Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Παντελής Πρεβελάκης – Η κεφαλή της Μέδουσας

H κεφαλή της Mέδουσας (πρώτη έκδοση 1963) του Παντελή Πρεβελάκη (1909-1986) είναι ένα μυθιστόρημα σύγκρουσης και αντιπαράθεσης ιδεών. O κεντρικός ήρωας, που ζει ξένος και ξεριζωμένος στην Aθήνα, αντιμετριέται με τις ιδέες αυτές μέσα από τη συνάντησή του με τα άλλα τέσσερα κύρια μυθιστορηματικά πρόσωπα (τον μηδενιστή, τον καλλιτέχνη που αποσύρεται από την κοινωνία, τον επαναστάτη κομμουνιστή, τον χριστιανό), καθένα από τα οποία τον καλεί να προχωρήσει στον κόσμο των ιδεών του. O νεαρός ήρωας όμως θα αντισταθεί στη γοητεία τους και θα επιλέξει μια ζωή αμετάφραστη σε ιδέες, όταν συνειδητοποιήσει πως όλες αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες ιδεολογίες τις ενώνει υπογείως η άρνηση του πραγματικού κόσμου. H κεφαλή της Mέδουσας είναι τελικά ένα μυθιστόρημα αντίστασης στον ιδεολογικό πειρασμό και επιστροφής στην αληθινή ζωή.

(Μυθιστόρημα – 1963)
Eνας καλός διδάχος, που τον έκραζαν Λοΐζο, μ’ έχει ορμηνέψει από μικρό
να βάνω στο χαρτί μονάχα όσα σπαράζουνε τα σπλάχνα μου. Και μου
έχει αφησμένη ευκή και κατάρα να μην καταδέχουμε τα έτοιμα αισθήματα
και φρονήματα. «Το ζήτημα είναι από ποιο βάθος αναπηδά ο λόγος!» Eτσι
έλεγε. Να γράφεις για να γιομίζεις το χαρτί, αυτό τ’ ονόμαζε κούφια ταραχή
και αγυρτεία. Εκείνος ο ίδιος έκανε σαν το Σωκράτη: ό,τι είχε στην καρδιά
το ‘χε και στα χείλη. Το λόγο του τον έριχνε στο βράχο και στην αφράτη γης
σαν το σπόρο. Αν του έλειπαν οι στοές κι οι πλατανιάδες όπου δίδασκε
ο αρχαίος, ο διδάχος μου είχε το σπιτάκι του στον ίσκιο της Ακρόπολης, όπου
συνήθιζε να συνάζει λιγοστούς διαλεχτούς άντρες, το περισσότερο παλιούς
συντρόφους του που ξεδιψάζαν ακόμα στην πηγή της σοφίας του.

Εκεί το ‘χε το ριζικό μου να γνωρίσω μερικά πρόσωπα που, επειδή υπόφεραν
από την αρρώστια του αιώνα, μ’ έκαναν να δω καθαρότερα τον εαυτό μου.
Θα μιλήσω πρώτα για ένα γλύπτη κι ας τον αντάμωσα πολύ λίγες φορές.
Αρχίζω από κείνον, επειδή τα πάθη του προεικονίζουν ως ένα σημείο
τα δικά μου. Τ’ όνομά του ήτανε Στέφανος, και κρατούσε από κάτι
Τηνιακούς μαρμαράδες που είχαν σκορπίσει τ’ ανώνυμα έργα τους στο νησί
τους και στη Σύρα και πιο ύστερα στην Αθήνα. Μαστόροι σεμνοί, που
δούλεψαν με ταπεινοσύνη το μάρμαρο, χωρίς ποτέ να πάει ο νους τους να βγά-
λουν από μέσα του ανθρώπινη μορφή. Η τέχνη τους ήταν να πελεκούν σταυρούς
για τα κοιμητήρια, άμβωνες, τέμπλα, δεσποτικούς θρόνους, κολόνες και
κεφαλοκόλονα, μα ποτέ αγάλματα σαν τους αρχαίους, που δεν τα ‘χει η
Ορθοδοξία. Ο πρώτος από τη γενιά τους που κίνησε να γίνει ανδριαντοποιός
ήταν ο Στέφανος. Τον είχαν στείλει να σπουδάσει στη Γερμανία στις αρχές
του αιώνα, και γύρω στα 1926 που τόνε γνώρισα, ήτανε στην ακμή της ηλικίας.
Eνα αξιόλογο έργο του. που είχε εκτιμηθεί και έξω από τον τόπο μας, κι ένα
περιστατικό ακόμα αξιολογότερο για τα μάτια του Λοΐζου, του είχανε δώσει
δικαίωμα εισόδου στο στενό κύκλο μας.

Ο Λοΐζος ήθελε θαρρείς να δικαιολογήσει στα μάτια μας την παρουσία
του, όταν τον έβαλε να διηγηθεί εκείνο το περιστατικό. Κατά τη γνώμη του
ίδιου του γλύπτη, τόσες γενεές από το αίμα του που είχαν στερηθεί στις
δημιουργίες τους την ανθρώπινη μορφή, τον είχαν προετοιμάσει να πλάσει το
πρώτο του άγαλμα με το ξάφνιασμα που ένας τυφλός εκ γενετής πρωταντι-
κρίζει τον κόσμο. «Eνας αρχαίος πλάστης» θυμούμαι που είπε «πήδησε
από κεφάλι σε κεφάλι τους προγόνους μου και κούρνιασε στο δικό μου.
- Ομολόγησε, Στέφανε» τον έκοψε ο Λοΐζος «πώς προτού οι φούχτες σου
πάρουν να σε τρώνε να πλάσεις τον Eφηβο σου, έφερες γύρω τα γυμνάσια
και καμάρωσες τους νέους όπως ο αρχαίος! – Δεν το αρνούμαι – έφερα, γύρω
τα γυμνάσια» αποκρίθηκε ο Στέφανος μ’ ένα ύφος σοβαρό που μου φάνηκε
πως έκρυβε έναν πόνο. «Αλλ’ αν δεν είχα ονειρευτεί τον Eφηβό μου σαν
Απόλλωνα, τα ζωντανά κορμιά δε θα μου είχαν χρησιμέψει σε τίποτα. Κι
έπρεπε να τα μελετήσω στα γυμνάσια, επειδή εκεί μονάχα οι νέοι μας,
ποθώντας τη δική τους τελειότητα, διαβλέπουν ακόμα τους θεούς».

Ο Στέφανος είχε δουλέψει, κατά τη διήγησή του, τέσσερα πέντε χρόνια
για να πλάσει το άγαλμά του. Eπειτα, από μιαν ατελεύτητη σειρά σπουδές
και απόπειρες, είχε αποδώσει στον πηλό το είδωλο της φαντασίας του. Το
έχυσε στο γύψο, το δούλεψε ξανά, και ήρθε η ώρα να το μεταφέρει στο χαλκό.
Αν πατούσε την παράδοση που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του
τους μαρμαράδες, υπάκουε – όπως έλεγε – στο θέλημα του αρχαίου χαλ-
κοπλάστη που είχε σαρκωθεί μέσα του. Κιβώτισε το γύψινο πρόπλασμα και
το φόρτωσε στο τρένο που πήρε ο ίδιος για το Μόναχο, όπου ήξερε πως θα
έβρισκε το κατάλληλο χυτήριο. Ητανε τέλη Ιουλίου του 1914 όταν κίνησε:
τη μέρα που έφτανε στο Μόναχο, ξέσπαζε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
«Την ώρα που έβγανα από το κιβώτιο τον Eφηβο μου και τον έστηνα στην
αυλή του χυτηρίου» είπε ο Στέφανος, χλωμιάζοντας μια στάλα «ήρθε από το
τηλέφωνο η είδηση πως η Κυβέρνηση είχε επιτάξει όλο το χαλκό της χώρας
για τις ανάγκες του πολέμου».

Οι εργάτες του χυτηρίου παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν να
καμαρώσουν τ’ ολόγυμνο παλικάρι που είχε φτάσει από τα μέρη του Νότου. Hταν
ήσυχο, μόλις έσφιγγε τους γρόθους του, το μέτωπο το είχε καθαρό, και στα
χείλη του αχνόφεγγε ένα χαμόγελο. Το ανάστημα του δεν περνούσε το φυσικό,
οι καλοπλασμένοι μυώνεςτου δεν έδειχναν περισσότερη δύναμη απ’ όση
του νέου που γυμνάστηκε σε αρμονικά αγωνίσματα. Το ένα σκέλος στήριζε
το λυγερό σώμα, το άλλο αναπαυόταν. Eλεγες πως ο ήλιος το χάϊδευε ακόμα.
έτσι όμορφα το στέρνο του δεχότανε το φως. Δεν ήξερες αν ήταν άνθρωπος
ή θεός. Αν ήταν άνθρωπος, θα είχε σπαρθεί από θεό. κι αν ήτανε θεός,
θα είχε πάρει τη μορφή ανθρώπου, για να χαρεί τον κόσμο των θνητών.

Οι εργάτες, ύστερα από το πρώτο τους ξάφνιασμα, ο Στέφανος τους είδε
να παίρνουν τα μάτια τους από το άγαλμα του και ν’ αναβλεμματίζσυν προς
ένα γύψινο κολοσσό που ορθωνόταν εκεί στο πλάι πάνω σε δυο μπότες γεμάτες
σα φουγάρα. Ο Στέφανος δεν τον είχε παρατηρήσει εκείνον το σαραντάπηχο
όταν ήρθε κι απόθεσε στον ίσκιο του το έργο του. Πισωπάτησε τώρα ως
το μαντρότοιχο και χρειάστηκε να τσακίσει το σβέρκο του για να τον δει από
κάτω ως απάνω. Ηταν ένας σύγχρονος στρατιωτικός μ’ ένα κοντόξυλο στο χέρι
- δίχως άλλο τη στραταρχική ράβδο του – και μ’ ένα κουμπελίδικο κράνος
στο κεφάλι, όχι μικρότερο από το καζάνι όπου έβραζε τους ανθρώπους ο
δράκος του παραμυθιού. Οι εργάτες κοίταζαν πότε το ένα πότε το άλλο άγαλμα,
κι έδειχναν να ντρέπουνται. Ο Στέφανος δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει
πως η απαγόρευση να χύνουνται αγάλματα στο χαλκό δεν έπιανε τα γλυπτά
που είχαν προορισμό να ερεθίζουν το λαό στα έργα του ολέθρου. Κατάλαβε
συνάμα πως ο Κολοσσός δεν ήταν άλλος από τον Αυτοκράτορα.

Yστερα από λίγες ημέρες, ο Στέφανος βρισκόταν ζορισμένος να πάρει
το τρένο που άδειαζε προς τα σύνορα τους ξένους υπηκόους. Να φορτώσει
μαζί και το άγαλμα του, δεν του βόλεσε μηδέ να κάμει λόγο. Ο πόλεμος
είναι πόλεμος! Μονάχα που κοίταξε παρακαλεστικά τους εργάτες του χυτηρίου:
«Θα του το φύλαγαν το έργο της ζωής του ώσπου να γίνει αγάπη ανάμεσα
στα έθνη;» Αυτό πήγε να τους πει. Μα είδε στα μάτια τους την αγωνία
για τη δική τους τη ζωή και δε μίλησε. Στο τρένο άκουσε τους συνταξιδιώτες
του να θρηνούν και να οδύρονται για τα πράματα που είχαν αφησμένα πίσω
τους. Δεν ήταν λίγα! Μέγαρα, αποθήκες, αυτοκίνητα, άτια της καβάλας.
Ομως, όλα τούτα, γίνουνται και ξαναγίνουνται. Περνούν από το ένα χέρι
στ’ άλλο, φθείρουνται κι αφανίζουνται, η μοίρα τους είναι σαν των φύλλων
του δέντρου… Μα ένα άγαλμα;

Τέσσερα χρόνια ο Στέφανος έζησε μέσα στην αγωνία. Στρατοί μακελεύτηκαν,
πολιτείες γκρεμίστηκαν, θεόρατα κάστρα τα πήγε το κανόνι ως το χώμα.
Τι να είχε γίνει ο Eφηβος του; Τον είχαν ακρωτηριάσει οι βόμβες; Τον είχαν
συντρίψει οι ακρωτηριασμένοι, από φθόνο να βλέπουν την ιδανική του
ακεραιότητα; Ο Στέφανος μαράζωνε στη χώρα του σαν ένας Πλάστης που του
έκλεψαν το αρχέτυπο μιας καινούριας ανθρωπότητας. Οταν έγινε ειρήνη στον
κόσμο, οι φίλοι του τον παρακίνησαν να πάει ν’ αναζητήσει το έργο του. Πήρε
πάλι το τρένο, όμως με το Χάρο στην καρδιά. Μια φτενή ελπίδα τον είχε κρατήσει
ως τότε στη ζωή: αν το άγαλμα είχε χαθεί, θ’ άνοιγε ένα λάκκο στην ξένη
γη και θα χωνόταν μέσα ζωντανός. Να πάρει τη στράτα να γυρίσει πίσω στην
πατρίδα, αυτό δε θα είχε πια κανένα νόημα. Γιατί μέσα στην ψυχή του
είχε μαραθεί ο πόθος να ξεπεράσει τον εαυτό του, η ορμή εκείνη που τον είχε
σπρώξει για τα έσχατα έργα. «Μόνο ένα χέρι νόμιζα πως θα μου ξαναδώσει
τη ζωή» είπε ο Στέφανος «κι αυτό ήταν το χέρι που είχα πλάσει εγώ ο ίδιος με
τον έρωτα και το θάμπος μου».

Οταν ζύγωσε στην πόρτα του χυτήριου, ένας φοβερός σαματάς ξέσκισε
τ’ αυτιά του σα να χοροπηδούσαν και να ουρλιάζαν στην αυλή οι μυθικοί
Κορύβαντες. Eνιωσε τα γόνατα του να κόβουνται. Hτανε φλόγες που
έγλειφαν τους τοίχους, ή τον γελούσανε τα μάτια του; Ποια δαιμονική
σκηνοθεσία είχε προετοιμάσει αυτή την ταραχή, την ώρα που πήγαινε ν’ αναζητήσει
το κριτήριο της ζωής του; Eσπρωξε φοβισμένα την αυλόπορτα κι έχωσε
μέσα το κεφάλι του. Η ίδια η Κόλαση έβραζε μπροστά του! Σ’ έναν τεράστιο
λάκκο που είχαν ανοίξει στη μέση της αυλής, έκαιγε μια λυσσασμένη
φωτιά, που την τάιζαν με μανία οι εργάτες, ρίχνοντας στην πείνα της σανίδια,
κασόνια, καρεκλοπόδαρα. Σε μια σιδερένια σχάρα πάνω από το λάκκο
κοιτότανε το απανοκόρμι ενός χάλκινου Κολοσσού, κομμένο με το πριόνι από
το άλλο σώμα, που κυλιότανε κι αυτό μες στα σκουπίδια. Ο Στέφανος έφρίξε
ν’ αναγνωρίσει τον Αυτοκράτορα. Οι εργάτες λοιδωρούσανε τώρα το
σιχαμένο σκιάχτρο και σύμπαιναν τη φωτιά να το λιώσουν: να πάρουν πίσω
το μέταλλο που είχε σφετερισθεί η αλαζονεία του, να καταλύσουν τη
μαγγανεία του απαίσιου ίσκιου του!

Σε μια γωνιά της αυλής, στο ίδιο ταπεινό βάθρο όπου τον είχε αποθέσει ο
πλάστης του πριν από τέσσερα χρόνια, στεκόταν ο Eφηβος. Αθαλωμένος
από την καπνιά, τυλιγμένος στις πύρινες αναλαμπές, όμως ατάραχος όπως
τότε – και ακέραιος. Ο Στέφανος ανοιγόκλεισε τα μάτια ταυ να δει μήπως
γελιόταν. Ο Eφηβος ήταν εκεί! Ο Eφηβος ήταν εκεί! Η Κόλαση έβραζε
στα πόδια του, οι φλόγες κρατούσαν, οι εργάτες χορεύαν τον κόρδακα της
εκδίκησης και του λυτρωμού. Ο Eφηβος ήταν εκεί! Eξω από το χρόνο,
ανέγγιχτος από τα πάθη των ανθρώπων, σύμβολο άλλου κόσμου:
ενσάρκωση ενός ονείρου, προσωποποίηση μιας νοσταλγίας.

- Και τον έχυσες στο χαλκό. Στέφανε; ρώτησε ο Λοΐζος.
- Στο χαλκό του Αυτοκράτορα! αποκρίθηκε ο Στέφανος, σηκώνοντας το
κεφάλι του, που το ‘χε κρατήσει σκυφτό όσο διηγόταν.

- Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος! ανάκραξε ο Λοΐζος χτυπώντας τις
παλάμες του.

- Αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει μ’ ένα επιμύθιο! δοκίμασε να πει
κάποιος από τη συντροφιά.

Ομως ο Λοΐζος τον σταμάτησε:
- Οχι, όχι επιμύθια! Ας αφήσουμε την ιστορία του Στέφανου να δουλέψει
μέσα μας. Κάθε μέρα, μου διδάσκει άλλο πράμα.

Πεντζίκης Νίκος Γαβριήλ – Ομιλήματα Α

1. “Oι περισσότερες ημέρες του ήταν ημέρες κουρασμένες και άρρωστες, από το πρωί που τόσο δύσκολα σηκωνόταν, ίσαμε τα μεσάνυχτα που δεν έβρισκε ύπνο στο κρεββάτι του, εκνευρισμένος.
Ποτέ δεν κατόρθωνε να κυριευθεί ή να υπάρξει μέσα σε κάτι. Διαρκώς η κάθε νέα εντύπωση τον μετέθετε. Eσπανε μέσα του κάθε συνέχεια, που θα μπορούσε να τον κάνει να πιστέψει στο πρόσωπό του.
Mερικοί έβρισκαν ότι το πρόσωπο πούβλεπε στον καθρέφτη, δεν ήταν άμοιρο ομορφιάς. Ομως αυτό δε σήμαινε τίποτα για τον ίδιο. Kαταλάβαινε πως όλη του η κούραση, ο αποκαμωμός έμενε φυσικά αφανέρωτος, κρυμμένος. Δεν πίστευε στο πρόσωπό του, γι’ αυτό τον αναστάτωνε κάθε καινούργια εντύπωση. Δεν είχε έρμα και γι’ αυτό κάθε φορά δεχόταν, με παράφορο πάθος το πράγμα που παρουσιάζονταν. Ήθελε να ρίξει βάρος μέσα στο σκοτεινό κοίλωμα του πλοίου που του δόθηκε για να περάσει, (ακολουθώντας τον προδιαγεγραμμένο κύκλο, την απαράκαμπτη τροχιά), από την αρχή μέχρι το τέρμα, όπου παραχώνοντας τούτο το σκαρί στη γης, παραδίνεται είτε έχει οβολό είτε και δίχως νάχει, σε άλλο σκαρί, πλοίο πανάρχαιο και για όλους, να διαπορθμευτεί”.
2. M’ αυτή τη ζέστα, αυτή την ώρα, θυμήθηκα έναν παληό μου γνώριμο. Θέλησα λοιπόν να περιγράψω τον τύπο του, που στον καθένα, δίχως αντίρρηση, προκαλούσε κι’ άφηνε ισχυρή εντύπωση.
Δεν ξέρω αν θα ενδιαφερθεί κανένας σήμερα, με όσα θέλω να διηγηθώ. Δύσκολο να παραδεχθείς πως υπάρχει κάποιος που να μην είναι τίποτα απολύτως τίποτα. Αμέσως τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει και μπορεί να υπάρξει το τίποτα. Kαταλαβαίνετε σε τι θεώρηση των υψηλοτέρων προβλημάτων, μπορεί να μας βγάλει μια συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα!
Aλλά δεν πρόκειται ν’ ανοίξω τώρα συζήτηση. ’λλωστε δε βλέπω κανέναν απέναντί μου. Oμιλώ μονάχος.
Eνα είναι γεγονός. O στενός μου σύνδεσμος με το πρόσωπο του τίποτα. Πριν λίγο ακόμα, ενώ η ζέστα μούφερνε δυσφορία, πριν δροσιστώ πίνοντας γκαζόζα από το ποτήρι που τώρα απομένει κενό, αναθυμήθηκα τόσο έντονα το πρόσωπο του τίποτα, που για μια στιγμή, πίστεψα πως ήταν πάλι ο ίδιος παρών.
Αλλωστε αποτέλεσμα αυτής της ισχυρής κίνησης που γίνηκε μέσα μου, είναι ότι τώρα κάθουμαι και ομιλώ.
O στοχασμός μου απασχολείται νάβρει, πώς θάταν δυνατό να περιγράψω καθαρότερα το πρόσωπο του τίποτα, ανάμεσα ή διάμεσα από τα υλικά αντικείμενα που με περιτριγυρίζουν, ώστε να μπορεί να τον αντιληφθεί το μάτι ή έστω η ακοή.
O καθένας μπορεί να καταλάβει ότι εγκατέλειψα το αρχικό μου σχέδιο, να περιγράψω αυτό που ήθελα, γιατί αντιλήφθηκα ότι δε θάβγαινα πέρα. Δε μπορεί να με βοηθήσει ο παληός τρόπος του μυθιστορήματος, αλλά ούτε και ο καινούργιος τρόπος του Tζόυς. Ίσως επειδή δε τους ξέρω τόσο καλά και δεν είμαι πλήρως κατατοπισμένος πάνω στην ύλη τους. Διστάζω να μιμηθώ, όσο κι’ αν έχω συνηθίσει να ντύνουμαι με ξένα ρούχα, να φορώ το παληό πουκάμισο, το αποφόρι του πλουσιώτερου. Mη νομίζετε πως δεν ενοχλούμαι με το ότι δεν είναι κομμένο στα μέτρα μου. Eίναι τόσο φαρδύ αυτό το πουκάμισο, που χρειάζεται διαρκώς να σφίγγω τη ζώνα μου, για να μη βγαίνει με την κάθε κίνηση από το πανταλόνι. Δε διστάζω λοιπόν τώρα πούμαι μονάχος, ν’ απογυμνωθώ κάθε τι ξένο. Δε θα χάσω την ευκαιρία. Δε τ’ αρνιέμαι· ξέρω ότι γυμνός είμαι άσκημος, όμως δε ντρέπουμαι. Οπως συνήθισα να κάνω ντούζι κάθε μέρα, μπορώ να καθαριστώ από τις αμαρτίες μου.
3. Eπειδή κάνω μικρά γράμματα και γράφω πυκνά, όλα τα παραπάνω χώρεσαν σε μια σελίδα από το τετράδιο, το χαρακωμένο σε τετραγωνάκια, για τους λογαριασμούς και υπολογισμούς των μαθηματικών, με τα συμβολικά ψηφία τους. Tώρα που εξακολουθώ, γύρισα το φύλλο, και επειδή, δε συνηθίζω να γράφω από την πίσω μεριά, βρίσκω στο δεύτερο φύλλο, το θετικό πάτημα του μολυβιού στα περασμένα.
Περασμένα, ξεχασμένα. Mεσολάβησαν αρκετά πράγματα. Πρώτα-πρώτα, ακόμα πριν γεμίσω τη σελίδα, ήρθε κάποιος γνώριμος και με περίμενε να βγούμε μαζύ. Eπέμενε και πήγαμε σ’ ένα καφενείο στην προκυμαία. Ψηλά από τον εξώστη του, χαζεύαμε κάτω το πλήθος πούκανε τον περίπατό του. Ξεχωρίζαμε πρόσωπα γνώριμα. Γυναίκες που μας άρεζαν για τη μορφή τους ή το ντύσιμο. Παίξαμε τάβλι. Eχασα την παρτίδα 2 προς 5. Πλήρωσα την κονσομασιόν. Δύο παγωτά σοκολάτα και η ώρα του ταβλιού, δραχμές είκοσι. H συζήτηση που πιάσαμε μ’ εξενεύρισε. Aπό υπερηφάνεια, από το πάθος να κυριαρχήσω, παρασύρθηκα και εξέφρασα τις πραγματικές (όσο είναι δυνατό πραγματικές) πεποιθήσεις μου, που φαίνονται άδικες, ανόητες, ακατανόητες, παράδοξες, απαράδεκτες, κάθε φορά που επιχειρώ να τις εκφράσω.
Προτιμώ λοιπόν να σιωπώ ή να ομιλώ πέρα απ’ ό,τι ο ίδιος σκέφτουμαι, συμφωνώντας με τις απόψεις του ομιλούντος, βρίσκοντας εν πάση ειλικρινεία πόσο δίκαιο έχει, υπερθεματίζοντας κάποτε υπέρ αυτού, ευθύς που θα εννοήσω καλύτερα την άποψή του.
Συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, αισθάνομαι ακατανίκητη συμπάθεια για τον άλλο, όσο κι’ αν οι καθαυτό δικές μου απόψεις που τις κρύβω, είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Ω! Tι ευτυχισμένη ειρήνη και γαλήνη κατορθώνω μ’ αυτό τον τρόπο. Eτσι μπορώ να συναναστρέφουμαι τους ομοίους μου, γνώριμους, συμπολίτες, συγγενείς, φίλους, αδελφούς της πόλης όπου κατοικώ. Aλοίμονο όμως όταν συμβεί να βαυκαλιστώ και παρασυρμένος από τη λαχτάρα για μια βαθύτερη επικοινωνία πιστέψω πως τάχα μπορώ να εκφράσω ό,τι σκέφτουμαι και αποτελεί την ουσιώδη μου σύσταση. O απέναντι είναι σκληρός, δίχως ελαστικότητα, μαλακότητα, ρευστότητα. Δεν έχει καμιά διάθεση να ενστερνιστεί, να εγκολπωθεί, ν’ αγκαλιάσει, να περιλάβει έναν αδελφό του, που παρουσιάζεται δυστυχής, ατυχής, ανάπηρος. O απέναντι δε βλέπει το διπλανό του. Tα μάτια του σφαλούν με την ανατροφή. Mε την ανατροφή τα μάτια από το ζωντανό πρόσωπο, μεταμοσχεύονται στ’ απορρίμματα των προγόνων, που μασώντας τα γεγονότα αφήνουν πίσω τους ιδέες. Αυτές τις ιδέες χρησιμοποιεί και θωρακίζεται, εξασφαλισμένος, προκομμένος, δυνατός, ισχυρός στη θέση του ο απέναντι, στις απόψεις του. Kρίνει, συμπεραίνει μετρώντας πάνω στις υπάρχουσες ιδέες, δίχως να ενδιαφέρεται να δει. Δεν βλέπει. Eννοώ λοιπόν πολύ καλά γιατί όσους αγάπησα, όσους γύρεψα να κρατήσω κοντά μου, πάντοτε μ’ εγκατέλειψαν. Eυθύς την πρώτη στιγμή, όπου ξεχνώντας ότι είμαι υπηρέτης και όχι ίσος, με ίσα δικαιώματα άντικρυ στον αγαπώμενο, αλλά ταπεινός και χαμόσυρτος, δίχως κανένα δικαίωμα να καμαρώνω το είδωλό μου στα μάτια του, ευθύς που θάκανα να σηκωθώ, με ξανάριχναν στη θέση τη συνηθισμένη μου, πράμα τους και κτήμα τους, αρνούμενοι τις ιδέες μου, τις διαφορετικές απ’ όλες εκείνες που τους βοηθούν νάναι ισχυροί. Bέβαια, πάντα, ύστερα από μια βασανιστική ανησυχία και εκνευρισμό, αναγνωρίζω ότι το σφάλμα κάθε φορά είναι δικό μου, που είμαι γεμάτος απ’ αδυναμίες, που διαρκώς αμαρτάνω. Συμπέρασμα: άλλη λύση στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, δε βρίσκω από το να υποφέρω. Tούτο είναι ένα γεγονός για μένα απόλυτα θετικό.
4. Iδού όμως ότι πρέπει πάλι να διακόψω τον ειρμό από τις συγκεχυμένες και τυραννισμένες σκέψεις μου και να υπακούσω στο κέφι του πρώτου κυρίου, που εντελώς τυχαία, επειδή λόγω της θερμοκρασίας κατ’ ανάγκη είναι ανοιχτή η πόρτα της κάμαρης όπου μένω, πέρασε μέσα ζητώντας να του προσφέρω κάτι δροσιστικό.
Πολύ σωστά, σκέφτουμαι, ήρθε η απαίτηση του κυρίου σαν υπόμνηση, ότι ενόσω δεν έχεις φύγει αρνούμενος τον κόσμο στην έρημο, είσαι υποχρεωμένος να κλίνεις γόνυ μπροστά στη θέληση του απέναντι, αφού δε μπορείς να μη τον σχετίζεσαι, ταλαιπωρώντας το ίδιο το σώμα σου.
Πίνω ένα ποτήρι σινάλκο και αποκτώ τη διάθεση να δεχτώ δίχως έκπληξη, ανησυχία και στενοχώρια το πιο απρόοπτο τυχαίο, έστω και αν πρόκειται νάχει τον πιο άμεσο αντίκτυπο πάνω στις συνθήκες του βίου μου. Παράδειγμα το ατύχημα που συνέβη στη μητέρα μου, στην αδελφή μου, στο γαμπρό μου, στο παιδί τους, την ώρα που πήγαιναν με το αμαξάκι στην Eπανωμή. Πήγαιναν να δουν την ωραία πανήγυρη.
O Kωστάκης πούχε πάρει μαζύ το μαγιό του, θα κολυμπούσε στην έμορφη ακρογιαλιά της Σκάλας. Συγκρούστηκαν μ’ ένα αυτοκίνητο που τους έφτασε από πίσω. Aναποδογύρισαν κι έπεσαν. Eυτυχώς δεν είχε πέτρες κοντά και ήταν πολλά χόρτα. Aλλοιώς θα είχαν σκοτωθεί, ενώ απλώς μόνο μωλωπίστηκαν ελαφρά. Πιο πολύ άργησε να συνέλθει η μητέρα μου. Eίχε χάσει το χρώμα της καθώς λόγω της ηλικίας της έπεσε βαρύτερη. H αδελφή μου φορούσε γυαλιά του ήλιου, που σπάνοντας μπορούσε να της έμπουν στα μάτια, αλλά ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα και τα γυαλιά της δεν έσπασαν.
Ολα τ’ ακούω με αδιαφορία. Aπό την αδιαφορία μου δυσκολεύουμαι ν’ απαντήσω κατάλληλα και να αποκριθώ.
Mια γυναίκα έρχεται και με ρωτά τι να κάμει, για να της περάσει το εξάνθημα πώχει στα μπούτια της, μέσα στα σκέλια της. Tην φαγουρίζει τόσο που δεν μπορεί να σταθεί και ξύνεται μέχρις αίματος, ιδίως τη νύχτα.
Tα λόγια που αποκρίνουμαι είναι πολύ γενικά, ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του πλησίον. Kοπιάζω άδικα, με λόγια και χαιρετισμούς όπου δεν υπάρχω ο ίδιος.
Δεν έχω άλλη διέξοδο παρά να καταφύγω στη στενή μου κάμαρη, δίχως φως να πλαγιάσω στο κρεββάτι. Περιμένοντας να με πάρει ο ύπνος, επαναλαμβάνω όσα απομνημόνευσα από διάφορα διαβάσματα. Aγαπώ πολύ τον Hρόδοτο, τον πατέρα της Iστορίας.

5. Αισθάνουμαι την ανάγκη να δώκω μερικές εξηγήσεις πάνω σ’ όσα έγραψα από προχτές για το πρόσωπο του τίποτα.
Oμολογώ πως ούτ’ εγώ ο ίδιος πολυκαταλαβαίνω την πορεία της σκέψης μου. Διαρκώς έρχεται το κατόπι μου ο φόβος μήπως γίνω τρελλός. Eξαιτίας αυτού του φόβου, επειδή στρέφω το πρόσωπό μου να τον δω, χάνω τη λογική μου σειρά, σκοντάφτω, περδουκλώνουμαι.
Διαρκώς πρέπει να ρωτώ τι έλεγα πριν, γιατί δεν θυμούμαι, ξεχνώ.
Λοιπόν μάλιστα… τι έλεγα;
Ομως δε μου είναι εύκολο να ξαναβρίσκω την ίδια ένταση, τον ίδιο τόνο. Ύστερ’ από μια διακοπή βρίσκουμαι αλλού.
Πρέπει τάχα να σημειώσω και τώρα μια διακοπή; Πράγματι διακρίνω τη μεσολάβησή της.
Mήπως θα μου πήτε κι σεις ό,τι κι’ ένας γνωστός μου; πως δεν έχω δυνατό μυαλό, πως δε μπορώ να σκέφτουμαι και είναι κουρασμένο το μυαλό μου. Δεν πρέπει ν’ αρνηθώ ότι μπορεί να έχετε δίκηο. Οταν μάλιστα θα μ’ ακούστε να λέω, παρασυρμένος από την ορμή της διάθεσής μου, που μου είναι αδύνατο να την κυριαρχήσω, λέξεις με αλλοιωμένες καταλήξεις, φράσεις ασυμπλήρωτες με δίχως ρήμα ή υποκείμενο. Aσφαλώς απολύτως δίκαια θα με χαρακτηρίσετε φρενοβλαβή. Eτσι παραδεχόμενος εγώ την ήττα μου ησυχάζω, αλλά όσον αφορά εσάς, δεν ξέρω τι όφελος μπορεί νάχετε. Eκτός βέβαια από μια φιλάργυρη εξασφάλιση του υλικού πλούτου που οικονομάν τα χέρια σας. Eξασφάλιση της κλειστής παλάμης, που απειλεί ή μουτζώνει, βάζοντας στην τσέπη τα κέρματα της μελλοντικής υποτιθέμενης ευτυχίας. Aλλά σχετικά με τη γνώση, κολλώντας μου την ετικέττα “φρενοβλαβής” ή διακωμωδώντας με, περιάγοντάς με μέσα σ’ ένα αμάξι, όπως τον καρνάβαλο την αποκρηά, τι μάθατε, τι ξέρετε περισσότερο; Περισσότερο θάταν το κέρδος σας αν με προσέχατε στον αγώνα μου, την προσπάθεια που κάνω να εκφραστώ, όταν συγχρόνως μ’ όσα λέγω, σπρώχνω τη γλώσσα μου να πει και τ’ άλλα τα διαφορετικά λόγια που ακούω τον ίδιο καιρό μέσα μου. Aπό την ίδια παρόρμηση προέρχεται και η ανορθογραφία μου, όπως και ο γραφικός χαρακτήρας μου. Παρόρμηση που γίνεται από το δεύτερο πρόσωπο που περιέχω. Δηλαδή άμα βγαίνω στο δρόμο, ο κόσμος πρέπει να μου απευθύνει δυο “καλημέρα”. Eνα “καλημέρα” για το πρόσωπό μου που βλέπει και έχει τόνομα Nίκος (δημότης Θεσσαλονίκης, κλάσεως 1928, αριθμός μητρώου αρρένων 1075), που μπορεί να το γνωρίσει από κοντά, να το δει, να το ψηλαφήσει. Kαι ένα “καλημέρα” για το πρόσωπό μου που δε μπορεί να δει, να γνωρίσει ή να ψηλαφήσει, γιατί δεν είναι πουθενά δημότης, δεν φέρει κανέναν αριθμό μητρώου αρρένων ή θηλέων, δεν ανήκει σε καμιά κλάση γιατί η γέννησή του είναι άχρονη, αιτία που το κάνει να υφίσταται αναλλοίωτο, από καταβολής κόσμου μέχρι της συντελείας (όπως εκφράζονται αναπτύσσοντας τις θεωρίες τους οι θεολόγοι) ή και μακρύτερα απ’ αυτά τα δύο σημεία, εφ’ όσον και αυτά τα τέρματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε μέσα στο χρόνο.
Δεν πειράζει αν κανένας δεν μου αποτείνει το δεύτερο “καλημέρα”. Δεν πειράζει.
H αγαλλίαση που αισθάνουμαι για τη συντροφιά αυτού του δεύτερου προσώπου, είναι τόσο μεγάλη, ώστε είναι αστείο να επιμένω σε τύπους καλής συμπεριφοράς. Ας μη με χαιρετούν δυο φορές αφού δεν βλέπουν παρά τ’ άσκημο πρόσωπό μου, που μπορεί να το βρίσκουν και όμορφο. Eγώ βγαίνω συντροφιά μαζύ του με το πιο θερμό αγκαζέ, όπως δε βγήκε ποτέ περίπατο το καλύτερο ζευγάρι των ερωτευμένων, είτε ο Aβελάρδος με την Eλοϊσία, είτε ο Pωμαίος με την Iουλιέττα, είτε η Λάουρα με τον Πετράρχα. Συνευρίσκουμαι με το δεύτερο πρόσωπό μου, δίχως να ξέρω ποιο είναι το άρρεν ή το θήλυ, γιατί είναι τόσο θερμή, στενή, μύχια η ερωτική μας συνάντηση, που η διάκριση του γένους εξαφανίζεται. Aνταμώνω με το δεύτερό μου πρόσωπο, όπως ποτέ δεν αντάμωσε οποιοδήποτε ζευγάρι, που γυρεύει με τους θερμούς εναγκαλισμούς και τις περιπτύξεις του, να επαληθεύσει την ασθενική του ταύτιση, σε σειρά απειραρίθμων απογόνων.

Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903 - 1996)



Βιογραφικό Σημείωμα

Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903 - 1996)


Ο Γιώργος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεύτερος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας το γένος Δεμερτζή. Είχε πέντε αδέρφια. Μαθήτευσε στην Αστική Σχολή Γευγελής. Μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου η οικογένεια Βαφόπουλου εκπατρίστηκε και ο ποιητής έζησε στην Έδεσσα, το Φανό, τη Γουμένισσα και τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο (1917-1924). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Τότε γνωρίστηκε με την μετέπειτα (1931) σύζυγό του και επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου (που πέθανε το 1935). Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, απαλλάχτηκε όμως από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση, και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1932 διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (την οποία διηύθυνε ως το 1963). Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, αργότερα (1946) δεύτερη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το Μάρτιο του 1951 ταξίδεψε στην Αγγλία με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, για να μελετήσει το σύστημα λειτουργίας των εκεί βιβλιοθηκών. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στις Η.Π.Α. (1957), την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία (1967), στην Ελλάδα (1967, 1968), το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία (1968), την Ιταλία (1969), την Ισπανία (1970), τη Σκανδιναβία (1973), την Κύπρο (1974) και αλλού. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Το 1974 έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. (1964-1967), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966), της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973), επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Βραβείο της πόλεως Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Πέθανε το 1996 στη Θεσσαλονίκη.
1. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου, βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Βαφόπουλος Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παπαγεωργίου Κώστας, «Βαφόπουλος Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου», Νεά Εατία143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ! ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
Όταν, καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρύσεις,
Κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτευση και φρίκη,
Τον κρότο των συντριβόμενων σου πλανών ακούσεις,
Κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει
Στ’ άτονα βλέφαρα σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
Προσπάθησε μ’ αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
Το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
Που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
Στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
Καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
Νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Τ’ απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
Που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
Κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουϊζει,
Στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
Να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
Που μ’ αγωνίαν, απ’ του κλειστού παράθυρου τις γρίλλιες,
Στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευαν τα βήματα σου.
Τ’ όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
Γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
Ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.

Το δάπεδο

Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος 
την ισορροπία. 
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό. 
Και μπερδεύεται τότε 
των βημάτων μου η τάξη. 
Και πλανημένο το πέλμα μου, 
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια. 
Πρέπει πάλι ν' αρχίσω 
απ' την αρχή το παιχνίδι. 
Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου 
στην τέλεια ακροβασία. 
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι, 
το αποσταμένο μου πνεύμα 
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα. 
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος 
περιστρέφεται μ' ένταση. 
Και των χρωμάτων συγχέεται 
η εναλλασσόμενη τάξη. 
Των αισθήσεων σύγχυση. 
Κι όπως ένα παιδί, 
που του χαλούν το παιχνίδι, 
κι όπως ένα παιδί, 
που η υπομονή του εξαντλείται, 
τρέχω με πείσμα, 
τσαλαπατώντας 
του δαπέδου την τάξη. 
Με το πέλμα σκουπίζω 
τις γραμμές που χωρίζουν 
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια. 
Και ξαπλώνομαι χάμου, 
με βουρκωμένο το πνεύμα μου, 
και ραντίζω με δάκρυα 
τη συντριμμένη μου πίστη. 
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση. 
Όμως τώρα πια βλέπω 
φανερά τι σημαίνει 
του δαπέδου το γύρισμα. 
Τώρα βλέπω το νόημα 
της συνουσίας των χρωμάτων.
Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951) 

Αν ήσουν η νύχτα 

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες μυστικές, να ιδείς 
κάτι σκιές θα μπορούσες, που σαλεύουν μες στα πάρκα. 
Δεν είναι άνθρωποι, που στον παρόν τους κινούνται ή στο μέλλον τους. 
Είναι τ’ αγάλματα, που από το παρελθόν τους αναδύονται 
και στο μέλλον τους μέσα περπατούν συλλογισμένα. 
Θυμούνται, αναρριγούνε και τον εαυτό τους ερωτεύονται. 
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που έμειναν έξω απ’ το χρόνο, 
στα μεγάλα παράθυρα των πινακοθηκών θα μπορούσες 
να διακρίνεις κάτι σκιές, που ασάλευτες βαριά ανασαίνουν. 
Δεν είναι άνθρωποι, που μες στο χρόνο ταξιδεύουν. 
Είναι τα παλιά πορτραίτα, που σταμάτησαν στο παρελθόν. 
Κλείνουν τα μάτια και τον πρώτον εαυτό τους ονειρεύονται. 
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν έχουνε περάσει, 
θα μπορούσες απ’ τα παράθυρα των ωδείων ν’ ακούσεις 
κάτι βαθείς ήχους από ξεμακρυσμένες συμφωνίες. 
Δεν είναι όργανα, που ανθρώπων χέρια τα κινούνε. 
Είναι οι ξεχασμένες παρτιτούρες πάνω στ’ αναλόγια, 
που εντός τους γρηγορεί το πνεύμα της μεγάλης μουσικής. 
Καθώς αναπολούν, κραδαίνονται οι χορδές των πενταγράμμων τους. 
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν ξαναγυρίζουν, 
μέσ’ απ’ των βιβλιοθηκών τα παράθυρα θα μπορούσες 
ν’ ακούσεις κάτι βαθειές μελωδικές απαγγελίες. 
Δεν είναι ανθρώπων φωνές, που αναδιπλώνονται στο χρόνο. 
Είναι τα σκονισμένα των μεγάλων ποιητών βιβλία, 
που απ’ την αρχή κατοικεί μέσα τους ο ακέριος Λόγος. 
Αν ήσουν η νύχτα, σε ώρες, που όλες ίδιες είναι, 
θα μπορούσες να ιδείς κι’ αγάλματα που δεν κινούνται∙ 
πορτραίτα που δεν ανασαίνουν∙ παρτιτούρες 
βουβές και βιβλία απ’ την αρχή τους κοιμισμένα. 
Είναι γιατί το μάρμαρο κ’ οι μπογιές δεν έχουν κίνηση. 
Γιατί το χαρτί κ’ η μελάνη δεν μπορούν να τραγουδήσουν. 
Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο, 1959 
Η προσφορά, όμως, του Γ.θ. Βαφόπουλου δεν περιορίζεται στα ελληνικά Γράμματα. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια ίο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο το οποίο προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο πολιτιστικό «γίγνεσθαι™ του τόπου. Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ο μέγας ευεργέτης της Θεσσαλονίκης, προχωρεί και παραπέρα. Προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν για να κτισθεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος υποστηρίζει με θέρμη ότι «αν δεν γίνει κοινή συνείδηση, ότι η Βιβλιοθήκη αποτελεί την υποδομή, όπου θα στηριχθούν όλα το. άλλα παιδευτικά και πολιτιστικά εποικοδομήματα, πρέπει ν" απελπισθούμε για το μέλλον αυτού του τόπον».

Εργογραφία

Ι.Ποίηση

• Τα ρόδα της Μυρτάλης. Θεσσαλονίκη, τυπ. Ελληνικής Ιατρικής, 1931.
• Προσφορά εις μνήμην Ανθούλας Βαφοπούλου. 1938.
• Η προσφορά και τα αναστάσιμα. 1948.
• Το δάπεδο. 1951.
• Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο. 1959.
• Επιθανάτια και σάτιρες. Αθήνα, Εστία, 1966.
• Τα ποιητικά.Αθήνα, Εστία, 1970.
• Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα. 1975.
• Τα Επιγενόμενα. 1977.
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το τέλος. Αθήνα, Ιανός, 1985.

ΙΙ.Πεζά

• Σελίδες αυτοβιογραφίας Α’ · Το πάθος. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Β’ · Η Ανάσταση. 1971.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Γ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Α’. 1973.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Δ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Β’. 1975.
• Το βιολί της Αννίκας· Διηγήματα. 1989.
• Σελίδες αυτοβιογραφίαςΕ’· Ύστερα από δεκαεπτά χρόνια. Θεσσαλονίκη Παρατηρητής, 1991.
• Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης· Πρόλογος Ι.Κ.Χασιώτη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992.

ΙΙΙ.Θέατρο

• Εσθήρ· Έμμετρη βιβλική τραγωδία. 1934.
• Εσθήρ και Το ξύπνημα. 1990.
• Για ναύρει τη γυναίκα του. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1988.

ΙΙΙ.Μελέτες

• Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. 1980.
• Οι Λαϊκές βιβλιοθήκες θεσμός κοινωνικής υποδομής. Θεσσαλονίκη, 1982.
• Ποίηση και ποιητές. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983.
• Θεατρικές σελίδες 1924-1974. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1988.
• Ο θρύλος του Μπάυρον· Πρόλογος Μάριος Βύρων Ραϊζης. Ροές, 1988.

ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις

• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το βιολί της Αννίκας · Φιλολογικά - κριτικά προλεγόμενα Θανάση Παπαθανασόπουλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1989.
• Άπαντα τα Ποιητικά· Πρόλογος Γ.Κεχαγιόγλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Κλέων Παράσχος

Τι είναι η ποίηση


ΟΚΛΕΩΝ ΠΑΡΑΣΧΟΣ ποιητής και κριτικός, διακρίθηκε για την κριτική του ευαισθησία. Διαβάζοντας το δοκίμιό του πρέπει να 'χομε υπόψη μας πως είναι γραμμένο από έναν ευαίσθητο και καλά πληροφορημένο κριτικό, που οι αντιλήψεις του για την ποίηση διακρίνονται μεν για την ευρύτητά τους και το βάθος τους, ανταποκρίνονται όμως περισσότερο στα ιδεώδη και τα αισθητικά κριτήρια της ποιητικής γενιάς της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου.
Ο Valéry* μάς έδειξε αρκετά πειστικά την αδυναμία μας να ορίσουμε την ποίηση. «Επειδή ούτε το καθαυτό αντικείμενο της ποιήσεως ούτε η μέθοδος για να το βρούμε έχουν ξεκαθαριστεί, αφού, όσοι τα γνωρίζουν σωπαίνουν, και όσοι δεν τα ξέρουν μιλούνε γι' αυτά, κάθε σαφήνεια πάνω στα ζητήματα τούτα εξακολουθεί να είναι υπόθεση προσωπική, η μεγαλύτερη αντίφαση στις γνώμες επιτρέπεται, και για καθεμιά υπάρχουν ένδοξα παραδείγματα και πειράματα που δύσκολα μπορεί κανείς να τ' αμφισβητήσει».
Πραγματικά, από τα πιο δύσκολα πράγματα —ίσως και αδύνατο— είναι να ορίσει κανείς την ποίηση, — εννοώ να την ορίσει ακριβώς. Ένα μέσο προσφέρεται για μια τέτοια απόπειρα, το πιο πρόχειρο και το πρώτο· η προσωπική πείρα του καθενός μας. Ας ανατρέξουμε λοιπόν στην προσωπική πείρα μας. Τι θα δούμε; Θα δούμε ότι διαβάζοντας ποιητές όχι διαφορετικών καιρών και τόπων ή ειδών (επικό, δραματικό, λυρικό), αλλά δυο λυρικούς του ίδιου τόπου και του ίδιου καιρού, έχουμε —έχει ο «επαρκής» αναγνώστης— μια διαφορετική εντύπωση από τον καθένα. Άλλη εντύπωση ξυπνά μέσα μου ένα ποίημα του Παλαμά, άλλη ένα ποίημα του Χατζόπουλου, άλλη ένα ποίημα του Γρυπάρη. Πιθανόν να υπάρχουν και όμοια συστατικά στην εντύπωση· τα διαφορετικά όμως συστατικά είναι περισσότερα και αυτά κατά κύριον λόγον προσδιορίζουν την εντύπωση.
Η διαφορά μεγαλώνει όταν έχουμε να κάνουμε με ποιητές (ομοειδείς πάντοτε) διαφόρων τόπων, και προπάντων, διαφόρων καιρών. Εδώ, δεν πρόκειται πια για μια απλή διαφορά· κάθε καιρός μάς προσφέρει και ένα εντελώς άλλο νόημα της ποιήσεως, δηλαδή, κάθε καιρός ορίζει μ' έναν τρόπο δικό του την ποίηση. Οι ρομαντικοί, έξαφνα, όρισαν την ποίηση εντελώς αντίθετα από ό,τι την όριζαν οι κλασικοί, και την αντίθεση αυτή τη διατήρησαν και οι νεορομαντικοί, και οι συμβολιστές, και ακόμα εντονότερα, οι υπερρεαλιστές. Τι μας δείχνουνε όλα τούτα; Ότι ενιαίος ορισμός της ποιήσεως δεν υπάρχει, αφού και η ποίηση δεν είναι μια, αλλά κάθε εποχή έχει μια δική της έννοια της ποιήσεως.
Αυτός ο δρόμος λοιπόν δε θα μας οδηγήσει στον ορισμό που ζητούμε. Ας πάρουμε έναν άλλον, πιο δύσκολον, στην πρώτη ματιά, που ίσως όμως μας ευκολύνει περισσότερο στη δουλειά μας. Ας πάρουμε τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις της ποιήσεως· την επική, τη δραματική, τη λυρική ποίηση. Μήπως κάτω από τη διαφορετική επιφάνεια, τα τρία αυτά είδη έχουν τίποτε το κοινό; Ναι, βέβαια, έχουν. Πρώτα πρώτα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κρυφότερα ή φανερότερα, εκφράζουν πείρες ατομικές, ανθρώπων, ποιητών, του Όμηρου, του Αισχύλου, του Πίνδαρου, ιστορίες τριών ψυχών, τρεις στάσεις απέναντι στη ζωή, πράμα που βρίσκουμε και στους πεζογράφους και σε κάθε τεχνίτη. Και ύστερα —τούτο είναι το πιο σπουδαίο εδώ— ο λόγος και των τριών αυτών ποιητών είναι μουσικός, τον συγκροτούν και τον προσδιορίζουν ρυθμοί και μέτρα. Το βρήκαμε λοιπόν. Η ποίηση δεν είναι μονάχα ο «έμμετρος» ή ο «μουσικός» λόγος, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα» καθώς πίστευε ο Πλάτων. Είναι αυτό, μαζί με ένα άλλο συστατικό· το βίωμα· αίσθημα ή στοχασμό, που τα ζήσαμε βαθιά, επίμονα ή συναίσθημα, που δόνησε έντονα την ψυχή μας και που προχώρησε και βαθιά. Να, λοιπόν, ο ορισμός. Ποίηση είναι κάθε βίωμα βαθύ που εκφράζεται με έμμετρο λόγο.
Βιαστήκαμε νομίζω· ας δούμε καλύτερα το πράμα. Τα μέτρα και οι ρυθμοί είναι συστατικά αχώριστα, σύμφυτα, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα ποίησις τούτο μόνον καλείται»; Δε μπορεί να υπάρξει λόγος ποιητικός (δε λέω ποίηση) χωρίς μέτρα και ρυθμούς; Πώς όχι; Ένα πλήθος ποιητές, ο Ρεμπώ*, οΛωτρεαμόν*, ο Χούιτμαν*, ο Κλωντέλ*, οι υπερρεαλιστές, μας έδωσαν και μας δίνουν λόγο ποιητικό που ελάχιστα διαφέρει ή που δε διαφέρει καθόλου από την πρόζα. Δεν παύουν ωστόσο να είναι ποιητές, και πολύ σπουδαίοι μάλιστα, ποιητές σε όλη τη σημασία της λέξης. Άρα, τα μέτρα και οι ρυθμοί δεν είναι στοιχεία ουσιαστικά, βασικά, αχώριστα από την ποίηση, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα» δεν είναι τούτο μόνον η ποίηση.
Είναι λοιπόν στοιχείο αχώριστο από την ποίηση το βαθύ —τονίζω τη λέξη— το βαθύ βίωμα; Αλλά ποιο βίωμα είναι το βαθύ, δηλαδή από τις εμπειρίες, από ποια γεγονότα, από ποια στρώματα του ψυχοπνευματικού βίου μας μπορεί ν' αναδυθεί ποίηση; Από το αίσθημα —ένα οποιοδήποτε αίσθημα— από το συναίσθημα —ένα οποιοδήποτε συναίσθημα— από το πάθος, από το χώρο της νοήσεως ή από το χώρο του «ηθικού»; Ας ακούσουμε έναν ποιητή, τον Ρίλκε*. Είναι πολύ υπολογίσιμη η απάντηση που δίνει στο ρώτημα τούτο. «Νομίζω πως θάπρεπε ν' αρχίσω να δουλεύω λιγάκι, τώρα που μαθαίνω να βλέπω. Είμαι είκοσι οχτώ χρόνων και δεν έκαμα σχεδόν τίποτε. Για να ιδούμε: έγραψα μια μελέτη για τον Carpaccio*, που είναι κακή, ένα δράμα με τον τίτλο «Γάμος», που θέλει ν' αποδείξει αληθινή μια ψεύτικη θέση με μέσα ύποπτα, και στίχους. Ναι, αλλά οι στίχοι έχουν τόσο λίγη σημασία όταν τους γράφουμε νέοι! Θα έπρεπε να περιμένουμε και να καρπολογούμε σε ολάκερη ζωή, μια ζωή μακριά αν είναι βολετό — και ύστερα τέλος, πολύ αργά, θα είμαστε ίσως ικανοί να γράψουμε τις δέκα γραμμές που θα είναι καλές. Γιατί οι στίχοι δεν είναι, όπως πιστεύουν μερικοί, αισθήματα (αυτά τάχουμε πάντα αρκετά νωρίς), είναι πείρες. Για να γράψει κανείς και ένα στίχο, πρέπει νάχει ιδεί πολλές πολιτείες, ανθρώπους και πράματα, πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετούν τα πουλιά και να ξέρει τι κίνηση κάνουν τα μικρά λουλούδια όταν ανοίγουνε το πρωί. Πρέπει να μπορείς να ξανασυλλογιστείς δρόμους σε άγνωστα μέρη, συναντήσεις απροσδόκητες, αναχωρήσεις που τις έβλεπες καιρό να ζυγώνουν, μέρες των παιδιάτικων χρόνων που το μυστήριο τους δεν εξιχνιάστηκε ακόμα, τους γονείς σου που τους πλήγωνες όταν σου έφερναν μια χαρά που δεν την καταλάβαινες (ήταν μια χαρά καμωμένη για άλλον), αρρώστιες των παιδιάτικων χρόνων που άρχιζαν τόσο παράξενα, με τόσο βαθιές και σοβαρές μεταμορφώσεις, μέρες που πέρασες σε κάμαρες ήρεμες και απόμερες, πρωινά στην ακροθαλασσιά, την ίδια τη θάλασσα, θάλασσες, νύχτες ταξιδιών που φρικιούσαν πολύ ψηλά και πετούσαν με όλα τ' άστρα — αλλά και όλα αυτά να μπορείς να τα σκέπτεσαι, δεν είναι αρκετό. Πρέπει νάχει κανείς αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών που ούρλιαζαν γεννοβολώντας, και από ανάλαφρες, λευκές, κοιμόμενες λεφτερωμένες που ξανάκλειναν. Πρέπει ακόμα νάχουμε σταθεί δίπλα σ' ετοιμοθάνατους, νάχουμε μείνει καθισμένοι κοντά σε νεκρούς, μες στην κάμαρα, με το παράθυρο ανοιχτό και με τους θορύβους που έρχονται μαζωχτοί κάθε τόσο.
»Αλλ' ούτε φτάνει να έχουμε αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρουμε να τις ξεχνούμε όταν είναι πολλές, και πρέπει νάχουμε τη μεγάλη υπομονή να περιμένουμε να ξανάρθουν. Γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις δεν είναι ό,τι χρειάζεται. Όταν μονάχα γίνουν μέσα μας αίμα, ματιά, χειρονομία, όταν δεν έχουν πια όνομα και δεν ξεχωρίζονται πια από μας, τότε μονάχα, σε μια πολύ σπάνια ώρα, μπορεί απ' ανάμεσά τους να υψωθεί η πρώτη λέξη ενός στίχου...»
Πρέπει να υπάρχει βίωμα για να υπάρξει ποίηση· και ο Ρίλκε μάς αφήνει να εννοήσουμε —να διαισθανθούμε— τι είναι το βαθύ, πλούσιο, μυστικό και απροσδιόριστο αυτό πράμα. Πιο απτά ορίζει το βίωμα ο Καρλάυλ*. Ο Καρλάυλ πιστεύει ότι όπου υπάρχει πάθος, αναταραχή της ψυχής, και βάθος, χώρος βαθύς και μυστικός της ψυχής, υπάρχει μουσική, άρα —τα δυο πράγματα δεν τα χωρίζει— και ποίηση. Εκεί που αναδίνεται ο τόνος του πάθους, αναδίνεται κάτι το ποιητικό. Οι λέξεις που ξεστομίζουμε, λέει, κατεχόμενοι από οργή, γίνονται άσμα. Δεν νομίζω τα λόγια που ξεστομίζουν εκείνοι που καβγαδίζουν να γίνονται «άσμα». Θα μπορούσε πολύ σωστότερα να πει ο Καρλάυλ ότι οι λέξεις που ξεστομίζουμε κατεχόμενοι από έρωτα, γίνονται άσμα. Και τότε, θα θυμόμαστε πόσο, πράγματι, σε κάποια έργα τουΣαίξπηρ*, λ.χ., όπου πεζός και έμμετρος λόγος ανακατώνονται, όπως στο «Χειμωνιάτικο Παραμύθι», εκεί που αρχίζει να μιλά το πάθος, η συγκινημένη ψυχή, ο λόγος αυτοδύναμα θάλεγες, φυσικά, αναπόδραστα από πεζός γίνεται έμμετρος — ποιητικός. Για τον Καρλάυλ καθετί που έχει βάθος, είναι άσμα, δηλαδή ποίηση. Ολάκερος ο ενδόμυχος κόσμος είναι μελωδικός και φανερώνεται με τραγούδι. Μουσικά παθαίνεται, μουσικά δονείται, γίνεται μουσική η σκέψη μας όταν εισδύει την εσώτατη ουσία των πραγμάτων που είναι η ίδια η μουσική. Ποιητικό βίωμα λοιπόν για τον Καρλάυλ είναι κάθε επικοινωνία της ψυχής με την εσώτατη ουσία του κόσμου και της ζωής, που είναι μουσική, δηλαδή κάτι που δεν μπορεί μήτε να το συλλάβει μήτε να το εκφράσει ο νους.
Ακόμα πιο μυστικό, και πιο καθαρό νόημα δίνει στο βίωμα το ποιητικό ο Πόε, νόημα πλατωνικό, όπως τόνιωσε και το έζησε η ρομαντική του συνείδηση, η θρεμμένη με το γερμανικό ιδεαλισμό. Ο Πόε* βγάζει έξω από το χώρο του ποιητικού βιώματος το πάθος —την αναταραχή της καρδιάς— και βγάζει έξω και το ηθικό αίσθημα και την καθαρή σκέψη. Όλ' αυτά δέχεται ότι επεισοδιακά μόνο και με λογιώ λογιώ τρόπους μπορούν να υπηρετήσουν το σχέδιο το γενικό του ποιήματος, υποταγμένα όμως στην Ομορφιά. Γιατί ουσία και ατμόσφαιρα του ποιήματος είναι η Ομορφιά.
Πολύ ακαθόριστη αυτή η λέξη ομορφιά κι εδώ καταντά πραγματικά μεταφυσική. Ακριβώς· μεταφυσικό είναι το νόημα που δίνει στο βίωμα το ποιητικό και στην ποίηση ο Πόε. Ποιητική εμπειρία ζει και εκφράζει ο ποιητής και τότε μόνο μπορεί ν' αξιώσει τη θεία ονομασία του ποιητή, όταν μέσα από την ποίησή του μας κάνει, σαν σ' έκσταση, και αναλυμένοι σε δάκρυα, να διαισθανθούμε, να δούμε σε αόριστες και σύντομες αστραπές, την Ομορφιά, την όχι εγκόσμια, που τ' αληθινά της συστατικά δεν ανήκουν ίσως παρά στην αιώνια ουσία των όντων. Δίψα άσβηστη και νοσταλγία μάς καίει, πόνος που δεν μπορούμε ν' αδράξουμε, σε τούτη εδώ κιόλας τη γη, τις θείες και μαγικές υπερκόσμιες χαρές που δίνει η Ομορφιά, δίψα και νοσταλγία που είναι συνέπεια και δείγμα μαζί της αθάνατής μας ουσίας.
Ο ποιητικός χώρος, όπως τον ξεκαθαρίζει, —όπως τον συμμαζεύει— ο Πόε, είναι ο χώρος της καθαρής ποιήσεως. Οι νεότεροι θεωρητικοί της καθαρής ποιήσεως, ο Μαλλαρμέ*, ο Αββάς Μπρεμόν*, ο Βαλερύ, θα βάλουν τα ίδια ορόσημα και θα περιορίσουν στον ίδιο απάνω κάτω χώρο το «ποιητικό», τα ίδια σχεδόν που κρατά και ο Πόε συστατικά θα κρατήσουν και τα ίδια θ' απορρίξουν, μόνο που αυτοί θα επιμείνουν ιδιαίτερα στην αξία του φθόγγου, στη φθογγική σύσταση του ποιήματος, και, ώρες ώρες, θα δώσουν την εντύπωση ότι ουσία του ποιήματος, όλο το ποίημα, είναι γι' αυτούς η φθογγική σύστασή του.

Στο παραλειπόμενο απόσπασμα ο συγγραφέας ασχολείται με την αξία της φθογγικής σύστασης του στίχου. Μεταξύ άλλων γράφει:

Να, έξαφνα, οι στίχοι τούτοι του Λέρμοντοφ*, σε μια πεζή, την πιο πρόχειρη που μπορεί να γίνει μετάφραση. «Η νύχτα είναι γαλήνια —η έρημος ακούει το Θεό— και το άστρο μιλάει στο άστρο». Ούτε μουσική, (φθογγική), ούτε μέτρα, — λόγια κοινά, πενιχρά ίσα ίσα, και ένα μονάχα επίθετο «γαλήνια». Και όμως, οι στίχοι αυτοί είναι μουσικοί, είναι ποιητικοί, είναι άπειρα ποιητικότεροι απ' αυτούς λ.χ. τους στίχους, που έχουν όλο το μετρικό οπλισμό και είναι γεμάτοι από ποιητικότατα (που φέρνουν στο νου μας παραστάσεις ποιητικές) πράματα:
Άκουσε το απόκοσμο, το παληό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη.
Στο παληό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ' αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη...
Καμιά ποιητική εντύπωση, ενώ αντίθετα, τα πενιχρά, τα δίχως μέτρα και ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες λόγια του Λέρμοντοφ ξυπνούν μέσα μας τη βαθύτερη ποιητική συγκίνηση που μπορούμε να αισθανθούμε, εκείνη που μας δίνει η μέθεξή μας σ' ένα αίσθημα πραγματικά θρησκευτικό, το ακρόαμα του μυστηρίου του κόσμου. Ένα αίσθημα βαθύ αποτυπώθηκε εδώ πέρα στα λόγια και τα έκανε ποίηση, τα έκανε λόγια μουσικά, με το βαθύτερο νόημα της λέξης.
Κατόπιν αυτού αναρωτιέται: Αυτό όμως το «ρεύμα» το ζωοποιό, που όταν διαπερνά τις λέξεις τις κάνει από άψυχα σύμβολα, πλήκτρα μαγικά, ουσία μαγική, από πού ξεπηδά, το γεννούν οι λέξεις, έτσι καθώς οι φθόγγοι τους ενώνονται ο ένας με τον άλλον, θωπεύουν, αγκαλιάζουν, φιλούν ο ένας τον άλλον, ή μήπως ξεπηδά από κάποιο μυστικό κέντρο της ψυχής και διοχετεύεται και πηγαινοέρχεται ακούραστο, αστείρευτο, μες στις λέξεις;
Και καταλήγει ως εξής (αφού παραθέτει κι άλλους στίχους):
Η ποίηση δεν μπορεί να είναι φθόγγος μόνο, δεν μπορεί να είναι μόνο μαγεία φθογγική. (Όπως δεν μπορεί να είναι και μόνο εικόνα). Είναι μαγεία, που δεν τη δημιουργεί όμως μόνο ο φθόγγος. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, ομοούσιο ίσως με το φθόγγο, που γεννιέται ίσως μαζί με το φθόγγο, που και η ύπαρξή του όμως και η παρουσία του μες στο ποίημα, πέρα πέρα, δεν ταυτίζεται με το φθόγγο. Όταν ό,τι πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό έζησα, όταν όλα μου τα μεγάλα ανθρώπινα ενδιαφέροντα μου τα δίνει στο ποίημά του ο ποιητής, εκφρασμένα με τον πιο εξαίσιο τρόπο κι έτσι που να μοιάζουν και σα γνωστά και σαν πράματα που πρώτη φορά τ' αντικρίζω· και όταν νιώθω ότι με τα λόγια του μου ξεσκεπάζει ό,τι περισσότερο μπορεί να ξεσκεπαστεί από το μυστήριο της ψυχής και του κόσμου, με κάνει να ζυγώσω χώρους όπου δε θα με πάει άλλος κανείς· τότε, αυτό που μου προσφέρει, αυτή η γνώση, αυτή η αποκάλυψη είναι για μένα κάτι μαγικό και πολύτιμο όσο και η μαγεία του φθόγγου. Και είναι η απόλυτη εγγύηση της παρουσίας μιας ψυχής, και όχι της παρουσίας, έστω και ενός απαράμιλλου, μάγου όμως μόνον του ήχου.
Θα μπορούσαμε ίσως τώρα να επιχειρήσουμε έναν ορισμό της ποιήσεως. Θα μπορούσαμε να πούμε: Ποίηση είναι ένα βίωμα βαθύ που έγινε μαγικός λόγος. Φτάσαμε μήπως στο τέρμα του σκοπού μας; Όχι, γιατί το δεύτερο μέρος του ορισμού θέλει ξεδιάλυμα. Ποιον λόγο μπορούμε να ονομάσουμε μαγικό; Εκείνον που πραγματώνεται με μέτρα και μουσική, που είναι μουσική προπάντων και από μόνη την τονική σύστασή του; Όχι. Μαγικό λόγο θα πούμε εκείνον που γεννά μέσα μας, ανεξάρτητα από τη μελωδική ή όχι φθογγική σύστασή του, μουσική. Ας θυμηθούμε τον Καρλάυλ και ας θυμηθούμε τους πενιχρούς στίχους του Λέρμοντοφ. Καθετί βαθύ είναι άσμα, άρα ποίηση, μας είπε ο Καρλάυλ. «Η νύχτα είναι γαλήνια —η έρημος ακούει το Θεό— και το άστρο μιλάει στο άστρο». Στα δίχως μέτρα και δίχως φθογγική μουσική λόγια τούτα του Λέρμοντοφ υπάρχει μέλος, υπάρχει ποίηση, είναι ποίηση τα λόγια τούτα, γιατί ανάβρυσαν από κάτι βαθύ, από ό,τι βαθύτερο μπορεί ίσως να νιώσει ο άνθρωπος, από ένα αίσθημα θρησκευτικό που κατάφερε ο ποιητής να το μετουσιώσει σε λέξεις. Ποίηση λοιπόν είναι κάθε βαθύ ψυχικό γεγονός; Όχι. Είναι το βαθύ ψυχικό γεγονός που έγινε λόγος μαγικός, που μπόρεσε να εναποθέσει την ουσία του, να μεταμορφώσει την ουσία του σε λέξεις. Μια τέτοια πραγμάτωση βλέπουμε σε όλη τη νεότερη ποίηση. Και όταν ο λόγος δεν έχει καμιά μουσική φθογγική σύσταση, και όταν δεν παραλλάζει παρά μόνο σχεδόν στη διάταξή του από τον πεζό, είναι ποίηση. Ποίηση είναι ο Λωτρεαμόν, ποίηση είναι ο Έλιοτ, ποίηση είναι ο Καβάφης, ο λόγος τους είναι ουσία ποιητική και ενέργεια ποιητική. Δεν είναι όμως ποίηση καθαρή —όριο όπου δεν μπορούμε να κατοικήσουμε, φλόγα που την περνά το χέρι, όπου δεν μπορεί όμως να κρατηθεί— γιατί δεν απόρριξε στοιχεία που η ποίηση η καθαρή τ' απορρίχνει, ωσάν άχρηστα, αφού είναι το υλικό του πεζού λόγου, και σα βλαβερά, γιατί χαλούν την καθαρή της ουσία.
Μήπως φτάσαμε τώρα στο τέρμα; Όχι, ούτε τώρα. Προσπαθούμε να πιάσουμε κάτι άπιαστο, να βρούμε το λεκτικό ισοδύναμο ενός μυστηρίου, να ορίσουμε ένα μυστήριο. Ένας γάλλος φιλόσοφος, ο Lachelier, στο πρώτο μάθημά του φιλοσοφίας, που έκαμε στην ανώτερη τάξη ενός γυμνασίου, χάραξε στό μαυροπίνακα τις λέξεις: «Τι είναι φιλοσοφία;» Και αποκρίθηκε: «Δεν ξέρω». Την ίδια απόκριση τίμιο είναι να δίνουμε και όταν μιλούμε για την ποίηση.

Valéry (Βαλερύ) Πωλ: Γάλλος ποιητής, κριτικός και στοχαστής (1871-1945). Θεωρητικός της καθαρής ποίησης.
Ρεμπώ Αρθρούρος (1854-1891): Γάλλος ποιητής. Το ποίημά του Το μεθυσμένο καράβι θεωρήθηκε αριστούργημα και άσκησε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της ποίησης.
Λωτρεαμόν, Ισίδωρος Ντυκάς (1846-1870): Γάλλος ποιητής. Οι υπερρεαλιστές τον θεωρούν ως έναν από τους προδρόμους τους.
Χουίτμαν, Γουώλτ (1819-1892). Αμερικανός ποιητής.
Κλωντέλ Πωλ (1868-1955). Γάλλος συγγραφέας και διπλωμάτης.
Ρίλκε Ράινε Μαρία (1875-1926). Αυστρογερμανός ποιητής. Από τα σημαντικότερα έργα του η τριλογία με τίτλο Το βιβλίο των Ωρών και Οι ελεγείες του Ντουίνο.
Carpaccio (Καρπάτσιο) Βίκτωρ (1455-1525). Ιταλός ζωγράφος.
Καρλάυλ Τομ (1795-1881). Άγγλος ιστορικός και κριτικός. Με το έργο του προσπαθεί να αποδείξει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας οι ήρωες του πολιτισμού.
Σαίξπηρ, Ουίλιαμ (1564-1616). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Πόε, Έντγκαρ Άλαν (1809-1849). Αμερικανός ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, που πολύ ενωρίς αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Μαλλαρμέ, Στέφανος (1842-1898). Γάλλος ποιητής. Εισηγητής του κινήματος του Συμβολισμού.
Αββάς Μπρεμόν, Ερρίκος (1855-1933). Γάλλος κριτικός και ιστορικός.
Λέρμοντοφ, Μιχαήλ (1814-1841). Ρώσος ποιητής.
Λεξικό