Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Ποίηση, η φιλοσοφία της γλώσσας

από Πατριάρχη Φώτιο και το Βιβλιοκαφέ 
Αν η πεζογραφία επιχειρεί να αποτυπώσει ή να κατασκευάσει μια πραγματικότητα, η ποίηση επιδιώκει να φιλοσοφήσει πάνω σ’ αυτή.
Η αφήγηση, στηριζόμενη στην κυριολεκτική απόδοση όσων εξιστορεί, λειτουργεί σαν διαφάνεια που αίρει τα όποια εμπόδια, ώστε ο αποδέκτης-της να δει τον κόσμο (πραγματικό ή πλαστό δεν έχει σημασία) και να αντιληφθεί την αλληλουχία των γεγονότων, των προσώπων, των καταστάσεων. Η γλώσσα σκύβει για να αποδώσει, πιστεύοντας ή υποκρινόμενη το έργο-της, την πραγματικότητα έξω από αυτή, σαν να μην υπάρχει τίποτα ανάμεσα στα γεγονότα και τον αναγνώστη. Είναι η κάμερα που δεν φαίνεται, όταν ο θεατής βλέπει μέσα από μια ανεπαίσθητη οθόνη τον κόσμο που ξετυλίγεται μπροστά-του.
Η ποίηση από την άλλη είναι αυτοαναφορικήΔείχνει ή επινοεί έναν κόσμο, αλλά συνάμα με το γλωσσικό πρίσμα-της τον σχολιάζει. Πιο πολύ από την εικόνα, τη σκηνή, το πλάνο, την αλληλουχία στιγμών, μετράει ο τρόπος σύλληψής-τους και ακόμα περισσότερο η στάση του γράφοντος γι’ αυτά. Η ποίηση δεν είναι διάφανη, δεν είναι καν διαπερατή, αλλά είναι ένα χρωματιστό γυαλί που κάνει σκόπιμα αισθητή την παρουσία-του και διαδηλώνει ότι ο αναγνώστης θα δει μια διαθλασμένη πραγματικότητα. Η πολύσημη στάση του γράφοντος οδηγεί σε ντόμινο πολλαπλών θεωρήσεων από τον αναγνώστη, κάνει τον αναγνώστη φορέα της φιλοσοφικότητας με την οποία αξίζει να διαβάζουμε τα φαινόμενα.
Ακόμα και τα πεζά κείμενα, που δενυποκρίνονται την αληθοφάνεια των δεικνυομένων, που επεξεργάζονται μετωνυμικά τη γλώσσα, που επιλέγουν λέξεις και κιάλια θέασης, που στέκονται πάνω στην εξωτερική πραγματικότητα κάνοντάς-την εσωτερική, φιλοσοφούν με τη γλώσσα-τους. Η ποιητικότητα δεν είναι απλώς οι ασυνήθιστες λέξεις, ο λυρισμός, τα σχήματα λόγου που συνυποδηλώνουν αντί να δηλώνουν. Είναι πιο πολύ η πρόθεση του συγγραφέα να ξεψαχνίσει τον κόσμο αναλύοντας πίσω από τη “γεγονότητά”-του, δουλεύοντας κάτω από την επιφάνεια των συμβάντων, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα πρώτιστα με τον εσωτερικό τρόπο της σκέψης παρά της όρασης, αναδεικνύοντάς-την με τη γραφή που ανοικειώνει την καθημερινή πρόσληψη.  
Όταν ο αναγνώστης διαβάζει ένα ποιητικό κείμενο, ξέρει λόγω της γλώσσας ότι οφείλει να αποστασιοποιηθεί, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με το ποσοστό της ποιητικότητας, από την απλή κατανόηση εικόνων. Η όραση και η σύνθεση εικόνων είναι περισσότερο ο καμβάς για τη φιλοσοφική ανασύνθεση της ζωής. Η γραφή αναγκάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί, να δει το ίδιο πράγμα με λοξό τρόπο, να ξαναδιαβάσει το εξωτερικό κέλυφος του κόσμου με τις ορίζουσες που υποβάλλουν τα σκεπτόμενα σημαίνοντα της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία δεν μένει έτσι κινηματογραφική απεικόνιση, αλλά αποβαίνει πρίσμα σύλληψης των σκιερών πλευρών της πραγματικότητας.
Τέτοια κείμενα υπαγορεύουν μια αργή ανάγνωση, έναν ρυθμό που αργοδιαβαίνει και συχνά σταματά, ώστε να προλάβει το μυαλό να περάσει από την επιφάνεια της αφήγησης στην ποιητική αναμάγευση του κόσμου. Ο τελευταίος δεν προσλαμβάνεται απλώς, αλλά διυλίζεται, εξαρθρώνεται και αναδιαρθρώνεται, σκανάρεται για να γίνουν αντιληπτά τα κρυφά-του νοήματα ή αποδομείται για να συντεθούν τα νοήματα εξ αρχής…
Η ποίηση είναι η φιλοσοφία της γλώσσας, ο τρόπος με τον οποίο ο λογοτέχνης ωθεί τον αναγνώστη να αλλάξει τα γυαλιά-του.
 
Πίνακας κορυφής η γνωστή σύνθεση του Salvador Dali. Οι υπόλοιπες εικόνες αντλήθηκαν από: www.nachi.org,www.philosophers.co.uk, η φωτογραφία του "Σκεπτόμενου" του Ροντέν από το www.andbethere.com και τέλος το σκίτσο από τοwww.nobelprize.org.
Πατριάρχης Φώτιος

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Ποίηση και ποδόσφαιρο.


Σημ. του Δ. Σκουρτέλη: Τελικά τι ομάδα ήταν ο Αναγνωστάκης; 
Απόλλων, Άρης, Άγιαξ ή ΠΑΟΚ;
Αναδημοσιεύουμε ένα δημοσιογραφικο κειμενο 
και τα πορίσματα ενος πανεπιστημιακού συνεδρίου 
για το θέμα αυτό.

Πρώτο δημοσίευμα:
Μέλος της μεγάλης Αρειανής οικογένειας υπήρξε ο γεννημένος το 1925 στη Θεσσαλονίκη, σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, Μανώλης Αναγνωστάκης.


Αναγνωστάκης: «Περιμένοντας τους παίκτες του Αρη...»

«Αρη, γλυκιά μου, αγάπη μεγάλη»
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό «Τέταρτο» ιστορίες από την εποχή της εφηβείας του στην Θεσσαλονίκη με τον τίτλο «Η ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου». Σε κάποιο σημείο γράφει: 
«Από το γήπεδο φεύγαμε τελευταίοι, περιμέναμε έξω από τα αποδυτήρια να βγουν οι παίκτες κουστουμαρισμένοι με την μπριγιαντίνη στο μαλλί. Θέλαμε να τους δούμε από κοντά για να 'χουμε να λέμε ύστερα αργά τη νύχτα καθισμένοι στα σκαλάκια της Παναγίας των Χαλκέων ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά του. ''Εγώ απόψε ρε παιδιά μα το Θεό, άγγιξα τη φανέλα του Κλεάνθη Βικελίδη»

Ο Μ. Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική. 
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α' Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» 
και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας. 
Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
πηγή

Δεύτερο δημοσίευμα:

ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Πηγή:


Απόσπασμα από την εισήγηση “Ποίηση και ποδόσφαιρο”, στο Συνέδριο 

ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ 
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ 
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 

που οργάνωσε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου 

(Επιστημονική Επιτροπή Συνεδρίου: Πέτρος Παπαπολυβίου, Β. Καρδάσης, Αλ. Κιτροέφ)



Κλείνοντας την εισήγησή  μας, μια θεωρητική εξέταση του πεδίου «ποδόσφαιρο και λογοτεχνία», πιστεύω ότι θα βοηθήσει  στον καλύτερο φωτισμό του αν δούμε τη θεωρητική συμβολή τριών ποιητών, οι οποίοι α) είναι ποδοσφαιρόφιλοι, β) έγραψαν ποιητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο και γ) ταυτόχρονα έδωσαν και θεωρητικά κείμενα για το ίδιο θέμα. Οι ποιητές αυτοί είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος  και ο Νάσος Βαγενάς.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), ο καταξιωμένος ποιητής της μεταπολεμικής εποχής,  που έδωσε στο ΥΓ τον εγκαιροφλεγή στίχο «τα άδεια γήπεδα»[1] ή, ακόμη τους καίριους και ευσύνοπτους στίχους: 
Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει/ τώρα έπαιζε την παράταση, μίλησε σε συνέντευξή του για τη σχέση του με το ποδόσφαιρο[2] και έδωσε συνεργασία, το 1986,  στο ειδικό ένθετο με τίτλο «Ποδόσφαιρο» στο περιοδικό του Μάνου Χατζιδάκι Το τέταρτο. Το ένθετο αυτό αποτελούσε μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να ιδωθεί το θέμα του ποδοσφαίρου και της έλξης του πέρα από προκατ απόψεις και ιδεοληψίες. 
Ο τίτλος της συνεργασίας του Αναγνωστάκη ήταν: “Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου.[3] «Βαμμένος Παοκτζής, θεριό ανήμερο», χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του κατά την περίοδο που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, με την εγκατάστασή του στην ελληνική πρωτεύουσα  συνδέθηκε με τον Απόλλωνα Αθηνών. Από τα πρώτα χρόνια μου στο Γυμνάσιο δεν μπορώ να απομονώσω στη μνήμη μια Κυριακή μακριά από κάποιο γήπεδο, τονίζει στην ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία του και μας παραθέτει πολύτιμες μαρτυρίες για τις λογικές και συνήθειες των παλιών, τότε νεαρών, φανατικών φιλάθλων. Όμως το βασικότερο κείμενο του Αναγνωστάκη για το ποδόσφαιρο έχει τίτλο: Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ, που δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στις 28 Οκτωβρίου 1984, με το ψευδώνυμο Αλ. Καμής, αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν δικό του. Ο Αναγνωστάκης χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο αυτό ως φόρο τιμής προς τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ποδοσφαιρόφιλο που δήλωσε ότι η παρακολούθηση του ποδοσφαίρου τον βοήθησε στην κατανόηση του κόσμου και στην εμβάθυνση των φιλοσοφικών θεωριών του.

Στο κείμενο για τον Άγιαξ, ο Αναγνωστάκης θεωρεί ότι αυτή η ομάδα μετέβαλε το ομαδικό παιγνίδι σε έργο τέχνης, έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα ποιότητας, με την έμπνευση και τη γοητεία του απρόοπτου, του αυθορμητισμού που γίνεται σοφία και της σοφίας που φαντάζει σαν αυθορμητισμός. Ήταν η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων, πραγματική Κυρία κι όχι όπως οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών. Γιατί μετά ακολούθησε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωναρίων. Με άλλα λόγια η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.


Ο Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. το 1951), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του 70, φίλαθλος της ΑΕΚ[4], μας έδωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματα που αναφέρονται στον κόσμο του ποδοσφαίρου: 
Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου[5]. 
Το ποίημά του είναι μια ελεγεία για τον χρόνο και την πτώση, όταν ο γνωστός ποδοσφαιριστής, που συμβόλισε μια εποχή τη δόξα, την αναγνώριση και τη λατρεία των οπαδών της ομάδας του, αφήνει πια τον θρίαμβο και την αποθέωση, αποχωρεί και κρεμά τα παπούτσια των γηπέδων για να γίνει χωροφύλακας, υπάλληλος της ΔΕΗ ή του Ο.Τ.Ε., όπως συνηθιζόταν κάποτε, εκ μέρους των ποδοσφαιρικών σωματείων, η αποκατάσταση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών.

Διαβάζω ένα απόσπασμα από το ποίημα του Μαρκόπουλου:

Ω δεν ημπορώ να φαντασθώ το  γήρας
στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φανταθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει θα φύγει από τα
γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήρθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του
προς αναζήτηση εργασίας
όπου μεγάλωσα κι εγώ»

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια
όπως οι τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων
την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιτέλεσε και μια θεμελιώδη εργασία για το θέμα μας, εξέδωσε το βιβλίο Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση.[6] Με συνέπεια και φροντίδα μελέτησε όλα τα σχετικά και μετά λόγου γνώσεως μας έδωσε την εργασία του με καίρια θεωρητική προσπέλαση και πλούσια ανθολόγηση, με εύρυθμη και ευσύνοπτη ταξινόμηση της ποδοσφαιρικής ποιητικής θεματογραφίας, που βοηθούν τον αναγνώστη στην καλύτερη πρόσληψη του θέματος.

Η σχέση αγάπης μιας ομάδας ποιητών προς το ποδόσφαιρο μας προσέφερε στίχους εξόχως πρωτότυπους, τονίζει στον πρόλογό του και, ακόμη, ότι η μελέτη του δεν είναι παρά αποτέλεσμα λατρείας προς το ποδόσφαιρο «και προς τις μαγικές και ανεξαγόραστες στιγμές ευτυχίας που μου χάρισε από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και εξακολουθεί να μου χαρίζει μέχρι σήμερα.» Ακόμη, ο Γιώργος Μαρκόπουλος έδωσε στην τελευταία του ποιητική συλλογή τον τίτλο Κρυφός κυνηγός[7] έναν όρο που προέρχεται από το ποδόσφαιρο. Σημαίνει τον παίκτη εκείνο που, χωρίς να είναι εξαρχής επιφορτισμένος με την υποχρέωση του σκοραρίσματος, περιφέρεται στα αντίπαλα καρέ, με ύπουλες βλέψεις, επιτήδειες κινήσεις και απρόβλεπτη συμπεριφορά, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, που θα του δοθεί η ευκαιρία να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα επιτυγχάνοντας το πολυπόθητο γκολ. [8]

Ο Νάσος Βαγενάς (γεν. 1945), ποιητής, κριτικός και πανεπιστημιακός φιλόλογος, εκτός από τις τρεις ιδιότητες που αναφέραμε προηγουμένως: 
α) φίλαθλος -Δόξα Δράμας, Γιουβέντους, Αρσεναλ- 
β) με ποιήματα που αναφέρονται στο ποδόσφαιρο, και 
γ) θεωρητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο, συνενώνει ακόμη μια ιδιότητα σχετική με το θέμα μας, υπήρξε ο ίδιος ποδοσφαιριστής όταν ήταν νέος –έπαιξε στον Εθνικό Πειραιώς και στην Εθνική Νέων της Ελλάδας
Στον αθλητικό τύπο της δεκαετίας του ’60 ο μελετητής εντοπίζει και τίτλους όπως: 
Ο Εθνικός με τους Αντωνάτον, Γυφτάκην και Βαγενά ηγέτας, υπέταξεν ευχερώς την Προοδευτικήν με 1-0[9] ή: Νάσος Βαγενάς Μια «χρυσή» ελπίς του Εθνικού.[10] Τα θεωρητικά κείμενα του Νάσου Βαγενά για το ποδόσφαιρο είναι τα ακόλουθα:

Α) Ποδόσφαιρο και λογοτεχνία[11]

Β) Η ομάδα και η πόλη[12]

Γ) Ένας αντιεθνικιστικός μύθος[13]

Δ) Όψεις της βίας των γηπέδων[14].

Αρκετές από τις απόψεις που διατυπώνει ο Βαγενάς στα κείμενα αυτά γονιμοποίησαν και τη δική μου εισήγηση. Θα επιμείνω στο κείμενό του «Η ομάδα και η πόλη», που αναφέρεται στην Δράμα και στην ομάδα της,[15] τη Δόξα Δράμας, η οποία, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κατέστη κυριολεκτικά θρυλική. 
Αυτήν την περίοδο, που ακολούθησε τον εμφύλιο, η Δόξα Δράμας «επιτελούσε λειτουργίες πολύ περισσότερες από εκείνες που αναμένονται από μια ποδοσφαιρική ομάδα». 
«Η Δόξα ήταν ο συναισθηματικός κρίκος που συνέδεε τα μέλη της κοινότητας, το συνεκτικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού της. Το γήπεδο της Δόξας ήταν ένας τόπος πράυνσης και κάθαρσης των παθών, κυρίως των πολιτικών, που ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα τότε». 
Με άλλα λόγια, όλες οι πολιτικές παρατάξεις της πόλη, που διχάστηκε και μάτωσε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, συναντιούνταν και συμπορεύονταν στην κοινή αγάπη για τη Δόξα Δράμας, ταυτιζόμενες με την ομάδα της πόλης τους και περιβάλλοντάς την με την στοργή και το ενδιαφέρον τους, επούλωναν και τις πληγές της εμφύλιας σύρραξης.[16]

Τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά στην Κύπρο. Ενώ στην Ελλάδα οι τοπικές ομάδες συνένωναν τον τοπικό πληθυσμό και συντελούσαν στην υπέρβαση του εμφυλίου και των παθών του, στην Κύπρο, η διάσπαση του 1948, λόγω του ελληνικού εμφυλίου, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δεν έχουμε τοπικές ομάδες, ομάδες της πόλης, αλλά κομματικά τοποθετημένες ομάδες. 

Στο κυπριακό ποδόσφαιρο σημειώνεται κάτι το εκπληκτικό, εν έτει 2013,  συνεχίζεται ο εμφύλιος της Ελλάδας, 64 χρόνια μετά τη λήξη του. 

Και εδώ μπορούμε να δούμε μια συνισταμένη της κυπριακής ιδιαιτερότητας και του πολιτικού επαρχιωτισμού μας, που μπορεί να συντελέσει στην κοινωνική αυτογνωσία μας. Τα κόμματα γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις και οι πρακτικές τους μπορεί κάποτε να προκαλέσουν αγανάκτηση και απομάκρυνση των οπαδών τους, όμως αυτοί την ομάδα τους δεν την εγκαταλείπουν ποτέ. Έτσι, όταν περάσει η περίοδος της αγανάκτησης και απαξίωσης, για κάποια συγκεκριμένη κομματική στάση και πρακτική, μπορούν, από τον χώρο της ομάδας που πρόσκειται σ’ αυτά, -το κόμμα και η ομάδα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία- να επαναφέρουν πίσω τους δυσφορήσαντες και απομακρυνθέντες ψηφοφόρους τους.

Κλείνω με την παράθεση ενός ποιητικού αποσπάσματος του Νάσου Βαγενά, αφού δώσω την εξωτερική πληροφορία ότι στους ποδοσφαιρικούς κύκλους θεωρείται ότι όταν βρέχει και ο χλοοτάπητας είναι βρεγμένος η Άρσεναλ παίζει με έμπνευση και δυναμισμό, καθίσταται ακαταμάχητη: 
Γράφει ο Βαγενάς:

Ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου,
όπως  η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο
σκοράροντας ακατάπαυστα. Και το στήθος μου
γεμίζει χώμα συνεχώς.

Στο ποίημα αυτό ο Νάσος Βαγενάς συναιρεί ευσύνοπτα ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ποιητικής ποδοσφαιρικής θεματογραφίας.

Ο χρόνος – θάνατος όμως δεν κάθεται στις κερκίδες με την άνεση του παρατηρητή που παρακολουθεί σίγουρος τη φθορά και την πτώση του ποδοσφαιριστή, του παιγνιδιού και του γηπέδου. Ο χρόνος –θάνατος είναι η αντίπαλη ομάδα, που παίζει με νεύρο στο γήπεδο του κορμιού μας.



Σας ευχαριστώ.



[1] ) Βλ. και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τα άδεια γήπεδα. Το παιχνίδι στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη», κεφάλαιο στο βιβλίο του Τα άδεια γήπεδα. Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994, σ. 143-149 [όλες οι αναφορές γίνονται σε στίχους από το ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη]

[2]) Το αληθινό πρόσωπο των ποιητών. Μια συνομιλία του Μανόλη και της Νόρας Αναγνωστάκη με τον ποιητή Θέμη Λιβεριάδη στην Αθήνα το 1996, περ. Ενενήντα Επτά του Οργανισμού “Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997”, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1996, αρ. 7, βλ. και Γιάννης Η. Παππάς, Αρχίζει το ματς Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σ. 56-58.
[3] ) Μανόλης Αναγνωστάκης, Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου, περ. Το Τέταρτο, Αθήνα, Ιούλιος 1986, αρ. 15, σ. 14-15.
[4] ) Σωτήρης Κακίσης, Ένωσις (το εγχειρίδιο του κακού ΑΕΚτζή), εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011, σ.11
[5]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Ιστορία του ξένου και της λυπημένης, εκδ. Υάκινθος, Αθήνα 1987, βλ. τώρα Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα (1968-1987), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 82-84.
[6] ) Γιώργος Μαρκόπουλος, Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Η πρώτη μορφή του κειμένου του αυτού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη, Αθήνα, Μάρτιος-Απρίλιος 2000, αρ. 156, σ. 218-265. Βλ. και σχετικά κείμενα του Γιώργου Μάρκοπουλου:
α) Το ποδόσφαιρο και ο ποιητής. Στάσεις και ενστάσεις των Ελλήνων ποιητών. Προσπάθεια καταγραφής, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ. 21-22.
β) Ω τι στιγμές μου χάρισες και μου χαρίζεις, εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 26 Ιουνίου 1998 (ένθετο: Βιβλιοθήκη)

[7]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010
[8]) Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Τα νέα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου, [Βιβλιοθήκη] Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2 Οκτωβρίου 2010
[9]) Κείμενο του Δ. Χαμπάλογλου δημοσιευμένο στην εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα 19 Απριλίου 1962.
[10]) Κείμενο του Άρη Μελισσινού, εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα, 22 Μαρτίου 1962. Για τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με την ποδοσφαιρική δραστηριότητα του Νάσου Βαγενά και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Η Φωνή του Εθνικού, Το Φως των σπορ, Αθλητική Ηχώ, Τα Νέα του Εθνικού, βλ. Σάββας Παύλου, Βιβλιογραφία Νάσου Βαγενά, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2010, σ. 193-194.
[11]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 31/7/1994 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 132]
[12] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/10/1996 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 228)
[13]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 11/7/2010[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 273-277)
[14] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/2/2011[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 286-289) Η ποδοσφαιρική βία «εξελίχθηκε στη σημερινή βαρβαρότητα από τη στιγμή που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μπήκε στην τροχιά μιας νέας, και κεντρικής, βαρβαρότητας: στον μηχανισμό της νεοφιλελεύθερης λειτουργίας της αγοράς».
[15] ) Το κείμενο του Ν. Βαγενά γράφτηκε με αφορμή την έκδοση του λευκώματος Δόξα Δράμας 1918- 1965, Δράμα 1996.
[16] ) Τη συμβολή της Δόξας Δράμας στην υπέρβαση των παθών του εμφυλίου, με τη λειτουργία της ως δεσμού συνεργασίας και ομόνοιας, τονίζει και ο Βασίλης Τσιαμπούσης στο κείμενο του: Οι μαυραετοί του Βορρά, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ.19

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η πρώτη ποιήτρια της Ιστορίας



Η Ενχεντουάννα ήταν η πρώτη γνωστή ποιήτρια της Ιστορίας 2285-2250 π.Χ. 
«Εν» σημαίνει «Αρχιέρεια», «Χεντού» σημαίνει «κόσμημα» συνεπώς το όνομά της ερμηνεύεται ως: «Η Αρχιέρεια που είναι το κόσμημα του θεού Αν» 



Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Γκουίντο Καβαλκάντι





Ο Γκουίντο Καβαλκάντι (1250-1300) ήταν Ιταλός διανοούμενος,  ποιητής και τροβαδούρος. Ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του κινήματος Dolce stil novo (Νέο γλυκό ύφος).

Διαβάστε εδώ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Το "Μυθιστόρημα της Τροίας". Τα ομηρικά έπη στην μεσαιωνική Δύση




Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"
Κατά τον Μεσαίωνα, τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά λογοτεχνικά έργα διαδόθηκαν, κυρίως, μέσω του Βυζαντίου σε ολόκληρο το γεωγραφικό πλάτος της Ευρώπης. Τα έπη του Ομήρου αλλά και η αρχαία ελληνική ιστορία, επηρέασαν την λογοτεχνία της μεσαιωνικής Ευρώπης.

Οι αφηγήσεις των λογοτεχνικών έργων που γεννήθηκαν έτσι στη Δύση, συγκεντρώθηκαν σε θεματικούς κύκλους, τον Μέγα Αλέξανδρο, τις Θήβες, και κυρίως τον τρωικό πόλεμο. Ο τρωικός κύκλος είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί υπήρχε διαδεδομένη και η αντίληψη ότι οι Δυτικοί, και ειδικά οι βασιλικοί τους οίκοι, ήταν απόγονοι Τρώων. Τα αρχαία έπη διασκευάστηκαν τόσο πολύ στην Δύση, ώστε οι ήρωες παριστάνονται ως μεσαιωνικοί ιππότες. Το λογοτεχνικό αυτό είδος ευδοκίμησε, από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα μ.Χ.

Περισσότερα, εδώ:

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

[ΠΑΓΟΣ, ΕΔΕΜ] Του ΠΑΟΥΛ ΤΣΕΛΑΝ


Υπάρχει μια χώρα: Χαμένη,

Όπου ανάμεσα στις καλαμιές ένα φεγγάρι φυτρώνει

Κι αυτό που μαζί με μας έχει παγώσει

Λάμπει τριγύρω και βλέπει.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ ”Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.” Απαγγέλλει ο ίδιος ο Τάσος Λειβαδίτης

    Ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, έχει πει ότι ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». 
    O  Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), έλαβε το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
    Ακούμε τον ίδιο τον ποιητή  να απαγγέλλει  τον Ερωτικό.  Στην κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας.
    Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια…
    Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
    Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου…
    …Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
    Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ… έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. “Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις”, έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
    Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ’ ένα σπίτι που ‘πιασε φωτιά.
    Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα ‘λυνες ξαφνικά εκείνα τ’ ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα ‘τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου ‘βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες… Όλα έχουν μείνει όπως τα ‘φησες θα σου ‘λεγα.
    Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
    Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ’ αγαπώ.
    Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να ‘ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δε θα ‘ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να ‘χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ’ αγγίζεις…


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014


ΚΑΡΟΛΟΣ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Charles Pierre Baudelaire


Ο Γάτος

Μες στο μυαλό μου περπατά,
Όπως στο διαμέρισμά του, ένας ωραίος,
Γάτος δυνατός, γλυκός και γοητευτικός
Όταν νιαουρίζει, μόλις που ακούγεται,

Τόσο ο ήχος του είναι τρυφερός και διακριτικός
Αλλά η φωνή του είτε μαλακώνει είτε μαλώνει,
είναι πάντα πλούσια και βαθιά.
Να, η γοητεία του και το μυστικό του.

Αυτή η φωνή που αναβλύζει κόμπο κόμπο
Κι εισδύει στα πιο σκοτεινά μου βάθη
Σαν έπος πολύστιχο με γεμίζει
Και μ' ευφραίνει σα φίλτρο.

Αποκοιμίζει τους πιο σκληρούς πόνους
Περιέχει όλες τις εκστάσεις
Για να εκφράσει τις μακριές φράσεις,
Ανάγκη από λέξεις δεν έχει.

Όχι, δεν υπάρχει δοξάρι που ν' αγγίζει
Την καρδιά μου, όργανο τέλειο,
Και να κάνει πιο βασιλικά
Να τραγουδά η παλλόμενη χορδή της,

Απ' ό,τι η φωνή σου, γάτε μυστηριακέ
Γάτε αγγελικέ, γάτε μοναδικέ,
Που όλα μέσα σου είναι, σα σε άγγελο,
Το ίδιο τέλειος κι αρμονικός!


-Από την καστανόξανθή σου γούνα
Αναδύεται άρωμα τόσο γλυκό, που κάποιο δειλινό
Ευράνθηκα χαϊδέυοντάς την
Μια φορά, μόνο μια φορά.

Είναι το φιλικό δαιμόνιο του τόπου
Κρίνει, προεδρεύει, εμπνέει
Το καθετί μές το βασίλειό του
Ισως να είναι νεράϊδα, ή Θεός;

Όταν τα μάτια μου στο γάτο που αγαπώ
Σα μαγνητισμένα,
Στρέφονται πειθήνια
Και κοιτάζω εντός μου,

Έκθαμβος βλέπω
Τη φωτιά απ' τις χλομές του κόρες
Φάρους καθαρούς, ζωντανές οπάλιες.
Που μ' ατενίζουν σταθερά.











Julie Manet detto anche Bambina con il gatto
Pierre Auguste Renoir (1841-1919)
1887
Cm 65 x 54 
© RMN-Grand Palais (Musée d'Orsay) / Hervé Lewandowski

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

[ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ] Της Edith Irene Södergran

Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου]

Πηγή: http://bibliotheque.gr
 
 
artworks : Ren Hang

 
Έρωτα εσύ, ο πιο σκληρός απ’ όλους τους θεούς
 
Γιατί με έφερες στην χώρα των σκιών;
 
Όταν μεγαλώνουν τα μικρά κορίτσια,
 
Τα χωρίζουν από το φως,
 
Τα ρίχνουν στο βάθος κάποιας κάμαρας σκοτεινής.
 
Μήπως δεν πέταγε η ψυχή μου
 
Σαν άστρο ευτυχισμένο στους αιθέρες
 
Όταν την έσυραν με βία μες στον φαύλο σου τον κύκλο;


  
Κοίτα, είμαι δεμένη τώρα χειροπόδαρα
 
Πιεσμένη μέσα σε όλες μου τις σκέψεις
 
Έρωτα εσύ ο πιο σκληρός απ’ όλους τους θεούς:
 
Δεν φεύγω, δεν περιμένω
 
Μόνο σαν ζώο υποφέρω
 

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014


Οδυσσέας Ελύτης

Η τρελή ροδιά

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μεσ’ στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Πότε θλιμμένη και πότε γκρινιάρα, πεστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη
Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’άρμενα ψηλά στον διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Ποίηση

Ο Φυλλομάντης Ελύτης Oδυσσέας

Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Tρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Mυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Aπό τα βάθη ζωής ανεστραμμένης
Mες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Eκεί όπου ακινητεί ο Kαιρός
Kι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο

Aπελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
"Mη". Kι ύστερα πάλι "Mη". "Mωρό μου".
"Tι σού 'μελλε", "Mια μέρα θα το θυμηθείς".
"Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά".
"Eγώ που σ' αγαπώ". "Πες πάντα". "Πάντα".

Kι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δυο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Aνεβαίνει απ' της ψυχής τ' απόνερα ένα
Kύμα θολό που οι φυσαλλίδες είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Mια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι -
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά του όρκου
Tίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ

Mέσ' απ' τη χλώρη του βυθού και πάλι
Tο ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Mονολογεί και συνθροεί τα φύλλα
Mονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
"Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σού 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά".
"Σού 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά".

Kι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Bατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Mόνος αλλ' όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Mε κενή τη θέση στα δεξιά μου
Kαι ψηλά μ' ακολουθούσε ο Bέγας
Tων ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.



(από τα Eτεροθαλή, Ίκαρος 1974)

Ποίηση

ΦΟΙΝΙΚΙΚΕΣ

Ποίηση


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος



Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.