Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Σχολή της Φραγκφούρτης


cultural-industry

Η Σχολή της Φραγκφούρτης είναι μια σχολή νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίαςκοινωνιολογικής έρευνας, και φιλοσοφίας. Η ομάδα αναδύθηκε στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (γερμανικά:Institut für Sozialforschung) στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης στη Γερμανία όταν ο Μαξ Χορκχάιμερ έγινε ο διευθυντής του Ινστιτούτου το 1930. Ο όρος «Σχολή της Φραγκφούρτης» είναι άτυπος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους στοχαστές που συνδέονταν με το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα ή επηρεάστηκαν από αυτό. Δεν είναι τίτλος για κάποιον θεσμό, και οι κύριοι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο για να περιγράψουν τον εαυτό τους.
Η Σχολή της Φραγκφούρτης συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, αυστηρούς επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξικού έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και τεχνολογικά προηγμένο έθνος (Γερμανία), ανέλαβαν το καθήκον να επιλέξουν ποια κομμάτια από τη σκέψη του Μάρξ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει. Στράφηκαν επομένως σε άλλες σχολές σκέψης για να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.
Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ (δείτε ενδεικτικά τη φροϋδική-μαρξιστικήσύνθεση στο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε του 1954 Έρως και Πολιτισμός). Η έμφασή τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθειά τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική φιλοσοφία του Εμμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικούιδεαλισμού, κυρίως τη φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφασή της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς ιδιότητες της πραγματικότητας. Μια σημαντική επιρροή προήλθε επίσης από τη δημοσίευση στην δεκαετία του 1930 των έργων του Μάρξ Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844 και Η Γερμανική Ιδεολογία, τα οποία έδειχναν τη συνέχεια με τον Εγελιανισμό που υποκρύπτονταν στη σκέψη του Μαρξ. Ο Μαρκούζε ήταν ο πρώτος που θα αρθρογραφούσε εκτενώς για τη θεωρητική σημασία αυτών των κειμένων.
9789602180266
Η έκδοση αυτής της συλλογικής εργασίας των συνεργατών του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών της Φραγκφούρτης σε επιμέλεια του Τέοντορ Αντόρνο και του Μαξ Χορκχάιμερ αποτέλεσε για τη μεταπολεμική γενιά των κοινωνικών επιστημόνων που φοιτούσε τότε στα πανεπιστήμια την εισαγωγή στον τρόπο σκέψης της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης.
Εδώ οι συνεργάτες του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών πραγματεύονται τις κυριότερες έννοιες της κοινωνικής επιστήμης και διαχωρίζουν την κριτική θεωρία από εκείνο το είδος σκέψης που αντιλαμβάνεται την κοινωνική επιστήμη ως υπηρέτη της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Ο τόμος προσφέρεται ως εισαγωγικό κείμενο στην κοινωνιολογία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικά.

Το μαύρο τετράγωνο του Καζιμίρ Μάλεβιτς


Malevich_photo
Το ενδιαφέρον για τον εισηγητή του σουπρεματισμού είναι στην Ελλάδα ιδιαιτέρως έντονο. Η Ελένη Μαχαίρα καταγράφει σε αρκετές σελίδες αυτής της μελέτης την σχέση του Μάλεβιτς με την ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία του 20ου αι. και τους εκπροσώπους της (Μπερντιάγιεφ, Σ. Μπουλγκάκωφ, Στρούβε, Φρανκ κ.α.).
Ελένη Μαχαίρα, “Το μαύρο τετράγωνο του Καζιμίρ Μάλεβιτς”
ISBN: 9789602692387
Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2011, σελ. 182
Το ενδιαφέρον για τον εισηγητή του σουπρεματισμού (< supremus =  υπεροχή), μιας γνωστής και βραχύβιας τάσεως της Ρωσσικής Πρωτοπορίας Κ. Μάλεβιτς είναι στην Ελλάδα ιδιαιτέρως έντονο (βλ. λ.χ. Γ. Ζιώγας, Ο βυζαντινός Μάλεβιτς, Στάχυ, Αθήνα 2000 & Ι. Ζάρρα, Κοσμική ζωγραφική και θρησκευτικός συμβολισμός. Η περίπτωση του καλλιτέχνη της ρωσσικής πρωτοπορίας Κ. Μάλεβιτς (1878-1935), Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006). Ένας από τους πιο γνωστούς και πολυσυζητημένους πίνακες του Μάλεβιτς είναι το «Μαύρο τετράγωνο» (εφεξής «ΜΤ»), που κατά πάσα πιθανότητα έχει φιλοτεχνηθεί το 1915.
Η Ελ. Μαχαίρα στην παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι «το Μαύρο Τετράγωνο παραμένει ένα μυστήριο της δημιουργικότητας, όπως μυστήριο παρέμεινε μέχρι τέλους και για τον Μάλεβιτς» (σ. 28).
Συζητούνται στο παρόν έργο οι κυριότερες ερμηνείες του «ΜΤ», όπως το ότι «αντιστοιχεί σ’ ένα ταοϊστικό μηδέν» (σ. 37), ή ότι είναι «η ενοποιός αρχή της διέγερσης που μπορεί και να προκαλέσει και να εναρμονίσει τα αντίθετα» (σ. 63). Ωστόσο, η συγγραφέας θα δείξει εν συνεχεία ότι το «ΜΤ» είναι μία υπέρβαση του μηδενός και επιπλέον ότι αποτελεί μία δημιουργική αρχή που «αποκαλύπτει την κρυμμένη ουσία της φύσεως» (σ. 150).
Αναδεικνύεται, επίσης, η ενδιαφέρουσα συνάντηση του Μάλεβιτς με τον π. Παύλο Φλωρένσκι, αφού στα γραπτά τους διακρίνουν και οι δύο μεταξύ του προσώπου και του προσωπείου (σ. 71), ενώ παράλληλα συζητείται η ένταξη στον συμβολισμό ή η διαφοροποίηση του Μάλεβιτς από τους συμβολιστές (σ. 81). Ομοίως ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία που υιοθετεί η συγγραφέας περί του «νέου ρεαλισμού» του έργου του Μάλεβιτς, στοιχείου εντοπιζόμενου κυρίως στην σχέση χρωμάτων και μορφών η οποία εκφράζει μία ενότητα.
Από φιλοσοφικής πλευράς, η Ελ. Μαχαίρα καταγράφει σε αρκετές σελίδες της μελέτης της (σσ. 95-120) την σχέση του Μάλεβιτς με την ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία του 20ου αι. και τους εκπροσώπους της (Μπερντιάγιεφ, Σ. Μπουλγκάκωφ, Στρούβε, Φρανκ κ.α.).
Από τις ιστορικές παραμέτρους της μελέτης, η συζήτηση εστιάζεται σε πολλά σημεία (βλ. ενδεικτικώς σσ. 78-79, 89-91, 123-125) στην συμπόρευση ή στην αντιπαράθεση του Μάλεβιτς με τους μπολσεβίκους και τον Λένιν. Αναμφισβήτητο πάντως είναι το γεγονός ότι το καθεστώς των μπολσεβίκων διέκειτο εχθρικώς εξ αρχής προς τις διάφορες τάσεις της Πρωτοπορίας. Θα πρέπει δε να αποκλεισθεί, κατά την συγγραφέα, και η συμπερίληψη του Μάλεβιτς στους Αναρχικούς, καθ’ όσον «εάν ο Μάλεβιτς ανήκε πολιτικά στον ρωσικό Αναρχισμό, δεν θα στήριζε με την παρουσία του τον μηχανισμό μιας κεντρικής κυβέρνησης που διαφοροποείτο από τους αναρχικούς ως προς την οργάνωση, τα μέσα, τις ενέργειες και που από νωρίς έδειχνε ότι θα τσάκιζε τα ελεύθερα κινήματα των μαζών, καταπνίγοντας με τον τρόπο αυτόν την Επανάσταση» (σ. 142).
Η παρούσα μελέτη της Ελ. Μαχαίρα πάνω στο «Μαύρο τετράγωνο» του Κ. Μάλεβιτς είναι πολύ ενδιαφέρουσα τόσο από αισθητικής και φιλοσοφικής, όσο και από ιστορικής πλευράς. Βιβλιογραφικώς ενημερωμένη και ερμηνευτικώς επαρκής η εργασία μπορεί να αναγνωσθεί από ένα αναγνωστικό κοινό με πολλές αναζητήσεις και όχι μόνον από τον ειδικό μελετητή του έργου του Κ. Μάλεβιτς. Χρήσιμο, τέλος, είναι και το «Χρονολόγιο του Μάλεβιτς και της εποχής του» που συμπληρώνει την κυρίως μελέτη.


Ο Καζιμίρ Μάλεβιτς και το «Μαύρο Τετράγωνο»




Το 2015 συμπληρώνονται 100 χρόνια, από τότε που ο Καζιμίρ Μάλεβιτς φιλοτέχνησε το εμβληματικό του, «Μαύρο Τετράγωνο», το οποίο στους κύκλους του σουπρεματισμού, συμβόλισε το τέλος της παλιάς τέχνης και ταυτόχρονα την αρχή της καινούργιας.
Τώρα καλλιτέχνες στην Λευκορωσία συμμετέχουν σε μια έκθεση στο Μουσείο Περιφερειακής Ιστορίας του Βιτέμπσκ για να τιμήσουν τον ουκρανό καλλιτέχνη, που αποτέλεσε πατέρα του σουπρεματισμού, του κινήματος δηλαδή όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι γεωμετρικές φόρμες.
«Χάρις στον Μάλεβιτς ανακάλυψα την έννοια της γεωμετρικής αφαίρεσης. Στο παρελθόν προτιμούσα τον Πιετ Μοντριάν, αλλά ήταν ο Μάλεβιτς που με ώθησε να δημιουργήσω το δικό μου προσωπικό στίγμα» επισήμανε ο καλλιτέχνης Αλεξάντερ Ντοσούζεβ.
Και ο γλύπτης Αλεξάντερ Σλέποφ δεν κρύβει την επιρροή που άσκησε στο έργο του, ο σημαντικός καλλιτέχνης της ρωσικής πρωτοπορίας.
«Το γλυπτό μου «Ο Λαμπαδηδρόμος» είναι μέρος μιας μεγάλης ενότητας που έχει αυτό το θέμα. Στηρίζεται σε στοιχεία που συναντούμε στο έργο του Καζιμίρ Μάλεβιτς αλλά και στα βασικά χρώματα που εκείνος χρησιμοποιούσε: το μαύρο, το άσπρο, το κόκκινο και η ώχρα. Τα αντικείμενα είναι ο σταυρός, ο κύκλος και το τετράγωνο. Όλη η σειρά έχει στοιχεία από τα εικαστικά σχήματα του Μάλεβιτς».
Η έκθεση με αφορμή το «Μαύρο Τετράγωνο» του Μάλεβιτς διαρκεί μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου.

Για το Πνευματικό στην Τέχνη (1910) Wassily Kandinsky

Αποσπάσματα από τις σκέψεις 

του Wassily  Kandinsky στο βιβλίο του

Για το Πνευματικό στην Τέχνη (1910)


«Το Χρώμα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι τα σφυριά, η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει, ακουμπώντας το ένα ή το άλλο πλήκτρο (=φόρμα), τη μία νότα μετά την άλλη, για να δημιουργήσει δονήσεις στην ψυχή».[1]

Wassily Kandinsky, Σύνθεση, 1923

Σύμφωνα με τον Καντίνσκυ το χρώμα εμπεριέχει μία δύναμη που είναι τεράστια, μία δύναμη η οποία μπορεί να επηρεάσει όλο το ανθρώπινο σώμα.
Ο Καντίνσκυ πίστευε ότι το χρώμα, όπως ο ήχος, προκαλεί συναισθήματα. Μαζί με τα άλλα μορφολογικά στοιχεία (γραμμή, σχήμα, υφή, κ.ά.) το χρώμα, όπως και η μουσική, είναι μία γλώσσα, η οποία έχει το δικό της τρόπο να επικοινωνεί με όλους.
«Όχι δίχως λόγο είναι π.χ. γενικά συνηθισμένο να χαρακτηρίζονται σχέδια υφασμάτων ως εύθυμα, σοβαρά, καταθλιπτικά, ζωηρά, με τα ίδια δηλαδή επίθετα, τα οποία χρησιμοποιούν πάντοτε οι μουσικοί (allegro, serioso, grave, vivace, κ.ο.κ.) για να καθορίσουν την εκτέλεση ενός κομματιού»[2].
Πίστευε ότι κάθε χρώμα, ή μάλλον αισθανόταν ότι κάθε χρώμα είχε έναν εγγενή χαρακτήρα, ο οποίος προσδιοριζόταν από τη σχέση του με το αντίθετο χρώμα. Για παράδειγμα θετικό/αρνητικό όπως λέμε μινόρε/ματζιόρε, ελάσσον/ήσσον, θερμό/ψυχρό, ενεργητικό/παθητικό, θηλυκό/αρσενικό. Πίστευε δε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, σε ένα εσωτερικό, διαισθητικό επίπεδο και σε ορισμένους συνδυασμούς, μπορούσαν να μεταδώσουν ένα συναίσθημα ή μία ιδέα στο θεατή. Η μορφή είναι η εξωτερίκευση του εσωτερικού περιεχομένου.[3]

Μιλώντας γενικά,  θερμό ή ψυχρό σημαίνει ένα χρώμα, το οποίο αντίστοιχα τείνει προς το κίτρινο ή το μπλε.
Αυτή η διαφορά ουσιαστικά είναι στηριγμένη στο πόσο υλική ή στο πόσο πνευματική είναι η ποιότητα του χρώματος.
 Τα θερμά χρώματα έρχονται ΠΡΟΣ το θεατή. Τα ψυχρά απομακρύνονται ΑΠΟ το θεατή.
Η σχέση της Μουσικής με τη Ζωγραφική, η σχέση του ήχου και του χρώματος, στηρίζονται στη θεωρία που ο Καντίνσκυ ονομάζει συναισθησία (synaesthesia). Είναι αυτή η συναισθητική εντύπωση που σαν αισθητήρας μεταφέρει στην ψυχή μία δόνηση, όπως ο ήχος από καλά παιγμένα βιολιά, που δονεί όλα τα μέρη και τις ίνες της ψυχής.

Ο Καντίνσκυ ήταν και μουσικός, έτσι είχε τις δικές του εμπειρίες.
Το χρώμα, έγραφε,  είναι «τα πλήκτρα και είναι δουλειά του καλλιτέχνη να κάνει την ευαίσθητη ψυχή να δονείται με αυτό ή τον άλλον ήχο».
Η συναισθησία  (ή συνήχηση)[4] είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι αισθήσεις όχι μόνο δεν δρουν διαφορετικά η μία από την άλλη, αλλά άμεσα μεταφέρουν τις αντιδράσεις η μία της άλλης, έτσι ώστε κάποιος να «ακούει» το χρώμα και να «βλέπει» τους ήχους.
Η συναίσθηση γίνεται αντιληπτή όταν κανείς προσεγγίσει τη φύση όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά.

Παραθέτουμε μερικές σημειώσεις για τη Φύση των Χρωμάτων

ΚΙΤΡΙΝΟ
Θερμό, διεγερτικό, ενοχλητικό για τους ανθρώπους, τυπικά γήινο, αντιπροσωπεύει την τυφλή τρέλα, τη φρενίτιδα, την κατάληψη της μανίας. Δυνατές, οξείες τρομπέτες, φανφάρες.[5]

ΚΟΚΚΙΝΟ
Ζεστό, πολύ ζωντανό, ζωηρό, ανήσυχο, με τεράστια ενσυνείδητη δύναμη. Το ανοικτό ζεστό κόκκινο εγείρει συναισθήματα δύναμης, ενεργητικότητας, δραστηριότητας, αποφασιστικότητας, χαράς, θριάμβου. Θυμίζει τον ήχο από φανφάρες, ενώ συνηχεί και η τούμπα ως πείσμων, φορτικός, δυνατός τόνος.
ΜΠΛΕ
Βαθύ, ήρεμο, εσωτερικό, όσο βαθύτερο τόσο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε όταν ακούμε τον ήχο της λέξης «ουρανός».
Όσο βυθίζεται στο μαύρο, προσλαμβάνει την παρήχηση μιάς μη ανθρώπινης θλίψης. Όταν μεταβαίνει προς το ανοιχτό, γίνεται απόμακρο και αδιάφορο, όπως ο απέραντος γαλάζιος ουρανός.
Το ανοιχτό μπλε ηχεί σαν τον αυλό ενώ το σκούρο σαν το τσέλο. Το μπλε όσο βαθαίνει τόσο μοιάζει με τους εξαίσιους ήχους ενός κοντραμπάσο. Σε βαθύτερη, πιο πανηγυρική μορφή, ο ήχος του μπλε μπορεί να παραβληθεί με εκείνον ενός μπάσο αρμόνιο.[6]

ΛΕΥΚΟ
Ένα μη χρώμα, είναι σαν μία μεγάλη σιωπή.
Είναι ένα τίποτα που είναι νεαρό. Έτσι ηχούσε ίσως η γη στις λευκές εποχές της περιόδου των πάγων.
Το χρώμα της καθαρής χαράς και της άσπιλης αγνότητας.
Ηχεί εσωτερικά σαν ένας μη ήχος, αντιστοιχεί στις παύσεις στη μουσική, που διακόπτουν, πρόσκαιρα μόνον, την ανάπτυξη ενός μέρους.[8]

ΜΑΥΡΟ
Ένα τίποτε δίχως δυνατότητες. Ένα νεκρό τίποτε μετά το σβήσιμο του ήλιου, σαν μία αιώνια σιωπή δίχως μέλλον κι ελπίδα.
Μουσικά αντιστοιχεί σε μία ολοκληρωτική παύση. Ο κύκλος έκλεισε. Το μαύρο είναι κάτι που έχει εκλείψει, κάτι ακίνητο, σαν ένα πτώμα.
Το μαύρο είναι το χρώμα (μη χρώμα με την έννοια της χροιάς) του βαθύτερου πένθους και σύμβολο του θανάτου.
Εξωτερικά στερείται ήχου και για αυτό πάνω του ηχεί εντονότερα κάθε άλλο χρώμα ακόμα και εκείνο που ηχεί ασθενέστατα.[9]

ΓΚΡΙ
Η ισορροπία του άσπρου και του μαύρου. Στερείται ήχου και κίνησης. Είναι η ακινησία που είναι απαρηγόρητη. Όσο πιο σκούρο τόσο πιο αποπνικτικό. Ανοιχτότερο έχει μία δυνατότητα αναπνοής.[10]

ΠΡΑΣΙΝΟ
Ανάμιξη του μπλε με κίτρινο
Σταθερό, ειρηνικό, μα με κρυμμένη δύναμη, παθητικό
Είναι το χρώμα του καλοκαιριού όπου η φύση έχει ξεπεράσει τη θυελλώδη και ορμητική περίοδο της χρονιάς, την άνοιξη, και έχει βυθιστεί σε μία όλο ικανοποίηση ηρεμία. «Είναι το πράσινο αυτό όπως μία χοντρή, υγιέστατη ξαπλωμένη ακίνητη αγελάδα, η οποία μηρυκάζοντας παρατηρεί τον κόσμο με ηλίθιο, απαθές βλέμμα».
Ηχεί σαν τους ήρεμους, μακρόσυρτους, μέσου βάθους, ήχους βιολιού.[7]


ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Ανάμιξη του κόκκινου με το κίτρινο.
Μοιάζει με τον πεπεισμένο για τις δυνάμεις του άνθρωπο και προκαλεί μία ιδιαίτερη υγιή αίσθηση. Είναι το χρώμα του πλούτου.
Ηχεί σαν μεσαία καμπάνα εκκλησίας που καλεί για προσευχή ή σαν μία δυνατή γέρικια φωνή, σαν ένα παλιό βιολί πoυ τραγουδάει σε λάργκο.[13]

ΒΙΟΛΕ
Ανάμιξη του μπλε και του κόκκινου.
Έχει την τάση να απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Έχει κάτι αρρωστημένο, σβησμένο, κάτι θλιμμένο εντός του. Είναι το κατάλληλο για ενδύματα ηλικιωμένων γυναικών. Οι Κινέζοι το χρησιμοποιούν ως χρώμα των ενδυμάτων του πένθους.
Ηχεί σαν το αγγλικό κόρνο, τη φλογέρα, και στο βάθος, μοιάζει με τους βαθείς ήχους των ξύλινων πνευστών π.χ ενός φαγκότο.

ΡΟΖ 
Ανάμιξη του κόκκινου με άσπρο
Ψυχρό, σαν νεανική, αγνή χαρά, σαν δροσερή άσπιλη μορφή κοριτσιού.
Ηχεί σαν διαυγείς, κελαϊδιστοί ήχοι βιολιού. [11]      
                                                                                                                                                                                                                             ΚΑΦΕ
Ανάμιξη του κόκκινου με μαύρο.
Είναι αμβλύ, σκληρό, ελάχιστα ικανό για κίνηση. Όμως από τα βάθη του, το  κόκκινο αναδύεται ακόμα δυνατό και βίαιο.
Το καφέ που κοκκινίζει ηχεί σαν την τούμπα και μπορεί να παραλληλισθεί με δυνατές τυμπανοκρουσίες.[12]

-----------------------------------------------------------------------------------

Οι τίτλοι που έδινε στα έργα του ο Καντίνσκυ δεν ήταν τυχαίος. Προέρχονταν από τρεις διαφορετικές πρωταρχικές-γεννεσιουργές πηγές.
1.τις άμεσες εντυπώσεις από την «εξωτερική φύση», οι οποίες εκφράζονται με σχεδιαστικές-ζωγραφικές φόρμες, τις ονόμασε «Eντυπώσεις» (Ιmpressionen).
2.τις κυρίως ασυνείδητες εκφράσεις, εκείνες οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους βγήκαν ξαφνικά, δηλαδή εκφράσεις διαδικασιών εσωτερικού χαρακτήρα, εντυπώσεις επομένως από την «εσωτερική φύση», τις ονόμασε «Αυτοσχεδιασμούς» (Improvisationen).
3.τις διαμορφωμένες εντός του εκφράσεις, εκείνες τις οποίες εξετάζει και επεξεργάζεται για  πολύ καιρό και σχεδόν σχολαστικά μετά από τα πρώτα σχέδια , τις ονόμασε «Σύνθεση» (Komposition).

Και όπως επεξηγεί ο ίδιος «καθοριστικό ρόλο παίζει εδώ ο Λόγος, το Συνειδητό, το Σκόπιμο, το Επωφελές (=χρώματα ή ήχοι που συνηχούν όμορφα)» [14], μία επεξήγηση που πρέπει να καταλάβουμε καλά, για να αντιληφθούμε τις προηγούμενες κατηγορίες.
----------------------------------------------------------------------

ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το έργο τέχνης είναι μία πράξη. Ένα γίγνεσθαι, το οποίο όταν αποκρυσταλλωθεί μας δίνει το αποτέλεσμα στη μορφή με την οποία διαλέξαμε να αποτυπώσουμε αυτή την πράξη.
Παρότι έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τη δράση του Καντίνσκυ και τη σκέψη του, θα παραθέσουμε τα λόγια του, καθώς μοιάζει να τα έχει πει πρόσφατα:
«Τελικά είναι πολύ καλύτερα να πετάξεις την παλέτα σου στο μουσαμά, να σπάσεις το γύψο ή το μάρμαρο με τη γροθιά ή με το σφυρί, να καθίσεις με κρότο στα πλήκτρα του πιάνου, παρά να σκαλίζεις άψυχα το πεδίο μιας παραδοσιακής και νεκρής φόρμας […] Σε τελευταία ανάλυση, μία ζωντανή πεταλούδα είναι προτιμότερη από ένα λιοντάρι νεκρό».[15]






[1] Kandinsky, Wassily, Για το Πνευματικό στην Τέχνη, μετάφρ. Μ.Παράσχης, εκδ.1981, Αθήνα: 1981, σ.84
[2] στο ίδιο, σ. 128
[3]  στο ίδιο, σ.83
[4] στο ίδιο, σ.138
[5] στο ίδιο, σ.104
[6] στο ίδιο, σ.106
[7] στο ίδιο, σ.108
[8] στο ίδιο, σ.110
[9] στο ίδιο, σ.111
[10] στο ίδιο, σ.111
[11] στο ίδιο, σ.112
[12] στο ίδιο, σ.114
[13] στο ίδιο, σ.115
[14] στο ίδιο, σ. 137
[15] στο ίδιο, σ.28
Πηγή