Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν ταπείνωσε, σάρκασε, εξευτέλισε τόσο τον πόθο του αρσενικού για την κατάκτηση του γυναικείου κορμιού.
Μια τρομοκρατική ενέργεια δεν αφήνει να ολοκληρωθούν τα χάδια του Ματέο (Φερνάντο Ρέι) με την Κοντσίτα (η Ισπανή θερμή καλλονή Αντζελα Μολίνα και η πιο συγκρατημένη και ψυχρή Καρόλ Μπουκέ στον ίδιο ρόλο) στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» (1977). Τι αντιφατικός τίτλος, αλήθεια!
Ο αριστοκράτης Ματέο γνωρίζει την Κοντσίτα όταν έρχεται για να την προσλάβει ως υπηρέτρια στο σπίτι του στο Παρίσι. Αρχίζει να την πολιορκεί ερωτικά χωρίς αποτέλεσμα, τρέχοντας κυριολεκτικά πίσω από τα φουστάνια της. Κωμική φιγούρα εραστή που γελοιοποιείται, αδύναμος, υποτάσσεται στον πόθο του ανίκανος να τον ικανοποιήσει. Προσπαθεί να την κατακτήσει αγοράζοντας σ' αυτήν και στη μητέρα της ένα σπίτι, δίνοντάς της χρήματα. Η Κοντσίτα δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι. Τον κρατά σε απόσταση, αλλά συγχρονως τον «ανάβει* για να μην τον χάσει, αφήνοντάς του κάποιες ελπίδες για ερωτική ολοκλήρωση, αλλά και τον φτάνει στο απόγειο του μαζοχισμού του, όταν χαϊδεύεται με τον εραστή της πίσω ατό τα κάγκελα του σπιτιού (που της έχει αγοράσει ο ίδιος), ενώ εκείνος τη βλέπει. Η Αντζελα Μολίνα, από τη μια σκηνή στην άλλη, γίνεται... Καρόλ
Μπουκέ. ο Ματέο δεν καταλαβαίνει τίποτα (Και αρκετοί θεατές, όπως λέει ο ίδιος ο Μπουνιουέλ, δεν κατάλαβαν ότι παίζουν την Κοντσίτα δύο γυναίκες). Ο Ματέο δεν κυνηγάει τη συγκεκριμένη γυναίκα. Κυνηγάει τη μορφή της γυναίκας, το κορμί της. την εικόνα της.
Στην «Τριστάνα» (1969-70) ο πόθος της κατοχής της γυναίκας κρύβεται πίσω από την πατρική προστασία και στοργή του Δον Λόπε (Φερνάντο Ρέι). Πρέπει να τον υπηρετεί σεξουαλικά η Τριστάνα (Κατρίν Ντενέβ), γιατί η θέση της είναι μέσα στο σπίτι. Ο διεστραμμένος έρωτας χωρίς αγάπη δεν ολοκληρώνεται. Η Τριστάνα φεύγει από το σπίτι που την άφησε η μητέρα της λίγο πριν πεθάνει. με τον ζωγράφο Οράτιο (Φράνκο Νέρο). Δύο χρόνια αργότερα (Κι επιστρέφει για να παντρευτεί τον Δον Λόπε. Πληρώνει με την ευτυχία της την ανάγκη της να γυρίσει στον κοινωνικό της χώρο. Από αφελής και αθώα που είναι στην αρχή, αφήνει στο τέλος, ψυχρή, τον Δον Λοπέ να πεθάνει, υποκρινόμενη ότι παίρνει στο τηλέφωνο τον γιατρό. Σε όλες του τις ταινίες παίζει με τα αντίθετα ο Μπουνιουέλ -αμαρτωλό - ηθικό, φανταστικό - πραγματικό, προσωπικό - κοινωνικό- «παίζοντας» συγχρόνως με τις δικές μας φαντασιώσεις και ορμές.
Ο Μπουνιουέλ, γεννημένος το 1900 στο χωριό Καλάντα της Ισπανίας, πρωτότοκος ανάμεσα σε επτά αδέλφια, θα ασχολιόταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την εντομολογία, το μποξ, τη ζωγραφική και φυσικά τον κινηματογράφο με το ίδιο πάθος. Μαθητής-φαινόμενο για τους Ιησουίτες δασκάλους του. αντιτίθεται στο δαποτισμένο από τον καθολικισμό περιβάλλον του με τον καλύτερο τρόπο. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που διηγείται η αδελφή του Κοντσίτα, με το δείπνο της οικογένειας στο οποίο ο Λουίς επέμενε ότι «ένα μεσημέρι στο κολέγιο είχε βρει μέσα στη σούπα του ένα μαύρο σώβρακο ενός Ιησουίτη».
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών για να απαγορεύσουν την προβολή της, προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961). Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ. ένας πολίτη; του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, στο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
Η δεύτερή του ταινία. «Χρυσή εποχή» (1930). απαγορεύτηκε για πενήντα περίπου χρόνια, ενώ η «Βιριδιάνα». παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των ισπανικών και καθολικών οργανισμών για να απαγορεύσουν την προβολή της, προβλήθηκε στις Κάννες και κέρδισε το Χρυσό Βραβείο (1961). Υπήρξε αγαπημένος φίλος με τον Λόρκα. για ένα διάστημα με τον Νταλί, πριν τον μισήσει εξαιτίας της Γκαλά και του φασισμού, με τον Μπρετόν. τον Μαν Ρέι, τον Μαξ Ερνστ. ένας πολίτη; του κόσμου, αφού έζησε στο Μεξικό, στην Αμερική, στο Παρίσι και φυσικά στην Ισπανία
Αμαρτωλός της νύχτας, λάτρευε τα μπαρ και ιδιαίτερα αυτό του ξενοδοχείου Πλάζα σπη Μαδρίτη. «Τα καφέ είναι χώρος για συζήτηση, χώρος του πήγαινε-έλα και της ηχηρής, καμιά φορά. φιλίας, των γυναικών. Τα μπαρ, αντίθετα είναι μια άσκηση μοναξιάς». Φοβερός πότης, έπινε τα πάντα: βότκα, τεκίλα απεριτίφ. που θεωρούσε την παρακμή τους θλιβερό σημείο.
Αδυναμία είχε όμως στο Dry Martini.
«Ένα καλό Dry Martini». έλεγε κάποτε στην Αμερική, «πρέπει να μοιάζει με τη σύλληψη της Παρθένου». Άρχισε το κάπνισμα γύρω στα 16 και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. «Το αλκοόλ και το τσιγάρο συνοδεύουν πολύ ευχάριστα τον έρωτα.
Γενικά, το αλκοόλ τοποθετείται πρώτα και ο καπνός μετά».
Χωρίς μεταμέλεια θυμόταν τις πουτάνες τιης Μαδρίτης, τα παρισινά μπορντέλα και τα τάξι-γκερλ της Νέας Υόρκης, όπως και τη μοναδική ταινία πορνό που είχε δει στη ζωή του στο Παρίσι, όταν ήταν 25 χρόνων, με πολλές σοδομιστικές περιπτύξεις, αυτή που σχεδίαζε με τον Ρενέ Κλερ να την προβάλλουν σε ένα παιδικό κινηματογράφο αφού έδεναν και φίμωναν τον μηχανικό προβολής. «O tempora o mores" Η ιδέα να βεβηλώσουμε την παιδική ηλικία μας φαινόταν μία από τις πιο ελκυστικές μορφές καταστροφής. Φυσικά δεν κάναμε τίποτα». θα γράψει στην αυτοβιογραφία του. Ακόμα πιο ελκυστική ήταν η ιδέα να συμμετέχει σε ένα όργιο. «Μια μέρα στο Χόλιγουντ ο Τσάρλι Τσάπλιν οργάνωσε ένα έργο για μένα και δύο Ισπανούς φίλους μου. Εφτασαν τρεις όμορφες νεαρές κοπέλλες της Πασαντένα, αλλά για κακή μας τύχη άρχισαν να μαλλώνουν μεταξύ τους γιατί και οι τρεις τους ήθελαν τον Τσάρλι Τσάπλιν. Τελικά έφυγαν»,
«Οι μανίες σε βοηθούν να ζεις. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δεν έχουν», θα πει, και στα 1920. στη Μαδρίτη, θα τον συγκλονίσει η χωρίς φανερό αίτιο αυτοκτονία μιας κοπέλας με τον αρραβωνιαστικό της που αποκαλύφθηκε με τη νεκροψία ότι ήταν παρθένα. Ο Μπουνιουέλ αισθανόταν εκείνη την εποχή σαν τον καλόγερο που μπορεί να αγαπήσει την Παρθένο Μαρία. Φυσικά, παράλληλα τον βασάνιζαν και άλλες ερωτικές φαντασιώσεις που η αρχή τους ορίζεται στα 14 του χρόνια Για παράδειγμα, η μελέτη του αμαρτωλού Ντε Σαντ («120 μέρες στα Σόδομα»), που τον σοκάρισε τόσο ώστε να γραφτεί στη λίστα αναμονής της βιβλιοθήκης της οδού Βοναπάρτη στο Παρίσι για να πάρει τη «Ζυστίν». την οποία όμως δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ. Όπως και ο θαυμασμός της σεξουαλικής ανδρείας των νάνων αφού χρησιμοποίησε και κάποιον στο «Ναζαρέν» (1958-59). «Αυτός που έπαιζε στο Ναζαρέν είχε στο Μεξικό δύο μαιτρέσες που τις έβλεπε εναλλάξ. Μερικές γυναίκες αγαπούν τους νάνους. Ισως γιατί νομίζουν ότι έχουν εραστή αλλά συγχρόνως κι ένα παιδί».
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, τελικά, άγιος της «αμαρτίας», σκάρωσε το πιο ηδονοβλεπτικό, το πιο καταστροφικό παιχνίδι, μια ξυραφιά στο μάτι του «Ανδαλουσιανού σκύλου» και στο ηδονοβλεπηκό μάτι του θεατή.
Ο Λουίς Μπουνιουέλ δεν είναι τελικά άλλος απ’ αυτόν που ομολόγησε:
«Η σεξουαλική απόλαυση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιδέα της αμαρτίας και δεν υπάρχει χωρίς το θρησκευτικό πλαίσιο. Η σεξουαλική πράξη δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε απλό κεφάλαιο της Υγιεινής. Είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή, αμαρτωλή, διαβολική εμπειρία. Σεξουαλικός έρωτας χωρίς θρησκεία είναι αυγό χωρίς αλάτι. Η αμαρτία πολλαπλασιάζει τον πόθο».
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μπουρνούς Δημήτρης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1956 και είναι υπεύθυνος της εταιρείας Text and video improving. Έχει δίπλωμα σκηνοθεσίας και ασχολείται με τον κινηματογράφο πάνω από 20 χρόνια. Σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο Κορυδαλλού εχεί επεξεργαστεί και παρουσιάσει σε πολλούς Δήμους των Αθηνών, ένα δύωρο εισαγωγικό μάθημα στον κινηματογράφο για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου. Πριν μερικά χρόνια έγραφε για ένα διάστημα στο περιοδικό «Vitrine» κριτικές και αναλύσεις για θέματα του κινηματογράφου. Τώρα πραγματοποιεί μαθήματα κινηματογράφου, σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Είναι συνεργάτης της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας και το πάθος του είναι η συλλογή ταινιών και ντοκιμαντέρ, για προσωπική χρήση.