεσπότες,
ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες.

Τὸν κόσμον τὸν ἐδιάβαινες, τὲςχῶρες τὲς ἐπέρνας,
οἱ ζωντανοὶ ὁποὺ χαίρουνται, ἂν μᾶς θυμοῦντ' εἰπέ μας·

εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ µᾶς ἢ κόπτουνται καμπόσον;
Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν, τάχα λυποῦνται τόσον;

[105] Βαστᾶς μαντάτα καὶ χαρτιά, παρηγοριὲς θλιμμένων
ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον;
Ἀνάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντάτα
καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ' μας τ' αὐτὰ καὶ νά τα!"

Καὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δύο στενάζαν:
[110] "Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον! Ἄνοιξε, γῆς!" ἐκράζαν·
"Κ' οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν, νὰ πέσουν οἱ κατῆνες,
νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ' οὐρανοῦ, νά 'μπουν τοῦ ἡλίου οἱ ἀκτίνες,
[νὰ ἰδῆ ὁ εἷς τὸν ἄλλον μας, (ὀ)λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη·
ἂν ἔχουν οἱ νέοι τὴν ὄψιν τως καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη.]"

[115] Εἶδα τους πῶς ἐκόπτουντα καὶ πῶς ἀναστενάζαν,
καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ µ' ἐβιάζαν.
Καὶ ὡσὰν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάποσα ἐλυπήθην,
[130] καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τῶν εἰπῶ ἐθυμήθην,
εἶπα των: "Οὐρανὸς κρατεῖ καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
ἐκ τὰ θυμᾶσθε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπέκει:
ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργεῖ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
χρόνος ὁ δωδεκάμηνος ὡσὰν τροχὸς γυρίζει.
[135] Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδὲν θυμοῦνται,
καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται".

Λέγουν με: "Αὐτοὶ ὁποὺ χαίρουνται ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν
ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ' ἔβαλαν εἰς τὸν Ἅδην;"
"Αὐτοί", λέγω, "ὁποὺ χαίρουνται αὐτοῦ μοιράδιν ἔχουν,
[140] ἀλλ' ἀπολησμονῆσαν των ὀκαὶ ἀπ' αὐτοὺς ἀπέχουν.
Μὲ ἄλλους τὸν βίον τως χαίρουνται καὶ αὐτῶν ἐλησμονῆσαν,
νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν".
Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν: "Οἱ νιὲς ὁποὺ ἐχηρέψαν
τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν;
[145] Ἢ μαῦρα ράσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι
καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐµᾶς παρακαλοῦσι;
Μὴ µᾶς τὸ κρύψης, (εἰ)πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται·
ἢ µὲ ἄλλους τώρα χαίρουνται καὶ ἐµᾶς οὐδὲν θυμοῦνται;"
Καὶ ὡς εἶδα πόσον κόπτουνται καὶ βιάζουνται νὰ μάθουν,
[150] ἐσίγησα τ' ἀποκριθῆν, τὸ κόπτουνται μὴ πάθουν,
ἀκόντα τὰ γενόμενα μὴ τῶν πληθύνουν πόνοι·
εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός: τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει.
Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ' ἔσεισα τὸ κεφάλιν
καὶ ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα μὴ µ' ἐρωτήσουν πάλιν.
[155] Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐµὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν
καὶ πρὸς τὸ πρῶτον (ἐ)ρώτημαν πάλιν μ' ἀνερωτῆσαν:
"Τί καρτερεῖς τ' ἀποκριθῆν; Ἄνθρωπ', ἀπιλογήσου·
εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, (εἰ)ς τὰ πάσχομεν λυπήσου!"
Καὶ κάπου ἀποκρίθην των, εἶπα των: "Τί ἐρωτᾶτε;
[160] Καὶ τί μὲ βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε;
Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ ἐφάνη:
φίλον οὐκ ἔχει ὁποὺ θαφῆ, ἀλλ' οὐδ' ‹ὁπ'› ἀποθάνη.
Λέγει το κ' ἡ παραβολὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ψόμα:
οὐαὶ τὸν βάλουν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν σκεπάση χῶμα!"

[165] Λέγω τους: "Πρὸς ἀπόκρισιν τάχα δοικᾶ σας τοῦτο;
Ἂν δὲ σᾶς σώνει, νὰ σᾶς (εἰ)πῶ τὸ τέτοιον καὶ τοσοῦτον,
πολλὰ ν' ἀναστενάξετε, νὰ μυριολυπηθῆτε
καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης καὶ σπουδῆς στὸν Ἅδην νὰ στραφῆτε.
Ὅμως, ὡς μ' ἐρωτήσετε, θέλω σᾶς τ' ἀναφέρει
[170] στὸν κόσμον πῶς πορεύεται τοῦ καθενὸς τὸ ἑταίριν:

Οἱ νὲς ὁποὺ ἐχηρέψασιν ἀλλῶν χείλη φιλοῦσιν,
ἄλλους περιλαμβάνουσιν κ' ἐσᾶς καταλαλοῦσιν.
[Στολίζουν τους τὰ ροῦχα σας, στρώνουν των τὰ λινά σας
κ' ἔχουν καὶ λόγον μέσα των μὴ λέγουν τ' ὄνομά σας.
[175] Καὶ τὸν ἐζήσασιν καιρὸν μὲ τὴν ἐσᾶς ὁμάδαν
ἐφάνην τους οὐκ ἔζησαν ἡμέραν ἢ ἑβδομάδαν.

Ζώντα σας ἐλογίζουντα ἄλλους τοὺς ἠγαποῦσαν·
νὰ λείψετε ἐσπουδάζασιν, νὰ ἐβγῆτ' ἐπεθυμοῦσαν.

Καὶ ἀπεὶν ἐσᾶς ἐθάψασιν τάχα καὶ μαῦρα ἐβάλαν,
[180] ἐδιφορῆσαν ἀπ' αὐτὲς κ' ἔκαμαν πάλιν γάλαν.
Καὶ ἀπ' ἐντροπῆς ἐδείχνασι δάκρυα πικρὰ νὰ χύνουν
καὶ τότ' ἐλέγαν μέσα τως μὲ ἄλλον ἄντρα νὰ μείνουν.
Ἀλήθεια, μοίραν ἀπ' αὐτὲς ἔδειξαν νὰ χηρέψουν,
νὰ κάτσουν εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ µὴ γυρέψουν·
[185] καὶ εἰς ὀλιγούτσικον καιρὸν ἐβγῆκαν νὰ γυρίζουν
καὶ νὰ ἐξετρέχουν ἐκκλησιές, τὸν βίον σας νὰ χαρίζουν.
Βαστοῦν κεριὰ καὶ πατερμούς, φοροῦν πλατιὲς ἀμπάδες,
ἀποτρομοῦν καὶ ρίκτουσιν ἁγίασμα ὡσὰν παπάδες.
Καὶ ἀπὸ τὲς ἕξι ἢ ἑπτὰ πᾶσαν ἑορτὴν καὶ σκόλην,
[190] ἀπεὶν σφαλίσουν οἱ ἐκκλησίες καὶ ἀπεὶν μισέψουν ὅλοι,
τὰ μνήματά σας διασκελοῦν καὶ ἀπάνω σας διαβαίνουν,
µὲ τοὺς παπάδες ταπεινά, κουρφὰ νὰ συντυχαίνουν·
τὰ εὐαγγέλια νὰ ἐρωτοῦν, συχνὰ νὰ κατουμύζουν,
µ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελοῦν, μὲ τ' ἄλλο[ν] νὰ κανύζουν.

[195] Ἄλλες ἀπὸ διαβατικόν, ἄλλες μὲ ὀλίγον βρῶμα
καὶ µὲ τὴν νυκτοσυνοδιὰν κομπώνουνται στὸ στρῶμα.

Μὰ ὅσες πονοῦν ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ἀληθινὰ χηρέψουν
κάθουνται εἰς τὰ σκοτεινά, ἄντρα νὰ µὴ γυρέψουν.
Ἀπέχουσιν τὲς ἐκκλησιές, μισοῦν τὰ μοναστήρια
[200] καὶ σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τὰ παραθύρια·
ἔχουν τὸν λογισμὸν παπάν, τὸν νοῦν ἐξαγοράρην,
τοῦ κόσμου τῆς συκοφαντιᾶς φεύγουσιν τὸ γομάριν.
Τὰ ὄρνια πῶς μαζώνουνται ἐλάχετε στὸ βρῶμα
καὶ ὀπίσω τους τ' ἀλλάγι του‹ς› ὡς φαμελιὰ στὸ δῶμα;
[205] Οὕτως ἐκεῖ μαζώνουνται εἰς αὖτες οἱ πατέρες
καὶ ὡς ἐξ ἀνάγκης κάμνουσιν τὲς νύκτες των ἡμέρες.
Νὰ τὲς κινήσουν πολεμοῦν, νὰ τὲς ξεβγάλουν πάσκουν·

«Κεράτσα, τί σὲ ὠφελᾶ νὰ κάθεσαι στὸ σπίτιν
[210] καὶ νά 'σαι εἰς τὰ σκοτεινὰ σὰν ὄρνιθα στὴν κοίτην;
Κερά, κατέβα ἐκ τὰ ψηλά, κατέβα ἀπὸ τ' ἀνώγια
καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησιὰν ν' ἀκοῦς Θεοῦ τά λόγια.
Τὸν βιὸν ὁποὺ σ' εὑρίσκεται, πράγματα τὰ φυλάσσεις,
ἀπόθεσέ τα εἰς ἐκκλησιές, καὶ σύντομα ν' ἁγιάσης.
[215] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, φίλος μὴ σὲ κομπώση!
Χαρὰ ΐποὺ βάλ' εἰς ἐκκλησιὲς κι ὄχι πτωχοῦ νὰ δώση!»
Ἀλλ' ἀστοχοῦν ὡς τὸ πουλὶν τὸ λέγουν κουφολούπην,
ὁπ', ἂν στοχήση εἰς τὸ πουλίν, ἁρπᾶ στουπιὰ τουλούπιν.
Εἰς αὖτα τὰ κολάζουνται μόνον τὸ‹ν› κόπον ἔχουν
[220] καὶ ὡς φράροι μὲ ξυλόποδα ἐξεζωνάτοι τρέχουν".

Ἤκουσαν τὰ γενόμενα, ἐμάθαν τὰ ρωτοῦσαν
κ' ἐμυριοαναστενάξασιν εἰς τὰ φρικτὰ τ' ἀκοῦσαν.
Καὶ ἀλλήλως ἐσυντύχασιν, τάχα κουρφὰ 'π' ἐμένα,
πάλιν νὰ µ' ἐρωτήσουσιν, ὡς ἤκουσα τὸν ἕνα.
[225] Καὶ ὁ ἄλλος των ἀρχίνισεν μᾶλλον ν' ἀνατριχώνη·
λέγει: "Τὸ µᾶς ἀνήγγειλε, τοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει".
Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμέ: "Μηδὲ µᾶς τ' ὀνειδίσης
ἂν δεύτερον (ἐ)ρωτήσωμεν· εἰπέ μας το, ἂν ὁρίσης:
πῶς ὑπομένουν τὸ λοιπὸν οἱ ἄθλιες μας μανάδες
[230] λείποντα υἱοί τως νὰ θωροῦν ὕπαντρες τὲς νυφάδες
καὶ πῶς στέκουν στὰ σπίτια τως δίχως τὴν ὁμιλιάν τως
καὶ πῶς θωροῦν τὰ ροῦχα τως δίχως τὴν ἐλικιάν τως;"

"Ἀντάμα", λέγω των, "μ' ἐσᾶς ἐχάσασιν τὸ φῶς τως
κι οὐδὲν θωροῦν τὰ γίνουνται οὐδὲ ψηφοῦν τὸν βιόν τως.
[235] Ἀναστενάζουν ὀγιὰ σᾶς, γιὰ λόγου σας λυποῦνται,
τοῦ κόσμου ἐλησμονήσασιν καὶ ἐσᾶς μόνον θυμοῦνται".
Καὶ ἀπείτις τῶν ἐσύντυχα καὶ ἀπείτ' ἀποκριθῆκαν,
ἔποικαν σχῆμα σιωπῆς καὶ τὸ ρωτᾶν ἀφῆκαν.

Καὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν ὀκάτι καταλόγιν
[240] καὶ ἀθιβολὴν πολύθλιβον κ' ἔμοιαζεν μοιρολόγιν.

Ἄκουσε τί ἔναι τὸ λαλοῦν καὶ τί τὸ τραγουδοῦσαν
καὶ πῶς, ὅσον τὸ λέγασιν, δακρυῶν οὐκ ἐφυροῦσαν:

"Χριστέ, νὰ ράγην τὸ πλακί, νὰ σκόρπισεν τὸ χῶμα,
νὰ γέρθημαν οἱ ταπεινοὶ ἀπὸ τ' ἀνήλιον στρῶμα!
[245] Νὰ γύρισεν ἡ ὄψη μας, νὰ στράφην ἡ ἐλικιά μας,
νὰ λάλησεν ἡ γλώσσα μας, ν' ἀκούσθην ἡ ὁμιλιά μας!
Στὸν κόσμον νὰ πατήσαμεν, στὴν γῆν νὰ περπατοῦμαν
καὶ νὰ καβαλικεύγαμεν, γεράκια νὰ βαστοῦμαν·
καὶ πρὶν ἐμεῖς νὰ σώσασιν στοὺς οἴκους τὰ ζαγάρια,
[250] νὰ δόθην λόγος κ' ἔρχουνται οἱ λείποντες καθάρια,
νά 'δαμεν τίς νὰ ξέβηκεν στὴν συναπάντησίν μας
καὶ τίς νὰ µᾶς ἐδέχθηκεν στὴν πόρταν τῆς αὐλῆς μας·
ἂν κατ' ἀλήθειαν εὕραμεν ὅρκους τοὺς μᾶς ἐλέγαν:

«Μὰ τὸν Οὐράνιον Βασιλιά, τὸν ποιητὴν καὶ μέγαν,
[255] ἂν ἔπαιρνεν κατάλλαμαν ἀντίσηκον ὁ Χάρος,
ψυχήν, σῶμα γιὰ λόγου σας νὰ δώκαμεν μὲ θάρρος».

Καὶ ἴτις μὲ λόγια θλιβερά, μὲ πρικαμένον σχῆμα
καὶ µὲ τ' ἀναστενάγματα καὶ τῶν δακρυῶν τὸ χύμα
τὸν βιόν μας ἀφεντέψασιν καὶ ἀλλῶν τὸν ἐχαρίσαν,
[260] καὶ µ' ἄλλους χαίρουνταιν αὐτὲς κ' ἐµᾶς ἐλησμονῆσαν.

Οὐαὶ τοὺς ἔθλιψεν λοιπὸν τῶν γυναικῶν τὸ θάρρος,
διατὶ στὸν Ἅδην τοὺς πετᾶ συζώντανους ὁ Χάρος.

Καὶ ὁποὺ τὰ δάκρυα των ψηφᾶ, τὰ λόγια των πιστεύει,
ἀγρίμι(ν) εἰς λίμνην κυνηγᾶ κ' εἰς τὰ βουνιὰ ψαρεύγει.

[265] Γιατί, ὅντε δείχνει καὶ πονεῖ, τότες ἀναγαλλιάζει·
τὴν ἐντροπήν της (ἐ)πεθυμᾶ κ' εἰς τὸ κακὸν σπουδάζει.
Μ' ἕναν ἀμάτιν νὰ γελᾶ, µὲ τ' ἄλλο ν' ἀναδακρυώνη·
τὸ δάκρυον δείχνει καὶ πονεῖ, τὸ γέλιον ὡς κομπώνει.
Φίλον τὸν δείχνει καὶ πονεῖ γοργὸν τὸν ἐξοδιάζει
[270] καὶ παίρνει φόλαν γιὰ σολδίν, καλὰ καὶ δὲν τὸ ξάζει,
καὶ ἀπὸ τὴν φόλ' ἀσημαδὰν κι ἀπ' αὖτον ἀγκινάριν
καὶ ἂν εὕρη πράκτες καὶ καιρόν, περνᾶ τὸ κιντηνάριν".

Καὶ ἀπείτις τὰ κατέμαθαν, ἐμυριαναστενάξαν,
ἐχαμηλῶσαν τὴν φωνὴν καὶ τὸν σκοπὸν ἀλλάξαν.

[275] Κ' ἐθέκασιν τὸ μάγουλον, ὡς εἶδα, στὴν παλάμην
κ' ἐτρέχασιν τὰ δάκρυα τως ὡς τρέχει τὸ ποτάμιν.
Καὶ ὡς εἶδα ἐγὼ τὴν λύπην τως τὴν ἔδειξαν ὀπίσω,
µ' ἔδοξεν τότε ὁ λογισμὸς νὰ τοὺς ἀναρωτήσω·

λέγω των: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ τοῦτο πῶς ὁμάδιν
[280] καὶ πότες ἐκατέβητε καὶ τί καιρὸν στὸν Ἅδην;"
Ἀκόντα μου τὸ ἐρώτημα κάτω στὴν γῆν ἐπέσαν,
ἔκλαψαν καὶ τὸ βλέμμαν τως πάλ' εἰς ἐµὲν τὸ στρέψαν.

"Αὐτό", λέγουν, "τὸ ρώτημα πλέον μὴν τὸ ρωτήσης,
µὴ µᾶς πληθύνη κίνδυνος· σίγησ', ἀνὲν καὶ ὁρίζης".

[285] Καὶ μετ' ὀλίγον ἀπ' αὐτοὺς εἷς ἐπαρηγορήθην
καὶ τάχα ἐστράφην πρὸς ἐµὲ κ' ἴτις ἀπιλογήθην·

"Λοιπόν, ἀπεὶν τὸ ρώτησες, θέλω σοῦ τ' ἀναγγείλειν
ὡς ἐξ ἀνάγκης ἀπὸ 'δὰ μετὰ πικρὰ τὰ χείλη.
Μάθ', ἀπὸ τὴν πατρίδα μας κατ' εὐγενειὰν κρατοῦμεν·
[290] καὶ ποίαν πατρίδαν, ἐρωτᾶς· δεύτερον νὰ σοῦ ποῦμεν.

Ἐµᾶς εἶν' ἡ πατρίδα μας ὅπού 'ναι τὸ λογάριν:
ὡς ἀπὸ φύσιν καὶ λουτροῦ ἐγεύγουντα τὸ ψάριν.

Τόπος ἄγριος, ἀδιάβατος καὶ τῶν πουλιῶν τὸ δάσος·
ἐκεῖ ἐδείχθη(ν) ὑπεριψιὰ κ' ἐπλήθυνεν τὸ θράσος·
[295] καὶ ὅπου τοῦ κόσμου τὴν στρατιὰν ἐνίκησεν τὸ πάλιον
καὶ ὅπου τοῦ κόσμου ἀφέντεψεν τὸ μερτικὸν τὸ κάλλιον.
Ἦτον καθρίπτης τ' οὐρανοῦ, ἦτον τοῦ κόσμου εἰκόνα
καὶ ὡσὰν τ' ἀζάρι ἔβανεν τὰ ἕξι κ' ἐκράτειν τὸ ἕνα.
Ἦτον ἡ κρίσις τῆς σοφιᾶς, τῆς βασιλείας φεγγάριν,
[300] μάνα τῆς πλουσιότητος καὶ τῆς στρατιᾶς ἱππάριν.
Ἦτον ἀντίθετον σκαμνὶν τῆς βασιλειᾶς τῆς Ρώμης
καὶ τῆς ἀλαζονειᾶς ἀγγειὸν καὶ τῆς διπλῆς τῆς γνώμης.
Εἰς αὔτην ὁ πατέρας μας ἦτον τὴν πόλιν πρῶτος,
νὰ φέγγη ὡς ἥλιος τὸ πουρνὸν καὶ ὡς φέγγος εἰς τὸ σκότος.

[305] Εἴχαμεν πρώτην ἀδελφὴν ὀκάπου παντρεμένην,
μακρὰ 'πὸ τὴν πατρίδα μας κι ἀπὸ καιροῦ σταλμένην.

Ἔδοξεν τοῦ πατέρα μας εἰς αὔτην νὰ µᾶς στείλη,
νὰ συγχαροῦμεν μετ' αὐτὴν ὡς ἀδελφοὶ καὶ φίλοι.
Καὶ κάτεργον ἀπὸ σκαριοῦ ὥρισεν ν' ἀρματώσουν,
[310] νὰ τὸ κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλὴν νὰ δώσουν.
Τὰ παλικάρια ἐφέρνασιν, ὀμπρός του τοὺς ἐστένα,
κ' ἔπαιρνεν ἐκ τοὺς τρεῖς τοὺς δύο καὶ ἀπὸ τοὺς δύο τὸν ἕνα.
Καὶ ἀπείτις τὸ εὐτρέπισεν ἀπ' ἄρματα καὶ πλούτη
καὶ πολεμάρχους καὶ ἄρχοντας καὶ ἀπ' ἀφεντίαν τοσούτην,
[315] αὐτὸς εἰσέβη μετ' ἐµᾶς κ' ἡμεῖς μ' αὐτὸν ἀντάμα
καὶ ὠρέχθην τὴν οἰκονομίαν ὡς ὄμορφόν τι πρᾶγμα.

Καὶ τότ' ἐγονατίσαμεν, ὡς ὥρισεν, ὀμπρός του
καὶ ὅλους ἐµᾶς εἰς προσευχὴν ἐκίνησεν ἀτός του.
Διὰ λόγου μας ἐκόπτετον, μόνον διὰ µᾶς ἐβιάσθην

[320] κ' εἶπεν: «Ἐσὲν παρακαλῶ, γῆς καὶ οὐρανοῦ τὸν πλάστην,
καλὰ νὰ πᾶν, καλὰ νὰ 'ρθοῦν, καλὰ νὰ διαγείρουν
κ' εἰς τὸ τραπέζιν μου καλὰ νὰ τοὺς ἰδῶ τριγύρου».
Καὶ ἀφότου μᾶς εὐχίστηκεν, ἐδάκρυσεν κ' ἐξέβην
καὶ τὸν ὑπόλοιπον λαὸν τότ' ὥρισεν κ' εἰσέβην.

[325] Κ' ἔδειξεν μὲ τὸ χέριν του τότε νὰ σηκωθοῦμεν
καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ δρόμου μας σύντομα νὰ κρατοῦμεν.
Πάραυτ' ὁ κόμης ὥρμησεν καὶ ἤρχισε νὰ ὁρίση
τῆς ἔξωθεν παραγιαλιᾶς νὰ λύσουν τὸ πλωρήσιν.
Κ' ἐδώκασιν τὰ βούκινα καὶ τὰ παιγνίδια ἐπαῖξαν
[330] κ' οἱ ναῦτες ἐκαθίσασιν ὡς εἶδαν κ' ἐδιαλέξαν.
Τὸ σίδερον ἐσήκωσαν, τότ' ἐλασιὰν ἐστρῶσαν
κ' ἔκαμαν βόλταν λάμνοντα κ' ἔσωσαν εἰς τὴν φόσαν.

Πρὶν ν' ἀποχαιρετήσουσιν, ὅλοι φωνὴν ἐσύραν
καὶ τῆς ὁδοῦ τὸ θέλημα ἐκ τὴν κεφαλὴν ἐπῆραν.

[335] Λοιπὸν τοῦ δρόμου τὴν ὁδὸν ἐπήραμεν καὶ τότες
ὁ νοῦς μας ἐκλονίζετο τὸ στρέμμα νά 'ναι πότες.
Καὶ ὁ λογισμὸς ἐκόπτετον καὶ εἰς τὸ κακὸν ἐκίνα·
τὸν θάνατον στὴν ξενιτείαν ὁ νοῦς μας ἐπρομήνα.
Τρεῖς ὧρες οὐκ ἐτρέχαμεν κ' ἐχάθηκεν τὸ κάστρον
[340] κ' εἰς ἄλλην μίαν ἑσπέρωσεν κ' ἐφάνην πρῶτον ἄστρον.
Κ' ἔδειξεν τότ' ἐξαστεριὰ ὁμοίως κ' εὐδιὰ μεγάλη·
ἡ νύκτα ἐκαλοφόρεσεν, τὸ δὲν ἐποῖκεν [ἡ] ἄλλη.
Τὰ παλικάρια ἠγάλλουντα, ὅλοι ἐκαλοφοροῦσαν
καὶ μετὰ πόθου καὶ χαρᾶς τὸν δρόμον ἐκρατοῦσαν.

[345] Ἐκεῖ πρὸς τὸ μεσάνυκτον ἡ ξαστεριὰ ἐσκοτίσθην,
οἱ ἄνεμοι ἐταράχθησαν κ' ἡ θάλασσ' ἐβρουχίσθην.
Ἐσυχνοβρόντα κ' ἤστραπτεν κ' ἡ συννεφιὰ 'πονᾶτον·
πῶς νὰ προσφέρη κίνδυνον τότες οἰκονομᾶτον.
Καὶ ὡς τῆς σφαγῆς τὸ πρόβατον εἰς τοῦ σφακτῆ τὸ χέριν
[350] κείτεται δίχ' ἀπαντοχῆς καὶ βλέπει τὸ μαχαίριν,
ἴτις ἐμεῖς τὸν θάνατον ἐμπρὸς τὸν ἐθωροῦμαν·
στὸν Ἅδην νὰ κατέβωμεν ὡς θαρρετὰ κρατοῦμαν,
διατὶ τὰ κύματ' ἤρχουντα ἐνάντιον τοῦ ἀνέμου
κ' οἱ ναῦτες ἐφοβήθησαν κ' ἠρχίσασι νὰ τρέμουν.
[355] Κ' εὐθὺς καθούριν ἔσωσε μὲ τὴν βροντὴν καὶ χιόνιν
καὶ ἅμα τὸ σώσειν ἥρπαξεν τ' ἀριστερὸν τιμόνιν.
Τότε τὸ ξύλον ἔπεσεν στ' ἀριστερόν του πλάγιν
κ' ἔποικεν κτύπον φοβερὸν καί, ὡς ἔδειξεν, ἐράγην.
Καὶ δεύτερον μᾶς ἔσωσε κύμα µὲ τὸ καθούριν
[360] καὶ τὸ νερὸν τ' ἀμέτρητον μᾶς ἤκαμεν κιβούριν.

Ηὗρε μας περιλαμπαστοὺς καὶ σφικταγκαλιασμένους
ἡ τοῦ θανάτου συμφορὰ καὶ ἄπειρα λυπημένους·
κ' εἰς τὸν βυθὸν μᾶς ἔριξεν ἀγκαλιαστοὺς ὁμάδιν
καὶ ὁ Χάρος μᾶς ἐδέχθηκεν σύψυχους εἰς τὸν Ἅδην.

[365] Καὶ τ' ἄλλον τότε τοῦ λαοῦ οὐκ εἴδαμεν τί ἐγένη,
ἀµ' ἐχωρίσαμεν ἐμεῖς καὶ αὐτοὶ ἀπὸ µᾶς ὡς ξένοι.
Ἤμουν ἐγὼ εἴκοσι χρονῶν καὶ αὐτὸς λίγον πλεοτέριν
καὶ ἀμάδι στεφανώθημαν κ' εἶχεν καθεὶς τὸ ταίριν.
Διὰ τοῦτο μᾶς ἐδόθηκεν ἀντάμα νὰ ταφοῦμεν
[370] καὶ ἀντάμα νὰ γυρίζωμεν καὶ νὰ συμπερπατοῦμεν.

Καὶ ἐμεῖς στὸν Ἅδην σώνοντα, σώνει κ' ἡ ἀδελφή μας
κ' ἐβάσταν βρέφος κ' ἤρχετον καί, τὸ στραφῆν καὶ δεῖ μας,
ἐσκόλασεν τὸ βιάζετον, ἔπαυσεν τὸ σπουδάζειν
καὶ βλέποντα τὸ οὐκ ἤλπιζεν ἤρχισε νὰ θαυμάζη
[375] πῶς εἰς τὸν Ἅδην ἔβλεπεν τοὺς ἤξευρεν κ' ἐζοῦσαν
καὶ πῶς τὸν κόσμον ἔχασαν τοὺς εἶδεν κ' ἐπονοῦσαν.
Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπὸν ἤστεκεν κ' ἐσυντήρα
τὰ δύσπιστα νὰ µὴ ξαργῆ καὶ νὰ πιστεύγη μοίρα.
Καὶ κάπου ἐπιστώθηκεν κ' εἶδεν κ' ἐγνώρισέν μας
[380] καὶ ἀπείτις μᾶς ἐγνώρισεν, ἦρθεν κ' ἐσίμωσέ μας
καὶ τὸν καθέναν ἥρπαξεν μὲ πόθον καὶ ἀγκαλιάσθην
κ' ἔπειτα στὸ τραχήλι μας ὕστερ' ἀποκρεμάσθην·
καὶ μετὰ δάκρυα ἐκίνησεν τὴν ὄψιν της νὰ πλύνη
κ' εἶπε μας ἐξενίζοντα: «Τάχα καὶ νά 'σθ' ἐκεῖνοι
[385] τοὺς εἶχα ἀμάτια κ' ἤβλεπα, τοὺς εἶχα φῶς κ' ἐθώρουν,
ἐντιμοτάτους ἤβλεπα, λαμπρὰν στολὴν ἐφόρουν;»
Ἔκλαιν ἐκείνη εἰς μιὰν μερὰν κ' ἡμεῖς ὁμοίως εἰς ἄλλην
καὶ μετὰ δάκρυα ἐσύντυχεν κ' ἐρώτησέ μας πάλιν:
«Πότε τὸ βλέπω ἐγίνετο; Πῶς τὸ θωρῶ ἐσυνέβη;
[390] Καὶ πῶς ἡ Τύχη ἐνάντιον σας νὰ κλώση ἐσυγκατέβη;»

Κ' ἐδιάβην ὥρα περισσὴ νὰ τῆς ἀποκριθοῦμεν,
εἰς ὅ,τι μᾶς ἐρώτησεν κατὰ λεπτὸν νὰ ποῦμεν.
Καὶ τότ' ἀπιλογήθημαν μετὰ δακρυῶν καὶ πόνου
κ' εἴπαμεν τὸ µᾶς ἤφερεν ἡ συμφορὰ τοῦ χρόνου·
[395] πῶς τῆς θαλάσσου ὁ κίνδυνος, πῶς ἡ φθορὰ τ' ἀνέμου
στὸν Ἅδην μᾶς ἀπέσωσεν δίχως αἰτίαν πολέμου:

«Ἔρχοντας τότες εἰς ἐσὲ µὲ πόθον νὰ σὲ δοῦμεν
µὲ τοῦ πατρός μας τὴν εὐχὴν καὶ πάλιν νὰ στραφοῦμεν,
ἡ εὐχὴ κατάρα ἐγίνετον κ' ἡ προσευχή του βάρος
[400] καὶ θάνατος ὁ δρόμος μας καὶ τὸ ταξίδιν Χάρος.
Καὶ τοῦτον πότ' ἐγίνετον λέγω μικρὸν σημάδιν:
ἀκόμη ἀπὸ τὰ ροῦχα μας βλέπεις ὑγρὰ μοιράδιν».
Ἀκόντα μου τὸ ρώτημαν ἔκλαιγεν κ' ἐθρηνᾶτον
κ' εἶπεν: «Οὐαὶ τοὺς καρτερεῖ τὸ δολερὸν μαντάτον,
[405] ὁποὺ στὸν Ἅδην ἔπεψαν μίαν νύκτα, μίαν ἑσπέραν
τοὺς εἴχασιν παρηγοριάν, δύο υἱοὺς καὶ θυγατέραν!

Τὸν Χάρον τως ἐσπείρασιν, θάνατον ἐθερίσαν,
κόπους τοὺς ἀγωνίζοντα ἀλλῶν τοὺς ἐχαρίσαν.

Ἀνθὸς ἦτον ἡ δόξα των, λουλούδιν ἡ χαρά των,
[410] διὰ ταῦτα ὀ ἥλιος ἔφερεν τὸ δολερὸν μαντάτον.

Στὰ χιόνια ἐθεμελιώσασιν κ' εἰς τὸ νερὸν ἐκτίσαν·
τώρα τὰ χιόνια ἐλύσασιν καὶ τὰ νερὰ σκορπίσαν.
Τὸ θεμελίωσαν ἔπεσεν, τὸ ἔκτισαν ἐράγη
καὶ ἡ καρδία τως μὲ σπαθὶν δίστομον τώρα ἐσφάγην.

[415] Ἡ Τύχη τὸ δοξάριν της ἐνάντιον τὸ ἐκοκιάσεν
κ' εὐκαίρεσεν τὴν σπούρδαν της ὥστ' ἁποὺ τοὺς ἐφτίασεν.
Μὲ τὴν καρδίαν τως ἤκαμεν σημάδιν τοῦ δεξιώτη
κ' ἔριξεν τὲς σαγίτες της ἀπὸ ὕστερον ὣς πρώτην·
καὶ ἀπ' ὅλες μία δὲν ἔσφαλεν, ὅλους ἐπλήγωσέν τους·
[420] ποῦ νὰ τῶν δώση δὲν εἶχε πλία, διατὶ ἐθανάτωσέν τους».

Καὶ ἀπείτις ἐθρηνήσαμεν κ' ἐκλάψαμεν ἀµάδιν,
τότε τὴν ἐρωτήσαμεν: «Κ' ἐσὺ πότε στὸν Ἅδην;»
Ἀκόντα μας τὸ ἐρώτημαν ἔκλαψεν κ' ἐλυπήθην
καὶ ἀφότου ἐστράφην πρὸς ἐµᾶς, ἴτις ἀπιλογήθην:

[425] «Κείτοντα στὸ κρεβάτιν μου μυριοθορυβουμένη
(ὀκτὼ μηνῶν, μ' ἐφαίνετον, ἤμουν ἐγγαστρωμένη)
ἐφάνη μου στὸν ὕπνον μου κάτινες μ' ἐλαλῆσαν
καὶ λέγουν με: ‘Τί κάθεσαι; Τ' ἀδέλφια σου ἐβουλῆσαν!’
Εὐθὺς τὰ ἐντός μου ἐπέσασιν καὶ συγκοπὴ µ' ἐσέβη
[430] κ' ἐπῆγεν κάτω τὸ παιδὶν καὶ ἄνω ἡ ψυχή μου ἐξέβη.

Κ' ἴτις ὁ Χάρος μ' ἔδωκεν θάνατον εἰς τὴν γένναν·
ὁμοίως τὸ βρέφος τὸ βαστῶ ἐπῆρα μετὰ μένα.

Ἀπὸ τὸν κόσμον μ' ἔδωκεν μόνον αὐτὸ μοιράδιν,
τάχα νὰ παίρνω ἄνεσιν καὶ συνοδιὰν στὸν Ἅδην».

[435] Κ' ἐδὰ στὰ ξημερώματα ἔσωσεν ὑπηρέτης
καὶ πρὸς αὐτὴν ἐσίμωσεν κ' ἐσύντυχεν ἐδέτις:
«Ἀπάρτι χώρισε ἀπ' αὐτοὺς καὶ πλέον μὴν ἀργήσης·
ἔμπα στοῦ Χάρο τὴν αὐλὴν καὶ τὸ χρωστεῖς νὰ δώσης».
Κ' εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην πέντε διὰ µᾶς ἐσῶσαν
[440] κ' ἔρικταν ἐκ τὸ στόμαν τως πύρινον ἔξω γλώσσαν,
ἀρματωμένοι, πτερωτοί, ἀγριώτατοι καὶ μαῦροι,
κ' εἶχαν τὴν ὄψιν ἄσχημον, μαύρην ὡσὰν σινάβριν·
πόδια καὶ ἀνύχια καὶ πτερὰ σὰν νυκτερίδας εἶχαν
καὶ ἀγάλια μᾶς ὡμίλησαν, ταῦτα µᾶς ἐσυντύχαν".
[445] Καὶ πρὸς τὸ τέλος εἶπαν με: "Τάχα, θαρρῶ, ἄκουσές τα·
εἶπα σε τὰ γενόμενα καὶ ὅλα κατέμαθές τα.
Κ' εἰς τὸ µὲ βιάζεις νὰ σὲ πῶ, τοῦτο πότες ἐγένη,
λανθάνομ' ἀπὸ τὸν καιρὸν καὶ ἀπὸ τὸν νοῦν μου ἐβγαίνει,

διατὶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν ἥλιος οὐκ ἀνατέλλει,
[450] οὐδὲ τὸ φέγγος τοῦ οὐρανοῦ τὸ ξέλαμπρόν του στέλλει.

Χρόνος ἐδῶ οὐ γίνεται κ' ἡμέρα οὐ χωρίζει,
ἀλλὰ τὸ σκότος τ' ἄμετρον τρέχει καὶ ὀμπρὸς τανύζει".

Καὶ ἀπείτις μ' ἐδηγήθηκεν, ἐσίμωσε κ' ἐστάθη
καί, ὡς ἔδειξεν, ἐγδέχετον διὰ νὰ τοῦ πῶ νὰ μάθη.
[455] Καὶ πρὸς ἐµὲν ἐστράφησαν πάλιν νὰ µ' ἐρωτήσουν,
τοῦ κόσμου τὰ ἐντυλίματα κατὰ λεπτὰ ν' ἀκούσουν.
Μὴ δύνοντα τὸ ἀποκριθῆν καὶ παρααναμένειν,
διὰ τὸ σπουδάζειν τοῦ στραφῆν κ' εἰς τὴν φωτιὰν ἐβγαίνειν,

"Ἔχετε πλιὸν ἐρώτημα; Μέλλω στραφῆν", τοὺς εἶπα.

[460] Λέγουν μ': "Ἀκροκαρτέρησε νά 'ρθουν καὶ αὐτοὶ ὁποὺ λεῖπα,
μήπως καὶ θέλουσιν καὶ αὐτοὶ κάτι νὰ παραγγείλουν
καὶ ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν πιττάκια διὰ νὰ στείλουν".
Ἀλλήλως ἐσυντύχασιν κ' εἷς ἀπ' αὐτοὺς ἐστράφην
κ' ἐκοντοπήδα μὲ σπουδήν, ὡς πολεμᾶ τὸ λάφιν.

[465] Καὶ εἰς ὥραν ὀλιγούτσικην βλέπω φουσάτον κ' ἦρθεν·
δὲν εἶχεν μέτρος, τὸ ἔβλεπα, κ' ἤρχετον ἀπ' ἐκεῖθεν·

ἐκεῖ 'δα νέους καὶ λυγερές, ἄνδρες καὶ παλικάρια
καὶ πολεμάρχους μὲ σπαθιὰ γυμνὰ διχῶς φηκάρια·
καὶ σκορπισμένους ἄρχοντες, πεζοὺς καὶ καβαλάρους,
[470] νά 'χουν μὲ αὐτοὺς ὑποταγές, ρήτορες καὶ νοδάρους.

Εἶδα διακόνους σ' ἐκκλησιές, πισκόπους καὶ παπάδες
κ' εἰς τὸν παστὸν ἀντρόγυνα, γαμπροὺς μὲ τὲς νυφάδες.

Εἶδα κ' ἐφέρασιν σκαμνιὰ νὰ κάτσουν οἱ νοδάροι·
κοντύλι(ν) ἐκράτειν ὁ καθείς, χαρτὶν καὶ καλαμάρι·
[475] κ' εἶχεν καθεὶς τριγύρου του φουσάτον νὰ τὸν βιάζη·
ἄλλος πιττάκια νὰ ζητᾶ, ἄλλος "Χαρτίν!" νὰ κράζη.
"Σήμερ' ἀποστολάτορας μισεύγει", νὰ λαλοῦσιν,
"βιάζου πολλά, μηδὲν ἀργῆς ὀγιὰ νὰ τὸ βαστοῦσιν".
Κ' ὑγρὰ πιττάκι' ἀπὸ σπουδῆς ἐκ τοὺς γραφιοὺς ἐπαῖρναν·
[480] ἄλλοι, ἔβλεπα, τὰ βούλωναν καὶ ἄλλοι ἀνοικτὰ τὰ φέρναν.
Τόσοι μ' ἐκαταπέσασιν πιττάκια νὰ µὲ δώσουν,
ὀκ' ἔφριξα θωρώντα τους κ' ἐτράπην πρὶν νὰ σώσουν.
Ὅλοι τὰ χέρια ἐσήκωσαν καὶ πρὸς ἐµὲ θωροῦσαν:

"Ἔπαρ' πιττάκια!" ἐκράζασιν, "Βάστα χαρτιά!" λαλοῦσαν·
[485] "καὶ ὡς ἀπὸ λόγου μας γραφὲς αὐτὲς βάστα μετά σου
ἀπὸ τὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ βλέπε μὴ σοῦ πέσουν.
Λάλησε καὶ ἀπὸ λόγου σου· εἰπὲ τοὺς πονεμένους:

Τοὺς εἰς τὸν Ἅδην ἔχετε ἀπὸ καιρὸν θαμμένους,
τὸν οὐρανὸν στερεύγουνται, τὸν ἥλιον δὲν θωροῦσιν,
[490] τὸ χῶμαν ἔχουν σάβανον, τὴν γῆν στολὴν φοροῦσιν.
Στεφάνιν ὅσοι ἐφόρεσαν ἀπὸ μυρτιὰν καὶ δάφνην
[τώρα τῆς γῆς τὸν κορνιακτὸν ἔχουν ὀδιὰ στεφάνιν
Στὴν μέσην των δὲν δύνουνται ζωνάριν νὰ βαστάξουν·
ἐδῶ δὲν εἶναι ἀλλαγωγὲς τὴν σκόλην διὰ ν' ἀλλάξουν.

[495] Τὸ χῶμαν τὸ ἐπάτησαν εἶναι στὴν κεφαλήν τως
καὶ κάτω στὰ ποδάρια τως ἔπεσεν τὸ μαλλίν τως.
Τὰ μάτια τως ἐσβέσασιν τὰ ὡραιοπλουμισμένα·
τὸ χῶμαν τὰ ἐσκέπασεν κ' εἶναι κατακλεισμένα.

Τὸν κόσμον πλέον δὲν θωροῦν ὡσὰν τὸν ἐθωροῦσαν,
[500] ὁντὲν ἐζοῦσαν οἱ πτωχοί, μὰ ἐδῶ πολλὰ πονοῦσαν.
Ἡ ὄψη τως ἡ ἄμορφος κάποτ' ἦτον λουσμένη·
τώρα φαγώθην εἰς τὴν γῆν κ' εἶναι πολλὰ βλαμμένη.
Ἡ γλώσσα τως ἡ ἐλεεινὴ δὲν ἠμπορεῖ λαλήσειν,
ὡς γιὰ νὰ πῆ τὸ δίκιον της καὶ νὰ τὸ ὁμιλήση.

[505] Τὰ χέρια τως δὲν δύνουνται ἀπάνω νὰ σηκώσουν
οὐδὲ νὰ τὰ μαζώξουσιν οὐδὲ νὰ τὰ ξαπλώσουν,

τὸν Θεόν τως νὰ δοξάσουσιν μὲ τὴν ταπεινοσύνην,
γιὰ νά 'βρη ἡ ψυχίτσα τως μικρὰν ἐλεημοσύνην.

Τὰ πόδια τως τὰ ὄμορφα τώρα στὸν Ἅδην εἶναι
[510] καὶ τρώγουνται καθημερνόν· ἀλὶ κρίμαν ὁπού 'ναι!
Καὶ νὰ περπάτησαν ποτὲ καὶ νὰ ἐπιλαλῆσαν,
τώρα ὅπού 'ναι εἰς τὴν γῆν σκώληκες τὰ γυρίσαν.

Τὰ χείλη κατεμαύρισαν κ' ἐκόπην ἡ λαλιά τως,
ἡ κεφαλή των σχίστηκεν κ' ἔπεσαν τὰ μυαλά τως.

[515] Τοῦτο σὲ λέγομεν νὰ πῆς δίχως τῶν πιττακιῶν μας,
τὸν ἄμετρόν μας τὸν βλαμμὸν τὸν ἔχουν τὰ κορμιά μας,
ἂ λάχη νὰ πονέσουσιν καὶ νὰ µᾶς λυπηθοῦσιν,
νὰ ξεζαρώση ἡ χέρα τως καὶ νὰ µᾶς θυμηθοῦσιν.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, βλέπε μὴ λησμονήσης
[520] νὰ πᾶς αὔρι στὸ σπίτι μας καὶ νὰ τῶς ὁμιλήσης.

Εἰπὲ καὶ τὰς γυναῖκας μας, εἰπὲ καὶ τῶν παιδιῶν μας
νὰ δώσουσιν πολλῶν πτωχῶν ἀκόμη ἀπὸ τὸν βιόν μας·
νὰ πέψουσι στὲς φυλακὲς ψωμίν, κρασὶν καὶ ἀλεύριν,
γιὰ νὰ τῶν ἔχωμεν κ' ἡμεῖς πολλὴν ἢ ὀλίγην χάριν.
[525] [Ἂς πιάσουν τὴν διάταξιν τὴν ἔποικα στὸν κόσμον
καὶ δὲν ἀφῆκα κανενὸς πλὴν τῶν παιδιῶν μου μόνον,
θαρρώντας ὁ κακότυχος νὰ ποίσουν ὡς γιὰ μένα,
γιατί, ὅνταν ἤμουν ζωντανός, κακά 'χα καμωμένα.
Διαταῦτος σὲ παρακαλῶ πάλιν μὴ λησμονήσης
[530] νὰ πᾶς, ὡς εἶπα, σπίτι μας καὶ νὰ τῶν ὁμιλήσης.

Ἐσᾶς πάλιν παρακαλῶ, ὥστε ὁποὺ νὰ ζῆτε,
κάμνετε διὰ τὸν Χριστὸν αὐτοῦ ὅπου πορπατεῖτε,

ὀδιὰ νὰ βρῆτε εὕρεμαν δίχως κανέναν κόπον
ἐκεῖ ὅπου θέλετε ὑπὰν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον.

[535] Μὴ σὲ πλανέση συγγενής, γυναίκα ἢ παιδίν σου
νὰ τῶν ἀφήσης τίποτας δώσιν διὰ τὴν ψυχήν σου·
ἀµὲ χαρὰ στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ µὲ χέρια φθάνει
καὶ ἀνοίγει τὸ σακούλιν του καὶ δίδει πρὶν νὰ θάνη.
Ἐσφικτοκλείδωνα καλά· πτωχὸς οὐδὲν ἐτόλμα
[540] νὰ µὲ ζητήση τίποτας, ν' ἀναχασκίση στόμα,
διατὶ ἐκατέχασιν καλὰ τὴν εἴδησιν τὴν εἶχα·
δὲν ἐσιμώνασιν ποτὲ οὐδ' ὄρεξιν δὲν εἶχα.
Ἀµὲ 'κράτουν κ' ἐμάζωνα καὶ θύμησιν δὲν εἶχα
διὰ τὴν ψυχὴν τὴν ταπεινὴν νὰ δώσω λίγην ψίχα.
[545] Ὅποιος ἐλπίζει ὀπίσω του γιὰ τὴν διάταξίν του
νὰ δώσουσιν τινὲς πτωχῶν κομπώνει τὴν ψυχήν του·
διότι δὲν κουράρουσιν οὐδὲ ποσῶς ψηφοῦσιν,
ἀµὲ νὰ τρῶν, νὰ πίνουσιν, τὸν βιόν τως νὰ κρατοῦσιν·

νὰ τὸν κρατοῦσι σφαλιστὸν μὲ δύο, μὲ τρεῖς κατῆνες·
[550] φλουριά, δηνέρια καὶ πτερὰ µὲ τὲς χρυσὲς κουρτίνες·
μόνον νὰ λογαριάζουσιν ὀκαὶ νὰ τὰ πληθύνουν,
καὶ θύμησιν δὲν ἔχουσιν αὐτῶν ὁποὺ τ' ἀφήνουν.
Νά 'πες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ µὲ αὐτοὺς ἐφάγαν
οὐδ' ἐγευτήκασιν ποτὲ ἀμάδιν κ' εἶχαν φάβαν.

[555] Δὲν ἔχω πλέον νὰ σοῦ πῶ νὰ πῆς τῶν πονεμένων,
εἰµὴ χαιρετισμοὺς πολλοὺς ἐκ τῶν πολλὰ βλαμμένων.]"


Δόξα πατρὶ καὶ τῶ υἱῶ καὶ πνεύματι ἁγίω,
τῶ ποιητῆ μου καὶ θεῶ καὶ πλάστη παναιτίω. Ἀμήν.
Νικόλαος ὁ Καλλιέργης, ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρίου,
ὁ τῶν γραμμάτων συνθετὴς τούτου τοῦ τυπαρίου,
ἐκόπιασεν γι' αὐτὴν τοῦ Μπεργαδῆ τὴν ρίμα,
νὰ µὴν τῆς εὕρη οὐδὲ εἷς διαβάζοντά την κρίμα,
ὡσὰν εὑρίσκουνται τινὲς πολλὰ κατεσφαλμένες,
οἱ ὁποῖες τὸ δίκαιον ἤθελεν νά 'σαν κατακαημένες.
Εἰς χίλια πεντακόσια καὶ θῆτα ἐξετυπώθη,
εἰς μήνα τὸν Δεκέμβριον καὶ ἔξωθεν ἐδόθη. 

Πηγή: Τα Ακριτικά Έπη του ζωργάφου-αγιογράφου Δημήτρη Σκουρτέλη

Επιτέλους Λαφόργκ


JULES LAFORGUE, Θρυλικές Ιστορίες με Ηθικό Δίδαγμα, εισ. μτφρ. Λητώ Ιωακειμίδου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης («Μεταφορές»), δίγλωσση έκδοση, σελ. 353

«Παλιό καμβά ζωγραφισμένο με τον τρόπο των νέων ηθών» χαρακτήριζε ο Ζυλ Λαφόργκ το -θρυλικό έκτοτε- έργο του Θρυλικές Ιστορίες με Ηθικό Δίδαγμα [Moralités Légendaires], σε επιστολή του (Ιούνιος 1886), προς τον φίλο του Gustave Khan. Αν και πολύ λίγο ενδιαφέρουν τον αναγνώστη οι προθέσεις του γάλλου ποιητή, πεζογράφου και κριτικού, γίνεται με την πρώτη ανάγνωση προφανές πως η παραπάνω εξομολόγηση αποδίδει στο έργο τη λογοτεχνική τουλάχιστον ταυτότητά του. Oι Θρυλικές Ιστορίες αποτελούν παρωδίες κλασικών ιστοριών, με ήρωες όπως η Ανδρομέδα, η Σαλώμη, ο Πάρσιφαλ, ο Άμλετ. Ιδεολογική βάση του συγκεκριμένου παρωδείν είναι ο εντατικός συναισθηματισμός του τέλους του 19ου αιώνα, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «πνεύμα της παρακμής», και αντικείμενό του ορισμένες από τις πλέον πρόσφορες στη συναισθηματική προσέγγιση ιστορίες της μυθολογίας και της λογοτεχνίας. Εννοείται πως οι ιστορίες αυτές, όταν ο Λαφόργκ τις κατέστησε στόχο της ειρωνικής γραφής του, είχαν ήδη αποβάλει το κλασικιστικό ηθικό φορτίο τους και -διατηρώντας τον κλασικό πυρήνα τους- αιωρούνταν ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον συμβολισμό. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό τους ήταν που τις εξέθετε εύκολα στην παρωδία. Γιατί η παρωδία ενός έργου τέχνης –σε όλες τις πλευρές της: διακωμώδηση, απομίμηση, διαστροφή- στηρίζεται σε κείνα τα μέρη του, τα οποία εκτίθενται στην υπερβολή, τείνοντας να ξεφύγουν από το αισθητικό και ιδεολογικό πλαίσιο που θέτει εξαρχής το ίδιο το έργο. Ο ρομαντισμός, όσο και ο συμβολισμός, είχαν αποθέσει στους μύθους αυτούς αρκετές υπερβολές. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ειρωνεία του Λαφόργκ σε καμία περίπτωση δεν φτάνει μέχρι τον κλασικό πυρήνα. Ωστόσο, η σημαντικότερη πλευρά τού εγχειρήματος του γάλλου ποιητή, δεν είναι η διακωμώδηση αξιοσέβαστων ηρώων του δυτικού πολιτισμού –πραγματικά απολαυστική για τον αναγνώστη- αλλά το γεγονός πως ο Λαφόργκ δεν διακωμωδεί τελικά το αντικείμενό του, τον «παλιό καμβά» του, τις περίφημες ιστορίες, αλλά τη «ζωγραφική» του, τα σύγχρονά του ήθη, την ίδια του την γραφή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας διασπάται σε δύο υποκείμενα: το υποκείμενο της φωνής, αυτόν που συνθέτει το έργο χάριν της παραμυθιακής αφήγησης -άμεσα και στη βάση των κωδίκων της εποχής του- και στο υποκείμενο της γραφής, αυτόν που αναστοχάζεται την ύπαρξη του έργου, γράφοντάς το σαν να έγραφε την ιστορία της δημιουργίας του. Ο Λαφόργκ ως ποιητής αξιοποίησε την παραδοσιακή στιχουργία -της οποίας υπήρξε θαυμαστός χειριστής- έτσι ώστε να μην μπορεί ο αναγνώστης ν' αποφασίσει αν παρωδεί και τι παρωδεί, αν ειρωνεύεται και τι ειρωνεύεται, αφού η γραφή του χαρακτηρίζεται από μια γοητεία, που ενεργοποιεί άμεσα την απόλαυση του κειμένου. Σε όλα τα ποιήματά του, όπως και στις Θρυλικές Ιστορίες, η γραφή κατέχει την κορυφή μιας πυραμίδας, της οποίας τις βάσεις κατέχουν η ιδεολογική αφετηρία της ειρωνείας και το αντικείμενό της. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια ανατροπή της σχέσης συγγραφέα-κειμένου-αναγνώστη, με μετατόπιση του βάρους στο κείμενο ή –τελικά- στο σύμπτωμα της λογοτεχνικής δραστηριότητας: το κείμενο.
Κι ενώ κατόρθωσε μια τέτοια παραδειγματική τομή στη λογοτεχνία, η Γαλλία φάνηκε ανέτοιμη να τον υποδεχθεί. Τον υποδέχθηκε η αγγλόφωνη ποίηση, όπως την διαμόρφωσαν ο Ezra Pound και ο T.S Eliot. Είναι γνωστή πια η οφειλή στον Λαφόργκ των δύο πρώτων στίχων του Ερωτικού Τραγουδιού του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ [The Love Song of J. Alfred Prufrock] του T.S. Eliot, έστω και αν δεν επαναλήφθηκε. Επαναλήφθηκε όμως κάτι άλλο, πιο παραγωγικό ενδεχομένως: η πνευματική ενάργεια του ποιητή, όπως χαράσσεται στο ποίημα. Η συναισθηματική «μαγεία» της ποίησης είχε πια συνταξιοδοτηθεί. Ο μοντερνισμός την αντικατέστησε με τη γοητεία, μια γοητεία που όφειλε στη ρητορική ακριβώς όσα όφειλε στη σκέψη, στον στοχασμό.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ezra Pound, ο οποίος εκτίμησε από πολύ νωρίς την αξία του Λαφόργκ: «Είναι ίσως ο πιο στοχαστικός από όλους τους γάλλους ποιητές και δεν θα περιμέναμε να γίνει αποδεκτός από το ευρύ κοινό στην Αγγλία και την Αμερική... Είναι κατά ενενήντα τοις εκατό κριτικός. Παίζει στα δάχτυλα τα λογοτεχνικά σχήματα και τα clichés, μετατρέποντάς τα σε δημιουργικό υλικό, κάνοντάς τα όχημα έκφρασης των συγκινήσεών του. Και δεν γράφει στη λαϊκή γλώσσα καμιάς χώρας αλλά σε μια διεθνή, εξαιρετικά καλλιεργημένη γλώσσα...» (Ezra Pound: Irony, Laforgue and some Satire, στο Poetry. A Magazine of Verse. Vol. XI. No II. November, 1917. Σσ. 94, 95)
Τα Cantos περιγράφονται εν μέρει στην παραπάνω περιγραφή της γραφής του Λαφόργκ. Και είναι περιγραφή ακριβής. Όπως ακριβές είναι και το γεγονός πως το πλατύ κοινό -και της Γαλλίας- δεν τον αποδέχθηκε. Ούτε καν οι κριτικοί κατάφεραν -ακόμα και μέχρι σήμερα- να κατανοήσουν το εγχείρημά του· ούτε καν να τον ταξινομήσουν. Άλλοι μίλησαν για ύστερο συμβολιστή, άλλοι για ιμπρεσιονιστή και ορισμένοι -το πιο εξωφρενικό- για ρεαλιστή Λαφόργκ.
Συμβολιστής, ιμπρεσιονιστής ή -έστω- ρεαλιστής είναι προφανώς ένας από εκείνους τους ποιητές που ενεργοποίησαν το πάθος, την αφοπλιστικότητα της γοητευτικής παρουσίας, για να σαρκάσουν τον ανιαρό αυτοματισμό της τυποποιημένης ποιητικής «μαγείας», στο κατώφλι ενός αιώνα που έμελλε να θέσει την αποδιοργάνωση της ποίησης ως μοναδική προϋπόθεση για την ανάληψη ενός συνεκτικού ρόλου στο πανηγύρι της θετικότητας. Ο ρόλος αυτός ήταν και είναι: η αφοπλιστικότητα της γοητευτικής παρουσίας. Οι ποιητές σαν τον Λαφόργκ κάθε άλλο παρά παρακμιακοί υπήρξαν. Η αισθητική αξιοποίηση της κατάρρευσης των παχύσαρκων συναισθημάτων της ρομαντικής δεξιάς, δεν είναι παρά μια προσπάθεια κάθαρσης, που ενεργοποιεί το δονκιχωτικό ένστικτο. Κάθε πολιτισμός που φτάνει στο χείλος του τάφου του, οφείλει να δώσει μια παράσταση -ή μάλλον κάποιο είδος τελετής αποστράτευσης σημασιών-, στη διάρκεια της οποίας θα επαναλάβει τελετουργικά τον εαυτό του. Η κωμωδία που θα προκύψει από την σύγκρουση της αρχής της επιθυμίας –όπως σημάνθηκε από το παρελθόν- με την αρχή της πραγματικότητας, που δεν έχει ακόμα άλλη σημασία από τη γυμνή, στυγνή παρουσία της, θα καλύψει προσώρας την ιστορική μηχανή που δουλεύει ακατάπαυτα μπροστά στο σκοτάδι του νεκρικού λάκκου. Ωστόσο, αυτό που συντελείται στην κωμική μάχη του κάθε Δον Κιχώτη με τον κάθε μύλο, είναι ήδη η συγκρότηση μιας νέας παρακαταθήκης σημασιών. Αν ο πολιτισμός που πεθαίνει δεν πάσχιζε λίγο πριν τον θάνατό του να δημιουργήσει μιαν αλλόκοτη αυτοπροσωπογραφία -εκθέτοντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ρητορικού οπλοστασίου του- η ιστορικά καθορισμένη δυναμική δομή σημασιών -για να θυμηθούμε τη μεγάλη επιστημολογική συμβολή του Lukács- δεν θα οδηγούσε παρά σε έναν ασήμαντο κόσμο, σέρνοντας πίσω της τα εκθέματα ενός γραφικού παλιατζίδικου-μουσείου.
Οι στιγμές αυτές δεν έχουν τίποτα παρακμιακό και οι ποιητές τους -ιδίως ο Λαφόργκ- δεν έχουν τίποτα νοσηρό. Κοιτάζουν προς το μέλλον, με τον τρόπο που κοιτάζει τον θεατή -και λίγο κάτω αριστερά- εκείνος ο άγγελος του Κλέε: μια αγωνία που αν την κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις πως κρύβει ένα παράπονο. «Εσύ θεατή, αναγνώστη, θα είσαι εκεί. Εγώ τελειώνω!».
Και πρέπει να επισημάνουμε -δεδομένου ότι οι Θρυλικές Ιστορίες είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Λαφόργκ, που μεταφράζεται στα ελληνικά- πως δεν μας είναι ξένη αυτή η ποιητική, αφού ο Καρυωτάκης συγκρότησε την πνευματική του περιοχή στη βάση του λαφοργκικού αυτοσαρκασμού. Δείχνει εκείνος, δηλαδή, οι αλύπητοι στον σαρκασμό τους στίχοι: «Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./ Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ' η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες... στο Ελεγεία και Σάτιρες, Αθήνα, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΑΘΗΝΑ», 1927. σ. 83)
Αυτή η συνέχεια της ποίησης του Λαφόργκ στην ελληνική ποίηση φιλολογικά παραμένει βουβή, από τη στιγμή που μόνον ο Σεφέρης μίλησε για τις οφειλές του στον Γάλλο, μάλλον υπαινισσόμενος πως η προσωπική συμβολή του στην ελληνική ποίηση είναι ανάλογη με τη συμβολή του T.S Eliot στην αγγλική... Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορούν να εντοπιστούν λαφοργκικά στοιχεία στην ποίηση του Σεφέρη -παρά μόνο μέσω του T.S Eliot, του οποίου τη γραφή μιμήθηκε- είναι μάλλον αδύνατον να ολοκληρώσουμε την εικόνα τουλάχιστον του Καρυωτάκη, δίχως την παρουσία του Λαφόργκ στην ελληνική γλώσσα και, φυσικά, αδύνατον να συντονιστούμε απόλυτα με το ευρωπαϊκό περιβάλλον, όσες ιστορικές προϋποθέσεις και αν έχει η ποίησή μας.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Άγιοι, μαικήνες και τοκογλύφοι

της Έφης Φαλίδα, ΤΑ ΝΕΑ, 22/9/2011

Όταν η Εκκλησία συμφιλιώθηκε με τις κερδοφόρες δραστηριότητες των φλωρεντινών τραπεζιτών και εμπόρων «γεννήθηκε» ο τόκος και οι λοιπές χρηματοπιστωτικές τακτικές που μας έφεραν στη σημερινή κρίση.

Όταν ανατρέχεις στην Ιστορία νιώθεις ότι κάποια υπερφυσική δύναμη σε εμπαίζει. Αυτό το συναίσθημα θα νιώσουν οι επισκέπτες που θα περιπλανηθούν ανάμεσα στα εκθέματα της φλωρεντινής έκθεσης «Χρήμα και ομορφιά». Καθώς οι εκπρόσωποι της μεσαιωνικής και της αναγεννησιακής τέχνης θα αποκαλύψουν λεπτομέρειες μιας πραγματικότητας που - τηρουμένων των αναλογιών - παρουσιάζει ομοιότητες με τη δική μας.

Τον 14ο αιώνα η Φλωρεντία ήταν μια ηγεμονία όπου η τάξη των εμπόρων είχε το προβάδισμα στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Με τη διακίνηση των αγαθών και τον έλεγχο των μεταφορών στην Ευρώπη οι έμποροι είχαν δημιουργήσει ένα οικονομικό σύστημα χρηματοδότησης των μεγάλων ταξιδιών τους. Η πώληση των αγαθών σε εμπορικά πανηγύρια της Ιταλίας και της Βορειοκεντρικής Ευρώπης σε τιμές διαμορφωμένες από τους ίδιους έδινε περιθώρια για να αποκτούν περισσότερα χρήματα. Κι όταν η φύση του εμπορεύματος (τρόφιμα, μπαχαρικά, σιτηρά, λάδι, κρασί) δεν επέτρεπε μεγάλα χρονικά περιθώρια για την ανεύρεση κεφαλαίου κίνησης, τότε οι έμποροι άρχισαν να συνεργάζονται μεταξύ τους. Ωστε κάποιος να βάζει τα λεφτά και ανάλογα με τη συμμετοχή να μοιράζονται τα κέρδη. Λίγο αργότερα επινόησαν και τον τόκο, ώστε κάθε πλευρά να απολαμβάνει τα οφέλη της επιχείρησης.

Σε αυτόν τον τομέα οι Μέδικοι, η φλωρεντινή οικογένεια των εμπόρων αποδείχθηκαν ικανοί διαχειριστές του χρήματος, δημιουργώντας με κέντρο την πόλη τους το μεγαλύτερο τραπεζικό δίκτυο της Ευρώπης. Η συσσώρευση του πλούτου τους γεννά την επιθυμία της πολυτέλειας του καθημερινού βίου. Και ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής γίνεται ο μαικήνας των τεχνών, αναθέτοντας σε ζωγράφους, γλύπτες, αρχιτέκτονες, συγγραφείς και ποιητές έργα που εξυμνούν τη διακυβέρνησή του. Το παράδειγμά του ακολουθούν και άλλοι έμποροι αστοί, οι οποίοι χρηματοδοτούν την αναγεννησιακή τέχνη.

Όμως η παπική Εκκλησία και τα τάγματα των μοναχών της παίρνουν θέση απέναντι στο αλόγιστο κέρδος των εμπόρων-τραπεζιτών, οι οποίοι αποκτούν εξουσία. Ο τόκος και το υπερβολικό κέρδος είναι αμαρτία για τους χριστιανούς. Η Εκκλησία χωρίζει τους «καλούς» από τους «κακούς» εμπόρους. Οι πρώτοι, θεοσεβούμενοι και υπάκουοι στις παπικές εντολές, κινούνται με μικρά ποσοστά κέρδους και δεν επεκτείνουν τους επιχειρηματικούς τους ορίζοντες. Οι δεύτεροι, πρόγονοι του καπιταλιστικού συστήματος, αψηφούν τα θεολογικά επιχειρήματα και στρέφονται προς τους Εβραίους δανειστές και στη δημιουργία των Monti di Pieta. Των πρώτων ενεχυροδανειστηρίων.

Τα έργα των φλαμανδών ζωγράφων που εκτίθενται στο Παλάτσο Στρότζι δείχνουν την αντίδραση της τέχνης: οι τοκογλύφοι μετανοούν υποφέροντας στην Κόλαση, οι φοροεισπράκτορες, οι φιλάργυροι απεικονίζονται μέσα στο περιβάλλον τους όπου ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητές. Στον αντίποδα βρίσκονται οι πίνακες των αγίων όπως ο Αγιος Αντώνιος της Φλωρεντίας που στα κηρύγματα τους μιλάνε κατά της τοκογλυφίας.

«Η συκοφαντία του Απελλή», έργο του Σάντρο Μποτιτσέλι, του 1497, 
είναι δημιούργημα της σχέσης μαικήνα και καλλιτέχνη. Ο Μποτιτσέλι 
υπήρξε ο κατά παραγγελίαν ζωγράφος που ξεχώρισε στην αυλή του 
Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς.

Όμως η εξουσία οδηγεί σε καταχρήσεις, λέει η ιστορία της Φλωρεντίας και τεκμηριώνει η σύγχρονη έκθεση. Η ενότητα «Κρίση» αναφέρεται στην εποχή που ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής για να μη διαλύσει την τράπεζα των Μεδίκων καταχράται χρήματα από το Ταμείο της Κοινότητας υπέρ των άπορων κορασίδων. Είναι η στιγμή που ο φραγκισκανός μοναχός Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα αρχίζει να επιτίθεται με τα κηρύγματά του σε όλους τους εκπρόσωπους της εξουσίας, στον Πάπα και στους Μεδίκους. Μετά το 1494 πήρε ο ίδιος την εξουσία από τους Μεδίκους, εκμεταλλευόμενος την επίθεση των Γάλλων στη Φλωρεντία. Το 1497 έκαψαν ο Σαβοναρόλα και οι οπαδοί του είδη πολυτελείας που είχαν κατασχέσει από σπίτια πλουσίων, καθρέφτες, καλλυντικά, μουσικά όργανα, γυναικεία καπέλα, βιβλία αρχαίων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά που τα θεώρησαν δημιουργήματα του σατανά, στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας, όπου οργανώθηκε η αποκαλούμενη "Φωτιά της ματαιοδοξίας".
Το ίδιο έτος αναθεμάτισε ο διαβόητος πάπας Αλέξανδρςο ΣΤ'-Βοργίας τον (ψυχοπαθή κατά την άποψή μου, αλλά δεν ήταν ο μόνος!) Σαβοναρόλα, αφού ο φονταμενταλιστής θεόπληκτος δεν δέχθηκε τις προτάσεις συναλλαγής (ιερατικά αξιώματα έναντι σιωπής, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές). Το 1498 μεθοδεύτηκε η σύλληψη του Σαβοναρόλα και το 1498 κάηκε στην πυρά σε δημόσια εκδήλωση. Υπάρχει ένας πίνακας του Fra Bartolomeo)

Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα

Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα από τον Φρα Μπαρτολομέο (Fra Bartolomeo), περίπου 1498

Ο Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα (21 Σεπτεμβρίου 1452 - 23 Μαΐου 1498) ήταν πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης της Φλωρεντίας. Ήταν Δομινικανός μοναχός, με τεράστια επιρροή στα πλήθη της Φλωρεντίας. Ήταν ηγέτης της πόλης από το 1494 μέχρι την εκτέλεσή του το 1498. Όσο κράτησε η ηγεσία του, κήρυσσε την εγκράτεια και ήταν πολέμιος της αγάπης των Φλωρεντινών για τις τέχνες. Ήταν εναντίον της διαφθοράς και του Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ΄. Πρωτοστάτησε στο κάψιμο βιβλίων.
Γεννήθηκε στη Φερράρα, όπου και σπούδασε. Πήγε ως μοναχός στη Φλωρεντία το 1482 όπου έμεινε μέχρι το 1487. Επέστρεψε στη Μπολόνια για συνέχιση των σπουδών του. Γύρισε στη Φλωρεντία το 1490, κάνοντας φλογερά κηρύγματα μέσα από τα οποία έγινε γνωστός. Σταδιακά επιτέθηκε σε όλους τους εκπρόσωπους της εξουσίας, στον Πάπα και στους Μεδίκους. Μετά το 1494 πήρε την εξουσία από τους Μεδίκους.
Το 1497 αυτός και οι οπαδοί του έκαψαν καθρέφτες, καλλυντικά, μουσικά όργανα, γυναικεία καπέλα, βιβλία αρχαίων συγγραφέων, πίνακες και γλυπτά που τα θεώρησαν ακατάλληλα στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας, στην αποκαλούμενη "Φωτιά της ματαιοδοξίας".
Σταδιακά οι Φλωρεντινοί κουράστηκαν από την ασκητική ζωή. Στις 12 Μαΐου1497 ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ τον αναθεμάτισε και το 1498 ζήτησε την σύλληψη και θανάτωσή του. Ένα εξαγριωμένο πλήθος τον συνέλαβε στις 8 Απριλίου. Εκτελέστηκε στις 23 Μαΐου 1498.
Στο τέλος του 20ού αιώνα, Δομινικανοί μοναχοί ζήτησαν από τον Πάπα να τον ανακηρύξει Άγιο, θεωρώντας άδικο τον αναθεματισμό του.
Άγαλμα του Σαβοναρόλα, στηΦεράρα
Έγραψε τα έργα του στα λατινικά και στα ιταλικά. Μερικά από αυτά είναι: [1]
  • "Triumphus Crucis de fidei veritate" (Φλωρεντία, 1497)
  • "Compendium revelationum" (Φλωρεντία, 1495)
  • "Scelta di prediche e scritti", ed. Villari Casanova (Φλωρεντία, 1898)
  • "Trattato circa il Reggimento di Firenze", ed. Rians (Φλωρεντία, 1848)
  • Γράμματα που επιμελήθηκε ο Marchese στο "Archivio. storico italiano", App. XIII (1850)
  • Ποιήματα που επιμελήθηκε ο Rians (Φλωρεντία, 1847).
  • "Dialogo della verita" (1497) και δεκαπέντε ακόμη κηρύγματα.





Λογοτεχνία και επανάσταση

Trotsky Lev Davidovich

Ο Τρότσκι ήταν για τους προσωρινούς και τους παντοτινούς οπαδούς του ένας «άοπλος προφήτης» από τον οποίο διέθεταν την αποσπασματική γνώση του έργου του Λογοτεχνία και Επανάσταση (στη «Λογοτεχνική Επιθεώρηση» [1927] και στη «Νέα Επιθεώρηση»[1928]) χωρίς να εμβαθύνουν στις αισθητικές αναλύσεις του περιπλανώμενου αρνητή της «θερμιδοριανής γραφειοκρατίας», σε μια εποχή μάλιστα που ο ίδιος αναγνώριζε την προσφορά της μοντέρνας τέχνης στη συγκρότηση της επαναστατικής συνείδησης. Οταν δηλαδή βοηθούσε τον Andre Breton στη σύνθεση του Μανιφέστου της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που υπεράσπιζε την «ανεξαρτησία της τέχνης για την Επανάσταση» και προσδοκούσε από την τελευταία την «τελειωτική απελευθέρωση της τέχνης» (1938). Ο μόνος εξοικειωμένος με τη δέσμη αυτή των ιδεών και την ομόλογη πρακτική υπήρξε ο Κάλας.
Από τη σκοπιά της κομματικής «ορθοδοξίας», ο φουτουρισμός αποδοκιμάζεται, με αφορμή την επίσκεψη του Marinetti στην Αθήνα (1933), σαν «ιδεολογικός πρόδρομος» του παραλογισμού που «δέρνει την ιστορικά καταδικασμένη» αστική τάξη (Πηλείδης). Με τα ίδια κριτήρια, που επιβάλλουν τη λογική και γι' αυτό ρεαλιστική παράσταση της πραγματικότητας, αντιμετωπίζουν, με μερική εξαίρεση τον ρωσικό φουτουρισμό (Ζεβγάς, 1933), κατά το παράδειγμα του Τρότσκι, όσοι ηγήθηκαν ή απλώς συμπορεύθηκαν με την «Αριστερή Αντιπολίτευση» τις νεωτερικές τεχνοτροπίες. Ο εξπρεσιονισμός και ο κυβισμός συγκρατούν τις «αρρωστιάρικες» αναζητήσεις της «αχαλίνωτης» φαντασίας για την υπέρβαση της «αθλιότητας» και της «κρίσης» του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» (Πουλιόπουλος, 1931). Παρά την προσφυγή στα κύρια θεωρήματα της ψυχανάλυσης, για να μελετηθεί η νεότητα του «εγωκεντρικού» ποιητή, και στην ύστερη φροϋδική κριτική του πολιτισμού, όπως συμβαίνει με το δοκίμιο του Βάσου Βαρίκα για τον Καρυωτάκη, ο σατιρικός ποιητής είναι «πριν απ' όλα ένας αγωνιστής» και η τέχνη «μια κοινωνική λειτουργία με καθορισμένα καθήκοντα» (1938).
Η αμφισβήτηση της υπεροχής του περιεχομένου ανανεώνεται με την ενθουσιώδη παρουσίαση του λόγου του Μπουχάριν κατά την ώρα της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», που σε αντίθεση με τον Ζντάνοφ έθεσε το πρόβλημα της ποιότητας των έργων τέχνης διακηρύσσοντας την ανάγκη για «ταυτότητα νοήματος και φόρμας» (1934). Ηδη ο Ζεβγάς συγκατένευσε στην αξία των ποιημάτων του Καρυωτάκη, αν και θα προτιμούσε να διακρίνει σ' αυτά την αιτία του «βαρυεστισμού» και της μελαγχολίας (1928). Η παρατήρηση αυτή αφορά τα Ελεγεία, ενώ για τις Σάτιρες εκφέρεται μια ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία.
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, για το χρονικό διάστημα που υπέγραφε ως Ζεβγάς, δηλαδή ως το 1935 που προσλαμβάνεται στην «Καθημερινή», υπήρξε ο περισσότερο προβληματισμένος μαρξιστής σε θέματα αισθητικής και κριτικής της λογοτεχνίας, με εκτεταμένο μεταφραστικό έργο και με υπερδεκαετή εμπειρία στην έκδοση συναφών περιοδικών. Ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης του Καρυωτάκη και του «καρυωτακισμού» από την εγχώρια μεσοπολεμική και τη μεταπολεμική Αριστερά, τόσο ως αισθητικής αποτίμησης όσο και ως ποιητικής πρόσκτησης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η καλογραμμένη μονογραφία της Χριστίνας Ντουνιά Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνηςπου κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες. Αν ο ποιητής που τερμάτισε τη ζωή του στην Πρέβεζα σάρκαζε
«Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους», η προσεκτική δουλειά της φιλολόγου είναι να ανασυγκροτήσει το σύνολο των αγωγών δεξίωσης του Καρυωτάκη μέσω της καταγραφής και ερμηνείας των «εντυπωσιακών διακυμάνσεων του παλμογράφου»: «ενθουσιασμός, σκεπτικισμός, άρνηση, σιωπή, αποδοχή, αναγνώριση». Πιο συγκεκριμένα, για τον ποιητή της «κοινωνικής αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας» κωδικοποιούνται οι «καίριες όψεις της περιπέτειας» που συναρτώνται με την «τεθλασμένη πορεία της πρόσληψής» του: «η απόρριψη της καρυωτακικής ποίησης από τον κύκλο του Γιάννη Αποστολάκη, η αντίδραση της γενιάς του '30 απέναντι στον ποιητή, η αμφιθυμία και οι διχογνωμίες των μαρξιστών, η όψιμη και η υπερθετική αναγνώριση των υπερρεαλιστών». Ετσι στο πρώτο μέρος («Ιδεολογία και Κριτική») αντιμετωπίζονται εξυπαρχής ορισμένες «παγιωμένες αντιλήψεις» που μας κληροδότησε «είτε η λειψή πληροφόρηση είτε η χρόνια αδράνεια» και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Ο Καρυωτάκης και οι απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας») το κέντρο βάρους «μετατοπίζεται από τα κριτικά κείμενα στην ίδια τη λογοτεχνική παραγωγή», δηλαδή στους κομμουνιστές και τους υπερρεαλιστές που «θέτουν σε αμφισβήτηση την κοινωνική πραγματικότητα με τις ποικίλες συμβάσεις της και αισθάνονται αλληλέγγυοι με την ασυμμόρφωτη στάση του ποιητή».

Leon Trotsky

Literature and Revolution

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Τί αξίζει ένας άνθρωπος τί θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία;



"Τι αξίζει ένας άνθρωπος; Τι θέλει; Πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία;" αναρωτιέται ο Σεφέρης στο ποίημά του Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη
"Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν~
σαν έρθει ο Θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι~
σαν έρθει ο Θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ' αγαθά τους,  άλλοι  ρητο-
    ρεύουν." 
λέει ο Σεφέρης στο ποίημά του ΤΕΛΕΥΤΑlΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Πόσες φορές αναρωτιόμαστε για το νόημα της ύπαρξής μας. Πόσες φορές σκεφτόμαστε πως βρεθήκαμε εδώ και πού πηγαίνουμε. Ωστόσο, συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς να έχουμε απαντήσεις. 
Η ταχύτητα του χρόνου και η φθαρτότητα της φύσης μας οδηγεί σε διαπιστώσεις για τον εφήμερο βίο του ανθρώπου. 
Κάθε φορά  αποφασίζουμε να αδράξουμε την στιγμή, να ζήσουμε με πληρότητα και αγάπη και πως δεν έχουν νόημα οι μικρότητες και οι ανταγωνισμοί. Αλλά όλα αυτά ξεχνιούνται με την πρώτη ευκαιρία και επιδιδόμαστε σε έναν ατέλειωτο αγώνα επιβεβαίωσης και εξοντωτικού ανταγωνισμού δίχως νόημα. 
"Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο[...] άπληστος σαν το χόρτο " παρατηρεί εύστοχα ο ποιητής. Άρα, διψάει για αγάπη, δόξα, ευτυχία αλλά ο ευκολότερος δρόμος σαν έρθει το θέρος είναι "να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι". Ο άλλος είναι υπεύθυνος εμείς είμαστε οι σωστοί και οι δίκαιοι επομένως δικαιούμαστε να αδικούμε και να εξευτελίζουμε την ζωή των άλλων αρκεί εμείς να μείνουμε αλώβητοι από την ευθύνη και την εσωτερική ανασκόπηση. 
Ρητορεύουμε ατέλειωτα για τις αξίες για την αγάπη για την δικαιοσύνη για την ευγένεια αλλά η ρητορική μας απευθύνεται στα άλλα αυτιά, τα δικά μας τα έχουμε ασφαλίσει.

"Πάλι τα ίδια και τα ίδια, Θα μου πεις, φίλε.
Ομως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
   τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς."

"ΤΕΛΕΥΤΑlΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ"


Πρόσφυγας και η δική μου σκέψη αναζητάει τόπο να ριζώσει χωρίς να απολογείται για όσες παραβολές και παραμύθια δεν ταιριάζουν με τους θεούς των άλλων.
Ο πόνος στάζει στις ψυχές αυτών που κουβαλούν τον άνθρωπο ως αξία και αυτοί αν και είναι διψασμένοι και άπληστοι σαν το χόρτο ευλογούν την βροχή και τα σύννεφα όπως ευλογούν τον Ήλιο που φωτίζει όλα τα πλάσματα που περπατούν στα σκοτεινά ώσπου να αποφασίσουν να δουν τα σκοτάδια.
 Τότε, η ύπαρξη θα έχει νόημα και η δευτέρα παρουσία θα δικαιωθεί χωρίς την κρίση των σφαλερών αντικατοπτρισμών του νου των ανθρώπων.

Νότα Χρυσίνα

Βύρων Λεοντάρης

Σήμερα το πρωί πέθανε ο Βύρων Λεοντάρης. Από τους σημαντικότερους ποιητές και κριτικούς της λεγόμενης «δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς». Αγαπημένος ποιητής και «δάσκαλός». Εδώ ένα ποίημα για τον έρωτα, την ποίησή του και τη γενεαλογία της.
Μέσα στο ποίημα σε χάνω
Μέσα στο ποίημα σε χάνω. Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα
που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα
το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»
Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου
λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε
Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω
Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω