Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Wassily Kandinsky: Το Πνευματικό στη Τέχνη. Ο πρωτοπόρος της Αφαίρεσης, (1866-1944)




«Τα πρώτα χρώματα που μου έκαναν δυνατή εντύπωση ήταν το λαμπερό, ζουμερό πράσινο, το λευκό, το κόκκινο της καρμίνας και η κίτρινη ώχρα. Η θύμηση τους ανατρέχει ως τον τρίτο χρόνο της ζωής μου».  Μας  λέει  ο  ίδιος  στην  αυτοβιογραφία  του.
O Βασίλι Καντίνσκι (ή Καντίνσκυ) γεννήθηκε στη Μόσχα στις 4 Δεκεμβρίου του 1866. Ήταν μοναχοπαίδι από εύπορη οικογένεια. Το υπόβαθρό του έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Αν και οι περισσότεροι από τους προγόνους του ήταν ρώσοι, είχε μια γιαγιά από τη βαλτική και μια μογγολική μεγάλη γιαγιά. Η  γιαγιά  από  την βαλτική  του, είχε μεγάλη σημασία επειδή του  έμαθε  να μιλά γερμανικά. «Τα γερμανικά παραμύθια που από παιδί άκουγα ήταν ευεργέστατα».  μας λέει. Τα χρόνια που πέρασε στη Γερμανία θα ήταν δύσκολα χωρίς εκείνη την πρόωρη γλωσσική εκπαίδευση.

Ο πατέρας του, Wassily Silvestrovich Kandinsky, γεννήθηκε στην πόλη Kyatkha στη Σιβηρία κοντά στα σύνορα της ρωσικής με την κινεζική αυτοκρατορία. Ο πατέρας του Kandinsky έγινε επιτυχημένος έμπορος τσαγιού. Αυτή η οικονομική ευημερία χρηματοδοτούσε τα μεγάλα ταξίδια της οικογένεια όταν ήταν παιδί και του ίδιου όταν μεγάλωσε. Ταξίδευε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Καντίνσκι
«Ο πατέρας μου, μου επέτρεπε με ασυνήθιστη υπομονή, να ακολουθήσω τα όνειρα μου και να κάνω το κέφι μου σε όλη μου τη ζωή… Η παιδαγωγική του αρχή βασιζόταν στην απόλυτη εμπιστοσύνη και τη φιλική σχέση μαζί μου. Και ξέρει πόσο ευγνώμων του είμαι για αυτό. Οι γραμμές αυτές θα πρέπει να είναι οδηγός για όσους γονείς προσπαθούν να αποτρέψουν, και συχνά με τη βία, τα παιδιά τους (και κυρίως τα προικισμένα) από τις αληθινές τους κλίσεις κάνοντας τα δυστυχισμένα». Και αλλού γράφει: «Ο πατέρας μου κατάλαβε την αγάπη μου για το σχέδιο και ενώ φοιτούσα ακόμα στο Γυμνάσιο, με έγραψε να παρακολουθώ μαθήματα (ζωγραφικής)». Αυτή ήταν η σχέση του με τον πατέρα του. Σχέση αγάπης και ελευθερίας!
Όσο για τη μητέρα του: «Η μητέρα μου είναι βέρα Μοσχοβίτισσα και ενώνει μέσα της τις ιδιότητες εκείνες που συμβολίζουν για μένα την ίδια την Μόσχα (Ο Καντίσκυ λάτρευε την Μόσχα. Εκεί αισθανόταν το σπίτι του) : Εξωτερική εντυπωσιακή ομορφιά, σοβαρή και αυστηρή όσο βαθαίνει, αριστοκρατική απλότητα, ανεξάντλητη ενεργητικότητα- μοναδικό συνδυασμό παράδοσης με την αληθινά ελεύθερη σκέψη, κεντημένη με νεύρο που προβάλλει μια ηρεμία βασιλική και αυτοκυριαρχία.. Με δυο κουβέντες: Μητέρα – Μόσχα με μορφή ανθρώπου».
Ένα ταξίδι που έγινε στην Ιταλία το 1869 είχε μια μόνιμη επιρροή σε αυτόν αν και ήταν μόνο σχεδόν 3 χρονών.«Ολόκληρη η Ιταλία πήρε χρώμα μέσα από δυο εντυπώσεις μαύρου. Πηγαίνω με τη μητέρα μου με ένα μαύρο αμάξι πάνω από μια γέφυρα: με πήγαινε σε ένα νηπιαγωγείο στη Φλωρεντία. Το άλλο μαύρο- σε μαύρο νερό μια μαύρη μακριά βάρκα με μαύρο κουπί στη μέση: βόλτα τη νύχτα με γόνδολά. Εδώ καλλιέργησα και το ταλέντο μου να ουρλιάζω από τη δύναμη του κορμιού μου.
Το 1871 η οικογένεια μετακόμισε στην Οδησσό. Ο πατέρας του ανέλαβε θέση διευθυντή σε εργοστάσιο τσαγιού. Σύντομα, οι γονείς του Καντίνσκι χώρισαν και την ανατροφή του ανέλαβε η θεία του Ελιζάμπετα Τιχέεβα, αδελφή της μητέρας του. «Άσκησε μεγάλη επιρροή σε όλη μου την εξέλιξη.. φωτεινή προσωπικότητα».  Όντας στο Γυμνάσιο παρακολούθησε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής (πιάνο και βιολοντσέλο), ζωγραφικής και σχεδίου.«Δεκατριών χρονών αγόρασα ένα κουτί λαδομπογιές με τις οικονομίες μου.. Η εμπειρία του χρώματος που βγήκε από το σωληνάριο είναι ζωντανή μέχρι και σήμερα». Ήταν κάτι σαν φιέστα και κάτι σαν γεγονός μεγάλης προσοχής και σοβαρότητας.
Το  1886 στη Μόσχα σπουδάζει Νομικά και Οικονομικά. Παράλληλα στον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζει.
1889: Επισκέφτηκε την επαρχία Βόλογκντα, με σκοπό την καταγραφή της τοπικής αγροτικής νομοθεσίας, στα πλαίσια έρευνας της Εταιρείας Φυσικών Επιστημών, Εθνογραφίας και Ανθρωπολογίας. Εκεί είδε τα λαμπρά χρωματισμένα λαϊκά κοστούμια, τις διακοσμήσεις τέχνης και σπιτιών των αγροτών. «Ταξίδευα ολομόναχος, πράγμα που μου ήταν άμετρα ευεργετικό γιατί εμβάθυνα περισσότερο στο περιβάλλον μου και στον εαυτό μου… ‘Έκανα και πολλά σκίτσα… Ήταν τόσο δυνατά ζωγραφισμένα ώστε το αντικείμενο αναλυόταν μέσα τους. Από αυτές ακριβώς τις εντυπώσεις πήραν σχήμα… οι σκοποί της δικής μου τέχνης… Το αντικείμενο μπορεί να αναλυθεί με τη χρήση των χρωμάτων, αρθρώθηκε η ικανότητα μου να ΠΑΡΑΒΛΕΠΩ  ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ μέσα στον πίνακα. Πολύ αργότερα, στο Μόναχο πια,, ήξερα καλά ότι το αντικείμενο κάνει κακό στη τέχνη μου… Και το σπουδαιότερο: Τι θα αντικαθιστούσε το ελλείπον αντικείμενο;»  Μετά από την έρευνά του στα Νομικά, έγινε μέλος της Εταιρείας, γεγονός που του πρόσφερε καλύτερες προοπτικές να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Παράλληλα το 1892 ολοκληρώνει τις σπουδές του. Γίνεται μέλος της Ένωσης Νομικών και του προσφέρθηκε θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Άνια Τσιμιάκινα. Ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες-φοιτητές του Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου Kandinsky ήταν ένας λέκτορας. (Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν  της άρεσε γενικά η τέχνη. Αλλά από το να της αρέσει γενικά, μέχρι το να παντρευτεί έναν ζωγράφο είναι απολύτως διαφορετικά πράγματα. Η Άννα είχε παντρευτεί τον Καντίνσκι που παρουσιαζόταν σαν  ένας άνδρας με το αξιοσέβαστο επάγγελμα του δικηγόρου, και  δεν την  ενθουσίαζε  η  αλλαγή  του  σε  ζωγράφο στην προοπτική της μποέμικης ζωής που  ονειρευόταν να  ζήσει.  Αν και απρόθυμα, ακολούθησε ακόμα το σύζυγό της στο Μόναχο, για  να τον αφήσει 7 χρόνια αργότερα και να του δώσει ένα επίσημο διαζύγιο το 1911).
Το ενδιαφέρον του για την ζωγραφική τονώθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας δύο γεγονότων. «Δυο εμπειρίες σφράγισαν όλη μου την εσωτερική ζωή και με συνετάραξαν ως τα εσώψυχα. Ήταν η έκθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα-«Οι Θημωνιές» του Μονέ» και το δεύτερο στην παρουσίαση του έργου Λόενγκριν του Βάγκνερ στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας. «Την έκφραση ότι ο Βάγκνερ είχε ζωγραφίσει μουσικά «την ώρα μου» δεν τόλμησα να την χρησιμοποιήσω. Συνειδητοποίησα  ωστόσο πως η τέχνη εν γένει είναι δυνατότερη από το ότι νόμιζα, και ακόμα ότι η ζωγραφική μπορεί να αποκτήσει και να αναπτύξει τόσες δυνάμεις όσες και η μουσική.»
"Θημωνιές" του Μονέ
Και πιο μετά λέει «Ένα επιστημονικό γεγονός έβγαλε από το δρόμο μου ένα από τα μεγαλύτερα μου εμπόδια: Πρόκειται για τη διάσπαση του ατόμου. Το θρυμμάτισμα του ατόμου ισοδυναμούσε στη ψυχή μου με θρυμμάτισμα του κόσμου ολόκληρου». Έχει σημασία αυτό γιατί προηγούμενα έγραφε πως «Ένιωθα πως η τέχνη γενικά  και οι δυνάμεις μου ήταν τόσο αδύναμες  μπροστά στη Φύση . Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλήξω στο απλό συμπέρασμα ότι οι σκοποί  (άρα και τα μέσα) της Φύσης και της Τέχνης είναι ουσιωδώς, διαφορετικοί μεταξύ τους- όμοια ωστόσο, μεγάλοι και όμοια δυνατοί… Όλα μου έδειχναν την εσωτερική  ουσία  τους, τη μυστική ψυχή τους που συχνότερα σιωπά παρά μιλάει. Έτσι ακριβώς ζωντάνεψαν και όλα τα ακίνητα ή κινητά σημεία (=γραμμή) και μου αποκάλυψαν τη ψυχή τους».
 «Αισθανόμουν όλο και πιο καθαρά ότι στη Τέχνη δεν υπάρχει εξάρτηση από την  μορφή  της  αλλά από μια εσωτερική επιθυμία (=περιεχόμενο) που ορίζει δεσποτικά τη  μορφή».
"επηρεασμένος  απο τον Πουαντινισμό"
Το 1896 ο Καντίνσκι  ήταν 30 χρόνων. Φεύγει από τη Μόσχα και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Σκοπός του να ακολουθήσει την τέχνη.  Το Μονάχο ήταν τότε το καλλιτεχνικό κέντρο. Ενώ από το 1892 είχε δημιουργηθεί η Απόσχιση   της  ομάδας  του  Μονάχου  (Sezession),  ομάδα που συσπείρωνε καλλιτέχνες που ακολουθούσαν διαφορετικές τεχνοτροπίες. Ο Καντίνσκι φοίτησε αρχικά στη σχολή ζωγραφικής του Αντόν Αζμπέ. «Οι συμμαθητές μου με θεωρούσαν τεμπέλη και ατάλαντο, πράγμα που συχνά με πλήγωνε βαθιά, αφού εγώ μέσα μου ένοιωθα καθαρά την αγάπη μου για τη δουλειά, την επιμέλεια και το ταλέντο μου. Τελικά απομονώθηκα και σε αυτό το περιβάλλον, ένιωθα ξένος και κλεινόμουν με όλο και μεγαλύτερη ένταση στις επιθυμίες μου» και «Μερικοί συμμαθητές μου με έλεγαν κολορίστα.. και με πλήγωναν». Από το 1900 μαθητεύει στον Φραντς φον Στουκ (έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους σχεδίου και ζωγράφους). Εκείνος του πρότεινε να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία του Μονάχου, ωστόσο ο Καντίνσκι απέτυχε στις εξετάσεις και όταν πλησίασε εκ νέου τον Στουκ, τον δέχθηκε στην τάξη του, όπου υπήρξε συμφοιτητής με τον Πάουλ Κλέε.
"Η νύχτα"
Την επόμενη χρονιά εγκαταλείπει το εργαστήριο του Στουκ με στόχο να ακολουθήσει αυτόνομη πορεία και να συνενώσει άλλους καλλιτέχνες που μοιράζονταν κοινά πρότυπα και αντιλήψεις. Το 1901 ιδρύει την καλλιτεχνική ομάδα  Φάλαγξ  και οργάνωσε την πρώτη έκθεση έργων δικών του καθώς και άλλων καλλιτεχνών. Παράλληλα ξεκίνησε να δημοσιεύει κριτικές σε περιοδικά της Ρωσίας, καυτηριάζοντας το συντηρητισμό και τον ακαδημαϊσμό της καλλιτεχνικής σκηνής του Μονάχου. Μέχρι τη διάλυσή της το 1904, η  Φάλαγξ  παρουσίασε συνολικά 12 εκθέσεις, από όπου αναδείχθηκε το έργο συμβολιστών, μεταϊμπρεσιονιστών και καλλιτεχνών της Αρ Νουβό. Στο σύνολό τους αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία ή εχθρότητα, καθώς θεωρήθηκαν αρκετά τολμηρές για τα δεδομένα της καλλιτεχνικής ζωής του Μονάχου. Ο ίδιος ο Καντίνσκι επεδίωκε μέσα από το έργο του, αλλά και σε συνεργασία με άλλους ομοϊδεάτες καλλιτέχνες, να θεμελιώσει μία νέα τάξη πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών. Το 1908 συνδέεται ερωτικά με τη νεαρή ζωγράφο Γκαμπριέλε Μύντερ, με την οποία συνεργάστηκε και έζησε μετά το χωρισμό του από τη σύζυγό του. Μένει πια στο Μόναχο έπειτα από σύντομα ταξίδια στη Δ. Ευρώπη και τη Ρωσία.
Παραπέμπει σε φωβισμό
Ο Καντίνσκι παρουσίασε έργα του στις εκθέσεις «Salon d' Automne» και «Salon des Indépendants» στο Παρίσι όπου είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους των κινημάτων του φωβισμού και κυβισμού. Τα έργα που ολοκλήρωσε στο Μόναχο χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και αντιθέσεων, σταδιακά απομακρυνόμενων από το αναπαραστατικό στοιχείο και περισσότερο αφηρημένα.
Ένα  παράδειγμα της πιθανής επιρροής του από τον Πουαντινισμό είναι το έργο του «Η νύχτα» το 1907. Εδώ υπάρχουν τα ζωηρά χρώματα που έλειπαν στους  ρεαλιστικούς του πίνακες πχ  «το φράχτη». Μιλώντας για τα ζωηρά χρώματα, η ζωγραφική Καντίσνκι το 1908  με το έργο του «Ο ελέφαντας»  είναι μια ταραχή των χρωμάτων και ενός ύφους που παραπέμπει σε Φοβισμό.
Ιανουάριο του 1909 ιδρύει τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», οργανώνοντας ομαδικές εκθέσεις στο Μόναχο και κατορθώνοντας να προσελκύσει σε αυτές σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Μπράκ (κυβιστής) και ο Πικάσο (κυβιστής). Η νέα ανεικονική εικαστική εξέλιξη του Καντίνσκι βρήκε ωστόσο επικριτές και εξαιτίας της ακύρωσης εκθέσεων της Ένωσης. Για αυτό το λόγο, οδηγήθηκε στην παραίτησή του από τη θέση του προέδρου. Μαζί με το ζωγράφο Φράνς Μάρκ σχεδίάζει  την έκδοση ενός βιβλίου, με τίτλο «Γαλάζιος Καβαλάρης» στο οποίο θα εξέθετε τις νέες κατευθύνσεις στην τέχνη. «Το άλογο κουβαλάει τον καβαλάρη με δύναμη και ταχύτητα. Πλην όμως το οδηγεί ο καβαλάρης. Το ταλέντο φέρνει με τη  δύναμη και την ταχύτητα τον καλλιτέχνη στα ύψη. Μα ο καλλιτέχνης το οδηγεί». 
 «watercolor»
Μέχρι το 1910 Kandinsky έχει ανακαλύψει την καθαρή αφαίρεση. Το έργο του «watercolor» είναι  γνωστό ως το πρώτο αφηρημένο του.
Εν συντομία, η εξέλιξή του καλλιτεχνικά  είναι θεαματική επειδή έρχεται σε επαφή με διάφορες σχολές ζωγραφικής. Επηρεάζεται  από τον Φωβισμό μέσω των Camoin, Dufy, Matisse και Rouault. Αυτή η επιρροή θα ενισχυθεί με τους Πικάσο και Μπράκ αλλά και με τους Klee και Macke.
Γαλάζιος Καβαλάρης
18-12-1911 οργανώθηκε η πρώτη έκθεση της ομάδας του Γαλάζιου Καβαλάρη με συμμετοχή του Καντίνσκι, του Μαρκ, του Αουγκούστ Μάκε,  Ρομπέρ Ντελωναί και άλλων. Ο κατάλογος της έκθεσης προανήγγειλε επίσης την κυκλοφορία του ομώνυμου αλμανάκ, το οποίο προετοίμαζε ο Καντίνσκι σε συνεργασία με τον Μαρκ. Την ίδια περίπου περίοδο δημοσιεύτηκε η πραγματεία του Καντίνσκι «Για το Πνευματικό στην Τέχνη» η οποία υποστήριξε την έκθεση εκθέτοντας συγχρόνως τις θεωρητικές ιδέες του. Για τον Καντίνσκι, όλες οι μορφές τέχνης είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν το αφηρημένο, το οποίο αποτελούσε και τον αντικειμενικό τους σκοπό. 

"Ο Γαλάζιος Καβαλάρης»

Οι αντιλήψεις του για το χρώμα και τη δομή θα οδηγούσαν σε μία «καθαρή ζωγραφική», «μία ανάμειξη χρώματος και φόρμας όπου το καθένα υπάρχει ξεχωριστά αλλά και μαζί, σε μία κοινή ζωή που ονομάζεται εικόνα και προκύπτει ως εσωτερική αναγκαιότητα.». Το κίνημα του Γαλάζιου Καβαλάρη ήταν για τους Καντίνσκι και Μαρκ κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα στη ζωγραφική, φιλοδοξώντας να αποτελέσει έκκληση για μία πνευματική αναγέννηση σε όλες τις μορφές τέχνης  που  θα  επεκτείνονταν  και   στη  ζωή. Η πρώτη ομαδική έκθεση της ομάδας περιόδευσε στο Βερολίνο, Βρέμη, Φρανκφούρτη, Κολωνία. Οκτώβρη του 1912, ο Καντίνσκι πραγματοποίησε επίσης την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Der Sturm του Χέρβαλτ Βάλντεν. Η δραστηριότητα της ομάδας έφθασε σύντομα στο απόγειό της, ωστόσο υπήρξε τελικά βραχύβια, διοργανώνοντας συνολικά δύο ομαδικές εκθέσεις.
Επιστροφή στη Ρωσία
Μαζί με τον Μπρετόν
Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου το 1914, ο Καντίνσκι κατέφυγε στην Ελβετία ενώ αργότερα επέστρεψε στη Μόσχα. Τα προηγούμενα χρόνια, φρόντιζε να διατηρεί αρκετές επαφές με τη Ρωσία και τις καλλιτεχνικές εξελίξεις που διαδραματίζονταν εκεί. Ειδικότερα, είχε συνεργαστεί με τα μέλη του Γαλάζιου Ρόδου, μίας ομάδας συμβολιστών καλλιτεχνών, έχοντας συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις τους.
.
Στη Ρωσία παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, (Σεμπτέμβρη του 1916) τη Νίνα Αντρεγιέφσκαγια, κόρη στρατηγού. Αυτός ήταν 50 ετών και αυτή 27 χρ. μικρότερη του. Ήταν ευτυχισμένος με τον γάμο του. Πώς Καντίνσκι και Νίνα γνωρίστηκαν;  Θρύλος λέει πρώτα από το τηλέφωνο. Του τηλεφώνησε για λογαριασμό ενός φίλου τους για να παραδώσει ένα μήνυμα και η φωνή της του έκανε μια βαθιά εντύπωση" . Ζωγράφισε μια ακουαρέλα "Στην Άγνωστο Φωνή". Σύμφωνα με την Νίνα: ήταν αφιερωμένη στην φωνή της.
Εμείς ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά» έγραψε η Νίνα στα απομνημονεύματά της. Το μοναδικό παιδί τους, ο Vsevolod, γεννήθηκε μάλλον  την ίδια χρονιά. Το μικρό αγόρι πέθανε το 1920 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, δεν μπόρεσε να επιβιώσει από τον υποσιτισμό και κάποια μολυσματική ασθένεια.
Το 1917 ανακηρύσσεται μέλος του Τμήματος Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας στη Ρωσία και καθηγητής στην Ακαδημία Τεχνών της Μόσχας. Ως το 1920 ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της τέχνης και την αναδιοργάνωση των Μουσείων. Παράλληλα, δίδασκε ως επικεφαλής στα Ελεύθερα Κρατικά Καλλιτεχνικά Εργαστήρια (SVOMAS) της Μόσχας και τα μαθήματά του ήταν βασισμένα στις ιδέες που είχε νωρίτερα διατυπώσει στο  βιβλίο  του «Για το πνευματικό στην τέχνη». Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε ακόμα διευθυντής του Ινστιτούτου για την Καλλιτεχνική Παιδεία (IΝChUK) της Μόσχας, το οποίο αργότερα εγκατέλειψε για τη Ρωσική Ακαδημία Αισθητικής, όπου προσπάθησε να καταρτίσει το πρόγραμμα σπουδών του τμήματος Ψυχολογίας και Φυσιολογίας. Παράλληλα συμμετείχε σε 7 εκθέσεις ενώ έγραψε και αρκετά δοκίμια για τη ζωγραφική.
Έρχεται η Ρωσική επανάσταση και τα αλλάζει όλα. Επιβάλλει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τα έργα του απομακρύνθηκαν από τα μουσεία της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Καντίνσκι εγκαταλείπει την πατρίδα του εξαιτίας μίας σταθερής εχθρότητας εκ μέρους των συναδέλφων του.
Το 1919 ο Walter Gropius (Βάλτερ Γκρόπιους) ιδρύει τη σχολή «Bauhaus» στη Weimar και το 1922 καλεί τον W. Kandinsky να διδάξει μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα στην τέχνη. Το 1924 μαζί με Klee, Feininger, Jawlensky σχηματίζουν την ομάδα «οι τέσσερις γαλάζιοι». Συνεχίζει τα ταξίδια και τις εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, παράλληλα με το διδακτικό και συγγραφικό έργο του. Το Bauhaus μεταφέρεται στο Dessau και στη συνέχεια στο Βερολίνο, το 1932. Παράλληλα ανέλαβε ένα μάθημα με θέμα τη φόρμα, σε συνεργασία με τον Κλέε και η διδασκαλία του ήταν εμπλουτισμένη με στοιχεία από προσωπικές του θεοσοφικές μελέτες.
«Ο άνθρωπος μοιάζει συχνά με σκαθάρι που το έχουν γυρίσει ανάποδα: Κουνάει τα χεράκια του με βουβή νοσταλγία, πιάνει ότι του προτείνει ο ένας και ο άλλος πιστεύοντας σταθερά πως σε αυτό το κάτι θα βρει σωτηρία. Τις μέρες της «απιστίας» μου αναρωτιόμουν: Ποιός με κρατάει ανάποδα; Ποιανού το χέρι μου προσφέρει κάτι και με τραβά πάλι πίσω;»
«Η Τέχνη από πολλές απόψεις μοιάζει της Θρησκείας. Η ανάπτυξη της δε συνίσταται σε νέες ανακαλύψεις που απορρίπτουν τις παλιές αλήθειες σφραγίζοντας τες με τη στάμπα του λάθους (όπως συμβαίνει στην Επιστήμη). Η ανάπτυξη της βασίζεται σε ξαφνικές ενοράσεις..Το νέο κλαδί δεν κάνει τον κορμό του δέντρου περιττό γιατί αυτός δίνει στο κλαδί την δυνατότητα ύπαρξης. Θα μπορούσε να υπάρξει η Καινή Διαθήκη χωρίς την Παλαιά;..Είναι μια διακλάδωση του αρχαίου κόσμου από όπου «αρχίζουν τα πάντα»... Ο Χριστός  δεν ήρθε, όπως είπε ο ίδιος, για να καταργήσει τον παλαιό νόμο αλλά προσέφερε τον παλαιό θετικό (εξωτερικό) νόμο ως δικό Του πνευματικό (εσωτερικό) νόμο. Ο άνθρωπος της εποχής  του  Χριστού, σε αντίθεση με τον άνθρωπο της εποχής του Μωυσή, ήταν ικανός να συλλάβει τους νόμους «Ου φονεύσεις» κτλ  και στην αφηρημένη τους μορφή: Ως αμάρτημα δηλ της σκέψης… Έτσι έφθασα τελικά στο σημείο να θεωρώ την Αντικειμενική Τέχνη όχι ως άρνηση και κατάργηση των προηγούμενων αλλά ως μια σημαντική διαίρεση του παλαιού κορμού σε 2 κλαδιά, από όπου πετάχτηκαν άλλα κλαδιά απαραίτητα για να σχηματιστεί το φύλλωμα. Με αυτά τα 2 κύρια κλαδιά εννοώ τους 2 διαφορετικούς τρόπους να κάνουμε τέχνη. Ο ένας τρόπος βασίζεται στην προσωπική ευαισθησία και στην καλλιτεχνική, δημιουργική ερμηνεία της «Φύσης». Ο άλλος (το άλλο κλαδί) είναι ο συνθετικός τρόπος όπου το έργο βγαίνει «μέσα από τον καλλιτέχνη», όπως συμβαίνει με τη μουσική  (και  τον  Χριστό). Από αυτή την άποψη, η ζωγραφική πλησίασε τη μουσική».
«Επιταγή μου (στόχος μου): Η Εσωτερική ζωή στο έργο». Αυτή η επιταγή αναπτύχθηκε πάνω στη βάση που μας έδειξε ο Χριστός, ως βάση ηθικής τελείωσης. Διαπίστωσα ότι αυτή η άποψη της Τέχνης είναι χριστιανική, ενώ κρύβει μέσα της και τα απαραίτητα στοιχεία για να συλλάβουμε τη «Τρίτη» Αποκάλυψη, την αποκάλυψη του Πνεύματος. Βρίσκω λογικό το ότι η απόρριψη του αντικειμένου από τη Τέχνη δημιουργεί πολύ μεγάλες απαιτήσεις για την εσωτερική βίωση της καθαρής ζωγραφικής μορφής».
«Πιστεύω πως, η φιλοσοφία του μέλλοντος εκτός από την ουσία των πραγμάτων, θα μελετά με ιδιαίτερη προσοχή και το πνεύμα τους. Τότε θα δημιουργηθεί και η ατμόσφαιρα που θα κάνει ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΝΟΙΩΘΟΥΝ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ.. και με την νέα αυτή ικανότητα, που θα είναι σημάδι  του «πνεύματος» θα γεννηθεί η απόλαυση στην Αφηρημένη, την Απόλυτη δηλ Τέχνη.  Το βιβλίο μου «Για τον Πνευματικό στη Τέχνη» καθώς και ο «Γαλάζιος καβαλάρης» αποσκοπούσαν κατά βάση στο να ξυπνήσουν αυτή την απολύτως αναγκαία στο μέλλον ικανότητα για άπειρη βίωση του Πνευματικού στα υλικά και αφηρημένα πράγματα. Σκοπός μου, να αναπτύξω αυτή την ευλογημένη ικανότητα στον Άνθρωπο».
Οι πίνακες του, εκείνης της περιόδου, διακρίνονται από μία αυστηρότητα και εμφανή γεωμετρικά στοιχεία. Τα θερμά χρώματα που χρησιμοποιούσε παλαιότερα στο Μόναχο, είχαν αντικατασταθεί από μία «ψυχρή» χρήση του χρώματος, χαρακτηριστικό της αποκαλούμενης και «ψυχρής περιόδου» του Καντίνσκι, που είχε τις απαρχές της στην περίοδο της Ρωσίας.
Στη σχολή της Βαϊμάρης έμεινε μέχρι το 1925  και έπειτα από αντιδράσεις κύκλων και κομμάτων της δεξιάς εγκαταστάθηκε αργότερα στο Ντεσάου  όπου και διδάσκει στην τοπική σχολή Μπαουχάους. Στα σημαντικότερα έργα του αυτή τη περιόδο συγκαταλέγεται ο πίνακας «Κίτρινο-κόκκινο-μπλε» ο οποίος συμπυκνώνει τη νέα στροφή του στον «ψυχρό ρομαντισμό». Μετά την  μεγάλη εκστρατεία των Γερμανών Ναζί εναντίον του Μπαουχάους και το κλείσιμο της σχολής, ο Καντίνσκι φεύγει και εγκαθίσταται στο Παρίσι στο προάστιο Νεϊγύ-συρ-Σεν. Πολλά έργα του (57 πίνακες) καταστράφηκαν από τους Ναζί.
Στη Σχολή των Παρισίων η αφηρημένη ζωγραφική του Καντίνσκι δεν έγινε θερμά δεκτή και αρκέστηκε στην επανασύνδεσή του με παλιούς φίλους καλλιτέχνες, όπως ο Ντελωναί. Ο Καντίνσκι εκτιμούσε το έργο του Μιρό, του Ζαν Αρπ, Μανιέλι. Αυτή τη περίοδό της ζωής του ζει  και δουλεύει απομονωμένος, προχωρώντας σε νέες διαφοροποιήσεις της εικαστικής του έκφρασης αλλά και μία σύνθεση παλαιότερων ιδεών του. Χρησιμοποίησε πρωτότυπους συνδυασμούς χρωμάτων, σπάνια βασισμένους σε βασικά χρώματα, ενώ διαφαίνεται επίσης η αλληλεπίδρασή του με τους Μιρό και Αρπ. Στα έργα του κυριαρχούν τα λεγόμενα «βιομορφικά» σχήματα, έχοντας ως πηγή έμπνευσης εγκυκλοπαίδειες και εργασίες από τη βιολογία. Προσωπικά η αίσθηση που έχω από αυτά τα έργα του είναι σαν να  μας δείχνουν μαζί  με  έναν μικρόκοσμο και ένα τεράστιο σύμπαν.
13 Δεκεμβρίου του 1944, ο Καντίνσκι πεθαίνει από αρτηριοσκλήρωση σε ηλικία 78 ετών. Η χήρα του ήταν η  μόνη κληρονόμος του. Ίδρυσε το Ταμείο Καντίνσκι για τη μελέτη, διατήρηση και παρουσίαση  των έργων  του. Η Νίνα δεν ξαναπαντρεύτηκε. Τώρα ήταν πια πολύ πλούσια,  και της άρεσε να περιβάλλεται από νέους άνδρες. Αγαπούσε τα κοσμήματα, και είχε μια πολύ μεγάλη συλλογή από αυτά. Το 1983 σκοτώθηκε στην Ελβετία στη βίλα της, και ίσως αυτή η συλλογή έπαιξε μοιραίο ρόλο. Οι δολοφόνοι δεν συνελήφθησαν ποτέ.
Βιβλία του Καντίνσκι
Βασίλι Καντίνσκι, Για το πνευματικό στην τέχνη, μτφ. Μηνάς Παράσχος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1981.
Βασίλι Καντίνσκι, Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο, εκδ. Δωδώνη 1996
Βασίλι Καντίνσκι, Τέχνη και καλλιτέχνες, εκδ. Νεφέλη 1986
Βασίλι Καντίνσκι «Αναδρομή 1901-1913» εκδ Διάττων  1988
Κομμάτια από τα γραφόμενα του:
«Και ο καθένας που εμβαθύνει στους κρυμμένους εσωτερικούς θησαυρούς της τέχνης του, είναι ένας αξιοζήλευτος συνεργάτης στην πνευματική πυραμίδα, η οποία πρόκειται να φθάσει στον ουρανό».
«Ωραίο είναι εκείνο που είναι εσωτερικά ωραίο».
«Ήταν ηλιοβασίλεμα, γύριζα στο σπίτι μου με το κουτί γεμάτο χρώματα αφού είχα καταπιαστεί με μια σπουδή, βυθισμένος ακόμη μέσα στα όνειρά μου και στην ανάμνηση της δουλειάς που είχα κάνει, όταν ξαφνικά είδα μια εικόνα εκπληκτικής ομορφιάς που έλαμπε ένα εσωτερικό φώς. Έμεινα εμβρόντητος, κατόπιν πλησίασα την εικόνα - κρυπτογράφημα όπου δεν έβλεπα παρά σχήματα και χρώματα, και που το νόημά του έμενε ακατανόητο για μένα»...
Η  παραπάνω εμπειρία του όπως περιγράφεται από τον ίδιον, αναφέρεται στην εντύπωση που του προκάλεσε ένας πίνακας του που ήταν  κρεμασμένος ανάποδα. Ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει την αναζήτηση της έκφρασης της «εσωτερικής αναγκαιότητας», μέσα από τις εκφραστικές και συμβολικές ενώσεις του χρώματος, το ρόλο της γραμμής, του σημείου και την αλληλο- προσαρμογή τους στη ζωγραφική επιφάνεια, στον καμβά..
«Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που κάνει μέσου του ενός ή άλλου πλήκτρου την ανθρώπινη ψυχή να δονήσει επωφελώς.»
Η φόρμα μπορούσε να έχει αυτόνομη ύπαρξη. Το χρώμα δεν επιτρέπει το ίδιο  να επεκτείνεται χωρίς περιορισμό. Κάθε χρώμα έχει τη δική του εσωτερική δόνηση και ήχο. Η φόρμα (πχ ένα γεωμετρικό σχήμα) μπορεί να αποτελεί μια οριοθέτηση. Κάθε αντικείμενο είναι ένα ον με τη δική του ζωή και την  αναβλύζουσα από αυτήν ενέργεια. Ένα τρίγωνο, ένας κύκλος είναι ένα ον με το δικό του ήχο. Η εσωτερική αναγκαιότητα καθοδηγεί τον καλλιτέχνη στην κατάλληλη επιλογή και συνδυασμό χρώματος - φόρμας – αντικειμένου.  Σκοπός η προσέγγιση της ανθρώπινης ψυχής.
Οι ιμπρεσιονιστές πάλευαν με τις εναλλαγές του φωτός και την χρωματική αναζήτηση. Οι κυβιστές με την αυστηρότητα της μορφής. Ο Καντίνσκι  συνδύαζε τη μορφή και το χρώμα με την εσωτερική του ανάγκη να εκφράσει το ιδεατό, το πνευματικό, μακριά από το φαινομενικό των πραγμάτων. Συγγραφικά χρησιμοποιεί και σαν πηγές του τη σκέψη των αρχαίων φιλοσόφων (πχ Ηράκλειτος) αλλά και αξιόλογους θεοσοφιστές (πχ. Μπλαβάτσκυ).
Στα έργα του δεν χρησιμοποιεί τόσο τα σύμβολα που λειτουργούν ως συναίσθημα αλλά είναι μια ζωγραφική απόδοση της μουσικής! Πχ ενός κοντσέρτου για πιάνο του Schoenberg, που εισήγαγε τη 12φωνική κλίμακα στη μουσική, ως εξέλιξη της 7τονης. Πολλοί ερευνητές συγκέντρωσαν στοιχεία που απεικονίζουν την αύρα και τις χρωματικές αποχρώσεις και δονήσεις στο χώρο, αρχικά από σχέδια ενορατικών. Αργότερα αυτό αποδείχτηκε μέσα από την απεικόνιση και φωτογράφιση της αύρας με τη μέθοδο Kirlian. Από την θεωρία του Καντίνσκι ξεκίνησαν να γίνονται πειράματα και μελέτες σχετικά με τη θεραπευτική δύναμη των χρωμάτων, μέσα απο την εσωτερική δόνηση τους και την φυσική, ψυχική και πνευματική κατάσταση προς την οποία ωθούν τον άνθρωπο που εκτίθεται στην επίδρασή τους.
Το γαλάζιο του  ουρανού συσχετίζεται με τον ήχο του αυλού, του φλάουτου, του βιολοντσέλου. Ανύψωση προς τον ουρανό, αφοσίωση, ευλάβεια. Ο Kandinsky αντίστοιχα μιλά για την πνευματική επενέργεια των χρωμάτων, αποδίδοντας στο κίτρινο, το θερμότερο χρώμα, τις ιδιότητες της υπέρβασης των ορίων προς τον άνθρωπο, τη διάχυση προς το περιβάλλον, τον οξύ ήχο της σάλπιγγας, που το ανθρώπινο αυτί δεν αντέχει για πολύ, και το μάτι αναζητά την ηρεμία στο βαθύ μπλε (ψυχρό χρώμα).
Το ανοιχτό μπλε, ως ουράνιο χρώμα, έχει τον ήχο του αυλού, το σκούρο του τσέλου και το βαθύ του κοντραμπάσου. Το κόκκινο εκπέμπει ενσυνείδητη τεράστια δύναμη, σχετίζεται με τη γη και τη φωτιά, την ανδρική ωριμότητα, με τον παθιασμένο ήχο του τσέλου και την αγνή χαρά με τον ήχο του βιολιού.
Η αντιστοιχία στην απεικόνιση των 3 βασικών χρωμάτων με τα 3 βασικά σχήματα δεν είναι τυχαία. Το μπλε εκφράζει καλύτερα τη φύση του σε ένα κύκλο. Το τετράγωνο εκφράζει το σταθερό, σωματικό στοιχείο του πάθους που ζωντανεύει και παίρνει το χρώμα της δράσης, της φωτιάς,  το  κόκκινο. Το κίτρινο γίνεται περισσότερο οξύ σε ένα τρίγωνο, που ανυψώνεται και, όπως ο ήλιος, εκπέμπει τη λάμψη του προς όλες τις κατευθύνσεις. Αν ζωγραφίσει κάποιος 2 ίδιους κύκλους και βάψει τον ένα κίτρινο και τον άλλο μπλε, αντιλαμβάνεται κοιτώντας τους πως το κίτρινο ακτινοβολεί, παίρνει μία κίνηση από το κέντρο και πλησιάζει σχεδόν εμφανώς τον άνθρωπο. Εξωστρεφής κίνηση. Το μπλε αναπτύσσει μια συγκεντρωτική κίνηση, όπως ένα σαλιγκάρι, και απομακρύνεται από τον άνθρωπο.
Στο βιβλίο του Αριστοτέλη «Μικρά Φυσικά» γράφει ότι το χρώμα είναι αυτό το ίδιο όριο. «Οι Πυθαγόρειοι ονόμαζαν την επιφάνεια του σώματος χρώμα (χροιά). Το χρώμα υπάρχει στο όριο. Ακόμα, κληροδότημα των Πυθαγόρειων είναι ότι τα 7 είδη χρώματος είναι σε αναλογία προς τις 7 νότες του επτάχορδου!! Στο «Περί Ψυχής» του Αριστοτέλη γράφει ότι η γραμμή, όταν κινηθεί, παράγει επιφάνεια και το σημείο, όταν κινηθεί, παράγει γραμμή, άρα οι κινήσεις των μονάδων της ψυχής θα είναι γραμμές!!!
Πάλι, σύμφωνα με  τον Αριστοτέλη, μόνο στο φως είναι ορατό κάθε χρώμα κάθε πράγματος. Επιδεκτικό χρώματος είναι το άχρωμο, και ήχου το χωρίς ήχο. Η ουσία του χρώματος είναι να παράγει κίνηση στο κατ'ενέργεια διαφανές. Εντελέχεια του διαφανούς είναι το Φως.
Ο Καντίνσκι στη ζωγραφική, ψάχνει και βρίσκει τις βάσεις για μια νέα ζωγραφική με πηγή έμπνευσης και πυρήνα την ανύψωση του πνεύματος. Στη θεωρητική ανάλυση «Σημείο - γραμμή - επίπεδο αναφέρει ότι γραμμή είναι το σημείο σε κίνηση. Αποδίδονται διαφορετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ευθεία και στην καμπύλη, ενώ ο κύκλος είναι το τέλειο σχήμα, καθώς όλα τα σημεία ισαπέχουν από το κέντρο του. Για το λευκό και το μαύρο λέει: «.. οι  2  μεγάλες δυνατότητες της σιωπής, εκείνη του θανάτου (μαύρο) και εκείνη της γέννησης (λευκό)».
Ο Καντίνσκι ακολουθεί το λόγο του Σωκράτη «Γνώθι σ 'αυτόν!».
Στην περίοδο  παρακμής στον κόσμο,  βλέπει  ένα μεγάλο  τρίγωνο πνευματικής ζωής. Ένα τρίγωνο που ακόμα και σε περιόδους που βασιλεύει ο υλισμός και το σκοτάδι, αυτό κινείται αργά αλλά σταθερά, με ακατανίκητη δύναμη, προς τα εμπρός και προς τα πάνω. «Στην  ανώτατη  αιχμή  του  βρίσκεται μερικές φορές ένας μόνο άνθρωπος.  Και εκείνοι που είναι αμέσως δίπλα του, δεν τον καταλαβαίνουν. Εξοργισμένοι τον αποκαλούν απατεώνα ή τρελό. (Όσον  αφορά  την τέχνη βλέπε Βαν Γκογκ, ιμπρεσιονιστές κτλ)
Περίοδοι στις οποίες η τέχνη δεν έχει κανέναν εκπρόσωπο που να στέκεται ψηλά.. είναι περίοδοι παρακμής στον πνευματικό κόσμο.. Πέφτουν αδιάλειπτα ψυχές και ολόκληρο το τρίγωνο φαίνεται ακινητοποιημένο… σαν να κινείται προς τα κάτω και προς τα πίσω.  Οι άνθρωποι (τότε) έχουν μιαν ιδιαίτερη αποκλειστική εκτίμηση σε εξωτερικές επιτυχίες. Ενδιαφέρονται για υλικά μόνον αγαθά… που μόνο το σώμα εξυπηρετούν… σαν ένα μεγάλο κατόρθωμα.
Οι πνευματικές δυνάμεις υποτιμούνται στη καλύτερη περίπτωση ή δεν γίνονται καθόλου αισθητές. Απομονωμένοι…. και οραματιστές χλευάζονται και θεωρούνται σαν μη κανονικοί πνευματικά. Οι σπάνιες ψυχές, που δεν μπορεί να τις τυλίξει ο ύπνος και αισθάνονται μια απαίτηση για γνώση και προχώρημα, ηχούν μέσα στην βαρύγδουπη υλιστική χορωδία, απαρηγόρητες…. Πέφτει η πνευματική νύχτα βαθμιαία. Η τέχνη που ζει… μιαν εξευτελιστική ζωή, χρησιμοποιείται για υλιστικούς αποκλειστικά σκοπούς». Όμως, «Το πνευματικό τρίγωνο κινείται αργά και σταθερά, με ακατανίκητη δύναμη προς τα εμπρός και προς τα πάνω. Έρχεται ο Μωυσής από το Βουνό, βλέπει το χορό γύρω από τον χρυσό μόσχο. Φέρνει όμως μαζί του μια καινούρια σοφία στους ανθρώπους».
«Έρχεται ο Μωυσής, και ο λόγος του ακούγεται πρώτα από τον καλλιτέχνη. Ασυνείδητα στην αρχή και έπειτα ακολουθεί το κάλεσμα και αναρωτιέται. Πώς, και μέσα στο ίδιο το ερώτημα βρίσκεται ο σπόρος της θεράπευσης; Η ψυχική διέγερση του καλλιτέχνη κάνει το πιο επεξεργασμένο βίωμά του να αναβλύσει, μπαίνοντας στο δρόμο να ξαναβρεί το χαμένο Τι, την ψυχή της τέχνης, που θα προσφέρει στο σώμα της (το Πώς), τη δυνατότητα να ζήσει μια πλήρη και υγιή ζωή, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος ή ένας λαός.   Το  τι  σημαίνει  το  τι  θέλει  να  πει  ο  καλλιτέχνης  με  το  έργο  του,  το  νόημα  δηλαδή  του  έργου  του  και  το  ΠΩΣ,  σημαίνει  πως  το  φτιάχνει. Την  τεχνοτροπία  τα  υλικά  κτλπ.
Η σοφία  του  κάθε  «Μωυσή»  ή  του  ανθρώπου  που,   να  το  πούμε  αλλιώς,  που  θέλει  να  βλέπει   τη  ζωή  σαν   καλή  τέχνη,  προφητική,  αποκτιέται  και   στο  «βουνό»  με   τη  σιωπή  της  βοής  του  έξω  κόσμου  που   επιτρέπει  να  ακουστεί  η  εσωτερική  του  φωνή  (ο  Θεός  που  βρίσκεται   μέσα  του)  με  την  ευθύνη  να  την  μεταφέρει  έξω  του,  στους  άλλους.   Το  ζητούμενο  στην   τέχνη  της  ζωής  δεν  μπορεί  να  είναι  άλλο,   όπως  και  αν  εκφράζεται  ή  ονομάζεται αυτή,  σε  όλες  τις  εποχές,  συνειδητά  ή  ασυνείδητα  από  το  να  νικήσει    τον  χορό  του  κόσμου  γύρω  από  τον  χρυσό  μόσχο  (την  λατρεία  της  ύλης  απέναντι  στο  πνεύμα).  Οπωσδήποτε  όμως  χωρίς  βία.  Είναι  η  αναζήτηση  του «Τι»  κατά  τον  Καντίσκυ  που  προπορεύεται  και  οδηγεί  το  «Πως».   Το «Τι»  έχεις  να  πεις  με  αυτό  που  κάνεις,  ορίζει  το  «Πως»  θα  το  κάνεις.  Και  αυτή  την  γνώση  και  την  ελευθερία  θέλησαν  να  δώσουν  οι  καλλιτέχνες  με   τα  νέα  κινήματα  αρχής  γενομένης  από  την  αφαίρεση  και  τον  Καντίσκυ.  Και  αυτό  το  «Τι»  και  το  «Πως»  για  να  έχει  αποτελέσματα,  δεν  μπορεί  να  απομονώνεται  στην  δουλειά  του  καλλιτέχνη,  αλλά  «να  υποστηρίζεται   και  από  όλη  τη  ζωή  του»  κατά  τον  Στέφεν  Κόβευ.
ΜΑΡΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ
Πηγή

“ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ” του Παντελή Πρεβελάκη

“ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ” του Παντελή Πρεβελάκη



Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Α Φ Ε

Πηγή
Το Ρέθυμνο των αρχών του αιώνα κουβαλά ιστορία, βενετσιάνικα και τουρκικά παράσημα· πόλη «τω γραμμάτω» που έλεγε κι ο Καζαντζάκης, πόλη με αρχοντιά και κουλτούρα, με παράδοση και λαϊκότητα.  

Σφακιανή πίτα:
Παντελής Πρεβελάκης
“Το χρονικό μιας πολιτείας”
1938 

            Αν ο Κοροβίνης στην προηγούμενη ανάρτηση καταπιάνεται με μια ζωντανή μεγαλοπολιτεία όπως η Κωνσταντινούπολη και η Δούκα στο “Αθώοι και φταίχτες” αναπολεί τα παλιά Χανιά, ο Πρεβελάκης ήδη από το 1938 θέτει σε πρωταγωνιστικό ρόλο τη γενέτειρα πόλη-του, μια μικρή επαρχιακή σε γεωγραφία και σε νοοτροπία πολίχνη, μια πόλη που είχε βγει από την οθωμανική κατοχή μόλις πριν από 25 χρόνια, το Ρέθυμνο.
            Η αφήγηση ξεδιπλώνεται με βάση τοπικές και χρονικές παραμέτρους αλλά και με ιστορικές, λαογραφικές, ανθρωπολογικές μεταβλητές. Στην αρχή το κείμενο ξεκινά με μια γεωγραφική αποτύπωση, δοσμένη λογοτεχνικά σαν η πόλη να είναι ένα ζωντανό πλάσμα που τεντώνεται. Κι από το σκηνικό ο συγγραφέας περνάει στους ανθρώπους, στον ρεθεμνιώτικο λαό που περιλαμβάνουν άρχοντες και μεροκαματιάρηδες, απογόνους Βενετών και Τούρκων, Σμυρνιούς πρόσφυγες και πολυταξιδεμένους εμπόρους, Μαλτέζοι τρατάρηδες και Ευρωπαίοι εμιγκρέδες, άνθρωποι που έχουν τα μαγαζιά-τους στις μεγάλες στράτες της παλιάς πόλης, εκεί που σύχναζαν όλοι οι Ρεθυμνιώτες σαν σε πολύβουη αρχαία αγορά, ή που συντόνισαν τη μοίρα-τους μ’ αυτή της Μεγαλονήσου.  
            Έτσι, χωρίς να το καταλάβει ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε μια κρητική τοιχογραφία, όπου ιστορούνται καθημερινές συνήθειες και κουβέντες, εμπορικά αλισβερίσια και παραδόσεις, θρησκευτικές τελετουργίες και πατροπαράδοτα έθιμα. Η τοπογραφία ανοίγεται με πάμπολλες αναδρομές στη ζωή επιφανών Ρεθυμνιωτών κι έτσι το κείμενο αποκτά ιστορικό βάθος και η «άψυχη» πόλη επ-ανδρώνεται και αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά μέσω των κατοίκων-της.
            Το βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η αγάπη, η αναπόληση, η γενναιόδωρη στοργή που δείχνει ο Πρεβελάκης για την πόλη-του, όπως αυτή παρουσιάζεται από το 1898 ως τη δεκαετία του ’20. Τη χαϊδεύει σαν γυναίκα, την περιγράφει σαν ερωμένη, την σέβεται σαν γιαγιά που τον ανέθρεψε και του έδωσε το πρίσμα για να κοιτάζει τον κόσμο. Κι ο κόσμος του Ρεθύμνου είναι ιστορικός και αρχοντικός, είναι πολυπολιτισμικός και διαφυλετικός. Οι Τούρκοι που ζουν εκεί από τον 17ο αιώνα, όταν έπεσε η Κρήτη στα χέρια-τους, οι εξελληνισμένοι Βενετσιάνοι, που την είχαν πριν, και τώρα θυμούνται τα μεγαλεία-τους μέσα από τα ονόματά-τους και τα αρχιτεκτονικά μοτίβα που σκόρπισαν στα κτήρια, οι Ρωμιοί, ντόπιοι από την αρχαία Ρίθυμνα που έζησαν μέσα από τη Ρωμαιοκρατία, το Βυζάντιο, την Ενετοκρατία και την Οθωμανική κατοχή, όλες αυτές τις εποχές που άφησαν κάτι στην κουλτούρα-τους μέχρι και την απελευθέρωση.
            Η γλώσσα του Πρεβελάκη θυμίζει πολύ τη γλώσσα άλλων δημοτικιστών της γενιάς του ’30, απλή όσο και πλουμιστή, λαϊκή όσο και “σπουδασμένη”, λογοτεχνική όσο και ακριβής, τοπική όσο και πανελλήνια, με μια ζέστη που αναδίδεται από τα ίδια τα πράγματα. Με τον τρόπο της αφήγησης και της γλώσσας μεταφέρεται η συγκίνηση μιας κοινωνίας που ζούσε ισορροπημένα, παρά τις επαναστάσεις και τις συγκρούσεις, τον πόνο ενός ανθρώπου που νιώθει ότι αυτός ο κόσμος χάνεται.

"Σύμμικτα" [18-20] Δημήτρης Νικηφόρου



                                                                          [18]   


Humpty Dumpty sat on a wall,
Humpty Dumpty had a great fall;
All the king's horses and all the king's men
Couldn't put Humpty together again.

Lewis Carroll's Through the Looking-Glass (1872)
(Λιούις Κάρολ, Μέσα από τον καθρέφτη)    

Γνωρίσαμε τον κύριο Χάμπτυ Ντάμπτυ (Humpty Dumpty) ως το ανθρωπόμορφο αυγό που μιλά και φιλοσοφεί πάνω στη γλώσσα και πολλά άλλα ζητήματα, στο Through the Looking - Glass and what Alice found there (Μέσα στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί, 1872) του Άγλλου συγγραφέα, φωτογράφου, κληρικού και μαθηματικού, Τσάρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson, 1832 - 1898), ή Λιούις Κάρολ (Lewis Carroll), όπως έγινε γνωστός με το φιλολογικό του ψευδώνυμο. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα του είναι Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων και τα ποιήματα Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the Snark) και Jabberwocky.

Όμως ο χαρακτήρας Χάμπτυ Ντάμπτυ  ήταν ήδη δημοφιλής από ένα παλιό Αγγλικό παιδικό τραγουδάκι στα τέλη του 18ου αιώνα και ο σκοπός, η μελωδία του, από το 1870, στο έργο του William Elliott «National Nursery Rhymes and Nursery Songs»Από τις πιό γνωστές φιγούρες στον αγγλόφωνο κόσμο, ο Χάμπτυ Ντάμπτυ έχει πιθανόν ακόμη παλαιότερες αν και αδιευκρίνιστες ετυμολογικές ρίζες, που έχουν κατά καιρούς γίνει αντικείμενο πολλαπλών και διαφορετικών ερμηνειών ως προς την αυθεντικότητα και σημασία τους. Μία από αυτές τις εκδοχές, που θεωρώ αρκετά πιθανή και ιστορικά γνήσια, είναι αυτή του ιστότοπουColchester tourist board, ο οποίος από το 1996 προσδιορίζει τις ρίζες του τραγουδιού στο όνομα και την ιστορία ενός μεγάλου κανονιού τοποθετημένου στην εκκλησία St Mary-at-the-Walls, το 1648, στην πόλη του Κόλτσεστερ, λίγα μόλις μίλια έξω από το Λονδίνο.

Το κανόνι είχε στηθεί εκεί από τους βασιλικούς υπερασπιστές του θρόνου, κατά την διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους κοινοβουλευτικούς, στον Αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642 -1651). Τότε το Κόλτσεστερ ήταν μια περιτειχισμένη πόλη, με κάστρο και αρκετές εκκλησίες και η ιστορία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ψηφιακού τουριστικού οδηγού, λέει πως το κανόνι αυτό αποκαλείτο Humpty Dumpty και είχε τοποθετηθεί στρατηγικά στο τείχος που εφάπτετο με την εκκλησία ώσπου μια κανονιά από τους πολιορκητές γκρέμισε το τείχος κάτω από τον Humpty Dumpty προκαλώντας την πτώση του στο έδαφος. Οι άνδρες του βασιλιά«all the King's men», προσπάθησαν με τα χέρια και την βοήθεια των αλόγων τους να ανασύρουν το κανόνι και να το στήσουν σε άλλο σημείο του τείχους αλλά λόγω του μεγάλου βάρους του στάθηκε αδύνατον «All the King's horses and all the King's men couldn't put Humpty together again».


Ας δούμε έναν χαρακτηριστικό διάλογο μεταξύ του φιλόσοφου αυγού και της Αλίκης πριν

προχωρήσουμε σε κάποια συμπεράσματα για την σημειωτική στην γλώσσα του Κάρολ :

«Αδιαπερατότητα! Αυτό λέω εγώ!»
«Μου λες, σε παρακαλώ, τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Αλίκη.
«Επιτέλους μιλάς λογικά», είπε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ άκρως ικανοποιημένος.
«Με το "αδιαπερατότητα" εννοώ ότι αρκετά μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα και θα ’ταν καλύτερα να μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις μετά, αφού φαντάζομαι ότι δεν σκοπεύεις να μείνεις εδώ όλη σου τη ζωή».
«Σαν πολλά να σημαίνει μία μόνο λέξη», είπε η Αλίκη σκεφτική. 
«Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη», είπε ο Χάμπτυ - Ντάμπτυ κάπως σαρκαστικά, «σημαίνει αυτό που επιλέγω να σημαίνει. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο».   
«Το ζήτημα είναι», είπε η Αλίκη, «αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα». 
 «Το ζήτημα είναι», είπε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ, «ποιος τις διαφεντεύει, αυτό ’ναι όλο».

Στο σύμμικτο 16 αναφέρθηκε η λεξιπλασία του Χλέμπλινκωφ, με το πλήθος νεολογισμών και νεοσύστατων λέξεων στην ποιητική του γραφή. Σημειώθηκε ότι στο δεύτερο γλωσσικό του μοντέλο, την «αστρική γλώσσα», χρησιμοποιούσε την alliteracion (παρήχηση: σχήμα λόγου που συνίσταται στην επανάληψη (μέσα στον ίδιο στίχο ή στην ίδια φράση) όμοιων ή ομόηχων φθόγγων, συλλαβών ή λέξεων, π.χ. «Tραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτραγουδισμένο», «Εγέλα ο γιαλός γάλα όλος») δημιουργώντας έτσι λέξεις εικόνες, όπως ακριβώς ο Κάρολ μολονότι εξέφραζε κάτι πολύ διαφορετικό, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα. Είναι σχεδόν κάτι ανάλογο με αυτό που συναντάμε στην ιδιότυπη γλώσσα τουΤζαίημς Τζόϋς  όπου, τόσο στον «Οδυσσέα» όσο και ειδικότερα στο «Finnegans Wake», δείχνει όλη του τήν περιφρόνηση για τους γλωσσικούς κανόνες. Η γλώσσα του είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, ακολουθώντας κατά κάποιο τρόπο την συνειρμική ακολουθία ενός ονείρου, με πλήθος από λογοπαίγνια που κατασκευάζει σε διάφορες γλώσσες. Όμως, ενώ ασφαλώς και τα δύο βιβλία περιέχουν αρκετά μέρη όπου η λεγόμενη τεχνική της ροής της συνείδησης εμφανίζεται στην γραφή τους, με αποτέλεσμα την διάλυση του μύθου και την καταστρατήγηση της πλοκής, που μετατρέπουν τον λόγο του σε δυσεπίλυτο σταυρόλεξο, γίνεται εξίσου αντιληπτό σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση πως και στα δυο έργα περιέχονται πολύ περισσότερα "στέρεα", αν και ανομοιογενή, υλικά.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στην ουσία, που δεν είναι άλλη από το ότι τελικά οι έννοιες των λέξεων, όπως σαφώς αφήνει να εννοηθεί πιο πάνω ο αυγουλοφιλόσοφος και αλχημιστής του λόγου Χάμπτυ Ντάμπτυ (σκέφτομαι εδώ το κοσμικό αυγό ή φιλοσοφική λίθο των αλχημιστών), στερούνται αντικειμενικού προσδιορισμού.Προσανατολίζονται προς τα «αντι-κείμενα» και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις προσωπικές μας επιλογές ή σκοπιμότητες. Εξίσου ανάλογα με την ευαρέσκειά μας ή την τυχόν δυσαρέσκειά μας (lust und unlust) που ως πρωταρχικά και βαθύτερα συναισθήματα καθορίζουν ακόμη την φίλια ή εχθρική στάση μας. Τα δε αντικείμενα απλώς «χρωματίζονται» μονόλογα (εκ μέρους μας).

Με άλλα λόγια οι ποικίλοι χαρακτηρισμοί, καθώς και οι ταξινομήσεις μας, δεν συνιστούν ιδιότητες των πραγμάτων, αλλά ανθρώπινες προβολές επάνω τους με τη διαμεσολάβηση αφενός μεν «εννοιών», «ιδεών», «αξιωμάτων», «ιδεολογιών» και  «υποθέσεων εργασίας», εξίσου «μύθων», «συμβόλων» και «παραμυθιών» (θρησκευτικής ή όχι υφής αδιακρίτως, λ.χ. το Έθνος), αφετέρου δε της δημιουργικής φαντασίας, δίκην «καλλιτεχνήματος». Ειδάλλως αυτά «καθαυτά» τα αντικείμενα δεν είναι παρά μόνον αυτό που… είναι! όπως το ίδιο είναι και οι επιλογές και οι αποφάσεις μας – παρεμπιπτόντως. Δηλαδή, καθώς φαίνεται (εκ νέου) οικοδομούμε στο κενό και διαμορφώνουμε νόμους, θεσμούς, ήθη, έθιμα αλλά και καταστάσεις, συμπεριφορές, κλπ. κατά το δοκούν, και, εν κατακλείδι, αυθαιρέτως.

Ο Carroll, μέσα από τα βαθιά φιλοσοφημένα «παραμύθια» του, όρισε την σημειωτική πολύ πριν από τον Lacan κ' άλλους φιλοσόφους και γλωσσολόγους, αλλά και την εξουσιαστική, παραπλανητική δύναμη του λόγου... όπως κάνει εδώ με αυτές τις φράσεις της Αλίκης και του βαθυστόχαστου αυγού του: Αλίκη :«Το ζήτημα είναι μάλλον αν μπορείς να αναγκάσεις τις λέξεις να σημαίνουν πολλά διαφορετικά πράγματα». - «Το ζήτημα είναι», είπε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ, ποιός τις διαφεντεύει, αυτό ’ναι όλο».  Συχνά, στην εποχή μας, ο «Humpty Dumpty» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Γι αυτό προσεκτικά σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παραφράσουμε την σημασία... Για παράδειγμα, συνηθίζεται πολύ τελευταία με την οικονομική κρίση ο όρος«Humpty Dumpty Economics» με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλες οι πολιτικές εκείνες που δημιούργησαν την παγκοσμια οικονομική κρίση. Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο (πρόσφατο) παράδειγμα για τη χρήση του καημένου του Humpty Dumpty που γενικά, όταν χρησιμοποιείται ως μεταφορά, σημαίνει μια ζημιά ή καταστροφή που δεν επανορθώνεται...

Κλείνω το σχόλιο με το πνευματώδες απόσπασμα του Βιθέντε Ρομάνο, με το οποίο ξεκινά το βιβλίο του «Η γλωσσική παραπλάνηση. Η διεστραμμένη χρήση της γλώσσας». Στις διακόσιες σελίδες του ο βετεράνος αυτός διδάκτωρ Δημόσιας Επικοινωνίας εκθέτει τη λειτουργία του συστήματος της χειραγώγησης μέσω αυτού που ονομάζει «διεστραμμένη χρήση της γλώσσας». Έτσι, διαπιστώνουμε για παράδειγμα ότι στις ειδήσεις οι καλοί «επιβεβαιώνουν» και «προειδοποιούν», ενώ οι κακοί «παραπλανούν» και «απειλούν». Οι βόμβες, όταν επιδιώκεται να δικαιολογηθεί ένας πόλεμος (που δεν θα ονομαστεί πόλεμος, αλλά «εκστρατεία» ή «απελευθέρωση»), είναι «έξυπνες» και, κατά τρόπο βουκολικό, λαμβάνουν την επωνυμία «μαργαρίτα» ή «διασποράς» και δεν πέφτουν εκεί που υπάρχει κόσμος, αλλά στο «θέατρο των επιχειρήσεων», επομένως δεν σκοτώνουν αθώους παρά μόνο προκαλούν «επιπτώσεις».

Επίσης, προκειμένου να μην προκληθεί ανησυχία όταν πέφτει το Χρηματιστήριο, λέγεται ότι σημειώθηκε «αρνητική άνοδος». Καθώς λοιπόν ο Ρομάνο αρνείται να συμβιβαστεί με τη νέα επικοινωνιακή τάξη που έχει επιβληθεί στη γλώσσα, μιλάει για «καπιταλιστικό λόγο», για «προπαγάνδα» και για «ουτοπία». Λέξεις που η κυρίαρχη γλώσσα έχει σχεδόν κατορθώσει να εξαλείψει από το λεξιλόγιό μας.

                                                                       [19]



«H ελευθερία, Σάντσο, είναι ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά που χάρισαν οι αιώνες στον άνθρωπο. Καλότυχος σ΄ όποιον ο Θεός έδωσε ένα κομμάτι ψωμί, δίχως να έχει να το χρωστάει σε κανέναν παρά στον ουρανό.»
                            (Απόσπασμα απ΄ τον «Δον Κιχώτη» του Μιγκέλ ντε Θερβάντες)


Ο Δον Κιχώτης (Don Quixote de la Mancha - Δον Κιχότε δε λα Μάντσα), με πλήρη τίτλο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha («Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας») είναι το κλασικό λογοτεχνικό έργο του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra, 1547 - 1616). Κατά την προσωπική μου άποψη, όποιος έχει διαβάσει τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες καλό θα είναι να διαβάσει επίσης και το εξαίρετο αφηγηματικό φιλοσοφικό δοκίμιο του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (Miguel de Unamuno y Jugo, 1864-1936) : Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο, σύμφωνα με τον Μιγκέλ Θερβάντες ( Vida de Don Quijote y Sancho según Miguel de Cervantes Saavedra, 1914). Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 Απριλίου 1616 και τάφηκε στις 23 ενώ δέκα μέρες μετά έφυγε από τη ζωή και ο Σαίξπηρ οι ημερομηνίες συμπίπτουν καθώς εκείνη την εποχή χρησιμοποιούνταν διαφορετικά ημερολόγια στις δύο χώρες (Γρηγοριανό - Ιουλιανό)] και η ημερομηνία θανάτου τους, η 23η Ιουλίου, έχει ανακηρυχθεί από την Unesco ως η Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. 

Πολλοί αρέσκονται να σημειώνουν ότι ενώ η ζωή του και ο ίδιος ο Θερβάντες βρίσκονται μέσα στον Δον Κιχώτη, ο Σαίξπηρ αντίθετα πέρασε μια ήρεμη ζωή, εισπράττοντας τα δικαιώματά από τα έργα του που παίζονταν με μεγάλη πάντα επιτυχία στο Globe Theater, αποφεύγοντας τις δοσοληψίες με τις αρχές, που είχαν μεριμνήσει για τη δολοφονία του Κρίστοφερ Μάρλοου, τα βασανιστήρια του Τόμας Κυντ, το στιγματισμό του Μπεν Τζόνσον, οικοδομώντας στην γαλήνη μιας ανωνυμίας, τα τρομερά και τα απύθμενα ενός Μάκβεθ και ενός Ληρ, και διασκεδάζοντας συγχρόνως με έναν Φάλσταφ ή μια Καλοκαιριάτικη Νύχτα. Αυτή η σύγκριση καταδεικνύει τις δύο όψεις της ευρωπαϊκής, αλλά και παγκόσμιας, λογοτεχνίας: εκείνη που ξεχύνεται από τα του βίου και εκείνη που αποδίδει βίουςΟ Τόμας Μαν, που ανήκει στην πρώτη κατηγορία, λέγεται πως ταξιδεύοντας με το υπερωκεάνιο προς τη Νέα Υόρκη, είδε στον ύπνο του τον Δον Κιχώτη, ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του Νίτσε-Ζαρατούστρα. Και ο Γουίλιαμ Φώκνερ,που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, έλεγε πως διάβαζε κάθε χρόνο τον Δον Κιχώτη, όπως άλλοι διαβάζουν τη Βίβλο. Με άλλα λόγια, και από τις δυο όχθες, ο Θερβάντες -και μέσω αυτού ο Δον Κιχώτης - δεν αποφεύγεται.

Υπέροχο συμπλήρωμα εικόνας και λόγου στα παραπάνω, αποτελεί η εξαιρετική από καθε άποψη ποιητική μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη, το 1957, από τον μεγάλο Γκριγκόρι Κόζιντσεφ (Grigori Kozintsev, 1905 - 1973). Με μια καίρια επιλογή μερικών μόνο απ’ την πληθώρα των επεισοδίων του βιβλίου, με τη βοήθεια ενός μεγάλου φωτογράφου, του Αντρέ Μοσκβίν (φωτογράφος του Ιβάν ο Τρομερός) και κυρίως με την αξεπέραστη τέχνη ενός απ’ τους μεγαλύτερους ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου, του αγαπημένου τουΑϊζενστάιν, Νικολάι Τσερκάσοφ, ο Κόζιντσεφ ζωντανεύει έναν «ιδαλγό ονειροπόρο»,σοβαρό και θλιμμένο σαν φιγούρα του Βελάσκεθ και αστεία μεγαλόπρεπο σαν παλατιανό του Γκόγια. Έτσι ο Κόζιντσεφ αποτύπωσε τη δική του εκδοχή, με ένα έξυπνο και πανέμορφο αριστύργημα, θεμελιώνοντας την δραματική του τριλογία που ολοκληρώθηκε αργότερα με τον Άμλετ (1964) και τον βασιλιά Ληρ (1971).

Λίγο πρίν πεθάνει, κυριολεκτικά από τη κλίνη του θανάτου, ο δονκιχωτικός στον βίο του Μιγκέλ ντε Θερβάντες βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να χαριτολογήσει γράφοντας στον προστάτη του, κόμη του Λέμος, τους εξής στίχους:

«Με το πόδι στον αναβολέα βαλμένο
Με την προσμονή του θανάτου
Μέγα Κύριε, για σε γραμμένο».


                                                                   [20]


Κατακλείδα του προηγούμενου σχολίου αυτές οι σκέψεις : Εχω πολλές φορές αναρωτηθεί πόσοι άραγε είναι αυτοί, μέσα σε γενιές και γενιές αναγνωστών, που υποψιάστηκαν 

αν δεν κατάλαβαν στα σίγουρα ότι ο αφηγητής Θερβάντες, ο ευφάνταστος Δον Κιχώτης της Μάντσας και ο στερούμενος φαντασίας Σάντσο Πάντσα είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο ίδιος άνθρωπος! Τάχατες ο Θερβάντες να το γνώριζε από την αρχή ή το ανακάλυψε και ο ίδιος στην πορεία γράφοντας τον πρώτο τόμο το 1605; Ή μήπως, κατά πως δείχνει πιο πιθανό, στη δική μου ματιά, όταν έγραφε τον δεύτερο τόμο αυτή η διαπίστωση τον έκανε να συνειδητοποιήσει σε τι μετατρεπόταν αναγκαστικά το διήγημα που ξεκίνησε;


Μα είτε γνώριζε είτε διαιστάνθηκε την αλήθεια ''στο δρόμο'', αυτό σε τίποτα δεν αλλάζει την ουσία του έργου. Το οικοδόμημα δεν καταρρέει και οι ανεμόμυλοι μπορούν πράγματι να φαντάζουν για τρομακτικοί γίγαντες. Δεν υπάρχουν διαχωρισμοί και απολυτότητες΄ποτέ δεν υπήρχαν καθώς όλοι είμαστε δυνάμει «άλλος»  ή και  «άλλοι»Ακόμη και αυτοί οι άλλοι που διαφέρουν εντελώς από εμάς, ακόμη και αυτοί που περιφρονούμε και θεωρούμε αδιανόητο να γίνουμε ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σαν κι αυτούς στο ελάχιστο. Όλοι μας, ακόμη και οι πιό «απλοί», οι πιό «μονοκόμματοι» είμαστε σύνθετες και πολυδιάστατες υπάρξεις. Περιέχουμε μέσα μας τον «άλλο» και «άλλους» και μάλιστα χωρίς καθόλου να είμαστε σε θέση να ορίσουμε τις συντεταγμένες τους.  Δεν υπάρχει όργανο για τέτοια μέτρηση. Ό,τι θεωρούμε ως «εαυτό» μοιάζει με πυρήνα ατόμου που γύρω του κινούνται αδιάκοπα ο «άλλος» ή οι «άλλοι» σαν υποατομικά σωματίδια.

Είμαστε τελικά, όπως και τα ελαχιστότατα συστατικά μας, «κβαντικές υπάρξεις» κατά κάποιον τρόπο ή ορθότερα κβαντικές σχέσεις. Ούτε εμείς οι ίδιοι - ούτε άλλος κανείς - μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα τη θέση και την ταχύτητα των«ηλεκτρονίων» μας ταυτοχρόνως. Οι «άλλοι», που μας απαρτίζουν, ποτέ δεν γίνονται απόλυτα γνωστοί. Πιθανολογούμε κατά προσέγγιση και όσο προσεγγίζουμε στην μια κατάσταση τόσο η άλλη μας διαφεύγει. Ναυαγούμε σε απροσδιόριστα κύματα που καταπίνουν τη λογική μας, αυτό τουλάχιστον θεωρούσαμε λογικό με τα κοινά μέτρα του νου και της αισθητήριας αντίληψής μας. Ναυαγούμε όμως πραγματικά ή απλώς τσαλαβουτάμε στα απόνερα μιας σκέψης λιμνάζουσας και οξειδωμένης; Την ίδια στιγμή όλα, από το τελευταίο κουαρκ ως τη σταθερή έλλογη μορφή της ύλης, επαναπροσδιορίζονται διαρκώς πια ως σχέσεις πιθανοτήτων και επιλογών. Παραμένει ίσως ακόμη ερωτηματικό αν υπάρχει ή μπορεί να υπάρχει μια καλά κρυμμένη αιτία, μια αιτιοκρατική αρχή σε αυτήν την απροσδιοριστία. Γιατί έτσι και όχι αλλιώς; Καθαρή τυχαιότητα ή αόρατος ντεντερμινισμός αδιαπέραστος ως τώρα από τις πενιχρές διεισδυτικές ικανότητες της νόησής μας; Ή μήπως αμφότερα δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ίδιου νομίσμαστος; Ερωτήματα  «εκ των ων ουκ άνευ» για την φυσική και την φιλοσοφία.

Εάν τέλος έκπληκτοι «παρατηρούμε» το αδύνατο να διανοηθεί, όπως αυτό του ακριβούς εντοπισμού των ηλεκτρονίων σε σχέση με τη θέση και τη ταχύτητά τους και μας τρελαίνει η απόδειξη της δυνατότητας τους να βρίσκονται ταυτοχρόνως σε δυο διαφορετκές θέσεις, τότε η αντίληψή μας για το χώρο και τον χρόνο, στην δική μας μακροσκοπική ύπαρξη, καταρρέει αυτοστιγμής. Και χωρίς αυτές τις δυνατότητες ανάλυσης στην εποχή του, ο Θερβάντες, όπως όλες οι «περίεργες» ιδιοφυίες, «είδε» ενορατικά αυτήν απροσδιόριστη συνάρτηση στην ταυτοπροσωπία Δον Κιχώτη - Σάντσο Πάντσα (Πάνθα, ισπανικά). Αν ο άτολμος και σταθερός στην πεζότητά του Σάντσο είναι ο πυρήνας, τότε ο αιθεροβάμων, υψιπετής ιππότης της Μάντσας είναι το απροσδιόριστο ηλεκτρόνιο και τανάπαλιν. Και οι δυο τους αποτελούν το «άτομο». Αλλά ακόμη και οι στέρεοι πυρήνες διασπώνται και διόλου απίθανο ο ψοφοδεής ακόλουθος να έχει μέσα του, έστω σε λανθάνουσα μορφή, κάτι απο την «έκρηξη» του κυρίου του. Σίγουρα όμως είναι μαζί ένα πρόσωπο ταυτόχρονα σε δυο θέσεις. Μέσα από την μίζερη στατικότητα του Σάντσο Πάντσα αναδεικνύεται στα μάτια μας η «αχαλίνωτη» ορμή του παράλογου Δον Κιχώτη και ταυτόχρονα το αντίθετο. Σε μία σχέση θέσεων και κίνησης μεταξύ τους, που ενώ φαίνεται εξ αρχής συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, είναι στο βάθος θαμπή και απροσδιόριστη.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν κάτι απλό : Γιατί ο πρακτικός, προσγειωμένος και δειλός χωριάτης, ο στερούμενος κάθε ονειροφαντασίας και δίχως μεγαλόπνοα οράματα, ακολουθεί τον τρελό ιππότη στην χιμαιρική του καταδίωξη; Από δουλικότητα; από κουτοπόνηρο, ιδιοτελή υπολογισμό αρχικά όταν ο ευγενής Κιχώτης του τάζει ένα ολόκληρο νησί; από εξαναγκασμό, αφοσίωση ή μήπως κάποια αδιόρατη, ασυνείδητη ανάγκη τον ωθεί στο τρελό όνειρο του ''άλλου'' μέσα του, που η εμφάνιση του ονειροπαρμένου ευπαρίδη τον έχει αφυπνίσει ασυναίσθητα; Μήπως επιθυμεί κι αυτός, ο φουκαράς χωρικός, έστω για μια φορά να «πετάξει» πάνω από τα σύννεφα με τον γάιδαρό του; Πετάει ο γάιδαρος αγαπητέ, αβέβαιε δόκτορα Heisenberg; Μα ναι πιθανόν πετάει! Και από την άλλη γιατί ο ιδαλγός ευγενής, ο νοσταλγός της Ιπποσύνης και κυνηγός της περιπέτειας, ο ρωμαντικός ερωτιδέας της ιδανικής κυράς των παλιών καιρών, ο «φευγάτος»και αλαφροίσκιωτος Δον Κιχώτης παίρνει στην υπηρεσία του, σύντροφο και ακόλουθο των άσκοπων περιπλανήσεών του, ένα άξεστο ανθρωπάκι, χοντρόπετσο και ανίδεο κάθε μεγάλου ιδανικού, φοβισμένο και ανίκανο να «ταξιδέψει» σε κάποιο όνειρο όπως ο κωμικοτραγικός αφέντης του;

Νομίζω πως ο φυσικός και φιλόσοφος της αβεβαιότητας Βέρνερ Χάιζενμπερκ, θα απαντούσε κάπως έτσι :« Μα φίλοι μου είναι απλό... Πώς θα μπορούσε κανείς να ''ταξιδέψει'' οπουδήποτε και καθ' οιονδήποτε τρόπο δίχως τις απροσδιόριστες συντεταγμένες του εαυτού του, τον "άλλο"  ή τούς "άλλους συνταξιδιώ-κ-τες" του να ακολουθούν; Έστω κι αν αυτός ο ίσκιος του "άλλου" μοιάζει να κινείται  αντίθετα, σε διαφορετικό χώρο από σένα στην πραγματικότητα είναι κοινός. Όσο και να χωρίζεται από σένα, μέσα σε μια απροσδιοριστία πιθανοτήτων και αλληλεπιδράσεων, παραμένει στην ουσία πάντα ΕΣΥ! Τρελός ή λογικός, φαντασιοκόπος ή σώφρων, άλλος, ξένος, αδιανόητος, αβέβαιος, διαφορετικός, ενοχλητικός ίσως, μα πάντα Εσύ..!!»

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη

(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, 

όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, 
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν. 
ΠΙΝΔΑΡΟΣ





                                Α'

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις 
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί 
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις 
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.


Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση 
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός 
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει 
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός. 

                                Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια 
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. 
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια... 
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό


ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα 
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... 
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα 
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!


Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα 
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού, 
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα 
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...


Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, 
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, 
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι 
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.


Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες 
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός 
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες 
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. 

                                Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! 
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής 
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα 
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς


τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη 
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς 
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη 
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.


Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο 
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. 
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο 
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:


"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.


Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα 
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια 
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα 
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.


Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος 
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος 
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος 
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.


Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση 
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου 
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση 
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."


Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη 
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού. 
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι 
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.


...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει 

μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς 
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει 
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς... 


                                Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια 
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, 
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια 
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.


Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη 
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί 
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι 
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.


Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι 
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές 
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη 
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...


Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει 
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή. 
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση 
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.


Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια 
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς) 
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια 
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς. 

                                Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; 
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός; 
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει 
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;


Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα 
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά 
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα 
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά


τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, 
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός 
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας 
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.


Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30 

Ερωτικος Λογος large