ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ κριτική της Νέλλας Συναδινού
Εν αρχή ην το Πιο νύχτα δε γίνεται (Οξύ, 2011), που με άδραξε. Συλλογή ποιητικών πεζογραφημάτων. Αλληγορική, συνάμα και σαρωτική παρείσφρηση της φαντασίας, του ασύνειδου και του ονείρου, δίχως λογικό έλεγχο, στην αισθητοποίηση του όλου, που είναι η ζωή, ο κόσμος και ο έρωτας. Μειγνύονται εδώ, μα και σε ολόκληρο το φάσμα της τετραλογίας, αντικείμενα, πρόσωπα και νοήματα μέσα από τολμηρά, ενίοτε οξύμωρα ζεύγη λέξεων, που ανασύρουν συνειρμούς και πλάθουν εικόνες υπερβατικές. Κι όμως ο λόγος, ως γλώσσα, παραμένει λιτός, σχεδόν οικείος. Έτσι, φυσικά, με ένα αφηγηματικό «εγώ», κατά το πλείστον πρωτοπρόσωπο-ομοδιηγητικό, κι ένα βουβό «εσύ» που αναδύεται, ως αντικείμενο του πόθου, ξετυλίγεται το τραγικό. Όμως χαμηλόφωνα. Και είναι η αποδόμηση του κόσμου, βαθμιαία, όσο διαδέχονται οι εποχές η μια την άλλη, από το καλοκαίρι, ακμή ζωής, ως τον χειμώνα, του μαρασμού. Έμμονα, έρχεται και επανέρχεται η θάλασσα. Η θάλασσα που δείχνει «αναπάντεχα μελαχρινή» κι ο ουρανός που είναι «λερωμένος ακτές». Πότε; Όταν «από την επιφάνεια της γης θα ανέβει ένα φως σαν πυρετός». Οι λέξεις, μέγιστες διακυβεύσεις του δημιουργού, άγχονται να βρουν τον προσδιορισμό τους.
Καταλαγιάζει ο εφιάλτης στο όνειρο κι ο τρόμος στην ομορφιά. Απαράμιλλος πλούτος εκφράσεων, που πραΰνει το παραισθησιακό και ημερώνει το τρομακτικό. Λόγος αλληγορικός και υποβλητικός, σκληρός κι όμως ποιητικός. Σχεδόν μουσικός.
Μετά έρχεται το Μετά (Απόπειρα, 2012). Ένα μακρύ, ανυπολόγιστα δύσβατο ποίημα και δεύτερο έργο της τετραλογίας. Ένας θρυμματισμένος κόσμος αποκρυσταλλωμένος σε λόγο θραυσματικό και ασθματικό, της αναπνοής που σώνεται. Ελλειπτική διατύπωση προτάσεων, μικρογράμματη γραφή και απουσία στίξης θραύουν το όλον και παριστάνουν το μη υπάρχον του μη κόσμου – «κάποτε έλεγαν σήμερα». Πρωτοπρόσωπο το ποιητικό εγώ μοιάζει να σπαράσσεται κι αυτό από το μακελειό. Ωστόσο, οι λέξεις είναι σταθερά εδώ μαζί με τη θάλασσα. Λέξεις και θάλασσα δίνουν υποσχέσεις.
Στο Καπνισμένο κόκκινο (Σμίλη, 2013), τρίτο έργο της τετραλογίας, οι υποσχέσεις φαίνονται να ευοδώνονται βαθμιαία και πάλι, όπως στο Πιο νύχτα δε γίνεται, όμως σε μια πορεία αντίστροφη, από την καταβύθιση στη γένεση. Η θάλασσα, ως από μια τερατουργία, έχει ρουφήξει τον κόσμο στον βυθό της. Υπάρχει όμως θάλασσα και υπάρχει ουρανός και ήλιος. Ήλιος αφύσικα κόκκινος. Η γη μοιάζει να έχει υποχωρήσει σε απύθμενα βάθη, δαιμονικά, γιατί η γη, σύσταση ανθρώπινη, περικλείει τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ο τίτλος, Καπνισμένο κόκκινο, παραπέμπει σε μια διάσταση μεταφυσική, όπου σε οιονεί εσχατολογικό χώρο-χρόνο έχει συντελεστεί μια βιβλική καταστροφή εντός του ύδατος, όμως με υπόνοια καύσης, που ανιχνεύεται στο «αφύσικα κόκκινο» και στο «καπνισμένο».
Ειδολογικά το έργο αποτελεί μια ασυνήθιστη, ολοκαίνουργια ματιά στο μυθιστόρημα, αφού ο συγγραφέας το αναφέρει ως μυθ-ιστόρημα σημείων, στα σύνορα της ποίησης, το προσλαμβάνω εγώ. Όπως το Πιο νύχτα δε γίνεται. Όμως εδώ βαραίνει και βαθαίνει η κατασταλαγμένη απόφαση του συγγραφέα, με συμπυκνωμένο λόγο υψηλής περιεκτικότητας, δίχως ανάδρομη βιωματική περιδιάβαση σε τόπους κι ανθρώπους. Η εστίαση είναι στο εδώ και τώρα του υπεραισθητού και η αφήγηση προχωρεί σε ευθεία χρονική τροχιά, με σημεία. Τα σημεία, εκκινώντας από το μηδέν, είναι το αφηγηματικό εύρημα που αρθρώνει και συνέχει τα κείμενα και με αριθμητική σειρά τούς δίνει τίτλο. Στο ξεκίνημα, αναφαίνεται η θρυμματισμένη τεχνική του συγγραφέα να διαρρηγνύει τη συντακτική νόρμα – «Περνούσαν οι μέρες και γιατί». Τελεία. Πρωτοπρόσωπα, ο αφηγητής μοιάζει να συνδιαλέγεται με τη γυναίκα που ήταν ο κόσμος, όμως έμμεσα: «αυτή». Σε σημεία, κάνει δειλά την εμφάνισή του ένα «εσύ» – «Είδα τα καστανόμαυρα μάτια σου, ανυπολόγιστα πραγματικά και επίσημα να ανοίγουν» κι έπειτα «Μετακίνησα κάποια κύματα και σε είδα». Ακόμα, «Η γη ανακουφισμένη δεχόταν σαν χάδι την παρουσία σου» ή «Πήρα τη φωτιά σου στα χέρια μου και την άπλωσα να στεγνώσει τη θάλασσα». Θεσπέσιοι στίχοι, με καλεί η παρόρμηση να πω, ενώ πρόκειται για πεζογράφημα, που ωστόσο διερευνά τον προσδιορισμό του «εσύ». Μια ποθητή γυναίκα; Ο κόσμος όλος; Η ζωή όλη; Τελικώς, η γυναίκα-κόσμος που γεννιέται από τη γυναίκα-κόσμο;
Το αφηγηματικό «εγώ», αυτοδιηγητικά, γίνεται ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη. Που βλέπει. Η ρευστότητα των εικόνων αισθητοποιεί σημείο προς σημείο τον παγιωμένο εξελικτισμό. Εικόνες φρίκης που υπερβαίνουν την πραγματικότητα εξισορροπούνται από έναν υποφώσκοντα λυρισμό που σε αποσπά από τον εφιάλτη. Καταλαγιάζει ο εφιάλτης στο όνειρο κι ο τρόμος στην ομορφιά. Απαράμιλλος πλούτος εκφράσεων, που πραΰνει το παραισθησιακό και ημερώνει το τρομακτικό. Λόγος αλληγορικός και υποβλητικός, σκληρός κι όμως ποιητικός. Σχεδόν μουσικός. Η αίσθηση στέρησης και απουσίας ανασύρει τη μελαγχολία, μα εξισορροπείται από τον δυναμισμό της αλήθειας πίσω από την αλήθεια. Μια αδιόρατη τρυφεράδα αναδύεται από την τραχύτητα της υπερρεαλιστικής ματιάς. Οι απροσδόκητοι συμφυρμοί λέξεων και νοημάτων που αναδεικνύουν νέες έννοιες και ανατρέπουν εσαεί τα δεδομένα, κινητοποιούν τη φαντασία, δηλαδή τη λογική πέρα από τη λογική – «Εμφανίστηκε πάλι η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αλλά σαν αποτέλεσμα. Βρεγμένη, και είχε σκιά. Είπε, γύρισα, το ρήμα ήταν ζεστό».
Στο Καπνισμένο κόκκινο τον αναγνώστη εισάγει ένα άτιτλο κείμενο που απαθανατίζει καταποντισμένα τα θρύψαλα του κοσμικού αφανισμού. Το σημείο 0 ήδη προοιωνίζεται την κυοφορία του κόσμου ξανά και το σημείο 1 την πιστοποιεί με την εμφάνιση της γυναίκας που ήταν ο κόσμος – «Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, αν και ουδέτερου γένους, είχε μια θηλαστική ομορφιά που έτρεφε». Καθώς το φάσμα της πλανάται σε όλο το έργο, σημείο στο σημείο, σηματοδοτεί την όποια αναγεννησιακή επάνοδο. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμοςασφυκτιά με καλώδια γύρω από τον λαιμό της και κοινωνεί αμοιβαία λύπη με τον αφηγητή, όμως έχει σάρκα. Και έχει φωτιά. Διστάζει να επιτελέσει το έργο της. Βουλιάζει μέσα στην υδάτινή της υπόσταση με δολοφονικά μάτια. Ο αφηγητής επΟ αφηγητής επιμένει να τη διατηρεί, ως δείγμα του άλλοτε. Του «αλλού». Ίσως να μην είναι ο κόσμος, αλλά το αποτέλεσμά του δίκην σκιάς. Πυορροεί το αύριο, δεν το κυοφορεί, ως όφειλε. Η ένωσή της με τον θάνατο πρόκειται να φτιάξει ζωή. Κι αυτή γίνεται ήλιος και γεννάει ήλιους. Είναι έτοιμη για τον τοκετό, όμως γιατί έχει κάτι σάπιο και ο γυναικείος κόλπος της θυμίζει πεθαμένη μελωδία; Γεννά. Όμως γιατί σαν να γεννά ανάποδα; Επιδαψιλεύει φως. Όμως γιατί οι άνθρωποι είναι αντίγραφα; Επιπλέουν άνθρωποι στο υδάτινο σώμα της, όμως γιατί είναι μεταβολισμένοι; Μοιάζει να ενώνεται με τη θάλασσα, από την οποία ο κόσμος αναδύεται. Όμως η θάλασσα δεν ήταν που ρούφηξε τον κόσμο; Όλα κλίνουν προς ένα θηλυκό όλον, καινούργιο, μα παλιό. Αέναα νεκρό και ζωντανό μαζί. Το νέο γέννημα ενδέχεται να μην είναι παρά νέος θάνατος. Μια ενορατική εικονοπλασία διαπερνά το έργο και ζωγραφίζει πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, αν και αλλιώτικης αγριάδας. Δώθε-κείθε πινελιές κόκκινου, πορτοκαλί και μπλε, σημαίνουσες στο κείμενο κι αυτές. Νερό, φωτιά, αέρας, γη σε ακατάπαυστη ροή, ακόμη κι όταν καταγράφονται ως νεκρά στοιχεία, εμφανίζουν ζωή ρέουσα μέσα και πέρα από τον θάνατο. Και μια έμμονη επιστροφή στις λέξεις. Ως σαν αυτές να υπάρχουν άφθαρτες ενάντια στον ορυμαγδό.
Αναζητώντας το τελικό νήμα ανατρέχω στο Ολομόναχοι μαζί (Σμίλη, 2014). Τέταρτο έργο της τετραλογίας. Σε έναν σύντομο πρόλογο, η γυναίκα που ήταν ο κόσμος παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και ακολουθούν τριάντα μακροσκελή ποιήματα, στα οποία ο αφηγητής τής απευθύνεται. Επιστολικά. Υπάρχει ένα ομιλούν «εγώ»· κι ένα βουβό «εσύ». Παθητικό. Οι τίτλοι των ποιημάτων φέρονται ως ιδιότητες της γυναίκας που ήταν ο κόσμος και κάποιοι από αυτούς συγκαταλέγονται στα λεγόμενα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Από το πρώτο ποίημα –«Χορός»– προσδιορίζεται μια επικοινωνία μεταξύ δύο, σε πρώτο πρόσωπο ο αφηγητής και σε δεύτερο πρόσωπο, η γυναίκα – «Με το μου και το σου/ Να έχουν στο τέλος/ Το ίδιο αβέβαιο ύψιλον του βυθού», όπως καταγράφεται.
O λόγος συνεχίζει κι εδώ να ρέει αλληγορικά, συμβολικός και υπαινικτικός. Όμως αλλάζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς καταπίπτει σε ηρεμότερη αφήγηση μαζί με στοχασμό. Βαθύ και τετελεσμένο. Η εντύπωση του ανικανοποίητου, που πηγή της είναι η διάψευση του κόσμου ξανά, δηλαδή το ανεκπλήρωτο, δεσπόζει. Και αισθητοποιείται με αμφισημίες – «Υπάρχουν παντού μάσκες/ Σε βαθμό ανθρωπότητας»· με αντιθέσεις – «Ξυπνάω να γράψω το ποίημα/ Και με γράφει αυτό»· με παρομοιώσεις – «Καθόταν απλώς εκεί/ Στη μέση της σκάλας/ Σαν όμορφος κίνδυνος»· με προσωποποιήσεις εννοιών – «Τότε η ποίηση σου είπε/ Να της δώσεις το φέρετρό σου/ Να κοιμηθεί»· με συστοιχίες εικόνων – «Το υπέροχο δώμα του σώματος/ Η διεσταλμένη ζωή/ Τα ορθάνοιχτα πόδια των λέξεων/ Σαν μαλλιαρό τόξο/ Το κόκκινο βαλιτσάκι με τις ευχές»· με απροσδόκητες μείξεις νοημάτων – «Λέω ψέματα μόνο στον εαυτό μου/ Στους άλλους πάντα αλήθεια/ Γιατί είναι η τιμωρία που τους αξίζει»· και διαμέσου όλων αυτών η δεσπόζουσα τολμηρή μεταφορά – «Και φοράω σκισμένες υπομονές». Ως επιστέγασμα ο αντιφατικός, όχι απλώς αντιθετικός, τίτλος του βιβλίου: Ολομόναχοι μαζί. Να γίνεται η επιτομή του τραγικού στην πιο πλατιά του διάσταση.
Ποίηση σημαίνουσα και σιβυλλική, όμως με μεταδοτικότητα, σου διαχέει την αίσθησή της. Σαν να εγκαλεί τηγυναίκα-κόσμο, προσφωνώντας τη. Σαν να έχει αποδράσει, βουλιάζοντας στην αναπόδραστη καταδίκη που φέρει τη σφραγίδα της. Δίχως στίξη, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης κάθε στίχου, να τονίζει εμφατικά κι αυτόνομα τη σημασία του. Μπλε και κόκκινες πινελιές του ποιητή ζωγραφίζουν πρωτοφανέρωτα χρώματα. Οι λέξεις παρεισφρέουν –«Πότιζα τις σελίδες να μεγαλώνουν οι λέξεις»– και γράφουν τελικά τον επίλογο – «H επόμενη γη θα έχει μόνο λογοτεχνία».
Κάποιοι από τους τίτλους αποδίδουν ιδιότητες, όπως ΟΚΝΗΡΙΑ, ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ, ΛΑΓΝΕΙΑ. Άλλες είναι συναισθήματα, όπως ΟΡΓΗ, ΦΘΟΝΟΣ, ΦΟΒΟΣ. Άλλες είναι απλώς αφηρημένες έννοιες, όπως ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ΥΠΟΣΧΕΣΗ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ. Άλλες σηματοδοτούν το απτό, ΣΑΡΚΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΕΜΕΝΟΣ ή ακόμη δηλώνουν κίνηση και ενέργεια, όπως ΧΟΡΟΣ και ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ. Υπάρχει και ένας τίτλος επίρρημα, ΑΝΑΜΕΣΑ. Ωστόσο κάθε τίτλος, αποπνέει μια χροιά από τη γυναίκα που ήταν ο κόσμος, κάθε ποίημα συνιστά μια επιστολή ή μια αποστροφή προς εκείνη. Συχνά η επικοινωνία βρίθει ερωτισμού. Ωστόσο, μέσα από τις ποιότητες που απαυγάζουν οι τίτλοι καταλύεται το αρτιγέννητο της λεχώνας του κόσμου, δηλαδή ο κόσμος ξανά. Μαζί του σαρώνεται κι η ίδια.
Στη θήλεια αναγνώστρια, όπως εγώ, επισωρεύεται συναισθηματική φόρτιση που κατασταλάζει σε αυτεπίγνωση υπέρμετρης δύναμης και ανυπολόγιστης ευθύνης. Λογίζομαι ότι αν οι ιδιότητες που αποδίδονται στη γυναίκα τής ανήκουν, ανήκουν και σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως κληροδοτημένες από τον φορέα τους, την ίδια. Γίνονται κληρονομιά του ανθρώπου στη στρογγυλή του δίφυλη ολότητα, με τη θετική ή την αρνητική τους χροιά, και μετουσιώνονται σε εγγενή του γνωρίσματα. Περαιτέρω, υπόκεινται σε επεξεργασία μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα που αλλοιώνει τη φυσική και αποκαθηλώνει τη γυναίκα από την προεξάρχουσα θέση της ποιητικής ενόρασης. Το ίδιο όραμα μιας εκ βάθρων αναγέννησης αχνοφέγγει και σβήνει, γιατί η νέα γέννα ενέχει τα ίδια θνησιγενή υλικά. Όμως εκεί έγκειται ολόκληρη η σαγήνη του κόσμου και της ζωής. Η σαγήνη του έρωτα. Γιατί όλα είναι λογοτεχνία. Και η λογοτεχνία είναι γυναίκα. Όμοια με τον κόσμο.
Στους καταληκτικούς στίχους του τελευταίου πολυσημαντικού ποιήματος, ΖΩΗ, αναδύεται η τελευταία αλήθεια – «H επόμενη γη/ Θα έχει μόνο λογοτεχνία». Με χρονική αντικατάσταση στο παρόν επισφραγίζεται και ο επίλογος της τετραλογίας – «O κόσμος είναι λογοτεχνία». Γιατί, ας μου επιτραπεί να ερμηνεύσω, η λογοτεχνία είναι ο κόσμος άλλη μια φορά. Και λειτουργεί ως οιονεί αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας. Ή, την καταλύει και τη μεταρσιώνει σε αέναο όραμα για το καινούργιο, το διαφορετικό, το καλύτερο. Το όραμα μιας γυναίκας-κόσμος.
Ολομόναχοι μαζί
Σταύρος Σταυρόπουλος
Σμίλη
98 σελ.
Τιμή € 8,00