PANTHERA TIGRIS
Πώς ονειρεύεται ο Τίγρης κάποτε
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά –
τις ώρες που έκτοπα φαντάζουνε
και γίνονται
τα δόντια και τα νύχια·
τις ώρες που ανατέλλει η μέσα νύχτα
και αναθυμάται σάρκες και αίματα
λαιμούς τού τρυφερού που σπάραξε και ήπιε
οστά λευκά που σύνθλιψε
το μάτι της δορκάδος που έχει σβήσει – φορές πόσες·
ξανά και πάλι ο ίδιος κύκλος άτεγκτα κλειστός
μια θήρα αέναη δίχως θύρα
το μάτι της δορκάδος που ξεγράφεται
μετά το ακαριαίο τού δήγματος αργά-αργά
κι ενώ της κλέβει τη φωνή την ύστατη ώρα
ώστε τον ίδιο της χαμό να μην μπορεί
στο ελάχιστο ν’ αρθρώσει να ιστορήσει.
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά –
τις ώρες που έκτοπα φαντάζουνε
και γίνονται
τα δόντια και τα νύχια·
τις ώρες που ανατέλλει η μέσα νύχτα
και αναθυμάται σάρκες και αίματα
λαιμούς τού τρυφερού που σπάραξε και ήπιε
οστά λευκά που σύνθλιψε
το μάτι της δορκάδος που έχει σβήσει – φορές πόσες·
ξανά και πάλι ο ίδιος κύκλος άτεγκτα κλειστός
μια θήρα αέναη δίχως θύρα
το μάτι της δορκάδος που ξεγράφεται
μετά το ακαριαίο τού δήγματος αργά-αργά
κι ενώ της κλέβει τη φωνή την ύστατη ώρα
ώστε τον ίδιο της χαμό να μην μπορεί
στο ελάχιστο ν’ αρθρώσει να ιστορήσει.
Πώς κάποτε εκεί και πουθενά
δεν βρίσκει τον Εαυτό του
πώς λέει στη σύμπασα Ζωή –
«Μου μοιάζεις και σου μοιάζω
κι όμως κι Εσύ κι Εσύ
στο τόσο σου άπλωμα
στις αναρίθμητες μορφές
Εσύ Εγώ δεν είσαι
και δεν θ’ αρκέσει δεν αρκεί
ο Χρόνος όλος για να γίνεις».
δεν βρίσκει τον Εαυτό του
πώς λέει στη σύμπασα Ζωή –
«Μου μοιάζεις και σου μοιάζω
κι όμως κι Εσύ κι Εσύ
στο τόσο σου άπλωμα
στις αναρίθμητες μορφές
Εσύ Εγώ δεν είσαι
και δεν θ’ αρκέσει δεν αρκεί
ο Χρόνος όλος για να γίνεις».
Προβάλλει ο Τίγρης δυο φορές
την ώρα που το δόντι και το νύχι του διψά
αυτό που του ασφαλίζει τη ζωή και τον συνθέτει
τώρα που μόνη απάντηση
που μόνη λύση μένει το αίμα
προβάλλει ως Τίγρης δυο φορές
ορμή και κίνηση και τίναγμα
μυώνες και ραβδώσεις
παντού και πάντοτε ενώπιον πάντων Τίγρης.
την ώρα που το δόντι και το νύχι του διψά
αυτό που του ασφαλίζει τη ζωή και τον συνθέτει
τώρα που μόνη απάντηση
που μόνη λύση μένει το αίμα
προβάλλει ως Τίγρης δυο φορές
ορμή και κίνηση και τίναγμα
μυώνες και ραβδώσεις
παντού και πάντοτε ενώπιον πάντων Τίγρης.
Όμως αυτός την απουσία του μετρά –
«Δεν είμαι», λέει, «Εγώ στη σάρκα που σπαράσσω
στο αίμα που διψώ και που δεν χόρτασα ποτέ μου
στου θηρευτή την επικράτεια όλη
στα συνθλιμμένα σας οστά δεν είμαι δεν
ας κυνηγώ
όμως εδώ και πουθενά
και τώρα και ποτέ μου δεν με βρίσκω».
Ο Τίγρης Τίγρης δυο φορές
μα πού μα πού
και ποιος του Τίγρη ο Τίγρης.
«Δεν είμαι», λέει, «Εγώ στη σάρκα που σπαράσσω
στο αίμα που διψώ και που δεν χόρτασα ποτέ μου
στου θηρευτή την επικράτεια όλη
στα συνθλιμμένα σας οστά δεν είμαι δεν
ας κυνηγώ
όμως εδώ και πουθενά
και τώρα και ποτέ μου δεν με βρίσκω».
Ο Τίγρης Τίγρης δυο φορές
μα πού μα πού
και ποιος του Τίγρη ο Τίγρης.
Και ονειρεύεται ο Τίγρης κάποτε
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά
το βλέμμα που δεν λέει τον θάνατο
και τον σκυμμένο προς τη Γη πιστόν αυχένα·
Εκείνον που το αίμα ίσως δεν ρώτησε ποτέ
μα βρίσκει το νερό παντού διαυγές
τον τόπο πάντα χλοερό
στα μέτρα του το άπειρο
και αγαθές πανάγαθες τις ανοιχτές αμέτρητες εκτάσεις·
Αυτός κρατά την κόρη και τον γιο πριν γεννηθούν
βρίσκει τις μέλλουσες γενιές αλάθευτος και τις εκτρέφει
διάρκεια και συνέχεια και διατήρηση
το άξιο και το εμμένον
και η δυσεπίτευκτη παντού γενναία ειρήνη·
και ιδού δεν είναι έρημος και βάραθρα
δεν είναι λύση ασυνέχεια διακοπή
δεν είναι βία των κόσμων
και στις μυλόπετρες τού γίγνεσθαι
που ηχούν και τρίζουν μες στον νου
δεν είναι το δεν είναι.
τη μακρινή τού Αμνού ομορφιά
το βλέμμα που δεν λέει τον θάνατο
και τον σκυμμένο προς τη Γη πιστόν αυχένα·
Εκείνον που το αίμα ίσως δεν ρώτησε ποτέ
μα βρίσκει το νερό παντού διαυγές
τον τόπο πάντα χλοερό
στα μέτρα του το άπειρο
και αγαθές πανάγαθες τις ανοιχτές αμέτρητες εκτάσεις·
Αυτός κρατά την κόρη και τον γιο πριν γεννηθούν
βρίσκει τις μέλλουσες γενιές αλάθευτος και τις εκτρέφει
διάρκεια και συνέχεια και διατήρηση
το άξιο και το εμμένον
και η δυσεπίτευκτη παντού γενναία ειρήνη·
και ιδού δεν είναι έρημος και βάραθρα
δεν είναι λύση ασυνέχεια διακοπή
δεν είναι βία των κόσμων
και στις μυλόπετρες τού γίγνεσθαι
που ηχούν και τρίζουν μες στον νου
δεν είναι το δεν είναι.
«Κοίτα με, Αμνέ», εκλιπαρεί,
«μες απ’ τους τόσους βρυχηθμούς σού ψιθυρίζω
μην αποστρέφεις απ’ τον Τίγρη Πάνθηρα το βλέμμα·
κοίτα με, Αμνέ», εκλιπαρεί,
«δεν έχω άλλον τόσο κι έτσι αγαπήσει·
θέλω τα μάτια σου το βλέμμα σου το ευθύ
θέλω να γίνω ο χόρτος που σε τρέφει
κι αφού δεν δύναμαι
τα μάτια σου τα μάτια μου να γίνουν
δώσε τον κόσμο να κοιτώ μες στα δικά σου».
«μες απ’ τους τόσους βρυχηθμούς σού ψιθυρίζω
μην αποστρέφεις απ’ τον Τίγρη Πάνθηρα το βλέμμα·
κοίτα με, Αμνέ», εκλιπαρεί,
«δεν έχω άλλον τόσο κι έτσι αγαπήσει·
θέλω τα μάτια σου το βλέμμα σου το ευθύ
θέλω να γίνω ο χόρτος που σε τρέφει
κι αφού δεν δύναμαι
τα μάτια σου τα μάτια μου να γίνουν
δώσε τον κόσμο να κοιτώ μες στα δικά σου».
Και βλέπει ο Τίγρης τον Αμνό
το βλέμμα ψάχνει την απόκριση στο βλέμμα
και βλέπει στον γαλήνιο οφθαλμό
όλο το κόκκινο – την πυρκαγιά και το αίμα.
Και βλέπει ο Τίγρης τον Αμνό
γυρεύει κάποια Εδέμ η αρσενικότατη ύβρις
και ξαναβρίσκει όλη τη Γη στον Ουρανό
και βρίσκει στον Αμνό τον Τίγρη ο Τίγρης.
το βλέμμα ψάχνει την απόκριση στο βλέμμα
και βλέπει στον γαλήνιο οφθαλμό
όλο το κόκκινο – την πυρκαγιά και το αίμα.
Και βλέπει ο Τίγρης τον Αμνό
γυρεύει κάποια Εδέμ η αρσενικότατη ύβρις
και ξαναβρίσκει όλη τη Γη στον Ουρανό
και βρίσκει στον Αμνό τον Τίγρη ο Τίγρης.
Το σώμα είναι πληγή.
Κι ο Εαυτός
ανέγνωρος και ασύλληπτος
το Αναπόφευκτο είναι.
Κι ο Εαυτός
ανέγνωρος και ασύλληπτος
το Αναπόφευκτο είναι.
Ψυχή
Ψυχή του Τίγρη
το τρυφερό
το τρυφερότερο ζαρκάδι
σε σπαράσσει.
Ψυχή του Τίγρη
το τρυφερό
το τρυφερότερο ζαρκάδι
σε σπαράσσει.
(από την συλλογή Versus)