Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Free associations διαβάζοντας τη "Στυμφαλία" του Μιχάλη Μοδινού!




Οι ελεύθεροι συνειρμοί που ακολουθούν βγήκαν από το πρώτο διάβασμα της Στυμφαλίας. Απέφυγα βιβλιοκριτικές εξηγήσεις και παρουσιάσεις και άρχιζα να διαβάζω χωρίς να έχω ιδέα για το στόρι.  Κατευθείαν βουτιά στη μυθική λίμνη  αψηφώντας τη θερμοκρασία του νερού (το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε “διαδοχικά παρατεταμένα ψυχρά μέτωπα.”) Και όπως στον ψυχαναλυτικό καναπέ – τον οποίο θα προσέθετα στον τύμβο ύψους 18 μέτρων όπου λατρεύονται πλυντήρια, κουζίνες και λοιπά ογκώδη αντικείμενα της καταναλωτικής κοινωνίας – τα associations της Τελευταίας Εξόδου ήλθαν φύρδην μίγδην και χωρίς λόγον διδόναι. Αρχίζω με την αναφορά στη Δευτέρα Παρουσία του Yeats.

Τα πράγματα διαλύονται Το κέντρο δεν κρατάει: Ακόμη θυμάμαι σε ποιο σημείο στεκόμουν στο Barns and Nobles του Roanoke όταν έπεσα πάνω στο Second Coming. Ή μάλλον όταν το Second Coming έπεσε πάνω-μου φθινόπωρο του 2002 στην πρώτη επέτειο του September 11 όταν ο αέρας μύριζε τοξικό μίγμα καμένου Μανχάτταν, εκδίκησης και Forever War. Τεράστιες δημοσκοπικές πλειοψηφίες υποστήριζαν την εισβολή στο Ιράκ.
Το Second Coming είναι haunting, αν και μεταφραζόμενο το ποίημα falls apart μαζί με Τα πράγματα και Το κέντρο-του.
Η Δευτέρα Παρουσία έχει λεηλατηθεί δεξιά και αριστερά σε όλες τις ηπείρους και εποχές. Από το Things Fall Apart του Chinua Achebe (εκτός από τον τίτλο, το ποίημα φιγουράρει και σαν motto), μέχρι το Centre cannot hold που ήταν, surprise surprise, αγαπημένο τσιτάτο μορφωμένων ακροδεξιών στις ΗΠΑ στα 90s. Who would have thought, but then again, why not?

 Όμως οι στίχοι που πονάνε είναι οι αμέσως επόμενοι:
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.
Οι καλύτεροι δεν έχουν conviction, ενώ οι χειρότεροι…
Το conviction είναι η έξτρα ενέργεια που μετατρέπει την πίστη από κάτι αφηρημένο και νεφελώδες σε φυσική δύναμη που κάνει πράγματα.
Μπορεί για παράδειγμα να πιστεύω ότι ο έχων δύο χιτώνες πρέπει να δίνει τον ένα, αλλά χωρίς conviction η πίστη αυτή παραμένει απλή γνώμη, και pure wind όπως θάλεγε ο Όργουελ. Ο Χίτλερ από την άλλη έτρεμε σύγκορμος όταν απαριθμούσε τις αδικίες σε βάρος της Γερμανίας και τις ραδιουργίες των Εβραιομπολσεβίκων. Με τέτοιο conviction (ή μήπως ήταν passionate intensity) πως να μην τον ακολουθήσουν ως το τέλος;
Ο Yeats υπονοεί ότι το έλλειμα conviction που χαρακτηρίζει τους καλύτερους, αντισταθμίζεται από το πλεόνασμα passionate intensity των χειρότερων. Η ψυχική οικονομία της Γεητσικής Δευτέρας Παρουσίας είναι υδραυλική: όσο ελαττώνεται το conviction των μεν, τόσο αυξάνει το passionate intensity των δε.
Αλλά σε αυτή την τραμπάλα των best και των worst, ποιοι είναι οι καλύτεροι και ποιοι οι χειρότεροι; Ο πονηρός ποιητής απέφυγε να απαντήσει, και human nature being what it is, το Second Coming μετατρέπεται σε Rorschach τεστ.
Καλύτεροι; Εμείς!
Χειρότεροι; Προφανώς αυτοί!

Μία από τις αρετές της Στυμφαλίας είναι ότι αφήνει το ερώτημα “Ποιοι είναι οι χειρότεροι;” να χάσκει μετέωρο πάνω από το νυχτερινό συνταξιδιώτη/αναγνώστη.

Διόδια: “Γυρίζω στην πόλη αυτή που εδώ και καιρό είναι ένα άδειο κέλυφος…” Κάποτε ένας φίλος ψυχίατρος μου εξομολογήθηκε ότι όποιος χρησιμοποιεί την έκφραση empty shell έχει κατάθλιψη.
Low and behold η πρόταση που ξεκινά με το “Γυρίζω στην πόλη αυτή που εδώ και καιρό είναι ένα άδειο κέλυφος…” τελειώνει με “κατατονικές μορφές… και με επαίτες που αφηγούνται τις καταθλιπτικές ιστορίες-τους…”
Τα Διόδια είναι αριστουργηματικό flash of brilliant inspiration. Τα διάβασα δεκάδες φορές και κάθε φορά που τα διαβάζω γλιστράω στο alternate universe της Στυμφαλίας.

Αριθμοί: “…ένα μικρό αγόρι με τη σοβαρότητα εκείνη των παιδιών που σε κάνει να αναμετριέσαι με τις ευθύνες-σου πάνω στη Γη.” Τρομερή πρόταση. Adds depth and complexity to the narrator while it avoids “telling.”

Της Γης οι Κολασμένοι: “Υιός του Πατρός πήρε κληρονομικώ δικαιώματι την εξουσία με τη δήλωση Λεφτά υπάρχουν…” Μου αρέσει αυτό το Υιός του Πατρός, με το σαφές χριστιανικό hue. Μόνο το Άγιο Πνεύμα λείπει.
Εδώ και χρόνια σκέφτομαι την Αλλαγή του 1981 με βιβλικούς χολυγουντιανούς όρους και το ΠΑΣΟΚ σαν την Ενδέκατη Πληγή του Φαραώ
Αλλά εάν το ΠΑΣΟΚ ήταν ελληνική βιβλική υπερπαραγωγή που ανήκε στους Έλληνες (τα αυτιά-μου βουίζουν ακόμα από τις Καρμίνες Μπουράνες στο Σύνταγμα), ποιος ήταν ο σκηνοθέτης; Μα ποιος άλλος εκτός από το Ελληνικό Δημόσιο στο ρόλο του Σέσιλ Ντε Μίλ;

Παραφράζοντας τους χεγκελιανούς προγόνους θα έλεγα ότι o ιστορικός ρόλος του ΠΑΣΟΚ ήταν να εκδημοκρατίσει διαφθορά, ανικανότητα, μετριότητα, ημετερισμό, επαρχιωτισμό, αμορφωσιά, κλεπτοκρατική απληστία, ισοπεδωτισμό, υπερχρέωση και utter immense ugliness – τα χειρότερα στοιχεία στο DNA του Νέου Ελληνισμού ακόμη και πριν την τυπική εμφάνιση νεοελληνικού κράτους. Πολύ πριν πεθάνουμε σα χώρα, είχαμε γεννηθεί σαν αποικία χρέους: μαζί με το “αθάνατο κρασί του 21” οι οπλαρχηγοί έπαιρναν αθάνατα δάνεια από ξένες δυνάμεις τα οποία θα ξεπλήρωνε το μελλοντικό ελληνικό κράτος. Business as usual για το La Grèce Profonde.

Εξ αιτίας ενός ιστορικού ατυχήματος (εμφύλιος), μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα ανωτέρω Fleurs du mal τα νέμονταν μονοπωλιακά μία πλευρά, γεγονός που έκανε το σύστημα ασταθές. Το 1981 οι Δημοκρατικές Δυνάμεις αποκατέστησαν την ισορροπία και έκαναν και ένα δώρο στον εαυτό-τους. Ήταν Theodicy του Θεού των Ελλήνων.
Το λένε Δημοκρατία αλλά η Ελλάδα είναι κοιτίδα της Δημοσιοκρατίας, το black hole του ελληνισμού από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Δημόσιο, γραφειοκρατία, σφραγιδο-τυπο-λατρεία, εμπόδια, απαγορεύσεις εκκρίνονται από τους πόρους-μας όπως ιδρώτας, κακοσμία, αυθαίρετα και παρκάρισμα στα πεζοδρόμια.

Παρένθεση 1: Μήπως όμως τα παραπάνω είναι βαριές κουβέντες και υπερβολικές κατηγορίες που αδικούν κάποιους; Σίγουρα, αλλά ο τελικός λογαριασμός δεν αλλάζει από το αναιμικό conviction λίγων καλών που δεν έφαγαν, δε διόρισαν, δε διορίστηκαν, δεν πήραν φακελάκια, δε φοροδιέφυγαν, δεν έλεγαν όχι στα πάντα. Των λίγων που ήλπιζαν να νοικοκυρέψουν, να βάλουν τάξη, να εκσυγχρονίσουν, να σταματήσουν το παρκάρισμα στα πεζοδρόμια, τα βουνά σκουπιδιών στο κατακαλόκαιρο. Πάντα υπάρχουν καλοί με λίγο conviction, το λέει και η Δευτέρα Παρουσία του Γεητς.

Παρένθεση 2: Κάπου ανάμεσα στις σελίδες 43-49 άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως η Στυμφαλία είναι ένα long suicide note.
There are an awful lot of terminal events and last announcements here. Από “τα τελευταία εξήντα ευρώ από το ΑΤΜ” των Διοδίων, και το “ράκος που κλαίει στον αυτοκινητόδρομο”, μέχρι το “θα ενταχθώ στα ιστογράμματα”, και “στις ώρες που μου απομένουν” (π.Κ.), the writing is on the wall. Or rather on the page.
Ξαφνικά, το “Τελευταία Έξοδος” του τίτλου αποκτά άλλο νόημα από driving directions που αφελώς υπέθεσα στην αρχή.

Ο κόσμος από μακριά: “Ο φθόνος βαπτίσθηκε ταξική πάλη.” Τρομερή μπηχτή και τόσο αληθινή.

Σταθμός εξυπηρέτησης Πελατών: “Τριάντα πέντε σεντς, με το πουρμπουάρ σαράντα. Πριν από λίγα χρόνια θα πλήρωνα έξη ευρώ. Τα καλά του Κουρέματος.”
In what universe do you pay 35 cents for a doppio and croissant? Κούρεμα με κεφαλαίο Κ;
Προφανώς βρίσκομαι σε apocalyptic narrative space.
“Όγδοος χειμώνας μετά την Καταστροφή. Εγκαταλειμμένα κτίρια (the phrase occurs twice.)
Μου αρέσει ότι ακόμα και στο demi-μαντμαξοποιημένο μ.Κ. μέλλον, ο ιδιωτικός τομέας συνεχίζει τα χούγια του Δημόσιου π.Κ.
“Ένστολοι της PYRSOS & Associates ψάχνουν το πίσω κάθισμα αλλά αφήνουν το πορτ μπαγκάζ.”
“Η μπάρα σηκώθηκε. Ο φρουρός της BRINKS ελέγχει την ηλεκτρονική κάρτα-μου στο μηχάνημα, που μάλλον δεν λειτουργεί.”
Το σχέδιο Μερκοζί είναι αριστουργηματικό touch. Obviously το Γερμανογαλλικό Κέντρο/“Centreholds μια χαρά!
Φήμες ανθρωποθυσιών στα βουνά. Δευκαλίων = The Road. Πενήντα ευρώ τη βδομάδα το άτομο.

Άσωτος υιός: “Τον κακομάθαινα με κάθε ευκαιρία και το απολάμβανα.”
Ο ρόλος-μας σαν γονιών είναι να κακομαθαίνουμε τα παιδιά-μας. Και υπάρχει special αμφίδρομο εξαρτησιακό/ addictive σύνδρομο ανάμεσα σε πατέρες και γιούς.
Ο γιός-μου είναι η εξαρτησιογόνος ουσία-μου. Και κάθε φορά που τον κακομάθαινα, έκανα θεραπεία σ’ εμένα.  Όπως είπε και η Mrs. Doudtfire “I am addicted to my children, sir.”
Μήπως το εν λόγω κεφάλαιο της Στυμφαλίας θα έπρεπε να λέγεται Άσωτος Πατέρας;

Power Point: “…κινητήρια δύναμη της ελληνικής υπανάπτυξης υπήρξε το μίσος.”
Πριν από πολλά χρόνια (definitely  στα 1990s και αφού είχε Τελειώσει την Ιστορία), ο Fukuyama δημοσίευσε το Trust: The Social Virtues and the Creation of Prosperity.
Στη σκιά του Τέλους της Ιστορίας (το οποίο για χιλιοειπωμένους λόγους ήταν το ιδανικό μπεστ σέλερ της δεκαετίας), το Trust πέρασε απαρατήρητο στο ευρύ κοινό, αλλά όχι τόσο απαρατήρητο ώστε να μην σχολιασθεί σε πολλές βιβλιοκριτικές. Το insight του ήταν ότι στις επιτυχημένες και prosperous χώρες (Γερμανία, Ιαπωνία, ΗΠΑ) οι συναλλαγές μεταξύ αγνώστων χαρακτηρίζονται από εμπιστοσύνη. Το βασικό factum είναι ότι παρ’ ότι σου είμαι άγνωστος δεν πρόκειται να με ρίξεις και να μου τη φέρεις (και αν μου τη φέρεις θα το πληρώσεις ακριβά.)
Η foundational εμπιστοσύνη μεταξύ αγνώστων αντιδιαστέλεται στην οικογενειοκρατία, τους δεσμούς αίματος, τα σόγια και τον εκμοντερνισμό-τους με το “μέσον” που οδηγούν σε dysfunctional loyalties και rigidities όπως λέει και ο Fukuyama (you got to admire his understatements!) και αργά ή γρήγορα επιβάλουν το αενάως διογκούμενο λαβυρινθώδες κράτος. Γαλλία, Ιταλία, Κορέα ήταν case studies του φουκουγιαμικού Trust για τις ρίζες και την ανθεκτικότητα των “σογιών.”
“Που να είχε δει το ελληνικό σόϊ” ήταν η πρώτη-μου σκέψη ενώ διάβαζα το πολυσέλιδο review στο Nation.
Σόγια και νεποτισμός στην Ελλάδα συναντιούνται με το “Σύνδρομο της Κατσίκας του Γείτονα.” Ποιες είναι οι επιλογές-μου όταν ο γείτονας έχει κατσίκα αλλά εγώ δεν έχω; Για κάποιο λόγο αντί να προσπαθήσω να αποκτήσω κι εγώ κατσίκα, κάνω τα πάντα για να χάσει ο γείτονας τη δικιά-του. Αντί να έχουμε και οι δύο από μια κατσίκα, προτιμούμε να μην έχει κανένας. Στο τέλος μίσος και φθόνος υπονομεύουν ατομικό και συλλογικό συμφέρον.

Επανερχόμενος στο Trust, και χωρίς να ωραιοποιώ το corporate America, εδώ πάνω απ’ όλα είναι το team και το teamwork και όχι “ποιόν ξέρεις.”
Όταν περιγράφω σε φίλους και φίλες στην Ελλάδα το ρόλο του interview στο hiring process ακούω σχεδόν την ίδια ένσταση: “Καλά, ο διευθυντής δε θα διορίσει τον δικό-του; Αυτός που έχει μέσον δε θα πάρει τη θέση;”
Η έννοια του interview σαν αδιάβλητης διαδικασίας, ή το ότι είμαστε όλοι vested (με πρώτο τον “διευθυντή”) στο integrity of the process είναι alien. Δυσπιστία και καχυποψία (τα αντίθετα του Trust) είναι εμπεδωμένα, hardened entrenched features του ελληνισμού – ίσως και πρώτες ύλες.
Prosperity και markets (που έχουν ένα σχεδόν εκ κατασκευής ενοχικό πρόσημο στην Ελλάδα – ή τουλάχιστον είχαν, ελπίζω αυτό να αλλάζει) παραπέμπουν σε κάτι βαθύτερο και σημαντικότερο από monetary values, τραπεζικούς λογαριασμούς, υλικά αγαθά και καταναλωτισμό με τη στενή έννοια του όρου. Η πρόσβαση σε καλοδιατηρημένα, καθαρά, ασφαλή πάρκα, σε δημόσιες βιβλιοθήκες που λειτουργούν, σε δημόσια σχολεία και ανώτερη εκπαίδευση με τις καλύτερες προδιαγραφές, μουσεία παγκοσμίου βεληνεκούς, σε thriving downtowns και Main Streets αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο του prosperity και των functional markets.

Παρένθεση 3: Τα πράγματα είναι πάντα πολυπλοκότερα από τις in vitro αναλύσεις των πανεπιστημιακών. Εκτός από Trust χρειάζονται Fairness και Justice. Ενώ ετοιμάζομαι να κάνω Send το παρόν, οι ΗΠΑ έχουν αρπάξει φωτιά (για άλλη μια φορά) καθώς υποτροπιάζει το πύον του Προπατορικού Αμαρτήματος της Αμερικής: η βαθιά συστηματική, δομική καταπίεση των black people και οι αφόρητες suffocating διακρίσεις σε βάρος-τους που συνοψίζονται στο I Cant Breath!
Μία από τις σημαντικές μετατοπίσεις που πραγματοποιούνται in front of our eyes είναι ότι η λέξη “W/white” γίνεται τοξική σε ένα ευρύτερο φάσμα (για τους μαύρους της Αμερικής, το W/white ήταν πάντα τοξικό και δολοφονικό signifier.)

Αλλά back στη Στυμφαλία.

Αιξωνή: Συμφωνώ με τον Σεμπάστιαν. Η “τοπική δομική ανηθικότητα-μας είναι μέρος του εξωτισμού αυτής της παράξενης χώρας.”
On the other hand, υποψιάζομαι ότι οι χώρες είναι σαν τους ανθρώπους του Adler: οι μόνες φυσιολογικές είναι όσες δεν γνωρίζουμε.

Αναγκαία και ικανή συνθήκη: Για ποιο λόγο κάποιοι αισθάνονται υποχρεωμένοι να συμπεράνουν “δεν είμαι ένα τυχαίο παραπροϊόν της μοίρας;” Τι θα πάθω εάν είμαι “ένα τυχαίο παραπροϊόν της μοίρας;” Κατάθλιψη; Θα γίνω snowflake και θα καταρρεύσω;
Προσωπικά I know the score. Είμαι κάτι πολύ λιγότερο από ένα τυχαίο παραπροϊόν της μοίρας. Δεν υπήρχε κανείς λόγος να υπάρχω. Είμαι α-σήμαντος and I feel fine.
Πιστεύω εις ένα μεγάλο παγωμένο και αδιάφορο Σύμπαν το οποίο στερείται νοήματος και ευτυχώς που είναι έτσι. I dont know how to resist τον εξυπνακισμό, αλλά η ιδέα ότι το Σύμπαν “έχει νόημα” συνιστά μια από τις μεγαλύτερες ναρκισσιστικές ανθρωπομορφικές α-νοησίες. Εάν το Σύμπαν είχε νόημα (φυσικό, μαθηματικό, φιλοσοφικό or something else), το “νόημα”-του θα συνιστούσε σκάνδαλο και αίνιγμα πρώτου μεγέθους!
Universe to Writers, Philosophers και λοιπούς διανοούμενους: Leave me alone!

Τι γίνεται όμως όταν η καθημερινότητα γίνει αβίωτη; Thats a great question! Και τι γίνεται με το “τεράστιο ψέμα” της σελίδας 163; Ενώ φιλοσοφικά και ψυχολογικά η Στυμφαλία ανήκει στον αστερισμό του Ενός Μεγάλου (και Κακού) Γεγονότος, η irresistible γοητεία-της βρίσκεται στις λεπτομέρειες της γραφής.

Οι Ανέγγιχτοι: “Πως καταντήσαμε να εκλιπαρούμε την επιστήμη για λίγο πρόσθετο χρόνο πάνω σ’ αυτή τη γη, γέροι και ανήμποροι, μόνοι και καταθλιμμένοι, με αντιβιοτικά, ενέσεις, φυσιοθεραπείες, αξονικές τομογραφίες, εγχειρήσεις και φαρμακευτικές αγωγές, με το ιατρικό λόμπυ να έχει αναχθεί σε σύγχρονο ιερατείο;”

Εάν το ιατρικό λόμπυ είναι η απάντηση, ποια ήταν η ερώτηση; Και ποιοι ρωτάνε;

Μία απάντηση δόθηκε στα 1960s με το The Triumph of the Therapeutic του Philip Rieff. Κυκλοφόρησε το 1966 και ο υπότιτλος, Uses of Faith After Freud, τα λέει σχεδόν όλα. Το βιβλίο παρέμεινε άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά η κεντρική ιδέα του Θριάμβου του Θεραπευτικού διαπότισε αναρίθμητες ποπ κοινωνιοψυχολογίες που καταβροχθίστηκαν από το Zeitgeist. Εάν κάτι άλλαξε στον τελευταίο μισό αιώνα είναι ότι το Therapeutic ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια του Ψυχοθεραπευτικού (όπως το καταλάβαιναν στον απόηχο των 1950s-1960s) προκειμένου να επεκταθεί σε όλο το μήκος και το πλάτος του Κοινωνικού. Τώρα έχουμε πλαστική χειρουργική, τριχοεμφυτεύματα, ενέσεις τεστοστερόνης (μεγάλο σουξέ), μπαλονάκια, τρυπανάκια και stents για αθηρωματικές πλάκες, θεραπείες για χρόνια κόπωση, για ανήσυχα πόδια (Restless Leg Syndrome), και για εμμηνοπαυσιακή λιβιδινική ανεπάρκεια. Πλήρης και 100% ιατρικοποίηση όλων των ηλικιών και αναγκών, από πριν υπάρξουμε (τεχνητή γονιμοποίηση) και προγεννητική φροντίδα μέχρι τον εντατικό θάνατο προστιθέμενης αξίας στις ΜΕΘ.

Ειρήσθω εν παρόδω μια και το παρόν γράφεται εν τω μέσω πανδημίας, το Covid-19 αποτελεί climactic moment στο ongoing fusion ανάμεσα σε Surveillance Capitalism, Ενημερωτικό Κράτος και Therapeutic-Pharmaco-Industrial Complex. Μετά τις Εκκλησίες και τις Μέκκες, ήλθε η σειρά του Πολιτικού να προσκυνήσει την Άσπρη Ποδιά του Σύγχρονου Τεχνο-Ιερατείου. Το Πολιτικό μετατρέπεται σε θεραπαινίδα του Υγειονομικού (επιπρόσθετη ειρωνεία μια και θεραπαινίς προέρχεται από το θεραπεύειν.) Οι πολιτικοί συνωστίζονται και τσακίζονται για το ποιός θα μας πρωτοφέρει Τεστ, Εμβόλια και Πιστοποιητικά Ανοσίας.
Τελικά η Άρεντ είχε δίκιο όταν μιλούσε για το peculiar nature of politics.

And for last, some sheer reading pleasure: Οι τέσσερις αγαπημένες-μου προτάσεις, all with strong visual descriptions.
Ο μαύρος αυτοκινητόδρομος καταπίνει το παρελθόν σαν γλώσσα ερπετού.
Ο Θερμαϊκός βαρύς κι ακίνητος σαν ορυκτέλαιο.
Οι βαριοί κυλινδρικοί όγκοι των δεξαμενών κάθονται στον υποθετικό ορίζοντα.
Η φωτεινή δοκός κάτι αναζητεί στα κατάμαυρο στερέωμα που διασχίζεται από τις ασημένιες της βροχής.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ARSENY TARKOVSKY "ΑΥΠΝΙΑ"


Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
βουβές,
κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης
Στέλνει τα δευτερόλεπτα
εδώ
κι εκεί,
και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,
τρυφεροί
και μισοζώντανοι,
Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,
Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια
Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,
Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,
Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές
Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.
Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,
Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,
Κι έφεραν τους λογαριασμούς.
Αδύνατον
Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,
Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, – πόσο ταραγμένη
Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.


[Arseny Tarkovsky, Αϋπνία (μτφ. Δ. Β. Τριανταφυλλίδης) || Andrei Tarkovsky, Instant Light:Tarkovsky Polaroids]

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Στάθη Κομνηνού "στάξε χρόνε απουσία"


Απορητικό δοκίμιο περί Τέχνης και Χρόνου

Σημείωση : ό,τι ακολουθεί συνιστά αποσπασματική προδημοσίευση τού εν λόγω δοκιμίου για το περιοδικό Cantus Firmus



 Ένας ο Δρόμος που πατούν ο στίχος κι ο διαβήτης

                        Αριστοτέλους

                                         και
                                             Leonardo
    Αφιερώνεται περιπόθητα στο αυτονόητα Ενιαίο της Οδού που σαρκώνουν







§2α. Η στάση του ΕΡΩΤΑΝ   –ασημένια βακχική σονάτα
          Θεωρώ ως τιμητικά αρμόζον σε επιστημονικά περιβάλλοντα[1], αλλά και γνήσιο φόρο τιμής στην Επιστήμη το ΕΡΩΤΗΜΑ. Την κατάσταση-στάση του ΕΡΩΤΑΝ[2]. Ως εκ τούτου,προκύπτουν αβίαστα κάποια ερωτήματα για το υπό πραγμάτευση θέμα και ευθύς αμέσως μπαίνω στον πειρασμό, παρεκβατικά, να τα διατυπώσω, καθώς το ερωτάν είναι εμπνευσιογενές και εμπνευσιοκρατούμενο, δηλαδή εν ριπή οφθαλμού παρερχόμενο και ελλάμπον, σωτηριώδες και φαρμακευτικό, ανθρωπολογικά. Το ερωτάν στον ορίζοντα του Χρόνου, στον ορίζοντα της τέταρτης διάστασης, προεικονίζει και προγεύεται το εν γίγνεσθαι καταληκτικό ανθρώπινο Μέλλον του ειδέναι ως διαρκές μετεχόμενο Παρόν, αφού η γνώση, κυλιόμενη στο Χρόνο, μόνο ερωτηματικά βέβαιη και ακριβής μπορεί να είναι (ίσως να συνηγορούσε ένθερμα σ’ αυτό ο Τόμας Κουν), και αν είναι τέτοια, κατά ατελεύτητη χρονικά ακολουθία, τότε το Παρόν έχει εμβιώσει το «πέρας» του Μέλλοντός της καταστασιακά (ίσως αυτό να είναι κάτι που δεν το είδε ο Κουν. Δηλαδή, ότι όλοι, κατά το ΕΡΩΤΑΝ, είναι σύγχρονοι της ΙΔΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, συνεπώς ενωμένοι ουσιωδώς).
         Έτσι: 1. Η κάλλυνση των όντων θεωρείται εκτός αληθούς γνωσιολογικής ισχύος και εφαρμογής; 2. Υπό ποία οπτική; 3. Η κάλλυνση είναι κάτι που φέρουν a priori τα όντα κατά την εμφάνισή τους σε χ Κόσμο (αμετάβλητη και ανώλεθρη οντολογική τους σταθερά) ή την αποκτούν κατά το γίνεσθαί τους σ’ αυτόν; 4. Ποιό το όργανο ερμηνείας και πραγμάτευσης του Κάλλους ; 5.Μπορεί να υπάρξει τρόπος ελέγχου… ορθότητας του Κάλλους ;             6. Ο τρόπος της σύστασης των όντων δια του Κάλλους επιδέχεται πειραματικής και εργαστηριακής αποδείξεως; 7. Το ανεξέλεγκτον σημαίνει αυτονοήτως και ανυπόστατον; 8. Η φυσική επιστήμη δεν καλείται να μελετήσει όλες τις οντότητες ; 9. Το κάλλος είναι οντότητα ; 10. Υπαρκτόν και ενυπόστατον είναι μόνο το κατά οπτική Χίλμπερτ αποδεικτέο, αν το Κάλλος ορισθεί τελεσίδικα αναπόδεικτο και αφιλοσόφητο ; 11. Πώς αντιμετωπίζει η επιστημονική απόδειξις το Χρόνο ; 12. Τον ακινητοποιεί ; 13. Ακόμη περισσότερο : Επιβάλλει, έχει τη δύναμη να επιβάλλει, την ίδια και αποτετελεσμένη πια ισχύ της από του ΝΥΝ έως το Αεί του; 14. Υπάρχει διάσταση μεταξύ Αλήθειας και Κάλλους; 15. Η αλήθεια αξιωματικοποιείται μαθηματικώς και παγιώνεται επιστημονικά ώστε να ακινητεί [σ]τον Χρόνο ή είναι κινούμενη και τελικά απροσδιόριστη ; 16. Η παραδοξότητα είναι ένας τρόπος εμφάνισης του Κάλλους ; 17. Αν ναι, κάθε παραδοξότητα είναι εξοβελιστέα γνωσιολογικά ; 18. Δηλ. το παράδοξον δεν ανήκει στο πεδίο της Γνώσης ; 





19. Η απροσδιοριστία του Κάλλους συμπίπτει με την απροσδιοριστία της σύγχρονης κβαντικής φυσικής ; 20. Η κάλλυνση είναι το όλον της λειτουργίας της Τέχνης ; 21. Τί ονομάζουμε Κάλλος και από ποια οπτική γωνία το θεωρούμε ; 22. Τί μπορεί να εμπεριέχει το Κάλλος ; 23. Μπορεί να εμπεριέχει την αναδιάταξη των οντοτήτων στο Χρόνο ; 24. Η αναδιάταξη αυτή μπορεί να έχει αμιγώς ρεαλιστικό χαρακτήρα με καθαρή γνωσιολογική αξία; 25. Η «παραγωγή» Κάλλους δια του έργου Τέχνης, μπορεί να εμφορείται από διαισθητικά και ενορατικά στοιχεία, όπως ακριβώς εκείνα που οδήγησαν τους Φυσικούς στη θεμελίωση της κβαντικής θεωρίας;[1] 26.Το Κάλλος αφορά πρωτίστως στην αίσθηση και ουδέποτε στο νοείν ή το στοχάζεσθαι και αποδεικνύειν; 27. Το αποδεικνύειν (επιστημονικώς) εμφανίζει… αντιχρονική συμπεριφορά ; 28. Επιβάλλει δηλ. αμετάκλητα την χ αλήθεια στο Χρόνο δεσμεύοντάς τον να την… επαναλαμβάνει, να την δεικνύει άφθαρτη ; 29.Το Κάλλος εμπίπτει, ουσιωδώς, στο χώρο του αρρήτου και αν όχι, τί και πώς θα εντοπίζαμε ως ρητή του φανέρωση ; 30. Συνομιλεί με το Χρόνο; 31. Αν ναι, υπάρχει τροπικότητα στην συνομιλία τους ; 32.Η Τέχνη δια του Κάλλους ακυρώνει ή παγώνει το Χρόνο ; 33. Ο Χρόνος μπορεί να πήγνυται γεγονικά και μάλιστα με ελευθερία, αναρχία, φοράς και κατεύθυνσης ; 34. Η Τέχνη ευαγγελίζεται μιαν ιδιόμορφη και ίσως παράδοξη ελευθεριότητα κινητικότητας αλλά και ειρκτής του Χρόνου; 35. Η κινητικότητα αυτή είναι απειθάρχητη ή κατά τάξη και πειθαρχημένη δια του οργάνου της Τέχνης; 36. Η Τέχνη διασώζει το Χρόνο ; 37. Αν ναι, πώς και τί σημαίνουν γι αυτό το πώς, οι 3 χρονικές διαστάσεις ; 38. Μας ενδιαφέρει γνωσιολογικά το ερώτημα της σωτηρίας και του πώς σώζεσθαι του Χρόνου ; 39. Το κάλλος είναι υφιστάμενο της (αποδείξιμης[1] και πειραματικά ελεγχόμενης) αλήθειας (δηλ. άρχον ή αρχόμενον)[2]; 40. Ανήκει στα υπαρκτά, κατά τρόπο ουσιώδη ; 41. Είναι μόνον και αποκλειστικά μερικό και επινοημένο-πεποιημένο ανορθολογικά φαινόμενο ή αγκαλιάζει την ολοκληρία του υπαρκτού ; 42.Είναι υπερκείμενο της λογικής αλήθειας ; 43.Είναι σύμφυτο μ’ αυτήν ; 44.Αλήθεια σημαίνει ελεγμένη και επαληθεύσιμη αποδειξιμότητα ; 45.Και αποδειξιμότητα σημαίνει (απλά) αντιστοιχία intellectus et rei ; 46.Επί ποίας βάσης αντιστοιχούν αυτά και πώς θεωρούμε την αντιστοίχιση ;

            Από αυτά και από όσα άλλα δεν διατυπώθηκαν εδώ, δηλαδή παρά ελάχιστο, το αδιατύπωτο ΟΛΟΝ…, προκύπτει πως η Τέχνη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά, νανουριστικά, ή αποκοιμιστικά ακόμη (και αυτό το λέω, διότι συνιστά και έκπτωση της Τέχνης από το λειτούργημά της και ανθρωπολογικό κίνδυνο Άγνοιας-προς-θάνατον, ο μονολιθικός περιορισμός της Τέχνης στο πεδίο της Αισθητικής/Κάλλους, με υπόρρητη πάντα μομφή τον υποκειμενισμό και την αναξιοπιστία), με την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, τουλάχιστον όπως αυτή γίνεται συμβατικά αντιληπτή, αλλά με το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ σε κάθε του διάσταση. Η Τέχνη είναι μια καίρια, με ιδιαίτατη βαρύτητα και σπουδαιότητα, ΓΛΩΣΣΑ που αρθρώνει, μέσα στο ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ και με προοπτική αυτό τούτο, τον Κόσμο και τα υπόλοιπα όντα και για να έχει κανείς μια ορθή εικόνα Κόσμου-Ανθρώπου πρέπει αν όχι να γνωρίζει, οπωσδήποτε όμως να υπολήπτεται και να ακούει ΟΛΕΣ τις γλώσσες που ομιλεί το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ ως ΜΙΑ.
            Πρέπει πάντα να υπάρχει… Χρόνος, να παρέχεται Χρόνος στην ευκαιρία που προσφέρει το ερωτάν. Κάπου πάντα βγάζει. Ας αφήσουμε, όμως, τώρα να αιωρούνται αυτά τα λίγα και επελαύνοντα αστραποειδώς ερωτήματα και ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας ξαναπιάνοντας, για μια ακόμη φορά, τον ερωτηματικό μας χορό. Από πού πηγάζει η εμφάνιση αυτής της συμπόρευσης Τέχνης-Επιστήμης; Ένας, κατά πολλούς αδιανόητος, «ταξικά», δηλ. γνωσιοθεωρητικά, γάμος του Φίγκαρο. Πρόκειται για μια προκλητική αυθαιρεσία χάριν μιας παρερχόμενης μόδας ή κάλυψης ενός κενού θετικιστικής πλήξης ή μήπως για μια ουσιαστική ερωτική ανάγκη κατέναντι του ΚΟΙΝΟΥ κοσμικού Εραστή ; Γάμος με προξενιό ; Γάμος από ανάγκη ; Γάμος από όψιμο λελογισμένο έρωτα; Συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων, ανόμοιων στάσεων, ανόμοιων καταστάσεων, ανόμοιων θεάσεων ; Υπάρχει κάποια σύζευξή τους πάνω στην κοινή βάση της τέταρτης διάστασης, του χρόνου; Υπάρχει κάποια αμοιβαιότητα σχέσης τους πάνω σε οποιαδήποτε άλλη βάση ; Πόσο πραγματικές, γνωσιολογικά και οντολογικά, είναι οι διαφορές τους και πόσο ασυμβίβαστες οι σθεναρά διαφημιζόμενες διχοστασίες τους; Υποκρύπτεται κάπου μέσα σ’ όλα αυτά το (άφευκτον) Ενιαίον του Τόπου τους ; Το ριζικά αναπόδραστο του Ενιαίου, από τα δύο γνωσιολογικά μεγέθη Επιστήμης-Τέχνης ; Σε τί συνίστανται οι αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις τους, αν υπάρχουν ; Ακόμη, πώς υπάρχουν αυτές θεμελιωδώς ; Ας εκκινήσουμε από την Επιστήμη. Τί εστί χρόνος για την Επιστήμη ;

§3. Η καίρια επιστημολογική θέση του T. S.Kuhn
            Εντοπίζω δύο κυρίαρχες απόψεις-θεωρήσεις του επιστημονικώς θεωρείν τον Χρόνο. Την προκουνική και την κουνική (T.S.Kuhn)[1]. Επιπλέον, πριν προχωρήσω, θέτω, αμέσως και δίχως χρονοτριβή, και το ερώτημα της ουσιώδους, έστω και αντεστραμμένης, ομοείδειας των δύο αυτών επιστημονικών θεάσεων του προβλήματος του Χρόνου. Ωστόσο, δεν προχωρώ, στα πλαίσια αυτής της πραγματείας, ούτε κατά διάνοια σε εξονυχιστική εξέτασή του. Ούτε καν σε μια σχηματική του πραγμάτευση. Επιφυλάσσομαι για κάποια άλλη φορά. Η προκούνεια θεώρηση θεωρεί ευθύγραμμα το Χρόνο ως μια αλληλουχία χρονικών σημείων, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση του πρότερον και ύστερον[2] και της φυσικής χρονικής διαδοχής τους, τα οποία βαίνουν κατά ομαλή και προοδευτική φορά. Μη όντας, από ιδιοσυγκρασίας, άνθρωπος των στεγανοποιήσεων, επιστρατεύω, ΑΚΡΙΒΩΣ εδώ, τη θεολογική κατάθεση επί του θέματος και μπαίνω στον πειρασμό να παραλληλίσω στενά αυτή τη θέαση με την παύλεια, που κάνει λόγο (αχρόνως ή χρονικώς ; αϊδίως ή αιωνίως;) για (φωτιστική, γνωσιακή) μετάβαση «από δόξης είς δόξαν»[3]…, ακριβώς σαν να επρόκειτο για κλίμακα, για κλιμακωτή μετάβαση από το ΠΡΙΝ στο ΜΕΤΑ. Αν εγκύψει με προσοχή κανείς σ’ αυτή τη θέση, σ’ αυτόν τον «αιρετικό» δήθεν παραλληλισμό, δεν νομίζω πως θα βρει ερείσματα να διαφωνήσει. Φαίνεται, λοιπόν, πως στις ανωτέρω θεωρήσεις δύο (φαινομενικά) διαφορετικών γνωστικών πεδίων δεν υφίσταται ρήγμα, χάσμα ή ενδεχόμενη αναδιάταξη του Χρόνου, ούτε κάποια ενοχλητική (για την θετικιστική αυταρέσκειά μας ;) αναστάτωση και αταξία. Ο Χρόνος, ως εικάζεται, κυλά ομαλά και δίχως ρηγματώσεις, δίχως ακαταστασίες, δίχως … νεκραναστάσεις. Επιτρέψτε μου, όμως, να εντοπίσω και κάτι ακόμη, σχετικά μ’ αυτή την παύλεια θεώρηση, η οποία αποδεικνύεται εμπλουτισμένη («χρονικώς») και αμφίπλευρη. Κάτι επιπλέον, κάτι επιπρόσθετο, θα έλεγε με άνεση κανείς, στην αμέσως παρακάτω εκτιθέμενη και άκρως ενδιαφέρουσα κουνική θεώρηση του Χρόνου. Κάτι, που αν η ασυνουσίαστη ματιά των γνωστικών πεδίων είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει, έστω για το θεαθήναι, τον εαυτό της, πιθανώς από τη συνουσιαστική προοπτική τους να είχε προκύψει γνήσια επιστημολογική θεώρηση, με αποτέλεσμα η κουνική, ας πούμε, επιστημολογική θεώρηση να προσλάμβανε εκρηκτικά ενδιαφέρουσες διαστάσεις. Στον Παύλο συναντούμε μιαν ολότελα ανεξήγητη και αδιασάφηστη Στάση του Χρόνου με τελεολογική προοπτική, μια περίεργη (οντολογικά, γνωσιολογικά και ανθρωπολογικά) ακινητοποίησή του : «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν… ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι»[4]. Ως φαίνεται, με άλλα λόγια :

Ακινησία των όντων[1] (!) εν όψει χ πληρότητος προσποριζομένης εν προσδιορισμένω, από Άγνωστο Παράγοντα, χρόνω… Έτσι, είναι προφανές πως εκτός από την ομαλή και ευθύγραμμη χρονική θεώρηση (την οποία, σημειώνω,αποδέχεται ασφαλώς κι ο Κουν), αλλά και τη γνωστότατη ρηγματώδη της κουνικής επιστημολογίας, έχουμε, με το παραπάνω παράδειγμα/θεολογική θέση, εισαγωγή μιας τρίτης χρονικής παραμέτρου, μιας τρίτης θεάσεως του Χρόνου, τη στάση/ακινησία του Χρόνου.

            Η κούνεια θεώρηση, την οποία φιλοδώρησαν γενναίως με τις κατηγορίες του ανορθολογισμού, σκεπτικισμού, σχετικισμού κλπ, τα πνεύματα εκείνα, που ως οπαδοί ενός λογικού θετικισμού (πάντοτε ηχούσε μέσα μου ως ακραιφνής δογματισμός αυτή η, κατά κύριο λόγο, αυστριακή πνευματική μονομανία) ουδέποτε κατάφεραν να φιλοξενήσουν τραγικές φιλοσοφικές συζεύξεις, εισάγει πάνω στην ευθύγραμμη (μολαταύτα, σπεύδω και πάλι να ρωτήσω : είναι όντως πάλι ευθύγραμμη; …Καθώς η αναστάτωση, η προσωρινή ακαταστασία μάς επαναφέρει, επαναφέρει την Επιστήμη, τη γνώση, την αποκάλυψη της αλήθειας [που είναι, καθώς φαίνεται, πάντα εξαρτώμενη από το Χρόνο, από μια κάποια ωρίμαση στοιχείων-δεδομένων-ιδεών- αμφισβητήσεων-πειραμάτων, και ως εξαρτώμενη πάντα παροντικά ελλειπτική, μερική, μη αποκρυσταλλωμένη, ενδεής, εν αναμονή και ζητεία τελούσα] σε ένα πάλι χ αρχικό χρονικό σημείο, σχηματίζοντας αναπόφευκτα έτσι έναν παράδοξο κύκλο (σημειώνω πως οι κυκλικές θεωρήσεις του Χρόνου είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στις θρησκείες), απ’ όπου εκκινεί ξανά μια ευθύγραμμη πορεία για να διασαλευθεί και πάλι σε κάποιο άδηλο Μέλλον και να επιστρέψει σε μια νέα παροντική αφετηρία εκκίνησης και να ακολουθήσει διηνεκώς το αυτόν ανάλλαχτον χρονικό σχήμα…) πορεία του Χρόνου ρηγματώδεις διακοπές, βάσει και αιτία προϋφιστάμενων γνωστικών ανωμαλιών, όπου εκεί, στον Χρόνο αυτών των διακοπών, επισυμβαίνουν αφανισμοί (Προσθέτω τις ερωτήσεις : δύναται όντως να συμβεί κάτι τέτοιο ; Υπάρχουν… ολοκληρωμένες και τέλειες καταστροφές;… Χάνεται κάτι άπαξ υπάρχον από τον ορίζοντα του Χρόνου;) και γεννήσεις, αναδύσεις και καταδύσεις, συσκοτίσεις και φωταγωγήσεις. Η επέλευση του Χρόνου, κατά Κουν, αποκαλύπτει τη σαθρότητα, την ανεπάρκεια ή το ελλιπές των πρότερων αληθειών και εγκαθιστά στη θέση τους νέες αποδεδειγμένες αλήθειες, υπό την πλέον βάσιμη προοπτική να είναι τα μελλοντικά αποδεδειγμένα πια ψέματα…

      Παράλληλα, δεν μπορεί κανείς, νομίζω, να μην συλλογισθεί ότι για το Χρόνο δεν ισχύει η αρχή της ταυτότητας κι αν αυτή δεν ισχύει, τότε κλυδωνίζεται συθέμελα η ίδια ή οντότητά του.


Τουλάχιστον, από τη μια  της πλευρά΄ εκείνη της φανατισμένης αντικειμενικότητάς του. Αν, από τη μια του πλευρά, ο Χρόνος δεν έχει … υποκείμενο, τότε η «τάλεια» αντικειμενική του ύπαρξη παραπαίει. Αν η αϊνστάινεια εισαγωγή του παρατηρητή (δηλ. του ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΥ παράγοντα) και η σχετικοποίηση του Χρόνου έχει… αντικειμενική εγκυρότητα, τότε αυτό που σεισμοπληκτεί τον αντικειμενικό, θετικιστικό, ουδέτερο, Χρόνο είναι η εισαγωγή της υπαρξιακής διάστασης στην έννοιά του. Θεωρώ πως αν υπάρξει παραδοχή σ’ αυτό, τότε η εισαγωγή της Τέχνης, μέσω των υπαρξιακών κατηγοριών, στην καρδιά της έννοιας του Χρόνου, γίνεται αυτομάτως. Αν Α≠Α επί του Χρόνου, αυτό άλλο δεν σημαίνει παρά ότι ζώντας μες στο Χρόνο δεν αντλούμε ή αποκτούμε… Χρόνο, αλλά παίρνουμε, αποκτούμε, σχέσεις ; Τι άλλο από σχέσεις ΜΕΤΡΑ κανείς… μετρώντας Χρόνο ; Μάλιστα, σχέσεις που καταφέραμε. Δηλαδή, που ΠΑΡΟΝΤΙΚΟΠΟΙΗΣΑΜΕ, που ΠΑΡ-ΟΥΣΙΑΣΑΜΕ, εξουδετερώνοντας την ΑΠΟΥΣΙΑ που ΜΕΤΡΑ… Χρόνο. Ζώντας μες στο Χρόνο δεν αρυόμαστε Χρόνο. Αρυόμαστε σχέσεις. Παίρνουμε, δηλαδή, εκείνο το περιεχόμενο ζωής, στο οποίο μας παρέπεμπε ο διαθέσιμος ακόμη έκαστος Χρόνος. Όμως αυτό το περιεχόμενο ζωής είναι άχρονο. Συνεπώς η «υπαρξιακή» ανυπαρξία του Χρόνου φαίνεται, αναδύεται.
      Η χρονικότητα είναι προαγωγός, αιτία, τελειότητος. Όσο υφίσταται χρονική διάσταση τόσο επιτείνεται ο άνθρωπος προς τα πρόσω της σχέσης. Κι αν ο… προσανατολισμός του Χρόνου, η …τελεολογία του, είναι η επίτευξη σχέσεως, τότε δεν μπορεί κανείς να μην συνδέσει αυτό το δεδομένο με την περιοχή του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει ατιμωρητί το ακανθώδες ερώτημα του ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Η αυτονόητη ερώτηση, συνεπώς, που θα μπορούσε κανείς να θέσει σε περιβάλλοντα και χώρους όπου κυριαρχεί η Φυσική Επιστήμη είναι : έχει ΝΟΗΜΑ ο Χρόνος ; Δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να υποπτευθώ τί αντίκρισμα έχει μια τέτοια ερώτηση στους χώρους καλλιέργειας της Φυσικής Επιστήμης. Εντούτοις, αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να αφορά και σε οποιαδήποτε άλλη «φυσική» οντότητα, όπως π.χ. ο χώρος. Από πού (ποιός δηλαδή ο φορέας κατανόησης του Χρόνου) κατανοείται (το ρήμα αυτό μπορεί να αποδώσει επαρκώς τη σχέση μας μαζί του ;…) ο Χρόνος ; Τί σημαίνει προσωπική κατανόηση του Χρόνου ; Αυτό τούτο δεν υποδηλώνει και υπαινίσσεται ριζική και αναφαίρετη, ανεξάλειπτη, πια απροσδιοριστία ; Μπορεί ο όρος «προσωπική» να προσφέρει γνωσιολογική εκκάλυψη στον «πραγματικό, αντικειμενικό» Χρόνο ; Πότε και πώς ; Και με βάση αυτά, δικαιούμαστε πλήρως να ρωτήσουμε αν το τετελεσμένον του έργου Τέχνης υποδηλώνει στάσιμον αεί είναι ; Πώς ορίζεται το αεί, υπό τον ορίζοντα του έργου Τέχνης ;…

    Ένας αντικειμενικά και αισθησιοκρατικά προφανής ορισμός του Χρόνου θα ήταν ο εξής: «Χρόνος είναι ένα τμήμα του συστήματος μέτρησης που χρησιμοποιείται για την αλληλουχία των συμβάντων, ώστε να συγκριθούν οι διάρκειές των, καθώς και τα διαστήματα μεταξύ των, και ακόμη να ποσοτικοποιηθούν οι τιμές αλλαγής, όπως οι κινήσεις των αντικειμένων»[1]. Η αίσθηση της απουσίας από μόνη της δηλώνει καταφανώς πως αυτός που την υφίσταται, αυτομάτως με τούτο το αισθάνεσθαι και μόνον, την υπερβαίνει. Καθ’ όσον επιζητεί τη «διαγραφή» της, την ακύρωσή της, την υπέρβασή της, φανερώνει πως είναι μείζων αυτής, κι αν μείζων, τότε ο άνθρωπος είναι ουσιωδώς υπέρτερος του Χρόνου, ελεύθερος απ’ αυτόν. Στο σημείο δε που κατορθώσει να υπερισχύσει αυτής της απουσίας, τότε αναδεικνύεται χειραγωγός και ηγεμών αυτής. Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα θεματική είναι πώς κατορθώνει να ακυρώσει την απουσία το έργο Τέχνης; Σε τί συνίσταται αυτή η απουσία εν αυτώ ; Τι απουσιάζει, κατά Τέχνη, ώστε να επιζητηθεί η κάλυψή του ; Αν δι αυτού του γεγονότος καταδεικνύεται, αποκαλύπτεται πως η Πραγματικότητα ΕΙΝΑΙ ΕΝΔΕΗΣ της Τέχνης, ώστε να αρτιωθεί και περαιτέρω, τί τα παραπάνω δηλώνουν για τη φύση του χωρόχρονου, των οντοτήτων σ’ αυτόν, για το Κάλλος ως φανέρωση της Βούλησης ή καλύτερα της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας να μετάσχουμε του Κόσμου και όχι να τον θεώμεθα διαστατά. Η απουσία, δηλαδή η βίωση του χωρόχρονου ως αντικειμενικά διαστατού μεγέθους ουσιαστικά, είναι ο μοχλός, η αφορμή, που κινητοποιεί την ανάδυση του έργου Τέχνης. Αυτή είναι που όσο γίνεται δριμείως αισθητή τόσο κάνει να φανερωθεί το έργο Τέχνης. Το περιεχόμενο της απουσίας ; θα ρωτούσε εύλογα κανείς. Γενικά οποιαδήποτε βίωση ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ (χωροχρονικός όρος…) από το τέλος (=την Ολοκλήρωση, το Αποτετελεσμένον) του έργου Τέχνης ή ακόμη της εν αυτώ διαδρομής (ό,τι θρηνητικά αποκαλούμε πλειστάκις «απουσία έμπνευσης», στείρα καλλιτεχνικώς περίοδο, περίοδο μη δημιουργίας κλπ), από ό,τι αποκαλούμε Θεό, ή Εράν, ή άλλο τι αναφορικότητας. 
(συνεχίζεται)
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ








[1] Μέρος του κειμένου εκφωνήθηκε ως εισήγησή μου στο συμπόσιο που διοργάνωσε στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο η Ένωση Ελλήνων Φυσικών στις 20-22 Ιανουαρίου 2012 με θέμα Επιστήμη και Τέχνη : η συνάντησή τους στο χρόνο. Η εισήγησή μου στο συμπόσιο έγινε υπό τον τίτλο «Το Αίνιγμα του Χρόνου». Ωστόσο ο αρχικός τίτλος ήταν Ο ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ  ΚΑΙ Ο ΤΕΤΕΛΕΣΜΈΝΟΣ  ΕΝ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. Στην εισήγησή μου θίγονταν τα εξής πεδία προβληματισμού :
α) Αν υφίσταται ανυπαρξία χρόνου στο έργο Τέχνης - ο Χρόνος ως Ούτις (κάτι που θα υπαινισσόταν μια κατάσταση παρόμοια με μια θέαση του κόσμου «ΠΡΙΝ» από το big bang).
β) Αν, μολαταύτα, η ανυπαρξία-ακινησία του χρόνου δεν παύει να ενέχει (εν Τέχνη) δυναμική κίνηση και δυναμικό γίγνεσθαι και να διατρέχει πληρωματικά τον εκάστοτε κοσμικό χρόνο.
γ) Η δημιουργική ανασύνθεση του Χρόνου, η αναβίωσή του διαφωτιστικά (δηλ. ο Χρόνος ως καλεστικός παράγων εμπειρικής βιωσής του), ως πλεονεκτική ιδιότητα της Τέχνης. (Δηλ. Χρόνος α (αρχικός και [αισθητά, φυσιοκρατικά] αντικειμενοποιημένος + Χρόνος  (αναπαραγωγικός, ερμηνευτικός, εμπλουτιστικός και διαφοροποιημένος του α) = υπαρξιακή [αλλά και φυσική επαναφορά, χειραγώγηση ] «κατάκτηση» του Χρόνου). Αναφορά στο θεατρικό έργο μου X Alan Turing.
δ) Η εκτός χρόνου διαδικασία παραγωγής έργου Τέχνης, η αποκοπή από το ΝΥΝ, για να συντελεσθεί η εισαγωγή του ΑΧΡΌΝΟΥ, χωρίς την ακύρωση ή το μηδενισμό της παροντικότητας. Δηλαδή, μια παράδοξη ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΑ. (εμπειρική μαρτυρία)
ε) Η αυταξία του έργου Τέχνης ως αποτετελεσμένου είναι και η σχετικιστική φύση του επιστημονικού επιτεύγματος (η εν σπέρματι, μεταθετική, αθανασία-εγκυρότητα του επιστημονικού επιτεύγματος).
στ) Ο εγκαινιαστικός χρόνος της επιστήμης ως χρόνος σημειακός κατά ευθύγραμμη προοδευτική τελεολογία και ο τετελεσμένος της Τέχνης ως ολοκληρωμένος δυναμικός κύκλος.
ζ) Το εν ταυτώ πλαστόν και αντικειμενικόν του Χρόνου. Η σχετική ύπαρξη της 4ης διάστασης.
η) Το πολύπτυχο του Χρόνου ως υπαινιγμός πλασματικότητάς του (το μη ον του χρόνου ως σωτηριολογικό ον (αυτοπραγμάτωση).Το θεμελιώδες ερώτημα : Από πού κοιτά κανείς το Χρόνο ;
θ) Ο Χρόνος ως προαγωγός και εισαγωγεύς σε ετεροντικά καταστασιακά γνωστικά πεδία, π.χ. στο Αληθεύειν και το Εράν.
ι) Συναντήσεις-διάλογος-αποκλίσεις των δύο ΓΝΩΣΙΑΚΩΝ μεγεθών (Τέχνης-Επιστήμης) στο κοινό έδαφος του ενός και μοναδικού προσφερόμενου γνωστικά μεθεκτικού πεδίου : του ΚΟΣΜΟΥ (η μάταιη διχοστασία, η οριοθέτηση, η συνάφεια των χώρων Τέχνης-Επιστήμης). Θεωρώ ότι απέτυχα να κοινωνήσω τον προβληματισμό και τη σκέψη μου σ’ εκείνο το συμπόσιο. Ευελπιστώ να αντιστραφεί αυτό στο μέλλον.

[2] Παραπέμπω σε δύο αριστοτελικά χωρία ως μια επιμαρτυρία, ελπίζω αποσαφηνιστική, και κρηπίδωση των θεμελιωδών και αρχικών όρων(στοχασμού) του παρόντος κειμένου, δηλαδή των όρων «Απορητικό» και «Ερωτάν» : «Ὁμοίως δὲ καὶ τῆς ἀπορίας δόξειεν ἂν ποιητικὸν εἶναι ἡ τῶν ἐναντίων ἰσότης λογισμῶν· ὅταν γὰρ ἐπ᾿ ἀμφότερα λογιζομένοις ἡμῖν ὁμοίως ἅπαντα φαίνηται καθ᾿ ἑκάτερον γίνεσθαι, ἀποροῦμεν ὁπότερον πράξωμεν» (βλ.Τοπικά Ζ6, 145b 16-20) και «Ἀνάγκη πρὸς τὴν ἐπιζητουμένην ἐπιστήμην ἐπελθεῖν ἡμᾶς πρῶτον περὶ ὧν ἀπορῆσαι δεῖ πρῶτον» (βλ. Πρώτη Φιλοσοφία (Μετά τα Φυσικά) Β1, 995a24). Παραπέμπω επίσης στους απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους (το άπορον είναι συχνό στοιχείο κατάληξης στην πλατωνική φιλοσοφία) Λάχης, Ευθύφρων, Λύσις, Χαρμίδης, για μία ακόμη προγονική «στήριξη» στην παρούσα θέαση που το κείμενο εκθέτει. Με την προσθήκη των δύο αυτών παραθεμάτων τού Σταγειρίτη και την παραπομπή στους απορητικούς πλατωνικούς διαλόγους θεωρώ ότι δίδεται ένας σαφής ορίζοντας για την κατανόηση αλλά και βιωματική, πιθανόν, προσοικείωση της φιλοσοφικής στάσεως τού κειμένου.    
[3] Βλ. Αρ. Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007, σελ.137,  καθώς και υποσημ. αρ.236 στην ίδια σελίδα.
[4] Ενθ. αν. σελ.138, υποσημ. αρ. 237, όπου και παράθεμα από το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, Κβαντομηχανική Ι, σελ.95, όπου ο συγγραφέας αναφέρει πως «κάθε θεμελιώδης φυσικός νόμος, δεν αποδεικνύεται».
[5] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικών Α, 1254b 14 ed. W.D.Ross, Oxford.
[6] Βλ. T.S.Kuhn The Structure of Scientific Revolutions, The University of Chicago Press και ελληνική έκδοση : Η Δομή των Επιστημονικών ΕπαναστάσεωνμετΓ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, Θεσ/νίκη, εκδ. Σύγχρονα θέματα, 1981, 112008
[7] Βλ. Αριστοτέλους Φυσική ακρόασις
[8] Βλ. Β΄Κορ.3,18.
[9] Βλ. Εβρ.12, 39-40. 


[10] Για το επαναστατικό αυτής της θέσης (ασχέτως βασιμότητας, εγκυρότητας ή αληθείας της), καλά θα κάνει ο αναγνώστης να θυμηθεί την αριστοτελική θεωρία περί κίνησης και να φανταστεί την οργισμένη αναπήδηση του Αριστοτέλη από το κάθισμά του, στο άκουσμά της.

[11] Βλ. Time, Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/TimeΟ παραπάνω ορισμός είναι παράθεμα από την Internet Encyclopedia of Philosophy. Στην ίδια αυτή παραπομπή που παραπέμπει η Wikipedia διαβάζουμε : “Time is what clocks measure”. Το αυτονόητα προφανές για το επίπεδο του Homo sapiens sapiens ερώτημα είναι : Τί μετρά το ρολόϊ ; Τι αληθινά μπορεί να μετρά ; Πόσο… ακριβείας (!...) είναι οι μετρήσεις του και ΤΙ περιλαμβάνουν ; Θεωρώ πως οποιαδήποτε μη ΣΥΝΟΛΙΚΗ αντίληψη και απαίτηση της «μέτρησης», συνιστά αυτόχρημα ανθρωπολογική υποστροφή και εκβαρβάρωση, πρωτογονισμό, του ανθρώπου. Αν η «μέτρηση» δηλώνει ανίκανη, πράγμα ολωσδιόλου θεμιτό, αναμενόμενο για την παρούσα κοσμική συνθήκη στην οποία τελούμε και κατανοητό, να «μετρήσει» υπαρκτικές κατηγορίες και πτυχές του Sapiens, τότε η «μέτρηση» οφείλει να δηλωθεί ΜΕΡΙΚΗ, μερικώς ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ, εκλεκτική, μονοδιάστατη. 




Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ο μύθος του ξιπασμένου για το παρελθόν του Έλληνα!

Eugène Delacroix. "A Study of Two Greeks"

Οι Έλληνες ποτέ δεν μπόρεσαν να κομπάσουν για το παρελθόν τους γιατί οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και δεν το γνώριζαν. Αυτό το παρελθόν "οικειοποιήθηκαν" οι Ευρωπαίοι και πάνω σε αυτό βασίστηκαν και δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό τον οποίο και διαστρέβλωσαν, σε αρκετά σημεία.
Στην Ελλάδα υπήρξε διχασμός και ανάμεσα στους λόγιους για το ποιο είναι το παρελθόν μας. Πού ανήκουμε αναρωτιούνται μέχρι σήμερα. Έφτασαν να δηλώνουν ανήκομεν εις την Δύσιν ωστόσο από το ξεκίνημα του ελληνικού κράτους οι μισοί λόγιοι παρέπεμπαν στην αρχαιότητα και μιμήθηκαν το παρελθόν, κυρίως την περίοδο του κλασικισμού απορρίπτοντας το Βυζάντιο, ενώ οι άλλοι μισοί υποστήριξαν το τριμερές σχήμα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το Βυζάντιο, που πριν ονομαζόταν και ήταν η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσα στην οποία επιβίωσε και το αρχαιοελληνικό πνεύμα.

Σήμερα ακόμη δεν ξέρουμε την Ανατολή και προσπαθούμε να ανήκουμε στη Δύση, η οποία όμως μας θέλει για ουρά της και δεν μας συμπεριφέρθηκε ποτέ ως μητέρα του πολιτισμού ή έστω ως έναν από τους πυλώνες του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Υπήρξαν βέβαια και οι στοχαστές ανά τον κόσμο που διέσωσαν το παρελθόν μας, όπως το διέσωσαν, αλλά αυτό σηκώνει μελέτη και δεν ανήκει σε αυτήν την ανάρτηση.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΙΟΔΡΑ


Όλες αυτές τις μέρες του εγκλεισμού μας είχαμε δίπλα μας την αγωνία και την πείρα ενός σοβαρού επιστήμονα που μας ενημέρωνε με ειλικρίνεια για τις φάσεις του νέου επικίνδυνου ιού. Τα δεδομένα άλλαζαν συχνά αλλά οι επιστήμονες της χώρας μας επαγρυπνούσαν. Ο Σωτήρης Τσιόδρας χρειάστηκε να αλλάξει τις συστάσεις του καθώς ο ιός συμπεριφερόταν με απρόσμενο τρόπο και ήταν η πρώτη εμφάνιση του συγκεκριμένου ιού στον πλανήτη με αυτή τη μορφή προκαλώντας πανδημία. 
Το αποτέλεσμα της σοβαρής προσπάθειας ήταν να κατορθώσει η Ελλάδα να έχει τις λιγότερες απώλειες και ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας να βοηθήσει όλους μας με τη νηφαλιότητά του, την επιστημονική του αρτιότητα και τις γρήγορες αποφάσεις που ευτυχώς ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση παίρνοντας έγκαιρα μέτρα προστασίας. Πολλοί κατηγόρησαν τον γιατρό Τσιόδρα χωρίς επιστημονικά στοιχεία με μόνο κριτήριο την αλλαγή συστάσεων και οδηγιών- αλήθεια τι είναι δεδομένο σε μια πανδημία που θα όφειλε να μην αλλάζει για να νιώθουν οι "πανεπιστήμονες" ότι ενημερώνονται σωστά; Φαιδρότητες των νεοελλήνων που δεν αποδέχονται πως ένας άριστος επιστήμονας έμεινε στη χώρα και τόλμησε να ηγηθεί της προσπάθειας να αποτραπεί η εξάπλωση του κορονοϊού. Χωρίς πολλά λόγια θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
Κύριε Σωτήρη Τσιόδρα, σας ευχαριστούμε!


Υ.Γ. Προσωπικά σας ευχαριστώ και για τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη με τους οποίους θεραπεύατε κάθε δύσκολη στιγμή τη ψυχή μας καθώς και αυτούς με τους οποίους μας χαιρετίσατε για να επιστρέψετε στα καθήκοντά σας με σεμνότητα και σοβαρότητα όπως κάνατε πάντα. Σας ευχαριστώ ακόμη που δακρύσατε δείχνοντας ότι η επιστήμη δεν είναι τόσο ψυχρή και αποκομμένη από τον άνθρωπο. Στο πρόσωπό σας συμφιλιώθηκε ο πολιτισμός της νεωτερικότητας!

Με εκτίμηση
                Νότα Χρυσίνα



Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Αναστάσης Βιστωνίτης: In memoriam A.T., 2





Κάποιο πρωί θα ξυπνήσουμε δίχως πρωί,
θα μπούμε από τη μια στην άλλη νύχτα.
Στα όμορφα χρόνια που θα ’ρθουν,
κάτω απ’ το παλιωμένο δέρμα
τα τρίμματα μιας ανάμνησης που αναβοσβήνει.

Είναι παράλογος ο θάνατος
και πιο παράλογη η πράξη που τον αποφασίζει,
όμως το συμβόλαιο πρέπει να τηρηθεί,
το γερασμένο σύμβολο μιας παλιάς γιορτής
που κανείς πια δεν τη θυμάται.

Η ζωή που χρεώνεται στους άλλους
είναι μια σκοτεινή κυψέλη,
ένα φως που μαυρίζει αργά,
όπως τώρα που μες στις εποχές μας χαιρετάς
χωρίς καν να σαλεύεις τα μάτια.

Μ’ ένα φονικό μυαλό,
με μια δαιμονική εξίσωση,
στην απόλυτη σιωπή που δοξάζει τον Άδη
το τελευταίο ξόρκι ατελέσφορο
κι εσύ σ’ ένα τενεκεδένιο τοτέμ φυλακισμένος.
Πάνω απ’ τα δέντρα το φεγγάρι
κι από το βάθος τ’ ουρανού ο Μινώταυρος,
το αθάνατο φίδι,
ο χρησμός που διαβάστηκε ανάποδα,
και στη σιωπή
ο πάπυρος που ξεδιπλώνεται –
ένα παλίμψηστο η ζωή σου.

Με σίδερο και φως ύφανε η Θεά
το μαυσωλείο των άστρων,
το άφωνο ανάκτορο με τα τυφλά παράθυρα,
κι οι τέσσερις πλευρές του να κοιτούν τις εποχές
που λαχταρούσες τόσα χρόνια ν’ αγγίσεις.

Από τη συλλογή Οι κήποι της Σελήνης (1990)