Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ "PANTHERA TIGRIS"

PANTHERA TIGRIS
Πώς ονειρεύεται ο Τίγρης κάποτε
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά –
τις ώρες που έκτοπα φαντάζουνε
και γίνονται
τα δόντια και τα νύχια·
τις ώρες που ανατέλλει η μέσα νύχτα
και αναθυμάται σάρκες και αίματα
λαιμούς τού τρυφερού που σπάραξε και ήπιε
οστά λευκά που σύνθλιψε
το μάτι της δορκάδος που έχει σβήσει – φορές πόσες·
ξανά και πάλι ο ίδιος κύκλος άτεγκτα κλειστός
μια θήρα αέναη δίχως θύρα
το μάτι της δορκάδος που ξεγράφεται
μετά το ακαριαίο τού δήγματος αργά-αργά
κι ενώ της κλέβει τη φωνή την ύστατη ώρα
ώστε τον ίδιο της χαμό να μην μπορεί
στο ελάχιστο ν’ αρθρώσει να ιστορήσει.

Πώς κάποτε εκεί και πουθενά
δεν βρίσκει τον Εαυτό του
πώς λέει στη σύμπασα Ζωή –
«Μου μοιάζεις και σου μοιάζω
κι όμως κι Εσύ κι Εσύ
στο τόσο σου άπλωμα
στις αναρίθμητες μορφές
Εσύ Εγώ δεν είσαι
και δεν θ’ αρκέσει δεν αρκεί
ο Χρόνος όλος για να γίνεις».
Προβάλλει ο Τίγρης δυο φορές
την ώρα που το δόντι και το νύχι του διψά
αυτό που του ασφαλίζει τη ζωή και τον συνθέτει
τώρα που μόνη απάντηση
που μόνη λύση μένει το αίμα
προβάλλει ως Τίγρης δυο φορές
ορμή και κίνηση και τίναγμα
μυώνες και ραβδώσεις
παντού και πάντοτε ενώπιον πάντων Τίγρης.
Όμως αυτός την απουσία του μετρά –
«Δεν είμαι», λέει, «Εγώ στη σάρκα που σπαράσσω
στο αίμα που διψώ και που δεν χόρτασα ποτέ μου
στου θηρευτή την επικράτεια όλη
στα συνθλιμμένα σας οστά δεν είμαι δεν
ας κυνηγώ
όμως εδώ και πουθενά
και τώρα και ποτέ μου δεν με βρίσκω».
Ο Τίγρης Τίγρης δυο φορές
μα πού μα πού
και ποιος του Τίγρη ο Τίγρης.
Και ονειρεύεται ο Τίγρης κάποτε
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά
το βλέμμα που δεν λέει τον θάνατο
και τον σκυμμένο προς τη Γη πιστόν αυχένα·
Εκείνον που το αίμα ίσως δεν ρώτησε ποτέ
μα βρίσκει το νερό παντού διαυγές
τον τόπο πάντα χλοερό
στα μέτρα του το άπειρο
και αγαθές πανάγαθες τις ανοιχτές αμέτρητες εκτάσεις·
Αυτός κρατά την κόρη και τον γιο πριν γεννηθούν
βρίσκει τις μέλλουσες γενιές αλάθευτος και τις εκτρέφει
διάρκεια και συνέχεια και διατήρηση
το άξιο και το εμμένον
και η δυσεπίτευκτη παντού γενναία ειρήνη·
και ιδού δεν είναι έρημος και βάραθρα
δεν είναι λύση ασυνέχεια διακοπή
δεν είναι βία των κόσμων
και στις μυλόπετρες τού γίγνεσθαι
που ηχούν και τρίζουν μες στον νου
δεν είναι το δεν είναι.
«Κοίτα με, Αμνέ», εκλιπαρεί,
«μες απ’ τους τόσους βρυχηθμούς σού ψιθυρίζω
μην αποστρέφεις απ’ τον Τίγρη Πάνθηρα το βλέμμα·
κοίτα με, Αμνέ», εκλιπαρεί,
«δεν έχω άλλον τόσο κι έτσι αγαπήσει·
θέλω τα μάτια σου το βλέμμα σου το ευθύ
θέλω να γίνω ο χόρτος που σε τρέφει
κι αφού δεν δύναμαι
τα μάτια σου τα μάτια μου να γίνουν
δώσε τον κόσμο να κοιτώ μες στα δικά σου».
Και βλέπει ο Τίγρης τον Αμνό
το βλέμμα ψάχνει την απόκριση στο βλέμμα
και βλέπει στον γαλήνιο οφθαλμό
όλο το κόκκινο – την πυρκαγιά και το αίμα.
Και βλέπει ο Τίγρης τον Αμνό
γυρεύει κάποια Εδέμ η αρσενικότατη ύβρις
και ξαναβρίσκει όλη τη Γη στον Ουρανό
και βρίσκει στον Αμνό τον Τίγρη ο Τίγρης.
Το σώμα είναι πληγή.
Κι ο Εαυτός
ανέγνωρος και ασύλληπτος
το Αναπόφευκτο είναι.
Ψυχή
Ψυχή του Τίγρη
το τρυφερό
το τρυφερότερο ζαρκάδι
σε σπαράσσει.
(από την συλλογή Versus)

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ "VERSUS"



VERSUS


Ελάτε, Στίχοι μου, να κάνουμε εχθρούς.
Δεν έχουμε ακόμη αυτούς που πρέπει·
μονάχα κάτι μισερούς και χλιαρούς·
έναν εσμό που σήπεται και έρπει.
Ελάτε, Στίχοι μου. Γενήτε μισητοί.
Στις αρετές του κόσμου σας ριχτείτε
σαν και το μαύρο –κι όλο λύσσα–- το σκυλί
κι ώσμε τα δόντια, Στίχοι μου, οπλιστείτε.

Κι ανίσως νιώσετε τον στείρο γλυκασμό
και τη μαυλίστρα ανίσως νιώσετε ειρήνη,
σκοτώστε τον, ποδοπατήστε την, κι εγώ
την αληθή θα σας διδάσκω απειροσύνη –
του Μίσους, Στίχοι μου, του Μίσους που ρυθμό
πολεμικότατο σε νου και πράξεις δίνει,
Στίχοι από μέταλλο –κυκλώπειο και σκληρό–
κι απ’ την τραχιά που με συνέχει μνημοσύνη.

Το ίδιο τ’ όνομά σας το δηλοί,
το σταθερό εκείνο εναντίον·
ουσία σας και πράξη και οφειλή
το versus και το adversus των ανδρείων.

Ελάτε, οι Στίχοι μου, τη μια με καλπασμούς,
την άλλη σαν τους κλέφτες, σαν φονιάδες,
σαν πυρκαγιά που απλώνει στους αγρούς
και σαν τους λύκους πάνω στις αρνάδες.
Ελάτε, Στίχοι μου, να κάνουμε εχθρούς,
ελάτε πάλι με όλους τους ανέμους
και πάλι ελάτε με όλους τους σεισμούς,
ελάτε για να κάνουμε πολέμους.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

" Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ" ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ



Ο "Γίγαντας", που ονομάζεται επίσης ο "Κολοσσός."Μαυρισμένη ακουατίντα χαρακτική από τον Francisco de Goya.



Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ
 ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

 Του Ααρών Μνησιβιάδη

Μια προσευχή να πω. Μια προσευχή,
βγαλμένη απ’ των βουβώνων μου τον σάλο
κι από των σπλάχνων μου την ταραχή.
Με τη σπασμένη μου φωνή να ψάλω
αυτό που υπήρξε ανέλπιστα μεγάλο
και γέννησε τον Ίμερο της Λέξης…
Μα τώρα, Πρίγκιπα, βουβός ασχάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.

Σ’ εσένα, Μαύρε Πρίγκιπα, Εραστή,
που φλέγεσαι απ’ τη μελανή σου άλω,
του γυναικείου ζώου δαμαστή,
προσεύχομαι· μα τι να καταβάλω
στον οχεικό παραδομένος ζάλο
ως τίμημα… Τη νύχτα αυτή ας στέρξεις…
Το σώμα της. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.

Πρίγκιπα, Εραστή και Ποιητή,
τις λέξεις σού αποδίδω που θα βγάλω
από το νικημένο μου κορμί
όπως μαζί μαραίνομαι και θάλλω.
Δεν θέλω πια ως Λόγος ν’ αναπάλλω.
Μα, Πρίγκιπα, γοργός ας με συντρέξεις.
Τον ποιητή γυρεύω ν’ αποβάλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.

Πρίγκιπα, ηττήθηκα. Το πνεύμα εάλω.
Κι αν δεν μπορείς σ’ αυτή να μ’ επιστρέψεις,
ζητώ τουλάχιστον σιωπή – κι ας σφάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

"ΟΔΥΣΣΕΙΣ" Θεοδόσης Βολκώφ

Θα φύγουμε ως άλλοι Οδυσσείς
που τους καλούν των άστρων τα πελάγη·
της Επιστήμης θα ‘ μαστε αρχιμάγοι
και της Τεχνολογίας ιερείς.
Θ’ αφήσουμε νεκρούς πολιτισμούς,
την πολυτρόφο Γη εξαντλημένη,
και κάποιοι πληθυσμοί κατεσπαρμένοι
θα μας αναζητούν στους ουρανούς.

Θα ζήσουμε αιώνες σε κελιά
με τεχνητό νερό και οξυγόνο,
τα πλοία μας θα καίνε υδρογόνο
και θα κατασκευάζουμε παιδιά.
Οι συνειδήσεις μας παντοτινές
στων υπολογιστών μας τις συνάψεις
θα μείνουν, θα διαλέγονται με λάμψεις
ψυχρού φωτός – φωνές ηλεκτρικές.

Ο λόγος μας, κι αυτός μηχανικός,
ποσότητες και σχέσεις θα εκφράζει,
με Γλώσσα δεν θα μοιάζει, και θα φράζει
τα σώματά μας εξωσκελετός.
Μας μέλλεται να δούμε από κοντά
μυριάδες γαλαξίες να γεννιούνται
και γαλαξίες πάλι να χαλιούνται
στην κοσμική επιστρέφοντας φωτιά.

Διαδρομές θα κάνουμε αστρικές,
μέσα σε σκωληκότρυπες θα μπούμε,
μ’ άλλες μορφές ζωής θα γνωριστούμε
και θα τις υποτάξουμε κι αυτές.
Ακτινωτοί και κυματοειδείς,
στου χωροχρόνου πάνω τις εκτάσεις
θα εγγράψουμε καινούργιες διαστάσεις
μέχρι το σύστημα της Τρίτης Γης.

Του Κόσμου σύμπαντος κατακτητές,
Αλντεμπαράν, Ωρίωνα και Βέγα,
θα γίνουμε το Αλφα και το Ωμέγα,
νεφελωμάτων τώρα ποιητές.
Ατάραχοι, με πνεύμα παγερό
ώς τ’ άκρα όλες τις σκέψεις θα σκεφτούμε
κι αφού τελειώσει η Σκέψη εμείς θα ζούμε
στο άπειρο σαν πριν και στο κενό.

Και ύστερα, με μυς μεταλλικούς
έχοντας πράξει πια όλες τις πράξεις,
θα γίνουμε άλλης φύσης κι άλλης τάξης
όντα που υπερβαίνουν τους Θεούς.
Είμαστε αυτό. Οι Νέοι Οδυσσείς,
απ’ τους νεκρούς Θεούς οι μισημένοι
καθώς και τ’ όνομά μας το σημαίνει,
μα το Μηδέν σημαίνουμε εμείς.

Θ. Βολκώφ

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Θεοδόσης Βολκώφ, Ποιήματα από τα βιβλία «Missa Brevis» και «Γιουβενάλης»

Θεοδόσης Βολκώφ, Ποιήματα από τα βιβλία «Missa Brevis» και «Γιουβενάλης», εκδ. Παρισιάνος 2012


ΣΑΠΦΩ ΙΙ
Ας δώσουμε ό,τι οφείλουμε στον Έρωτα.
Αφού τις μέρες θυσιάζουμε στον Άρη,
από της νύχτας τ’ ακριβά και τ’ αφανέρωτα
δεν θα ευδοκήσουμε το ελάχιστο να πάρει.
Ξάγρυπνες κάθε νύχτα. Ας φυλάξουμε·
στο πάναγνο, πανίερο νυχτέρι
όλες τις πράξεις τού Έρωτα ας πράξουμε
κι ας σκοτωθούμε με της σάρκας το μαχαίρι.
Ό,τι δεν είναι Έρωτας ο θάνατος
και είναι και το έχει και στη χλεύη
του σκουληκιού το παραδίδει· αθάνατος
ο Λόγος μου στο Σώμα που πιστεύει.
Να ‘ξερες, αχ, το πώς, το πόσο θέρομαι
και μόνο απ’ της δερμίδας σου την άψη.
Τους παγερούς και αδιάφορους εχθαίρομαι.
Μύριες φορές η όψη σου ας με κάψει.
Ήριννα, της αγάπης μου αλλώνυμη,
έλα σε μένα κι άσε πια την ηλακάτη·
μη φεύγεις πάντα, μη μ’ αφήνεις μόνη, μη,
χορδή της Λύρας μου και πρώτη και υπάτη.
Ανάξιά σου πάντα τ’ άλλα γνέματα·
σάρκινο πλέκουνε τα σώματα υφάδι·
λούσου μες στης αγάπης μου τα αίματα –
μια μουσική με το φιλί και με το χάδι.
Οι κνήμες, οι μηροί, τα μετατάρσια,
οι πλάτες, η γαστέρα, το κεφάλι,
όλα σου τα οριζόντια και τα εγκάρσια
πλασμένα για της Κύπριδος την πάλη.
Τα μέλη σου, τα στήθη σου τ’ ανάγλυφα
πόσες φορές δεν μ’ έχουν θανατώσει,
κάθε που τα φιλούσα και που τα ‘γλειφα
πίνοντας την πικρή τής σάρκας γνώση.
Γδύσου λοιπόν. Θανάσιμη γυμνότητα,
σε σένα όλες τις λέξεις θυσιάζω,
γλυκιά μου καμπυλόσχημη αγριότητα,
να τραγουδώ με κάνεις και να ουρλιάζω.
Το σώμα σου που ολόγυμνο μού δίνεται
πώς τη γδυτή ψυχή μου μεγαλώνει
και πώς η Γλώσσα απ’ τα φιλιά σου λύνεται
κι η Λέξη της τη σάρκα αποθεώνει.
Τα σώματα, τα σώματα, τα σώματα·
άκρατος οίνος για το υπέρτατο μεθύσι
της σάρκας οι χυμοί και τα αρώματα.
Η φλόγα που με ανάβει θα με σβήσει.
Τα δυο κορμιά που ως ένα περιπλέκονται,
δεμένα, τις ψυχές ελευθερώνουν·
στους λεύτερους τα πάντα επιτρέπονται,
οι ελεύθεροι τα πάντα δικαιώνουν.
Της πράξης την υπέροχη ωμότητα,
γυμνή κι εγώ, με άλλη ψυχή την ντύνω·
σε σμίγω με του ζώου την αγνότητα
ταιριάζοντας το Ρόδο με τον Κρίνο.
Τα σώματά μας δες πώς σοφιλιάζουνε
σοφά τα δυο μαζί περιπλεγμένα
κι άκου πώς ψιθυρίζουν και φωνάζουνε
και πώς γεννούν το ένα τ’ άλλο δίχως γέννα.
Να σε ξαπλώνω πίστομη και ανάσκελη,
στα τέσσερα ξανά, ξανά ριγμένη,
ανάστροφη και πλάγια και διάσκελη,
παντού με τρόπους χίλιους φιλημένη.
Η σάρκα είναι του Λόγου η αποθέωση,
τα χώματα του Θείου τ’ αντιστύλια·
η σύμμειξη και φόνος κι εξιλέωση·
τα πάνω πώς φιλούν τα κάτω χείλια…
Όταν δεν σ’ έχω πλάι μου και αγγίζομαι
εσένα πάλι επάνω μου αγγίζω,
σε σένα πάλι αργά-αργά βυθίζομαι
τα δάχτυλα βαθειά μου όταν βυθίζω.
Ξένη του κόσμου αγάπη κι ασυνήθιστη
στα σπλάχνα μου ριζώνει και με ορίζει·
στους κυκεώνες των καιρών αβύθιστη
ψυχή και πήρα το κορμί σου μετερίζι.
Εγώ που όλα τ’ απίστευτα τα πίστεψα
και που τ’ αβίωτα τού κόσμου τα έχω ζήσει
στον Έρωτα και μόνον μέσα αλήθεψα
και εφταπάρθενη σού δόθηκα ως Φύση.
Και τι να καταλάβει ο κόσμος, Ήριννα,
από το τρυφερό, σκληρό μας φύλο·
κόσμος ψυχρός – μα εντός μου λόγια πύρινα·
λένε της Λέσβος την αγάπη για την Τήλο.
Κι ωστόσο διωκόμαστε απ’ τον Όλεθρο·
κι αφού κάθε στιγμή παραμονεύει,
θα ορκίζομαι με πείσμα στο Ανώλεθρο
κι η Λέξη μου τους τάφους θα φονεύει.
Τα δυο περιπλεγμένα μας τα σώματα,
όσο κι αν φλέγονται και ό,τι κι αν τα φλέγει,
έχουν τ’ ομοιοτέλευτο στα χώματα.
Μα η Ποίησή μου στον Αιώνα θα σε λέγει.


***
MISSA BREVIS
Ιδού ο βράχος απελέκητος
και το αίμα ριζιμιό λιθάρι
Ιδού ο πόνος ατελεύτητος
και το άγραφτο τραχύ τροπάρι.
Νυν των παρθένων η ατίμωση
και των πολέμων η αγυρτεία
Νυν των σεπτών η απογύμνωση
και των ιερών η εμπορία.
Αιέν το έγκλημα απαράγραπτο
και ο στόνος στήθη που έχει γδάρει
Αιέν το στόμα το αργυρώνητο
και της ανάγκης το κιβάρι.





****
Ουαί υμίν γλώσσες που ακκίζεσθε
και των σοφών η διβουλία
Ουαί υμίν οι που αφοπλίζεσθε
και των κορμιών η απραξία.
Αμήν του έρωτα η έλευση
και της μονώσεως το λιοντάρι
Αμήν ο αμνός που τίγρεις τρόμαξε
και το άκαρτο οργής κριάρι.
Εύγε θνητότης μου και έλλειψη
και ηχηρή μου απιστία
Εύγε νεότης μου και πλήρωση
και στιχηρή μου οπλιτεία.



***
EΥΡΩΠΗ ΙΙΙ
Δεν είμαστε παρά η σκέψη του Θανάτου
κι είναι οι ζωές μας, όλων, τ’ όνειρό του,
το πνεύμα μας απλώς το ανάβλεμμά του
που το βυθίζει ο ίδιος στον εαυτό του.
Το ελάχιστο δικό μας – μα δικό μας·
και για το ελάχιστο αυτό θα χτυπηθούμε·
ό,τι κι αν είναι, είναι ανάμεσα στους δυο μας.
Θάνατε που μας μελετάς, σε μελετούμε.
Χτύπα λοιπόν, η Ανάγκη κι η Ιστορία,
και χτύπα, Θάνατε, όποιο όνομα κι αν πάρεις,
χτύπα, εσύ Κράτος, Βία και Εξουσία,
και θα σε γδέρνουμε όσο ζούμε πριν μας γδάρεις.
Έτσι ανδρωθήκαμε και ήρθαμε στα χέρια,
έτσι ορθωθήκαμε ως οι εχθροί που αξίζεις,
έτσι σταθήκαμε στη Γη κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Έτσι σε ορίζουμε όσο μας ορίζεις.
Τελειώνουμε. Μα τώρα πια μας ξέρεις.
Ξέρεις τι χάνουμε και ξέρεις τι κερδίζεις.
Ας είσαι ο Κραταιός κι ας επιχαίρεις·
σε λίγο απ’ το αίμα όλων κι αν θα σφύζεις,
Θάνατε, έχουμε όμως για να ενσκήψεις
ζωή αρκετή και, Χρόνε, για να παίξεις.
Το αψευδές του πόνου και της θλίψης
πήρε φωτιά και σάρκα – έγινε λέξεις.


***
ΚΥΡΙΕ
Kύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων
των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε
την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
το γέννημα της τρομερής τριβής ψυχής και κόσμου –
βαθιά και πιο βαθιά μέσα στα σπλάχνα
να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει
ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά.
Μα δώρισέ μου αμόλυντη τη Θλίψη
απίκραντη και ελεύθερη και αγνή
και κάνε μου άπεφθο το μέταλλο του πόνου
και αρραγές – σαν σκοτεινό και άχρονο
στον ήλιο ή στη νύχτα Σου αναλάμπει·
απρόσβλητο απ’ τον στείρο πικρασμό
κι απ’ τις μικρές χαρές κι από τις λύπες.
Ενώπιον της Ζωής και του Θανάτου
ας γίνεται η γλώσσα μου σιωπή
η σκέψη μου ας ακινητεί ως πέτρα
ας με αριθμείς με τους νεκρούς αυτού του κόσμου –
όμως καθάριο κράτησε το βλέμμα και τον λόγο
και λεοντόθυμο απ’ άκρου εις άκρο το κορμί·
κι η μοναξιά μου ας μην επιτιμά
για τον εαυτό της άνθρωπο κανένα·
στη λέξη δώσε ορίζοντα στην πράξη φλόγα
και αρσενική αρσενική κράτα τη Θλίψη. 
Να με αφαιρεί ο πόνος μα ν’ αυξάνω
να δείχνομαι πιο λίγος μα να γίνομαι
να είμαι πιο πολύς.
Τη Θλίψη κράτησέ μου αρσενική.
Χωρώντας μέσα της και αντέχοντας τα δυο
και την οργή και τη συμπόνια
μόνον η Θλίψη άοκνη ας δρα
ο σιωπηλός και ακάματος εργάτης
ώστε τον άντρα ο πόνος πιο άντρα να τον κάνει·
και τη μεγάλη μέσα μου αρθρώνοντας
την άγρια κι ανυπότακτη Χαρά
και με το αίμα στο αίμα της γεννώντας
το ύπατο απ’ τα κρύφια Σου και τ’ άδηλα –
το νόημα που αυτόν τον κόσμο θάλπει.
Κύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων
των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε
των μελλούμενων και του Εσχάτου Ενός
την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει
ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά·
να μη στυφίζει το φιλί ή το τραγούδι.

************************************************* 
  


ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙΙ
Ιδού. Να ειπωθώ ήγγικε η ώρα.
Απ’ τις σκιές κατάφρακτος προβάλλω.
Όχι μετά ή πριν· εδώ και τώρα
στην καταιγίδα των καιρών με σάλο
ανταπαντώ - αιμάσσοντα, δικό μου.
Με νου, καρδιά, πνευμόνια και καβάλο
διεκδικώ παντού το μερτικό μου
κι έτσι ζητώ να πράξω ή ν’ αντιπράξω
σε κάθε αντάμωμα ή στροφή του δρόμου –
ό,τι κερδίσω ευθύς να το πετάξω
κατέναντι του κόσμου ή του θανάτου
και αφού σε κάθε σύγκρουση φρυάξω
και χτυπηθώ με όλα Του Αοράτου
και αφού στα πάντα θέλω να ενσκήψω
ακούγοντας παντού το κάλεσμά Του,
τα πάντα σταθερός να εγκαταλείψω
και να γδυθώ τον κόσμο που με ντύνει.
Να υπάρξω ακέριος σε όλα – και να εκλείψω.
Στο κέντρο της Οργής να ΄μαι Γαλήνη,
μα να μην υπολείπομαι σε Βία.
Στο κέντρο του Πολέμου η Ειρήνη
να ηγεμονεύει επάνω στα στοιχεία.
Να πολεμώ μαζί και ν’ αφηγούμαι
και ν’ αντιτάσσω εγώ στην Ιστορία
τη Γλώσσα μου… Ιδού, δεν εξηγούμαι
από καμιά εποχή και επιστήμη
και από νόμους δεν αιτιολογούμαι
και δεν συνάγομαι από κάποια μνήμη·
ελπίδα δεν μπορεί να μ’ ερμηνεύσει.
Ό,τι κι αν με ξερνά με καταπίνει.
Κτηνώδης πράξη και ζωώδης σκέψη
το άπεφθο, ολοδικό μου «Ούτως»
που βλέμμα δεν μπορούσε να προβλέψει.
Και είμαι όνομα και πράγμα Βρούτος.



************************
theodosis-volkof1.jpg


Ὁ Θεοδόσης Βολκὼφ γεννήθηκε τὸ 1980 στὴν Ἀθήνα. Τὸ 2004 ἐξέδωσε τὸ ποιητικὸ ἔργο «Τὰ Τραγούδια τῆς Ψυχῆς καὶ τῆς Κόρης» (Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης). Δημοσιεύει ποιήματα και κείμενά του στην ηλεκτρονικὴ σελίδαhttp://theodosisvolkof.blogspot.com

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Θεοδόσης Βολκώφ :" Με λέξεις πολιορκούμε το άρρητο"




συνέντευξη στον Αλέξανδρο Σάντο/*/
 
κ. Βολκώφ,
Ο ποιητής  Αντώνης Φωστιέρης  έχει γράψει: « Αδυνατεί να κάνει ωραίους στίχους η πραγματικότης, βλέπετε».  Από την άλλη πλευρά,  ρεύματα όπως ο Ρεαλισμός ή ο Νατουραλισμός αδυνατούν να αναπαραγάγουν πιστά την πραγματικότητα, ενώ οι λέξεις μοιάζουν αδύναμες να περιγράψουν πολύ έντονες καταστάσεις ή φαινόμενα. Παρ’ όλα αυτά η ποίηση έχει τη δύναμη να δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα. Μήπως, λοιπόν, το μέλλον της βρίσκεται σε έναν αναγεννημένο Υπερρεαλισμό; -H δημιουργία αυτής της πραγματικότητας για την οποία κάνετε λόγο δεν είναι ασφαλώς αποκλειστικό προνόμιο της Ποίησης.  Όλες οι τέχνες έχουν τη δύναμη να δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα. Τα μέσα είναι αυτά που διαφέρουν. Το εκπληκτικό με την Ποίηση (αφήνουμε κατά μέρος την πρόζα, μια και για την Ποίηση με ρωτάτε), και το οποίο την αντιδιαστέλλει από τις υπόλοιπες τέχνες, είναι ότι αυτό το πράττει επιστρατεύοντας ένα υλικό που βρίσκεται σε καθημερινή, σε διαρκή μάλιστα χρήση – τις λέξεις. Ακόμα εκπληκτικότερο ίσως είναι ότι χρησιμοποιεί ένα μέσο που συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, τεράστιες ποσότητες αφαίρεσης, ακόμα και όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ουσιαστικά.

Χρησιμοποιώντας λοιπόν ένα μέσο, ένα υλικό, που λόγω της πολυχρησίας δεν προξενεί σχεδόν καμιά εντύπωση σε κανέναν και που από τη φύση του είναι εξαιρετικά αφηρημένο, η Ποίηση στοχεύει στην έκφραση, και μάλιστα στην πλέον καίρια έκφραση· στην επικοινωνία, και μάλιστα στην πλέον ειλικρινή επικοινωνία· στη συγκίνηση και μάλιστα στην πλέον εκλεκτή συγκίνηση.
Οι μεγαλύτεροι ποιητές όλων των εποχών δεν ήταν καθόλου τα αφελή ωδικά πτηνά με τα οποία συνηθίζουμε να τους παρομοιάζουμε. Όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, κι αν οι κεφαλές τους χάνονται μέσα στα σύννεφα, τα πόδια τους πάντα βυθίζονται στο άξενο και πετρώδες έδαφος της πραγματικότητας.  Από αυτήν αντλούν χυμούς και ενέργεια, σαν τον μυθικό Ανταίο που είχε αδήριτη την ανάγκη να πατά καλά στη γη. Χωρίς τη γύρω του κίνηση και ζωή, αυτήν την άχαρη τις περισσότερες φορές πραγματικότητα (που δεν ξέρει και δεν θέλει να ξέρει από Ποίηση, μα που την έχει μέσα της αρκεί να είμαστε σε θέση να την εξορύξουμε), και μάλιστα την ενεργό συμμετοχή του σε αυτήν,  ο ποιητής δεν μεταρσιώνεται  – μετεωρίζεται.
Όσον αφορά στην αδυναμία των λέξεων για την οποία μιλάτε, και που και αυτήν την έχουν χιλιοτραγουδήσει οι ποιητές όλων των καιρών και των τόπων, ισχύει το «και ναι και όχι». Όλος ο αγώνας εκεί βρίσκεται. Να έρθει στη Γλώσσα, να γίνει Γλώσσα αυτό που δεν είναι Γλώσσα. Με λέξεις πολιορκούμε το άρρητο, αποσπώντας ψήγματα κάθε φορά, κι ενώ γνωρίζουμε ότι πάντα το πιο ουσιαστικό μάς διαφεύγει, ότι ο πυρήνας τού πυρήνα μένει και είναι ανείπωτος. Γι’ αυτό και η Ποίηση δεν εξαντλείται ποτέ.
Το μέλλον της, ωστόσο, ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω ούτε καν να το μαντεύω. Και ομολογώ ότι ακούω με κατάπληξη ορισμένους να διατείνονται ότι ξέρουν «πού πάει το πράγμα». Δεν υπάρχει άνθρωπος, κριτικός, ιστορικός, φιλόλογος ή ποιητής  τούτη τη στιγμή που να μπορεί να μας πει με το χέρι στην καρδιά ότι έχει εικόνα όχι της παγκόσμιας ποιητικής παραγωγής αλλά ούτε καν αυτής του τόπου του πόσο μάλλον να διατυπώσει υποθέσεις με αξιώσεις «επιστημονικότητας» περί της μελλοντικής της πορείας.
Οι όψιμες εποχές μιλούν και γράφουν πολύ, παρατήρησε ο Spengler.  Κι αν αυτό το «όψιμες» χρήζει ίσως συζήτησης, το ότι ο πολιτισμός μας μιλά και γράφει πολύ, και μάλιστα εξαιρετικά πολύ, είναι αδιαμφισβήτητο. Φυσικό επακόλουθο, θα έλεγε κανείς, είναι και η μαζική παραγωγή ποιητικού λόγου. Το θέμα είναι το εξής. Τούτη η υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση Ποίησης που παρατηρούμε σήμερα ανταποκρίνεται σε κάποια βαθύτερη ανάγκη της εποχής μας ή συνιστά απλώς μια ιδιότυπη λογόρροια, σύμπτωμα της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης που σε συνδυασμό με υποκειμενικούς ψυχολογικούς παράγοντες εξωθεί τους ανθρώπους στην άκριτη παραγωγή και κατανάλωση λέξεων; Νιώθουμε πραγματικά μια πείνα και δίψα για όλο και περισσότερη Ποίηση;
Το ζήτημα λοιπόν για το μέλλον της Ποίησης μού φαίνεται άρρηκτα δεμένο με το μέλλον του ανθρώπου, όπως τον γνωρίζουμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Διότι παράλληλα με αυτή την απίστευτη λεξιλαγνεία παρατηρούμε εδώ και δεκαετίες μια εξαιρετικά ανησυχητική εργαλειοποίηση της γλώσσας, τη μηχανοποίηση του ανθρώπου, την έλλειψη ενός συνεκτικού πνευματικού κέντρου, την αντίληψη της φύσης ως λείας και μόνον, και τη διαρκή επενέργεια μιας εξουθενωτικής μαζικής κουλτούρας που ασκεί τρομακτικές πιέσεις προσφέροντας αφειδώς δίκην τροφής έναν χυλό που μπορεί να ταιριάζει σε κάθε ουρανίσκο είναι όμως ελάχιστα θρεπτικός, αν όχι και επιβλαβής.
Όλα αυτά έχω την αίσθηση πως δημιουργούν έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο,  ο οποίος ειλικρινώς δεν γνωρίζω αν είναι ή αν θα είναι συμβατός με την ουσία της Ποίησης ως τέτοιας. Δεν είναι άσχετο με το θέμα που συζητάμε το ότι η εποχή μας, που παρεμπιπτόντως επαίρεται για το κριτικό της πνεύμα, παρουσιάζει συμπτώματα πτωχής κρίσης ή και πλήρους ακρισίας, πράγμα που γίνεται καταφανές από το ότι αδυνατεί να κάνει σώμα της απολύτως κορυφαία έργα, που, ενώ χρονολογικά δεν είναι πολύ μακριά μας, ήδη φαντάζουν ερμητικά κλειστοί και αλλότριοι κόσμοι. Το σημερινό πνευματικό υπέδαφος από το οποίο αρύεται τους χυμούς της η Ποίηση είναι τέτοιο, ώστε το μέλλον της να μοιάζει εξαιρετικά επισφαλές.
Από την άλλη, και πρέπει να το σημειώσουμε και αυτό, είναι σύνηθες το φαινόμενο έργα μεγάλης πνοής να δίδονται ακριβώς σε συνθήκες κατάρρευσης ενός πολιτισμού. Ποίηση υπό πίεση λοιπόν. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι το μέλλον θα δείξει.
 
 
 
 
 
 
Σε έναν στίχο από ΤΗΝ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΘΑΜΑΛΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ γράφετε: « τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει», αναφερόμενος στην Ποιητική σας, τη Μούσα σας. Πολλοί σύγχρονοί σας ωστόσο ποιητές υποστηρίζουν την τέχνη για την Τέχνη, τάση που φαίνεται να ενισχύει η ανοδική πορεία της αφηρημένης τέχνης. Τελικά ο λαός πρέπει ν’ ακολουθεί την τέχνη ή η τέχνη το λαό;-Εδώ φοβάμαι πως υπάρχει κάποια παρανάγνωση.  Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά. Ο στίχος που αναφέρετε στην εν λόγω μπαλάντα έχει τη θέση της επωδού. Στη συγκεκριμένη στιχουργική μορφή αυτό σημαίνει ότι επαναλαμβάνεται αυτούσιος στο τέλος κάθε στροφής, καθώς και στο τέλος του στάλσιμου. Αποτελεί δηλαδή και τον καταληκτικό στίχο του ποιήματος. Έχει και αυτό τη σημασία του. Η επιλογή, όπως αντιλαμβάνεστε,  δεν είναι τυχαία. Διά της επαναλήψεως υπογραμμίζεται κάτι. Εν προκειμένω το ότι η Mούσα του ποιήματος δεν είναι παρά ένας καθρέφτης ο οποίος δεν επιλέγει το τι θα καθρεφτίσει, αλλά καθρεφτίζει οτιδήποτε το ανθρώπινο βρεθεί στο διάβα της, χωρίς θετικά και αρνητικά πρόσημα, χωρίς ηθικές κρίσεις. Δείχνοντας και τούτο κι εκείνο. Από το υψηλότερο μέχρι το πιο χθαμαλό. Ακριβώς γιατί όλα υπάρχουν μέσα μας. Τόσο η δυνατότητα για μεγαλείο όσο και η δυνατότητα της αθλιότητας. Θυμηθείτε τον Λατίνο κωμωδιογράφο Τερέντιο: «Είμαι άνθρωπος. Τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».
Τώρα τις διαζεύξεις του τύπου «η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για τον άνθρωπο» ομολογώ πως δεν τις αντιλαμβάνομαι και τις βλέπω μάλλον ως ψευδοπροβλήματα. Οι άνθρωποι κάνουν πάντα τέχνη, δείχνοντας πάντα το ανθρώπινο και πάντα στους ανθρώπους απευθύνονται. Η απεύθυνση αυτή είναι ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα της καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
Και όσον αφορά το ποιος ακολουθεί ποιον, πέραν του ότι θα έπρεπε να εξετάσουμε σοβαρά την έννοια του λαού σήμερα, πράγμα για το οποίο θα χρειαζόταν ολόκληρη μονογραφία, θα σας πω ότι, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, σήμερα κανένας δεν ακολουθεί κανέναν.
Σε εποχές που οι κοινωνίες ήταν σε «φόρμα» –έχω κατά νου την Αθήνα του πέμπτου αιώνα π.Χ.– ο ποιητής γνώριζε μια φυτική τρόπον τινά ανάπτυξη, ριζωμένος γερά στο πλούσιο έδαφος της κοινότητας. Προσέξτε όμως. Όχι μόνον ο ποιητής, παρά και ο κάθε πολίτης. Δεν τον συνέδεε με τους συμπολίτες του απλώς η κοινή Γλώσσα, αλλά μια όντως και συνολικά κοινή κουλτούρα, η κοινή κοσμοθεωρία, οι κοινοί μύθοι και οι κοινές παραδόσεις.  Ήταν πρωτίστως Αθηναίος κατά τρόπο και σε έναν βαθμό που δεν μπορούμε σήμερα εμείς, παιδιά ενός πολυπολιτισμικού αιώνα, να φανταστούμε. Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα ποδηγέτησης τού ενός από τον άλλον παρά έκφρασης μια βαθύτερης, μιας –και αυτό έχει εξαιρετική σημασία– πραγματικά οργανικής συλλογικότητας που δεν επιβαλλόταν έξωθεν από κάποια ιδεολογία ή άλλη συνθήκη αλλά είχε καλλιεργηθεί και σφυρηλατηθεί μέσα από μακραίωνες διεργασίες. Η συλλογικότητα αυτή ήταν κάτι το απολύτως ζωντανό, ανέπνεε, και όλοι ανέπνεαν τον ίδιο αέρα. Σκεφτείτε ότι ο Αθηναίος μετείχε στην πομπή των Παναθηναίων και την αντίκριζε εξεικονισμένη στον Παρθενώνα. Διάβαζε την Ιλιάδα και έβλεπε τον Αχιλλέα ζωγραφισμένο στα οικιακά σκεύη που χρησιμοποιούσε καθημερινώς. Διηγούνταν το βράδυ στα παιδιά του τον μύθο του Προμηθέα και την επόμενη μέρα παρακολουθούσε τον Αισχύλο να τον διδάσκει στο θέατρο. Δεν ήταν η ζωή του αθηναϊκού λαού ξέχωρη από την τέχνη του. Η μια αποτελούσε τη φυσικότατη και, το ξανατονίζω, απολύτως οργανική συνέχεια της άλλης. Δεν βρισκόμαστε σήμερα ασφαλώς σε αυτό το σημείο. Ούτε η ελληνική ούτε καμιά κοινωνία στον κόσμο. Έχει επέλθει ρήξη και θρυμματισμός.
Στο νου μου έρχεται μια φράση του Παλαμά. «Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τούς δίνει».
 
 
 
 
 
 
Όπως λέτε και ο ίδιος, δε διστάζετε να βουτήξετε τη Μούσα σας στις λάσπες. Κι άλλοι ποιητές, όπως η Αγγελική Κορρέ, υποτιμούν την ποιητική δραστηριότητα (ή τουλάχιστον δεν την εξυμνούν), απαλλαγμένοι από αντιλήψεις που μάστιζαν τη γενιά των αρχών του 20ου αιώνα (Σικελιανός, Καζαντζάκης κ.ά.)  περί του υψηλού προορισμού της ποίησης να συμβάλει στην αλλαγή της κοινωνίας και στην επιβολή μιας ιδανικής, τελώντας μέσω των ποιητών το ρόλο του Μεσσία. Κατά τη γνώμη σας ποιος είναι ο προορισμός της ποίησης;-Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο υποτίμηση. Δεν πρόκειται περί αυτού. Έχουμε να κάνουμε μάλλον με τη συναίσθηση των εγγενών περιορισμών της ποιητικής πράξης ως τέτοιας. Οι δύο κορυφαίοι δημιουργοί τούς οποίους αναφέρετε είχαν απόλυτη επίγνωση αυτών των ανυπέρβλητων ορίων. Θυμηθείτε πόσες φορές ο Καζαντζάκης οικτίρει τους «καλαμαράδες» που αντί να «ζουν με σάρκα και κόκκαλα, χασισοπότικα στοχάζονται κι ενεργούν με χαρτί και καλαμάρι». Θυμηθείτε ακόμη τη Σίβυλλα του Σικελιανού, που, ενώ αποτελεί την ενσάρκωση της «Μαντοσύνης», συνθλίβεται από την ωμή βία της πολιτικής εξουσίας ενός Νέρωνα. Και πάντα θα υπάρχει εκείνο το τρομερό ξέσπασμα του Άμλετ, που μοιραία στοιχειώνει κάθε άνθρωπο που αφιερώνει στον λόγο και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα εν γένει το μεγαλύτερο μέρος της ικμάδας του: «…για γδικιωμό σπρωγμένος από Θεούς και Δαίμονες/σαν πόρνη ν’ αλαφρώνω την καρδιά με λόγια/και να ξεσπάζω σε κατάρες, σαν μαυλίστρα, σαν δουλικό» (Μτφ. Βασίλη Ρώτα). Κι είναι ακόμα εκείνο το υπέροχο και συγκλονιστικό του Παλαμά: «Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί/τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού,/σαν τα σκουλήκια που πατεί μας·/μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί,/βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,/και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας». Κι ακόμα εκείνη η απελπισμένη μπετοβενική κραυγή: «Α, να μην ξέρω την τέχνη του Πολέμου όπως τη Μουσική! Θα τον είχα συντρίψει!»
Στον δημιουργό, ακόμα και στον πλέον ενθουσιώδη, υπάρχει πάντα μια αμφιθυμία, κι αν όχι ως προς την ουσία και τη σημασία του έργου του με αυστηρά καλλιτεχνικούς όρους, τουλάχιστον ως προς την κοινωνική λειτουργικότητά του, ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν ομολογείται ρητά. Σε όλα αυτά διαφαίνεται η βαθιά συναίσθηση της ευθύνης που έχει ο δημιουργός, ο οποίος πέρα από ποιητής δεν παύει να είναι και πολίτης. Κι ενώ ως ποιητής γνωρίζει πως δεν κάνει άλλο από το να πλάθει «τα πανώρια, τα ανωφέλευτα» –για να ξαναγυρίσουμε στον Παλαμά– νιώθει πως οφείλει και θέλει να έχει και μια ενεργό επίδραση στη ζωή γύρω του. Γνωρίζει βέβαια, όχι δίχως μια πολύ ανθρώπινη και κατανοητή πίκρα, πως αυτό, αν γίνεται, γίνεται με πολύ διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι αυτής της άμεσης, ας την πούμε έτσι, δράσης. Ο Γέητς το διατύπωσε επιγραμματικά: «Ένας ποιητής χρειάζεται τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επιδράσει σε μια υπόθεση».
Η Ποίηση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Πολιτική, όπως ακριβώς και η Πολιτική δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Ποίηση. Ο κόσμος πρέπει να κυβερνηθεί. Ο κόσμος πρέπει να τραγουδηθεί. Και οι δύο είναι απολύτως αναγκαίες, ακόμα κι αν η αναγκαιότητα της δεύτερης πολλές φορές δεν είναι ορατή με την πρώτη ματιά. Η αληθινή Ποίηση είναι πάντα αναγκαία. Γιατί διαφυλάσσει την ανθρώπινη ουσία μας και όχι μόνο – τη δημιουργεί κιόλας.
Κλείνω με τα λόγια του λησμονημένου σήμερα Λούις Ουντερμάιερ.  Ίσως να παραφράζω ελαφρώς, καθώς παραθέτω από μνήμης. «Η Ποίηση δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Μας θυμίζει όμως ότι ο κόσμος αξίζει να σωθεί και μας δείχνει το τι αξίζει να σωθεί από τον κόσμο».



Είστε ένας απ’ τους λίγους σύγχρονους  ποιητές στον ελληνικό χώρο που γράφουν σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο. Νομίζετε πως είναι καιρός να επιστρέψουμε σε αυτή τη μορφή ποιητικού λόγου ή το διαλέξατε καθαρά και μόνο για λόγους προσωπικής αισθητικής;

-Η ερώτησή σας ενέχει μια έννοια που κατά καιρούς και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να ηχεί γοητευτική – αυτήν της επιστροφής, του γυρισμού. Κι αν προχωρήσουμε τη σκέψη αυτή ώς τις ακρότατές της συνέπειες, θα διαπιστώσουμε ότι δεν απέχει πολύ, ότι εκβάλλει μάλλον στην ιδέα της αναβίωσης. Όσο μεγάλη κι αν είναι η γοητεία που ασκεί στους ανθρώπους η ιδέα της αναβίωσης, ομολογώ ότι παραμένω εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι στις κάθε είδους αναβιώσεις. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι στο οποίο μπορούμε να επιστρέψουμε, πολλώ δε μάλλον κάτι στο οποίο οφείλουμε να επιστρέψουμε. Η επανάληψη μάς είναι διά παντός απαγορευμένη. Όταν μιλάω για απαγόρευση δεν εννοώ ασφαλώς μια απαγόρευση ηθικού χαρακτήρα. Απαγορευμένο εδώ είναι το αδύνατο. Κάποιες θύρες έχουν οριστικά και αμετάκλητα σφραγιστεί.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια ακούγεται ο όρος νεοφορμαλισμός. Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των φιλολόγων για ταξινόμηση και καταγραφή, καθώς και την άλλη, πολύ ανθρώπινη, ανάγκη των νέων ποιητών για αυτοπροσδιορισμό. Ωστόσο, αυτές οι συνομαδώσεις είναι εκ των πραγμάτων αδρές και εν τέλει μάλλον συσκοτίζουν παρά διαλευκαίνουν τα πράγματα. Γιατί με κριτήρια απλώς και μόνον μορφολογικά τσουβαλιάζουν δημιουργούς που όχι απλώς δεν έχουν τίποτα κοινό επί της ουσίας αλλά και υπηρετούν πολύ διαφορετικές, αν όχι και αντιμαχόμενες, αντιλήψεις περί τέχνης. Το αν ο στίχος είναι έμμετρος ή ελεύθερος είναι κατ’ εμέ δευτερεύον, αν όχι τριτεύον  χαρακτηριστικό.
Αυτό που θεωρώ σημαντικότερο και προσωπικά προκρίνω όσον αφορά στην ποιητική σύνθεση είναι η πρωτοκαθεδρία του στίχου ως τέτοιου κατ’ αντιδιαστολή προς την πρωτοκαθεδρία της λέξης – και όταν λέω «λέξη» εννοώ την αυτονομημένη λέξη.
Πιστεύω λοιπόν στην πρωτοκαθεδρία του στίχου ως κυρίαρχης και θεμελιώδους –αν και όχι μοναδικής– δομικής και νοηματικής μονάδας του ποιήματος, ασχέτως από το αν αυτός είναι έμμετρος ή ελεύθερος, όπως ακριβώς πιστεύω και στην πρόταση ως θεμελιώδη νοηματική μονάδα της λεκτικής επικοινωνίας εν γένει. Αυτό είναι θέμα πίστης, όχι γούστου. Το γούστο μου αναγνωρίζει και τέρπεται με πολλά, η πίστη μου ωστόσο είναι μάλλον πιο αυστηρή. Τη μορφή τώρα του στίχου την υπαγορεύει το ίδιο το ποίημα.
Η κοινότοπη φράση «Δεν είναι τι λες, είναι το πώς το λες» ενέχει έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο. Σήμερα όλη η προβληματική γύρω από την Ποίηση μοιάζει να εξαντλείται στη μελέτη των μορφών, σε μια στείρα μορφολογία που μού είναι κατά βάσιν εντελώς αδιάφορη. Η κρίση του στίχου για την οποία έγινε και εξακολουθεί να γίνεται πολύς λόγος, δεν είναι κρίση μορφής, είναι πρωτίστως κρίση περιεχομένου. Επιμένω λοιπόν. Το πρώτο και κύριο είναι το τι λες, το τι θέλεις να πεις και το αν έχεις κάτι να πεις. Αν έχει κατακτηθεί το πρώτο, θα κατακτηθεί και το δεύτερο – η μορφή.
Ένας σύγχρονος του Μιχαήλ-Αγγέλου είχε πει γι’ αυτόν: «Οι άλλοι λένε λόγια, αυτός λέει πράγματα». Αυτό έκανε πάντοτε η μεγάλη Ποίηση. Έλεγε πράγματα. Και αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Να ειπωθούν ξανά πράγματα πέρα από τα όποια ζητήματα άπτονται της φόρμας και τα οποία ο κάθε δημιουργός θα τα λύσει προσωπικά. Δεν με ενδιαφέρουν τα γούστα, οι υποκειμενικές αρέσκειες ή απαρέσκειες, που συχνά υπαγορεύονται από κάθε λογής συρμούς. Με ενδιαφέρει ο πνευματικός προσανατολισμός.






Ζούμε σε μια εποχή δυναστευτική, όπου ο εχθρός έχει αποκτήσει έννοιες αόριστες, γεγονός που ενισχύει το φόβο. Παράλληλα αρκετοί είναι κείνοι που υποστηρίζουν –είτε έμπρακτα είτε στην θεωρία- την εξέγερση. Δεδομένου ότι η ιστορία μας έχει δείξει ότι οι εξεγέρσεις προσφέρουν λύσεις επιφανειακές και βραχύχρονες, και ότι αυτή τη φορά ο Εχθρός είναι απρόσωπος, νομίζετε ότι αρκεί η εξέγερση, και αν ναι, ποια μορφή θα έπρεπε να πάρει για ένα σταθερότερο και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα;

-Η καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία βρίθει εξεγέρσεων. Όπως και η ίδια η λέξη υποδηλώνει, αυτές δεν είναι παρά ένα ξαφνικό ξέσπασμα, ένα τίναγμα προς τα πάνω, τις περισσότερες φορές δε μια αντίδραση σπασμωδική και η απότομη έκλυση μιας σωρευμένης ενέργειας που δεν έβρισκε διέξοδο επί μακρό χρονικό διάστημα. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του ξεσπάσματος, όπως άλλωστε και κάθε ξεσπάσματος, είναι ο έντονα θυμικός του χαρακτήρας και κατά συνέπεια μια κάποια τυφλότητα. Όταν μιλάμε περί εξεγέρσεων μιλάμε περί εκρήξεων, άλλοτε μικρών και άλλοτε μεγαλύτερων, που όμως δεν προσλαμβάνουν ορισμένο πολιτικό χαρακτήρα και στερούνται σαφούς πολιτικής στόχευσης, τις περισσότερες φορές δε και οιασδήποτε στόχευσης. Γι’ αυτό και μετά τη συναισθηματική εκφόρτιση, την εκτόνωση, σβήνουν εξαιρετικά γρήγορα.
Αν θέλουμε τώρα να μιλήσουμε για μια ουσιαστική αλλαγή, θα πρέπει να κάνουμε λόγο για επανάσταση. Όταν όμως λέμε «επανάσταση» μιλάμε για ένα φαινόμενο άλλου μεγέθους και ριζικά διαφορετικής ποιότητας. Εκεί υπάρχει ένα συγκροτημένο συλλογικό υποκείμενο που είναι φορέας της επαναστατικής διαδικασίας, έχει χαρακτήρα βαθύτατα πολιτικό και ορισμένη πολιτική στόχευση, ήτοι υπάρχει σκοπός, και δεν αρκείται  στην εκτόνωση διά της τυφλής βίας. Επιζητά και επιδιώκει κάτι πολύ βαθύ και ουσιαστικό – τη νέα θέσμιση της κοινωνίας ή καλύτερα τη θέσμιση μιας νέας κοινωνίας.  Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε και το εξής  – τον στοιχειακό χαρακτήρα του επαναστατικού φαινομένου, που όχι μόνο δεν υπολείπεται αυτού της εξέγερσης αλλά τουναντίον είναι εκατονταπλάσιος σε ένταση και συνυπάρχει με την πολιτική συγκρότηση και στόχευση σε μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας ενίσχυσης. Είναι εκπληκτική αυτή η μυστηριώδης συνύπαρξη και σύμπραξη του πολιτικού και του στοιχειακού, του εναργούς σκοπού και του ηφαιστειώδους πάθους.
Όποιο και αν είναι το συλλογικό υποκείμενο μιας υποθετικής επανάστασης, όποτε τυχόν και αν αυτό εμφανιστεί, ένα χαρακτηριστικό θα πρέπει ανυπερθέτως να διαθέτει υπακούγοντας σε έναν πανάρχαιο νόμο που θέλει η εξουσία να ανατρέπεται μόνον από μιαν άλλη εξουσία, η δύναμη μόνον από μιαν άλλη δύναμη. Πρώτιστο μέλημά του θα πρέπει να είναι ένα και μόνον ένα – η Ισχύς.
Ίσως δεν θα ήταν άσκοπο να επισημάνουμε ότι, στον ορατό μας τουλάχιστον ορίζοντα, τίποτα δεν μαρτυρεί όχι την ανάδυση αλλά ούτε καν την υποψία ανάδυσης ενός τέτοιου συλλογικού υποκειμένου. Ενώ ο δυτικός πολιτισμός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε τροχιά παρακμής, παρακμής εν μέσω αναμφίλεκτων και εκπληκτικών επιστημονικών και τεχνολογικών θριάμβων, και παρά τις ηχηρές πολλές φορές διαμαρτυρίες και εμπεριστατωμένες κριτικές που ακούγονται από πλείστες όσες πλευρές για την πορεία και τη στοχοθεσία του, η βασική του αφήγηση παραμένει εξαιρετικά ισχυρή, όπερ σημαίνει πως η εσωτερίκευση των αξιών του από τους ανθρώπους όπου γης είναι τέτοια, που εξακολουθεί να πείθει όχι μόνο τα μέλη των δυτικών κοινωνιών στη συντριπτική τους πλειοψηφία αλλά και να αφομοιώνει, να έχει ήδη αφομοιώσει μάλλον, πάλαι ποτέ κραταιότατους πολιτισμούς όπως ο κινεζικός και ο ιαπωνικός. Ο δυτικός πολιτισμός την ώρα της παρακμής του παραμένει ο αδιαμφισβήτητος και μόνος κυρίαρχος στο πεδίο της μάχης, και ο κόσμος του μοιάζει να είναι ο μόνος δυνατός. Αυτός μπορεί να ψυχορραγεί, οι άλλοι όμως έχουν ήδη πεθάνει. Οι φωνές περί του αντιθέτου ηχούν μάλλον πιο πολύ σαν δειλά και τρομαγμένα ψελλίσματα, σαν να πρόκειται για τις μάχες μιας ξέπνοης οπισθοφυλακής που μάχεται ανόρεχτα όχι για να πλήξει τον εχθρό αλλά πιο πολύ προκειμένου να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό για το ακόμα αξιόμαχο και τη ζωτικότητά της.






Φαίνεται ότι συμμερίζεστε τις απόψεις του Eric Hobsbawm για τον ουτοπισμό, ο οποίος τον θεωρεί αναγκαίο για την πραγμάτωση οποιασδήποτε επανάστασης. Ποια είναι η δική σας ουτοπία;

-Προκειμένου να επιτύχει ο άνθρωπος το δυνατό, πρέπει να στοχεύει στο αδύνατο. Η ρήση αυτή αληθεύει σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ασφαλώς και σε εκείνο των κοινωνικών αναμορφώσεων. Τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, έχουμε απόλυτη ανάγκη από όραμα. Όπου το τελευταίο εκλείπει, επέρχεται αργά ή γρήγορα ο μαρασμός. Φαίνεται πως εξαιτίας ή χάρη –δείτε το όπως θέλετε– σε κάποια μοναδική ιδιοτροπία της Φύσης είναι απόλυτη ανάγκη του είδους μας να πιστεύει, να ενθουσιάζεται. Η πίστη και ο ενθουσιασμός είναι αναγκαίες συνθήκες της δράσης. Δίχως αυτά τα δύο, που πολλές φορές δεν είναι παρά ένα και το αυτό, οι δυνάμεις αδρανούν, τα μέλη παραλύουν και στο τέλος καθίστανται ατροφικά.
Όσον αφορά τώρα στο περιεχόμενο της απολύτως δικής μου ουτοπίας, θα υποθέσω προς στιγμήν πως είναι δυνατό το αδύνατο, δηλαδή η απάλειψη του πολιτικού, και θα σας απαντήσω με τους τέσσερεις εκείνους στίχους του Ομάρ Καγιάμ, στη μετάφραση του Fitzgerald, που δεν έπαψαν να με συντροφεύουν από τότε που τους πρωτοδιάβασα. Στη γλώσσα μας τον Καγιάμ διά Fitzgerald απέδωσε ωραία μεταξύ άλλων και ο Ανδρέας Ριζιώτης, τη μετάφραση του οποίου και παραθέτω.


Εδώ μ’ ένα καρβέλι κάτω απ’ τα κλαδιά,
ένα φλασκί κρασί, ένα βιβλίο με στίχους,
κι εσύ στο πλάι μου γλυκά να τραγουδάς στην ερημιά
κι η ερημιά παράδεισος ξανά.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ



ΕΠΙΣΤΟΛΗ


Ονόματα δεν παίρνει αυτό που ζούμε
έτσι όπως πλήρες έχει εγγραφεί
στην αθωότητα του γίγνεσθαι
και είναι αυτό που είναι
κρυφό και άδηλο και ανείπωτο
ουσία γυμνή
κι επίθετα χωρίς.

Δεν ψάχνω ονόματα λοιπόν να βρω σ’ εκείνο
που δίχως λέξεις δύναται ν’ ανθεί
και τα κορμιά μας έτσι να ψυχώνει
την ώρα που συμπλέκονται συσπώνται
δονούνται περιστρέφονται γυμνά
κι όταν υπάρχουν τόσο ή κατά τρόπο
που τίποτε άλλο πια δεν μένει να υπάρξει.

Δεν έχω ανάγκη να ονομάζω την αγάπη
τον έρωτά μου Έρωτα να πω
και στα χαρτιά μου να τον δω και να τον δείξω
να ψιθυρίσω ή να φωνάξω είναι αυτός·

να φέρω λόγια εκεί που όλα τα λόγια
δεν έχουν και δεν θα ’χουν εξουσία
να ονοματίσω όπως-όπως τη στιγμή
και τη ζωή αυτή να συνοψίσω
να υποκύψω πάλι σε ορισμούς
να πω πως έχω εκείνο που με έχει
και στο άτιτλο κατ’ εξοχήν να βάλω τίτλο.

Τι σημασία έχουν οι λέξεις πες μου
όταν ριζώνουμε έτσι στη σιωπή
και η σιωπή αδόκητα καρπίζει
κι όταν το μεταξύ μας είναι ρώμη
πράξη και δράση ενέργεια καθαρή
σημείο μηδέν απ’ όπου όλα αρχίζουν.

Ανώνυμο το ανώνυμο θ’ αφήσω
σε τόπο άτοπο εκεί να κατοικεί
και το άχρονο διαρκώς να επιστρέφει
και να 'ναι μες στη νύχτα η αστραπή.
Ανείπωτο το ανείπωτο θ’ αφήσω
και γιατί άγραφο θα βιωθεί
γι’ αυτό και απαράγραπτο θα μένει

γι’ αυτό και αφού τελειώσει
θα διαρκεί.



© Θεοδόσης Βολκώφ