Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

ἈΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
* Ποιητὲς Ἀνθολογοῦν Ποιητές * 
ἈΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1824-1879)
Ἀφηγητὴς καὶ βάρδος 
 Balaoritis
Στὸν Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη εἶναι ἀφιερωμένη
ἡ 4η ἐκδήλωση τοῦ Δέκατου Τέταρτου Κύκλου
«Ποίηση: Λόγος καὶ Τέχνη 2015-2016»
ποὺ διοργανώνει τὸ Ἴδρυμα
«Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Ποίησης”.
Ὁ ποιητής Κώστας Κουτσουρέλης
θὰ παρουσιάσει τὸν ποιητὴ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη 
καὶ θὰ ἀνθολογήσει τὸ ἔργο του.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015
στὶς 8 μ.μ. στὸ σπίτι τοῦ Τάκη Σινόπουλου
στὴν ὁδό Τάκη Σινόπουλου ἀρ. 22 στὸν Περισσό.



«Πράξη 2» στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου

O συλλέκτης Γιώργος Βογιατζόγλου παρουσιάζει έργα ξεχωριστών Ελλήνων καλλιτεχνών που γεννήθηκαν μεταξύ 1935-45 

«Πράξη 2 - Ζωγραφική 1935-1945». Η έκθεση με έργα της συλλογής Βογιατζόγλου, σε επιμέλεια Χρίστου Χριστοφή, αποτελεί συνέχεια της πρώτης έκθεσης που διοργάνωσε η Πινακοθήκη «Σπάρτη» στη Νέα Ιονία Ατικής, μετά την ίδρυσή της το 2103, με τίτλο «Πράξη 1 - Ζωγραφική 1870-1935». Σημειωτέον ότι η ονομασία «Σπάρτη» παραπέμπει στην πόλη της Μικράς Ασίας, προς τιμήν των γονιών του Γιώργου Βογιατζόγλου. 


Χρόνης Μπότσογλου


Θεόδωρος Μανωλίδης

Βασίλης Σπεράντζας
Όλα τα εκθέματα ανήκουν στη Συλλογή Βογιατζόγλου. Θα εκτεθούν 80 περίπου έργα καλλιτεχνών όπως οι Αλέκος Φασιανός, Σωτήρης Σόρογκας, Γιώργος Δέρπαπας, Σαράντης Καραβούζης, Βασίλης Σπεράντζας, Αλέξης Ακριθάκης, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Αχιλλέας Δρούγκας, Θεόδωρος Μανωλίδης, Νίκος Χουλιαράς, Μιχάλης Μακρουλάκης, Χρόνης Μπότσογλου, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Γιώργος Λαζόγκας, κ.ά. Μέσα από τα έργα της Συλλογής Βογιατζόγλου στόχος είναι να αναδειχθεί ο πλούτος της ελληνικής ζωγραφικής των τελευταίων πέντε-έξι δεκαετιών.

Αλέκος Φασιανός




Αλέξης Ακριθάκης
Η ιστορικός τέχνης Χριστίνα Σωτηροπούλου, σε κείμενό της στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρει: «Η έκθεση έχει ως στόχο να σκιαγραφήσει μια πολύ σημαντική και συχνά αρκετά αμφιλεγόμενη περίοδο της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας, η οποία αρχίζει από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και εκτείνεται ακόμη και πέρα από τα όρια δράσης των λεγόμενων “γενιών του εξήντα και εβδομήντα”... Στην ουσία, τα χρόνια αυτά αποτέλεσαν την αρένα ιδιαίτερα μεγάλων συγκρούσεων, θερμών ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, κοινωνικών μεταβολών και ιδεολογικών ρευμάτων».


Η έκθεση
«Πράξη 2 - Ζωγραφική 1935-1945»
Εγκαίνια: Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου στις 20.00
Πινακοθήκη «Σπάρτη» Γιώργου Βογιατζόγλου: Ελευθερίου Βενιζέλου 63-71, Νέα Ιωνία, Αττική, τηλ. 210 2710472, www.vogiatzogloucollection.gr
Λειτουργεί: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο (11.00-15.00)
Ξεναγήσεις: 21/11, 28/11, 12/12, 09/01 και 23/01 στις 12.30
Είσοδος ελεύθερη


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Αναδρομική έκθεση Απόστολου Κυρίτση




CONTEMPORARY SPACE ATHENS

 Μητροπόλεως 74 Σύνταγμα, 210-3428511
europeanarch.blogspot.gr

Η εσωτερική ενότητα και η επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση





ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ, Επίσκοπος Διοκλείας



Ἔκδ. Συνδέσμου ὑποτρόφων κοινοφελοῦς ἱδρύματος Ἀλέξανδρος Σ. Ὠνάσης.


Ἕνα Βιβλίο γιὰ Ὅλους τους Χριστιανούς.

Τὸ 1782 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἕνας ὀγκώδης τόμος στὰ ἑλληνικὰ ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν (1). Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκδόθηκε δὲν εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν Ἑλληνορθόδοξο κόσμο, ἐνῷ στὴ Δύση τὸ ἔργο παρέμεινε τελείως ἄγνωστο γιὰ πολὺ καιρό. Ἀναδρομικὰ ὡστόσο, εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Φιλοκαλία ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑλληνικὲς ἐκδόσεις ποὺ πραγματοποιήθηκαν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας. Σήμερα, δύο αἰῶνες καὶ πλέον μετὰ τὴν πρώτη της ἔκδοση, ἡ Φιλοκαλία ἐξακολουθεῖ νὰ κυκλοφορεῖ στὸ πρωτότυπο ἀλλὰ καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, ἔχει μεταφρασθεῖ ὄχι μόνον στὶς γλῶσσες τῶν χωρῶν ποὺ παραδοσιακὰ θεωροῦνται ὀρθόδοξες, ἀλλὰ καὶ στὶς περισσότερες δυτικοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Τόσο τὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ οἱ μεταφράσεις ἔχουν κυκλοφορήσει σὲ τακτικὲς ἐπανεκδόσεις στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων σαράντα ἐτῶν. Στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες χῶρες, οἱ πωλήσεις αὐξάνονται κάθε χρόνο. Σὲ πολλοὺς ὀρθόδοξους, ἀλλὰ καὶ σὲ μὴ ὀρθόδοξους κύκλους μιλᾶμε πλέον γιὰ μία «φιλοκαλικὴ» προσέγγιση τῆς θεολογίας ἢ τῆς προσευχῆς, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν αὐτὴ τὴ φιλοκαλικὴ στάση ὡς τὸ πλέον δημιουργικὸ στοιχεῖο τῆς 'Ορθοδοξίας σήμερα.

Ὑπάρχουν ὁρισμένα βιβλία ποὺ μοιάζει σὰν νὰ μὴν ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴ δική τους ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἔκδοσής τους περνοῦν σχεδὸν ἀπαρατήρητα, ἐνῷ ἡ ἐπίδρασή τους γίνεται, ἐμφανὴς μετὰ ἀπὸ δύο ἢ περισσότερους αἰῶνες. Ἡ Φιλοκαλία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα τέτοιο βιβλίο.

Τί εἴδους βιβλίο εἶναι ἡ Φιλοκαλία; Ἡ πρώτη της ἔκδοση, τὸ 1782, κλείνει μὲ μία σελίδα στὰ Ἰταλικά: εἶναι ἡ licenza, δηλαδὴ ἡ ἄδεια δημοσίευσης τὴν ὁποία ὑπογράφουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ λογοκριτὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πάδοβα. Στὴν ἄδεια αὐτὴ γράφουν ὅτι τὸ βιβλίο δὲν περιέχει τίποτε ἀντίθετο στὴν ἁγία καθολικὴ πίστη (contrο la Santa Fede Cattolica), καθὼς καὶ τίποτε ἐνάντια στὶς ἀγαθὲς ἀρχὲς καὶ συνήθειες (contro principi, e buoni costumi)[2]. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ ἡ Φιλοκαλία φέρει αὐτὴ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ σφραγίδα (imprimatur) δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ ἐντελῶς ὀρθόδοξο βιβλίο. Οἱ τριάντα ἕξι διαφορετικοὶ συγγραφεῖς, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων περιλαμβάνονται καὶ τὰ ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 4ο ὡς τὸν 15ο αἰώνα, εἶναι ὅλοι Ἕλληνες ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κασσιανὸ (περ. 430), ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης γνωστὸς ὡς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ ὁ ὁποῖος συνέγραψε τὸ ἔργο του στὰ λατινικά. Αὐτὴ ἡ ἐξαίρεση εἶναι περισσότερο φαινομενικὴ παρὰ πραγματική, καθὼς ὁ Κασσιανὸς ἀνατράφηκε στὴ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, ποὺ φοίτησε κοντὰ στοὺς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας.

Ποιοὶ ἦταν ὡστόσο οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας; Στὴ σελίδα τίτλου τῆς ἔκδοσης τοῦ 1782 ἀναγράφεται μὲ μεγάλα στοιχεῖα τὸ ὄνομα τοῦ χορηγοῦ ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου: ...διὰ δαπάνης τοῦ Τιμιωτάτου, καὶ Θεοσεβεστάτου Κυρίου Ἰωάννου Μαυρογορδάτου. (Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸν Ἰωάννη Μαυροκορδάτο ποὺ ὑπῆρξε Πρίγκιπας τῆς Μολδαβίας ἀπὸ τὸ 1743 ἕως τὸ 1747). Ὡστόσο, οὔτε στὴ σελίδα τίτλου οὔτε στὶς 1.206 σελίδες τῆς ἀρχικῆς ἔκδοσης γίνεται ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στοὺς ἐκδότες τοῦ ἔργου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταυτότητά τους: πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο Μακάριο Κορίνθου (1731-1805) καὶ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο μέλη τοῦ Κινήματος τῶν Κολλυβάδων(3).

Ποιὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος καὶ Νικόδημος δημοσίευσαν αὐτὴ τὴ μεγάλη συλλογὴ Πατερικῶν κειμένων σχετικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή; Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα ὑπῆρξε κρίσιμη καμπὴ γιὰ τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Παρὰ τὸ ὅτι ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔληξε μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, ἡ βυζαντινὴ (ἢ καλύτερα ἡ ρωμαίικη) περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς 'Ορθοδοξίας συνεχίστηκε χωρὶς διακοπὴ ἕως τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Μὲ αὐτὸ ἐννοῶ ὅτι ἡ 'Ορθόδοξη Ἐκκλησία συνέχισε νὰ παίζει κεντρικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Παρὰ τὶς δυτικὲς ἐπιδράσεις, ρωμαιοκαθολικὲς ἢ προτεσταντικές, ἡ θεολογία συνέχισε νὰ ἀναπτύσσεται κυρίως πάνω στὰ ἀχνάρια τῆς Πατερικῆς σκέψης. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες κοιτάζοντας πίσω στὸ παρελθόν, εἶχαν ὡς ἰδεῶδες τους τὴ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου.

Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ 18ου αἰώνα ὡστόσο, μία νέα ἰδεολογία ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν λόγιων Ἑλλήνων• τὸ πνεῦμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ὕφος αὐτῆς τῆς νέας νοοτροπίας ἦταν περισσότερο κοσμικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ρωμιῶν, ἂν καὶ ἀρχικὰ τουλάχιστον δὲν ἦταν ρητὰ ἀντιεκκλησιαστικό. Οἱ πρωταγωνιστὲς αὐτοῦ τοῦ κινήματος στράφηκαν πρὸς τὰ πίσω, πιὸ πίσω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, προβάλλοντας ὡς ἰδεῶδες τὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλέους, ποὺ τόσο θαύμαζαν στὴ Δύση. Πρότυπά τους δὲν ἦταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς τῆς κλασικῆς περιόδου. Αὐτοὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ ἐμπνεύστηκαν ὡστόσο, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ δυτικὴ λατρεία γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ γενικότερα ἀπὸ τὴ νοοτροπία τοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung), ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν Γάλλων Ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν ἰδεολόγων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης (ἡ ὁποία ἄρχισε μόλις ἑπτὰ χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τῆς Φιλοκαλίας) καὶ ἀπὸ τὸν ψευδό-μυστικισμὸ τῶν Μασόνων.

Εἶναι περιττὸ νὰ προσθέσω ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα ὡς ἐποχὴ ἁπλῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ ρωμαίικη παράδοση (ποὺ ξαφνικὰ θὰ ἔφτανε στὸ τέλος καὶ θὰ παραχωροῦσε τὴ θέση της) σὲ ἐκείνη τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀντίθετα, τὸ ρωμαίικο στοιχεῖο συνέχισε νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Νέο Ἑλληνισμὸ στὴν Ἑλλάδα τόσο τοῦ 19ου ὅσο καὶ τοῦ 20ου αἰώνα. Οἱ δυὸ προσεγγίσεις ἐφάπτονται σὲ πολλὰ σημεῖα, μὲ συνέπεια τὴ δημιουργία μιᾶς λεπτῆς καὶ πολύπλοκης μίξης τῶν δύο, ποὺ συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν ἐπισημαίνει στὸ βιβλίο του Τὸ Ἀρχιπέλαγος τῶν Γκούλαγκ ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ μέσον κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς (4). Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ σημεῖο διαχωρισμοῦ τοῦ Ρωμιοῦ καὶ τοῦ Ἕλληνα περνάει ἀπὸ τὸ μέσο τῆς καρδιᾶς καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

Ἐὰν δεχτοῦμε ὅτι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς εἶναι ὁ πιὸ διακεκριμένος ἐκπρόσωπος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, τότε οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ ρωμαίικου, ἢ ἀλλιῶς, τοῦ παραδοσιακοῦ ὀρθόδοξου πνεύματος εἶναι οἱ ἐκδότες τῆς Φιλοκαλίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Κολλυβάδες, οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος αἰσθάνθηκαν ἀπειλητικὴ τὴ διείσδυση τῶν ἰδεῶν τοῦ Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ (Aufklärung) στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους. Πίστευαν ὅτὶ ἡ ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πραγματικότητα μόνον μέσα ἀπὸ τὴν ἀναβίωση τῆς μυστικῆς καὶ νηπτικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων. Μὴν ἐλπίζετε στὴ νέα ἐκκοσμίκευση τῆς Δύσης, ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες συμπατριῶτες τους. Θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀπογοήτευση. Ἡ μόνη ἐλπίδα ἀναγέννησης εἶναι νὰ ἀνακαλύψουμε ἐξαρχῆς τὶς γνήσιες ρίζες μας στὸ παρελθὸν τῶν Πατέρων καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἶναι τὸ μήνυμά τους ἐξίσου ἐπίκαιρο σήμερα, ὅσο ἦταν καὶ τὸν 18ο αἰώνα;

Οἱ Κολλυβάδες πρότειναν, λοιπόν, ἕνα μακρόπνοο καὶ ριζικὸ πρόγραμμα ressourcement, δηλαδὴ ἐπιστροφῆς στὶς αὐθεντικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Αὐτὸ τὸ πρόγραμμα εἶχε τρία βασικὰ σκέλη. Κατὰ πρῶτο λόγο, ὅσον ἀφορᾶ στὴ λατρεία, οἱ Κολλυβάδες τόνιζαν τὴ σημασία τῆς πίστης στὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπέμεναν στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τὴν καθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡμέρα, δηλαδή, τὸ Σάββατο, καὶ ὄχι τὴν Κυριακή. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε καὶ ἡ ὀνομασία Κολλυβάδες ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἕνα θέμα σχετικὰ ἥσσονος σημασίας. Πολὺ πιὸ σημαντικὴ ἦταν ἡ ἔμφαση ποὺ ἔδιναν στὴ συχνὴ μετάληψη τῆς Θείας Κοινωνίας. Στὸ θέμα αὐτὸ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιτάχθηκαν ἔντονα πετυχαίνοντας τελικὰ τὸ διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία τῶν Κολλυβάδων. Κατὰ δεύτερο λόγο, οἱ Κολλυβάδες ἐνδιαφέρονταν γιὰ μία Πατερικὴ ἀναγέννηση τῆς θεολογίας. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ξεκίνησαν ἕνα φιλόδοξο ἐκδοτικὸ πρόγραμμα, στὸ ὁποῖο ἡ ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ἔπαιξε ἀποφασιστικὸ ρόλο. Κατὰ τρίτο λόγο, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Πατερικὴ κληρονομιὰ ἔδωσαν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ διδασκαλία τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὸν 14ο αἰώνα. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὴ ζώσα καὶ σφύζουσα καρδιὰ τῆς Φιλοκαλίας καὶ προσδίδει σὲ αὐτὸ τὸ πολυσυλλεκτικὸ ἔργο ἑνιαῖο χαρακτῆρα.

Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο τῆς Φιλοκαλίας. Ἀποτελεῖ θεμελιῶδες καὶ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ressourcement, τῆς ἐπιστροφῆς στὶς ρίζες τῆς Πατερικῆς παράδοσης ποὺ ἐπεδίωκαν. Οἱ Κολλυβάδες στράφηκαν πρὸς τοὺς Πατέρες, ἀντιμετωπίζοντάς τους ὄχι ὡς ἀρχαιολογικὰ κειμήλια ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ζωντανοὺς ὁδηγοὺς τῶν σύγχρονών τους Χριστιανῶν. Ἤλπιζαν ὅτι ἡ Φιλοκαλὶα δὲν θὰ ἔμενε στὰ ράφια τῶν ἐπιστημόνων, ἀλλὰ ὅτι θὰ ἄλλαζε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ πρώτιστος στόχος τῆς Φίλοκαλίας ἦταν πρακτικός.

Κατὰ τὴν ἴδια ἔννοια σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Νικόδημος καὶ Μακάριος δὲν προόριζαν τὴ Φιλοκαλία ἀποκλειστικὰ γιὰ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ λαϊκούς• ὄχι μόνον γιὰ εἰδικούς, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους Χριστιανούς. Τὸ βιβλίο προοριζόταν, ὅπως ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ στὴ σελίδα τίτλου, εἰς κοινὴν τῶν 'Ορθοδόξων ὠφέλειαν. Εἶναι γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλα τὰ κείμενα ποὺ ἐμπεριέχονται στὴ Φιλοκαλία εἶναι γραμμένα ἀπὸ μοναχοὺς καὶ ἀρχικὰ προορίζονταν γιὰ ἕνα ἀντίστοιχο κοινό. Εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι, μὲ μόνη ἐξαίρεση ἑπτὰ συνοπτικὰ χωρία ποὺ παρατίθενται στὸ τέλος τοῦ τόμου, ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ὑλικὸ ἐκδόθηκε σὲ μεσαιωνικὰ ἑλληνικά, χωρὶς νεοελληνικὴ (δημοτική) μετάφραση, παρὰ τὸ ὅτὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος χρησιμοποίησαν τὴ δημοτικὴ στὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τους. Παρὰ τὶς γλωσσικὲς δυσκολίες σὲ πολλὰ κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, εἰδικὰ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἐκδότες δὲν ἀφήνουν περιθώριο ἀμφισβήτησης τῶν προθέσεων καὶ τῶν ἐλπίδων τους. Στὸν πρόλογό του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δηλώνει καθαρὰ ὅτι τὸ ἔργο προορίζεται γιὰ ὅλους: πάντες ὅσοι κλήσεως Ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα λαϊκοί τε καὶ μοναχοί (5). Εἰδικότερα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α' Θέσ. 5:17) δὲν ἀφορᾶ μόνον σὲ ἐρημίτες ποὺ ἀσκητεύουν σὲ σπηλιὲς ἢ στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ ἔγγαμους Χριστιανοὺς μὲ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις, σὲ ἀγρότες, ἐμπόρους, δικηγόρους, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς... καὶ βασιλεῖς αὐτοί, καὶ ἐν βασιλείοις διατρίβοντες (6). Εἶναι μία παγκόσμια προτροπή. Τὸ κάλλιστο ἀνήκει σὲ ὅλους.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἐπίγνωση ὅτι κάνοντας γνωστὰ τὰ κείμενα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ εὐρύτερο κοινό, καθιστοῦσε τὸν ἑαυτό του εὐάλωτο ἀπέναντι σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοῦ ἀσκήσουν κριτική. Σημειώνει λοιπὸν στὸν πρόλογο:

Ἀλλ' ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενομένοις ὑποκρούσειεν ἂν τις ἴσως, μὴ θεμιτόν, εἶναι φάσκων, ἐστὶν ἄττα τῶν ἐν τῇ βίβλῳ δημοσιεύειν ταῖς τῶν πολλῶν ἀκοαῖς ὡς ξενήκουστα• ὅτι, φησί, καὶ κίνδυνός τις ἐκ τούτων παρακολουθεῖ (7).

Ἀλήθεια, δὲν ἐγκυμονοῦσε κάποιον κίνδυνο ἡ διάθεση αὐτῶν τῶν κειμένων σὲ ἔντυπη μορφὴ στὸ εὐρὺ κοινό; Ὁρισμένοι ἴσως ἔπεφταν θύματα πλάνης ἐὰν ἀκολουθοῦσαν τὶς συμβουλὲς αὐτές, χωρὶς τὴν προσωπικὴ καθοδήγηση ἑνὸς πνευματικοῦ. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίρρηση ποὺ ἔφερε ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Νικόδημου, ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (1722-1794). Στὴν ἀρχὴ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἔκδοση τῆς μετάφρασης τῆς Φιλοκαλὶας στὰ σλαβονικά, ἀκριβῶς ἐπειδὴ φοβόταν πὼς τὸ βιβλίο μπορεῖ νὰ πέσει σὲ λάθος χέρια. Στὸ τέλος, ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ συμφώνησε στὴν ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας ὑπὸ τὴν πίεση τοῦ μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, Γαβριήλ (8). Ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος συμφωνοῦσαν ἀπόλυτα μὲ τὸν Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ σχετικὰ μὲ τὴν τεράστια σημασία τῆς ὑπακοῆς σὲ ἕναν πνευματικὸ πατέρα. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν προετοιμασμένοι γιὰ τὸ ἐγχείρημα τῆς ἔκδοσης τῆς Φιλοκαλίας. Ἂς εἶναι ὁρισμένοι νὰ πέσουν θύματα πλάνης ἐξαιτίας τῆς οἰήσεως καὶ τῆς ὑπερηφανείας τους, ἔγραφε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Καὶ συνέχιζε: ἄλλοι ὅμως θὰ ἀποκομίσουν βαθὺ ὄφελος ἂν διαβάσουν τὴ Φιλοκαλία μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πενθικῆς διαθέσεως (9). Ἐάν μᾶς λείπει ὁ γέροντας, ἂς ἐμπιστευθοῦμε ὡς τελευταῖο καταφύγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς πνευματικὸς ὁδηγός.







Σημειώσεις

1. Σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη ἔκδοση τῆς Φιλοκαλίας καὶ τὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις καὶ ἀνατυπώσεις βλ. Kallistos Ware, 'Philocalie', Dictionnaire de Spiritualité 12 (1984), 1336-1352. Γιὰ πληρέστερες βιβλιογραφικὲς ἀναφορὲς βλ. τὶς σημειώσεις τοῦ ἀγγλικοῦ κειμένου ποὺ ἀκολουθεῖ.

2. Γιὰ λόγους προφανεῖς ἢ licenza δὲν ἀνατυπώθηκε στὶς μεταγενέστερες ἐκδόσεις τῆς Φιλοκαλὶας ποὺ κυκλοφόρησαν στὴν Ἀθήνα.

3. Γιὰ βιβλιογραφία βλ. τὸ ἀγγλικὸ κείμενο τῆς διάλεξης.

4. The Gulag Archipelago, 2, Glasgow 1975, 597.

5. Φικολαλία Ι, xxiv. Οἱ παραπομπὲς τῆς Φιλοκαλίας δίνονται στην τρίτη ἑλληνικὴ ἔκδοση τοῦ Ἀστέρος-Παπαδημητρίου (Ἀθήνα, 1957-63) μὲ ἀριθμὸ τόμου καὶ σελίδας.

6. Φιλοκαλία I, xxii. Χωρὶς ἀμφιβολία ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ὑπ' ὄψιν του τὴ διαμάχη μεταξὺ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ μοναχοῦ Ἰώβ. Σχετικὰ βλ. Πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, PG 151: 573Β-574Β, ποὺ παρατίθεται στὴ Φιλοκαλία V, 107.

7. Φιλοκαλία I, xxiii.

8. Dobrotolubiye, Μόσχα 1793. Βλ. Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ταχιάος, «Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καὶ ἡ ἀσκητικοφιλολογικὴ σχολή του» (Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 73: Θεσσαλονίκη 1964), 113-14.

9. Φιλοκαλὶα I, xxiii-xxiv.


http://www.philokalia-imm.gr

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Οι Φραγκεμένοι και οι Ανατολίτες



γράφει και επιμελείται η Νότα Χρυσίνα

«Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου"

Μέσα στο γενικό κακό της δυστυχίας και του απόηχου μιας στυγερής δολοφονίας της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας εμφανίζεται η διαμάχη φιλοδυτικών και αντιδυτικών. Οι ίδιοι πριν από λίγες μέρες μάλωναν λέγοντας ΝΑΙ ή ΟΧι και μετά ΟΧΙ στο ΝΑΙ και ΝΑΙ στο ΟΧΙ. Σήμερα μαζεύουν τις γνώσεις τους και τις κατάρες τους έτοιμοι για μια νέα σύρραξη μεγατόνων. Θέμα τους η σημαία της Γαλλίας και ποιος δικαιούται να φοράει την σημαία όταν η Γαλλία έδρασε ιμπεριαλιστικά και συμψηφίζουν θανάτους με μια ευκολία νεκροθάφτη που πλειοδοτεί έξω από μεγαλονοσοκομεία για να κερδίσει την κούρσα της ανάθεσης της εργολαβίας δηλαδή την ταφή. Μόνο σας παρακαλούμε μην θάψετε κατά λάθος και το ελληνικό πνεύμα γιατί το μόνο που έχουμε οι ρακένδυτοι απόγονοι της Ανατολής και της Δύσης είναι αυτό. Η Ελλάδα δεν σας γέλασε. Το ταξίδι ήταν το κέρδος ανάξιοι απόγονοι της παγκόσμιας πνευματικής φτώχειας που οδηγήσατε τον πλανήτη στο χάος των ατέρμονων δυσαρμονιών από πλεονεξία και εγωισμό. Αγγελιοφόροι του μηδενός ο πλανήτης υπήρχε πριν από εσάς και θα συνεχίσει να υπάρχει. Προσπαθήστε να μην πεθάνετε από πλήξη όταν άνθρωποι πεθαίνουν στα αλήθεια...

Πώς έγινε ακριβώς η Ναυμαχία στο Ναυαρίνο;

Με αφορμή την σημερινή επέτειο της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827), μεταξύ του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και μοιρών των στόλων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, ας δούμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία, έτσι όπως καταγράφονται αυτά από διάφορους ιστορικούς ερευνητές!..

ΘΡΥΛΙΚΗ έμεινε πλέον στην Ελληνική Ιστορία η Ναυμαχία του Ναυαρίνου! Μια Ναυμαχία που έγινε στις 20 Οκτωβρίου 1827 μεταξύ του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και μοιρών των στόλων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, στον όρμο του Ναβαρίνου (Πύλου). Η ναυμαχία αυτή αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της ελληνικής επανάστασης από την άποψη ότι ήταν η αρχή της ενεργητικής παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ των Ελλήνων.
Το συμμαχικό στόλο αποτελούσαν 27 πλοία (12 αγγλικά με αρχηγό τον αντιναύαρχο Έντουαρντ Κόδριγκτον, 7 γαλλικά με αρχηγό τον υποναύαρχο Δεριγνί και 8 ρωσικά με αρχηγό τον υποναύαρχο Χέιντεν) και είχε γενικό διοικητή τον Κόδριγκτον. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 82 πλοία και διοικούνταν από τον Ιμπραήμ πασά.
Η ναυμαχία ήταν αποτέλεσμα της συνθήκης του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827), που είχαν υπογράψει οι τρεις «προστάτριες» Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), καθώς πρόβλεπε τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας, τη διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων και από τα δύο μέρη και όριζε, με μυστικό συμπληρωματικό άρθρο, ότι σε περίπτωση που η Τουρκία δε θα αποδεχόταν τους όρους αυτούς, οι τρεις Δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν τη βία, αφού εξαντλούσαν κάθε ειρηνικό μέσο. Όμως, η συνθήκη του Λονδίνου, παρά την παρέλευση τριών μηνών, δεν είχε αναγνωριστεί ακόμα από το σουλτάνο, ο οποίος, τις μέρες εκείνες, πιθανόν είχε δώσει διαταγή στον Ιμπραήμ να καταλάβει την Ύδρα και να καταπνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Ο Δεριγνί επισκέφτηκε τότε τον Ιμπραήμ και του δήλωσε ότι ο στόλος του έπρεπε να γυρίσει στην Αλεξάνδρεια. Αυτός ζήτησε προθεσμία, ώσπου να γυρίσουν οι αγγελιοφόροι που είχε στείλει στο σουλτάνο και τον πατέρα του για να του φέρουν οδηγίες. Τα στρατεύματά του όμως συνέχιζαν τις λεηλασίες και τις σφαγές στη Μεσσηνία και την Ηλεία. Η συμπεριφορά του αυτή έγινε αφορμή να συνέλθουν οι τρεις ναύαρχοι και να αποφασίσουν να πλεύσουν μέσα στον όρμο του Ναβαρίνου, όπου βρισκόταν ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος.
Πρώτα ο αγγλικός, ύστερα ο γαλλικός και τελευταίος ο ρωσικός στόλος.
Έτσι, στις 20 Οκτωβρίου μπήκαν μέσα στον όρμο πρώτα ο αγγλικός, ύστερα ο γαλλικός και τελευταίος ο ρωσικός στόλος. Τα συμμαχικά πλοία παρατάχτηκαν απέναντι από τα τουρκοαιγυπτιακά, τα οποία είχαν ημικυκλική διάταξη κατά μήκος της ακτής. Μέσα στο μικρό όρμο, που χώρεσε τόσα πολλά πλοία, δημιουργήθηκε αναταραχή και ένταση. Ο Άγγλος υποπλοίαρχος του πολεμικού πλοίου «Ντάρτμουθ» μπήκε τότε σε μια βάρκα, κατευθύνθηκε σ' ένα αιγυπτιακό πυρπολικό και ζήτησε την απομάκρυνσή του, για να μπορέσει το πλοίο του να αγκυροβολήσει. Οι Αιγύπτιοι τον δέχτηκαν με πυροβολισμούς προκαλώντας με την ενέργειά τους αυτή γενίκευση του πυρός και αναμέτρηση των δύο στόλων. Η ναυμαχία κράτησε ως το απόγευμα και κατέληξε στη συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, τα τρία τέταρτα του οποίου καταβυθίστηκαν.
Το ελληνικό ζήτημα
Η ναυμαχία του Ναβαρίνου έδειξε ότι η λύση του ελληνικού ζητήματος βρισκόταν πια προς το τέλος της και προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις στα ευρωπαϊκά κράτη. Η Γαλλία και η Ρωσία τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό, η Αγγλία τη χαρακτήρισε ως «άτυχο επεισόδιο», ενώ στην Αυστρία δεν έκρυψαν τη μεγάλη δυσαρέσκειά τους. Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό ζήτημα είχε μπει στην τελευταία φάση της επίλυσής του.
Λίγα λόγια για τους πρωταγωνιστές
Είναι μια ευκαιρία να μιλήσουμε και λίγο για τους πρωταγωνιστές αυτής της Ναυμαχίας, όπως ήσαν οι Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέϋδεν:

Οι πρωταγωνιστές της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου (από αριστερά): Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέϋδεν
1. Δεριγνύ (De Rigny) (1782-1835). Γάλλος ναύαρχος και πολιτικός. Ο Ανρί Γκοτιέ Δεριγνί, κόμης του Ρινί γεννήθηκε στο Τουλ και πέθανε στο Παρίσι. Το 1822 έγινε διοικητής της μοίρας του γαλλικού στόλου της Ανατολής. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης πρόσφερε αρκετές φορές τη βοήθειά του στους Έλληνες. Πήρε μέρος στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) ως διοικητής της γαλλικής μοίρας. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, έγινε βουλευτής, υπουργός των Ναυτικών και τέλος υπουργός των Εξωτερικών.
2. Εδουάρδος Κόδριγκτον Edward Codrington (1770 – 1851). Άγγλος ναύαρχος. Εκπαιδεύτηκε στο κολέγιο του Χάρι και κατατάχτηκε στο ναυτικό το 1783. Διακρίθηκε στον βομβαρδισμό του Φλίσινγκεν και στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ως κυβερνήτης του πολεμικού Ωρίων, ενώ συμμετείχε και στις επιχειρήσεις των Άγγλων στη Μεσόγειο, συνεργαζόμενος με τους Ισπανούς εναντίον των Γάλλων. Το 1814 προβιβάστηκε στον βαθμό του υποναύαρχου, το 1821 προήχθη σε αντιναύαρχο και τον Δεκέμβριο του 1826 διορίστηκε αρχηγός της αγγλικής μοίρας στη Μεσόγειο. Μετά την υπογραφή της συνθήκης (6 Ιουλίου 1827) μεταξύ Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας, που όριζε τη βίαιη κατάπαυση των ελληνοτουρκικών εχθροπραξιών, ο Κόδριγκτον, ως αρχηγός του συμμαχικού στόλου, στον οποίο μετείχαν ο Δεριγνί (ναύαρχος της γαλλικής μοίρας) και ο Χέϊδεν (ναύαρχος της ρωσικής), διατάχτηκε να καταπλεύσει στην Πύλο, όπου βρισκόταν αγκυροβολημένος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος του Ιμπραήμ πασά και να επιβάλει ανακωχή. Ο Ιμπραήμ, μολονότι δέχτηκε αρχικά να σταματήσει τις εχθροπραξίες, στη συνέχεια παραβίασε τη συμφωνία με αποτέλεσμα να ναυμαχήσουν οι δύο αντίπαλοι στόλοι και να προκληθεί η συντριβή των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων. Η ναυμαχία στο Ναυαρίνο προκάλεσε την έντονη δυσφορία της αγγλικής κυβέρνησης, η οποία, καθώς είχε αιφνιδιαστεί από την απροσδόκητη τροπή των εξελίξεων (το αγγλικό ναυαρχείο δεν επιθυμούσε την ολοκληρωτική σύρραξη των δύο πλευρών), ανακάλεσε τον Κόδριγκτον στη χώρα του (4 Ιουνίου 1828) μολονότι εκείνος προσπάθησε με αλλεπάλληλες επιστολές να αποδείξει πως δεν παραβίασε κάποια εντολή. Δύο μέρες προτού αντικατασταθεί, πέτυχε την υπογραφή συνθήκης στην Αλεξάνδρεια με τον Μοχάμετ Άλι, σύμφωνα με την οποία ο Ιμπραήμ και τα αιγυπτιακά στρατεύματα υποχρεώνονταν σε άμεση αποχώρηση από την Πελοπόννησο. Τελικά, η πατρίδα του, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του, του απένειμε τον μεγαλόσταυρο του Λουτρού και το 1839 προήχθη σε ναύαρχο.
3. Λογγίνος Χέϋδεν (ή Χέϊδεν) (1772 – 1850). Ρώσος ναύαρχος, ολλανδικής καταγωγής. Ως αξιωματικός του ολλανδικού ναυτικού, οΧέϋδεν διακρίθηκε καταδιώκοντας τους πειρατές στη Μεσόγειο. Το 1810, κατατάχθηκε στο ρωσικό ναυτικό και το 1817 έγινε ναύαρχος. Το 1817, οι Ρώσοι τον έστειλαν στη Μεσόγειο. Εκεί, κατόρθωσε να πείσει τους ναυάρχους Δεριγνί (Γάλλο) και Κόδριγκτον (Άγγλο) να εφαρμόσουν το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1827). Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στην οποία πήρε και αυτός μέρος, έμεινε στις ελληνικές θάλασσες και συνεργάστηκε με τον κυβερνήτη Καποδίστρια, αργότερα όμως διαφώνησε μαζί του ως προς το ζήτημα της Kρητικής επανάστασης και γύρισε στη Ρωσία, όπου έγινε υπασπιστής του τσάρου.
ΠΗΓΕΣ:
α. Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο γράφοντος
β. Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»
γ. Εγκυκλοπαίδεια «Δομή»
δ. Βικιπαίδεια

πηγή;http://www.sakketosaggelos.gr/Article/3262/

Η μυθιστορηματική πορεία του Γιώργου Θεοτοκά. Άτομο, Ιστορία, Μεταφυσική. Γιώργος Θεοτοκάς(1905-1966)

γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας 


Ο Θεοτοκάς περιγραφεί την Πνευματική Πορεία του σαν «ένα ημερολόγιο που διηγείται την ιστορία ενός πνεύματος "εν κινήσει"». Αν λοιπόν μπορεί κανείς να αποτυπώσει μέσα από τα άρθρα και τα δοκίμιά του τα διάφορα στάδια της διανοητικής του πορείας, θα μπορούσε άραγε να ανιχνεύσει και τα στάδια της μυθιστορηματικής του πορείας; Είναι τελικά ο Θεοτοκάς ένας μυθιστοριογράφος εν κινήσει; Υπάρχει κάποιο σταθερό γνώρισμα στη μυθιστορηματική του πορεία; Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι το δαιμόνιο αποτελεί «τη μεγάλη obsession όλης της πνευματικής ζωής» του και το θέμα που δεν έπαψε να τον κυνηγά από την εποχή που έγραψε το Ελεύθερο Πνεύμα. Μπορεί μεν αυτή η εμμονή να είναι γαλλικής προέλευσης ή να οφείλεται στην επίδραση του Ζιντ, εντούτοις φαίνεται να έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και βαθύτερες καταβολές, που ξεκινούν από τον Σαίξπηρ και τους Ρομαντικούς και φτάνουν ως τον Ντοστογιέφσκι. Όποια και αν είναι η καταγωγή του «διαμονίου» είναι σίγουρο ότι συνοδεύει τον Θεοτοκά σε όλη τη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της μυθιστορηματικής πορείας του Θεοτοκά είναι οι διάρκειες και οι παύσεις. Τα δύο μεγαλύτερα μυθιστορήματά του ολοκληρώνονται σταδιακά. Χρειάστηκε τρία χρόνια (1933-1936) για να τελειώσει την Αργώ και δεκατέσσερα για να συμπληρώσει την Ιερά Οδό (1950), ενσωματώνοντάς τη στους Ασθενείς και Οδοιπόρους (1964). Επίσης, ανάμεσα στον Λεωνή (1940) και την Ιερά Οδό μεσολαβεί ένα διάστημα μυθιστορηματικής σιωπής, κάνοντας μιας να αναρωτηθούμε αν αυτά τα διαλείμματα αντιπροσωπεύουν και κάποιες τομές στο πεζογραφικό του έργο.

Σε ένα αυτοβιογραφικό και βιβλιογραφικό σημείωμα με χρονολογία 11 Ιουνίου 1946 ο Θεοτοκάς διαγράφει τις περιόδους της λογοτεχνικής του πορείας. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο μέχρι το 1940, η δεύτερη την περίοδο της Κατοχής, ενώ για την τρίτη δεν μπορεί να κάμει καμιά πρόβλεψη (γράφει άλλωστε το 1946), μα νιώθει ότι θα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αυτό το σημείωμα δείχνει ότι και ο ίδιος ο Θεοτοκάς έβλεπε διάφορα στάδια στη συγγραφική του πορεία και θεωρούσε την Κατοχή ως τομή στο έργο του. Στο ίδιο σημείωμα επίσης παρατηρεί ότι ορισμένα σύμβολα επανέρχονται επίμονα στα κείμενά του όπως το καράβι, το νησί, το Γεφύρι της Άρτας, και καταλήγει:

Επίσης βασικό θέμα τους είναι η ελευθερία, η ανάγκη της ελευθερίας, η αναζήτησή της σε διάφορα επίπεδα. Στα νεανικά χρόνια η διάθεση αυτή εκφράζεται με χαρά και ξενοιασιά. Κατόπι πλουτίζεται με την οδυνηρή πείρα που μας έδωσε η σύγχρονη ιστορία. Το περιεχόμενο της έννοιας «ελευθερία» αλλάζει συχνά: ο γενικός προσανατολισμός μένει.

Όντως η ανάγκη της ελευθερίας διατρέχει το έργο του και θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις κλίμακες: ελευθερία του ατόμου, ελευθερία από το άχθος της ιστορίας και ελευθερία από τα αδιέξοδα του βιομηχανικού πολιτισμού. Με αυτό το σκεπτικό θα έβλεπα τρεις φάσεις στο έργο του Θεοτοκά με άξονες: το άτομο, την ιστορία και τη μεταφυσική, και αντίστοιχα σύμβολα το δαιμόνιο, τις σημαίες στον ήλιο και τις καμπάνες. Μπορεί αυτές οι τρεις φάσεις να είναι διαδοχικές, δεν σημαίνει όμως ότι η θεματική κάθε περιόδου επικεντρώνεται αποκλειστικά σε έναν άξονα ή ότι λείπουν οι επικαλύψεις και οι αλληλοδιεισδύσεις της μιας στην άλλη. Για παράδειγμα, το διήγημα «Ουέστμινστερ» (1934), το οποίο συμπεριλήφθηκε πρόσφατα σε μια ανθολογία φανταστικής λογοτεχνίας στα αγγλικά, έχει κάτι από τη μυστηριακή και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα που συναντάμε αργότερα στις Καμπάνες (1966-1967, οριστική έκδοση 1969).
Το απόσπασμα επίσης από το σημείωμα του 1946 που παρέθεσα παραπάνω μας παραπέμπει όχι μόνο σε μια σταδιακή ιδεολογική μετατόπιση του Θεοτοκά αλλά και σε μια ψυχολογική, από την αισιοδοξία στην αγωνία. Η χαρά της ζωής, η ξενοιασιά, το χιούμορ και το παιχνίδι που κυριαρχούν στην πρώτη φάση του έργου του παραχωρούν βαθμιαία τη θέση τους στην ιστορική εμπειρία, το σκεπτικισμό και το άγχος για το μέλλον. Από το νεανικό σφρίγος και τον ενθουσιασμό του Ελεύθερου Πνεύματος περνάει σταδιακά στη διερεύνηση της ψυχολογικής κρίσης της εποχής, το περίφημο «mal dusiecle», την «αρρώστια του αιώνα», όπως λέει στο σημείωμά του κλείνοντας τον Λεωνή. Και αυτή η αίσθηση της αρρώστιας και της κρίσης τονίζεται ακόμη και με τον τίτλο Ασθενείς και Οδοιπόροι ή εκφράζεται ρητά και από τα πρόσωπα του ίδιου μυθιστορήματος, αν κρίνουμε από τα λόγια της Μαριέτας:

Άρρωστη δεν είναι η εποχή μας; Άρρωστοι δεν είμαστε όλοι μας και γεμάτοι πληγές; Ασθενείς και οδοιπόροι [...].

Η ψυχολογική πορεία του Θεοτοκά συστοιχεί κατά κάποιο τρόπο με την ιδεολογική, δηλαδή την αυξανόμενη επίγνωση ότι το άτομο είναι δέσμιο γενικότερων ιστορικών και τεχνολογικών εξελίξεων και αναζητεί διεξόδους διαφυγής. Ας διερευνήσουμε όμως με κάποια χρονολογική σειρά τη μυθιστορηματική πορεία του Θεοτοκά, ξεκινώντας από τα πρώτα του έργα.
Αν διαβάσουμε τη σημείωση που συνοδεύει την έκδοση της Αργώς του 1936 και περιέχει τον πρόλογο του πρώτου μέρους (1933) και τις πρόσθετες μεταγενέστερες επεξηγήσεις (1936), θα διαπιστώσουμε ότι ο Θεοτοκάς αφενός επιχειρεί «μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μιας», τοποθετώντας το μυθιστόρημά του «σε μια ορισμένη περίοδο της νεοελληνικής εξέλιξης», και αφετέρου τονίζει ότι, αν και η πορεία της Αργώς τον ξανάφερε εμπρός στα ζοφερά κοινωνικά προβλήματα της εποχής, αυτός δεν πήρε καμιά θέση, επιμένοντας στην άποψη ότι η τέχνη είναι για τον άνθρωπο

αλλά τον άνθρωπο έξω από καθεστώτα και τάξεις και παρατάξεις, τον ελεύθερο άνθρωπο, σ' ό,τι έχει βαθύτερο και αναλλοίωτο.

Είναι εντέλει η Αργώ ένα κοινωνιοκεντρικό ή ατομοκεντρικό μυθιστόρημα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετάσουμε τι κατά τη γνώμη του Θεοτοκά προκαλεί την αλλαγή στην κοινωνία και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι οι κοινωνικές συνθήκες και οι ιδέες ή οι ενδιάθετες ψυχικές διαθέσεις και ορμές; Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι στη δεκαετία του 1930, με την άνοδο του μαρξισμού στην Ελλάδα, ήταν έντονη η συζήτηση περί αιτιοκρατίας, δηλαδή για το ποιες είναι εντέλει οι κινητήριες δυνάμεις του κοινωνικού και καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Ο Θεοτοκάς ήδη από το Ελεύθερο Πνεύμα διατυπώνει μια ατομοκεντρική και ρομαντικής υφής αντίληψη για το καλλιτεχνικό φαινόμενο, υποστηρίζοντας ότι ένα έργο είναι «καθρέφτισμα της εσωτερικής ζωής μιας ξεχωριστής ατομικότητας» και ο μόνος τρόπος για να το καταλάβουμε είναι να πλησιάσουμε την ψυχή του δημιουργού. Και συνεχίζει ορίζοντας την τέχνη όχι με όρους καρτεσιανούς αλλά ρομαντικούς:

Τι άλλο είναι η τέχνη παρά η αγωνία μιας ψυχής που υψώνεται προς το άπειρο;

[...]

το έργο τέχνης τείνει να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της ζωής μέσα από μια ατομικότητα. [...] Είναι ένα πλεόνασμα εσωτερικών δυνάμεων που ξεσκίζει έναν άνθρωπο για να βγει στο φως, και που βγαίνει ζυμωμένο με το βαθύτερο είναι του, με τον παλμό της ύπαρξής του, με την αγωνία της ψυχής του, με τον πόνο του, τον πόνο του τοκετού

και

Η τέχνη δεν είναι λογική κατασκευή, συλλογισμός, επιχειρηματολογία. Είναι ψυχή προ παντός. Όταν λείπει η ψυχή τα άλλα όλα δεν εκφράζουν τίποτα.

Μπορεί ο Θεοτοκάς να πιστεύει στη σημασία της λογικής και της πειθούς όσον άφορα την επιχειρηματολογία για ιδεολογικά ή κοινωνικά ζητήματα, εντούτοις όμως αναγνωρίζει προτεραιότητα στο σκοτεινό και απρόβλεπτο βάθος της ψυχής όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και την καλλιτεχνική έκφραση. Με αφορμή τη γοητεία που ασκεί πάνω του η φωνή της Ιφιγένειας, ο αφηγητής στο Δαιμόνιο αναφέρεται στον «άναρθρο και άλογο κελαϊδισμό των ψυχών στα βάθη της μνήμης» και τονίζει:

Οι ποιητές μίλησαν πολύ για τα μάτια της ψυχής. Θα μπορούσε ίσως κανείς να μιλήσει και για μιαν άλλη ανάλογη αίσθηση, για την ακοή της ψυχής   [...].

Η συχνότητα της λέξης «ψυχή» τόσο στο Ελεύθερο Πνεύμα όσο και σε άλλα κείμενα του Θεοτοκά της δεκαετίας του 1930 θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έχει ρομαντικές καταβολές.
Αλλά και αρκετοί ήρωες του Θεοτοκά στην Αργώ και το Δαιμόνιο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρομαντικοί, αναζητώντας το απόλυτο και καταλήγοντας στο θάνατο (Δαμιανός Φραντζής, Λίνος Νοταράς, Τζιν Μάρτιν, Ρωμύλος Χριστοφής). Οι επαναστάτες και οι αιρετικοί είναι είτε επίδοξοι συγγραφείς (Νικηφόρος Νοταράς) είτε ανακαλύπτουν κάτι το καλλιτεχνικό μέσα τους, όπως ο Δαμιανός Φραντζής πού ανακαλύπτει εντέλει το δαίμονα της ομορφιάς. Ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της Αργώς οι αναφορές στον ρομαντικό ποιητή Τζων Κητς (John Keats) είναι αρκετά συχνές και τονίζονται ακόμη περισσότερο με την επίσκεψη της Μόρφως στον τάφο του στη Ρώμη. Ο παραλληλισμός του Κητς με τον Αλέξη Νοταρά υποβάλλεται έντονα στο μυθιστόρημα, ενώ η ρομαντικά χλωμή και ρουφηγμένη φυσιογνωμία του έρχεται σε αντίθεση με τη γερή και ροδοκόκκινη μορφή του θετικιστή Μανόλη Σκυριανού.
Κατά κάποιο τρόπο, πρότυπο των μυθιστορηματικών προσώπων του Θεοτοκά είναι ο ρομαντικός καλλιτέχνης: εγωκεντρικός αντάρτης και επίδοξος αναμορφωτής. Με βάση αυτό τον τύπο αναπτύσσεται η φυσιογνωμία και η δράση του πολιτικού Παύλου Σκινά στην Αργώ, ενώ ακόμη και η εικόνα του Βενιζέλου φαίνεται να προσαρμόζεται στο πρότυπο του καλλιτέχνη-ήρωα, καθώς η γοητεία και η υπεροχή του δικαιολογούνται με όρους καλλιτεχνικού ύφους:

ο Πρόεδρος Ελευθέριος Βενιζέλος, γιος του Οδυσσέα, όλο νεύρο, πάθος, δύναμη, πνεύμα και κυρίως τέχνη. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είτανε προ παντός καλλιτέχνης, ένας καλλιτέχνης που εκφραζότανε με τις γραμμές της δράσης, με το ρυθμό των γεγονότων, με την εναρμόνιση των περιστάσεων, με τον κομψό και πνευματώδη χειρισμό των μεγάλων και τυφλών ομαδικών δυνάμεων, ένας άνθρωπος που είχε συλλάβει ένα style, ένα ύφος, στην υπηρεσία της Ελλάδας.

Η εικόνα του ρομαντικού καλλιτέχνη, που υπερβαίνει τις κοινωνικές συμβάσεις, που τον διακατέχει το πάθος της περιπλάνησης, της αναμόρφωσης και της δημιουργίας, θέλοντας να αφήσει το στίγμα της προσωπικότητάς του παντού, είναι διάχυτη στο πρώιμο έργο του Θεοτοκά.
Η καλλιτεχνική δημιουργία στην   Αργώ περιγράφεται με όρους ρομαντικής έξαψης και απογείωσης από την πραγματικότητα:

Στην αρχή κάθε αληθινής δημιουργίας υπάρχει πάντα μια αυθόρμητη συγκίνηση, ένα σκίρτημα, ένα ξεχείλισμα της ψυχής, μυστηριακό πλεόνασμα ζωικών δυνάμεων, που χύνεται μοναχό του, την ώρα που θέλει αυτό, και καμμιά εξωτερική πίεση δεν μπορεί να το σταματήσει. Σαν τη λάβα, που βγαίνει από τον κρατήρα ακατάσχετο ποτάμι φωτιάς, προτού γίνει πέτρα. (τόμ. Α', σ. 305-306)

Η τέχνη και η ποίηση τελικά είναι εσωτερικό ξεχείλισμα, κατάργηση της βαρύτητας, αναζήτηση του απόλυτου και του ιδανικού. Καλλιτέχνες, ονειροπόλοι και επαναστάτες στα έργα του Θεοτοκά μοιράζονται τη «φωτιά στην ψυχή». Είναι αυτή η φωτιά που ξεχωρίζει την Ιφιγένεια Χριστοφή αλλά και τον Δημητρό Μαθιόπουλο· είναι άλλωστε το πάθος και η πίστη, που διακρίνει σε αυτόν ο Δαμιανός Φραντζής, και όχι η δύναμη των ιδεών αυτά που τον κάνουν να αλλάξει και να γίνει κομμουνιστής, εγκαταλείποντας τον στενόμυαλο εθνικισμό του. Κινητήριες δυνάμεις δεν είναι δηλαδή οι κοινωνικές συνθήκες ούτε οι ιδέες αλλά τα ψυχικά ορμέμφυτα: η θέληση, η δόξα, η φιλοδοξία. Έτσι όμως ο μετασχηματισμός των προσώπων δύσκολα μπορεί να γίνει ορατός και να αποτυπωθεί αφηγηματικά μέσω της δράσης.
Ο σκοπός του μυθιστορήματος, σημειώνει στην Αργώ ο Λάμπρος Χρηστίδης, μια persona του Θεοτοκά,

είναι η δημιουργία ζωής — δημιουργία ανθρώπων πρώτα-πρώτα, κ' ύστερα, συνθετικά, δημιουργία ενός ανθρώπινου συνόλου, μιας ανθρώπινης ατμόσφαιρας  [...]. (τόμ. Α', σ. 67)

Πέρα από το γεγονός ότι με βάση αυτή τη δήλωση το άτομο αναδεικνύεται σε βασική μονάδα του μυθιστορηματικού σύμπαντος, αξίζει να επιμείνουμε στη «δημιουργία ζωής», που σαν έννοια κυκλοφορεί αρκετά στην Αργώ. Η «ζωή» στην Αργώ δεν σχετίζεται με τις ιδέες αλλά με την ορμή, τη ζωντάνια και το πάθος· έχει κάτι το δυναμικό και καθόλου στατικό. Στον άψυχο κόσμο των βιβλίων αντιπαραβάλλεται η απειθάρχητη ορμή και το ξεχείλισμα της νεανικής ζωντάνιας (τόμος Α', σ. 123-125) και δεν είναι τυχαίο ότι η συλλογή ποιημάτων του Αλέξη Νοταρά τιτλοφορείται Χαρά Ζωής. Αλλά και ο Ευριπίδης Πεντοζάλης θεωρεί την εντατική ζωή προϋπόθεση της δημιουργίας:

Ένας άνθρωπος που δε ζει δεν μπορεί να γίνει αληθινός δημιουργός. Οι αρχαίοι ζούσαν. Το έργο μας πρέπει να είναι το περίσσεμα μιας εντατικής ζωής.

Τον Θεοτοκά τον ενδιαφέρει το βαθύτερο νόημα της ζωής και όχι οι επιφανειακές εκδηλώσεις της:

Για μένα ο σκοπός της τέχνης είναι να εκφράζει το βαθύτερο νόημα της ζωής κι όχι τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Για να το εκφράσει δεν υποτάσσεται στην εξωτερική πραγματικότητα, αλλά την υποτάσσει, την ξαναπλάθει με την αυθαιρεσία του ποιητή, ανακαλύπτει την ποίηση που βρίσκεται χυμένη παντού μες στη ζωή, τη συγκεντρώνει, τη συμπυκνώνει.

Ως πρωταρχικό σκοπό της λογοτεχνίας θεωρεί την έκφραση των κρυμμένων δυνατοτήτων και όχι την αντιγραφή της πραγματικότητας. Ο  Θεοτοκάς  φαίνεται να μην  επιμένει τόσο στη ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας όσο στην ανάδειξη του βάθους της:

Προορισμός της λογοτεχνίας δεν είναι μονάχα να αντιγράφει με πολύ ή λίγο τάλαντο εκείνο που υπάρχει στην πραγματικότητα (όπως νομίζει η στρατιά των ρεαλιστών και νατουραλιστών), αλλά προσέτι να εκφράζει και τις κρυμμένες δυνατότητες της πραγματικότητας, να προσπαθεί να ζωντανέψει και εκείνο που μπορεί να υπάρξει αργότερα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ 

ΤΟ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ



Σαράντος Ι. Καργάκος
Από το βιβλίο:
ΑΛΒΑΝΟΙ, ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΕΣ
Β' ΕΚΔΟΣΗ-Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ ΑΘΗΝΑ 2000-Α' έκδοση, Νοέμβριος 1999-Β' έκδοση, Φεβρουάριος 2000


Η θέση
Κοσσυφοπέδιο ακούμε και Κοσσυφοπέδιο δεν ξέρουμε. Ουσιαστικά το αγνοούμε και δεν κατανοούμε γιατί οι Σέρβοι το θεωρούν σαν κοιτίδα τους ή σαν ιερό τόπο τους και γιατί οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται για τον έλεγχό του. «Εν αρχή ην ο τόπος και η θέσις». Το Κοσσυφοπέδιο ή Κόσσοβο κατέχει μια προνομιακή από οικονομική και στρατιωτικο‐πολιτική άποψη θέση στον ευρωπαϊκό και ευρύτερα στον ευρασιατικό χώρο. Αποτελεί στο σύνολό του ένα οροπέδιο σε σχήμα τραπεζιού, που το μήκος του είναι 55 χιλιόμετρα και το πλάτος του περίπου 25. Το καθαυτό Κοσσυφοπέδιο εκτείνεται προς Β. του Σκάρδου και στο ΝΑ τμήμα του υπάρχει η πόληΠρίστινακαι στο ΒΔ η πόλη Μητροβίτσα. Από το οροπέδιο αυτό, που υπέρκειται όλης της Βαλκανικής, μπορεί μια μεγάλη δύναμη με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς να ελέγχει όλη σχεδόν την Ευρώπη, τη Μεσόγειο και τη Δυτ. Ασία. Πέρα από αυτό, από το Κοσσυφοπέδιο διέρχονται βασικοί οδικοί άξονες: οι προς Ν. οδεύσεις Μητροβίτσας ‐ Σκοπίων ‐ Θεσσαλονίκης, Πρίστινας ‐ Μοναστηρίου ‐ Λάρισας, Πρίστινας ‐ Πρισρένης ‐ Δυρραχίου και προς Β. οι οδεύσεις Πρίστινας ‐ Μητροβίτσας – Νόβι Παζάρ και Πρίστινας ‐ Νις. Πέρα από αυτό, το Κοσσυφοπέδιο ελέγχει και την κύρια όδευση Βελιγραδίου ‐Θεσσαλονίκης. Από άποψη πλούτου μπορεί το Κοσσυφοπέδιο να είναι ορεινό και να προσφέρεται για κτηνοτροφία (αυτό εξηγεί και τη μεταπολεμική υπεραύξηση των Αλβανών), ωστόσο διαθέτει κατά το ανατολικό τμήμα του πλούσια μεταλλεία που με κάθε θυσία θα κρατήσει η Σερβία, σε περίπτωση διανομής.


Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου
Το Κοσσυφοπέδιο είναι ιερός τόπος για τους Σέρβους γιατί εκεί έχουν γραφτεί οι πιο αιματηρές και πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας τους. Κατά πρώτον στο Κοσσυφοπέδιο έγινε η μεγάλη μάχη που έκρινε την ελευθερία όχι μόνο της Σερβίας αλλά ολόκληρης της Βαλκανικής, ίσως δε και της καταρρέουσας αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Οθωμανοί με τον φοβερόΜουράτ Α'(1359‐1389) είχαν κατακτήσει τις κυριώτερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας:Αδριανούπολη,που έγινε δεύτερη μετά την Προύσα πρωτεύουσά τους, Φιλιππούπολη, Σέρρας και υποχρέωσαν τον αυτοκράτοραΜανουήλ Β'Παλαιολόγονα τους πληρώνει ετήσιο φόρο. Ακολούθως ο Μουράτ κατέλαβε τηνΚρόια(Κρούγια) στην Αλβανία, τηΣόφιακαι τηΘεσσαλονίκη.Προ του ενδεχομένου μιας πλήρους υποταγής ολόκληρης της Βαλκανικής, συνασπίστηκαν οι ηγεμόνες της Σερβίας, Βουλγαρίας, Βοσνίας βοηθούμενοι από τους Ούγγρους και τους Αλβανούς. Η κρίσιμη μάχη έγινε στοΚοσσυφοπέδιοανάμεσα στους Σέρβους υπό τονΣτέφανο Γκερμλιάνοβιτς(=Γαβριηλόνοβιτς) και τονΜουράτ.
Στη μάχη αυτή οι Σέρβοι νικήθηκαν ολοκληρωτικά. Περίπου 35.000 χριστιανοί και 100.000 Τούρκοι σκοτώθηκαν. Ένα λαϊκό τραγούδι, το«Πέσμα»,λέει πως το σερβικό κράτος πνίγηκε στο αίμα. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου καθόρισε εν πολλοίς την τύχη της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Η μάχη έγινε την 15η Ιουνίου 1389. Οι αντίπαλοι παρατάχθηκαν εκατέρωθεν του ποταμού Λάβα, σ' ένα μέρος που ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ονομάζει«πεδίοντο Κόσσοβον».Τον χριστιανικό στρατό αποτελούσαν, πλην τουΚράλη Στεφάνουκαι του ανεψιού τουΒουκ Μπράνκοβιτς,ο βασιλιάς της ΒοσνίαςΣτέφανοςκαι ο βασιλιάς της Ερζεγοβίνης. Ήταν ακόμη και πολλοί Βούλγαροι. Οι τουρκικές πηγές ανεβάζουν τους χριστιανούς στον υπερβολικό αριθμό των 200 ή 300.000 ανδρών. Οι Σέρβοι πάλι μιλάνε για τριπλάσιες δυνάμεις των Οθωμανών. Οπωσδήποτε ο στρατός των χριστιανών ήταν αριθμητικά υπέρτερος. Ο Τούρκος χρονογράφοςΣεαδεδίνγράφει πως όταν ο σουλτάνος Μουράτ αντίκρυσε από ένα λόφο το πλήθος των θωρακισμένων χριστιανών, νόμισε πως έβλεπε ένα πέλαγος σιδήρου. Επικεφαλής του τουρκικού στρατού ήταν ο ίδιος ο Μουράτ, οι γιοι τουΒαγιαζήτκαιΙακώβκαι σπουδαίοι στρατηγοί, όπως ο μεγάλος βεζύρηςΑλής, οΤρικουρτάς,οΜπαλαμπάνμπέης, οΕβρενόςμπέης. Στο πλευρό των Τούρκων πολέμησαν και υποτελείς χριστιανοί μ' επικεφαλής τονΚωνσταντίνο Δραγάσηαυθέντη των Ουλπιανών (Κιουστεντήλ).
Η μάχη άρχισε μ' επίθεση των Τούρκων ψιλών από τα δύο άκρα, αλλ' η φάλαγγα των Σέρβων παρέμενε σταθερή. Επακολούθησε τοξομαχία και μετά επίθεση των Σέρβων κατά των τουρκικών γραμμών. Η αριστερή πλευρά των Τούρκων άρχισε να κλονίζεται και η νίκη φαινόταν να χαμογελά στους Σέρβους. Εκείνη τη στιγμή όρμησε έφιππος ο Βαγιαζήτ, ο καλούμενοςΓιλδιρίμ(= κεραυνός) και κραδαίνοντας σιδερένιο ρόπαλο (κορύνη) άρχισε να χτυπά μαινόμενος τους Σέρβους ιππείς. Το παράδειγμα του Βαγιαζήτ μιμήθηκαν κι άλλοι Τούρκοι επιφανείς κι έτσι μετ' από λίγο η νίκη έκλινε προς το μέρος των Τούρκων. Οι απώλειες και των δύο στρατών ήσαν μεγάλες. Ο χρονογράφος Σεαδεδίν, με την χαρακτηρίζουσα τους Ανατολίτες ποιητική υπερβολή, γράφει, κατά μετάφραση του Σπ. Λάμπρου τα εξής: «Υπό ποταμών αιμάτων αι αδαμάντινες κοπίδες μετεβλήθησαν εις υακινθίνας, και των ακοντίων ο απαστράπτων χάλυψ εις ρουβίνιον, υπό δε του πλήθους αποτετμημένων κεφαλών και κυλινδουμένων τουρβανίων μετετράπη το πεδίον της μάχης εις πολύχρωμον ανθώνα λειρίων»(Σπ. Λάμπρος:«Ιστορία της Ελλάδος», τόμ. 6ος, σελ. 678). Η λέξη «λειρί» εδώ έχει την αρχική σημασία, που είναι το αρχαίο λείριον, που σημαίνει κρίνος.
Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και οι δύο αντίπαλοι ηγεμόνες. Για το θάνατο του Μουράτ έχουν γραφτεί πολλά. Ασυμφωνία υπάρχει και ως προς το όνομα του φονέα: άλλοι τον λέγουνΌμπιλιτςκαι άλλοιΚομπίλοβιτς.Ο Λάμπρος προτιμά το όνομα Μίλος Κομπίλοβιτς και εκθέτει τα γεγονότα ως εξής: η μάχη είχε τελειώσει. Ο Μουράτ παρακολουθούσε την επιστροφή της νικηφόρας στρατιάς του. Ένας από τους ηττημένους εχθρούς, ο Μίλος Κομπίλοβιτς, τον πλησίασε και προσποιήθηκε ότι θέλει να ασπασθεί τα πόδια του, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την προσχώρησή του στον μωαμεθανισμό. Ανύποπτος ο Μουράτ, έπεσε από το κτύπημα του ξίφους του. Ο Κράλης Λάζαρος που είχε συλληφθεί, οδηγήθηκε στο σημείο που είχε δολοφονηθεί ο Μουράτ και αποκεφαλίστηκε.
Τον τουρκικό θρόνο πήρε, σύμφωνα με την επιθυμία του Μουράτ, ο τρομερός Βαγιαζήτ, ο οποίος μετέφερε την σωρό του πατέρα του στην Προύσα και την ετοποθέτησε στο εκεί τζαμί, που είχε κτίσει ο ίδιος ο Μουράτ. Εκεί φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου πέρασε στο θρύλο. Γράφει ο Λάμπρος: «Ποιητικοί θρύλοι του σερβικού λαού και δημώδη άσματα περιέβαλλον την μνήμην του ήρωος Λαζάρου και εθόλωσαν την αληθινήν παράστασιν της μεγάλης εν Κοσσυφοπεδίω μάχης» (όπ. παρ., σελ. 678). Ακριβώς λόγω της ασαφείας των ειδήσεων, στη Δύση διαδόθηκε πως νίκησαν οι χριστιανοί και γι' αυτό έγινε δοξολογία στην Παναγία των Παρισίων παρουσία του βασιλιά Καρόλου ΣΤ'. Η αλήθεια είναι πως η νίκη των Τούρκων ήταν καθοριστική κι έκρινε την τύχη των λαών της Βαλκανικής. Μετά από λίγα χρόνια η Σερβία και η Βουλγαρία έγιναν υποτελείς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όταν σε νεώτερη εποχή οι Σέρβοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, προς τιμήν του Μίλος Όμπιλιτς ή Κομπίλοβιτς καθιέρωσαν μετάλλιο ανδρείας που απονέμεται σ' αυτούς που διακρίνονται στα πεδία των μαχών.


Τα μετά το 1389
Εξήντα χρόνια μετά τη μάχη ο περίφημος πολεμιστής Ιωάννης Ουνυάδης, γόνος παλιάς ουγγρικής οικογένειας που καταγόταν από τη Σερβία ή τη Ρουμανία, βοεβόδας της Τρανσυλβανίας και διοικητής του Βελιγραδίου, σφοδρός πολέμιος των Τούρκων, οργάνωσε εναντίον τους σταυροφορία αλλά ηττήθηκε από τονΜουράτ Β'στις 17‐19 Οκτωβρίου 1448 πάλι στοΚοσσυφοπέδιο.Ωστόσο λίγα χρόνια μετά, το 1456, ο Ουνυάδης οργάνωσε νέα σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και τους ανάγκασε να λύσουν την πολιορκία του Βελιγραδίου. Στη μάχη τραυματίστηκε και πέθανε. Σε νεώτερη εποχή και συγκεκριμένα κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο του 1912 στο Κοσσυφοπέδιο έγινε μάχη ανάμεσα στην 3η Σερβική Στρατιά υπό τον στρατηγόΓιάγκοβιτςκαι στο 7ο Τουρκικό Σώμα Στρατού υπό τονΦερίκ Τεφίκ πασά.Οι Σέρβοι ενίκησαν και απελευθέρωσαν το Κοσσυφοπέδιο. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το Κοσσυφοπέδιο υπήρξε η έσχατη γραμμή αμύνης των Σέρβων στη συνδυασμένη επίθεση των Γερμανών, Αυστριακών και Βουλγάρων, την οποία επίθεση διεύθυνε ο ικανώτατος Γερμανός στρατηγόςΜάκενσεν.Οι Σέρβοι αντέστησαν ηρωικά αλλά τελικά υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν προς την Αλβανία (1915).
Το Κοσσυφοπέδιο απελευθερώθηκε τρία χρόνια μετά (Οκτώβριος 1918), όταν η γερμανοβουλγαρική στρατιά υποχρεώθηκε να υπογράψει ανακωχή στη Μακεδονία. Συμμαχικά στρατεύματα προχώρησαν προς Β. και ανακατέλαβαν το Κοσσυφοπέδιο. Στην προέλαση συμμετείχε και η III ελληνική μεραρχία, που ήταν εντεταγμένη στη γαλλική στρατιά τηςΑνατολήςκαι η οποία μεραρχία έφθασε μέχρι την πόλη Νις, αρχαία Ναϊσό, που είναι γενέτειρα του Μ. Κωνσταντίνου.
Στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί κατέλαβαν το 1941 το Κοσσυφοπέδιο, το όποιο πέρασε στα χέρια των Παρτιζάνων του Τίτο, ύστερα από σκληρές μάχες το 1944. Διερωτώμαι: τα ξέρει αυτά ο Κλίντον και η πολιτικοστρατιωτική του μαφία; Αυτό που θα γράψω παρακάτω το κατανοεί και ο πιο απλός Έλληνας. Δύσκολο να το κατανοήσει Αμερικανός. Όπως είπαμε, στηνΠεδιάδα των Κοτσυφιών(Κόσοβο πόλιε) το 1389 έγινε η πιο κρίσιμη μάχη ανάμεσα στους Σέρβους και τους Τούρκους. Στη μάχη αυτή πιάστηκε αιχμάλωτος και ο πρίγκιπαςΣτέφανοςπου εκτελέστηκε από τον Βαγιαζήτ, τον φοβερόΓιλδιρίμ(= Κεραυνός), τον γιο του φονευθέντα Μουράτ. Η μέρα που έγινε η μάχη έχει κηρυχθεί ως ημέρα εθνικού πένθους.Στο πένθος συμμετέχει και η φύση.Παρ' όλο που η παπαρούνα είναι σπάνιο φυτό στη Σερβία, ωστόσο την άνοιξη η πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου κοκκινίζει από τις αναρίθμητες που φύονται εκεί. Ο λαός πιστεύει ότι το έντονο κόκκινο χρώμα τους οφείλεται στο αίμα των σκοτωμένων στρατιωτών. Κι αν κάποτε οι Σέρβοι φύγουν από εκεί, οι παπαρούνες πως θα φύγουν;


Πέρα από τα ιστορικά, στο Κοσσυφοπέδιο υπάρχουν τα σπουδαιότερα θρησκευτικά μνημεία. Κοντά στην πόλη του Νοβιπαζάρ υπάρχει η αρχαία πόληΡας,όπου με κέντρο αυτή δημιουργήθηκε το 1159 υπό τονΣτέφανο Νεμάνια,το μικρό βασίλειο τηςΡάσκα,που αυτονομήθηκε έναντι των Βυζαντινών. Το 1159 είναι η χρονολογία ‐ αφετηρία του σχηματισμού του πρώτου σερβικού κράτους. Αργότερα η πρωτεύουσα των Σέρβων μεταφέρθηκε σταΣκόπια.Στο Νοβιπαζάρ υπάρχει η παμπάλαιη εκκλησία (9ος αιώνας) του Αγίου Πέτρου που επί 9 αιώνες ήταν έδρα της επισκοπής της Ράσκα. Στα περίχωρα, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το Νοβιπαζάρ, υπάρχει το ιστορικό μοναστήρι τουΤζούρτζεΣτουπόβιπου χτίστηκε το 1170 και ανακατασκευάστηκε τον 13ο αι. από τον βασιλιά Ντραγκουτίν. Πιο απόμακρα βρίσκεται τομοναστήρι του Σοπότσανι,που κτίστηκε το 1260 από τον βασιλιάΟύρο,που είναι θαμμένος στο καθολικό του μοναστηριού. Στο ναό αυτό υπάρχει μια μνημειώδης ζωγραφική σύνθεση, η «Κοίμηση της Θεοτόκου». Το μοναστήρι του Σοπότσανι καταστράφηκε στον πόλεμο Τούρκων και Αυστριακών το 1689 αλλά ανοικοδομήθηκε το 1926. Κοντά στο Τίτογκραντ διασώζεται το μοναστήρι τουΓκράνατς, που κτίστηκε από τηνΕλένη Ντ' Ανζού(Ανδεγαυή) σύζυγο του Ούρου Α' και μητέρα των βασιλέων Ντραγκουτίν και Μιλιουτίν.
Το πλουσιώτερο όμως μοναστήρι της Σερβίας είναι το μοναστήρι τηςΣτουντένιτσα,που είναι στενά δεμένο με τη μεσαιωνική ιστορία της Σερβίας. Το μοναστήρι έχει ιδρυθεί στα τέλη του 12ου αιώνα από τονΣτέφανο Νεμάνια,τον ιδρυτή του σερβικού κράτους λίγο πριν παραιτηθεί από το θρόνο (1196) και μεταβεί στο Άγιον Όρος, για να περάσει τον λοιπό χρόνο του βίου του ως μοναχός. Παρά τις επιθέσεις που δέχτηκαν στη διάρκεια πολλών αιώνων, οι μοναχοί κατόρθωσαν να διαφυλάξουν τους σπάνιους και πολύτιμους θησαυρούς, όπως το σάβανο του Έλληνα μητροπολίτη Αντωνίου (14ος αι.) που είναι κατασκευασμένο από ασημένιες κλωστές. Επίσης το σάβανο του Στεφάνου Α', δώρο όπως λέγεται, τηςΟλιβέρας,συζύγου του Βαγιαζήτ Α'. Σε μια μικρή εκκλησία, αφιερωμένη στην Αγία Άννα και στον Άγιο Ιωακείμ, εικονίζεται ο βασιλιάςΜιλιουτίν,ο ιδρυτής της και στο πλάι του η σύζυγός τουΣιμονίδα,κόρη του βυζαντινού αυτοκράτοραΑνδρονίκου Β'Παλαιολόγου.Ένα άλλο σπουδαίο μοναστήρι είναι τηςΖίτσας,κοντά στο Κράλιεβο. Ιδρύθηκε το 1220 από τον Στέφανο τονΠρωτοστεφή,γιο του Στέφανου Νεμάνια. Ο άλλος γιος του Στέφανου Νεμάνια, ο πολύςΆγιος Σάββας,έκανε το μοναστήρι αυτό έδρα αρχιεπισκοπής, μέχρι που αυτή μεταφέρθηκε στύ Ιπέκ (Πεκ), τον 13ο αι. Φεύγοντας κανείς από το Κράλιεβο συναντά σε μια απόσταση 90 χλμ. την πόληΤόπολα,που είναι το λίκνο της νεώτερης σερβικής δυναστείας τωνΚαραγεώργηδων.
 Στην πόλη αυτή έζησε και από εδώ ξεκίνησε την πολεμική δράση του ο θρυλικόςΚαραγεώργης της Σερβίας(1804‐1813), που σήκωσε πόλεμο κατά των Τούρκων για να πετύχει την ανεξαρτησία της χώρας του. Εδώ βρίσκεται ο τάφος του, όπως και ο τάφος τουΠέτρου Α'που πέθανε το 1921 αλλά και τουΑλεξάνδρου Α',πουδολοφονήθηκεαπό αναρχικούς στη Μασσαλία. Η πόληΝιςείναι ίσως η πιο παλιά από ιστορική άποψη πόλη της Νότιας Σερβίας. Ο Έλληνας Γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος την ονομάζειΝαϊσό.Εδώ το 269 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτοραςΚλαύδιος Β'νίκησε τους Γότθους και εδώ το 274 μ.Χ. γεννήθηκε οΚωνσταντίνος,ο ιδρυτής της Κωνσταντινουπόλεως και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ΗΠρίστιναπου σήμερα έγινε παγκοσμίως γνωστή από τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς, έχει το περισσότερο ανατολικό χαρακτήρα στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Λευκά σπίτια και ψηλοί μιναρέδες. Ένα αυτοκρατορικό τζαμί είναι του 15ου αι. Ο λεγόμενος Πύργος του Ωρολογίου και το χαμάμ είναι έργα του 19ου αι. Όμως, λίγα χιλιόμετρα νοτιώτερα από την Πρίστινα στον οδικό άξονα που φέρει προς τα Σκόπια, διατηρείται σε άριστη κατάσταση, το μοναστήρι τηςΓκρατσάνιτσαένα από τα ωραιότερα δείγματα της σερβικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Μιλιουτίν το 1315. Στον ίδιο άξονα βρίσκεται και η πόληΠρίζρεν(Πρισρένη) που είναι κτισμένη στη θέση της ρωμαϊκήςΘεράντα.Προσαρτήθηκε στο βασίλειο των Νεμάνια επί Στεφάνου του Πρωτοστεφούς και επί Στεφάνου Δουσάν και επί του διαδόχου του Ούρου έγινε πρωτεύουσα του σερβικού κράτους. Το 1455 κατακτήθηκε από τους Τούρκους και απελευθερώθηκε το 1912. Στην πεδιάδα του Πρίζρεν, κοντά στην πόληΤζακοβίτσαυπάρχει το μοναστήριΝτέτσανι,που χτίστηκε μετά το 1327 από τον βασιλιάΣτέφανο ΟύροΓ' Ντετσάνσκι(1321‐1331), τον πατέρα του Στέφανου Δουσάν, ο οποίος αποπεράτωσε τις υπέροχες τοιχογραφίες του. Οι τοιχογραφίες αυτές ανήκουν στα εξοχώτερα έργα της σερβικής μεσαιωνικής τέχνης. Ξεχωρίζουν ο «Βίος του Χριστού» και ο «Ακάθιστος Ύμνος» σε 24 εικόνες.
 Όμως θρησκευτική πρωτεύουσα των Σέρβων μπορεί να ονομασθεί τοΙπέκ(Πεκ ή Πετς) που έγινε έδρα της ορθόδοξης σερβικής αρχιεπισκοπής. Το Πετς αρχικά είχε δοθεί σαν τιμάριο στο μοναστήρι της Ζίτσας, που ίδρυσε ο Άγιος Σάββας με σκοπό να αποσπάσει τη σερβική εκκλησία από τη δικαιοδοσία των Ελλήνων επισκόπων της Αχρίδας. Μετά η αρχιεπισκοπή μεταφέρθηκε στο Πετς. Η κυριώτερη εκκλησία του Μοναστηρίου είναι οι Άγιοι Απόστολοι.
Το 1346 η αρχιεπισκοπή πήρε τον τίτλο του Πατριαρχείου. Οι Τούρκοι κατάργησαν το σερβικό πατριαρχείο το 1530 αλλά το 1557 επέτρεψαν την επανίδρυσή του, ύστερα από τις έντονες παραστάσεις που έκανε στο σουλτάνο ο Μεχμέτ Σοκόλοβιτς, ένας Σέρβος αποστάτης που έγινε μεγάλος Βεζύρης. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων έχει θαυμάσιες τοιχογραφίες. Εντυπωσιάζει η μνημειακή σύνθεση του τρούλου, όπου εικονίζεται η «Ανάληψη». Στο Πετς ακόμη υπάρχει και ναός του Αγίου Δημητρίου του προστάτη της Θεσσαλονίκης, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους ναούς που έχουν φτιαχτεί προς τιμήν του Αγίου.
 Όταν με το καλό σταματήσουν οι εχθροπραξίες, οι μελλοντικοί επισκέπτες της Πρίστινας μπορούν να δουν σε μια απόσταση περίπου 500 μέτρων από τον οδικό άξονα που οδηγεί στα Σκόπια το μνημείο σε σχήμα πύργου, του Μουράτ Α'. Το μνημείο χτίστηκε μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389). Εντός αυτού είναι θαμμένα τα σπλάχνα του σουλτάνου. Το σώμα έχει ταφεί στην Προύσα, την πρώτη πρωτεύουσα των Οσμανλήδων. Κοντά στο δρόμο, επίσης, πάλι σε σχήμα πύργου, είναι και το μνημείο των Σέρβων στρατιωτών που έπεσαν στη μάχη. Εντός του μνημείου είναι γραμμένα με ορειχάλκινα γράμματα τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια που αναφέρονται στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου και εξυμνούν τους ήρωές της.
 Υποθέτω ότι οι ΝΑΤΟϊκοί βομβαρδισμοί θα πλουτίσουν την έμπνευση των Σέρβων για μια περίπου χιλιετία. Σκέπτομαι όμως ότι στις ΝΑΤΟϊκές κυβερνήσεις που υπέγραψαν τους βομβαρδισμούς ήταν και η ελληνική.Όμως, αν η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε οελληνικός λαός δεν υπέγραψε.Και αυτό ‐ελπίζω‐ να το θυμούνται μελλοντικά οι Σέρβοι βάρδοι και να τονίζουν στα τραγούδια τους ότι στη μεγάλη δοκιμασία του 1999 μόνο ο ελληνικός λαός τους συμπαραστάθηκε ηθικά και υλικά, παρ' όλο που ο Γκρίζος Λύκος τον απειλεί από Ανατολικά. Οι όψιμοι «έρωτες» είναι στάχτη στα μάτια του λαού μας.