Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν, την κοίταε με καμάρι και χαρά. «Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω, παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος». Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά. |
|
«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια· εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό. Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει· όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι, καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;» |
|
Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά. «Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά. |
|
Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι· ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου, με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...» Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα, πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο. |
|
Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας, με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ. Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου, τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!» |
|
Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει· χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν, που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ. Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό. |
|
Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει. «Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της, μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ. Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα, πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει κι είναι κοντά σε τούτο το νησί». |
|
Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει: «Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί· ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει, τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!» |
|
Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος: «Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον, μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς. Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι· ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς. |
|
Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα, σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό, που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν, τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ. |
|
Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις, να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο να σου δίνουν μαζί με τη χαρά. Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά. |
|
Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν, τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος· άκου με που σα φίλος σου μιλώ· κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό». |
|
Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό. Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν οι θεές την ευτυχία μου». Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό. |
|
Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει τον Πολυκράτη με όψη γελαστή: «Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο· είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί». |
|
Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι, έρχεται βιαστικός και σαστισμένος και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό: «Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του, βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει σύνορα το καλό σου ριζικό». |
|
Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει. «Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς. Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου. Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου». Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς. |
|
| μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου
(1886-1979)
ΣΧΟΛΙΟ
Σε αντίθεση με τη βαθιά απλότητα και τη δημιουργική αφέλεια που χαρακτηρίζουν τις μπαλάντες του Γκαίτε, οι μπαλάντες του Σίλλερ εμφανίζονται με τρόπους δραματικότερους και περισσότερο στοχαστικούς. Το ρομαντικό ιπποτικό ιδεώδες είναι σ’ αυτές ζυμωμένο ή εναλλασσόμενο με στοιχεία της αρχαίας ελληνικής σκέψης, η οποία είναι μια από τις πηγές που βοήθησαν τον Σίλλερ να διαμορφώσει την ιδέα του για την έννοια της πνευματικής και πολιτικής ελευθερίας που διατρέχει το έργο του. Τα όρια αυτής της έννοιας δοκιμάζονται στη σύγκρουσή της με μια θεία τάξη του κόσμου, η οποία επιβραβεύει την αρετή και τιμωρεί όσους παραβαίνουν τους υπέρτατους νόμους της. Έτσι οι μπαλάντες του Σίλλερ περιέχουν σχεδόν πάντοτε μια λανθάνουσα ηθική σκέψη που λειτουργεί σαν ένα διακριτικό επιμύθιο.
Το «Δαχτυλίδι του Πολυκράτη» αντλεί το θέμα του από τη γνωστή διήγηση του Ηροδότου. Ο Σίλλερ πραγματεύεται ελεύθερα το ιστορικό επεισόδιο με μια ποιητική ταχύτητα και εκφραστική αντικειμενικότητα που αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της μπαλάντας. Δεν είναι βέβαιο, στο ποίημα, αν αυτό που έχει προκαλέσει τη συνεχώς ογκούμενη απειλή, την οποία υποκρύπτει η σκανδαλώδης εύνοια της τύχης προς τον Πολυκράτη, είναι ο κομπασμός για την ευτυχία του ή κάποια υποδηλούμενη μεγαλύτερη «ύβρις» του (ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι η δίψα του για την εξουσία τον οδήγησε στη δολοφονία του αδερφού του). Όπως και να έχει το πράγμα, η τύχη εδώ (δηλαδή το θείο) φαίνεται να δείχνει ένα υπέρμετρα περιπαικτικό, αν όχι κυνικό, πρόσωπο. Με αίσθηση δραματικής σοφίας ο Σίλλερ αποφεύγει να αναφέρει τον θάνατο του Πολυκράτη, πράγμα που ενισχύει το ειρωνικό στοιχείο του ποιήματος.
Η μπαλάντα μπορεί να διαβαστεί σε σύγκριση με το κείμενο του Ηρόδοτου (Παράρτημα, αρ. 5).
FRIEDRICH SCHILLER (Μάρμπαχ 1759 – Βαϊμάρη 1805). Γερμανός ρομαντικός ποιητής και δραματουργός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία της Βυρτεμβέργης, όπου σπούδασε αρχικά νομικά και αργότερα ιατρική. Εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός στρατιωτικού χειρουργού στη Στουτγάρδη και περίπου δύο χρόνια ως δραματουργός στο θέατρο του Μάνχαϊμ. Αργότερα δίδαξε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Πέθανε από φυματίωση.
Έγραψε λυρικά ποιήματα (μπαλάντες, σονέτα κ.λπ.), πολλά από τα οποία μελοποιήθηκαν. Από τα θεατρικά του έργα ξεχωρίζουν τα δράματα: Οι ληστές (1782), Ραδιουργία και έρωτας (1783), η ιστορική τριλογία με γενικό τίτλοΒαλλενστάιν (1793-99), Μαρία Στιούαρτ (1800) και Γουλιέλμος Τέλλος (1804).
Ο Σίλλερ και σκηνές από τα ποιήματά του
Χαρακτικό του 19ου αιώνα
|