Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΣ Και ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ- Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ


Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική  και Βυζαντινή Φιλολογία
  
της Νότας Χρυσίνα



Στην παρούσα εργασία αφού μελετήσουμε τα αποσπάσματα από τα κείμενα του Πολυβίου α) θα προσδιορίσουμε σε αυτά τις βασικές αρχές της ιστορικής σκέψης και μεθόδου του ιστορικού Πολύβιου και β) θα συγκρίνουμε τις αρχές αυτές με τις αντίστοιχες αρχές του Θουκυδίδη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, στα κείμενα του Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι 2 και Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος §§ 20-21 α) θα εντοπίσουμε τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της τέχνης του Λουκιανού και β) θα αναφερθούμε στους στόχους εναντίον των οποίων στρέφεται η σάτιρα που αυτός ασκεί.

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΣ

Κατά την ελληνιστική περίοδο μέσα 4ου αιώνα έως 30 π.Χ. η ιστοριογραφία επηρεάζεται από σημαντικές ιστορικές εξελίξεις: παρακμή της πόλης-κράτους, κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, πόλεμοι των διαδόχων του, ρωμαϊκή κατάκτηση, εμφύλιοι πόλεμοι στη Ρώμη. Οι αλλαγές αυτές έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία και τον κόσμο: ο ρόλος του υπεύθυνου πολίτη αντικαθίσταται από τον ρόλο του ανίσχυρου υπηκόου και η συμμετοχή του στις εξελίξεις που τον επηρεάζουν είναι μηδαμινή.[1]
Ο Πολύβιος (περίπου 200-120 π.Χ.) υπήρξε ο πρώτος σημαντικός ιστορικός της ελληνιστικής εποχής. Εξιστορεί τον δεύτερο και τρίτο Καρχηδονιακό Πόλεμο και την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Το έργο του διαποτίζεται από μια φιλοσοφική διάθεση.[2]
 Πρόθεση του ιστορικού ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος στο προοίμιο του έργου, να εξιστορήσει πώς η Ρώμη κυριάρχησε στον κόσμο σε διάστημα λιγότερο από 53 έτη (220-168 π.Χ) και ποιες αιτίες (κυρίως το πολίτευμα) επέτρεψαν αυτή την εξέλιξη. [3] «Γιατί ποιος άνθρωπος…να μη θέλει να μάθει πώς και από τι λογής πολίτευμα νικήθηκαν σχεδόν όλα τα έθνη της οικουμένης σε διάστημα μικρότερο από πενήντα τρία χρόνια…» Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6.
Η επίδραση που δέχθηκε από το έργο του Θουκυδίδη ήταν σαρωτική, αλλά και ο ίδιος συνέβαλε με το έργο του στην ηγεμονία του θουκυδίδειου προτύπου.[4]
Ο ιστορικός Πολύβιος είχε κατανοήσει την ορολογία του Θουκυδίδη, ο οποίος είχε κάνει διάκριση ανάμεσα στις «επιφανειακές» και τις «βαθύτερες» αιτίες της σύγκρουσης. Αποκαλούσε τις «επιφανειακές» αιτίες αιτίας και «την περισσότερο αληθινή αιτία» πρόφασιν αληθεστάτην.[5]
Η ιδέα πως το πολιτικό σύστημα επηρέαζε άμεσα τη στρατιωτική ικανότητα είχε ήδη αναπτυχθεί από τον Θουκυδίδη στο λεγόμενο «Επιτάφιο Λόγο του Περικλή» Θουκ.2.37-39.
Ο Πολύβιος γράφει πολιτική και στρατιωτική ιστορία όπως και ο Θουκυδίδης.  Σχεδιάζει το έργο του ως παγκόσμια ιστορία. Ο ιστορικός εξηγεί γιατί η πραγματική γνώση των αιτίων είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο μιας Παγκόσμιας Ιστορίας, η συγγραφή της οποίας κατέστη δυνατή μόνον αφότου, με την σταδιακή κυριαρχία των Ρωμαίων, τα γεγονότα σε όλα τα μέρη της οικουμένης συνέχονται μεταξύ τους και η ιστορία άρχισε να μοιάζει με ζώντα οργανισμό.[6] Η ιδέα μιας παγκόσμιας «οργανικής» ιστορίας προέρχεται από τον Θουκυδίδη.
Ο Θουκυδίδης στο έργο του Ιστορίαι μένει προσηλωμένος στα γεγονότα της πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας. Το έργο του έχει ένα αποκλειστικό θέμα, τον πόλεμο. «Θουκυδίδης ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισε…και αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον…» » Θουκυδίδη 1.1.1 μτφρ. Ελ. Βενιζέλος
Ο Πολύβιος είναι ένας πραγματικός κληρονόμος του Θουκυδίδη. Το ιδανικό του Πολύβιου, όπως και του Θουκυδίδη, είναι η πραγματική ιστορία, δηλαδή η ιστοριογραφία που στηρίζεται στη μελέτη και ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων.[7]
Στο κεφάλαιο που προσδιορίζει ο Θουκυδίδης τη μεθοδολογία του διακηρύσσει το ιδανικό της ακρίβειας και δεν αποκλείει την επιλεκτικότητα. Η ιστορία πρέπει να γράφεται χωρίς συναισθηματικές εξαρτήσεις. Ο ιστορικός πρέπει να είναι αμερόληπτος. Ο Πολύβιος συμμερίζεται αυτές τις απόψεις. «Στην ιστορία πρέπει να απομακρυνόμαστε συναισθηματικά από τα πρόσωπα που ενεργούν και να κάνουμε τις σωστές κρίσεις…» Πολύβιος Ιστορίαι 1,14
Επίσης, ο Πολύβιος ακολουθεί τον Θουκυδίδη στον τρόπο που πραγματεύεται τις δημηγορίες του και επιμένει ιδιαίτερα στην πραγμάτευσή τους. «Και ως προς μεν τους λόγους…έγραψα όπως ενόμισα ότι έκαστος των ρητόρων ηδύνατο να ομιλήση…περισσσότερον εις την γενικήν έννοιαν των πραγματικώς λεχθέντων.» Θουκυδίδη Ι 21-22 μτφρ. Ελ. Βενιζέλος
Το είδος της ιστοριογραφίας που καλλιεργεί ο Πολύβιος το ονομάζει ο ίδιος πραγματική ιστορία: πολιτική ιστορία για σοβαρούς αναγνώστες, οι οποίοι διαβάζουν για να διδαχθούν. Στόχος της ιστοριογραφίας είναι κατά τον Πολύβιο η ωφέλεια του αναγνώστη. «… αφού τίποτε δεν διορθώνει ευκολότερα τους ανθρώπους όσο η γνώση του παρελθόντος.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6. Συμφωνεί με το Θουκυδίδη ως προς τη διδακτική αντίληψη της ιστοριογραφίας, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο που «θεωρείται εκπρόσωπος της ιωνικής διάθεσης για ευχάριστη διήγηση».[8]  Χαρακτηρίζει τη γνώση της ιστορίας προπόνηση για την πολιτική δραστηριότητα. «η γνώση της Ιστορίας είναι η πιο σωστή παιδεία και προπόνηση για την πολιτική δράση, και η μνήμη των συμφορών, που βρήκαν ξαφνικά τους άλλους, μας διδάσκει με τρόπο μοναδικά χειροπιαστό να υποφέρουμε γενναία τις μεταβολές της τύχης.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,1,1-6.
Ωστόσο, την ωφέλεια αυτή ο Πολύβιος δεν την αντιλαμβάνεται ως βελτίωση της ικανότητας του πολίτη για ενεργό  συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες, όπως ο Θουκυδίδης, αλλά ως προσαρμογή στην ενοποιημένη, παγκόσμια ιστορία και τις δυνάμεις που τη διέπουν. Η στάση αυτή αντανακλά τη νέα πολιτική πραγματικότητα, όπου δεν αφήνει περιθώρια ατομικής συμβολής στα κοινά .[9]
Ο Πολύβιος δίνει εξέχουσα θέση στην τύχη ως παράγοντα ιστορικών εξελίξεων, ο Θουκυδίδης αναζητά την νομοτέλεια στα γεγονότα και ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι οι τύχες των ανθρώπων καθορίζονται από τους θεούς.
 Ο Πολύβιος όπως και ο Θουκυδίδης ενδιαφέρεται για την αντικειμενικότητα του έργου του και αποδίδει μεγάλη σημασία στη μελέτη των ιστορικών πηγών, ενώ ο Ηρόδοτος «είναι άκριτος συλλέκτης κάθε λογής αμφισβητήσιμης παράδοσης»[10]. Θέλει να υπηρετεί την αλήθεια, γιατί χωρίς το στοιχείο της αλήθειας, η ιστορία καταντά «ανωφελές διήγημα». «όπως ένα ζώο καταντάει άχρηστο αν χάσει τα μάτια του, παρόμοια και η ιστορία, αν της αφαιρέσουμε την αλήθεια, απομένει ανώφελη διήγηση.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,14.
Φέρνει παράδειγμα τον Φιλίνο και τον Κόιντο Φάβιο Πίκτωρα που και οι δύο έγραψαν  μεροληπτικά για το Α Καρχηδονιακό Πόλεμο, ο πρώτος υπέρ των Καρχηδονίων και ο δεύτερος υπέρ των Ρωμαίων. «…ο Φιλίνος και ο Φάβιος, που θεωρούνται αυθεντίες στην εξιστόρηση του, δεν μας έχουν πει την καθαρή αλήθεια.» Πολύβιος Ιστορίαι 1,14
Ο Πολύβιος είναι επικριτικός απέναντι στο ρητορικό στοιχείο καθώς και στη βιογραφική τάση των ιστορικών της εποχής του. Γράφει για τον ιστορικό Θεόπομπο «…Ωστόσο, πολύ πιο σωστό και δίκαιο θα ήταν να συμπεριλάβει τη δράση του Φιλίππου στην ελληνική ιστορία, παρά να εντάξει τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας σε ένα έργο για τον Φίλιππο.» Πολύβιος 8.11.3–6 & «και ξεκινώντας από την Ελλάδα και έχοντας προχωρήσει λίγο δεν θα μπορούσε να την αντικαταστήσει σε καμιά περίπτωση με τη βιογραφία και την προβολή ενός μονάρχη.» Πολύβιος 8.11.3–6.







  ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ – ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Ο Λουκιανός (περίπου 120 -180 μ.Χ.) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Δεύτερης Σοφιστικής», όρος που υιοθετήθηκε εξαιτίας της σύζευξης της φιλοσοφίας και ρητορικής στο πνευματικό και παιδευτικό ιδεώδες της αυτοκρατορικής περιόδου.
Ο Λουκιανός ακολούθησε στην αρχή τον δρόμο του σοφιστικού μεγαλόσχημου ρήτορα με μεγάλη επιτυχία. Από την περίοδο αυτή σώζονται αρκετά έργα του.
Υπερβαίνοντας τις ρητορικές καταβολές του, κατάφερε να συνδυάσει λογοτεχνικά είδη που υπήρχαν και να δημιουργήσει ένα δικό του εκφραστικό μέσο, τον σατιρικό διάλογο.[11]  Ο διάλογός του με το πείραγμα, την πολεμική, με το γέλιο της περιφρόνησης, με το δηκτικό γέλιο υπηρέτησε την καθημερινότητα. Έχει στόχο να ψυχαγωγήσει και να σατιρίσει την κοινωνία της εποχής του, έστω και αν μιλάει για την εποχή αυτή με πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος.
Προσφέρει γέλιο με ύφος σοβαρό, μιλάει με αστείο τρόπο για τα σοβαρά εκφράζοντας αυτό για το οποίο στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο σπουδογέλοιος (μείξη σοβαρού και αστείου). Το σοβαρό (σπουδαίον) έλκει την καταγωγή του από τον διάλογο, που εκπροσωπεί τον πεζό λόγο, και το αστείο (γελοίον) από την κωμωδία, που εκπροσωπεί τον έμμετρο λόγο. Αντιπροσωπευτικός διάλογος του είδους είναι ο Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος με πρωταγωνιστή τον Μένιππο, που επισκέφτηκε τον Άδη και τον Όλυμπο.

«Ούτε ένα στάδιο δεν είχα ανέβει και η σελήνη «Μένιππε», μου λέει με φωνή γυναίκας, «σε παρακαλώ, μπορείς να με διευκολύνεις σε κάτι  με τον Δία;» «Μια απλή παραγγελία θα μεταφέρεις»
Λουκιανός Ικαρομένιππος §§ 20-21

Ο Λουκιανός σατιρίζει τους φιλοσόφους, που με την υποκρισία τους και τον τρόπο ζωής τους ευτέλισαν τη διδασκαλία των φιλοσοφικών σχολών.

«έχω απαυδήσει πιά, Μένιππε, ν’ακούω τα πολλά και φοβερά από τους φιλοσόφους…»  
….
«πόσα δεν ξέρω εγώ γι’αυτούς, πράξεις αισχρές και κατάπτυστες που κάνουν τη νύχτα εκείνοι που την ημέρα εμφανίζονται σοβαροί και ανδροπρεπείς…καμάρι των πολιτών…σκεπάζω το πρόσωπό μου για να μη δείξω στον κόσμο γέρους ανθρώπους να ντροπιάζουν την αρετή και το μακρύ τους γένι.»
….
«να εξοντώσει τους φυσικούς, να φιμώσει τους διαλεκτικούς, να ανασκάψει τη Στοά, να πυρπολήσει την Ακαδημία και να σταματήσει τις συζητήσεις στους Περιπάτους»
Λουκιανός Ικαρομένιππος §§ 20-21 μτφρ. Α.Σιδέρη

Στους Μενίππειους διαλόγους ανήκουν και οι Νεκρικοί Διάλογοι. Ο Λουκιανός παρουσιάζει διαλογικά στιγμιότυπα στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται στον Άδη. Η ιδέα που κυριαρχεί είναι ότι η ευτυχία σε αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι. [12] 
Στους Νεκρικούς Διαλόγους 2 ο διάλογος διεξάγεται μεταξύ του Χάρωνα και του κυνικού φιλοσόφου Μένιππου. Η κυνική λαϊκή φιλοσοφία  επιδρούσε στον Λουκιανό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία της εποχής του.[13]  

«Χάρων: Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη!
 Μένιππος: Δεν μπορείς να πάρεις από όποιον δεν έχει.
Χάρων: Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου;
Μένιππος: Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι’ύστερα; Έπρεπε γι’αυτό να μην πεθάνω;».
Λουκιανός Νεκρικοί Διάλογοι 2

Στους σατιρικούς του διαλόγους χρησιμοποίησε στοιχεία των σωκρατικών διαλόγων και της κωμωδίας. Ο Λουκιανός ρίχνει τα πιο ακονισμένα βέλη του εναντίον της θρησκείας, της παράδοσης και του μύθου, στον οποίο αντιθέτει την ευτυχία αυτών που είναι ολιγαρκείς, προς την ξιπασιά και την ιδιοτροπία των πλουσίων.[14]

«Χάρων: Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν!
Ερμής: Μα δεν ξέρεις, Χάρων, ποιόν κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Είναι ο Μένιππος!
Χάρων: Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα;
Μένιππος: Καθόλου τζάμπα…ήμουν ο μόνος που δεν έκλαιγα!
Χάρων: Πρέπει να δώσεις οβολό, είναι νόμος.
Μένιππος: Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.»
Λουκιανός Νεκρικοί Διάλογοι 2

 Η ειρωνική απλοϊκότητα του Λουκιανού παίζει με θέματα που πρόσφερε με αφθονία η κλασσική ποίηση. Ο μύθος για το Λουκιανό σημαίνει λίγη πραγματικότητα, ωστόσο μένει στην λεωφόρο των πασίγνωστων πραγμάτων και δεν αναζητά απομακρυσμένους τοπικούς θρύλους για να πραγματώσει το λόγιο παιγνίδι του με αυτούς.
Η φιλοσοφία και ιδιαίτερα ο σκεπτικισμός του Λουκιανού μέσα από τις ιδέες των Στωικών, Κυνικών και Επικούρειων γίνεται φανερός σε αρκετά έργα του.
«Στον γλωσσικό τομέα η επιμέλεια και το γούστο έδωσαν σ’ αυτόν τον μη Έλληνα μιαν καταπληκτική κατοχή της αττικής γλώσσας, η οποία με την ομαλή χάρη του ύφους του παίρνει κοντά του κάποια ζωή».[15]
Ο Λουκιανός σατίρισε τον υπεραττικισμό, καθώς ο ίδιος εκφράστηκε με μετρημένο αττικό λόγο. Η επίδραση του ύφους του Λουκιανού στηρίχθηκε στο μέτρο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αλεξίου Ε. - Αναστασίου Ι., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Α,´ Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π.,  Πάτρα 2001.
2. Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.
3. «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας»
3. Lesky A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη Γ. Α., εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008.
4. Nicolai R., Θουκυδίδης: Η Συνέχεια, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers,  2006.
5. Canfora L., Ο Θουκυδίδης στη Ρώμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers, 2006.


[1] Α. Τσακμάκης, «Ιστοριογραφία» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 132.
[2] Ό.π., σελ. 130.
[3] «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» σελ. 252.
[4]Canfora L., Ο Θουκυδίδης στη Ρώμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers, 2006, σελ.7.
[5] Canfora L., Ο Θουκυδίδης στη Ρώμη και στην Ύστερη Αρχαιότητα, στο Α. Ρεγκάκος & Α. Τσακμάκης, κ. ά, εκδ. Brill Academic Publishers, 2006, σελ. 5.
[6]  «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» σελ. 253.
[7] Α. Τσακμάκης, «Ιστοριογραφία» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 133.
[8] Lesky A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη Γ. Α., εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 655.
[9] Στο ίδιο, σελ. 134.
[10] Ό.π.,  σελ. 655.
[11] Ε. Ηλιάδου, «Λουκιανός» στο Βερτουδάκης Β. – Ηλιάδου Ε., κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμος Β´, Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001, σελ. 199.
[12]  «Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας», σελ.403.
[13] Lesky A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Τσοπανάκη Γ. Α., εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1148.
[14] Στο ίδιο, σελ. 1149.
[15] Ό.π., σ.σ. 1147-1149.

Έρικ Χομπσμπάουμ: Η παγκόσμια αταξία στις αρχές του 21ου αιώνα


Ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός μιλάει για τις ανατροπές στην παγκόσμια τάξη, τις αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, τους νέους ταξικούς διαχωρισμούς, την Κρίση του 1929 και τη σημερινή, το έθνος-κράτος, τις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις και τα υπερεθνικά μορφώματα

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Έρικ Χομπσμπάουμ στο επετειακό τεύχος (για τα πενήντα χρόνια του περιοδικού), αρ. 61 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010 του «New Left Review». Μετάφραση από τα Ενθέματα της Αυγής και τους Στρ. Μπουλαλάκη, Κώστα Σπαθαράκη

* Το βιβλίο σας Εποχή των άκρων τελειώνει το 1991 με ένα πανόραμα των σαρωτικών αλλαγών σε όλο τον πλανήτη -- την κατάρρευση των ελπίδων της Χρυσής Εποχής για παγκόσμια κοινωνική πρόοδο. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες εξελίξεις στην παγκόσμια ιστορία από τότε;

Διακρίνω πέντε βασικές αλλαγές. Πρώτον, τη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου του πλανήτη από τον Βόρειο Ατλαντικό προς τη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε στην Ιαπωνία τις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά η άνοδος της Κίνας, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, είναι αυτή που κάνει τη διαφορά. Δεύτερον, ασφαλώς, την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, την οποία είχαμε προβλέψει, χρειάστηκε όμως πολύ καιρό για να εκδηλωθεί. Τρίτον, την παταγώδης αποτυχία της προσπάθειας των ΗΠΑ να κατακτήσουν τον ρόλο της μοναδικής ηγέτιδας δύναμης μετά το 2001 -- η αποτυχία είναι ολοφάνερη. Τέταρτον, την ανάδυση μιας νέας ομάδας αναπτυσσόμενων χωρών --«των brics» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα)-- ως πολιτικής οντότητας, που δεν είχε συντελεστεί όταν έγραφα την Εποχή των άκρων. Και, πέμπτον, την αποσάθρωση και συστηματική αποδυνάμωση της εξουσίας των κρατών: της εξουσίας των εθνικών κρατών στις επικράτειές τους, αλλά και, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, κάθε είδους αποτελεσματικής κρατικής εξουσίας. Είναι κάτι που ίσως ήταν προβλέψιμο, αλλά συνέβη με ταχύτητα που δεν την περίμενα ποτέ.

* Τι άλλο σας έχει προξενήσει έκπληξη έκτοτε;

Δεν έχει πάψει να με εκπλήσσει η πλήρης παραφροσύνη του νεοσυντηρητικού πολιτικού σχεδίου, οι οπαδοί του οποίου όχι μόνο διατείνονταν πως η Αμερική αποτελούσε το μέλλον, αλλά επιπλέον πίστευαν ότι είχαν διαμορφώσει μια στρατηγική για την επίτευξη του στόχου αυτού. Αν καταλαβαίνω καλά, με ορθολογικούς όρους, δεν διαθέτουν κάποια συνεκτική στρατηγική. Δεύτερον --κάτι μικρότερης σημασίας, που δεν παύει ωστόσο να είναι σημαντικό-- η αναβίωση της πειρατείας, την οποία είχαμε εν πολλοίς ξεχάσει: είναι κάτι το καινούργιο. Τρίτον, μια εξέλιξη σε τοπικό επίπεδο: η κατάρρευση του μαοϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Δυτική Βεγγάλη, την οποία αληθινά δεν περίμενα.

* Μπορείτε να οραματιστείτε κάποια πολιτική ανασυγκρότηση αυτού που κάποτε ήταν η εργατική τάξη;

Όχι με την παραδοσιακή της μορφή. Ο Μαρξ είχε αναμφισβήτητα δίκιο όταν προέβλεπε τον σχηματισμό μεγάλων ταξικών κομμάτων σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της εκβιομηχάνισης. Αυτά τα κόμματα όμως, αν ήταν επιτυχημένα, δεν λειτουργούσαν αυστηρά ως κόμματα της εργατικής τάξης: αν ήθελαν να επεκταθούν πέρα από τα αυστηρά όρια μιας περιορισμένης τάξης, το κατάφερναν ως λαϊκά κόμματα, που δομούνταν στη βάση μιας οργάνωσης που επινοήθηκε από και για τους σκοπούς της εργατικής τάξης. Ακόμα κι έτσι, η ταξική συνείδηση έθετε όρια. Στη Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα δεν πήρε ποτέ πάνω από το 50% των ψήφων. Το ίδιο ισχύει και στην Ιταλία, όπου το ΚΚΙ ήταν πολύ περισσότερο ένα λαϊκό κόμμα. Στη Γαλλία, η Αριστερά βασίστηκε σε μια σχετικά αδύναμη εργατική τάξη, η οποία όμως ισχυροποιούνταν πολιτικά χάρη σε μια λαμπρή επαναστατική παράδοση, της οποίας κατάφερε να γίνει ο βασικός κληρονόμος -- γεγονός που έκανε και την ίδια και την Αριστερά να αποκτήσουν πολύ μεγάλη επίδραση.

Η παρακμή της εργατικής τάξης των χειρωνακτών φαίνεται πως είναι οριστική. Υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν βέβαια, πολλοί άνθρωποι που εργάζονται ακόμα ως χειρώνακτες και η υπεράσπισή τους παραμένει μείζον καθήκον για όλες τις αριστερές κυβερνήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί πλέον να αποτελεί την κύρια βάση των ελπίδων τους: δεν διαθέτουν πλέον, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, πολιτική δυναμική, επειδή έχουν απολέσει την προοπτική οργάνωσης της παλιάς εργατικής τάξης.

Υπήρξαν τρεις ακόμα σημαντικές αρνητικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι, ασφαλώς, η ξενοφοβία -- η οποία, για το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, είναι, σύμφωνα με τη ρήση του Αύγουστου Μπέμπελ, «ο σοσιαλισμός των ηλιθίων»: διασφαλίζω τη δουλειά μου ενάντια σε ανθρώπους που τους αντιμετωπίζω σαν ανταγωνιστές. Όσο πιο αδύναμο είναι το εργατικό κίνημα, τόσο αυξάνεται η απήχηση της ξενοφοβίας. Δεύτερον, μεγάλο μέρος των ελαφρότερων χειρωνακτικών εργασιών δεν είναι πια μόνιμες, αλλά περιστασιακές: φοιτητές ή μετανάστες που δουλεύουν στον τομέα του επισιτισμού, για παράδειγμα. Ως εκ τούτου, δεν είναι εύκολο να οργανωθούν πολιτικά. Οι μόνοι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας που θα μπορούσαν να οργανωθούν εύκολα είναι όσοι έχουν ως εργοδότη τις δημόσιες υπηρεσίες, κι αυτό επειδή οι τελευταίες είναι πολιτικά ευάλωτες.

Η τρίτη και πιο σημαντική εξέλιξη, κατά τη γνώμη μου, είναι το διευρυνόμενο χάσμα που δημιουργείται από ένα νέο ταξικό κριτήριο: την εισαγωγή σε σχολές και πανεπιστημιακά ιδρύματα ως εισιτήριο για κάποια θέση εργασίας. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε, αν θέλετε, αξιοκρατία· αλλά αξιολογείται, θεσμοποιείται και διαμεσολαβείται από τα εκπαιδευτικά συστήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια εκτροπή της ταξικής συνείδησης από την εναντίωση στους εργοδότες προς την εναντίωση στους πάσης φύσεως κηφήνες: διανοούμενους, φιλελεύθερες ελίτ, ανθρώπους που τρώνε τα λεφτά μας. Η Αμερική είναι ένα κλασικό παράδειγμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι άγνωστη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν ρίξετε μια ματιά στις βρετανικές εφημερίδες. Η κατάσταση γίνεται ακόμα μια περίπλοκη, καθώς ολοένα και περισσότερο, ένα διδακτορικό ή τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες πλουτισμού.

Μπορεί να υπάρξουν νέες κοινωνικές δυνάμεις; Αυτό αποκλείεται, τουλάχιστον όσον αφορά μια μεμονωμένη τάξη, και αν θέλετε τη γνώμη μου ουδέποτε είχε συμβεί. Υπάρχει μια προοδευτική πολιτική συμμαχιών, ακόμα και σχετικά μόνιμων συμμαχιών όπως, λ.χ., ανάμεσα στην καλλιεργημένη μεσαία τάξη που διαβάζει τον Guardian και τους διανοούμενων (ανθρώπων με υψηλή μόρφωση, οι οποίοι γενικότερα κλίνουν, σε μεγάλο βαθμό, προς την Αριστερά) με τη μάζα των φτωχών και απαίδευτων. Και οι δύο αυτές ομάδες έχουν ουσιώδη σημασία για ένα τέτοιο κίνημα, αλλά ίσως είναι πιο δύσκολο να συμμαχήσουν από ό,τι παλιότερα. Κι αυτό γιατί, υπό μία έννοια, είναι εφικτό οι φτωχοί να ταυτιστoύν με τους δισεκατομυριούχους, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν ποπ σταρ!». Αλλά κανένας δεν μπορεί να πει: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν νομπελίστας!». Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για τον πολιτικό συντονισμό και συνεργασία των ανθρώπων που αντικειμενικά θα μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια πλευρά.

* Ποια σχέση θεωρείτε ότι υπάρχει ανάμεσα στη σημερινή κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση;

Η κρίση του 1929 δεν ξεκίνησε από τις τράπεζες· οι τράπεζες κατέρρευσαν μόνο δύο χρόνια αργότερα. Αντίθετα, το χρηματιστήριο πυροδότησε μια απότομη κάμψη της παραγωγής, συνοδευόμενη από πολύ υψηλότερη ανεργία και μια πολύ έντονη πτώση στην παραγωγή. Υπήρξαν αρκετά προανακρούσματα της παρούσας ύφεσης, σε αντίθεση με εκείνη του 1929 που έπεσε σχεδόν σαν κεραυνός. Θα έπρεπε έχει γίνει αντιληπτό, αρκετά εγκαίρως, ότι ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός δημιούργησε μια τεράστια αστάθεια στη λειτουργία του καπιταλισμού. Μέχρι το 2008 η αστάθεια αυτή φαινόταν να επηρεάζει μόνο μερικές περιφερειακές περιοχές: τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Ρωσία. Στα ισχυρά κράτη, το μόνο που συνέβαινε ήταν να καταρρέει περιστασιακά το χρηματιστήριο και στη συνέχεια να ανακάμπτει σχετικά γρήγορα. Μου φαίνεται ότι το πραγματικό σημάδι του κακού που θα συνέβαινε θα μπορούσε να είναι η κατάρρευση του Long-Term Capital Management1 το 1998, γεγονός που έδειξε πόσο λάθος ήταν συνολικά το αναπτυξιακό μοντέλο· ωστόσο δεν αντιμετωπίστηκε έτσι. Παραδόξως, οδήγησε μια σειρά επιχειρηματίες και δημοσιογράφους να ανακαλύψουν ξανά τον Καρλ Μαρξ, θεωρώντας πως το έργο του έχει ενδιαφέρον για την κατανόηση της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας· η διαδικασία αυτή, βέβαια, δεν είχε καμία σχέση με την παραδοσιακή Αριστερά.

Η παγκόσμια οικονομία το 1929 ήταν λιγότερο παγκοσμιοποιημένη από ό,τι η σημερινή. Αυτό είχε σίγουρα κάποιες επιπτώσεις -- για παράδειγμα ήταν πολύ ευκολότερο στους ανθρώπους που έχαναν τη δουλειά τους να γυρίσουν στα χωριά τους. Το 1929, σε μεγάλο μέρος του κόσμου εκτός Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, τα παγκοσμιοποιημένα τμήματα της οικονομίας δεν ήταν παρά μεμονωμένες νησίδες, που άφηναν το κύριο μέρος που τα περιέβαλλε αμετάβλητο. Η ύπαρξη της ΕΣΣΔ δεν είχε κάποια υλική επίπτωση στην Ύφεση, είχε όμως τεράστιες ιδεολογικές επιπτώσεις -- υπήρχε εναλλακτική λύση. Από το 1990 και μετά, παρακαολουθούμε την άνοδο της Κίνας και των αναδυόμενων οικονομιών, γεγονός που είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στην παρούσα ύφεση: συνέβαλαν στο να διατηρήσει η παγκόσμια οικονομία μια πολύ ομαλότερη πορεία, από ό,τι θα είχε χωρίς αυτές. Στην πραγματικότητα, ακόμη και στις ημέρες που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυριζόταν ότι υπήρχε άνθηση, η πραγματική ανάπτυξη εμφανιζόταν, σε πολύ υψηλούς ρυθμούς, σε αυτές τις νέες αναπτυσσόμενες οικονομίες, κυρίως στην Κίνα. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχε η Κίνα η ύφεση του 2008 θα ήταν πολύ πιο σοβαρή. Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, σκέφτομαι ότι πιθανόν να μπορέσουμε να ανακάμψουμε πιο γρήγορα, παρόλο που μερικές χώρες --και κυρίως η Βρετανία-- θα παραμείνουν βυθισμένες στην ύφεση για πολύ καιρό ακόμα.

* Ανέκαθεν ήσασταν κριτικός απέναντι τον εθνικισμό ως πολιτική δύναμη, εφιστώντας την προσοχή της Αριστεράς να μην προσπαθεί να τον προσεταιριστεί. Ωστόσο, έχετε επίσης αντιταχθεί έντονα στις παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας εν ονόματι των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων. Ποια είδη διεθνισμού, μετά την κατάρρευση του διεθνισμού που είχε γεννήσει το εργατικό κίνημα, είναι επιθυμητά και εφικτά σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, ο «ανθρωπιστικισμός» (humanitarianism), ο ιμπεριαλισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν έχει καμία σχέση με τον διεθνισμό. Αποτελεί έκφανση είτε ενός αναγεννημένου ιμπεριαλισμού, ο οποίος βρίσκει μια κατάλληλη δικαιολογία για παραβιάσεις της κρατικής κυριαρχίας --μπορεί να υπάρχουν θαυμάσιες και ειλικρινείς δικαιολογίες-- είτε, κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο, μια επαναβεβαίωση της πίστης στη μόνιμη υπεροχή της περιοχής που κυριαρχούσε στον πλανήτη από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Στο κάτω κάτω, οι αξίες τις οποίες προσπαθεί να επιβάλει η Δύση είναι αξίες μιας περιοχής, και όχι κατ’ ανάγκην οικουμενικές. Αν είναι οικουμενικές, πρέπει να επαναδιατυπωθούν με διαφορετικούς όρους. Δεν νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο αφεαυτού εθνικό ή διεθνές. Ο εθνικισμός υπεισέρχεται σε αυτό το ζήτημα επειδή η βασισμένη σε εθνικά κράτη διεθνής τάξη --το σύστημα της Βεστφαλίας-- υπήρξε κατά το παρελθόν, καλώς ή κακώς, μια από τις ασφαλέστερες εγγυήσεις ενάντια στις εισβολές των ξένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αφ’ ης στιγμής το σύστημα έχει πλέον καταργηθεί, ο δρόμος είναι ανοιχτός για επιθετικούς και επεκτατικούς πολέμους -- στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκηρύξει τη διεθνή τάξη της Βεστφαλίας.

Ο διεθνισμός, που αποτελεί μια άλλη προοπτική σε σχέση με τον εθνικισμό, είναι ένα πιο περίπλοκο εγχείρημα. Μπορεί να είναι είτε ένα πολιτικά κενό σύνθημα, όπως υπήρξε στην πράξη για το διεθνές εργατικό κίνημα, οπότε δεν σημαίνει τίποτα συγκεκριμένο, είτε ένας τρόπος για την εξασφάλιση της ομοιομορφίας σε ισχυρούς συγκεντρωτικούς οργανισμούς όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή η Κομιντέρν. Ο διεθνισμός σήμαινε ότι, ως Καθολικός, ασπαζόσουν τα ίδια δόγματα και μετείχες στις ίδιες πρακτικές, ανεξάρτητα με το ποιος είσαι και πού βρίσκεσαι· το ίδιο συνέβαινε θεωρητικά και στην περίπτωση των κομμουνιστικών κομμάτων. Σε ποιο βαθμό αυτό συνέβη πραγματικά και σε ποιο στάδιο έπαψε να συμβαίνει --ακόμα και στην Καθολική Εκκλησία-- είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «διεθνισμός».

Το έθνος-κράτος ήταν και παραμένει το πλαίσιο για όλες τις πολιτικές αποφάσεις, στη χώρα μας ή στο εξωτερικό. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η δράση των εργατικών κινημάτων --και, στην πράξη, όλες οι πολιτικές δραστηριότητες-- αναπτύσσονταν σχεδόν εξολοκλήρου στο πλαίσιο ενός κράτος. Ακόμα και εντός της Ε.Ε., η πολιτική εξακολουθεί να λειτουργεί με εθνικούς όρους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει υπερ-εθνική εξουσία δράσης -- μόνο ένας συνασπισμός χωριστών κρατών. Ίσως το φονταμενταλιστικό Ισλάμ να αποτελεί μια εξαίρεση, καθώς διεισδύει σε όλα τα κράτη, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Προηγούμενες απόπειρες όπως παν-αραβικά υπερκράτη (λ.χ. η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, ένωση της Αιγύπτου και της Συρίας) απέτυχαν ακριβώς χάρη στην αντοχή υφιστάμενων --πρώην αποικιακών-- συνόρων.

*Διακρίνετε εγγενή εμπόδια σε κάθε προσπάθεια υπέρβασης των ορίων του έθνους-κράτους;

Οικονομικά, αλλά και από πολλές άλλες απόψεις --ακόμα και πολιτισμικά, σε κάποιο βαθμό-- η επανάσταση των επικοινωνιών έχει δημιουργήσει έναν πραγματικά παγκόσμιο χώρο, στον οποίο υπάρχουν εξουσίες λήψης αποφάσεων με υπερεθνικό χαρακτήρα, υπερεθνικές δραστηριότητες και, βέβαια, κινήματα ιδεών, επικοινωνίες και άνθρωποι που λειτουργούν υπερεθνικά με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι ποτέ. Ακόμη και οι γλωσσικές κουλτούρες συμπληρώνονται τώρα από τα διεθνή ιδιώματα της επικοινωνίας. Αλλά στην πολιτική δεν υπάρχει κανένας απόηχος όλων των παραπάνω· αυτή είναι η βασική αντίφαση την παρούσα στιγμή. Ένας από τους λόγους είναι ότι, στον 20ό αιώνα, η πολιτική είχε εκδημοκρατιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό -- οι μάζες των απλών ανθρώπων συμμετείχαν σε αυτή. Γι’ αυτούς, το κράτος έχει ουσιώδη σημασία για την καθημερινότητα, την κανονικότητα και τις προοπτικές της ζωής τους.

Απόπειρες έσωθεν διάλυσης του κράτους, με την αποκέντρωση, έχουν γίνει κυρίως τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, και κάποιες από αυτές δεν ήταν ανεπιτυχείς -- σίγουρα στη Γερμανία η αποκέντρωση πέτυχε σε αρκετούς τομείς, ενώ στην Ιταλία η περιφερειακή οργάνωση αποδείχθηκε πραγματικά χρήσιμη. Όμως, η προσπάθεια δημιουργίας υπερεθνικών κρατών δεν ευδοκίμησε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Σε ένα βαθμό, υπονομεύθηκε από τους ιδρυτές της, οι οποίοι σκέφτονταν ακριβώς με όρους ενός υπερ-κράτους, ανάλογου με το εθνικό κράτος, απλώς μεγαλύτερου -- στην πραγματικότητα, νομίζω ότι δεν υπήρχε τότε τέτοια δυνατότητα, και πάντως σίγουρα δεν υπάρχει σήμερα. Η Ε.Ε. είναι μια ευρωπαϊκή ιδιοτυπία. Υπήρξαν κάποτε δείγματα ενός υπερεθνικού κράτους στη Μέση Ανατολή και αλλού, αλλά η Ε.Ε. είναι το μόνο πραγματικό εγχείρημα αυτού του είδους. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα μιας μεγαλύτερης ομοσπονδίας στη Νότια Αμερική. Εγώ τουλάχιστον θα στοιχημάτιζα εναντίον της.

Αυτή η αντίφαση παραμένει ένα άλυτο πρόβλημα: από τη μια πλευρά υπάρχουν υπερεθνικές οντότητες και πρακτικές, που προκύπτουν από τη διαδικασία αποσάθρωσης του κράτους, στους τομείς που αυτό καταρρέει. Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο --που δεν αποτελεί άμεση προοπτική στις ανεπτυγμένες χώρες-- ποιος θα αναλάβει στη συνέχεια την αναδιανεμητική και τις άλλες λειτουργίες, τις οποίες μέχρι σήμερα επιτελεί το κράτος; Αυτή τη στιγμή, έχουμε ένα μίγμα συμβίωσης και σύγκρουσης. Αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα για κάθε μορφή λαϊκής πολιτικής σήμερα.

*Ο Eric Ηobsbawm είναι ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές ιστορικούς, διεθνώς. Τα περισσότερα βιβλία του κυκλοφορούν και στα ελληνικά.

1. LTCM: Ένα από τα μεγαλύτερα διεθνώς hedge fund (αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων υψηλού ρίσκου). Παρόλο που δανειζόταν πολλαπλάσια κεφάλαια από τα πάγιά του, εξασφάλιζε υψηλές αποδόσεις. Θεωρούνταν εξαιρετικά αξιόπιστο, και σε αυτό τοποθετούσαν τα διαθέσιμά τους ακόμα και κεντρικές τράπεζες. Η ασιατική κρίση το 1997 και η ρωσική το 1998 το οδήγησαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας, γεγονός που απείλησε  με κατάρρευση το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα

Η συμφιλίωση του υπαρξισμού με τον μαρξισμό

Σύμφωνα με τις σαρτρικές θέσεις, ο μαρξισμός, η μόνη αξιόλογη ερμηνεία της ιστορίας, καταλήγει να είναι δογματικός και φορμαλιστικός επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τον υπαρξισμό, τη μόνη συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας


Πηγή


Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 στο νοσοκομείο «Broussais» του Παρισιού. Πέντε ημέρες αργότερα ένα πλήθος περίπου 50.000 ανθρώπων συνόδευε τη σορό του στο κοιμητήριο του Montparnasse. Καθώς πρόκειται για φιλόσοφο, το γεγονός είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο, μπορεί όμως να εξηγηθεί αν ληφθούν υπόψη ορισμένες άλλες ιδιότητες του Σαρτρ: λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και, κυρίως, στρατευμένος διανοούμενος που φρόντιζε πάντοτε να βρίσκεται κοντά στις μάζες. Φαίνεται ότι οι προσπάθειές του απέδωσαν καρπούς, εφόσον υπήρξε δημοφιλής σε ευρύτατο κοινό και κατόρθωσε να βάλει τη σφραγίδα του (με τον λόγο, τα κείμενα και τη φυσική παρουσία του) σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο της Ευρώπης του πνεύματος. Εχοντας συναίσθηση του ρόλου και της αποστολής του, από πολύ νέος ο Σαρτρ βρέθηκε συνεχώς στο προσκήνιο, φλερτάροντας με ό,τι ονομάζουμε επικαιρότητα και παρεμβαίνοντας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αλλωστε ίσως είναι και αυτός ένας λόγος ικανός να εξηγήσει το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι θεωρητικές του αναλύσεις σχετικά με το τι είναι και πώς εξελίσσεται η ιστορία.
Το ζήτημα της ιστορίας τίθεται από τον Σαρτρ με βάση την αντίληψή του για τον άνθρωπο, στο μέτρο που ο υπαρξισμός έχει αφετηρία τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα επειδή χαρακτηρίζεται κατά τρόπο μοναδικό από τη συνείδηση και την ελευθερία του. Βεβαίως η ελευθερία είναι πάντα ελευθερία «εν καταστάσει», σύμφωνα με την έκφραση του Σαρτρ, δηλαδή εξαρτάται από μια κατάσταση αποτελούμενη από συνθήκες και όρους που προηγούνται της ελεύθερης δράσης. Ετσι η ανθρώπινη ελευθερία συνίσταται κατά κύριο λόγο σε ένα σχέδιο για το μέλλον: ο άνθρωπος ορίζεται από το σχέδιό του και είναι ελεύθερος στον βαθμό που προσδίδει μια σημασία στην κατάσταση, για να την αποδεχθεί ή να την τροποποιήσει. Ενώ τα πράγματα είναι, ο άνθρωπος υπάρχει: στη σαρτρική προοπτική η ύπαρξη θεωρείται σημαντικότερη από την ουσία.
Η ελευθερία επιλογής
Περνώντας τώρα στις διατομικές σχέσεις, η ελευθερία τού ενός ανθρώπου απειλείται διαρκώς από την παρουσία του άλλου, ο οποίος υπάρχει ως υποκείμενο όπως ακριβώς υπάρχει και ο πρώτος. Ο άλλος άνθρωπος με το βλέμμα του καθιστά τον άνθρωπο πράγμα ή τον εκμηδενίζει. Για να μην περιορισθεί η ελευθερία του, ο άνθρωπος πρέπει να δράσει, πρέπει να επιλέξει, αλλά σε τούτη την επιλογή του είναι μόνος: είναι απολύτως υπεύθυνος για την ελευθερία του και μάλιστα είναι υπεύθυνος για όλη την ανθρωπότητα. Η ελεύθερη επιλογή του είναι ηθικά μοναχική και πολιτικά υπεύθυνη. Για τον σαρτρικό υπαρξισμό ο Θεός δεν υπάρχει και ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.
Στο βιβλίο του Κριτική του διαλεκτικού λόγου (1960) ο Σαρτρ διευρύνει τις προηγούμενες αναλύσεις, εφαρμόζοντάς τες στο πεδίο της κοινωνίας και της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθεί να συμφιλιώσει τον υπαρξισμό με τον μαρξισμό, δεχόμενος κατ' αρχήν πως ο μαρξισμός αποτελεί την ανυπέρβλητη φιλοσοφία της εποχής μας. Η κριτική του Σαρτρ προς τη μαρξιστική θεωρία συνίσταται στις εξής δύο βασικές προτάσεις: α) Ο μαρξισμός υποτάσσει το άτομο σε έναν γενικότερο σκοπό, ο οποίος συνίσταται σε μια αφηρημένη ιστορική σύλληψη που δεν έχει σχέση με την πράξη αλλά είναι προκατασκευασμένη· β) Η μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας επιμένει στις αντιφάσεις που εμπεριέχουν οι οικονομικές συνθήκες και στην αλλοτρίωση του ατόμου, περιγράφοντας εύστοχα την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα· ωστόσο αφήνει στην άκρη την ύπαρξη του ανθρώπου και υποτιμά την ελευθερία του. Ετσι, σύμφωνα με τις σαρτρικές θέσεις, ο μαρξισμός, η μόνη αξιόλογη ερμηνεία της ιστορίας, καταλήγει να είναι δογματικός και φορμαλιστικός επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τον υπαρξισμό, τη μόνη συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο υπαρξισμός πρέπει λοιπόν να ενσωματωθεί στον μαρξισμό, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η υπέρβαση του δογματισμού.
Στην κατεύθυνση αυτή ο Σαρτρ θα προτείνει μια διαλεκτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και στις υλικές και οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας τα πορίσματα διαφόρων γνωστικών περιοχών (όπως είναι η ψυχανάλυση ή η θεωρία της λογοτεχνίας), θα προσπαθήσει να παραγάγει την ιεραρχία διαμεσολαβήσεων που λείπει από τη μαρξιστική θεωρία. Ετσι θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία του αλλά τη φτιάχνει μέσα σε δεδομένες συνθήκες. Ο άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία και, ταυτόχρονα, μέσω της δημιουργίας του αυτής αντικειμενοποιείται και αλλοτριώνεται. Η ανθρώπινη πράξη, δηλαδή η δράση των ατόμων που είναι ελεύθερα αλλά βρίσκονται «εν καταστάσει», επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει και να υπερβεί ό,τι ο Σαρτρ ονομάζει «πρακτικό - αδρανές» πεδίο, εννοώντας την περιοχή που ορίζεται από την κυριαρχία των εξωτερικών δεσμεύσεων και των καθημερινών συμβάντων. Τούτη η υπέρβαση του «πρακτικού - αδρανούς» θα σημάνει και την άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου: οι ατομικές πράξεις συνδυάζονται και συντίθενται μέσα στη συλλογικότητα, μέσα στο επαναστατικό πλήθος που καταστρώνει ένα συλλογικό σχέδιο δράσης. Η επανάσταση είναι η υπέρβαση των δεδομένων καθορισμών, η έκφραση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ενας ενδιαφέρων διάλογος
Ο διάλογος του υπαρξισμού με τον μαρξισμό, τουλάχιστον όπως τον πρότεινε ο Σαρτρ, παρουσιάζει μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για τη σύγκρουση δύο ριζικά αντίθετων φιλοσοφικών θέσεων ως προς την ιστορία: η πρώτη θέση (του Σαρτρ) υποστηρίζει πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία, η οποία εξαρτάται από τη δραστηριότητα ενός ελεύθερου υποκειμένου και, συνεπώς, έχει εξ ορισμού σκοπό (τέλος) και νόημα. Στην προοπτική αυτή ο άνθρωπος μοιάζει να είναι ένας μικρός θεός, ένας δημιουργός που αποφασίζει και ενεργεί με γνώμονα τη συνείδηση και την ελεύθερη βούλησή του. Η δεύτερη θέση (του Μαρξ) συλλαμβάνει την ιστορία ως αναγκαία και καθορισμένη διαδικασία που εκτυλίσσεται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση, ανεξάρτητα από το υποκείμενο. Ο άνθρωπος δεν είναι «κράτος εν κράτει»: είναι ελεύθερος στον βαθμό που κατανοεί την αναγκαιότητα. Την ιστορία δεν τη δημιουργεί ο άνθρωπος: η ιστορία φτιάχνεται από τις μάζες και έχει κινητήρα της την πάλη των τάξεων. Γι' αυτό και η ιστορία από μόνη της δεν έχει κανέναν σκοπό και κανένα νόημα· αποκτά κάθε φορά το νόημα που της προσδίδουν οι άνθρωποι, οι οποίοι ενίοτε είναι και φιλόσοφοι.
Η συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Σαρτρ έχει δώσει ήδη την αφορμή για μια επαναπροσέγγιση του έργου του διεθνώς. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ χρήσιμο, αρκεί να γίνει με τρόπο νηφάλιο και συστηματικό. Γιατί, αν ορισμένοι θεωρούν αυτονόητο ότι ο σαρτρικός υπαρξισμός (με επίκεντρο το δίδυμο ανθρωπισμός - ελευθερία) πρέπει να αποτελέσει τη βάση της νέας φιλοσοφίας για τα επόμενα χρόνια, καλό θα ήταν να σκεφθούν μήπως, από ειρωνεία της ιστορίας, προσγειωθούν αντί για τον εικοστό πρώτο σε παλαιότερους αιώνες. Οσο για τον εικοστό, που φεύγει, δύσκολα θα πίστευε κανείς πως ήταν «ο αιώνας του Σαρτρ», όπως δηλώνει ο τίτλος ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε προσφάτως στη Γαλλία· ήταν όμως σαφώς ο αιώνας και του Σαρτρ.
Ο κ. Αρης Στυλιανού είναι λέκτωρ Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Γεύσω Παπαδάκη





Παπαδάκη Γεύσω στην #Ianos_Gallery
Έκθεση γλυπτικής και ζωγραφικής με ελληνίδες καλλιτέχνιδες, στην Κωνσταντινούπολη

Πάτρα: Συνάντηση με την εικαστικό Γεύσω Παπαδάκη



Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και Ζωγραφική στη Σχολή Βακαλό. Συνέχισε με Βυζαντινή Αγιογραφία, τεχνολογία υλικών, ιστορία της τέχνης, εκμαγείο γλυπτικής..

Ασχολείται με τοιχογραφία, επιζωγραφίσεις σκηνικών στο θέατρο, εξώφυλλα βιβλίων αλλά και με καλλιτεχνικά μαθήματα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση καθώς και την δημιουργική απασχόληση ατόμων με ειδικές ανάγκες στον χώρο των εικαστικών τεχνών.

Αρθρογραφεί για το περιοδικό λόγου και τέχνης «Η Κινστέρνα». Έχει εκδώσει βιβλίο με σκέψεις και 12 ζωγραφιές της με τίτλο «Το σημειωματάριο» από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» καθώς και βιβλίο με τίτλο «Ομαδικά παιχνίδια, με άξονα την ζωγραφική", από τις εκδόσεις «Διάπλαση».

Έργα της βρίσκονται στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης στο Πεκίνο, στη συλλογή Olympic Fine Arts 2008 στο Πεκίνο, στο Δήμο Π. Φαλήρου, στο Δήμο Ερμούπολης,στο Δήμο Ρούβα του Ηρακλείου Κρήτης και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Αυστρία, Λουξεμβούργο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.

Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε 15 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Χανιά, Mύκονο, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Kωνσταντινούπολη. Επίσης έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, Bέλγιο, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τουρκία, Γαλλία και ήταν μια από τους καλλιτέχνες που αντιπροσώπευσε την Ελλάδα, στην Μπιενάλε του Πεκίνου το 2008.

ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΑΚΑΓΙΑΝ



Εδουάρδος Σακαγιάν: Τους είμαι δυσάρεστος και δεν με βάζουν στο σαλόνι...

Εδουάρδος Σακαγιάν: Τους είμαι δυσάρεστος και δεν με βάζουν στο σαλόνι...
O Eδουάρδος Σακαγιάν στο ατελιέ του.

Μπορεί να θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης παραστατικής ελληνικής ζωγραφικής, ο Εδουάρδος Σακαγιάν όμως θεωρεί ότι ο κόσμος της τέχνης τον έχει κατατάξει στο περιθώριο. Ο αρμενικής καταγωγής ζωγράφος, που μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Αθήνας, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές του στο εργαστήριο του Κρεμονίνι και την απόφασή του να μην κάνει... μπλουζάκια, ποτηράκια και πολλαπλά αντικείμενα για χριστουγεννιάτικα δώρα, με αποτέλεσμα να μην έχει μπει στο εμπόριο η ζωγραφική του. Και όλα αυτά με αφορμή τη νέα του έκθεση στην γκαλερί Καλφαγιάν όπου κυριαρχούν τα ανθρώπινα σώματα και οι «χρυσές» παύσεις.





Γεννήθηκα: Στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του '60 με αρμενική καταγωγή και τουρκική υπηκοότητα. Βίωσα ένα μπάχαλο διγλωσσίας και δίπολου, μια πραγματικότητα που ούτε οι ίδιοι οι γονείς μου ήξεραν πώς να διαχειριστούν - παρ' ότι ήταν άνθρωποι καλλιεργημένοι. Αντί να πάμε σινεμά τις Κυριακές, ο πατέρας μου έπαιρνε το κραγιόν της μητέρας μου κι έκανε καταπληκτικά σχέδια. Η δε μητέρα μου έφερνε φωτογραφίες από αμερικανικά περιοδικά που μας έστελνε ένας θείος από τις ΗΠΑ, εικόνες του Μιχαήλ Αγγέλου και του Βελάσκεθ. Σε περίοπτη θέση στο σπίτι ήταν το πορτρέτο του προπάππου Σακαγιάν, ενός βενετού ζωγράφου, το οποίο έχει διασωθεί από την αυλή του Πασά. Στα 14 μου χρόνια που ήθελα να γίνω ζωγράφος θυμάμαι ότι με προβλημάτιζε πολύ αν το πορτρέτο αυτό είναι ζωγραφική ή φωτογραφία. Και κοιμόμουν και σκεφτόμουν τι σπουδαίο θα ήταν να μπορώ να κάνω το ίδιο καλά τα πορτρέτα των γονιών μου - ίσως διότι είχα άγχος ότι θα φύγουν από τη ζωή. Η ζωγραφική ήταν για μένα ένα καταφύγιο.

Σπούδασα: Στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Μόραλη και τον Μυταρά, μια δύσκολη Σχολή που δεν αποτελεί έναν χώρο στον οποίο μπορεί κανείς να βρει τον δρόμο του για να ζωγραφίσει. Υπάρχει ένα όριο στη γνώση. Στο Παρίσι όπου βρέθηκα αργότερα με υποτροφία στην Ecole des beaux Arts στο εργαστήριο του Κρεμονίνι ήταν πιο πολλές οι περιπέτειες. Επιπλέον, εκεί επιτρεπόταν το χάος. Και ο Κρεμονίνι πρέπει να πω ότι μου ταίριαζε λόγω της αγωνίας και της έντασης που είχε.


Επέλεξα: Να μοιράζω σήμερα τον χρόνο μου μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Εχω σπίτι στο Παρίσι, εκθέτω εκεί, ζωγραφίζω και ενημερώνομαι. Είναι μια επιλογή μου να βρίσκομαι ανάμεσα στις δύο πόλεις. Ενας καλλιτέχνης οφείλει να διαλέγει τον τόπο όπου μένει.

Δημιούργησα: Δέκα έργα και τρία γλυπτά. Ολα τους είναι ατιτλοφόρητα. Δεν ξέρω πού καταλήγουν αυτά τα έργα και τι αναπαριστάνουν. Εχουν να κάνουν κυρίως με σώματα και το εσωτερικό του σώματος. Δυστυχώς έχω μια έμμονη ιδέα για έρωτα - και όχι για πόλεμο. Επειδή υπάρχουν και γεννητικά όργανα, οι περισσότερες σχετικές ερωτήσεις που δέχομαι είναι περί σεξουαλικότητας. Εντάξει, μπορεί να ισχύει κι αυτό ως μέρος της ζωής αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Διαπίστωσα: Οτι τα έργα αυτής της έκθεσης τα συνδέει η παύση, το κενό, που είναι ζωγραφισμένη χρυσή. Σε αυτά τα έργα υπάρχει ένα κενό - όπου υπάρχει - το οποίο είναι μια παράλογη και παράταιρη επιφάνεια, σχεδόν δαιμονική. Το χρυσό είναι ένα πράγμα που δεν καθορίζεται. Οι ζωγραφισμένες επιφάνειες από την κίνηση αυτής της επιφάνειας αποκτούν μια άλλη ιστορία. Σε άλλες εποχές έχει εκφράσει πολυτιμότητα. Εγώ χρησιμοποιώ το χρυσό διότι αυτός ο καθρέφτης του φωτός μού προκαλεί έναν ίλιγγο και μια αγωνία, ακόμα κι όταν δεν έχω δουλέψει με φύλλο αλλά με χρυσομπογιά.

Θεωρώ: Οτι δεν είναι κυνική η αναπαράσταση των γεννητικών οργάνων από τα οποία προέρχεται η ζωή μου και η ζωή όλων. Εχει και κάτι ιερό. Και γι' αυτόν τον λόγο ανέφερα ότι τα έργα αυτής της έκθεσης είναι ακατάλληλα για ανηλίκους επειδή βρίσκομαι σε μια σύγχυση και δεν ξέρω τι επιτρέπεται και τι όχι. Ο κόσμος έχει έναν υποκριτικό πουριτανισμό. Και για να μην υπάρξει ένα μπέρδεμα με αυτόν τον πουριτανισμό τήρησα τους κανόνες.

Πιστεύω: Οτι θεωρούμαι ένας ζωγράφος δυσάρεστος. Δεν με βάζουν στο σαλόνι. Είμαι δυσάρεστος γιατί δεν έχω βεβαιότητες. Η διαφορετικότητά μου και ένας παλμός αταξινόμητος επίσης με κάνουν δυσάρεστο. Δεν είναι σαφές αυτό που λέω, έχω ρήξη με την παράδοση και... έτσι αισθάνομαι. Δεν είμαι ούτε διδακτικός, ούτε ερωτικός και προσπαθώ να με σώσει μόνο αυτό το ερωτικό στοιχείο. Εχω μια ελευθερία που ίσως ενοχλεί. Και σαν άνθρωπος δεν έχω πολλούς φίλους. Μάλλον δημιουργώ εχθρούς. Ξέρετε, σε αυτή τη σειρά μαζί με τα γυμνά ερωτικά σώματα υπάρχουν και γυμνά πτώματα. Εγώ δεν μπορώ να κάνω ταξινόμηση. Αφήνω, λοιπόν, ελεύθερα τα πράγματα στην ανάγνωση, την επιθυμία και τις φοβίες του καθενός. Εγώ παραδίδω την υποκειμενικότητα και την τρέλα που είχα για να κάνω τα έργα μου - με τις χαρές και τις λύπες μου, τις φρίκες και τις ηδονές μου - στους άλλους. Και οι άλλοι έχουν σχεδόν την υποχρέωση να συμμετέχουν. Αλλιώς θα πρέπει να φύγουν.

Αρνούμαι: Να κάνω ποτηράκια, μπλουζίτσες και πολλαπλά αντικείμενα για χριστουγεννιάτικα δώρα. Δεν έχουν γίνει μεταξοτυπίες τα έργα μου. Δεν έχει μπει στο εμπόριο η ζωγραφική μου, παρ' ότι μερικοί κρετίνοι ονομάζουν ποπ αρτ τη ζωγραφική μου. Υπάρχει ένα εμπόριο το οποίο καθορίζει την τέχνη και εγώ είμαι στο περιθώριο. Με ανέχονται, με κοιτούν με μισό μάτι και υπάρχει μια ανοχή για να μη γίνω μάρτυρας. Κατά βάθος... είμαι μάρτυρας. Αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιοι συνομήλικοί μου πουλιούνται 5 και 3 εκατομμύρια ευρώ κι εγώ με το ζόρι μπορώ να πάρω 3.000-5.000 ευρώ από αυτά τα έργα καταλαβαίνετε ότι δεν είναι ρόδινα τα πράγματα.

Αναγνωρίζω: Οτι υπήρχαν συλλέκτες που παρακολούθησαν τη δουλειά μου στο παρελθόν. Εκτοτε δεν έχω κάποιον που να είναι συγκεντρωμένος σε ό,τι κάνω. Τα μουσεία και η γενικότερη κατάσταση δεν με περιέχουν και δεν βλέπω τον λόγο γιατί εξάλλου. Η ενθάρρυνση που είχα από τους θεσμούς σε όλη την πορεία μου ήταν ελάχιστη.