Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέσεις για τον Έμμετρο και τον Ελεύθερο Στίχο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέσεις για τον Έμμετρο και τον Ελεύθερο Στίχο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Θέσεις για τον Έμμετρο και τον Ελεύθερο Στίχο

Γιάννης Μόραλης

[WITH THE NET DOWN]
Writing free verse is like playing tennis with the net down.
ROBERT FROST
.
ΑΝΤΙΣΟΝΕΤΤΟ
Ξέρω πως την περιφρονείς αυτή την τέχνη. Δεν έχεις
κι άδικο. Λέξεις, η μια μετά την άλλη, και στο τέλος
μια ομοιοκαταληξία. Σπουδαίο πράμα… «Να προσέχεις»,
λένε οι φιλόλογοι, «τους δεκαπεντασύλλαβους, το μέλος

κι –όταν μπορείς– και τον ρυθμό». Μα τότε μένει η ποίηση
απλά μια τεχνική… Γι’ αυτό σου λέω, Μικρή Αλεπού,
φέρε τον χρόνο και την διάθεση να γίνει μες στην κίνηση
εικόνα το γραπτό, να αποτυπωθεί σαν όραμα αλλού,

σε κάποιον τοίχο ή σκοτεινή αίθουσα… ίσως ακόμη μες
στο θερινό της επαρχίας, με τα ζευγάρια που αγκαλιά
κοιτάνε το πανί, και λεν «καλά, το έργο είναι μεγάλο».

Βέβαια, νά πως να το πω, δήθεν μου έλειψες προχτές
και σκάρωσα αυτό εδώ, για να σου δείξω μια
περίπτωση σονέτου! Ας πάω τώρα να κάνω κάτι άλλο.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, 2012
.
[Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΧΕΙ ΠΛΑΚΑ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ]
.
Ο ποιητής που γράφει σε “ελεύθερο στίχο” μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο στο ερημικό νησί του. Πρέπει να κάνει τα πάντα μόνος του: το μαγείρεμα, το πλύσιμο και το μαντάρισμα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτή η ανδρική ανεξαρτησία παράγει στίχους πρωτότυπους και εντυπωσιακούς. Συνηθέστερα όμως, το αποτέλεσμα είναι άθλιο – βρώμικα σεντόνια στο άστρωτο κρεβάτι και άδεια μπουκάλια στο ασκούπιστο πάτωμα… η ποίηση, όπως κάθε παιχνίδι, έχει περισσότερη πλάκα όταν έχει κανόνες.
.
Γ. Χ. ΩΝΤΕΝ (1907-1973)
.
[ ΜΙΑ "ΣΧΟΛΗ" ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΑΣ ]
Παρακάμπτοντας (δίκαια; άδικα;) όσους από παιδεία ή και έφεση δεν ένιωθαν καλά με τον ελεύθερο στίχο (είτε μοναχικούς είτε συγκεντρωμένους σε δικά τους σωματεία και στεγαζόμενους σε δικά τους περιοδικά), τα τελευταία σαράντα-πενήντα χρόνια του αιώνα που πέρασε λίγοι ποιητές μας δοκίμασαν την παραδοσιακή στιχουργία, και παροδικά (κάποιοι από τον κύκλο των Σημειώσεων, ο Τ. Ρούσσος, μερικές σάτιρες…), ενώ ήταν εύλογο το αντίθετο για όσους καταπιάστηκαν με τη στιχουργική τραγουδιών. Περίπου ξαφνικά, μια ομάδα από τους πολύ νεότερους (Γ. Κοροπούλης, Δ. Καψάλης, Η. Λάγιος κ.ά.), πάνε είκοσι-τόσα χρόνια, βάλθηκαν να γράφουν πάνω σε τέτοια πρότυπα, και είδαμε η προτίμηση αυτή κατόπιν να κερδίζει και πιο νέους (Δ. Κοσμόπουλος, Κ. Κουτσουρέλης κ.ά.). Το γεγονός προσέχτηκε και σχολιάστηκε – όχι πάντοτε θετικά. Σήμερα πρόκειται, έν τινι μέτρω, για μια “σχολή” στα γράμματά μας. Δεν είναι όμοιος ο τρόπος που όλοι αυτοί δουλεύουν τον παραδοσιακό στίχο. Ο Καψάλης, από τη μια μεριά, τείνει ν’ αποτυπώσει έναν κόσμο όσο γίνεται πιο διαυγή και παρθένο, ει δυνατόν άδολο, προσφεύγοντας σε μεθόδους της πλήρους αθωότητας, φαινομενικά τουλάχιστον προνεωτερικούς· κάποιες φορές, θαρρείς ότι αναστυλώνει ένα ναό. Ο Κοροπούλης, από την άλλη, οδηγεί στις ακρότατες συνέπειές της μια διαχείριση της παράδοσης ανατρεπτική και “πατροκτονική”: από την παλιά φόρμα μένει μόνο το κέλυφος (αλλά μένει), και το μέσα γεμίζει με καθάριο μοντερνιστικό υλικό, όχι υπερρεαλιστικό – τελικός καρπός: αυτό που κατεξοχήν μάθαμε ν’ αποκαλούμε, εσφαλμένα, “μεταμοντέρνο” στην ποίηση. Ανάμεσα στα δυο αυτά άκρα, αλλά νομίζω πλησιέστερα στο δεύτερο –χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, όσο κι αν αξίζουν τον κόπο–, κινούνται οι λοιπές εισηγήσεις επί του ζητήματος.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ, Habemus Poesiam, Νέα Εστία, τχ. 1787, Μάρτιος 2006
.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΙΧΟ
Θεωρείται δεδομένο ότι υπάρχει ελεύθερος στίχος, θεωρείται ότι ελεύθερος στίχος είναι μια σχολή· ότι συνίσταται από ορισμένες θεωρίες· ότι η ομάδα ή οι ομάδες των θεωρητικών του είτε θα φέρουν την επανάσταση στην ποίηση ή θα την εξαχρειώσουν, αν η επίθεσή τους στον ιαμβικό πεντάμετρο γίνει με κάποια επιτυχία. Ελεύθερος στίχος δεν υπάρχει…
Ο ελεύθερος στίχος… είναι μια μαχητική κραυγή ελευθερίας, αλλά δεν υπάρχει ελευθερία στην τέχνη. Και όπως ο δήθεν ελεύθερος στίχος, που είναι καλός, είναι οτιδήποτε παρά ”ελεύθερος”, θα τον υπερασπιστεί κανείς καλύτερα με κάποια άλλη ετικέτα… Εάν ο ελεύθερος στίχος είναι μια γνήσια στιχουργική μορφή, θα έχει ένα θετικό ορισμό. Κι εγώ μόνο αρνητικά μπορώ να τον ορίσω: (1) απουσία μορφικού τύπου, (2) απουσία ομοιοκαταληξίας, (3) απουσία μέτρου.
Αυτή η τρίτη ποιότητα εύκολα παρακάμπτεται. Τι στίχος θα ήταν αυτός που δε γίνεται να μετρηθεί, δεν ξέρω… Κάθε στίχος γίνεται να διαιρεθεί σε πόδια και σε τόνους. Τα απλούστερα μέτρα είναι η επανάληψη μιας εναλλαγής, ενδεχομένως από μια μακρά και μια βραχεία ή από μια βραχεία και μακρά συλλαβή, που επαναλαμβάνεται πέντε φορές. Δεν υπάρχει ωστόσο λόγος γιατί, μέσα στον ίδιο στίχο, θα πρέπει να γίνεται οποιαδήποτε επανάληψη· γιατί δε θα πρέπει να υπάρχουν στίχοι (όπως υπάρχουν) διαιρετοί μόνο σε πόδια διαφορετικών τύπων. Πώς μπορεί τάχα η γραμματική άσκηση του εμμέτρου συλλαβισμού να κάνει πιο κατανοητό ένα τέτοιο στίχο; Μόνο με το να απομονώσει στοιχεία που απαντούν σε άλλους στίχους, και μοναδικός σκοπός της οργάνωσης αυτής είναι η παραγωγή παρόμοιου αποτελέσματος κάπου άλλου. Όμως η επανάληψη ορισμένου αποτελέσματος είναι ζήτημα μορφικού τύπου…
Ο πιο ενδιαφέρων στίχος που ως τώρα γράφτηκε στη γλώσσα μας, έγινε είτε παίρνοντας κάποια πολύ απλή μορφή, σαν τον ιαμβικό πεντάμετρο, και συνεχώς ξεκόβοντας από αυτήν, ή χωρίς να παίρνει καμιά μορφή απολύτως, και συνεχώς προσεγγίζοντας κάποια πολύ απλή. Τούτη η αντίθεση μεταξύ σταθερότητας και ρευστότητας, αυτή η ανεπαίσθητη απόδραση από τη μονοτονία είναι η αληθινή ζωή του στίχου…
Μπορούμε συνεπώς να διατυπώσουμε τούτα με τον ακόλουθο τρόπο. Το φάντασμα ενός απλού μέτρου θα πρέπει να καραδοκεί πίσω από το εμπέτασμα, ακόμη και στον πιο ελεύθερο στίχο· να προχωράει απειλητικά καθώς μας παίρνει ο ύπνος και να υποχωρεί καθώς ξυπνάμε. Ώστε η ελευθερία είναι πραγματική ελευθερία μόνον όταν εμφανίζεται πάνω στο υπόβαθρο κάποιου τεχνητού περιορισμού…
Αλλά φαίνεται πως η υπερβολική προσήλωση στην ομοιοκαταληξία έχει στομώσει το μοντέρνο αυτί. Η απόρριψη της ομοιοκαταληξίας δεν είναι ένα πηδηματάκι προς την ευκολία· αντίθετα, επιβάλλει μια πολύ αυστηρότερη δοκιμασία στη γλώσσα. Όταν η ανακουφιστική ηχώ της ρίμας αφαιρεθεί, η επιτυχία ή αποτυχία στην επιλογή των λέξεων, στη φραστική διάρθρωση, στη διάταξη γίνεται αμέσως πιο φανερή. Μόλις αφαιρεθεί η ρίμα, ο ποιητής αμέσως παραδίνεται στις σταθερές της πρόζας. Μόλις αφαιρεθεί η ρίμα, πολλή από την αιθέρια μουσική ξεχύνεται από τη λέξη, μουσική που ως τη στιγμή εκείνη τιτίβιζε απαρατήρητη στην περιοχή της πρόζας. Μια ρίμα ν’ απαγορευτεί και πολλοί Καραφλοπατρίκιοι ξεσκεπάζονται.
Και η απελευθέρωση από την ομοιοκαταληξία μπορεί να ναι και απελευθέρωση της ομοιοκαταληξίας. Ελευθερωμένη από την απαιτητική της αποστολή να υποβαστάζει χωλούς στίχους, θα μπορούσε να εφαρμόζεται με καλύτερο αποτέλεσμα εκεί που είναι περισσότερο αναγκαία. Συχνά υπάρχουν τόποι σ’ ένα ανομοιοκατάληκτο ποίημα, όπου η ρίμα χρειάζεται για κάποιο ειδικό αποτέλεσμα, για ένα ξαφνικό τέντωμα, για μια απανωτή συσσώρευση ή για μια απότομη αλλαγή διάθεσης. Αλλά ο επίσημος ομοιοκατάληκτος στίχος δε θα χάσει βέβαια τη θέση του. Χρειάζεται μονάχα να φανεί ένας Σατιρικός καμία ιδιοφυία δεν είναι πιο σπάνια– για να αποδείξει ότι το ηρωικό δίστιχο δεν έχει χάσει καμιά από τις κόψεις του, από τον καιρό που το καθιέρωσαν ο Ντράυντεν και ο Πόουπ. Όσο για το σονέτο δεν είμαι βέβαιος. Η παρακμή όμως των πολύπλοκων κανονικών μορφών δεν έχει τίποτε να κάνει με την εμφάνιση του ελεύθερου στίχου. Ετούτος είχε παρουσιαστεί από πολύ πρωτύτερα. Μονάχα σε μια συνεκτική και ομοιογενή κοινωνία, όπου πολλοί εργάζονται στα ίδια προβλήματα, τέτοια κοινωνία σαν εκείνες που γέννησαν τα ελληνικά χορικά, το ελιζαμπεθιανό λυρικό ποίημα και την καντσόνα των τροβαδούρων, η ανάπτυξη τέτοιων μορφών θα φτάσει ποτέ την τελειότητα. Και όσο για τον ελεύθερο στίχο, συμπεραίνουμε ότι δεν ορίζεται από την απουσία μορφικού τύπου ή την απουσία ομοιοκαταληξίας, γιατί και δίχως αυτά υπάρχουν στίχοι· ότι δεν ορίζεται από την ανυπαρξία μέτρου, μια και ο χειρότερος στίχος μπορεί να μετρηθεί. Και συμπεραίνουμε ότι ο χωρισμός σε συντηρητικό στίχο και ελεύθερο στίχο δεν υφίσταται, γιατί υπάρχει μόνο καλός στίχος, κακός στίχος και χάος.
T.S. ELIOT, Reflections on Vers Libre, 1917, μτφρ. Αντώνης Ζέρβας
.
[ Η ΑΝΙΑΡΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ]
Οι πρώτοι δεκαπεντασύλλαβοι του ποιήματος υπήρξαν μια αυθόρμητη βωμολοχική αντίδραση στη μιμητικότητα, την εγκεφαλικότητα και τον κομφορμισμό του μεγαλύτερου μέρους της σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής, ενώ διάβαζα ένα τέτοιο πρότυπο κείμενο σε φάση της ζωής μου που η ανία μου από τη σύγχρονη ποίηση γινόταν πραγματική αγωνία. Ταυτόχρονα τα έμμετρα εκείνα νοερά graffiti με οδηγούσαν σε μία κατάσταση παράδοξης ευφορίας, κι ενώ τα ίδια υποχωρούσαν ολοένα ώσπου να εξαφανιστούν σχεδόν εντελώς, προέκυψε με τον καιρό το ποίημα. Το ποίημα, ό,τι πιο οικείο είχα. Στον αγώνα μου με τις λέξεις, σαν να διατηρούσα την ανάμνηση της λογοτεχνίας των αποχωρητηρίων, απέκλεισα όλες τις σύγχρονες πρακτικές: την αφαίρεση, την αραίωση, την υπαινικτικότητα, την αποσπασματικότητα, προπάντων σε συνδυασμό με μια ιδεαλιστική έφεση για αθώωση ή εξηρωϊσμό μιας πρωταρχικά υπανθρώπινης ύλης από την οποία –αλίμονο– συνίσταται ο άνθρωπος. Πρέπει ακόμα να προσθέσω πως διασκέδαζα γράφοντάς το, ένα ποίημα τόσο αντιρητορικό, αντιδιδακτικό, αντισοβαροφανές και προπάντων τόσο φρικτά κατανοητό. Κάνω έκκληση στον ποιητικό αμοραλισμό σας.
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ, Παρτούζα ή Ένα κλείσιμο του ματιού, 1981
.
[ Ο ΒΑΚΙΛΛΟΣ ΤΟΥ ΣΟΝΕΤΟΥ ]
“πάνω σε νέες ιδέες ας φτιάξουμε στίχους αρχαίους” (αντρέ σενιέ, 1762-1794).
ηθελημένη παραδρομή στις παλαιές, αμείλικτες τελετουργίες της ακρόασης. μερικοί
προσβλήθηκαν απ’ το βάκιλλο του σονέτου. δεν
ευφραίνομαι με το κρίμα του πράγματος· μπορεί εσύ να κοπίασες, οι ομορφότερες ωστόσο
μυθοπλασίες ευδοκιμούν χάριν του αίματος της σκέψης
που, σαν όλα τα αίματα, είναι ταχύτερο απ’ τη ρίμα, ακόμη κι απ’ την παρήχηση. αρκεί η σκέψη σου, σύντροφε, να έχει μεταφερθεί, και ως φωνή και ως φαινόμενο, στο ηλιακό
σου πλέγμα, έδρα όλων των τεθλασμένων του σ’ αγαπώ.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο, 2002
.
[ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΟΥΝ ]
Human nature has been seen as something ‘regressive’, but that must be the result of profound confusion … There is nothing ‘regressive’ about the fact that a human embryo is so constrained that it does not grow wings, or that its visual system cannot function in the manner of an insect, or that it lacks the homing instinct of pigeons. The same factors that constrain the organism’s development also enable it to attain a rich, complex, and highly articulated structure, similar in fundamental ways to conspecifics, with rich and remarkable capacities. An organism that lacked such determinative intrinsic structure – which of course radically limits the paths of development – would be some kind of amoeboid creature, to be pitied (even if it could survive somehow). The scope and limits of development are logically related.
Take language, one of the few distinctive human capacities about which much is known. We have very strong reasons to believe that all possible human languages are very similar; a Martian scientist observing humans might conclude that there is just a single language, with minor variants. The reason is that the particular aspect of human nature that underlies the growth of language allows very restricted options. Is this limiting? Of course. Is it liberating? Also of course. It is these very restrictions that make it possible for a rich and intricate system of expression of thought to develop in similar ways on the basis of very rudimentary, scattered, and varied experience.
NOAM CHOMSKY, Interview to “Red and Black Revolution”, Issue No. 2, 1995
.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΗ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

Για μένα πάντως τα σονέτα είναι σκατά :
φρικτή φόρμα, ανυπόφορη, σωστός κορσές,
και μου σηκώνεται η τρίχα, αληθινά,
όταν ακούω ότι υπάρχουν ποιητές

που και την σήμερον ακόμη ημέρα
ασχολούνται με αυτές τις σαχλαμάρες.
Α, δεν χωράει ανοχή εδώ πέρα !
Οι κάτι τέτοιοι θέλουνε σφαλιάρες

ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μήπως και κόψουν όλ’ αυτές τις πλάκες
που μου ανακατεύουν το στομάχι !

Τί επιδιώκουν τελικά οι μαλάκες ;
Ιδέα δεν έχω, σας το λέω ειλικρινά.
Πάντως για μένα τα σονέτα είναι σκατά.

ROBERT GERNHARDT, Materialien zu einer Kritik der bekanntesten Gedichtform italienischen Ursprungs, 1985, (μτφ. Κ. Κουτσουρέλη)
.
[ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΕΜΜΕΤΡΟΣ ΣΤΙΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΦΥΣΙΚΟΙ ]
Just as both normal and free verse are “artificial,” so too are they both “natural,” though not of course in the same way. Free verse stakes its claim to naturalness largely on the basis of its “organic” method of development; formal verse, on its origins in human physiology and its similarities to structures found in nature. “Basically,” John Frederick Nims has said, the iamb, the most common rhythm in speech and poetry, “is the lub-dubb of the heartbeat, perhaps the first sensation that we, months before our birth, are aware of. Nothing unnatural about that as a rhythm.” And he goes on to speculate about why so much of our poetry is not only iambic but measured into ten-syllable lines: “Why, by the way, pentameter? Could it have anything to do with the physiological fact that our heart pulses five times, on the average, for every time we breathe?” Not only does meter correspond to human heart and breath patterns, but rhyme represents the natural pattern of human perception. As Denise Levertov, a champion of organic form, has observed, rhyme and other methods of “reiteration” such as “chime” and “echo” not only serve “to knit the elements of an experience” but often are “the very means, the sole means, by which…  the returning or circling of perception can be translated into language, apperceived.”
The similarites between traditional forms and the forms of nature are perhaps even more striking. As Donald Justice has pointed out, natural objects such as leaves are, like traditional forms, characterized by “marks reflecting similitude and kind, marks such as symmetry, repetitive and predictive numerical features or patterns.” John Frederick Nims has even demonstrated that proportions based on the “golden numbers” of the Fibonacci sequence (in which each number is the sum of the two preceding ones: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, and so forth) recur again and again in nature– “in the way rabbits breed, in the generation of bees, in the number and pattern of leaves or petals on certain plants, in the spirals of the sunflower…in the curling horns of mountain goats, in the tusks of elephants, in the claws of a cat, the beak of a parrot”–even in the symmetry of the human body itself. And, importantly, also in some poetic forms. Nims concludes: “Nature… far outdoes our artists with her own use of mathematical symmetry.” Joseph Langland echoes this sentiment, saying, “I hear the cry, ‘Be natural!’ and then I walk out and examine rocks, leaves, grass, birds, animals, people, the flow of wind and fire and water. They all cry out, ‘Form!’… The absence of form is unnatural.” Of course, free verse has its form too: we do not wish to deny that fact, merely to point out that the elaborate symmetry and mathematical precision of traditional forms are, in their own way, as “natural” as the organic form of free verse. If a form seems artificial, it is no more so than any other form found in nature.
PHILIP DACEY & DAVID JAUSS, Strong Measures: Contemporary American Poetry in Traditional Forms, 1986