Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο μεγάλος «άγνωστος»


Δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ο Παλαμάς αποτελεί σήμερα «ταμπού» για την εκπαίδευση, αλλά και για ορισμένους φιλολογικούς κύκλους. Η πολιτεία στέκεται μάλλον αμήχανα μπροστά στο έργο του, όπως κάνει και με το έργο άλλων μεγάλων ποιητών, η δημιουργία των οποίων «αρνείται» να «κοπεί» στα «μέτρα» των ιδεολογικών αναγκών του κράτους.
Ειδικά η παλαμική δημιουργία, η τόσο πολύπλευρη σε μορφή και περιεχόμενο, που αντανακλά τις ιδεολογικές και πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας στο μεταίχμιο δύο αιώνων, αναφερόμενη ταυτόχρονα σε όλη την ιστορία του ελληνικού έθνους προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στους μελετητές της. Αυτό, όμως, από μόνο του δε θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία για την ουσιαστική αγνόησή του από το εκπαιδευτικό σύστημα. Ισως η αιτία να βρίσκεται στη διαπίστωση του Νίκου Ζαχαριάδη, ότι ο Παλαμάς είναι ο μόνος που «άντεξε στο λαϊκό - κοινωνικό κριτήριο». Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου ποιητή, ο «Ρ» παραθέτει σήμερα αποσπάσματα από τη σημαντική και αποκαλυπτική μελέτη του καθηγητή, Γεώργιου Κ. Μωραΐτη (που «έφυγε» πρόσφατα από κοντά μας), «Ο Παλαμάς που δε διδάσκεται στην εκπαίδευση» (εκδόσεις «Παπαδήμα»).
Η «βαριά σκιά του Παλαμά»
«Το βιβλίο (...) αναφέρεται στην ουσιαστική αγνόηση ενός έργου σύγχρονου, του έργου του Κωστή Παλαμά, που για άλλους λαούς η ύπαρξή του και το έργο του θα περιποιούσε τιμή και θα γινόταν αντικείμενο εξαντλητικής μελέτης.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τη στρεβλότητα της ανάπτυξης της ελληνικής πνευματικής ζωής, που, από λόγους κοινωνικοπολιτικούς, διαμορφώθηκε κάτω από την επιβολή μιας ιδιόμορφης πνευματικής κηδεμονίας - γεγονός που από μόνο του μπορεί να ερμηνεύσει και τη μεγάλη ανισότητα στην προβολή των έργων της αρχαιότητας και την υποτίμηση των καρπών της σύγχρονης πνευματικής μας ζωής. Είναι μια κατάσταση, βέβαια, που δεν είναι στατική και σε κάποια σημεία ανατρέπεται τα τελευταία χρόνια.
28 Φλεβάρη 1943: Η κηδεία του Κ. Παλαμά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Είναι απελπιστικό να ακούς από εκπαιδευτικούς, που μάλιστα μερικοί υποτίθεται ότι είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία στη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να δηλώνουν με πολύ μεγάλη ευκολία πως ο Παλαμάς δεν τους "πάει" (σαν το πρόβλημα να είναι αν αρέσει σε κάποιους ή σαν να διδάσκουν για το δικό τους το κέφι και όχι για να βοηθήσουν τα παιδιά να προσεγγίσουν τις αξίες της ζωής και της τέχνης) ή ότι ο Παλαμάς δεν έχει να τους δώσει τίποτε. Να υποθέσουμε ότι είναι τόσο νωθροί και ανιστόρητοι, ώστε να μην καταλαβαίνουν τι έδωσε και τι ακόμα μπορεί να δίνει το έργο του Παλαμά, που είναι ανεξάντλητο; Οτι δεν έχουν την ευαισθησία να προσεγγίσουν μια μεγάλη δημιουργία; Κι όταν βρεθούν μπροστά στο πρόβλημα, έχουν έτοιμη την απάντηση. Στη θέση του Παλαμά αντιπαραθέτουν τη "Γενιά του '30", σαν το "άκρον άωτον" της γνήσιας, της καθαρής τέχνης και δημιουργίας. Κανείς, φυσικά, δεν αμφισβητεί την πνευματική δημιουργία των μεταγενέστερων (αλίμονο, αν μετά τον Παλαμά δεν ερχόταν τίποτε!). Αλλά, αν επιχειρήσει κανείς να αναλύσει το έργο της γενιάς αυτής, θα διαπιστώσει πως όλοι αυτοί αναπτύχθηκαν κάτω από τη "βαριά σκιά του Παλαμά". Γιατί, αν και ο συναγερμός της γενιάς του 1880 τελειώνει κάπου στα μέσα της 10ετίας του '20-'30, κάποια πλευρά του παλαμικού έργου βρίσκεται μέσα στο έργο αυτών των μεταγενέστερων. Αλλαξε, βέβαια, η εποχή και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά, πολύ νωρίτερα, και για την Ευρώπη. Περάσαμε σ' αυτό που τόσο εύστοχα είχε δηλώσει ο Μακρυγιάννης, από το "εμείς" στο "εγώ" και συνεπώς άλλαξε η οπτική γωνία των διανοουμένων. Δε βλέπουν πια με το μάτι του συνόλου, αλλά με τη διάθεση της υποκειμενικότητάς τους και της ατομικότητάς τους. Κι αυτός ο Ελύτης, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα του ποιήματα ("Το Αξιον Εστί", π.χ., το "Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας"), που γράφηκαν κάτω από εξαιρετικές στιγμές ανθρώπινης ανάτασης, δεν είναι με το "εγώ"; Και ο Σεφέρης με τις συλλογές του δεν τραγουδάει ατομικά, προσωπικά βιώματα; Ή μήπως οι πεζογράφοι, που μηρυκάζουν τον πόνο και τη νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες, στο "εγώ" δε βρίσκονται; Και ο μεγάλος Σικελιανός, ποιητής - φιλόσοφος με βαθιά ιστορική συνείδηση, ένα άλμα δεν κάνει με το παιγνίδι των Δελφικών Γιορτών, μια υποκειμενική σύλληψη που δυνάμωσε το ιδεαλιστικό αντίκρισμα της αρχαίας ελληνικής ζωής; Βέβαια, υπάρχουν και ποιητές που στέκονται πιο κοντά στο "εμείς", και εννοώ τους δύο Λάκωνες, το Ρίτσο και το Βρεττάκο και λιγότερο κάποιους άλλους. Δεν αναφέρομαι στο Βάρναλη, που ανεμίζει τη σημαία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτός είναι ένα άλλο μάτι, μια άλλη σκέψη και μια άλλη φωνή».
«Δημιουργικός ιστορισμός»
«Η πιο πάνω παρατήρηση δεν έχει την έννοια της μείωσης της προσφοράς της γενιάς που ακολούθησε την παλαμική γενιά του '80. Απλά δηλώνει πως η τελευταία, όπου δε λειτουργεί με εσωστρέφεια, αν μη τι άλλο εμπνέεται από επικαιρικά κίνητρα δημιουργίας.
Με τον Παλαμά πάλι συνέβη ό,τι και με το Σολωμό και με τις πολυεδρικές προσωπικότητες. Οι "μαθητές" θήτευσαν σε μια μόνο πλευρά του έργου του δασκάλου και μέσα στους καιρούς τους έδωσε ο καθένας έργο, που έχει τη θέση του στην πνευματική ζωή του τόπου. Είναι κάτι που επιβεβαιώνεται μέσα στην πνευματική ζωή επανειλημμένα. Με τον Πλάτωνα το ίδιο δε συνέβη; Ετσι, τον πατριωτισμό του Παλαμά τον αντικατέστησε η αντίληψη της "ελληνικότητας", την αρχαιολατρία του Παλαμά την υποκατέστησε ο ρεμβασμός απάνω σε ακρωτηριασμένες μορφές και προσωπίδες, το φως της Αττικής μετατοπίστηκε ανατολικότερα στο Αιγαίο, η γοητεία όμως και η ομορφιά της ελληνικής φύσης έμεινε, έστω και σαν απλή βιωματική έκφραση. Γι' αυτό θεωρώ πως είναι πολύ σοβαρή η κρίση του Κ. Θ. Δημαρά, όταν επιγράφει το 9ο μέρος της Ιστορίας του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (β' έκδοση): "Στη βαριά σκιά του Παλαμά".
Ο Κωστής Παλαμάς είναι μια φυσιογνωμία διανοουμένου με καθολική αξία. Μέσα στο λόγο του μιλάει δημιουργικά ολόκληρη η ελληνική παράδοση από τα πανάρχαια χρόνια ως την εποχή μας. Ο Κωστής Παλαμάς, στο επίπεδο της τέχνης, πραγμάτωσε με απόλυτη επιτυχία αυτό που την ίδια περίπου εποχή ο Δημήτρης Γληνός, αναλύοντας την αξία της παράδοσης, ονόμασε "δημιουργικό ιστορισμό". Αυτό το δημιουργικό ιστορισμό εκφράζει η ποίηση του Παλαμά. Ανασυνέθεσε δηλαδή δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις (Ο Υμνος της Αθηνάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα τον Βασιλιά, Βωμοί κ.ά.), οι οποίες θα μπορούσαν να είναι εντοιχισμένες ζωφόροι όχι απλά στις σελίδες της ιστορίας μας, αλλά και της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, ή μια τεράστια ζωφόρος στο στερέωμα των συνειδήσεων. Ανάστησε μέσα από τα ερείπια, που ξεφυτρώνουν σε κάθε πτυχή της γης μας, έναν κόσμο, ο οποίος έχει την πειστικότητα του αληθινού και του ανθρώπινου. Δεν κατασκεύασε πλαστές εικόνες, όπως οι ψευτο-κλασικιστές και οι καθαρευουσιάνοι, για να λαμπυρίζουν απλά στις κουρασμένες συνειδήσεις διανοουμένων και να τους ξεκουράζουν.
Σε όλο το σχολείο, σήμερα τουλάχιστο, διδάσκονται: Α) Στο Γυμνάσιο, στην α' τάξη τα: "Πάει το ταξίδι, φτάσαμε" και "Ο Ολυμπιακός ύμνος" από την Ασάλευτη Ζωή, το "Ελληνόπουλο" του Β. Ουγκώ από τηνΞανατονισμένη Μουσική. Στη β' τάξη το "Μια πίκρα" από τους Καημούς της Λιμνοθάλασσας - από την Πολιτεία και τη Μοναξιά τα "Σχολειά χτίστε!", "Παύλος Μελάς", "Οσο περνάν τα χρόνια μου", και "Ο Διγενής Ακρίτας" από τη συλλογή Ιαμβοι και Ανάπαιστοι. Στη γ' τάξη το "Μεσολόγγι" από την Ασάλευτη Ζωή, "Το σπίτι που γεννήθηκα" από Τα Παράκαιρα, "Πατέρες" από τους Βωμούς, ένα απόσπασμα από τον Τάφοκαι άλλο ένα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου. Β) Στο Λύκειο, στην α' τάξη δεν υπάρχει κανένα ποίημά του. Στη β' το "Πανηγύρι στα σπάρτα" από την Ασάλευτη Ζωή, απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτουκαι επιλογή από τα Σατιρικά Γυμνάσματα. Στη γ' τάξη "Σαν των Φαιάκων το καράβι" και το "Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό" από τις Πατρίδες και το "Αγορά" από την Ασάλευτη Ζωή. Αυτά περιλαμβάνονται στα τελευταία Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πόσα και πώς διδάσκονται είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Η απάντηση είναι ότι για τον όγκο του παλαμικού έργου είναι λίγα και η επιλογή τους όχι αντιπροσωπευτική ή έστω ότι γίνεται κάθε φορά με περιστασιακά κριτήρια. Αλλά και για το διδακτικό έργο η επιλογή είναι το ίδιο ανεπιτυχής. Η δεύτερη ερώτηση είναι ποια θα πρέπει να είναι η επιλογή. Αν η ανταπάντησή μας θα ήταν ότι αντί για το τάδε θα έπρεπε να είναι το τάδε, κι αντί για το δείνα θα έπρεπε να είναι το δείνα, θα ήταν λάθος. Το θέμα δεν είναι ο αριθμός των επιλεγομένων (έχουν κι αυτά την αξία τους) αλλά η τοποθέτηση του ίδιου του ποιητή μέσα στο φάσμα της διδασκαλίας και της ιδεολογικής παρέμβασης στο μάθημα».
«Παλαμάς και εργάτες»
«Ο Παλαμάς, ο άνθρωπος του γραφείου, δεν είναι ούτε εγκεφαλικός ούτε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα που, ακόμα και αν ο ίδιος δεν την έζησε, τη συλλαμβάνει όμως με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του, όπως στο ποίημα "Εμείς οι Εργάτες", γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α' έκδοση 1928 και β' έκδοση 1933). Η δημοσίευσή του είναι συνειδητή επιλογή του ποιητή, έστω και αν γράφηκε το 1913. Η περίοδος 1928-1933 είναι περίοδος, στην οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων. Ο Παλαμάς αντιλαμβάνεται την κατάσταση της εργατικής τάξης. Το πρόβλημα δεν είναι αν ο Παλαμάς είναι ή δεν είναι (και πραγματικά δεν είναι) κομμουνιστής. Το πρόβλημα είναι αν ο ποιητής συλλαμβάνει το νόημα των καιρών και αν απαντάει σ' αυτό. Και, βέβαια, απαντάει στο σύνθημα: "Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε", όχι ως πολιτικός ή φιλόσοφος αλλά ως ποιητής, που ο λόγος του παίρνει και άλλες διαστάσεις. Τι όμως διαφορετικό λέει όταν γράφει:
Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;
Και όταν λέει:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·
φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,
δεν αναδεικνύει ο ποιητής το πρόβλημα της κοινωνικής αδικίας;
Είναι αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει αλλοτρίωση του εργάτη από τα αγαθά που παράγει. Ποιος παράγει και ποιος χαίρεται τα αγαθά της δουλειάς; Οι παραγωγοί των αγαθών, η εργατιά μένει φτωχή, αλουλούδιαστη και άκαρπη. Και προχωρώντας, όταν δηλώνει πως:
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,
πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,
ο ποιητής αισθάνεται την υποδούλωση της εργατικής τάξης. Υπάρχει ποιητικότερη παρουσίαση της θεωρίας για την αλλοτρίωση του ανθρώπινου μόχθου, όταν, συνεχίζοντας, γράφει:
Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;
Οπου θέλετε τοποθετήστε ιδεολογικά τον Παλαμά, εκείνο όμως που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, όχι μόνο στο ποίημα αυτό αλλά και σε ολόκληρο το έργο του, είναι ότι ο Παλαμάς έχει την ειλικρίνεια και την ευθύτητα ενός ιδεολόγου επαναστάτη, που έχει εγκλωβιστεί στον ιδεαλισμό της εποχής του. Αυτό ακριβώς διαδηλώνει στο επόμενο ποίημα της συλλογής του «Ο Γκρεμιστής» (αφιερωμένο στον Ιωνα Δραγούμη).
Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, όταν η κοινωνική κρίση βρισκόταν στο κορύφωμά της, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) φωνάζει:
Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ' έλεα να ξεκινήσω
να σταθώ πλάι σου... Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!
Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;
Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου 'δωκε ψαλτήρι;
Δε θα πω πως στο τετράστιχο αυτό δηλώνεται το αίσθημα της ενοχής, επειδή δεν περπάτησε στη ζωή του για τον αγώνα του εργάτη. Ηταν πάντως ένας βαθύς προβληματισμός του ίδιου γιατί έμεινε θεατής σ' έναν αγώνα που ήταν δίκαιος. Αλλά και το 113 τετρ. (σ. 273) εκφράζει τα αισθήματα απαξίωσης του εαυτού του, όταν λέει:
Εργάτη, οκνός όταν περνώ που τρως και σε κοιτάζω,
ντροπαλά στέκω, ευλαβικά, και σα να τα δοξάζω,
με της δουλιάς τον κάματο και με τον ίδρωτά σου
μυρωμένα το μαύρο σου ψωμί και την ελιά σου.
Ο ποιητής διατυπώνει το σεβασμό και το θαυμασμό του μαζί για την εργατιά. Και στο τετρ. 117 (σ. 274) γράφει:
Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,
οι λύκοι,
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά
μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.
Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή του ξωμάχου και του αποκατεστημένου αστού γεννάει στον ποιητή αισθήματα ντροπής.

Βέβαια, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, που αποτελείται από 136 διαμάντια (και ίσως άξιζε να μελετηθούν, καθώς είναι προϊόντα άμεσης ευαισθητοποίησης), αντανακλά και άλλα συναισθήματα, που σχετίζονται με την πολιτική και την κοινωνική ζωή. Και δείχνει όλη τη σύγχυση τη δική του και της εποχής του γύρω από το κοινωνικό πρόβλημα. Είναι η έκφραση της διάχυτης δυσαρέσκειας και αγανάκτησης για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον κόσμο».

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»

Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς έγραψε τη «Φοινικιά», ένα εκτενές ποίημα το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Η Ασάλευτη Ζωή» και ξεχωρίζει για τον πηγαίο λυρισμό του, τους φυσιολατρικούς τόνους και τον συμβολικό του χαρακτήρα

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»

Το μουσικό θρόισμα της «Φοινικιάς»


Το 2000, επετειακό έτος Γ. Σεφέρη και δραστικό προέτος Α. Εμπειρίκου, συμπληρώθηκαν τα πρώτα 100 χρόνια από τότε που ο Κωστής Παλαμάς συνέθεσε το «τελειότερο ποίημά» του, ένα έργο «βαλερικό πριν από τον Βαλερί» κατά την κρίση του Γ.Κ. Κατσίμπαλη, το οποίο έχει αξιολογηθεί ως «το πρώτο μεγάλο ποιητικό μας έργο έπειτα από τον Σολωμό και τον Κάλβο» (Ν. Βαγενάς). Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος μάλιστα που προλογίζει την πιο πρόσφατη επανέκδοση της «Φοινικιάς» («Ιδεόγραμμα», 1997) θεωρεί το ποίημα ως «πυρήνα της "Ασάλευτης Ζωής" (αλλά και όλης της παλαμικής ποιήσεως)». Και κατά τη διατύπωση της νωπής σχετικής μελέτης που διαθέτουμε, το ποίημα αποτελεί «την έσχατη και ιδεώδη απόληξη της αναμέτρησης του Παλαμά με τον Σολωμό· αποτελεί την απάντηση στα σολωμικά αποσπάσματα» (Αγορή Γκρέκου). Και μπορεί το Ετος Παλαμά να παρήλθε ανεπιστρεπτί (το 1993 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τον θάνατό του), δεν είναι μάταιο ωστόσο να τελέσουμε την υποτυπώδη εκατονταετηρίδα για το μείζον συμβολιστικό ποίημα της ελληνικής γλώσσας και τον δημιουργό του.
Αναγνωστική λήθη
Ο Παλαμάς, από διαμορφωτής του φιλολογικού γούστου και της λογοτεχνικής κριτικής στην εποχή του, κατά τη μεταπολεμική περίοδο πέρασε στη χορεία των ποιητών που ξεμένουν αζήτητοι στο ράφι και στις ημέρες μας διαβάζονται ελάχιστα. Και μολονότι όσο ζούσε ο ποιητής είχε ευνοηθεί από τη συγκυρία (από την εθνική και κοινωνική ανάταση πριν και μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους ιδιαίτερα), πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι άδικο να μαζεύει σήμερα ατίναχτη σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι αιτίες της αναγνωστικής λήθης του παλαμικού ποιητικού έργου (ασφαλώς εξαιρούνται οι φιλολογικές μελέτες που μεστώνουν μέσα στα πλαίσια της ενδοπανεπιστημιακής κυρίως έρευνας) είναι πολλαπλές και τις νύσσω ανάκατα: η μεγάλη σε όγκο παραγωγή, που στις ημέρες μας οπισθογραφείται ως μειονέκτημα οποιουδήποτε ποιητικού έργου· η παλαμική αισθητική, που από το τρέχον γούστο μας κρίνεται παρωχημένη· η ποιητική ιδιόλεκτος η στρατευμένη στο δημοτικιστικό αξίωμα της εποχής με τόση μαχητικότητα, ώστε οι υπερβολές της να την κάμνουν να ακούγεται σήμερα πεποιημένη· το ύφος που δεν αποφεύγει πάντα τον αδικαίωτο στόμφο· προπαντός όμως η φιλοτιμία του ποιητή να ανταποκρίνεται στις σειρήνες της συγκυρίας (επετειακές και άλλες) καθώς και η ενδοτικότητά του να δημοσιεύει («Τίποτε δεν πετάει ο Παλαμάς, τίποτε!» σχολίαζε ο Κ. Π. Καβάφης), όλα τούτα σε συνεργία με την ηθικολογική και απόλυτη (αλλά ενδιαφέρουσα!) απόρριψη του έργου του από τον Γιάννη Αποστολάκη και με τις μικρόχαρες και μεγάθυμες έριδες και υπονομεύσεις μεταξύ των «παλαμιστών» και των «καβαφιστών», είναι μερικές από τις αιτίες της βαριάς αναγνωστικής νάρκης του έργου του.
Μάστορας του στίχου
Σε κάθε περίπτωση, και μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε ομολογημένα το ιδεώδες του «άδολου λυρισμού» για να ενδυθεί το σχήμα του εθνικού ταγού, εν τούτοις στον Κωστή Παλαμά πρέπει, νομίζω, να προσγραφεί η διάκριση του καλύτερου τεχνίτη. Κανένας δεν είναι καλύτερος μάστορας του ρυθμού και του στίχου από τον βραχύσωμο γέροντα· μάστορας με τη σημασία ενός υπαρκτού μέσου όρου: του φυσικού ταλάντου, της ισχυρής βούλησης, της θεωρητικής κατάρτισης, της εμπειρικής αποθησαύρισης και της εκτεταμένης εφαρμογής που σκληραίνει τον κάλο στο μεσιανό δάχτυλο του στιχουργούντος χεριού. Στίχοι σαν τους ακόλουθους της «Φοινικιάς» σπανίζουν στις σελίδες της υψηλής ποίησης: «Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, / Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι, / Μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι / Το μαργαριταρένιο στάλαμα και ­ ω πόνοι! ».
Ο καλός ποιητής (ή ο συγγραφέας) προσέχει τον δεύτερο στίχο (ή κεφάλαιο του μυθιστορήματός του)· με τον πρώτο στίχο αναβλύζει το τάλαντο, ενώ από τον συνδυασμό του με τον δεύτερο προδιαγράφεται η αντοχή και παρέχεται η ένδειξη για τη μέση ποιοτική στάθμη του όλου έργου. Στο πιο πάνω τετράστιχο του Παλαμά οι λέξεις απογειώνονται από την καθημερινή τονικότητα χωρίς καμία να απεμπολήσει την κοινόχρηστη σημασία της: η «ανάσταση» σημαίνει, κατ' αρχήν και κατά βάση, το ίδιο και μέσα στο τετράστιχο και στην εξωποιητική της χρήση. Και με την ένταξή της μέσα στο ποίημα η λέξη προσπορίζεται τις σημασίες που γεννιούνται από τις γειτνιάσεις (λ.χ. «λαμποκοπάει ανάσταση») ή αναθρώσκουν από τη συνύφανση της «ανάστασης» με το συνολικό λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση της «Φοινικιάς». (Το ίδιο ισχύει και στο δημοτικό τραγούδι, όπου οι λέξεις απογειώνονται σε σύμβολα χωρίς να κόψουν τον ομφάλιο λώρο τους με τη σημασία που έχουν στην καθημερινή χρήση, λ.χ. η «κάτω γης» στον ακόλουθο στίχο της Μάνης: «Θάρρεψες 'τ' είν' η κάτω γης μήλο να τη γυρίσεις».)
Ο Σεφέρης επιχείρησε την ανάλογη ­ δηλαδή μουσικόλογη, συμβολιστική ­ σύνθεσή του με τη «Στέρνα», που είναι ωστόσο «ποίημα εμφανώς κατώτερο της "Φοινικιάς"», κατά τη γνώμη του Ν. Βαγενά. Με τους 15σύλλαβους του «Ερωτικού λόγου» πάντως το σεφερικό εγχείρημα ανεβάζει τη στάθμη και γίνεται πιο αποτελεσματικό· γενικώς και έτσι όπως καθιζάνουν μέσα μας με τον καιρό (τα ποιήματα αναδιατάσσονται ακόμη και όταν δεν τα ξαναδιαβάζουμε), έχω την εντύπωση πως τα καλύτερα του Σεφέρη είναι τα ρητώς έμμετρά του. Είχα αποτολμήσει να εκθέσω την άποψή μου στον μελετητή και φίλο του ποιητή Γ. Π. Σαββίδη οπότε, εκεί που θαρρούσα πως θα με παραμάζευε, μου χαμογελάει: «Και γιατί δεν τα γράφεις αυτά που λες;». Ο Σεφέρης βρίσκεται πιο κοντά στην αισθητική του Παλαμά παρά στη δική μας· είναι προπολεμικός ποιητής.
Το «γοερό θολόρεμα» της Φοινικιάς, γραμμένο σε ιαμβικό 13σύλλαβο και στο στροφικό σύστημα της ομοιοκατάληκτης οκτάβας (συνολικά: 312 στίχοι σε 39 στροφές), το αφιερώνει ο ποιητής «στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε». Ποια είναι η υπόθεση, ο μύθος του έργου; Οπως το βεβαιώνει ο Λάγιος, «μόνη δομή της Φοινικιάς είναι η Φοινικιά», που κρατιέται και αλληλέγγυα και αμιλλητήρια με το έργο του Διονυσίου Σολωμού στο λεξιλόγιο όσο και στις ιδέες, όπως γίνεται φανερό από τους στίχους: «Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, / έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, / που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· / το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο. / Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη []». Σ' αυτό το κάλεσμα ο Παλαμάς ανταποκρίνεται: «Καταχωμένο ανήλιαγο ζη το σκουλήκι / Για να χαρή μεταξοφτέρουγη ψυχούλα / Μιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνη / Το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι», για να επιμείνει στην επόμενη στροφή: «Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύρια / Πράσινα, τ' αναβρύσματα· και τα μαμούδια / Και τα δετά της γης· τ' ανάερα τρεχαντήρια, / Τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια, / Λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!». Η Φοινικιά είναι έργο μουσικής τέχνης συνθεμένο προτού ο Παλαμάς υιοθετήσει οριστικά τον ρομαντικό ρόλο του βάρδου.
«Δώρο» στον 21ο αιώνα
Το κατόρθωμα του Παλαμά κατανοείται και σε γόνιμη αντιβολή με τον τρόπο του Καβάφη: στον πρώτο στίχο του αρχικού παραθέματος χρησιμοποιούνται τρεις λέξεις (λαμποκοπάει - ανάσταση - περιβόλι) που ο Καβάφης δεν τις περιλαμβάνει στη δόκιμη ποίησή του, ίσως επειδή χαρακτηρίζονται από μια διάχυση που τις καθιστά πολύ δημοτικές για τον Αλεξανδρινό: «Ο κήπος ήταν έκδοτος στην ανάσταση» θα εικάζαμε την καβαφική εκδοχή· διαθέτουμε άλλωστε τον συναφή στίχο και ενός άλλου, εξίσου ενδοτικού στις διαχύσεις αλλά και εφεκτικού στις λέξεις, ποιητή: «Απόψε ο κήπος μού μιλεί με νέα μελαγχολία» (Κ. Γ. Καρυωτάκης). Αλλά πέρα από τις εικασίες, τέτοιες δεσπόζουσες παλαμικές λέξεις (και οι σημασίες τους) βρίσκονται έξω από την ποιητική περιοχή του Καβάφη. «Ο καθείς [ποιητής] και τα όπλα του», όπως το έγραψε ο Ελύτης.
Η Φοινικιά συνιστά ύψιστο επίτευγμα της ελληνικής συμβολιστικής ποίησης (όπου επιγραμματικά: η μουσικότητα του λόγου υποβάλλει με ηχοχρώματα αντί συναισθημάτων και αντί για τη στράτευση των λέξεων στο νόημα προκρίνεται η υποτέλεια των σημασιών στις ηχητικές φόρμες). Τούτο το έργο του Κωστή Παλαμά, σολωμικότερο του Σολωμού θα λέγαμε, μας χαρίζει την εντελέστερη εκδοχή του σολωμισμού· ένα από τα ωραιότερα δώρα του έτους 1900 προς τους ελληνοπαθείς αναγνώστες του 21ου αιώνα. *
* Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Δώρο Ασημένιο Ποίημα



Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.

(από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Ίκαρος 1971) 


Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

Ελύτης Oδυσσέας





Πηγή



Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.





Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!



Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!



Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!





Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!





Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!





Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!



Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!





Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!



IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!



IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!



IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!



IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [απόσπασμα]

ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ανδρέα Εμπειρίκο



Οι κλεψύδρες του αγνώστου

Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON

Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν πού να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι αλλού

Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.

[...β', γ', δ', ε', ς'...]

ζ'
[....]
Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι
στο προσκάλεσμά σου
Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο
γνώριμες κραξιές των γλάρων
Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως
Η γη στη θάλασσα, η φουρτούνα στη γαλήνη

Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
στα δέντρα
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη
Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.


Προσανατολισμοί, Οδυσσέα Ελύτη
Εκδόσεις Ίκαρος, 1966

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Vratislav Ševčík «In space»





Εγκαίνια: Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014, 20:00
Διάρκεια: 3 – 30 Ιουλίου 2014


Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος παρουσιάζει την ατομική έκθεση του Τσέχου καλλιτέχνη και καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας Vratislav Ševčík με τίτλο «In space».

Ο κριτικός τέχνης και συγγραφέας Jozef  Kroutvor γράφει για τον καλλιτέχνη: «Ζωγράφος και χαράκτης με ισχυρό και έντονο συναισθηματικό κίνητρο και εξίσου πλούσια φαντασία. Το έργο του κυμαίνεται μεταξύ του σχεδιασμού και της λυρικής εκφραστικής αφαίρεσης. Είναι προφανές ότι το έργο του προσδιορίζουν η προσωπική του εμπειρία, οι συγκρούσεις της «ψυχής του ποιητή» με το σύγχρονο πολιτισμό και τον πανταχού παρόντα παραλογισμό.»

O Vratislav Ševčík γεννήθηκε το 1953 στην πόλη Prostějov της Τσεχικής Δημοκρατίας.  Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Μέσης Εκπαίδευσης Εικαστικών Τεχνών του Václav Hollar στην Πράγα (1968 - 1972). Στη συνέχεια σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας, στο ειδικευόμενο εργαστήριο γραφικών τεχνών με τον Καθηγητή Prof. Ladislav Čepelák (1972 – 1978). Από το 1980 διδάσκει σχέδιο και ζωγραφική στο Πολυτεχνείο της Πράγας, Τμήμα Αρχιτεκτονικής, από το 1995 ως Αναπληρωτής Καθηγητής.

Ο Vratislav Ševčík ασχολείται με ελαιογραφίες και ζωγραφική με ακρυλικά χρώματα, λιθογραφία και άλλες τεχνικές της χαρακτικής, ψηφιακές εκτυπώσεις, φωτογραφία και εφαρμοσμένες τέχνες της χαρακτικής (graphic design). Μέσα από το έργο του αναζητάει την αρμονία του ανθρώπινου σώματος και της κίνησής του και τη συνύπαρξη των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων 

Πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στην Τσεχία, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ άλλων στην Ελλάδα, τη Δανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία. Τα έργα του φιλοξενούν οι συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης της Πράγας, της Πόλης Prostějov, του Μουσείου Τεχνών Frederikshavn Kunstmuseum της Δανίας, του Κέντρου Τεχνών Huis Hellemans Gemeentelijk Kunstcentrum στην πόλη Egedem του Βελγίου και άλλες. Του απονεμήθηκαν πολλές σημαντικές διακρίσεις και βραβεία, μεταξύ άλλων το Βραβείο του Εργαστηρίου της Ακαδημίας Καλών Τεχνών (Πράγα 1978), το Βραβείο της Χαλυβουργίας Poldi (Κλάντνο 1978), και το βραβείο «Εκτύπωση της Χρονιάς» (Πράγα 2005, 2006, 2008 και 2009).     
Από το 2010, ο Vratislav Ševčík ζει και δημιουργεί στην Αθήνα.


Εγκαίνια Έκθεσης: Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014, 20:00

Διάρκεια Έκθεσης:  3 – 30 Ιουλίου 2014
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 11:30 – 15:00 & 18:00 – 21:00
Τετάρτη, Σάββατο: 11:30 – 15:00
Κυριακή, Δευτέρα: Ανοικτά κατόπιν τηλεφωνικού ραντεβού

Αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος
Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη, Αθήνα | metro Ακρόπολη
Τηλέφωνο 211 182 38 18








Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Eκθεση στην Ισπανία αποκαλύπτει την επιρροή του Ελ Γκρέκο στη μοντέρνα ζωγραφική


ΕΤΙΚΕΤΕΣ:





Από τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, μέχρι τα έργα των Σεζάν, Σαγκάλ, Μπέικον και Πόλοκ, μια πλούσια έκθεση στο Μουσείο του Πράδο της Μαδρίτης αποκαλύπτει τη βαθιά επίδραση που άσκησε η ζωγραφική του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στη μοντέρνα τέχνη, 400 χρόνια μετά τον θάνατό του.
"Ο Ελ Γκρέκο ήταν ένας ζωγράφος που τον θαύμαζαν ο Σεζάν, ο Πικάσο, οι κυβιστές, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές, οι Ευρωπαίοι εξπρεσιονιστές, ο σουρεαλιστές, οι Αμερικανοί" καταγράφει, σε ένα κατάλογο που μοιάζει ατελείωτος, ο Χαβιέρ Μπαρόν, ο επιμελητής της έκθεσης "Ο Γκρέκο και η μοντέρνα ζωγραφική" που εγκαινιάζεται αύριο στο Πράδο και θα διαρκέσει μέχρι τις 5 Οκτωβρίου.
Στο βάθος πίσω του, τον κοιτούν με διαπεραστικό βλέμμα οι δυο Γυναίκες με την Ερμίνα: η πρώτη φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1577-1579 από τον Γκρέκο ενώ η άλλη, με τις παστέλ γαλάζιες αποχρώσεις, γεννήθηκε από το πινέλο του Πολ Σεζάν τρεις αιώνες αργότερα (1885-6) αλλά ο τίτλος της παραπέμπει απευθείας στον πίνακα από τον οποίο εμπνεύστηκε ο Γάλλος ζωγράφος.
Λίγο πιο πέρα, τα γυμνά σώματα των μαρτύρων στην Πέμπτη Σφραγίδα της Αποκάλυψης (1608-22), όρθιων, πίσω από τη σιλουέτα του Ευαγγελιστή Ιωάννη, θυμίζουν τις περίφημες Δεσποινίδες της Αβινιόν (1907) του Πάμπλο Πικάσο, ενός από τα σημαντικότερα έργα του κυβισμού.
"Την εποχή που ο Πικάσο ετοιμαζόταν να ζωγραφίσει τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, ανακάλυψε στο ατελιέ του Ισπανού ζωγράφου Ιγνάθιο Θουλοάγα την Πέμπτη Σφραγίδα της Αποκάλυψης", ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γκρέκο, εξήγησε ο Χαβιέρ Μπαρόν που είναι επικεφαλής του τμήματος της ζωγραφικής του 19ου αιώνα στο Πράδο. Το έργο του Γκρέκο "τον συνάρπασε και τον επηρέασε με καθοριστικό τρόπο όπως και εκατοντάδες σύγχρονους καλλιτέχνες", σημείωσε εξηγώντας ότι ο Πικάσο χρησιμοποίησε στον πίνακά του μοτίβα από την Πέμπτη Σφραγίδα.
Παρουσιάζοντας τα 26 έργα του Γκρέκο και τους 57 πίνακες και τις 23 γκραβούρες και σχέδια μεγάλων ζωγράφων του 19ου και του 20ού αιώνα, ο επιμελητής εξήγησε ότι η έκθεση αυτή δεν αποτελεί παρά μόνο "την κορυφή του παγόβουνου" της καθοριστικής επίδρασης του Θεοτοκόπουλου ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη το 1541. "Εδώ εκθέτουμε τα πιο χαρακτηριστικά, τα έργα της υψηλότερης ποιότητας, όπου η επιρροή του Γκρέκο είναι πιο εμφανής", τόνισε.
Αφού μαθήτευσε στην Ιταλία της Αναγέννησης και αφού αποκλείστηκε από την αυλή του βασιλιά Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας ο Γκρέκο εγκαταστάθηκε στο Τολέδο, την πόλη όπου μεγαλούργησε και πέθανε πριν από 400 χρόνια.
Από την αμερικανική ήπειρο με τους Τζάκσον Πόλοκ και Ντιέγο δε Ριβέρα, μέχρι τη Γερμανία και την Αυστρία με τους εξπρεσιονιστές των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, το Πράδο παρουσιάζει την "ανακάλυψη" του Γκρέκο και την επιρροή του στη σύγχρονη τέχνη. Όπως υπενθύμισε ο Μπαρόν, επί πολλούς αιώνες ο "μανιερισμός" και τα ιδιότυπα, προσωπικά στοιχεία του Θεοτοκόπουλου αγνοήθηκαν από τους ζωγράφους του μπαρόκ και του κλασικισμού. "Μόλις τον 19ο αιώνα τον ανακάλυψαν και πάλι και τον 20ό αιώνα η επιρροή του εντάθηκε", πρόσθεσε. Το Πράδο του αφιέρωσε μια έκθεση το 1902 ενώ λίγο αργότερα ο Φράνσις Μπέικον, ενώ βρισκόταν στη Μαδρίτη για να μελετήσει τον Βελάσκεθ, γοητεύτηκε από τα έργα του Γκρέκο και εμπνεύστηκε την Ξαπλωμένη γυναίκα (1961) από τη φιγούρα του άνδρα που πέφτει με την πλάτη στην Ανάσταση (1597-1600).
Το Πράδο διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων του Γκρέκο και σήμερα θέλει "να τιμήσει αυτό το ουσιώδες στοιχείο που διαθέτουν οι ζωγράφοι: την ικανότητά τους να επηρεάζουν και να ανοίγουν νέους δρόμους για τους άλλους καλλιτέχνες", κατέληξε ο Χαβιέρ Μπαρόν.