Γράφει και επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Του Γιώργου Λαμπράκου
Επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι
νομοθέτες του κόσμου
Π.Μπ. Σέλεϊ
Η στενή σχέση του Σίγκμουντ Φρόιντ με τη
λογοτεχνία είναι γνωστή και πολυερμηνευμένη. Ο Δόκτωρ Νευρολογίας και
θεμελιωτής της Ψυχανάλυσης διάβαζε φανατικά λογοτεχνία από μικρή ηλικία και
έτσι γνώριζε άριστα τους κλασικούς συγγραφείς, αρχαίους και νεότερους,
εστιάζοντας ιδιαίτερα στην ποίηση. Η γνώση αυτή τροφοδοτούσε σε σημαντικότατο
βαθμό την ψυχολογική του σκέψη, αλλά και τον περίτεχνο (ακόμα και
«λογοτεχνικό», όπως θεωρεί ο Χάρολντ Μπλουμ) τρόπο γραφής του: άλλοτε ο Φρόιντ
ενίσχυε τις θεωρίες του επιστρατεύοντας εκ των υστέρων κάποια λογοτεχνικά
παραδείγματα, άλλοτε η ίδια η λογοτεχνία τον επηρέαζε άμεσα, γεννώντας του
ιδέες και διαισθήσεις για την ανθρώπινη κατάσταση.
Ωστόσο, σημασία έχει ότι το ενδιαφέρον του
Φρόιντ, και της ψυχανάλυσης γενικότερα, για τη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες
είναι καθαρά και πρωτίστως ψυχολογικό, όχι αισθητικό. Αυτό σημαίνει πως ο
Φρόιντ δεν ενδιαφέρεται τόσο να μας πει ποια λογοτεχνικά
ή άλλα έργα έχουν (αισθητική) αξία, όσο το τι φανερώνουν
αυτά τα έργα για την ανθρώπινη ψυχολογία και γιατί.
Διαχρονικές και πανανθρώπινες
ιδέες
Η παραπάνω θέση διαφαίνεται και στον κομψό
τόμο που ανθολογεί πέντε συναφή κείμενά του, με τον γενικό τίτλο Ο Ντοστογιέφσκι και η πατροκτονία (εκδ. Πατάκη). Σε αυτό το
πρώτο και γνωστότερο δοκίμιό του, ο Φρόιντ ασχολείται με την πολυδιάστατη,
σχεδόν αχανή προσωπικότητα του κορυφαίου Ρώσου πεζογράφου. Στόχος του δεν είναι
να μας πείσει ότι τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι σημαντικά από λογοτεχνική
σκοπιά, αλλά να δείξει πώς ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές της ψυχανάλυσης
(το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η αμφιθυμία, η νεύρωση, ο ναρκισσισμός, η
αμφισεξουαλικότητα) μπορούν να «αναγνωσθούν» στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Κατ’
επέκταση, ότι ισχύουν σε διαχρονικό και πανανθρώπινο επίπεδο.
«Για τον Ντοστογιέφσκι, ο εγκληματίας φαντάζει σχεδόν σαν
σωτήρας που επωμίζεται το φορτίο της ενοχής, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να
φέρουν οι άλλοι»
Ο Φρόιντ στέκεται ειδικότερα στο ζήτημα του «εγκληματία» στα έργα
του Ντοστογιέφσκι. Οι περισσότερες παρατηρήσεις του, εύστοχες ούτως ή άλλως,
αξιώνουν γενικευμένη ισχύ: «Για τον εγκληματία, δύο είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά: ο άκρατος εγωισμός και η έντονη τάση προς την καταστροφή· κοινή
σε αμφότερα αλλά και προϋπόθεση για την εκδήλωσή τους είναι η απουσία αγάπης».
Και παρακάτω: «Για τον Ντοστογιέφσκι, ο εγκληματίας φαντάζει σχεδόν σαν σωτήρας
που επωμίζεται το φορτίο της ενοχής, το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να φέρουν
οι άλλοι. Δεν χρειάζεται πλέον να διαπράξουμε φόνο αφού τον έχει ήδη διαπράξει
εκείνος, αλλά του οφείλουμε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, αλλιώς θα έπρεπε να τον
διαπράξουμε οι ίδιοι».
Στα επόμενα τέσσερα κείμενα του τόμου, τα οποία γράφτηκαν σε
διαφορετικές χρονικές περιόδους («Μια παιδική ανάμνηση από την αυτοβιογραφία
του Γκαίτε», «Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την ψυχαναλυτική εργασία»,
«Το εφήμερο» και «Ψυχοπαθείς χαρακτήρες επί σκηνής»), ο Φρόιντ συνεχίζει τον
ψυχαναλυτικό στοχασμό του αντλώντας ιδέες από τη λογοτεχνία. Έτσι, μια φαινομενικά
ακατανόητη πράξη του νεαρού Γκαίτε (αλλά και κάποιων αναλυόμενων) ωθεί τον
Φρόιντ στο να διαλευκάνει τον καλυμμένο συμβολισμό της, δηλαδή το ποια
πραγματική επιθυμία κάλυπτε – επιθυμία με αξίωση, όπως πάντα, γενικής ισχύος.
Σε άλλο δοκίμιο, αναλύει τύπους ανθρώπων που θεωρούν εαυτόν «εξαίρεση», ή,
πράγμα ακόμα πιο ενδιαφέρον, «αποτυγχάνουν μπροστά στην επιτυχία». Πέρα από
τους προαναφερθέντες κολοσσούς της λογοτεχνίας, ο Φρόιντ θα αναλύσει έργα του
Σαίξπηρ, του Ίψεν και του Τσβάιχ, μεταξύ άλλων, ενώ θα σχολιάσει και την
εξέλιξη του θεάτρου από την αρχαία τραγωδία στο σύγχρονο ψυχολογικό δράμα.
Συγκίνηση και κριτική σκέψη
Παρά τα φαινόμενα, λοιπόν, ο Φρόιντ δεν επιθυμεί, και ευτυχώς, να
γίνει κριτικός λογοτεχνίας. Ακόμα και όταν εκτιμά ότι ο Σαίξπηρ «είναι ο
μεγαλύτερος όλων των ποιητών» ή ότι «τρία από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά
αριστουργήματα όλων των εποχών πραγματεύονται το ίδιο θέμα, δηλαδή την
πατροκτονία», ο Φρόιντ δεν κάνει ουσιαστικά λογοτεχνική κριτική, αλλά επιχειρεί
να δείξει γιατί τα συγκεκριμένα έργα έχουν τόση ψυχολογική επίδραση στον
θεατή-αναγνώστη (η ποιότητα των έργων παίζει σαφώς ρόλο στην επίδρασή τους στον
θεατή-αναγνώστη, αλλά δεν είναι αυτό το κυρίαρχο ενδιαφέρον του). Ο
θεατής-αναγνώστης συγκινείται όταν βλέπει ή διαβάζει ένα τραγικό ή δραματικό έργο,
νιώθει «ταύτιση» με τους χαρακτήρες, διότι κατά βάθος (και χωρίς να το
συνειδητοποιεί αμέσως, αφού το βάθος είναι το ασυνείδητο) βιώνει ή/και
αναβιώνει μέσα του πολλές από τις σωματικές και κυρίως ψυχονοητικές συγκρούσεις
που βλέπει επί σκηνής. Μπορεί η συγκίνηση του θεατή-αναγνώστη (η «εμβάθυνση
στην ψευδαίσθηση», όπως γράφει ωραία ο Φρόιντ) να προηγείται, αλλά ύστερα
πρέπει να επέλθει η κριτική σκέψη που θα συμβάλλει στην ανάλυση του έργου ώστε
να φανερωθούν οι αιτιακές ψυχικές συνάφειες, να αναδειχτεί το ψυχικό υπόστρωμα
των χαρακτήρων: δηλαδή, εμάς των ιδίων.
Ο θεατής συγκινείται όταν βλέπει ένα τραγικό ή δραματικό έργο,
νιώθει «ταύτιση» με τους χαρακτήρες, διότι κατά βάθος βιώνει ή/και αναβιώνει
μέσα του πολλές από τις σωματικές και κυρίως ψυχονοητικές συγκρούσεις που
βλέπει επί σκηνής
Έχουμε γνωρίσει καλλιτέχνες που εξεγείρονται ακατανόητα όταν
κάποιος προσπαθεί να ερμηνεύσει τα έργα τους (και) από ψυχαναλυτική σκοπιά.
Ωστόσο, επαναλαμβάνοντας αυτό που είπαμε εξαρχής, ας τονίσουμε ότι η ψυχανάλυση
δεν είναι, δεν ενδιαφέρεται να είναι και κυρίως δεν πρέπει να παριστάνει πως
είναι κριτική λογοτεχνίας ή αισθητική θεωρία. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η
ψυχανάλυση διανοίγει μερικούς δρόμους για να δούμε πώς συνδέονται οι
καλλιτέχνες με τα έργα τους, αλλά και οι θεατές με τα έργα αυτά, με στόχο να
εξάγει γενικότερα συμπεράσματα για τον ανθρώπινο ψυχισμό, όχι για να ορίσει τι
είναι καλό και τι κακό στην τέχνη.
Όπως λένε και οι μεταφραστές στη χρήσιμη εισαγωγή τους, που
επισκοπεί τη σχέση του Φρόιντ με τους γερμανόφωνους λογοτέχνες της εποχής του:
«ο Φρόιντ ουδέποτε εξέλαβε την ψυχανάλυση ως επίθεση κατά της λογοτεχνίας»,
απεναντίας πάντα θαύμαζε τους μεγάλους ποιητές, αυτούς τους «άριστους γνώστες
της ανθρώπινης ψυχής» (βλ. «Ορισμένοι χαρακτήρες ιδωμένοι μέσα από την
ψυχαναλυτική εργασία»). Τα έργα τέχνης και λογοτεχνίας συνδέονται αναπόφευκτα
με τον δημιουργό τους, ο δημιουργός τους συνδέεται αναπόφευκτα με το ανθρώπινο
είδος, και το ανθρώπινο είδος διέπεται αναπόφευκτα από κάποιες ψυχικές (και
άλλες) σταθερές. Ο Φρόιντ δεν συνδέει τα έργα με τον δημιουργό τους για να
εκτιμήσει την ποιότητά τους, αλλά για να ανιχνεύσει τις ψυχικές πηγές τους,
πηγές που ενυπάρχουν ως προδιάθεση (και συνεπώς δύνανται να ξεπηδήσουν) σε
όλους μας. Το αν ένα έργο αξίζει,
δηλαδή αξίζει αισθητικά, είναι άλλη υπόθεση.
Πρώτη δημοσίευση: Bookpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου