IΙ
Κάποιο πρωί θα ξυπνήσουμε δίχως πρωί,
θα μπούμε από τη μια στην άλλη νύχτα.
Στα όμορφα χρόνια που θα ’ρθουν,
κάτω απ’ το παλιωμένο δέρμα
τα τρίμματα μιας ανάμνησης που αναβοσβήνει.
Είναι παράλογος ο θάνατος
και πιο παράλογη η πράξη που τον αποφασίζει,
όμως το συμβόλαιο πρέπει να τηρηθεί,
το γερασμένο σύμβολο μιας παλιάς γιορτής
που κανείς πια δεν τη θυμάται.
Η ζωή που χρεώνεται στους άλλους
είναι μια σκοτεινή κυψέλη,
ένα φως που μαυρίζει αργά,
όπως τώρα που μες στις εποχές μας χαιρετάς
χωρίς καν να σαλεύεις τα μάτια.
Μ’ ένα φονικό μυαλό,
με μια δαιμονική εξίσωση,
στην απόλυτη σιωπή που δοξάζει τον Άδη
το τελευταίο ξόρκι ατελέσφορο
κι εσύ σ’ ένα τενεκεδένιο τοτέμ φυλακισμένος.
Πάνω απ’ τα δέντρα το φεγγάρι
κι από το βάθος τ’ ουρανού ο Μινώταυρος,
το αθάνατο φίδι,
ο χρησμός που διαβάστηκε ανάποδα,
και στη σιωπή
ο πάπυρος που ξεδιπλώνεται –
ένα παλίμψηστο η ζωή σου.
Με σίδερο και φως ύφανε η Θεά
το μαυσωλείο των άστρων,
το άφωνο ανάκτορο με τα τυφλά παράθυρα,
κι οι τέσσερις πλευρές του να κοιτούν τις εποχές
που λαχταρούσες τόσα χρόνια ν’ αγγίσεις.
Από τη συλλογή Οι κήποι της Σελήνης (1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου