Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ "Σολωμός"

 πηγή:https://www.greek-language.gr




Τόσο σε νιώθω μέσα στην καρδιά μου,που τώρα τρέμω μήπως και σε χάσω,στων στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.

5Βαθιά κι εσύ μέσα στο νου κλεισμένηέκρυβες την ιδέα, λάμψη θεία,κι εκοίταζες με στίχους καμωμένηγια να της πλάσεις άξια κατοικία.

Γι’ αυτό στων τραγουδιών σου το βιβλίο10σκόρπιοι, ριγμένοι σαν από την τύχη,μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,μαζί αστράφτουν και σβήνουν τόσοι στίχοι! *

Στίχοι σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,15στίχοι σα ρόδου φύλλα που τ’ αγέριτα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά. *

Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικάη φαντασία, δύναμη γεμάτη,κι ό,τ’ έχτιζες εσύ πονετικά,20τα γκρέμιζε σα χάρτινο παλάτι.

Γιατί για την ιδέα, λάμψη θεία,δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη·και ήταν η δική σου φαντασία,παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.

25Στης θάλασσας επάνω τα νεράένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσηβαρύν αγώνα είχε μια φοράπαλάτι ξακουστό να θεμελιώσει.

Το ξακουστό παλάτι την ημέρα30στα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν κει πέρα,νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.

Ενίκησ’ ώς το τέλος ο τεχνίτηςκι ερίζωσε το θαύμα του στο κύμα…35— Εσύ πριν να νικήσεις την ορμή της,αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε στο μνήμα!

[1885] *

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Κωστής Παλαμάς "Πανηγυρικός εις την εκατονταετηρίδα της Εθνικής Παλιγγενεσίας"

(25 Μαρτίου 1930)

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/palamas_panigirikos.html


Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. . Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.


Πρὸς τὴν μεγίστην ἡμέραν, τῆς ὁποίας τὴν ἐκατονταετηρίδα πανηγυρίζομεν σήμερον, συμπίπτει ἡ τετάρτη ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της ἐπέτειος τῆς Ἀκαδημίας. Ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν, διὰ νὰ ὁμιλήσω, ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται, μὲ τὴν ὑπόβλητικὴν γλῶσσαν τῶν εἰκόνων, δὲν θὰ εἶναι ὡς ἡ κατερχομένη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς Νίκη τοῦ Παιωνίου μὲ ἀνοιγμένας τὰς πτέρυγας, κολπούμενον ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τὸ φόρεμα, καὶ μόνον ποὺ δὲν ἀλαλάζει. Ἡ Ἀκαδημία, καὶ ἂς ἔχη ἔμβλημά της τὴν Ἀθηνᾶν, δὲν θὰ εἶναι οὔτε ἡ Πρόμαχος μὲ τὸ δόρυ καὶ μὲ τὸ κράνος ἀπαστράπτοντ' ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς Ἀκροπόλεως ποὺ ἐξάφνισαν, καθὼς θέλει ὁ θρῦλος, τὸν Ἀλάριχον. Τὸ Μουσεῖον τῆς Ἀκροπόλεως περιέχει τὸ ἀνάγλυφον τῆς σκεπτομένης, καθὼς λέγεται, Ἀθηνᾶς. Προσκλίνουσα ἡ θεὰ στηρίζεται εἰς τὸ δόρυ της, ποὺ ἐνθυμίζει περισσότερον ποιμενικὴν βακτηρίαν. Ἡ στάσις της παρ' ὅλην τὴν διάχυτον ἐκεῖ γαλήνην εἶναι στάσις περισκέψεως, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶναι ξένη κάποια μελαγχολικὴ ἀπόχρωσις. Ὁ βίος μιᾶς Ἀκαδημίας, μάλιστα νεοφανοῦς, δὲν εἶναι παράδοξον ἂν θὰ προσδίδῃ κάποιαν ἐντύπωσιν ἀνάλογον πρὸς τὴν εἰκόνα περισυλλεγομένης εἰς ἑαυτὴν Ἀθηνᾶς. Ὁ ἀρεσκόμενος εἰς τὰ σφοδρὰ κινήματα, τὰ λαμπροφανῆ χρώματα, τὰ συγκεχυμένα σχήματα καὶ τὰ βιαστικά, δὲν εἶναι ἀπίθανον ἂν ἴσως παραμένῃ ἀπαθὴς εἰς τὴν φύσιν τῆς ἐρεύνης καὶ τῆς μελέτης, εἰς τὴν σπεύδουσαν βραδέως ἐργασίαν τῶν ἐπιστημονικῶν ἱδρυμάτων, τῶν ὁποίων τὰ κύρια γνωρίσματα εἶναι οὕτως εἰπεῖν ἀθόρυβα, σχεδὸν σιωπηλά, ἤρεμα, ἀγέλαστ', ἀλαμπῆ. Καὶ ἡ Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν ὑπακούει εἰς τὴν φωνὴν τῆς φύσεως. Ἐτάχθη νὰ περισυλλέγῃ, νὰ συγκεντρώνῃ, νὰ ἐξακριβώνῃ, καὶ νὰ προάγῃ τὴν ἐπιστημονικὴν κίνησιν, κυριώτατα, τοῦ τόπου, νὰ τῆς δίδῃ στέγην, ἄσυλον, φωνήν, νὰ ἀνυψώνῃ τὸ ἐθνικὸν ἐπίπεδον, νὰ ἐξυπηρετῇ τὸ Κράτος εἰς ἰδιαζούσας διεθνεῖς ἀνάγκας του καὶ σχέσεις, νὰ γνωρίζῃ, νὰ κατανοῇ, νὰ σέβεται καὶ νὰ ἐπιθαρρύνῃ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ πνεύματος εἰς ὅλας τὰς διακλαδώσεις τῆς θεωρητικῆς καὶ τῆς πρακτικῆς ἐνεργείας. Εἰς τὴν Ἀκαδημίαν, ἡ ὁποία προβαίνει εἰς τὸν δρόμον της αἰσίως, εὔχομαι νὰ ἀποβῇ ἡ τετάρτη αὕτη ἐπέτειος καὶ σταθμὸς πρὸς περαιτέρω πορείαν, πάντοτ' ἐπὶ τὰ πρόσω• ἀκόμη καὶ «μὲ καιρὸν καὶ μὲ κόπον», καθὼς ἔλεγε περὶ ἄλλων προβλημάτων ὁ ποιητής. Ἀλλ' εἶπα «ὁ ποιητής» καὶ τὸν ἀκούω νὰ λέγῃ, ὡσὰν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος, ὅτι σήμερον πρέπει νὰ παραμερίσουν ὅλα πρὸ τῆς ἐθνικῆς Ἰδέας, τὴν ὁποίαν σήμερον πανηγυρίζομεν. Ὡραία, καθὼς ἡ Ἑλένη εἰς τὴν τέχνην τοῦ Ὀλυμπίου Γκαῖτε, ὅταν ἐξαναβγῆκε στὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῶν μυστικῶν Μητέρων, εἶναι καὶ αὐτή.

ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά.

Κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα σοφὸς ἔνδοξος τῆς Δύσεως ἐχαρακτήριζε τὸν Ἱερὸν Ἀγῶνα. Ἔλεγεν: «Εἶναι ὁ δικαιότατος μεταξὺ τῶν διεκδικητῶν, χάρις εἰς τοὺς ὁποίους ὁ αἰὼν οὗτος εἶναι αἰὼν τῶν ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεων». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν εἶχεν ἀποθάνει. Δὲν εἶναι θάνατος ἡ νεκροφάνεια. Ἀλλὰ ἐξ ἄλλου καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς νεκραναστάσεως δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἀκριβής. Προστίθεται εἰς τὸ μυστηριακὸν θάμβος τὸ κυριεῦον τὸν μελετητὴν τῆς ἀρχαίας ἐντελείας. Ἡ Ἑλληνικὴ Παλιγγενεσία, καὶ μὲ ὅλας τὰς περιπετείας της, ἀπορρέει ἀπὸ τὴν αὐτὴν πηγὴν τοῦ «ἑλληνικοῦ θαύματος». Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ σοφοῦ μὲ τὴν ἀποφθεγματικὴν ταχυλογίαν του λέγει περισσότερα ἢ ὅσα θὰ ἐξέφραζε διεξοδικὸς πανηγυρικός. Καὶ τώρα μοῦ γεννᾶται ἡ σκέψις, πόσον καλύτερον θὰ προσηρμόζετο, μάλιστα ὑπὸ τὴν στέγην ταύτην, μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῆς σημερινῆς πανηγύρεως λόγος ἐρευνητής, μὲ κάποιον ἀποκλειστικὸν ἐντὸς καθωρισμένων ὁρίων οὐσιαστικὸν περιεχόμενον• τοῦτο θὰ ἐξειδίκευε τὸ μέγα γενικὸν θέμα καὶ ἴσως θὰ προσέδιδεν εἰς τοῦτο νέον τι ἐνδιαφέρον. Ἀλλὰ μὲ παρηγορεῖ καὶ ἡ σκέψις ὅτι προεξάρχουν ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐθνικῶν ἱστοριῶν ἀγήραστα θέματα λόγου, ἐπανερχόμενα ὡς τὰ καθοδηγητικὰ μοτίβα τῶν μουσικῶν δραμάτων. Ὅπως καὶ ἂν τὰ ἐκμεταλλευθῇ κανείς, δὲν ἀποβάλλουν τὸ γόητρον. Καὶ σήμερον διὰ τοῦ στόματος τῆς πανελληνίου ψυχῆς λαλοῦμεν. Καὶ ἡ Ἀκαδημία τὰς πύλας της ἀνοίγει διὰ τὴν ψυχὴν αὐτὴν καὶ μὲ αὐτὴν πανηγυρίζει σήμερον. Θὰ εὑρίσκουν εὐκαιρίαν οἱ ρήτορες καὶ οἱ πολλοὶ κλητοὶ καὶ οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοὶ νὰ ψάλουν εἰς ὥρας λειτουργικάς, καθὼς αὐτά, τὸ καθιερωμένον τροπάρι τὸ φέρον τὴν κατάνυξιν εἰς τοὺς πιστούς. «Αἱ ἰδέαι, εἶπεν ὁ ψυχολόγος, δὲν κρίνονται ἀπὸ τὰς ρίζας των, ἀλλ' ἀπὸ τὰς κορυφάς των». Καὶ τὴν κορυφὴν τῆς ἰδέας ποὺ πανηγυρίζομεν σήμερον τὴν βλέπομεν νὰ ἐγγίζῃ μὲ τὸ μέτωπόν της τὰ ἄστρα, καθὼς ἔβλεπεν ὁ ρωμαῖος λυρικὸς τὸ ἆσμα τοῦ Ἕλληνος, τοῦ ἀφθάστου προτύπου του.

Εἰς τὸν «Δὸν Ζουὰν» τοῦ Βύρωνος τὸ Τραγοῦδι τῶν Ἑλληνικῶν νησιῶν εἶναι τὸ ἐλεγειακὸν δοξαστικὸν τῆς δουλωμένης πατρίδος, καθὼς εἶναι ἡ κύκνειος κραυγή του μέσα εἰς τὸ Μεσολόγγι τὸ θριαμβευτικόν της δοξολόγημα. Εἰς τὸ τραγοῦδι τῶν «Ἑλληνικῶν νησιῶν» ὁ ποιητής του πονεῖ τοῦ δακρύζουν τὰ μάτια καθὼς βλέπει νὰ χορεύουν οἱ ὡραῖες παρθένες Ἑλληνίδες, ποὺ τὰς ἐμοίρανεν ἡ Μοῖρα νὰ γεννήσουν, λέγει, καὶ νὰ βυζάξουν δούλους. Ἐμπνευσμένος Ἕλλην μετὰ καιρὸν εἰς κάποιον ποίημά του τοῦ ἔτους 1860 καλεῖ τὰς Ἑλληνίδας νὰ τρέξουν εἰς τὸν τάφον τοῦ Βύρωνος, (ὁ ἀφελὴς λυριστὴς ἀηδονάκι τὸν ὀνομάζει μὲ τὸ ὑποκοριστικὸν τοῦτο, θωπευτικώτατον εἰς τὴν γλῶσσαν μας, τὸν ζοφερὸν Μαμφρέδον) . Καλεῖ τὰς Ἑλληνίδας νὰ τρέξουν εἰς τὸ μνῆμα του, νὰ γονατίσουν ἐκεῖ, νὰ τὸ φιλήσουν, καὶ νὰ τοῦ κράξουν:

Ἀηδονάκι,
Γεννήσαμε τὴν Κλείσοβα καὶ τὸν Καραϊσκάκη.

Ὁ μοναχικὸς αὐτὸς στίχος μὲ τὴν ὑποβλητικήν του παρατηρητικότητα προσιδιάζει περισσότερον ἀπὸ ὡδὰς πολυστίχους καὶ περισσολόγους περιόδους εἰς τὴν ἔξαρσιν τῆς ἐπαναστατικῆς ἐποποιΐας. Μᾶς ἐνθυμίζουν ὅτι ἐφθάσαμεν εἰς τὸ ἀκράτητον σημεῖον νὰ θεωρῶμεν ὡς τὸν κάλλιστον τρόπον τῆς ἀναπαραστάσεώς της ὄχι τὰς ὁσονδήποτ' ἐκφραστικὰς διακοσμητικὰς ἀναπτύξεις, ὅσον τὰς ἀστολίστους μαθηματικὰς ἀπαριθμήσεις, ὅσον τὰς ὡς ἀνατινασσομένας συμβολικὰς ὑπομνήσεις περὶ προσώπων καὶ πραγμάτων της. Καὶ διὰ τοῦτο πιστεύω πὼς τὴν εὐγλωττοτέραν προσφορὰν τιμῆς κ' εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς Πατέρας τὴν ἀποτελοῦν τὰ γραμματόσημα τῶν πρωταγωνιστῶν ποὺ θὰ κυκλοφορήσουν, μετ' οὐ πολύ, χάρις εἰς τὴν ὀργανωτικὴν Ἐπιτροπὴν ἐπὶ τῆς Ἑκατονταετηρίδος τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας. Ὁ πανηγυρικὸς τοῦ Ἀγῶνος θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ γίνεται ὡς νὰ εἶχεν ἀποσπασθῇ ἀπὸ σκαλισμένας ἐπιγραφὰς ὀνομάτων μαρμαρίνου μαυσωλείου. Ἀλλ' ὅσον εὐτυχισμένον εἰς τὴν περιεκτικότητά του καὶ ἂν εἶναι τὸ λακωνικὸν ἀνάκρασμα τοῦ 1860, φέρει τὴν σκέψιν καὶ πόσων ἄλλων ποὺ τὸ συντονίζουν καὶ τὸ συμπληρώνουν. Πόσαι μετ' αὺτοῦ ἀνακύπτουν φυσιογνωμίαι, περιληπτικαί, ἀντιπροσωπευτικαὶ τάξεων, ἀτόμων, παλληκαριῶν, πολιτικῶν, προεστώτων καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ξεπροβάλλουν ὁ ἀρματωλὸς καὶ ὁ γραμματικός. Ὁ καπετάνιος καὶ ὁ διδάσκαλος. Ἄνδρες τοῦ σπαθιοῦ καὶ ἄνθρωποι τοῦ λόγου. Ὀνόματα, ἐδῶ κ' ἐκεῖ, φημισμένα, παραδειγματικά. Οἱ ἀντρειωμένοι τῶν παραμυθιῶν περισσότερον παρὰ οἱ ξεχωρισμένοι τῶν ἱστορικῶν χρονικῶν. Ὀλίγα ὀνόματα ποὺ θὰ ὁμιλήσουν δι' ὅλα τ' ἄλλα. Μιαούλης. Σαχτούρης. Κανάρης. Καψάλης. Μπότσαρης. Παπαφλέσσας. Τζαβέλας. Γρίβας. Ὁ Νικηταρᾶς. Ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης. Καὶ ποῦ τελειώνει ἡ ποίησις καὶ ποῦ ἀρχίζει ἡ ἱστορία! Καὶ παρελαύνουν ἐμπρός, ὁ σταυρὸς τοῦ παππᾶ, τὸ δαυλὶ τοῦ μπουρλοτιέρη, ἡ φουστανέλλα, τὸ καρυοφύλλι. Ἄτακτοι. Θρυλικοί. Δύσκολα πειθαρχοῦντες, εὔκολα συγχεόμενοι εἰς τὴν προοπτικήν τοῦ πίνακος. Ἰσοπεδωτικοί. Προσωπολάτραι. Πρωτογενεῖς. Ἡρωϊκοί. Ὁμηρικοί. Περισσότερον πλήττουν τὴν φαντασίαν ἢ ὅσον σταματοῦν τὸν λογισμόν. Δύσκολα ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἂν ἔρχωνται νὰ κτυπήσουν τὸν ἀλλόφυλον, ἢ νὰ κτυπηθοῦν μεταξὺ των. Καὶ μέσα εἰς τὸν σάλαγον καὶ τὴν «πολέμια χλαλοὴ ἀπαστράπτοντα σημεῖα ἢ σκιεροὶ ἀποτεφρωμένοι ὄγκοι. Οἱ τόποι. Τοὺς περιέχουν ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη, χώματα εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ἱστορία διέτρεξεν ὅλην τὴν μουσικήν της κλίμακα τῶν περιπετειῶν καὶ τῶν θριάμβων. Τὰ νησιά. Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος, ὦ νησιὰ εὐλογημένα!» «ὅπου ἄνθισαν —λέγει ὁ ποιητής— οἱ τέχνες τοῦ πολέμου καὶ τῆς εἰρήνης!». Εἰς τὸ βάθος ὡς νὰ διαφυλάττουν τὸ πολὺ τῆς φλογός των διὰ τὸ μέλλον, ἡφαίστεια. Ἡ Κρήτη• ἡ Μακεδονία. Καὶ ἡ Θεσσαλία καὶ ἡ Θράκη. Καὶ χειρονομίαι καὶ κινήματα ποὺ ὁμοιάζουν ὑψηλὰ πτερυγίσματα. Ὁ Κολοκοτρώνης, προέχων ἱπποκένταυρος, βροντοφωνῶν τὸ σύνθημά του «Φωτιὰ καὶ Τσεκούρι» κατὰ κεφαλῆς τῶν φυγάδων καὶ τῶν προσκυνημένων. Ἕνας λόγος τοῦ Γεωργίου Γενναδίου εἰς τὸ Ναύπλιον, θαυματουργός. Ὁ Διάκος μὲ τὸ τραγοῦδι τοῦ Μαγιάπριλου εἰς τὸ μαρτύριόν του. Ἡ Ἔξοδος. Αἱ γυναῖκες μίαν ὥραν ἀρχήτερα, ἀληθινώτερα χειραφετημέναι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ ἡρωισμοῦ. Ὁ Κουντουριώτης προσφέρων εἰς τὸ Ἔθνος τὸ ἔχειν του. Ἕν ἀπερίγραπτον φίλημα ποὺ τὸ ἀνταλλάσσουν δύο ἕως τότε ἄσπονδοι πολέμιοι, Ζαΐμης καὶ Καραϊσκάκης. Οἱ τακτικοὶ τοῦ Φαβιέρου, τροφοδοτοῦντες μὲ μπαροῦτι τὴν Ἀκρόπολιν. Ὁ Τρικούπης μὲ τοὺς ἐπιταφίους του, ὁ Μακρυγιάννης μὲ τὸ ἀρχεῖον του. Ὁ Κολοκοτρώνης μὲ τ' Ἀπομνημονεύματα τῆς Φυλῆς. Ὁ Φωτάκος, ὁ Περραιβός. Θεμέλια διὰ τὰ κτίσματα τῶν ἱστορικῶν καὶ τῶν Αἰσχύλων τοῦ μέλλοντος. Εἰς τὴν ρίζαν αἱματοστάλακτης πυραμίδος οἱ Φιλικοί, ἡ πρόσκλησις τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου, ἡ θυσία τοῦ Ρήγα, τὸ μαρτύριον τοῦ Πατριάρχου. Ἡ καθιέρωσις εἰς τὴν Ἁγίαν Λαύραν μὲ τὸν Γερμανόν. Εἰς τὴν κορυφὴν ὁ Καποδίστριας, μεγαλομάρτυς τῆς ἐθνικῆς ἀποκαταστάσεως. Ὁ Κοραὴς ἀναγεννᾷ τὴν Παιδείαν καὶ εἰς τὸν ἄλλον πόλον ὁ Σολωμὸς ἀναδημιουργεῖ τὴν ποίησιν.

Καὶ συμπληρώνοντ' ἑκατὸν ἔτη ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς Ἐλλάδος εἰς τὴν χορείαν τῶν ἀνεξαρτήτων Κρατῶν. Αὐθεντικὸς ἀνάδοχος τὸ πρωτόκολλον τοῦ Λονδίνου. Ἀκολουθοῦν οἱ πρωτεργάται καὶ οἱ συντελεσταὶ τῆς ἀποκαταστάσεως. Προπέμπουν οἱ λαοὶ ἀγαλλόμενοι. Πληβεῖοι, πατρίκιοι, ἡγεμόνες. Ὅλοι ὅσοι ἐκίνησαν ἢ ἀνέτειναν τὰς χεῖρας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων διὰ νὰ δράσουν ἢ καὶ ἁπλῶς διὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ φιλέλληνες εἰς τὸν παλαιὸν καὶ νέον κόσμον μυριόργανος συμφωνία. Προεξάρχουν, ὡς νὰ φαντάζωνται πατρίδα των τοὺς δελφικοὺς βράχους οἱ φοιβόληπτοι ποιηταί. Ἐμεσουράνει τότε ὅ,τι ὀνομάζεται εἰς τὴν ἱστορίαν ρωμαντισμός. Τὸ πολυσύνθετον ἐπαναστατικὸν παγκοσμίως τότε διαδεδομένον ἠθικὸν καὶ καλαισθητικὸν φαινόμενον, εἰς τὸ ὁποῖον προέχει τῆς ὑποταγῆς εἰς τὸν κανόνα ἡ ὁρμὴ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ αἰσθήματος. Ἀπὸ τὴν γωνίαν αὐτὴν ἡ Ἑλλὰς τοῦ 1830 προσβλεπομένη, φαίνεται ὡς νὰ ἐξεφύτρωσεν ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τοῦ ρωμαντισμοῦ. Εἶναι καθὼς τὰς ἀντιπαραθέτει ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ εἰς τὸ «Ναβαρίνον» του, ἡ Ἑλλὰς τοῦ Βύρωνος καὶ ἡ Ἑλλὰς τοῦ Ὁμήρου. Πράγματι μία καὶ ἀδιαίρετος ἡ Ἑλλάς. Καὶ εἶναι ἡ μαγνητίζουσα ἐπιρροή της τόση, ὥστε καὶ τοὺς ἀετοὺς τῆς φαντασίας φέρει νὰ ἐκφράζωνται ὡς ἄνθρωποι πρακτικοί, καὶ τοὺς θετικώτερον δρῶντας νὰ τονίζουν τὸν λόγον ὡς ὑμνογράφοι. Ὁ Βύρων λέγει: «Δὲν ἦλθα εἰς τὴν Ἑλλάδα διὰ νὰ ἐπιδιώξω περιπετείας, ἦλθα διὰ νὰ βοηθήσω τὴν ἀναγέννησιν ἑνὸς λαοῦ• ἀκόμη καὶ εἰς τὸν ἐκπεσμόν του ὁ λαὸς αὐτὸς φέρει τιμὴν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔρχεται νὰ τοῦ γίνῃ φίλος». Καὶ ὁ λαμπρός μας Ἐϋνάρδος εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ πρωτοκόλλου τοῦ Λονδίνου γράφει πρὸς τὸν Καποδίστριαν: «Τὸ μέλλον καὶ ἡ θεία Πρόνοια θὰ κάμουν ὅ,τι ὑπολείπεται, δὲν ἀμφιβάλλω. Ἂς εὐχαριστήσωμεν τὴν θείαν Πρόνοιαν, δι' ὅ,τι ἔπραξε πρὸς χάριν σας. Καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν ὁρμώμενοι, χρέος εἶναι νὰ κράζωμεν, καὶ πάλιν καὶ μυριάκις νὰ ἀνακράζωμεν: ἀλληλούια!». Ἀλλ' ὅμως εἰς τὸ βάθος τῆς σκηνῆς ὁ πρωταγωνιστὴς τοῦ δράματος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, τὸ σύνθημα καὶ ἡ σφραγίς, οἱ πατέρες μας! Αἱ Ἀθῆναι τῶν ἀρχαίων εἶχον ἱδρυμένον βωμὸν εἰς τὸν «ἄγνωστον θεόν». Προσφάτως ἐτονίζετο ὅτι ὁ Εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ἀκολουθία καὶ συμπλήρωσις τῶν πολιτικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἰδεωδῶν τῶν Ἑλλήνων. Ὅ,τι μετὰ τὸν μεσαίωνα ὀνομάζομεν Ἀναγέννησιν, εἶναι, εἰς τὴν ἀκριβῆ ὀνομασίαν του, ἡ Ἄναγέννησις εἰς τὴν Εὐρώπην τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος. Καὶ ἡ Ἀναγέννησις αὐτὴ δὲν ἐπερατώθη μέχρι τῆς σήμερον. Μετὰ τὸν παγκόσμιον πόλεμον θὰ ἔλεγέ τις ὅτι τοὺς βωμοὺς τῶν ἀγνώστων θεῶν τείνουν νὰ διαδεχθοῦν, παραλλήλως πρὸς τὰ δημοκρατικὰ ἰδεώδη, οἱ βωμοὶ τῶν ἀγνώστων στρατιωτῶν. Ἡμεῖς πρὸ πάσης ἱεροτελεστίας, ὅπου καὶ ἂν κατευθυνώμεθα, θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχωμεν ἱδρυμένους τοὺς βωμούς, διὰ τὴν λατρείαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, καθὼς ἀναφέρει ὁ χρονογράφος ἐποποιός, ἔκαμαν νὰ φύγουν στρατοὶ τὴν δίκελλαν ζευγιτῶν καὶ στόλοι τὴν κώπην λέμβων. Ὅμως πρόσωπα καὶ πράγματα, ὁσάκις ἀπὸ τοὺς βυθοὺς τοῦ παρελθόντος ἐπανέρχωνται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ποτὲ δὲν εἶναι ὁλότελα τὰ ἴδια. Καὶ τὰ προσβλέπομεν ὁμοῦ τὰ αὐτὰ καὶ παραλλάσσοντα, καὶ ὡς ἀφορμὰς δι' ἐπανόδους εἰς γνωστὰ καὶ ὡς ἀφετηρίαν διὰ νὰ μᾶς ἀνοίξουν ὁρίζοντας. Ἄλλως τε καὶ ἡ περίοδος τὴν ὁποίαν πανηγυρίζομεν, καὶ μὲ ὅλον τὸν φωτοστέφανον μὲ τὸν ὁποῖον περιβάλλει τὴν Ἑλληνικὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλας τὰς ἕως τώρα περὶ αὐτὴν σπουδὰς χρονογράφων καὶ ἱστορικῶν, ποιητῶν καὶ στοχαστῶν, εἶναι ἀκόμη, καὶ εἰς πολλὰς λεπτομερείας της, ὑποκείμενον ποίας καὶ πόσης ἐργασίας ἐξερευνητικῆς! Ἂν ἐλέχθη ποτὲ ἀπὸ μέρους ἐξόχου κοινωνιολόγου, περὶ τῆς μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ὅτι ἀκόμη δὲν ἐγράφη ἡ ἱστορία της, περισσότερον διὰ τὸν αὐστηρὸν κριτὴν τὸ χρονικὸν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος θὰ κάμνῃ ἐντύπωσιν γεωγραφικοῦ χάρτου, τοῦ ὁποίου ἐκτάσεις ἱκαναὶ πρέπει νὰ σημειώνωνται ὡς ἀνεξερεύνητοι. Ἀλλ' ἐκτὸς τῶν ἐργατῶν ποὺ φέρουν εἰς φῶς μὲ τὴν ἀναδιφῶσαν δίκελλαν νέα ἀντικείμενα ἢ προσαρμόζουν ἄγνωστα μαρτύρια εἰς τὰ γνωστὰ καὶ οἱ φιλοσοφικοὶ τῆς ἱστορίας καὶ οἱ ἀπὸ περιωπῆς ἐξετασταὶ διαφορετικὰ φωτίζουν μὲ τοὺς λύχνους των καὶ γεγονότ' ἀκόμη ὡς ἐξακριβωθέντα πιστευόμενα. Ἄλλοτε προσπαθοῦν νὰ προσαρμόσουν τὰς θεωρίας των εἰς τὰ πράγματα, ἄλλοτε ἀγωνίζονται, μὲ ὅλας των τὰς δυνάμεις, νὰ ὑποτάξουν τὰ πράγματα εἰς τὰς ἀπόψεις των, ἀκόμη καὶ στενοχωροῦντες καὶ στρεβλώνοντες ἐκεῖνα. Ὑπάρχουν ὅμως γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ μὲ ὁποιουσδήποτε φακοὺς προσβλεπόμενα καὶ μὲ ὁποιασδήποτε μεθόδους ἐξερευνώμενα, διατηροῦν, παρ' ὅλας τὰς βασάνους ποὺ ὑφίστανται, κάποιον χαρακτηριστικὸν ἀπαραχάρακτον. Τοῦτο ἀποκαλύπτεται εἰς ὅσους ἡ αἰσθητικὴ ἀλήθεια εἶναι ἢ προέχουσα. Δι' ἐκείνους ἡ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Παλιγγενεσίας, εἴτε ἀναδύεται ἀπὸ τῶν ἀποκρύφων θείας προνοίας, εἴτε ἀνακύπτει ἀπὸ τὰ ὀρθολογικὰ δεδομένα ἀναποδράστου νόμου, εἴτε ἐκτυλίσσεται διὰ τῶν κινήτρων τοῦ λεγομένου ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, δὲν παύει νὰ ὑπάρχῃ ὡς ὡραιότης. Καὶ εἶναι πραγματική, διότι εἶναι ὡραία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ὁποιαδήποτε, χρειάζεται, πολὺ χρειάζεται νὰ διατηρῇ κάποιαν εὐλυγισίαν, δοκιμαστήριον καὶ αὐτὴν τῆς ζωτικότητός της, ὀργανικῆς, καὶ νὰ παρουσιάζεται καὶ νὰ κινῆται εἰς εὐρύχωρα περιβάλλοντα, καὶ νὰ συντονίζεται, ὅσον εἶναι τοῦτο δυνατόν, καὶ νὰ συγχρονίζεται. Εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα ὑπηρεσία, τὴν ὁποίαν τὸ παρελθὸν προσφέρει εἰς τὸ παρόν. Ὡς νὰ ἀντέλεγεν εἰς τὸ βαθὺ ρητὸν τοῦ φιλοσόφου «Οἱ νεκροί μᾶς κυβερνοῦν», ἐσημειώνετο πρὸ χρόνων εἰς περισπούδαστον μελέτην: «Χρειάζονται νέοι θεοὶ διὰ νὰ κατακτήσουν τὴν ζωήν. Οἱ παλαιοὶ δὲν ἀναζοῦν». Ἀλλ' ἂν στοχαστικώτερον προσβλέψωμεν τὴν ἰδέαν, ἠμποροῦμεν νὰ προσαπαντήσωμεν: «Νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλα ζοῦν εἰς τὸν κόσμον. Εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγκειται, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἐξαρτᾶται ἡ δύναμις ἡ ζωοποιός».

Ποῖος δὲν γνωρίζει τὸ παλαιϊκὸν τραγοῦδι μετὰ τὴν Ἅλωσιν:

Σημαίνει θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κ' ἡ ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι.
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
Φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ' Ἀρχαγγέλου στόμα:
«Σώπασε, Κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴ πολυδακρύζεις:
Πάλι, μὲ χρόνια, μὲ καιρούς, πάλι δικά σας εἶναι.

Τοὺς στίχους τούτους δὲν ἠμποροῦσαν ἄλλοτε, ἴσως καὶ σήμερον δύσκολον νὰ τοὺς ἀκούσῃ ἑλληνικὴ καρδιὰ χωρὶς νὸ τὴν ραγίσῃ κάποια συγκίνησις. Εἶναι τὸ αἴσθημα ποὺ κυριεύει τὴν ψυχήν, ἀκόμη καὶ ἀκαθόριστον, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν κακήν του ὥραν, διὰ νὰ τὴν στηρίξῃ, ὅσον καὶ ἂν κλονίζεται, μὲ τὴν πίστιν πρὸς τὸ ἰδανικόν. Εἶναι εἰς τὴν γλώσσαν τῆς ἱστορίας μας ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Ἀλλ' ὁ Ἀρχαγγελικὸς χρησμὸς δὲν εἶναι διὰ νὰ παραμένῃ περιωρισμένος εἰς τὸν χρόνον καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐμφανίσεώς του, κατωχυρωμένος μέσα εἰς τὸ ἱστορικόν του πλαίσιον, ὡς μέσα εἰς γυνας καὶ πρωτεϊκάς, διὰ νὰ τὰ ζήσουν καὶ ἐκεῖναι τὰ Ἔθνη τὰ δοξασμέν' ἀπὸ τὴν ἱστορίαν των, καὶ διακυμαινομένας καὶ πρωτεϊκάς, διὰ νὰ τὰ ζήσουν καὶ ἐκεῖνα τὰ Ἔθνη. Ἐγράφη: «Αἱ μορφαὶ ἀλλάζουν, τὸ ἰδανικὸν παραμένει. Τὸ σήμαντρον θὰ τὸ σημαίνῃ θεός, ἡ Κυρὰ Δέσποινα θὰ ταράζεται καὶ θὰ δακρύζῃ, θὰ παρηγορῆται, ἀποκαλυπτικὴ θὰ ἐπιφαίνεται, θὰ ἐμπνέῃ τὴν καρτερίαν, τὴν ὑπομονήν, τὴν προσδοκίαν, ὡς νὰ μᾶς λέγει: ὅσα μᾶς φεύγουν, θὰ ξαναγυρίζουν, καὶ μὲ χρόνια καὶ μὲ καιρούς, φθάνει νὰ τὸ πιστεύωμεν καὶ νὰ τὸ θέλωμεν. Ἡ Ἑλλὰς θὰ ἀναγεννᾶται μὲ τὰ ἠθικὰ προστάγματα πάντα καὶ πατροπαράδοτα καὶ νεοπαραδομένα. Τὴν ἀνυπαρξίαν τοῦ Πολέμου ἀδύνατον κανεὶς νὰ τὴν φαντασθῇ. Ὅμως ἀρχίζομεν νὰ τὸ φανταζώμεθα τὸ βάθρον του ὄχι ἀπαρασάλευτον, ὡς πρίν• αἰσθανόμεθα ὅτι ἀποβάλλουν μέγα ποσὸν ἀπὸ τὸ κῦρός των οἱ διαλαληταὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ τέρατος. Ἡ Ἀνδρομέδα Εἰρήνη ὡς νὰ εἶναι εἰς τὴν διάκρισίν του ἀκόμη. Ἀλλ' εἰς τὴν ὄψιν της ἀνθίζει χαμόγελο. Εἶναι ὡς ν' ἀκούῃ νὰ βουΐζουν τὰ πτερὰ τοῦ Πηγάσου, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἴσως ἔρχεται ὁ λυτρωτής. Καὶ μοῦ ἐνθυμίζουν τὰ πτερά, μοῦ ἐνθυμίζουν τὴν μεγίστην τῶν κατακτήσεων τῶν νέων καιρῶν, τὸν μέγιστον τῶν θριάμβων τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως. Εἶναι ἡ ἀεροπορία. Χθὲς ἀκόμη ὁ Ἕλλην πρωθυπουργὸς ἐτόνιζεν εἰς τὴν τελετὴν τοῦ ἀεροδρομίου τὰ ἀνυπολόγιστα εὐεργετήματά της. Εἰς τὰ 1917 ἔξοχος ἀνὴρ φυσιολόγος εἰς μελέτην του περὶ τῆς «Βιολογίας τοῦ Πολέμου» καταγγέλλων ὡς ἀβάσιμα πολλὰ πιστευόμενα περὶ ἐκείνου ὡς περὶ νόμου ἱστορικοῦ ἀπαραβάτου, μεταξὺ ἄλλων, ὡς νὰ ἦσαν ὁ ἀντέρως καὶ ὁ ἔρως, δύο πολέμους ἐξεχώριζε, τὸν πόλεμον τὸν ἐξολοθρευτὴν καὶ τὸν πόλεμον τὸν δημιουργόν. Εἰς τὸ μέσον τῶν δύο τούτων στοιχείων ἔχει τὴν θέσιν της ἡ δύναμις τῆς ἀεροπορίας καὶ τὰ δύο τὴν διεκδικοῦν. Ἂς εὐχηθῶμεν νὰ καταστοῦν ἀδύνατοι αἱ ὑπηρεσίαι της εἰς τὸν ὄλεθρον, τόσον περισσότερον, ὅσον δι' ἐκείνων θὰ ἐσημειώνετο πιθανὸν τὸ τέλος ἑνός κόσμου• ἂς εὐχηθῶμεν νὰ βαρύνουν θαυματουργοὶ τελειωτικῶς αἱ ὑπηρεσίαι της εἰς τὴν πλάστιγγα τοῦ δημιουργοῦ στοιχείου. Μεγάλη Ἰδέα εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ βαθμιαία, πολύμοχθος, ἡρωική, μαρτυρική, οὐδέποτε αὐτάρκης, εἰς τὰς ἐμπρὸς πάντοτε βλέπουσα πάλη πρὸς ἀνάπτυξιν, πρὸς βελτίωσιν, πρὸς ἐπικράτησιν. Ἡ Κυρὰ Δέσποινα μὲ τοὺς ἀγγέλους της καὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς της, ποὺ εἶναι οἱ μεγάλοι διανοούμενοι καὶ οἱ μεγάλοι κυβερνῆται, δίδει τὸ σύνθημα, προάγει, μὲ τὴν παθητικὴν λατρείαν, καὶ τὴν σταυροφορίαν τὴν ἐνεργόν. Αἱ ἰδέαι ἐπικρατοῦν ὁσάκις γίνονται θρησκεῖαι. Τὰ σήμαντρα τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ καὶ τὰ δάκρυα τῆς ὑπερμάχου εἶναι ὑπὲρ πάντα συνθήματα πρὸς γένεσιν τῆς λυρικῆς ἐκείνης διαθέσεως, ἡ ὁποία, εἴτε ἀπὸ τὰ ἄτομα εἴτε ἀπὸ τὰς μάζας πηγάζει, εἶναι ἀπαραίτητος διὰ νὰ γεμίζῃ τὴν ἀτμόσφαιραν τῶν λαῶν μὲ τὸν ἐνθουσιασμόν, ποὺ εἶναι τὸ τηλαυγὲς μέτωπον τῆς ἐνεργείας.

Εἶναι πολὺ πλησίον εἰς τὸ ἔτος, τοῦ ὁποίου τὴν ἑκατοστὴν ἐπέτειον πανηγυρίζομεν, ἡ 25 Μαρτίου τοῦ 1838. Μία κυρία τῶν τιμῶν τῆς πρώτης Βασιλίσσης τῶν Ἑλλήνων ἀντίκρυζεν ἀπὸ τὸ παράθυρόν της τὴν ἑορτάσιμον νυκτερινὴν φωταψίαν. Μέγας Σταυρὸς ἀπὸ καιόμενα ξύλα μεταξύ τῆς Ἀκροπόλεως καὶ τοῦ Λυκαβηττοῦ ἔρριπτεν εἰς τὰ πέριξ τὴν λάμψιν του. Εἰς τὴν εὐαίσθητον συμπολῖτιν τοῦ Σίλλερ καὶ τοῦ Χάϊνε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ σταυροῦ ἐνέπνευσε στίχους, οἱ ὁποῖοι καταλήγουν ὡς ἑξῆς: «Γλυκὺ φῶς ποὺ φωτίζεις καὶ δὲν θαμβώνεις, ἱερὴ ἐγγύησις εἶσαι δι' εὐτυχέστερον μέλλον! Ὅ,τι βαριὰ στενάζει ἀκόμη στὸ σκοτάδι πνευματικῆς νυκτός, γρήγορα θὰ στραφῇ μετὰ χαρᾶς πρὸς τὰς ἀκτῖνάς σου». Ὕστερον ἀπὸ ἑκατὸν χρόνους ἠμποροῦμεν νὰ ὑπερηφανευώμεθα. Πόσα ἐδάφη πνευματικῆς νυκτὸς ἐφωτίσθησαν ἀπὸ τότε! Ἀλλὰ καὶ πόσα ἔχασαν ἀπὸ τότε τὰς ἀκτῖνάς των! Τὸ ποιηματάκι τοῦ Σταυροῦ εὑρίσκεται εἰς σειρὰν ἐπιστολῶν πρὸς φίλην τῆς ἀειμνήστου κυρίας, ἡ ὁποία μετ' ὀλίγον ἐδῶ ἀπέθνησκε κ' ἐθάπτετο ἐδῶ. Αἱ ἐπιστολαί της, περιέχουσαι ἀξιαναγνώστους πληροφορίας περὶ τῶν χρόνων ἐκείνων, εὑρίσκονται μεταφρασμέναι εἰς ἕνα τόμον τοῦ «Δελτίου τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας». Ἐὰν κανεὶς συγκρίνει τὰς ἐπιστολὰς αὐτὰς τοῦ 1838 πρὸς δημοσιεύματα πρόσφατα περὶ Ἑλλάδος καὶ τῶν Ἀθηνῶν ξένων δημοσιολόγων θὰ ἠμποροῦσε νὰ νομίσῃ ὅτι γίνεται λόγος περὶ ἄλλης χώρας, ἐὰν ἡ ἀντίληψις ὅτι πρόκειται περὶ τῆς αὐτῆς δὲν ἦτο ἀρκετὴ διὰ νὰ ἐμπνεύσῃ, μὲ κάποιαν γλυκύπικρον μελαγχολίαν, μίαν ὑπερήφανον χαράν. Δὲν εἶναι μόνον ἡ ἀπόστασις τῶν ἑκατὸν χρόνων, ἡ ὁποία, ἀκριβῶς διότι μᾶς εἶναι παρ' ὅλον της τὸ μάκρος ἀρκετὰ πλησίον, μᾶς γεννᾷ συγκίνησιν, ὅσον δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ μᾶς συγκινήσουν χιλιετῆ παρελθόντα• εἶναι ὡς νὰ βλέπωμεν ἀκόμη γνωρίμους σκιὰς νὰ πτερυγίζουν ἄνωθέν μας. Ἀλλ' ἡ χαρά, ἡ ἐν ταυτῷ μελαγχολικὴ καὶ ὑπερήφανος, πηγάζει περισσότερον ἀπὸ τὸ ὅτι κατὰ τὸ ἑκατονταέτηρον διάστημα ἡ Ἑλλὰς ἔπιε τὰ ποτήρια γεμᾶτα καὶ τῶν εὐτυχημάτων καὶ τῶν συμφορῶν, καὶ κατακτυπημένη ἐγονάτισε καὶ τρισεύελπις ἀνεστηλώθη. Καὶ εἶναι σήμερον Η ΜΙΑ ΕΛΛΑΣ καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γῆ, μὲ περισυναγμένα τὰ τέκνα της, καθὼς ἡ ὄρνις περισυνάγει τοὺς νεοσσούς της. Ἐμπιστεύεται τὰς τύχας της εἰς τοὺς τεταγμένους πρὸς τοῦτο καὶ ἀγωνίζεται νὰ στερεώσῃ τὸ βῆμα της καὶ νὰ τὸ συντονίσῃ πρὸς τὰ κυρίαρχα κατὰ τὴν ὥραν ταύτην ἰδανικά, τῶν ὁποίων ὡς ἐξ οὐρανοῦ ἀνατέλλει εὐοίωνον σημεῖον ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν. Ἀλλὰ ἡ σήμερον ἂν εἶναι ἡμέρα ἀναδρομική, εἶναι καὶ μαζὶ καὶ περισσότερον δοξαστικὴ παντός, καὶ προσώπου καὶ πράγματος, ποὺ συνεδέθη, καθ' ὁποιονδήποτε τρόπον, πρὸς τὴν ἀνάμνησιν καὶ πρὸς τὴν εὐτυχίαν τῆς πατρίδος. Εἰς ὅλους ὅσοι τὴν πατρίδα κατὰ καιροὺς ὑπηρέτησαν, —διότι παρὰ τὴν δόξαν τοῦ νὰ δημιουργῇς ὑπάρχει καὶ ἡ δόξα τοῦ νὰ ὑπηρετῇς,— καὶ μὲ τὴν φιλοδοξίαν καὶ μὲ τὴν διάθεσιν νὰ κατορθώσουν τὸ καλόν, καὶ εἰς τὰς εὐτυχίας των καὶ εἰς τὰς ἀτυχίας των, τιμὴ καὶ σέβας καὶ συμπάθεια. Δόξα εἰς ὅλους, «ὅτι πολὺ ἠγάπησαν». Καὶ εἶναι δίκαιον καταλήγων νὰ μνημονεύσω τοὺς λόγους Ἑλληνολάτρου ἐκ τῶν εὐγενεστάτων, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν ἐτιμήθη παρ' ἡμῖν ὅσον ἔπρεπε. Εἶναι ὁ Louis Μenard, φιλόσοφος συγγραφεὺς τῆς «Ἑλληνικῆς πολυθεΐας» καὶ τῆς «Ἠθικῆς πρὸ τῶν φιλοσόφων». Ἔγραφεν ὄχι πλέον εἰς τοὺς καιροὺς τοῦ Σατωβριάνδου καὶ τοῦ Κάνιγγος, εἰς τοὺς καιροὺς τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν διαχύσεων. Ἔγραφεν εἰς ἄμοιρον περισσότερον ἔτος, εἰς τὸ 1897, προλογίζων γαλλικὴν μετάφρασιν μιᾶς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιον Γεννάδιον. Ἔλεγε: «Τὴν διανοητικὴν ἀγωγήν, εἰς ὅλα της τὰ εἴδη, τὴν χρεωστοῦμεν εἰς τὰ μαθήματα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Ἡ νεωτέρα Ἑλλάς μᾶς ἔδωκε κάτι περισσότερον ἀπὸ μαθήματα• παρεσκεύασε μὲ τὸ παράδειγμά της τὴν ἠθικὴν μυσταγωγίαν τοῦ μέλλοντος. Ὁ ἑπταετὴς πόλεμος τῶν Ἑλλήνων διὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν των εἶναι σελὶς ἐνδοξοτάτη εἰς τὰ χρονικὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν εὑρίσκω τίποτε τόσον ὡραῖον εἰς τὴν καθολικὴν ἱστορίαν, ὅσον ὁ ἡρωϊσμὸς ποὺ ἀνεπτύχθη ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν διὰ νὰ ἐπανακτήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του». Καὶ κατωτέρω μὲ τὸ ἀκτινοβόλημα μιᾶς προφητείας, αὐτά: «ὁ θρίαμβος τῶν Ἑλλήνων ἴσως θὰ ἐπιβραδυνθῇ. Διότι ἡ Νέμεσις πολὺ ἀργοπορεῖ. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο θὰ εἶναι καὶ ὁ θρίαμβος πολὺ ἐνδοξότερος, καὶ οἱ μέλλοντες ἱστορικοὶ θὰ θέσουν τὴν νέαν Ἑλλάδα εἰς τὸ πλευρὸν τῆς ἀρχαίας».

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Kωστὴς Παλαμᾶς - "Ἡ Φοινικιά"

Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,
κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:


Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;
Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.
Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;
Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!
Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!
Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,
τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.
Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!
Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,
ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.
Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,
ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.
Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο
τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια,
τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο…
Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια;
Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, ―ποιὸς νὰ πιστέψῃ!―
μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη!
T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι,
καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι,
καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει,
κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει.
Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι,
καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη,
καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα,
ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα!
Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης·
―ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε!
Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης,
ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι.
K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης,
ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε;
Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι
τὸ πιὸ λευκόν;
    Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει!
Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου·
δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας·
τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου,
μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου
ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας·
ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε.
Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι!
Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω,
λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε.
K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε!
K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε·
μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα
κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!»
Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι,
κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε,
καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι.
Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε,
καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη,
καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε
θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη·
ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει!
Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι,
συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει
τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη,
καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει
πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη
δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ
καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου·
ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου!
Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι
τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια·
ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι
κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου·
ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου!
Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα,
ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση
ποὺ ψέλνει σὰν ποιητὴς καὶ θρέφει σὰ μητέρα,
ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση·
ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα·
ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη·
στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι!
Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη,
στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα,
ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη
τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα,
ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι
καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα,
σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει
κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη.
Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα,
ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ
ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα
σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι;
Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα
ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ,
γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου
τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου;
Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα,
καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα,
καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις.
Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις,
καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια
πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια.
Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα,
ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα;
Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα
γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα,
πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα
ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα.
Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι
μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι.
Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια
καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου
πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια,
φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου.
Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια.
Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου;
Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα
ἀπὸ καινούργιους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα.
K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι,
τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του,
καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι,
καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του,
καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι,
καὶ τὸ φεγγάρι ἦρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου,
κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη·
ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη.
Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια;
Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια;
Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια,
κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια,
τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια,
τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια,
ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν.
Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα
τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει.
Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα
κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει,
κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα,
κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει·
μιὰ πλάση ―Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα,
παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα!
Ὦ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία!
Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια,
κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα,
γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια,
ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία,
πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια.
Ὦ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια,
μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια.
Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη
παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε,
ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!―
Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει·
σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε.
Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε·
ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε!
Ἡ ἀρρώστια μᾶς τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια,
ὦ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς,
οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια,
νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς,
καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια
μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς,
καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια,
κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια.
K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο
αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα
πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο
ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα,
κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο,
καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα·
σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια
συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια.
Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα,
ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια
νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα
τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια;
Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα,
καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει.
Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα,
θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα,
σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια.
K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα
διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια,
τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα,
κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα!
Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια,
γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια,
στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια,
καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια.
Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια
νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια
σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια.
Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο,
ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω,
τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα,
ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο,
μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα.
K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη,
ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ,
ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα του δὲ λείπει·
μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη,
κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι·
κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι,
καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ·
κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει!
Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία,
τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι,
κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα,
τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη.
Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα
ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι,
κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες
κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες.
Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι
κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούργια νιάτα·
θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη,
στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα,
μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι,
χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα.
Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη
τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη.
Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα!
Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη;
Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα,
καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη.
Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα
εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ.
―Ὦ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι.
Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι,
καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ,
καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι
καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ,
καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι,
κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ,
καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι
θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη.
Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα
τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ·
μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα
μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ,
καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα.
Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση
σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούργιο ἀστέρι.
Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ…

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Κωστής Παλαμάς, «Σολωμός»


Τόσω σε νοιώθω μέσα ’ς την καρδιά μου,
Που τόρα τρέμω μήπως και σε χάσω,
’Σ των στίχων μου τη γύμνια, ποιητά μου,
Απ’ τα ζεστά μου στήθη αν σ’ ανεβάσω.
Βαθειά κ’ εσύ μέσα ’ς το νου κλεισμένη
Έκρυβες την ιδέα, λάμψι θεία,
Κ’ εκύτταζες με στίχους καμωμένη
Για να της πλάσης άξια κατοικία.
Γι’ αυτό ’ς των τραγουδιών σου το βιβλίο
σκόρπιοι, ριγμένοι ’σαν από την τύχη,
μισόπλαστοι, ένας ένας, δύο δύο,
μαζή αστράφτουν και σβύνουν τόσοι στίχοι!
Στίχοι ’σαν περιστέρια χωρίς ταίρι,
στίχοι, ταιράκια, μα χωρίς φωλιά,
στίχοι ’σά’ ρόδου φύλλα που τ’ αγέρι
τα σκόρπισε από την τριανταφυλλιά.
Μα μέσα σου εξύπναε ξαφνικά
Η φαντασία, δύναμι γεμάτη,
Κι’ ό,τ’ έχτιζες εσύ πονετικά,
Τα γκρέμιζε ’σά’ χάρτινο παλάτι.
Γιατί για την ιδέα, λάμψι θεία,
Δεν έφταναν των στίχων σου τα κάλλη·
Και ήταν η ’δική σου φαντασία,
Παράξενη, ανυπόταχτη, μεγάλη.
’Σ της θάλασσας επάνω τα νερά
Ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώσι
Βαρύν αγώνα είχε μια φορά
Παλάτι ξακουστό να θεμελιώση.
Το ξακουστό παλάτι την ημέρα
’Σ τα κύματα χτιστό θαμποβολούσε,
Μα όταν η νύχτ’ απλώνοταν ’κεί πέρα,
Νεράιδα πεισματάρα το χαλούσε.
Ενίκησ’ ώς το τέλος ο τεχνίτης
Κ’ ερρίζωσε το θαύμα του ’ς το κύμα...
— Εσύ πριν να νικήσης την ορμή της,
Αχ! η νεράιδα σ’ έβαλε ’ς το μνήμα!

[πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος πρώτος, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 136-137]

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός

Πηγή: http://www.e-kere.gr/βιβλία/Κωστής-Παλαμάς-Διονύσιος-Σολωμός
Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός


Πρόκειται για μελέτη στην οποία ο Παλαμάς κρίνεται γενικότερα ως κριτικός και ειδικότερα ως κριτικός του Σολωμού. Ο τόμος περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πρώτους με τους οποίους εγκαινιάσθηκαν τότε οι γνωστές εκδόσεις «Ερμής». Χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο Β΄(σ.33-200) συγκεντρώνονται όλα τα πεζά και ποιητικά κείμενα του Παλαμά που αναφέρονται στον Σολωμό, αυτοτελή και αποσπασματικά, διατεταγμένα χρονολογικά. Στο Α΄(σ.5-32), ως Εισαγωγή και υπό τον τίτλο « Ο Παλαμάς κριτικός του Σολωμού», γίνεται αναλυτική προσέγγιση της κριτικής πρόσληψης του Σολωμού από τον Παλαμά για να διαπιστωθεί ότι, ενώ ο Παλαμάς επέβαλε τον Σολωμό στο εθνικό σύνολο, ο ίδιος έμεινε τελικά ξένος στο ποιητικό του δίδαγμα.

[Αναδημοσιεύονται εδώ το Πρώτο Μέρος της Εισαγωγής, χωρίς τις Σημειώσεις, με τις γενικές επισημάνσεις για τα γενικότερα γνωρίσματα του κριτικού στοχασμού του Παλαμά και το Τρίτο, το συμπερασματικό, με τις Σημειώσεις του, το οποίο ο εκδότης άφησε εκτός. Το τελευταίο έχει κατατεθεί από τότε , πολυγραφημένο, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας με τον ταξινομικό αριθμό MGL 869.291]

Μέρος Πρώτο Ο κριτικός: η τοποθέτηση και τα γνωρίσματα

Από μια πρώτη σύνθετη θεώρηση, η κριτική και η ποίηση αποτελούν δύο ομόλογες λειτουργίες του πνεύματος. Παρόλη, φυσικά, την αναντίρρητη αυτονομία τους υπόκεινται, ταυτόχρονα, σε αμοιβαίες εξαρτήσεις και στενούς συσχετισμούς. Πάντοτε σχεδόν η μεγάλη ποίηση (και γενικότερα κάθε μορφή υψηλής δημιουργίας) υποκρύπτει μιαν οξύτατη κριτική διάνοια, ενώ, από τη δική της πλευρά, η εμπνευσμένη κριτική προϋποθέτει, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, βαθύ και πλούσιο ποιητικό αίσθημα. Εντούτοις, στον πρακτικό απολογισμό, η δόκιμη κριτική πράξη τείνει να αποδειχθεί εξάρτημα του ποιητικού νου. Οι σημαντικότεροι κριτικοί, που διέγραψαν αποφασιστικά την οριακή καμπύλη της νεώτερης (τουλάχιστον) λογοτεχνίας, υπήρξαν ως επί το πλείστον ποιητές (Edgar Allan Poe, Paul Valéry, T.S.Eliot). Στον ορισμένο, μάλιστα, ελληνικό χώρο, η ταύτιση αυτή δικαιώνεται πλήρως με την εύγλωττη παράθεση δύο ακραίων ονομάτων, του Σολωμού και του Σεφέρη. Η άποψη, ωστόσο, φωτίζεται ακόμα πιο πολύ με το παράδειγμα, στη συγκλίνουσα χρονική αιχμή, του Κωστή Παλαμά.
Πράγματι, οι βασικότερες εκδηλώσεις του πνεύματός του υπήρξαν η κριτική και η ποίηση. Με τη διπλή δράση του ο Παλαμάς εύρυνε αποφασιστικά, σ΄ένα διάστημα μισού αιώνα (1880-1930), τα κλειστά όρια της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοί του, φυσικά, αιστάνθηκαν περισσότερο την επιβολή του ποιητή, με την κυρίαρχη αντήχηση του ρυθμού και του στίχου. Αλλά την εγκωμιαστικήν αποδοχή διαδέχθηκε αργά ο γόνιμος σκεπτικισμός. Η σφοδρή υπερβολή της αντιπαλαμικής στάσης του Γιάννη Αποστολάκη και η ταυτόσημη θέση του Φώτου Πολίτη (δύο ιδεολόγων δημοτικιστών) έθρεψαν γρήγορα τις πρώτες σοβαρές σπερματικές αμφιβολίες. Το χάσμα ευρύνθηκε απροσδόκητα με τις αντίρροπες αναζητήσεις και το συνακόλουθο επίτευγμα μιας άλλης ποιητικής. Έτσι, ο ποιητικός λόγος του Παλαμά (όχι, πάντως, ο ποιητής) έμεινε ξαφνικά ξένος, μετεωρισμένος στην αιχμή μιας παράδοσης. Η πλατυρημοσύνη του αναλυτικού στοχασμού, η συνάλληλη πομπική έξαρση, ο φραστικός αλαλαγμός, η εξώστρεφη κραυγή και ο στόμφος, οδήγησαν, αν όχι στην καταδίκη, τουλάχιστο στην άρνηση. Ήταν, επομένως, αναπόφευκτο το ποιητικό δίδαγμα του Παλαμά να μείνει χωρίς βιώσιμη καρποφορία. Με τον καιρό, η αλλοτρίωση μεγάλωσε, ενώ ο ίδιος παραμένει πάντα ποιητής αντιλεγόμενος.
Αντίθετα, ο κριτικός Παλαμάς επισημάνθηκε αργότερα, η δε αναγνώριση της ομολογημένης υπεροχής του ακολούθησεν αντίστροφο δρόμο. Τις πρώιμες διαπιστώσεις, αόριστες και δειλές, σφράγισε σύντομα η ανεπιφύλακτη ομολογία ότι «ο Κωστής Παλαμάς [...] είναι ως τα σήμερα [1941] ο πιο σημαντικός κριτικός της νέας ελληνικής λογοτεχνίας». Ωστόσο, τα σχετικά δοκιμιογραφήματα της ίδιας εποχής εξετάζουν, ως επί το πλείστον, τον κριτικό διαμέσου του καθιερωμένου ποιητή. Η τολμηρή αντιστροφή του Τέλλου Άγρα, στηριγμένη σε οξύτατην αίσθηση, πραγματοποιήθηκε σταδιακά και σε άλλες δόκιμες συνειδήσεις, στις οποίες η πρόκριση του κριτικού Παλαμά πέρασε άνετα από την ισοτιμία στο προβάδισμα. Η γνώμη αυτή φαίνεται η επικρατέστερη σήμερα, ενισχυμένη και δικαιωμένη από το συγκεντρωμένο (το γνωστό και άγνωστο) υλικό των Απάντων. Η έκδοση έδωσε καινούργια διάσταση στην κριτική φυσιογνωμία του Παλαμά, χωρίς αυτό να μειώσει τη σημασία του ποιητή, ο οποίος, εξάλλου, στέκεται πολύ πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό απ΄ ό,τι ίσως, κανείς υποψιάζεται.
Η νέα αξιολόγηση στηρίζεται, προφανώς, σε αντικειμενικότερα δεδομένα. Απεναντίας, η παλαιότερη φαίνεται αρκετά επηρεασμένη από τον πληθωρικό όγκο τής ποιητικής παραγωγής και την προσωπική πίστη του ίδιου του Παλαμά. Παρόλη τη βαθιά επίγνωση για τη συλλειτουργική υπόσταση κριτικής και ποίησης, σπεύδει να διακηρύξει απερίφραστα ότι «εγώ δεν είμαι φιλόσοφος, δεν είμαι κριτικός» . Η βιωμένη αυτή θέση εξηγεί επαρκώς την υπηρετική, κατά κάποιον τρόπο, σκοπιμότητα που επιτελεί η κριτική στο συνολικό του έργο. Εδώ, ίσως, πρέπει να αναζητηθεί και η πρώτη αιτία γιατί ο Παλαμάς, ποιητής της Φλογέρας και του Δωδεκάλογου, δεν έδωσε ανάλογα κριτικά έργα, με πλατιά δηλ. σύνθεση και αυτάρκεια. Ωστόσο, το διασπαθισμένο κριτικό του έργο, το οποίο διέπει στο βάθος όντως παραδειγματική συνέπεια και ενότητα, αποκαλύπτει την αξιοσύνη της κριτικής διάνοιας και δίνει, στο μέτρο του εποπτικού συνδυασμού, αυθεντικά και πλούσια τα γνωρίσματα της παλαμικής κριτικής.
Τέσσερα είναι, προπάντων, τα πεδία στα οποία ασκείται διαρκώς η κριτική αντοχή του Παλαμά: α) Το ίδιο του το έργο. Είναι μοναδική, ίσως, περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα δημιουργού, ο οποίος γίνεται ταυτόχρονα, σε κάθε περίσταση (σε προλόγους, σε αυτοτελή δημοσιεύματα, σε επιστολές, παντού), ακαταπόνητος υπομνηματιστής και εξηγητής του ποιητικού, κυρίως, έργου του. Εδώ, φυσικά, δεν αξιολογεί, πράγμα άλλωστε ανέφικτο· απεναντίας διαφωτίζει, αναλύει, ερμηνεύει, επιχειρεί πρωτότυπους συσχετισμούς και εύστοχες ιστορικές τοποθετήσεις. β) Η ελληνική πραγματικότητα της εποχής του, στην εθνική, κοινωνική και πνευματική της δομή. Στον χώρο αυτόν αποδεικνύεται ο μαχόμενος στοχαστής και ο οξύς δημοσιογράφος. Προσπαθεί να καθοδηγήσει και αγωνίζεται να επιβάλει στη συνείδηση του Έθνους αξίες ζωντανές και αυτοδύναμες. Εδώ αξιολογεί, κατευθύνει, γίνεται ορθός κριτής και, κάποτε, ο ευαίσθητος δέκτης μιας επερχόμενης κοσμογονίας. γ) Το εθνικό παρελθόν, αποκλειστικά σχεδόν στη λογοτεχνική του πραγμάτωση. Είναι η περίπτωση όπου αναδεικνύεται απερίφραστα ο πρώτος άξιος ιστορικός της νεώτερης λογοτεχνίας, συστηματικός γραμματολόγος και κριτικός πρωτοποριακής αυθεντίας. Το επίτευγμα συνδυάζει έξοχα τη φιλολογική ενόραση με την ένστικτη σχεδόν κριτική ευστοχία. δ) Ο ευρωπαϊκός χώρος. Η πλατιά υπερελληνική αγωγή του πνεύματός του, η έντονη ευρωπαϊκή συνείδηση και η συναφής γνώση του δυτικού πολιτισμού επρόσφεραν γερά στηρίγματα στην κριτική του ενδυνάμωση και, ταυτόχρονα, άφθονο υλικό σε ανάλογη έρευνα. Στο σημείο αυτό παρουσιάζει, συγκρίνει, προβάλλει και, όχι σπάνια, επιβάλλει ιδέες, πρόσωπα, ρεύματα. Η σημασία του, ωστόσο, εξαντλείται στην επιτυχημένη προσπάθεια για μιαν αμεσότερη και πιο γόνιμη επικοινωνία του ελληνισμού με τη Δύση.
Η εποπτική διερεύνηση σε όλη αυτή την εκτενή δημιουργία (με ειδική αναγωγή κυρίως στην προτελευταία) προσφέρει τη δυνατότητα για μια χρήσιμη, κεφαλαιώδη αναγραφή των επιμέρους βασικών αρχών και των άλλων ιδιοτήτων της κριτικής του Παλαμά.
Εν πρώτοις, η προηγούμενη σχηματική διαίρεση δείχνει καθαρά το πρώτο, εξωτερικό, χαρακτηριστικό της κριτικής του: την πολυμέρεια και την άνεση. Και τα δύο είναι σύμφυτα με την πλατιά ανάπτυξη και τη διάσπαση. Η εξωτερική, ωστόσο, έκταση συνυπάρχει παντού με μιαν εσωτερική καθολικότητα, η οποία οδηγεί στην πρώτη αρχή για τη σύνθεση. Πράγματι, η συνθετική έφεση, εκδηλωμένη εμφανέστερα στο ποιητικό έργο, κυριαρχεί εξίσου σ΄όλες τις κριτικές δοκιμές του Παλαμά. Ακόμα και οι απλές απόπειρες προδίδουν την τάση για οργανωμένη μεθόδευση και ανάπτυξη του κεντρικού θέματος. Ό,τι όμως προέχει, παρόλη την απουσία μεγάλων έργων, είναι η συνθετική εποπτεία στην ενοραματική σχεδόν σύλληψη των πνευματικών εκδηλώσεων και των άλλων εκφραστικών μορφών του νεοελληνικού λόγου. Από την άποψη αυτή, ο Παλαμάς είναι η πρώτη συνθετική κριτική διάνοια του νεωτέρου ελληνισμού (αντίθετος ακριβώς από τον Πολυλά και τον Καλοσγούρο).
Η πολυμέρεια και η ευρυμένη εποπτεία συμβαδίζουν στην πράξη με την αναλυτική απόδοση του επιμέρους στοχασμού. Ο πλατυασμένος αυτός λόγος, ρητορικός και αφρόντιστος, ενισχυμένος μάλιστα από τον εκπληκτικό πλούτο και την παρεπόμενη ευκινησία της γλώσσας, δημιουργεί ύφος εντελώς ιδιότυπο και προσωπικό. Την ιδιοτυπία του ύφους αυξάνει η στενή συγγένεια προς το ποιητικό και η πλούσια σατιρική διάθεση. Γενικότερα, επισημαίνεται μια περίεργη και ερμαφρόδιτη παρουσία: στην κριτική εισβάλλει, κάποτε, ακατάσχετα το γνώριμο ποιητικό ύφος της μεγαληγορίας και της έξαρσης· αντίθετα, στην ποίηση συνοδοιπορεί, αθόρυβα ίσως αλλά εμφανώς, η κριτική διάνοια που υποτάσσει όμως περισσότερο την ιδέα και ολιγότερο τη φαντασία. Ωστόσο, η ανεξάντλητη ευαισθησία και ο πληθωρισμός των ιδεών δίνουν στον κριτικό λόγο μόνιμη δύναμη και ένταση μοναδική
Πέρα, όμως, από τα εξωτερικά γνωρίσματα, μεγαλύτερη σημασία έχουν τα εσωτερικά δεδομένα, τα κύρια τεκμήρια της κριτικής. Το σημαντικότερο εν προκειμένω είναι ο βαθύς και εμπερίστατος ιστορισμός, συνδυασμένος άριστα με τη φιλολογική γνώση και μέθοδο. Το πράγμα υπογραμμίζεται συχνά και αποτελεί, ταυτόχρονα, βασικό συστατικό του καθόλου ποιητικού του έργου. Η έντονη ιστορική συνείδηση (ισχυροποιημένη από τις συναφείς τάσεις της εποχής) και η παράλληλη κριτική οξυδέρκεια βοήθησαν αποφασιστικά στο να αξιολογήσει ορθά και σχεδόν αμετάθετα όλες τις εκδηλώσεις (πρόσωπα και κινήματα) της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Στην κριτική θεώρηση του Παλαμά τα πράγματα δεν έχουν μόνο αισθητική αλλά και ιστορική σημασία, σε μια προέκταση, ιστορικήν αναγκαιότητα. Έτσι, με επαναστατική τόλμη και σπάνια κριτική αυτοπεποίθηση, ανατρέπει το παραδομένο και καθιερώνει τις νέες λογοτεχνικές αξίες:δικαιώνει ιστορικά τη λόγια παράδοση της Τουρκοκρατίας, επιβάλλει τους Επτανησίους και τον αγνοημένο Σολωμό (χωρίς, ωστόσο, να αρνείται τα θετικά επιτεύγματα του ρομαντισμού), καταξιώνει τη σύγχρονή του δημοτική λογοτεχνία, θαυμάζει τον Ερωτόκριτο και τα άλλα Κρητικά έργα, ανακαλύπτει πρώτος σχεδόν τον Κάλβο, εξαίρει τον Παπαδιαμάντη, ενώ εγκωμιάζει απροκάλυπτα την πεζογραφική ιδιοφυΐα του Μακρυγιάννη. Μοναδικήν αντίρρηση προκαλεί σήμερα η υπερβολή στην εκτίμηση του Βαλαωρίτη και η άρνηση του Καβάφη· ακόμα, η αδυναμία στην κατανόηση της σύγχρονης ποιητικής, παρόλη την καίρια κρίση για τη Στροφή του Σεφέρη.
Όλα τα προηγούμενα συνεπάγονται πλειάδα ολόκληρη άλλων εσωτερικών γνωρισμάτων. Με βάση αυτά αιτιολογείται, κατ΄ αρχήν, η άκρα αντικειμενικότητα, η οποία δεσπόζει στα επιμέρους έργα και στις γενικότερες τοποθετήσεις. Είναι πολύ αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σε μια εποχή, γεμάτην από γλωσσικούς αγώνες και φανατισμούς, η κριτική γνώμη του Παλαμά δεν υποτάσσεται ποτέ στο γλωσσικό του πιστεύω. Η ίδια ανεξαρτησία άλλωστε παρατηρείται και στην έμπρακτη εφαρμογή της δημοτικής, όπου αρνείται τις γλωσσικές ακρότητες του Ψυχάρη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο στην ιστορική και κριτική επισκόπηση είναι η έλλειψη εκλεκτισμού. Δεν μένει δηλ. μόνο στους μεγάλους σταθμούς, όπως π.χ. ο Σεφέρης, αλλά καταξιώνει ιστορικά και τους πιο ασήμαντους. Εκείνο, όμως, που υποφαίνεται παντού είναι ο έντονος διδακτισμός του. Η διαφώτιση και η διδαχή (απροκάλυπτη κάποτε) αποτελούν τις δυο κινητήριες δυνάμεις για την καθόλου κριτική του προσπάθεια. Πρόκειται για έναν κοινωνικό και, προπάντων, εθνικό διδακτισμό, ο οποίος είναι περισσότερο εμφανής στο ποιητικό έργο και, φυσικά, εντελώς διαφορετικός από τον υπαρξιακό του Καβάφη. Στον Παλαμά η κριτική πράξη υπηρετεί την ολότητα και έχει, επομένως, ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που επιτελείται. Έτσι, σαν τελευταίο, πρέπει να αναφερθεί το ανώτερο ήθος του κριτικού λόγου, που συνυπάρχει έντονα με τη βαθιά πνευματικότητα και αξιοπρέπεια.
Η σύντομη αυτή ανασκόπηση έδωσεν, οπωσδήποτε, μια γενική και κατατοπιστική εικόνα του κριτικού Παλαμά. Έδειξε ακόμα, έστω ιδεογραφικά, ότι τον ποιητή και κριτικό συνακολουθούν ο ιστορικός, ο λαογράφος, ο γλωσσολόγος, ο σταχαστής. Οι ιδιότητες αυτές, συνδυασμένες με τη φιλέρευνη ανησυχία και ομολογημένη έμφυτη κλίση προς τη ζωή και το έργο των μεγάλων μορφών, τον οδήγησαν, πολλές φορές, στην ανάγκη να επισκοπήσει μικρά καθέκαστα, να ερευνήσει λεπτομέρειες και, άλλοτε, να δώσει σύντομες ή εκτενείς δοκιμές για βιογραφικά θέματα του άμεσου ενδιαφέροντός του. Τα σκόρπια αυτά κείμενα, όταν τυχόν αναφέρωνται στο ίδιο πρόσωπο, αθροιζόμενα, περέχουν έμπρακτα συστατικά μιας συμβατικής βιογραφίας, δοσμένης μάλιστα από διαφορετικές χρονικές και οπτικές γωνίες. Τέτοια κείμενα υπάρχουν μόνο για τον Βαλαωρίτη και τον Σολωμό. Για τον πρώτο έχει δοθεί από τον ίδιο τον Παλαμά η πρακτική συνέκδοση· για τον Σολωμό το κενό εξακολουθεί να παραμένει. Εντούτοις, ένα πλήθος από μελέτες και άρθρα, αυτοτελή ή παρεκβατικά, μορφοποιούμενα σε σώμα βιβλίου, έχουν πολλά να προσφέρουν και για τον κριτή και για τον κρινόμενο. Γραμμένα, ως επί το πλείστον, σε μια εποχή γεμάτην ανακατατάξεις και σύγχυση, και στην έκταση περίπου μιας πεντηκονταετίας (1885-1933), φωτίζουν πολλαπλώς τις εξωτερικές τύχες και την ίδια την ουσία του σολωμικού έργου, ενώ, από την άλλη, γίνονται σιωπηρά δοκίμια της κριτικής αλκής του Παλαμά.

Μέρος Τρίτο Γενικές διακριβώσεις και συμπεράσματα


Κωστής Παλαμάς – Διονύσιος Σολωμός
Στη διαδοχική, λοιπόν, προσέγγιση του Σολωμού η κριτική πορεία του Παλαμά ακολουθεί, τουλάχιστον εξωτερικά, μια τεθλασμένη καμπύλη με δύο κύριες κορυφώσεις: την πρώτη στην καμπή του αιώνα και την άλλη στις αρχές του τριάντα. Η κίνηση αυτή συνδέεται στενά με την παράλληλη κριτική τοποθέτηση απένανατι στον Βαλαωρίτη. Η δημιουργική προσφορά των δύο ποιητών συναγωνίζεται διαρκώς για την πρώτη θέση στην αξιολογική εκτίμηση του κριτικού. Εντούτοις, η άνετη επική εκτέλεση, τα άφθονα ρομαντικά στοιχεία, πιθανόν η διχασμένη γλωσσική έκφραση (έστω στην αρχή) και, προπάντων, ένας αναμφισβήτητος ομοιοπαθητικός ψυχισμός, έδεσαν τον Παλαμά στενότερα με την ορμητική ποίηση του Βαλαωρίτη. Ο δεσμός αυτός ερμηνεύει καθαρότερα την αναμφιταλάντευτη ποιητική πρόκριση,(1) η οποία πάντως παρουσιάζει δυο ενδιάμεσες κάμψεις, και μάλιστα στα αντίστοιχα χρονικά σημεία της έμπρακτης υπεροχής του Σολωμού. Τη διαπίστωση βεβαιώνει, ταυτόχρονα, ανάλογος καθοριστικός λόγος του Παλαμά: «Αλήθεια ο Βαλαωρίτης. Όποιος πρωτοδιαβάσει το Σολωμό και μπει στο νόημά του, τον ξεχνά το Βαλαωρίτη. Ύστερα ωριμάζει ο νους, τον ξαναδιαβάζεις το Βαλαωρίτη και βρίσκεις ό,τι στον άλλο δέ βρίσκεις: την ποίηση της λεπτομέρειας κι ένα ζωγραφικό πραγματισμό [...]. Τον βάζεις παράπλευρα του μεγάλου, στη θέση που του αξίζει».(2) Εδώ, ωστόσο, η δυαδική σύγκριση καταλήγει τελικά σε κραυγαλέα εξισορρόπηση.

Στενά εξαρτημένη από την προηγούμενη είναι μια άλλη, αναμφισβήτητα πιο σημαντική, παρατήρηση: ότι δηλαδή ο Παλαμάς έμεινε ποιητικά ξένος στην επαναστατική κατάκτηση του Σολωμού. Ο λόγος αφορά ταυτόχρονα την ποιητική πράξη και την κριτική θεώρηση. Η έντονη αυτογνωσία της προνομιακής διαδοχής έχει μονάχα ιστορική, όχι ουσιαστική σημασία.(3) Η ενδιάθετη ή εσκεμμένη απομάκρυνση από το δίδαγμα του Σολωμού είναι ολοφάνερη σ΄ ολόκληρο το ποιητικό έργο. Η σιωπηρή αυτή άρνηση γίνεται, απεναντίας, ομολογία απερίφραστη στις κριτικές διερευνήσεις. Στο υπαινισσόμενο πεδίο, η πορεία του στοχασμού ακολουθεί προοδευτικά, όπως έγινε ήδη φανερό, μιαν εντεινόμενη παρρησία με διπλή, τελικά, κατάληξη: την ενστικτώδη αμφιβολία μπροστά στο αρμονικό επίτευγμα των τελευταίων στίχων και, κυρίως, την έλλογη αποστροφή στην ανερμήνευτη αποσπασματική πραγματικότητα. Τα δύο αυτά σημεία συνδέονται άρρηκτα με την ορμέμφυτη ποιητική ιδιοσυγκρασία, όχι, βέβαια, την ανεπάρκεια του κριτικού νου. Η δαιμονική μανία του ρυθμού(4) οδήγησε οπωσδήποτε τον Παλαμά στο να συλλάβει και να τονίσει επανειλημμένα τη βαθιά μουσική υπόσταση του σολωμικού έργου, αλλά η πολυφωνική αρμονία των ανομοιοκατάληκτων στίχων, όπως τη συνέλαβε ο Πολυλάς, έμεινε απροσδόκητα ξένη στην κατά τα άλλα έντονη ευαισθησία του.(5) Πιο εμφαντική (και περισσότερο συνεπής με την ποιητική διδαχή του) είναι η απροκάλυπτη άρνηση των αποσπασμάτων. Το ζήτημα πρέπει να σχετισθεί με ένα ανάλογο θεωρητικό δοκίμιο («Τα μεγάλα τα ποιήματα»(6)), στο οποίο αντιμάχεται με πάθος την ποιητική θεωρία του Edgar Allan Poe για την υποβλητική δύναμη της πυκνής συντομίας. Η προδικασμένη ή απολογητική θέση για την πλατιά επική εκτέλεση εμπόδισε, αναμφισβήτητα, τον Παλαμά να δει και να κηρύξει την απλή συγκινητική αλήθεια: ότι ο Σολωμός, την ίδια περίπου εποχή και σε τόσο αλλότρια περιοχή, πειθαρχεί ανεπίγνωστα και πραγματώνει, κατά κάποιο τρόπο, το επαναστατικό ιδανικό του Poe. Για τον Σολωμό παραμένει ατύχημα το ότι η ποιητική πράξη δεν δικαιώνει ενσυνείδητα μιαν αντίστοιχη θεωρητική σύλληψη. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο το γεγονός ότι ο Παλαμάς συνορά πάντοτε τις μεγάλες επικές συλλήψεις του Σολωμού με τις ασυντέλεστες προεκτάσεις τους. Η αντιμετρική ιδιοσυγκρασία (ποιητική και, ακόμα, ανθρώπινη) κράτησε, προφανώς, ασυμφιλίωτα τα δύο αυτά κορυφαία πνεύματα. Εδώ βρίσκεται, ίσως, το μέγιστο όριο διαφοράς τους. Σε γενική εκτίμηση, ο Παλαμάς (τουλάχιστο για την ελληνική πραγματικότητα) είναι το τέρμα μιας μεγάλης ευθείας, ο Σολωμός (χωρίς εθνικούς περιορισμούς) η αρχή νέας καμπύλης.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τα σημεία αυτά ο Παλαμάς αποκάλυψε, πράγματι, στο Έθνος την ιστορική σημασία του Σολωμού. Εν πρώτοις, είδε με ζηλευτή κριτική οξύτητα όλα σχεδόν τα μεγάλα φιλολογικά ζητήματα που συνθέτουν το πολύπλευρο σολωμικό πρόβλημα. Παράλληλα, η εσωτερική σπουδή των θεμάτων συμβαδίζει, στην πράξη, με τη γενική αξιολογική ένταξη στον ιστορικό εθνικό χώρο. Πρώτος ο Παλαμάς διέβλεψε ορθά την αποφασιστική (ποιητική και γλωσσική) σημασία του σολωμικού έργου για την όλη εξελικτική παράδοση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Η προσωπική αυτή πίστη, εντεινόμενη με την ωρίμανση, έγινε αργότερα, ύστερα από επίμοχθη προσπάθεια, κοινή αποδοχή. Γι΄ αυτό η προσφορά του Παλαμά στη γνώση και τη διάδοση του έργου του Σολωμού πρέπει να θεωρηθεί μοναδική. Αλλά και η γενικότερη επιρροή που άσκησε το σολωμικό δίδαγμα στην ευρύτερη εθνική ζωή και δημιουργία δεν είναι ξένη από το κριτικό κήρυγμα του Παλαμά, ο οποίος σε διάστημα μισού αιώνα (1885-1933), κατόρθωσε να επιβάλει προοδευτικά και αμετάκλητα την εθνική μορφή του ποιητή. Μάλιστα, από κάποια στιγμή και πέρα, προκάλεσε ο ίδιος γόνιμες αντιδράσεις και ποικίλες άλλες δραστικές αναθεωρήσεις. Έτσι, στην καμπή του τριάντα ο Σολωμός δεσπόζει, από κάθε άποψη, στην κοινή εθνική συνείδηση. Η έμπρακτη, άλλωστε, επιστροφή στο ποιητικό δίδαγμα του Σολωμού είναι η αναπότρεπτη κατάληξη αυτής της μακροχρόνιας διαφωτιστικής προεργασίας. Εντούτοις, αξίζει να υπογραμμισθεί εδώ, σαν κατακλείδα, μια περίεργη ειρωνεία: ο Παλαμάς, που γνώρισε και επέβαλε στους άλλους τον Σολωμό, έγινε ουσιαστικά το πρώτο ποιητικό θύμα της επιστροφής στο δικό του δίδαγμα. Το τίμημα ήταν, πράγματι, βαρύ: οι άλλοι βρήκαν εκεί αυτό που η ποιητική του ιδιοσυγκρασία στάθηκε αδύνατο να καταλάβει.

Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]


Σημειώσεις [Τρίτου Μέρους]

  1. Βλ. π.χ. Άπαντα, τόμ. Η΄, σελ.178-179 (κρίσεις μιας δεδομένης στιγμής): «Η ποίηση του Βαλαωρίτη είναι η πιο γερή που δόθηκε ως την ώρα της νέας Ελληνικής ψυχής να χαρεί» - «Η γλώσσα του Βαλαωρίτη είναι η πλουσιώτερη γλώσσα που ευτύχησε ποιητής λυτρωμένος από το λογιωτατισμό να χρησιμοποιήσει για το έργο του» - «Ο Βαλαωρίτης [...] είναι ο πρώτος αγνός, και σε πολλά ασύγκριτος, επικός που δοξάζει τη νέα λογοτεχνία μας» (χρονία κειμένου: 1910)
  2. Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 70 (από τα Σημειώματα στο περιθώριο). Ο λόγος διατυπωμένος περίπου το 1908, δημοσιεύεται το 1928 (πρβλ. στο Βιβλίο, σελ. 133 σημ. 1).
  3. Μια τολμηρή φαντασία θα έβλεπε, πιθανότατα, την αυτογνωσία της διαδοχής να προβάλλεται συμβολικά στον Ένατο Λόγο («Το Βιολί») του «Δωδεκάλογου». Δεν είναι, ίσως, συμπτωματικό ότι το νέο τραγούδι με το παλιό βιολί (η κομμένη παράδοση) ανελίσσεται πάνω στο ρυθμό και στο μέτρο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Την ίδια αυτογνωσία υπαινίσσεται το σολωμικό παράθεμα του Λόγου «Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του».
  4. Βλ. για το θέμα την ειδική μελέτη του Λίνου Πολίτη «Ο στίχος του [του Παλαμά] (Μετρικά και ρυθμολογικά)», περ. Γράμματα (Τεύχος Επιμνημόσυνο του Κωστή Παλαμά), Αθ. 1943, σελ. 209-238.
  5. Πρβλ. Ζ. Λορεντζάτου Δοκίμιο Ι, Αθ. 1947, σελ.96-101. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι ο Παλαμάς εξαίρει διαρκώς τη μουσικότητα, όχι την αρμονία του σολωμικού έργου: «[...] από το μουσικώτατα μα και φανταχτερώτατα κομματιαστό του έργου του» (Άπαντα, τόμ. Ι΄, σελ. 424) – «[...] και με λιγοστά αποκόμματα στίχων ατέλειωτων και ασύνδετων, που όσο κι αν είναι εξαίσια μουσικοί, [...]» (Άπαντα, τόμ. ΙΔ΄, σελ 207), κλπ.
  6. Άπαντα, τόμ. ΣΤ΄, σελ. 205-217 (χρονία κειμένου: 1901).