Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Συνάντηση στο Τολέδο: Μίκης Θεοδωράκης – Νίκος Καζαντζάκης – Ελ Γκρέκο

Το Μαρτύριο του Αγίου Μαυρίκιου(1580-82), λάδι σε μουσαμά, 448x301 εκ., Εσκοριάλ, Μοναστηριακή Εκκλησία Αγίου Λαυρεντίου.
Το 2014 έχει ανακηρυχτεί έτος El Greco – 400 χρόνια από το θάνατό του στο Τολέδο της Ισπανίας. Μια μικρή αφιέρωση κάνομε εδώ, με το προσκύνημα ενός άλλου μεγάλου κρητικού –του Μίκη Θεοδωράκη- στο Τολέδο το 1990, μεταφέροντας ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Λογοθέτη «Μίκης Θεοδωράκης, θρησκεία μου είναι η Ελλάδα»
 
Ήταν βράδυ, 11 Μαΐου 1990, όταν φτάσαμε στο Τολέδο, την πρώην περίφημη πρωτεύουσα της Ισπανίας, την πόλη που φιλοξένησε για δεκαετίες τον άλλο μεγάλο Κρητικό: τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο.
Εδώ στο Τολέδο, ο Μίκης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει στον Ελ Γκρέκο. Ίσως αυτός να καταλάβει, να κατανοήσει, να δικαιολογήσει τις απρόσμενες αποφάσεις του.
Όμως, δεν χρειάζεται να πει τίποτα. Γιατί ένας άλλος Κρητικός, τα έχει προβλέψει όλα. Το μόνο που χρειάζεται ο ψηλός επισκέπτης είναι να σταθεί με δέος και σεβασμό μπροστά στον μεγάλο σύντεκνο από την Κρήτη, και να επαναλάβει τα λόγια που ο Νίκος Καζαντζάκης πρόβλεψε, στη δική του «Αναφορά προς τον Γκρέκο»:
«Παππού αγαπημένε. Όλη μου η ζωή ήταν ένας ανήφορος. Ανήφορος και γκρεμός και ερημιά. Κινήσαμε πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, με συνοδεία μεγάλη. Μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορυφή μετατοπίζονταν και αλάργαινε, συναγωνιστές και ιδέες και ελπίδες μ’ αποχαιρετούσαν. Λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν να ανέβουν πιο απάνω.
Κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην επόμενη κορυφή. Δεν μας κινούσε η αλαζονεία, ούτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορυφή και θα τη φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως σα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον παράδεισο.
Ανεβαίναμε γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση».
 
Η φημισμένη αυτοκρατορική πολιτεία σαν να νιώθει ανήσυχη. Σαν ο επισκέπτης να έφερε μαζί του τα απείθαρχα πνεύματα της Κρήτης. Γιατί εκεί που ο ανοιξιάτικος ήλιος λάμπει στον ουρανό, μια καταιγίδα ξεσπά ανελέητα πάνω από το Τολέδο.
Τον ακούω μηχανικά και προσπαθώ να μπω στα άδυτα της ψυχής του... Εδώ στην Ισπανία, τη χώρα του Δον Κιχώτη, κάνω μια προσπάθεια να βρω τα μυστικά προστάγματα που τον οδηγούν στα τραγικά αδιέξοδα... Σαν να περίμενε την ερώτηση, έχει έτοιμη την απάντηση:
«Από τότε που άρχισα να γυρίζω την Ελλάδα και τον κόσμο, νιώθω ότι είμαι κάποιος που σαν τον Δον Κιχώτη με το κοντάρι του χτυπάει τους ανεμόμυλους. . .
…Για μένα η αληθινή ζωή είναι αυτή που βρίσκεται στη φαντασία μου... Στα όνειρά μου... Αν εγώ ζω αυτή τη ζω και την απολαμβάνω, τη χαίρομαι και τη δημιουργώ, τότε νιώθω ευτυχισμένος...
Εκείνο που γεμίζει τον άνθρωπο είναι ο εσωτερικός του κόσμος. Πόσο γεμάτος είσαι με ιδέες, με έργα, με φαντάσματα, με ομορφιές, με αυταπάτες!»
Ο νους μου ταξιδεύει στον Ελ Γκρέκο. Σαν άλλος Δον Κιχώτης και εκείνος, προκαλούσε επίμονα την Ιερά Εξέταση ζωγραφίζoντας με κίνδυνο της ζωής του την Εβραία ερωμένη του, ως Παναγία. Μια πρωτόγνωρη «αμαρτία»: για τους φανατικούς Ισπανούς ιεροεξεταστές!
Γεμάτος και αυτός με «έργα, ομορφιές και αυταπάτες», η κρητική του περηφάνια πολλές φορές τον εμπόδιζε να πουλάει τους πίνακές του. «Σας τους δίνω ως ενέχυρο», έλεγε στους αγοραστές. «Όταν σας επιστρέψω τα δουκάτα, θα μου επιστρέψετε τους πίνακές μου...»
 
alt
O Μίκης Θεοδωράκης στο μουσείο Ελ Γκρέκο
Είναι φανερό πως κάποια αόρατη μεταφυσική δύναμη φαίνεται να συνδέει το Τολέδο με τους τρεις παράξενους Κρητικούς. Κάποιο άγραφο Χρέος να τους οδηγεί σε δαιδαλώδεις δρόμους ηθικής και αξιοπρέπειας.
Σαν να οσμίζεται την παρουσία του Καζαντζάκη και του Γκρέκο, ο Μίκης αισθάνεται την ανάγκη να κάνει
δική του «ΑΝΑΦΟΡΑ» στους δύο μεγάλους προγόνους:
«Το δικό μου ΧΡΕΟΣ χλευάστηκε από πολλούς...
Αυτό με πονάει... Δεν το θέλω...
Ίσως το καλύτερο να ήταν αν έμενα έξω από όλα αυτά…
Γιατί δεν μου έμεινε τίποτα πλέον...
Μόνο η μουσική μου...»
Ξαφνικά, ο εικονολήπτης της ισπανικής τηλεόρασης στρέφει την κάμερα στο παράθυρο. Απέναντι από τον Μίκη, στο περβάζι, με φόντο το ανταριασμένο Τολέδο, ένα μικρό σπουργιτάκι γαντζώνεται στο κάγκελο και προσπαθεί να βρει καταφύγιο από τη θύελλα που ξέσπασε. Σαν να βρήκε τον φίλο που περίμενε, ο Μίκης νιώθει πως ήρθε η ώρα να βγάλει τη λάβα που του καίει τα σωθικά:
«Ναι! Νιώθω μόνος! Όλοι και όλα με πρόδωσαν...
Σκέφτομαι τη φοβερή σπορά που έγινε από τη γενιά μου...
Τι μάχες, τι διαδηλώσεις, τι όνειρα...
Για να δώσουμε δύναμη στο έθνος, θάψαμε με τον ιδρώτα μας και με το αίμα μας όλη τη χώρα...
Αν αυτό δεν είναι αδικία, τότε τι είναι αδικία...;»
Για μια ακόμα φορά νιώθω αμηχανία... Ο Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται μόνος! Αυτός, που απλώνοντας τι χέρια του αγκαλιάζει την Ελλάδα ολόκληρη, αισθάνεται μόνος... Μόνος με τον Θεοτοκόπουλο και τον Kαζαντζάκη, στην άλλη άκρη της Μεσογείου.
Μπροστά μου, η «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ». Διαβάζω:
«Η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, αλλά ο αγώνας για τη νίκη.
Και ξέρω ακόμα τούτο, το δυσκολότερο: Δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη νίκη!
Η αξία του ανθρώπου είναι να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή.
Κι ακόμα ετούτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να σε γεμίζει χαρά, περηφάνια κι αντρεία.. .»
Τα λόγια του Καζαντζάκη τον ηρεμούν... Η καταιγίδα κoπάζει. Ο ήλιος διώχνει τα σύννεφα και αγκαλιάζει ξανά το Τολέδο...
Το βράδυ, με τη συναυλία έρχεται η λύτρωση. Σκηνή η χορωδία και η ορχήστρα της Μουσικής Aκαδημίας της Δρέσδης, ο Γιώργος Νταλάρας και η Μαρία Δημητριάδου, παρoυσιάζoυν τα έργα «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Raven», «Eπιζών», και «Κατάσταση Πολιορκίας». Έργα που έχει ο ίδιος ανάγκη να διευθύνει, και να ακούσει τους στίχους:
«Μακριά πολύ μακριά,
λάμπουν τα φώτα που μας έκλεψαν,
της πολιτείας που μας έκλεψαν…»
Το σώμα στην αρχή ήρεμο, τα χέρια απλώνονται με αργές κινήσεις, τα πρόσωπα των αγίων του Ελ Γκρέκο στους τοίχους της μεσαιωνικής μεγαλοπρεπούς αίθουσας παρακολουθούν με προσοχή τα δρώμενα. Τίποτα δεν προμηνύει το ξέσπασμα που θα ακολουθήσει όταν τα χέρια ξαφνικά αρχίζoυν τον ξέφρενο παφλασμό τους:
« ...Εγώ, πού είμαι;
Σε ποια χώρα, σε ποια γη...
σε ποια βουνά που καίνε…
επιμένοντας η φωνή μου να ακουστεί σε τούτες
τις εποχές…
Χτυπώντας πόρτες και παράσυρα
που κλείσανε τούτες τις εποχές…»
«ΕΠΙΖΩΝ» του Τάκη Σινόπουλου.
 
Και μετά τη θύελλα, ξανά η νεκρική ηρεμία από το κελί της Ασφάλειας:
«Και πια δεν σα 'χει μείνει τίποτα από μένα,
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω,
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου...
Μα σα 'χω διαλυθεί σ' όλους τους ποταμούς
του κόσμου,
σα 'χω γράψει τ' όνομά σου σ' όλα τα χιόνια
των γκρεμών,
σα 'χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα
ως την άλλη όχθη,
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέραιο σ' αναπαύεται,
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή…»
«ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». της Μαρίνας Χατζηδάκη.
 
alt
στο προσκυνητάρι του Γκρέκο
alt
στο σπίτι του Γκρέκο
Το προσκύνημα
Το 1451, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης γεννήθηκε ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος. Δεκαοχτώ ετών ταξιδεύει στη Βενετία, όπου γίνεται γνωστός με το όνομα Ελ Γκρέκο. Δεκατρία χρόνια αργότερα τον βρίσκουμε στη Ρώμη. Λίγα χρόνια μετά, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδηγεί στο Τολέδο, όπου έζησε τριάντα επτά χρόνια μέχρι το θάνατό του, στις 7 του Απρίλη 1614.
450 χρόνια μετά, το πνεύμα του μεγάλου ζωγράφου καλωσορίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, στο σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο. Ο διευθυντής μάς ξεναγεί στις αίθουσες. Τα ήρεμα βυζαντινά πρόσωπα του Γκρέκο σαν να ξύπνησαν από την αιωνιότητα, παρακολουθούν με ένα κρυφό χαμόγελο την ιεροτελεστία.
Αυτό είναι το προσκυνητάρι του Γκρέκο. Το ησυχαστήριό του...
Ένα χοντρό κόκκινο σκοινί εμποδίζει την είσοδο στους επισκέπτες.
Με αργές κινήσεις ο Μίκης Θεοδωράκης βγάζει το σκοινί, προχωράει, γονατίζει, διπλώνει τα χέρια του και ακουμπάει το κεφάλι του στο μαξιλάρι... Οι Ισπανοί παρακολουθούν με δέος... Το ίδιο και ο εσταυρωμένος πάνω από το σκυμμένο του κεφάλι.
Για μια ακόμα φορά, ο Καζαντζάκης παίρνει τα ηνία:
Από την «Αναφορά» του Καζαντζάκη στον Γκρέκο:
«Παππού αγαπημένε. Πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο, κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες;
Μια αστραπή; Τρεις αιώνες; Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα;
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα...
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέξω. Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους. Η μάχη σκολάζει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Κι έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ' ό,τι μου παράγγειλες, Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα...»
 alt
Ο Γιώργος Λογοθέτης κατάγραψε με τον δικό του τρόπο στην κάμερα τη συνάντηση στο Τολέδο... παίρνει μέρος και ο Νίκος Καζαντζάκης που έγραψε τα κείμενα που διαβάζει ο ηθοποιός Δημήτρης Καρέλης. Συμμετέχουν : Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Δημητριάδου
Μας την παρουσιάζει στο youtube

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Ο Χορν σε πρώτο πρόσωπο

Υπήρξε ένας ονειρικός ηθοποιός, μια εκπληκτική προσωπικότητα. Καλλιτέχνης διαφορετικός, αριστοκρατικός, μπονβιβέρ, αυτοσαρκαστικός, ερωτικός, βελούδινος, χιουμορίστας, αισθησιακός, διανοούμενος, μερικές φορές σνομπ και συναρπαστικός… - 
Ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου του 1921, κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, αφού ήταν γιος του πολύ γνωστού θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν, ενώ νονά του υπήρξε η μεγάλη μας ηθοποιός Κυβέλη Ανδριανού. Η συμμετοχή του σε θεατρικές παραστάσεις ξεκίνησε από την ηλικία των έξι μηνών. - 

See more at: http://parathiro.net/politismos/san-simera-epese-i-avlea-gia-ton-dimitri-chorn#sthash.rUiQu8ev.dpuf
k1
Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1940. Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες θεατρικά έργα. Έκανε το ντεμπούτο του το 1940  στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα». Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο Θέατρο Ρεξ της Μαρίκας Κοτοπούλη  σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
r7

Την περίοδο  1943 44  συμμετείχε στο θίασο Κατερίνας. Το 1944  συγκρότησε δικό του θίασο με τη Μαίρη Αρώνη και αργότερα με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 συνεργάστηκε με τον θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου και το 1946 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο όπου και παρέμεινε μέχρι το 1950. Το 1951 μετέβη σε  Αμερική και Αγγλία, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη του θεάτρου.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1953, συγκρότησε θίασο με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά έως το 1959 ανεβάζοντας έργα όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Ο βροχοποιός», «Η κυρία με τις καμέλιες», επιχειρώντας περιοδεία σε Κωνσταντινούπολη και Αίγυπτο.
r2

Το 1959 η συνεργασία τους σταματά και ο Χορν συνέχισε με δικό του θίασο την θεατρική του δραστηριότητα.
Έπαιξε μεταξύ άλλων στα έργα: «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές» του Ανούιγ, «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου ερμήνευσε την περιβόητη παρλάτα «Ηθοποιός σημαίνει φως» μένοντας στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, «Το ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκόγκολ. Το 1964 συνεργάστηκε με το Εθνικό και το 1968 ανασυγκρότησε τον θίασό του. Ακολούθησαν κι άλλες παραστάσεις ώσπου το 1984 ανέβηκε για τελευταία φορά στο σανίδι με τον «Αρχιμάστορα Σόλνες».
r3
Το κύκνειο άσμα του ήταν το 1993 με το παραμύθι «Ο Πέτρος και ο λύκος» του Προκόφιεφ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τον κινηματογράφο δεν τον είχε καθόλου σε εκτίμηση. Παρόλα αυτά πρωταγωνίστησε για βιοποριστικούς λόγους σε δέκα ταινίες, όπως «Χειροκροτήματα» (1944), «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1954), «Η κάλπικη λίρα» (1955), «Μια ζωή την έχουμε» (1958), ενώ βραβεύτηκε δύο φορές στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου πρώτα για την ερμηνεία του στην ταινία «Μια του κλέφτη» (1960) και μετά για το φιλμ «Αλίμονο στους νέους» (1961). Αν και δεν του άρεσε η μεγάλη οθόνη, οι ταινίες που έπαιξε είναι από τα διαμαντάκια του ελληνικού κινηματογράφου.
r4
Έκανε επίσης τεράστια επιτυχία και στο τραγούδι, καθώς διέθετε μια πολύ ωραία βελούδινη φωνή. Ποιος δεν θυμάται άλλωστε το «Ποιος το ξέρει», το «Πες μου μια λέξη» ή το τσιφτετέλι που τραγούδησε για τον κινηματογράφο, «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές, οι χάντρες» των Μίμη Πλέσσα και Κώστα Πρετεντέρη ; Για τις «Χάντρες» μάλιστα έλεγε με παράπονο: «Η ζωή μου είναι γεμάτη αμαρτίες. Όπως αυτές οι «Θαλασσιές οι χάντρες». Τι εφιάλτης! Φανταστείτε έχω παίξει τους Ριχάρδους και τους Αμλέτους και μου λένε «Αχ κύριε Χορν, αυτές οι Χάντρες». Ε, άι σιχτίρ με τις Χάντρες!»
- See more at: http://parathiro.net/politismos/san-simera-epese-i-avlea-gia-ton-dimitri-chorn#sthash.rUiQu8ev.dpuf

ContentSegment_9030492$W800_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg

Δεν μπορείς να υποστηρίζεις ένα πράγμα στο οποίο δεν έχεις εμβαθύνει - 

















Προσωπικός φίλος του Μάνου Χατζιδάκι άλλα και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, διετέλεσε ως πρώτος πρόεδρος της ΕΡΤ αμέσως μετά την Μεταπολίτευση το 1974, μια θέση που εγκατέλειψε λίγους μήνες αργότερα αφού αποστρεφόταν τις καρέκλες και την δουλειά με ωράριο.
r5
Μεγάλη απήχηση είχε η ραδιοφωνική εκπομπή του με τίτλο «Ο Ταχυδρόμος Έφτασε». Με μια σουρεαλιστική ειρωνεία στη φωνή του, διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών, σε κείμενα του Κώστα Πρετεντέρη. Ο Δημήτρης Χορν «άφησε» και δεκάδες μαγνητοφωνήσεις θεατρικών έργων.
PIC_1386
Το 1980  ίδρυσαν μαζί με τη σύζυγο του, Άννα Γουλανδρή, το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού.
Ο Δημήτρης Χορν αγάπησε κι αγαπήθηκε. Στα χρόνια της Κατοχής γνώρισε την Ρίτα Φιλίππου, που ήταν η πρώτη του αγάπη και αργότερα παντρεύτηκαν.
Φλογερό ήταν το ειδύλλιο με την αξέχαστη ηθοποιό μας Έλλη Λαμπέτη την περίοδο 1952-59. Στην Αθήνα εκείνης της εποχής, δύο πρωταγωνιστές, με μοναδική χημεία πάνω στο θεατρικό σανίδι, αλλά με τεράστιες διαφορές τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην ταξική προέλευση. Ένας γοητευτικός ζεν-πρεμιέ με αριστοκρατικό αέρα και μια λαμπερή, φιλόδοξη ηθοποιός με πολλές ευαισθησίες βέβαια, από την επαρχία. Πάντα υπήρχε μεταξύ τους η ίντριγκα και η κόντρα για το ποιος είναι πιο γνωστός στο κοινό. Όταν ερωτεύτηκαν, βρέθηκαν παγιδευμένοι σε ένα μοιραίο παιχνίδι έρωτα και ανικανοποίητου. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ και επιπλέον η Λαμπέτη αναγκάστηκε να κάνει έκτρωση, στο παιδί που κυοφορούσε από εκείνον, διότι ο Χορν δεν ήθελε παιδιά. Η ίδια έλεγε: «Τι κρίμα να μην έχω ένα παιδί από αυτόν τον άνθρωπο…». Εκείνος αργότερα παραδέχτηκε πως η Λαμπέτη δεν ήταν η γυναίκα της ζωής του.
Μετά από την Λαμπέτη ξαναγύρισε στην Ρίτα, ωστόσο η επανασύνδεσή τους δεν κράτησε πολύ. Είχαν βέβαια στη συνέχεια άριστες σχέσεις μέχρι τον θάνατό της.
Έπειτα παντρεύτηκε την Άννα Γουλανδρή (χήρα Παπάγου), η οποία είχε ήδη δύο παιδιά και ο ίδιος τα θεωρούσε σαν δικά του. Την αγάπησε πολύ και του κόστισε ο θάνατός της.
PIC_1371
Είναι γνωστό επίσης, πως η θρυλική Εντίθ Πιάφ ερωτεύτηκε τον Χορν. Η γνωριμία τους έγινε κατά τη σύντομη επίσκεψή της στην Αθήνα για να δώσει ρεσιτάλ στο Θέατρο Κοτοπούλη, στις 18 Σεπτεμβρίου 1946. Του έστειλε μια ερωτική επιστολή, αλλά εκείνος δεν ενέδωσε.
ContentSegment_9817546$W1000_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, περιορίστηκε στο σπίτι του κάνοντας σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις. Η κατάσταση της υγείας του όλο και χειροτέρευε. «Έφυγε» από κοντά μας την Παρασκευή 16 Ιανουαρίου του 1998 στην μονάδα εντατικής παρακολούθησης του «Κυανού Σταυρού» από καρκίνο. Η Ελλάδα τον πένθησε με σεβασμό όπως εκείνος ήθελε. Κηδεύτηκε την Δευτέρα 19 Ιανουαρίου του 1998 στο Α” Νεκροταφείο Αθηνών σε κλίμα έντονης συγκίνησης.
r8
Μετά τον θάνατό του, καθιερώθηκε στη μνήμη του βραβείο (Βραβείο Χορν), το οποίο απονέμεται σε νέους ηθοποιούς του θεάτρου.
Του άρεσε η μεγάλη ζωή και με το χρήμα είχε κάκιστες σχέσεις. Δεν ήταν φανατικός της αποταμίευσης. Σκορπούσε απλόχερα τα λεφτά και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη, αλλά πάντα αθόρυβα. Για παράδειγμα πλήρωνε το νοίκι της αείμνηστης ηθοποιού Νίτσας Τσαγανέα. Απίστευτα γενναιόδωρος και χαριτωμένος άνθρωπος, εξαιρετικός μίμος, μοναδικός στην αφήγηση ξεκαρδιστικών ιστοριών του θεάτρου και ενίοτε χαριτωμένα αθυρόστομος.
n
Ο Δημήτρης Χορν υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός και δεν το συνειδητοποίησε ποτέ. Αμφέβαλλε για το ταλέντο του, νόμιζε ότι κάθε βράδυ πριν την παράσταση έκλεινε η φωνή του και δεν θα μπορούσε να αποδώσει.
Τυχεροί υπήρξαν όσοι θαύμασαν το υποκριτικό του ταλέντο επί σκηνής, αλλά και οι νεότερες γενιές που αν και δεν τον πρόλαβαν στο θέατρο, είδαν δείγμα της δουλειάς του στις σχετικά λίγες κινηματογραφικές ταινίες που έλαβε μέρος.
Ήταν πολύ πιο σημαντικός από ότι μπορούμε να φανταστούμε από κάθε άποψη, στη δουλειά του, στην τέχνη του και στη ζωή.
 Ο Χορν σε πρώτο πρόσωπο:
 «Πολιτισμός είναι να σέβεσαι την ελευθερία του άλλου. Και οι Έλληνες δεν την σέβονται. Να πάω όμως πιο πέρα: Ανθρώπους που μας έχουν σώσει κατά καιρούς, τους καταδιώκουμε».
 «Το ταλέντο το έχεις από τότε που γεννιέσαι. Μπορεί οι δύσκολες εποχές να βοηθούν, να αναδεικνύουν πρόσωπα, αλλά δεν νομίζω ότι αυτές κάνουν τον ηθοποιό. Αντίθετα, ο ηθοποιός την ώρα της παράστασης μπορεί να κάνει καλή την εποχή του».
 «Μα ο ηθοποιός είναι πολύ μοναχικό πρόσωπο. Εξομολογείται τον εαυτό διά του ρόλου».
 «To θέατρο. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα της δικής μου ζωής. Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο ανακαλύπτω πως δεν το ξέρω!».
r6
 «Δεν μου αρέσει ο κινηματογράφος. Τον σιχαίνομαι! Αυτό το αδιάκοπο πήγαινε-έλα από το τέλος στην αρχή. Ήμουν φρικτός σε αυτές τις ταινίες. Όταν τις βλέπω τώρα, μελαγχολώ. ″Ποιος είναι αυτός με τα μαύρα μαλλιά; «, λέω».
 «Καμιά γυναίκα δεν κατακτάται με συμβουλές, γιατί απλούστατα καμία γυναίκα δεν κατακτάται αν δεν θέλει να κατακτηθεί».
 «Τα χρόνια που πέρασαν; Δεν μου έμαθαν τίποτα. Ότι η ζωή είναι ένα τίποτα. Αυτό μονάχα… Ούτε με δίδαξαν τίποτα. Όσα σφάλματα έκανα μικρός, τα ίδια έκανα και μεγαλύτερος, τα ίδια κάνω και τώρα. Είμαι μόνος και νιώθω μόνος. Όσο για την επιτυχία… ποτέ μα ποτέ δεν αισθάνθηκα καμία ασφάλεια».
- See more at: http://parathiro.net/politismos/san-simera-epese-i-avlea-gia-ton-dimitri-chorn#sthash.rUiQu8ev.dpuf

Δημήτρης Χορν

Δημήτρης Χορν (1921-1998)

Πηγή

Στα 1921 που γεννήθηκε ο Δημήτρης Χορν, η διαμάχη Βενιζελικών και Βασιλικών βρισκόταν σε μεγάλη οξύτητα.
Οι Χορν Βενιζελικοί, η Κυβέλη, η νουνά του νεογέννητου Βενιζελική. Η Ιερά Σύνοδος και ο παπάς που θα βάφτιζε τον Χορν, αντιβενιζελικοί… Ανεπίσημα, αλλά πολύ θετικά, ο άγιος Ελευθέριος είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Αποφυγή να δοθεί αυτό το όνομα σε βαφτιζόμενο. Όταν ο παπάς ρώτησε την Κυβέλη πώς θα ονομαστεί ο νεοφώτιστος, η Κυβέλη είπε:
-Δημήτριος – Ελευθέριος.
-Δεν επιτρέπει δύο ονόματα η Ιερά Σύνοδος, απάντησε ο παπάς. Ένα μόνο.
Κι η Κυβέλη, πεισματωμένη του είπε:
-Τότε Ελευθέριος!
Μπροστά στην επιμονή της νουνάς, ο παπάς συνεβιβάσθη.
-Καλά, για χατίρι σας, βάλτε δύο: Δημήτριος – Ελευθέριος. Κι έτσι ο Χορν βαφτίστηκε Δημήτριος – Ελευθέριος.

ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ
περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ, 1966
από το βιβλίο του Δ. Μπαγέρη «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ»
Εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Βγήκα στο θέατρο, γιατί μια μέρα τρώγαμε στο σπίτι μου κι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του ύπνο. Μου λέει:
«Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή». Ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων. «Μ’ έχουν βάλει Πρόεδρο στην Επιτροπή την Εξεταστική… Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί».
«Πού είναι αυτό;»
«Εκεί στην οδό Στάικου».
Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός Διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει, έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση. Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει:
«Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι Πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ
από συνέντευξή του στην Ι. Παπαντωνίου
από το βιβλίο του Δ. Μπαγέρη «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ»
Εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

Για τη διαδικασία των εξετάσεων ο ίδιος ο Χορν διηγείται πως δεν πρόλαβε να πει τέσσερις πέντε στίχους και τον διέκοψαν λέγοντάς του “καλά, καλά, αρκεί”. Έτσι έφυγε απογοητευμένος, έχοντας τη γνώμη πως δεν πέρασε. Την επόμενη μέρα όμως είδε στην οδό Σταδίου τον Βεάκη με τη γυναίκα του και ο Βεάκης του είπε: “Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία”. Έτσι έμαθε ότι πέρασε.
από διήγηση του Δημήτρη Χορν στην εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ


σκηνές από την ταινία του Α. Σακελλάριου “Αλίμονο στους νέους”
Ο πατέρας μου ήταν φίλος και με την Κυβέλη και με την Κοτοπούλη. Αυτές οι δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες ήταν δύο βασίλεια εκείνη την εποχή. Και ο πόλεμος αναμεταξύ τους ήταν σκληρός και ατελείωτος. Ένας μικρότερης διάρκειας «πόλεμος των δύο ρόδων».
Οι διαφορές τους δεν ήταν μόνο καλλιτεχνικές. Ήταν και πολιτικές. Η μία ήταν βασιλική, η άλλη ήταν βενιζελική. Οι πυροβολισμοί και οι μάχες ελάμβαναν χώρα στα θέατρά τους από φανατικούς θαυμαστές της τέχνης τους.
Εμένα οι γονείς μου με μεταχειριζόντουσαν για να εισέλθουν στα χαρακώματα των δύο στρατοπέδων σαν ένα είδος λευκής σημαίας. Η παρουσία ενός παιδιού, ε, πάντα καταλαγιάζει τα πάθη.
Με παίρνανε συχνά σε παραστάσεις. Ίσως κανένας συνομήλικός μου δεν είχε δει τόσο πολλά έργα και τόσο πολλούς ηθοποιούς.
Έζησα πολύ φτωχικά στα παιδικά μου χρόνια. Νομίζω πως έπαιξε ρόλο θετικό. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό.
Παιχνίδια είχα πολλά. Μου έφερνε η νονά μου, η Κυβέλη. Όμως έπαιζα και πολύ στο δρόμο. Μπάλα, ξυλίκι…
Το ’45 πήγαμε τουρνέ, θίασος Μανωλίδου, Αρώνη, Χορν. Χάλασε κόσμο! Ο πρώτος θίασος που πήγε μετά τα Δεκεμβριανά. Η Αίγυπτος ήταν τότε χίλιες και μία νύχτες. Μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά –πλούτος, βαμβάκια, πάμπλουτοι! Βασιλιάδες!
Έβγαλα έξι χιλιάδες λίρες! Τότε! Και γύρισα χρεωμένος χίλιες λίρες. Ρώτα να σου πουν για τη ζωή που έκανα, και μαζί με μένα κι όλοι, στην Αίγυπτο.
Η Έλλη Λαμπέτη. Ήταν μια καλή ηθοποιός, ήταν χαρά να παίζεις μαζί της. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά.
Και αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Όταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου.
Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ
από αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στον Δημήτρη Χορν

tz08a
1946: Ο Δημήτρης Χορν ως Ντόριαν Γκρέι(από το αρχείο του Θεοδόση Ισαακίδη)

Ένας από τους ρόλους που ο Χορν αγάπησε ιδιαίτερα ήταν ο τρελός από τη «Δωδεκάτη Νύχτα» του Σαίξπηρ, που είχε παίξει με το θίασο Μανωλίδου, Αρώνη, Χορν, όταν το 1945 είχαν πάει μια μεγάλη περιοδεία. Εκεί μου είχε πει ένα περιστατικό που πραγματικά δείχνει ότι μερικοί ρόλοι τον διαπερνούσαν. Εμφανίστηκε ο Άγγλος πρέσβης, έβγαλε το καπέλο του, υποκλίθηκε και του είπε: «Κύριε Χορν, αυτό που είδα απόψε σε σας με τον τρελό δεν το έχω δει ποτέ στην αγγλική σκηνή!»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΓΛΕΡΗΣ

Είχε κάνει η Μαρίκα Κοτοπούλη μια σχολή δραματική. Κι ήρθε η Έλλη Λαμπέτη να δώσει εξετάσεις. Κι υπήρχε μια αντιπάθεια. Μετά όταν συνεργαζόμασταν μαζί με τον Παππά είχαμε ένα έργο, τη «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» που φιλιόμασταν. Κι εγώ δε χωνεύω αυτά τα ψεύτικα φιλιά πάνω στη σκηνή, φιλιόμασταν κι από κει ξεκίνησε ένας έρως.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ

Στην «Οδό Ονείρων» είχε αυτό το θείο τραγούδι το «Ηθοποιός σημαίνει φως» και κάθε βράδυ πηγαίναμε στην κουίντα να απολαύσουμε αυτή την ερμηνεία. Ποιος να φανταστεί ότι σ’ ένα τραγούδι μελωδικότατο θα μπορούσε και εκεί ο Δημήτρης Χορν να είναι τεράστιος… μεγάλος…
ΜΑΡΩ ΚΟΝΤΟΥ

Ο Χορν είχε μια αδυναμία στους παλιούς ηθοποιούς της επιθεώρησης, τους μπουλουκτσήδες. Αυτοί οι άνθρωποι που γύρναγαν την επαρχία, που έπαιζαν οι άνδρες όλους τους γυναικείους ρόλους. Αυτή η συμπάθεια μεταφράστηκε σε κάθε είδους συμπαράσταση όταν αργότερα βρέθηκαν να έχουν καταλήξει στην ψάθα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΓΛΕΡΗΣ

Είχε μεγάλη αδυναμία και μεγάλο θαυμασμό στον Καραμανλή. Βγαίνανε, τρώγανε μαζί, ο Καραμανλής, ο Χατζιδάκις, ο Μινωτής, αλλά τον Καραμανλή του είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία και τρομερό θαυμασμό, δηλαδή δεν μπορούσες να πεις κουβέντα για τον Καραμανλή, ήτανε το ίνδαλμά του.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΥ

Ηδονικό δεν ήταν μόνο όταν έπαιζες με τον Χορν. Ηδονικό ήταν και όταν τον παρατηρούσες, όντας επί σκηνής. Ένα περιστατικό από τον «Ερρίκο Δ΄» του Πιραντέλο, που παίζαμε στο Μουσούρη είναι η σκηνή που αυτός, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που έχει φτιάξει για να υποδηλώνει το περιβάλλον του, τους διηγείται κάτι. Ήταν τέτοιος ο τρόπος και η μαγεία της στιγμής, όπου πέραν του ότι η πλατεία θα ‘λεγε κανείς πως είχε «αδειάσει», όχι βήχας και τέτοια, ούτε ανάσα δεν ακουγόταν. Αλλά και εμείς οι ίδιοι απάνω νομίζαμε ότι ήταν τόσο ζωντανά αυτά που πολλές φορές ξεχνιόμασταν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΓΛΕΡΗΣ

Την πρώτη φορά που ήμουνα στη σκηνή μαζί του συνειδητοποίησα ότι έπαψα να είμαι ηθοποιός και τον θαύμαζα, και πολλές φορές ξεχνούσα τις ατάκες τις ελάχιστες που είχα και θυμάμαι τον φίλο μου, τον Γεωγλερή, ο οποίος με σκούνταγε μονίμως για να τις πω, οπότε μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα, ο Χορν του λέει «Γιώργο, δεν τις λες εσύ;»
Φτάναμε στο θέατρο δυο τρεις ώρες πριν από την παράσταση και γινόταν απίστευτο γλέντι, γιατί όλοι το είχαν πάρει είδηση ότι εμείς φτάναμε νωρίς και ερχόταν όλος ο θίασος δυο τρεις ώρες πριν! Και γινόταν μες στο καμαρίνι ο ένας πάνω στον άλλον. Γέλια… τραγουδάγανε… και μισή ώρα πριν αρχίσει η παράσταση ακαριαία όλοι φεύγανε ως διά μαγείας γιατί βλέπανε στο μάτι του ότι τώρα πρέπει να ετοιμαστούμε για την παράσταση.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΙΣΑΑΚΙΔΗΣ
από την εκπομπή της ΕΡΤ
ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
Και βούτηξες τα λεφτά;
Τα βούτηξα!
Επιτέλους!
Είχαμε φθάσει ήδη στον Απρίλιο και ο θίασος μας άρχισε τις προετοιμασίες για την περιοδεία του στην Αίγυπτο πρώτα και κατόπιν στην Κύπρο. Πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα είχαμε ετοιμάσει επτά έργα, με πρόγραμμα να προετοιμάσουμε τα υπόλοιπα κατά τη διάρκεια της περιοδείας. Ο Χορν βρισκόταν στο μέσο του …τυφώνα. Ήταν εκείνος που πήρε στην πλάτη του το μεγαλύτερο βάρος του ογκώδους ρεπερτορίου. Λέω «ογκώδους» γιατί στις παραστάσεις που δώσαμε στο Κάιρο πρώτα και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια, στην Κύπρο και πάλι στην Αίγυπτο, ανεβάσαμε συνολικά τριάντα δύο έργα!
Χαλκέντερος καθώς ήταν, τα έβγαζε πέρα μια χαρά. Όταν τελείωνε η παράσταση δε συνήθιζε να πέφτει αμέσως για ύπνο. Ξενυχτούσε, μερικές φορές ως τις μικρές πρωινές ώρες, με συντροφιά τους πιο αφοσιωμένους σ’ αυτόν ηθοποιούς του θιάσου, διηγούμενος ιστορίες και ανέκδοτα. Αλλά δεν τον άφηναν ήσυχο ούτε οι κοινωνικές του γνωριμίες, που ήσαν πολλές. Γιατί ο Χορν, κοντά σε όλα τ’ άλλα, είχε και το χάρισμα να δημιουργεί φίλους. Αφήνω τις θαυμάστριες που τον πολιορκούσαν κάθε βράδυ μετά την παράσταση.
Χρήματα βγάζαμε πολλά. Λέω «βγάζαμε» γιατί ο Χορν, εκτός απ’ το μισθό που έπαιρνε, είχε συμμετοχή και στα κέρδη της επιχείρησης. Όμως πώς τα κατάφερνε να βρίσκεται διαρκώς χωρίς χρήματα; Τα ξόδευε χαρίζοντας σε όσους ζητούσαν τη βοήθειά του. Πλήρωνε αυτός τα τραπεζώματα και τα κεράσματα σε όποια συντροφιά και αν βρισκόταν. Ήταν συγκεντρωμένος και μεθοδικός μόνο στους ρόλους που είχε να ερμηνεύσει πάνω στη σκηνή. Όταν κατέβαινε από τη σκηνή γινόταν σκορποχέρης και έξω από δω.
Ο Χορν αγάπησε τους ανθρώπους, τη ζωή, έκανε πολλούς φίλους, στους οποίους πολλαπλά συμπαραστάθηκε. Όμως και οι άνθρωποι τον αγάπησαν όχι μόνο για την υπέροχη τέχνη του αλλά και για την ανθρωπιά που κουβαλούσε μέσα του.
Όταν βρισκόταν με κάποια συντροφιά είτε την αποτελούσαν επώνυμα και σπουδαία πρόσωπα είτε απλοί ανώνυμοι φίλοι, εκείνος ήταν το κέντρο της. Κρεμόντουσαν όλοι απ’ τα χείλη του. Νόμιζες πως είχε κάποιον μαγνήτη που τραβούσε τον κόσμο γύρω του.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΡΙΤΑΣ
από το βιβλίο του «Όπως τους γνώρισα», Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
από το αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ στον Δ. Χορν
Θυμάμαι όταν έπαιζε με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή στο «Ταξίδι Μεγάλης Μέρας μέσα στη Νύχτα» στο Εθνικό, που πήγα και τον είδα και ομολογώ συγκλονίστηκα -δεν έχω συγκλονιστεί έτσι στη ζωή μου, παρά μόνο με τη Λαμπέτη στη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», με την Κάλας και ίσως με τον Νουρέγιεφ-, πήγα στο καμαρίνι και δεν μπορούσα να του μιλήσω από τη συγκίνηση και το κατάλαβε ο άνθρωπος γιατί περάσαν κάποια λεπτά που… κρατιόμουνα και γύρισε και μου είπε: «Για κάτι τέτοιες στιγμές ζούμε εμείς οι ηθοποιοί».
NONIKA ΓΑΛΗΝΕΑ

Δεν μπορούσε την επανάληψη, ήτανε δύστυχος μετά τις πρώτες τριάντα παραστάσεις, του ήτανε αδύνατον… ήτανε πια ένα άγχος… ήταν πέρα από τη βαρεμάρα… το θεωρούσε καταναγκαστικά έργα και δεν το άντεχε αυτό. Μια μέρα πήγα και του είπα, σε παρακαλώ, Τάκη, μήπως μπορείς να μιλήσεις στον Μακρίδη -επειδή ήμουνα στο ξεκίνημα της δουλειάς μου- γιατί μαθαίνω ότι θα ανέβει μια παράσταση στο Μετροπόλιταν, θα τη σκηνοθετήσει ο Μινωτής, τα Μεγάλα Χρόνια, στο ρόλο του Σολωμού ο Αλεξανδράκης, ένα έργο του Ρούσου, μήπως μπορείς να μου κλείσεις ένα ραντεβού για να πάω να τον δω, γιατί θα με ενδιέφερε πολύ αυτή η δουλειά. Μου λέει όχι. Του λέω, τι όχι, δεν μπορείς να του τηλεφωνήσεις; Μου λέει όχι. Γιατί; Μου λέει γιατί είσαι ψώνιο. Με αγάπη μου το ‘πε. Του λέω δεν είμαι ψώνιο. Μου λέει είσαι, γιατί τώρα καλοκαιριάτικα θέλεις να πας να δουλέψεις. Γιατί δεν πας μια βόλτα με το κότερο της μαμάς σου;
ΝΟΝΙΚΑ ΓΑΛΗΝΕΑ


Κωστής Παλαμάς: Στο «κελλί» της Ασκληπιού 3

Κηδεία Κωστή Παλαμά, 1943.
Κηδεία Κωστή Παλαμά, 1943.
  Κατά το 1922, έβαλα τη μάνα μου να δακτυλογραφήση τα ποιήματά μου, όσα τότε φανταζόμουν παρουσιάσιμα, με τη σκέψη να τα υποβάλω στον Παλαμά. Ετσι, ένα πρωί, με τον θησαυρό μου υπό μάλης, πήγα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου, στο Κεντρικό Κτίριο. Δειλά και με την ψυχή τρεμάμενη χτύπησα την πόρτα και άκουσα ένα βραχνό «εμπρός». Κάτω από τα πυκνά φρύδια με κοίταζαν ανιχνευτικά δυο βαθιά μάτια. Είπα το όνομά μου, την ιδιότητά μου και τον σκοπό της επίσκεψής μου. (...) Τότε με κάλεσε να πάω μια ορισμένη μέρα στο σπίτι του, Ασκληπιού 3, να κουβεντιάσωμε. Ετσι, άρχισα να είμαι τακτικός επισκέπτης του «κελλιού». (...) Τακτικοί επισκέπτες στο «κελλί» ήταν τα ίδια χρόνια μ’ εμένα και ο Κατσίμπαλης, κάποτε ο Δ. Αντωνίου, ο Σεφέρης, ο Καραντώνης. Πάντα ερχότανε και κάποια κοπέλλα. Στην αρχή θυμάμαι την Κορτζά. Υστερα η Κορτζά εξαφανίστηκε και τη διαδέχθηκε η  Διαλέτη. Με τις κοπέλλες αυτές ήταν ερωτευμένος ο ποιητής. Αλλά νομίζω ότι εκτός από μερικούς αθώους περιπάτους και μερικούς στίχους, που μου είναι άγνωστο αν ποτέ δημοσιεύθηκαν, δεν είχαν προχωρήσει αυτοί οι δεσμοί. Η ίδια η Κορτζά μου είχε δείξει ένα ποίημα ανέκδοτο, αφιερωμένο σ’ αυτήν. Δεν ξέρω αν αργότερα μπήκε σε καμμιά συλλογή. Νομίζω προσωπικά πως μετά τον ολοκληρωμένο έρωτα με τη Λιλή Ιακωβίδη που είχε τελειώσει όταν άρχισε ο δεσμός μου με τον ποιητή, δεν βλέπω πως κάτι ανάλογο θα συνέβηκε με αυτές τις κοπέλλες. Ο Παλαμάς χρειαζόταν έναν ερωτικό ίμερο και αυτό του τον χάριζαν αυτά τα πλάσματα, που δεν διακρίνονταν ούτε για την ομορφιά ούτε για την παιδεία τους.

  Τον ίδιο καιρό στην οδό Ασκληπιού ερχόταν και ο Σικελιανός, αλλά δεν έμπαινε στο «κελλί». Πήγαινε στο αντικρυνό δωμάτιο, της Ναυσικάς, η οποία ήταν από τα νειάτα της τυφλά ερωτευμένη με τον Αγγελο και που πιστεύω πως ποτέ δεν τον έβγαλε από την καρδιά της. Γι’ αυτόν έμεινε άγαμη και ίσως και παρθένα. Δεν ξέρω ποια ήταν η στάση του Σικελιανού απέναντί της. Γεγονός είναι πως ενώ αυτός είχε άλλους περαστικούς και μακροχρόνιους δεσμούς, δεν έπαυε να επισκέπτεται και τη Ναυσικά αναζωπυρώνοντας έτσι το δικό της αίσθημα γι’ αυτόν. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Παλαμάς και η γυναίκα του, η ωραία Μαρία Βάλβη, έβλεπαν στο πρόσωπο του Σικελιανού τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη ζωή της κόρης τους και δεν του το συγχωρούσανε. (...) Το 1936 όμως, δεν ξέρω ποιος μεσολάβησε, και δέχθηκε ο Σικελιανός να εκφωνήση στον «Παρνασσό» έναν πανηγυρικό για τα 75χρονα του Παλαμά. Εκανε τότε ο Αγγελος μια έξοχη ομιλία -από τις λαμπρότερες του έργου του- που την λάμπρυνε ακόμα περισσότερο η υπέροχη απαγγελία του. Και τότε επήλθε ένα είδος συμφιλίωσης. Φιλήθηκαν οι δύο ποιητές και έσπασε ο πάγος».

Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Λογοδοσία μιας ζωής», τόμος Α, «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 2000.
 

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ (1900-1985)

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ (1900-1985)


Η Λιλή Ιακωβίδη το γένος Πατρικίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Αρσάκειο και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη και στη Βουλή των Ελλήνων. Παντρεύτηκε το Μικέ Ιακωβίδη, γιο του ζωγράφου Γεωργίου Ιακωβίδη (τη ζωή και το έργο του μελέτησε η Ιακωβίδη στο τελευταίο βιβλίο της, με τίτλο Γεώργιος Ιακωβίδης, από τη ζωή και από την τέχνη του), από τον οποίο χώρισε, κράτησε όμως το συζυγικό της επώνυμο. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1918 με δημοσιεύσεις ποιημάτων της στο Νουμά, περιοδικό στο οποίο αργότερα έγινε συντάκτις και από το 1927 ως το 1929 συνεργάστηκε ως ανταποκρίτρια με την ελληνόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης Εθνικός Κήρυξ. Το 1932 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, που είχε τίτλο Φωτεινές ώρες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης (1941 για τη συλλογή της Κορυδαλλοί και 1957 για την Αναδρομή) και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1973 για τα Κοσμοείδωλα). Ασχολήθηκε επίσης με φιλολογικές μελέτες, κυρίως για το έργο του Κωστή Παλαμά (με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία), αλλά και το θέατρο. Για το θέατρο έγραψε οχτώ έργα. Πέθανε στην Κηφισιά. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλής Ιακωβίδη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ιακωβίδη Λιλή», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Ιακωβίδη Λιλή», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., «Λιλή Ιακωβίδη», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.536. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Μόσχος Ε.Ν., «Λιλή Ιακωβίδη», Νέα Εστία118, ετ.ΝΘ΄, 1/12/1985, σ.1587-1588.

ΜΕΘΩ
με τις ανέφελες αυγές και με τα δειλινά / τα χρυσονεφωμένα / με των παιδιών μου τη γλυκειά φωνή που με ξυπνά / με δυο ματάκια γαλανά / με δυο λογάκια στοργικά στον ξύπνο μου ακουστά, / με ό,τι προσμένω κι έρχεται, με ό,τι άδικα ποθώ / μεθώ».
(από τη συλλογή «Φωτεινές Ώρες»)
«...Τώρα ο πόνος δε γυρεύει τον αφανισμό μου / Γδύνεται τον εαυτό μου / λευτερώνεται από το αίμα μου / Μπαίνει / στη ζωή πού δεν έζησες / Στη ζωή πού 'σουν φτιαγμένη νά ζήσης. / Στη ζωή πού βιάστηκες νά ξοφλήσης / Ακουμπά / στην πεινασμένη ματιά των παιδιών / Στη «θελιά» / γύρω απ' το λαιμό των απελπισμένων / Στα πεσμένα φύλλα των δέντρων, - / ώρα φθινοπωρινή / κυκλωμένη από το θάνατο. / Απλώνεται στην ερημωμένη ψυχή της Γης / Στον κόσμο / πού ανασαίνει φαρμάκι / Στον κόσμο πού αγκομαχά / Γίνεται ένα / με το σπασμό / της ανθρώπινης κραυγής / με την ατέρμονη εγρήγορση / Και, ακραγγίζοντας / την αίσθηση του «Χρόνου» / αχνοβλέπει / το πρόσωπο της «Αλήθειας» / Σφαλώ τα βλέφαρα / για να δω τη φωτεινή Απουσία/ Για να ζήσω- / μέσα στη γυμνή στιγμή- / πέρα από τη λύπη / πέρα από τη χαρά / «αυτό» που μου ανήκει».
(απόσπασμα απ' τη συλλογή «Άνυδρη Γη»)

Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αργυρίου Αλεξ., «Ιακωβίδη Λιλή», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
• Βρεττάκος Νικηφόρος, «Λιλής Ιακωβίδη: Αναδρομή», Επιθεώρηση ΤέχνηςΗ΄, ετ.Δ΄, 7/1958, αρ.43, σ.66.
• Διοματάρη Ουρανία, Το βιβλίο της Λιλής. Αθήνα, 1982.
• Καραβίδας Γιάννης, Το Πολυτεχνείο στην ποίηση της Λιλής Ιωκωβίδη· Δοκίμιο. Αθήνα, 1976.
• Καραβίδας Γιάννης, Λιλή Ιακωβίδη· Η ποιήτρια της νιότης. Αθήνα, 1978.
• Καραντώνης Ανδρέας, «Λιλή Ιακωβίδη: Άνυδρη γη», Νέα Εστία86, ετ.ΜΓ΄, 15/8/1969, αρ.1011, σ.1197-1198.
• Καραντώνης Ανδρέας, «Λιλή Ιακωβίδη: Κοσμοείδωλα», Νέα Εστία96, ετ.ΜΗ΄, 1/9/1974, αρ.1132, σ.1404-1406.
• Καραντώνης Ανδρέας, «Λιλής Ιακωβίδη: Βενέζης – Καστανάκης, Δοκίμια ζωής και τέχνης, Θέατρο, τόμος πρώτος, Το παιδί (αυτοανθολόγηση)», Νέα Εστία106, ετ.ΝΓ΄, 15/7/1979, αρ.1249, σ.1032-1034.
• Καραντώνης Αντρέας, «Λιλής Ιακωβίδη: Ανθρώπινα τοπία», Νέα Εστία110, ετ.ΝΕ΄, 1/8/1981, αρ.1298, σ.1027-1028.
• Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Ιακωβίδη Λιλή», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Μερακλής Μ.Γ., «Λιλή Ιακωβίδη», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.536. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
• Μόσχος Ε.Ν., «Λιλής Ιακωβίδη: Γεώργιος Ιακωβίδης», Νέα Εστία117, ετ.ΝΘ΄, 1/5/1985, αρ.1388, σ.620-621.
• Μόσχος Ε.Ν., «Λιλή Ιακωβίδη», Νέα Εστία118, ετ.ΝΘ΄, 1/12/1985, σ.1587-1588.
• Παπακωνσταντίνου Δημ. Κ., «Λιλής Ιακωβίδη: Παύλος Παλαιολόγος», Νέα Εστία100, ετ.Ν΄, 15/8/1976, αρ.1179, σ.1104-1105.
• Παπακωνσταντίνου Δημ. Κ., «Λιλή Ιακωβίδη: Βενέζης – Καστανάκης», Νέα Εστία103, ετ.ΝΒ΄, 1η/4/1978, αρ.1218, σ.480-481.
• Παράσχος Κλέων, «Λιλής Ιακωβίδου Πατρικίου: Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης», Νέα Εστία6, ετ.Γ΄, 15/9/1929, αρ.66, σ.780-781.
• Σιατόπουλος Δημ., Κριτική για το Παιδί, Η Βραδυνή, 25/4/1978.
• Ταρσούλη Αθηνά, «Λιλή Ιακωβίδη – Πατρικίου», Ελληνίδες ποιήτριες, σ.233-245. Αθήνα, 1951.
• Χατζίνης Γιάννης, «Λιλής Ιακωβίδη: Κατίνα Παπά. Από τη ζωή και το έργο της», Νέα Εστία93, ετ.ΜΖ΄, 1/2/1973, αρ.1094, σ.207-208.
• χ.σ., «Λιλή Ιακωβίδου (1897-11/11/1985)», Χρονικό ’84-85-86, σ.159. Αθήνα, έκδοση του Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου Ώρα, 1986.
Αφιερώματα περιοδικών
• Η λέξη140, 7-8/1997, σ.466-475.
Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Φωτεινές ώρες. Αθήνα, 1932.
• Σαράντα τραγούδια. Αθήνα, Κύκλος, 1934.
• Κορυδαλλοί· Με εικόνες του Γιώργου Βακαλό. Αθήνα, Αετός, 1940.
• Αναδρομή · Ποιήματα της Λιλής Ιακωβίδη. Αθήνα, 1957.
• Άνυδρη γη. Αθήνα, 1968.
• Κοσμοείδωλα. Αθήνα, 1973.
• Ανθρώπινα τοπία· Ποιήματα με σχέδια της ζωγράφου Ελένης Παγκάλου. Αθήνα, Διογένης, 1981 (στη σειρά Ελληνική Ποίηση).
• Το παιδί· Αυτοανθολόγηση· Με ένα γράμμα του Γιάννη Ψυχάρη. Αθήνα, Διογένης, 1977 (στη σειρά Ελληνική Ποίηση).
ΙΙ.Μελέτες
• Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1929.
• Ο ποιητής Καρθαίος. Αθήνα, Πυρσός, 1939 (και νεώτερη έκδοση με τίτλο Ο ποιητής Καρθαίος · Από τη ζωή και το έργο του. Αθήνα, Εκδόσεις των Επτά, χ.χ.[1972])
• Κωστής Παλαμάς: Η έξοδος · Εικονογράφηση: Ελένης Παγκάλου. Αθήνα, Εστία, 1964.
• Από τη ζωή και το έργο του ποιητή Κώστα Καρθαίου. Αθήνα, 1971.
• Κατίνα Παπά· Από τη ζωή και το έργο της. Αθήνα, 1972.
• Κωστής Παλαμάς· Από το έργο του και τη ζωή του. Αθήνα, 1974.
• Βενέζης - Καστανάκης· Δοκίμια ζωής και τέχνης. Αθήνα, Διογένης, 1976 (στη σειρά Οι έλληνες συγγραφείς).
• Εύα Βλάμη· Με τρία ανέκδοτα γράμματά της. Αθήνα, Διογένης, 1978 (στη σειρά Οι έλληνες συγγραφείς).
• Γεώργιος Ιακωβίδης· Από τη ζωή και την τέχνη του. Αθήνα, Διογένης, 1985.
• Παύλος Παλαιολόγος · (Δημοσιογράφος- Λογοτέχνης – Αγωνιστής – Άνθρωπος). Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Εύκολα θύματα. Αθήνα, 1937.
• Τα κορίτσια. Αθήνα, 1938.
• Αγγελίνα. Αθήνα, 1943.
• Υπάρχουν δρόμοι για όλους. Αθήνα, 1963.
• Ο δαίμονας. Αθήνα, 1970.
• Η κυρία Σούρτα – Φέρτα · Κοινωνική σάτιρα. Αθήνα, Διογένης, 1981 (στη σειρά Νεοελληνικό Θέατρο).
• Θέατρο· Τόμος πρώτος. Αθήνα, Διογένης, 1978 (στη σειρά Νεοελληνικό Θέατρο).