Μάνα,
δε σου ’πρεπε “φυγή”…
(αληθινή ιστορία)
Την
έβαλαν μέσα Πέμπτη βράδυ στις οχτώ, Αύγουστο μήνα, θεριστή καρπών μα και ψυχών
τις περισσότερες χρονιές. Βαρύ έμφραγμα του μυοκαρδίου η διάγνωση, ζήτημα ήταν
αν θα ’βγαζε τη νύχτα. Ξενύχτησα με τον αδερφό μου έξω απ’ την πόρτα της
εντατικής, με την καρδιά μολύβι. Εκείνος δε μιλούσε, μόνο τα μάτια του τρέχανε
σαν του μωρού, δυο μέτρα άντρας. Κάπνιζε συνέχεια, φουγάρο σκέτο, κοντά τέσσερα
πακέτα έκανε μέχρι το πρωί. Μάνα ήταν αυτή. Μανούλα γλυκιά, η Μαιρούλα μας.
Τα
χείλη μου στιγμή δε σταμάτησαν να ψιθυρίζουν προσευχές, όλους τους αγίους πάνω
της τους μάζεψα, να μου την προσέχουν.
«Δεν
ξέρουμε τίποτα αν δεν περάσουν σαράντα οκτώ ώρες, εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε,
διατρέχει πάντως σοβαρό κίνδυνο…»
Η
ετυμηγορία των γιατρών, δρεπάνι γκιλοτίνας κοφτερό, κρεμόταν ήδη πάνω απ’ τα
κεφάλια μας. Πιότερο πάνω απ’ το δικό της το κεφάλι.
Φοβόταν
η μάνα μας. «Μη μ’ αφήνετε εδώ μονάχη, ανταριάζομαι με τα τόσα φώτα, τόσα
καλώδια, τι θα μου κάνουν; Πάρτε με από δω, σας ξορκίζω. Εγώ καλά είμαι.»
Έτρεμε
σαν μου ’σφιγγε το χέρι. Το ίδιο έκανε και μες στο ασθενοφόρο, όταν τη φέρναμε
στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης απ’ το εξοχικό μας, ίσα που πρόλαβα να
ρίξω ένα ρούχο πάνω μου, από μέσα φορούσα ακόμα βρεγμένο το μαγιό. Στιγμή δεν
τ’ άφησε, βαριανάσαινε, «δεν είναι βάρος τούτο το πράμα δω στο στήθος μου,
ταφόπλακα είναι… προσευχήσου, παιδί μου, για μένα, να τώρα περνάμε έξω απ’ τον
Εσταυρωμένο, μεγάλη η χάρη Του, θέλω να προλάβω να δω τις κόρες σου νύφες…»
«Μη
λες τέτοια, μανούλα, θα προλάβεις, όλα θα τα προλάβεις, είσαι νέα ακόμα, να
δεις που θα καμαρώσεις και δισέγγονα» της έδινα κουράγιο, η καρδιά μου όμως το
’ξερε, εγώ φοβόμουν πιο πολύ από κείνη, μα προσπαθούσα να μην το δείχνω. Έτρεμα
να μη μου μείνει στα χέρια, καθώς δεν υπήρχε δεύτερος γιατρός στο μικρό
ιδιωτικό ιατρείο για να τη συνοδεύσει στην πόλη, περίμεναν κι άλλα επείγοντα
περιστατικά να αντιμετωπιστούν, ούτε καν οξυγόνο δεν είχε μέσα το ασθενοφόρο, τον
οδηγό μονάχα, ένα παλικαράκι καμιά εικοσαριά χρονώ, που έτρεχε αφηνιασμένα,
παίρνοντας τις στροφές στους δυο τροχούς, με τη σειρήνα του ασθενοφόρου να
ουρλιάζει κι εκείνον να ρωτάει κάθε λίγο:
«Καλά
είσαι, θεία; Κουράγιο, να, σε λίγο φτάνουμε. Περδίκι θα σε κάνουνε στο
νοσοκομείο, θεία, περδίκι…»
Έπεψε
ο Θεός, που λέμε εδώ στην Κρήτη, και ξημέρωσε τη μέρα. Η κατάσταση της μάνας
μας απελπιστικά σταθερή. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Ήρθε
η ώρα του επισκεπτηρίου. Το ωράριο τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, οι κανόνες
αυστηροί. Τέσσερις με έξι το απόγευμα έμπαινε ένας-ένας, ντυμένος με την
πράσινη στολή που υποχρεωτικά ενδύεσαι στην εντατική, σκούφο, μπλούζα, κάλυμμα
στα παπούτσια, τα μικρόβια παραμόνευαν κι οι έξω –υποτίθεται– τα μετέφεραν. Αν
όμως γνώριζες καλά τα πράγματα εκεί μέσα, ήξερες πως τα πιο δυνατά μικρόβια, τα
μικρόβια-δολοφόνοι, ήταν τα ενδονοσοκομειακά.
Η
είσοδός μας στον καταθλιπτικό και αποστειρωμένο εκείνο χώρο, αξέχαστη. Οι
ασθενείς αδύναμοι, συνδεδεμένοι με πολύχρωμα καλώδια σαν αλλόκοτοι αστροναύτες,
χλομοί, ταλαιπωρημένοι, με τον ιδρώτα σε κόμπους ν’ αναβλύζει, περίμεναν με
αγωνία την επαφή με τον έξω κόσμο.
Και
τίποτα να μη σπιλώνει τη φρεσκοβαμμένη αγνότητα των τοίχων… Ούτε τα μόρια της
σκόνης που χορεύουν στο φως. Ούτε ένα παράθυρο ανοιχτό, έτσι για να κάνουν πως
γλιστράνε μέσα οι ήχοι της πόλης. Μόνο ζέστη, πολλή ζέστη…
Περίμενε
η Μαιρούλα υπομονετικά να μπούμε, τυλιγμένη σ’ ένα σεντόνι, πνιγμένη στα
καλώδια, με την αγωνία σκαλωμένη στα σβησμένα της μάτια –της τα ’χε ρημάξει το
ζάχαρο τα τελευταία χρόνια– τώρα έβλεπε μόνο σκιές. Ο γιατρός δίπλα της
αυστηρός:
«Όχι
συγκινήσεις έντονες, συνεχίζονται οι αρρυθμίες.» Της έσκαγε όμως πότε πότε και
κάποιο χαμόγελο. «Όλα θα πάνε καλά, κυρία Μαίρη. Τα δύσκολα περάσανε.»
Η
οθόνη όμως, που μετρούσε τους παλμούς της καρδιάς της, έστελνε πράσινα κύματα
στη μαύρη οθόνη θάλασσα, σαν ακανόνιστες τεθλασμένες γραμμές. Δεν μπορούσα να
πάρω τα μάτια μου απ’ αυτά τα καταραμένα τα κύματα. Την ίδια νύχτα τα
ονειρεύτηκα. Πάλευα μέσα τους κι εκείνα τυλίγονταν στο λαιμό μου σαν σχοινιά,
έτοιμα να με πνίξουν.
Χάιδεψα
τη μανούλα μου, της έδωσα νερό, κουράγιο… της είπα τα νέα μας. Ήθελε όλα να τα
μάθει. Τι κάνει ο άντρας μου, τα παιδιά, ο μπαμπάς, ο αδερφός μου, η νύφη της,
ο εγγονός της ο Σταυρούλης, δυο χρονώ μωρό, η αδυναμία της.
Στο
τέλος ρώτησε τι μου είπαν οι γιατροί.
«Την
αλήθεια, παιδί μου, θέλω. Θα ζήσω;»
Έκανα
προσπάθεια να χαμογελάσω.
«Μα
τι είναι αυτά που λες; Δεν είπαμε πως όλα θα πάνε καλά;»
«Καλά,
ας το πιστέψω. Θέλω τόσο να το πιστέψω. Να ’ρχεστε κάθε μέρα. Δεν μπορώ εδώ
μέσα μόνη μου.» Και να μη μου αφήνει το χέρι.
Μετά
από τόσα χρόνια που έχει “φύγει”, νιώθω ακόμα τη ζεστασιά εκείνης της παλάμης,
τον παλμό του σφυγμού της, η αγάπη της χύνεται πάνω μου με τους κουβάδες του
ήλιου…
Γιόρταζε
σε τρεις μέρες. Δεκαπενταύγουστος. Δεν είχα το κουράγιο να της φτιάξω το γλυκό
που εκείνη έφτιαχνε κάθε χρόνο στη γιορτή της. Μια τούρτα με παντεσπάνι, κρέμα,
ζελέ πορτοκάλι, μπανάνες και ροδάκινα. “Τούρτα Λιλίκας” έγραφε με τα
κομψά της καλλιγραφικά γράμματα στο μπλε τετράδιο των συνταγών της, που
μοσχοβολούσε βανίλια. Δεν υπήρχε δεύτερη νοικοκυρά σαν τη Μαιρούλα. Στην
κουζίνα μου, συγκέντρωσα τα υλικά για να το φτιάξω, άνοιξα το τετράδιο σ’
εκείνη τη σελίδα. Το ξανάκλεισα. Είχε βραχεί η σελίδα με δάκρυα… Πήγα κι
αγόρασα μπακλαβαδάκια. Κι αυτά της άρεσαν. Θα κερνούσα τους γιατρούς, τις
νοσοκόμες, τους ασθενείς. Σαν να ’χαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι μας τη μέρα της
γιορτής της θα ’τανε. Για τα χρόνια πολλά…
Πριν
φύγω, ήρθε η θεία Χρυσούλα. Κουνιάδα της αγαπημένη, μα πιο πολύ φίλη της.
Μαράζωσε σαν πέθανε εκείνη. Ήταν συνομήλικες. Κρατούσε στα χέρια της ένα
ταπεράκι.
«Αυτό
να το κρατάς στη Μαιρούλα. Και χρόνια πολλά να της πεις από μένα. Του χρόνου θα
τα γιορτάσουμε μαζί.»
Άνοιξα
το μικρό κουτί. Η θεία τής είχε φτιάξει την τούρτα “Λιλίκας”. Είχε κόψει δυο
μικρά κομμάτια και τα είχε βάλει μέσα. Έκλαψα μ’ αυτή της την κίνηση. Ακόμα
κλαίω σαν θυμάμαι εκείνη της τη χειρονομία…
Η
εντατική αντιλαλούσε από γέλια σήμερα. Η Μαιρούλα είχε κέφια, είχε διαφύγει τον
κίνδυνο, αύριο θα την έβγαζαν. Το κέφι της είχε βάψει τα μάγουλα κόκκινα,
γελούσε και διηγιόταν στους ασθενείς ανέκδοτα. Δίπλα της ακριβώς είχαν φέρει
μία πολύ ζωντανή γυναίκα. Δεν καθόταν ήσυχη, στριφογύριζε συνεχώς, ήταν νευρική
αλλά δε φαινόταν καθόλου άρρωστη. Απορούσες γιατί την είχαν βάλει εκεί.
Όταν
μπήκα μέσα με τα γλυκά, εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
«Ήσυχα,
κυρία Δέσποινα. Ηρεμήστε. Έχετε υψηλή πίεση, δεν κάνει…» προσπαθούσε να την
ηρεμήσει μια νοσοκόμα.
Δεν
είχε επισκεπτήριο εκείνη. Μόλις με είδε να μπαίνω και να φιλώ τη μάνα μου,
μελαγχόλησε.
«Κι
εγώ γιορτάζω, μα δεν ήρθε να με δει κανείς… Τυχερή είσαι συ, κυρά Μαίρη, έχεις
καλά παιδιά.»
Χάρηκε
η Μαιρούλα με τις λιχουδιές. Μα δεν άγγιξε τίποτα. Ο γιατρός της επέτρεψε μια
κουταλιά τούρτα επειδή γιόρταζε κι ήταν σήμερα πολύ καλύτερα. Μόνο μια μικρή
κουταλιά. Δεν έφαγε.
«Καλύτερα
να κρατήσω την όρεξή μου για του χρόνου. Εσύ κέρασε στο μεταξύ για τη γιορτή
μου.»
Όλα
τα μετέτρεπε η Μαιρούλα σε γιορτή Ακόμα και το θάνατο που δοκίμαζε τις
φτερούγες του έξω απ’ τα ψηλά παράθυρα.
Άνοιξα
το κουτί και τους κέρασα όλους. Οι ευχές έπεσαν βροχή, πρώτη φορά ένιωσα την
πραγματική έννοια τού “χρόνια πολλά, και του χρόνου…” Για τους περισσότερους
εκεί μέσα ήταν μια ευχή ουτοπία ή ίσως η ευχή που ξορκίζει το Χάρο. Για τη
Μαιρούλα, εκείνο το “και του χρόνου” δεν έφτασε ποτέ…
Πλησίασα
την κυρία Δέσποινα. Της έτεινα το κουτί με τα μπακλαβαδάκια. Χαμογέλασε και τα
σάλια της έτρεξαν σαν πήρε με λαχτάρα ένα κι ετοιμάστηκε να το καταβροχθίσει με
βουλιμία. Πρόφτασε και πετάχτηκε σαν σφήνα μπροστά μια νοσοκόμα με σακατεμένο
από τα σημάδια της ακμής πρόσωπο.
«Μη,
όχι, κυρία Δέσποινα. Δεν κάνει να το φας. Το ζάχαρό σου είναι στα ύψη!»
Ταραγμένη
ανάσαινε η νοσοκόμα. Προσπάθησε να της το πάρει από το χέρι. Η κυρα-Δέσποινα
δεν το άφηνε. Τα σιρόπια άρχισαν να στάζουν στο σεντόνι.
«Άφησέ
με να το φάω, σε παρακαλώ. Κι εγώ γιορτάζω. Και δεν ήρθε κανείς. Θέλω να φάω
ένα μπακλαβαδάκι. Το στόμα μου είναι πικρό…» ικέτευε, τα μάτια της άρχισαν να
τρέχουν.
«Δεν
μπορώ να σας αφήσω. Έχω ευθύνη. Αν συμβεί κάτι… Καταλάβετέ με…» Τώρα την
ικέτευε η νοσοκόμα.
«Καλά,
φά’ το εσύ αντί για μένα, αλλά να ξέρεις, αυτό δε θα το ξεχάσω. Δε θα το ξεχάσω
ποτέ. Τι ζήτησα η δόλια; Ένα μπακλαβαδάκι, ένα τόσο δα μπακλαβαδάκι που θα μου
γλύκαινε τον πόνο. Μπορεί και να πεθάνω, βρε, και θα το ’χεις κρίμα στο λαιμό
σου. Πού να ξέρεις εσύ τι σηκώνω εδώ μέσα…» είπε κι έδειξε την καρδιά της.
Ύστερα λούφαξε στο κρεβάτι της γυρνώντας μας την πλάτη. Δεν ξαναμίλησε.
Μαύρισε
η ψυχή όλων στον παγερό χώρο. Απότομα η χαρούμενη ατμόσφαιρα βάρυνε ασήκωτα.
Την
άλλη μέρα, μας ειδοποίησαν ότι η Μαιρούλα θα έβγαινε από την εντατική και θα
μεταφερόταν στην Καρδιολογική. Πετάξαμε από τη χαρά μας. Όταν πήγαμε ξανά την
ώρα του επισκεπτηρίου, βρήκαμε τη μάνα μας δακρυσμένη, σιωπηλή.
«Μαμά,
τι έχεις; Θα βγεις σήμερα. Οι γιατροί λένε πως είσαι καλύτερα, δε χαίρεσαι;»
Χωρίς
να μου απαντήσει, μου έδειξε με το δεξί της χέρι το διπλανό κρεβάτι. Ήταν
άδειο.
«Την
πήραν την κυρία Δέσποινα; Τη μετέφεραν κι αυτή στην Καρδιολογική;» τη ρώτησα με
απορία.
Δε
μου απάντησε η μάνα μου, αλλά η χθεσινή κοπέλα, η νοσοκόμα. Είχε πιάσει βάρδια
πριν από λίγο. Φορούσε το σκούφο, τη στολή, αλλά κρατούσε αγκαλιά το κουτί με
τα χθεσινά μπακλαβαδάκια, που είχα αφήσει για να κεραστούν κι οι υπόλοιποι
νοσηλευτές. Το ’χε ανοίξει κι έτρωγε τα γλυκά με μανία, δυο-δυο τα κατέβαζε. Τα
μάτια της ήταν ολοκόκκινα, σφούγγιζε τη μύτη της μ’ ένα χαρτομάντιλο. Έκλαιγε
κι έτρωγε. Χωρίς όρεξη. Ήταν ολοφάνερο ότι δυσκολευόταν να καταπιεί, της
ερχόταν τάση για εμετό, όμως με πείσμα συνέχιζε. Πηχτά ρυάκια από σιρόπι
έσταζαν απ’ το πιγούνι της πάνω στη στολή. Μπουκωμένη καθώς ήταν, πήγε να μου
μιλήσει. Κόντεψε να πνιγεί. Για μια στιγμή παραξενεύτηκα. Αηδίασα. Όμως…
«Δεν
μπορώ να το πιστέψω. Τώρα μόλις το έμαθα. Η κυρία Δέσποινα… πέθανε πριν από μια
ώρα… Άλλος την πήρε… άλλος.»
Θαυμάσια η γραφή σας!!! Το έζησα μαζί σας!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή