γράφει ο Γιώργος Κοντογιώργης*
1. Το έθνος ως έννοια
α. Η κρατούσα άποψη θεωρεί ότι η έννοια του έθνους «αποτελεί σχετικά
σύγχρονο δηµιούργηµα και µια κοινωνική οντότητα µόνο στον βαθµό που
παίρνει τη µορφή του σύγχρονου εδαφικά προσδιορισµένου κράτους, δηλαδή
του ‘εθνικού κράτους’». «Όλα τα έθνη είναι σχετικά πρόσφατα και σχετικά
τεχνητά δηµιουργήµατα. Αυτό ισχύει και για το ελληνικό έθνος που δεν υπήρχε
πριν από τον 19ο αιώνα». Η έννοια του «ελληνικού έθνους» δεν αποτελεί σε
τελική ανάλυση παρά (τεχνητό) δηµιούργηµα του νεοελληνικού κράτους-έθνους.
Εποµένως, τα έθνη που ισχυρίζονται ότι προϋπήρξαν του «κράτους-έθνους
έχουν µία ψευδή αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος»
1
.
Η άποψη αυτή, την οποία συνοψίζει ο Έρικ Χοµπσµπάουµ ανεξαρτήτως
των επιµέρους διαφοροποιήσεών της, αποδέχεται ότι το έθνος αποτελεί στις
χώρες του “κέντρου” τεχνητή κατασκευή, ή, αναλόγως, επινόηση2
και, υποθέτω,
σε ότι αφορά στην «περιφέρεια», φαντασιακή πρόσληψη 3 , που της
µετακενώθηκε από το «κέντρο». Μία βελτιωµένη εκδοχή του δόγµατος αυτού,
ανάγει το έθνος ως έννοια στις διεργασίες που συνέβησαν, σε ό,τι αφορά στις
µεταµορφώσεις του κράτους, από την εποχή του Διαφωτισµού και οι οποίες
απέληξαν στη διαµόρφωση του κράτους έθνους. Οπωσδήποτε όµως δεν
αφίσταται από τη θεµελιώδη παραδοχή ότι το κράτος συγκροτεί το έθνος.
Από το επιχείρηµα της «σχολής» αυτής συνάγουµε ότι το έθνος δεν
θεωρείται αυτοφυές και, εποµένως, συµφυές γνώρισµα του κοινωνικού
γεγονότος, αλλά «εµφύτευµα» που εγκατέστησε το κράτος στο µυαλό της
κοινωνίας, και σκοπόν έχει την άντληση της συναίνεσής της ή, αλλιώς,
νοµιµοποίησης στο σύστηµα της πολιτικής κυριαρχίας που διακινεί. Συναρτάται,
εποµένως, µε την αντίληψη ότι το κράτος αποτελεί το ταυτολογικό ισοδύναµο
της πολιτείας. Ώστε, το κράτος αυτό, στο µέτρο που µονοπωλεί, τελικά, το
πολιτικό σύστηµα, αναλαµβάνει εξ ολοκλήρου και την ευθύνη του
δηµιουργήµατός του, του έθνους. Το κράτος, εν προκειµένω, αυτοεπενδυόµενο
τον φυσικό φορέα του έθνους, αυτοπροσδιορίζεται, επίσης, ως εντολοδόχος της ιδέας αυτής και όχι της κοινωνίας4
. Συµβαίνει, όµως, µε τον τρόπο αυτό, να
ακυρώνει το αντιπροσωπευτικό πρόσηµο, που εγγράφει για τον εαυτό του, αφού
αναλαµβάνει να ασκήσει αρµοδιότητες που προσιδιάζουν, σε τελική ανάλυση,
στις ιδιότητες τόσο του εντολέα (εν προκειµένω του έθνους) όσο και του
εντολοδόχου (του έθνους).
Υπό το πρίσµα του δόγµατος αυτού, µοιάζει λογική η διαβεβαίωση του
Έρικ Χοµπσµπάουµ ότι, εάν το συγκεκριµένο κράτος εκλείψει – και ουσιαστικά
εάν το πολιτικό σύστηµα αποσπασθεί από το κράτος –, θα πάψει να συντρέχει
και ο λόγος γένεσης της ιδέας και, κατ’ επέκταση, ύπαρξης του έθνους. Δεν
διευκρινίζει, όµως, γιατί να εκλείψει το κράτος αυτό και τι θα το υποκαταστήσει,
αφού θεωρείται δεδοµένο επίσης πως το σύγχρονο πολιτικό σύστηµα είναι
δηµοκρατικό. Θα ήταν λογική, ωστόσο, η άποψη αυτή, εάν θα αποδεικνυόταν
ορθή η βασική υπόθεση εργασίας, ότι δηλαδή το έθνος ως συλλογική ταυτότητα
αποτελεί «νοητική ή φαντασιακή κατασκευή».
Υπενθυµίζεται, τέλος, ότι στο νεώτερο κράτος, το έθνος προσεγγίζεται ως
µια έννοια αποκαθαρµένη από οποιαδήποτε εσωτερική πολιτισµική πολυσηµία.
Με άλλα λόγια, η κοινωνία γίνεται αντιληπτή ως µια πολιτισµικά οµοιογενής
και µονογλωσσική κοινότητα. Η προσέγγιση αυτή του έθνους και, κατ’
επέκταση, της κοινωνίας, αποδίδει ουσιαστικά το γεγονός ότι το ίδιο το κράτος
κατέχει κατά τρόπο αδιαίρετο το πολιτικό σύστηµα. Ώστε η έννοια της
αδιαίρετης πολιτικής κυριαρχίας έναντι της κοινωνίας δεν είναι συµβατή µε την
πολυ-πολιτειακή του συγκρότηση. Το έθνος αυτό ορίζεται πολιτικά από το
κράτος, στεγάζεται στην επικράτειά του και ιστορείται από τα πεπραγµένα του.
β. Θα επιχειρήσω να καταδείξω, από την πλευρά µου, ότι η προσέγγιση
αυτή της έννοιας «έθνος» οφείλεται στο γενικότερο γνωσιολογικό έλλειµµα της
νεώτερης κοινωνικής επιστήµης, η οποία, αδυνατώντας να επεξεργασθεί µια
καθολική γνωσιολογία, ενδύει το παράδειγµά της µε καθολική αξίωση και το
προβάλλει ως µέτρο και, εν πολλοίς, πρότυπο ερµηνευτικής αναφοράς. Το
έλλειµµα αυτό, συναντάται, ωστόσο, µε την ανάγκη του κράτους να
νοµιµοποιήσει ή, εφεξής, να διατηρήσει ανέπαφο το κεκτηµένο της πολιτικής
του κυριαρχίας έναντι της κοινωνίας. Η οποία ανάγκη µετατρέπει εντέλει την
επιστήµη σε απολογητή του κράτους/πολιτείας.
Θα υποστηρίξω, συγκεκριµένα, ότι τεχνητή κατασκευή δεν είναι το έθνος
ως συλλογική ταυτότητα, αλλά η ιδέα ότι το έθνος αποτελεί δηµιούργηµα του
νεώτερου κράτους και ανήκει σ'αυτό, αντί της κοινωνίας. Θα φανεί ότι, τελικά,
το νέο, που συνθέτει την πρωτοτυπία της εποχής µας, είναι η συνεύρεση του
έθνους µε το κράτος, στο πλαίσιο µιας ενιαίας επικράτειας. Θα καταλήξω,
περαιτέρω, ότι η ενσάρκωση του έθνους από το κράτος, όπως και η ταυτολογία κράτους και πολιτείας, δεν είναι ούτε δεδοµένη ούτε στατική. Απαντάται στην
πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται ο κόσµος της νεοτερικότητας.
Όπως θα φανεί στη συνέχεια, το εγχείρηµά µου αυτό δεν αποτελεί
εφεύρηµα του νου. Αντλεί το πρωτογενές υλικό του από τα δυο
ανθρωποκεντρικά παραδείγµατα, του ελληνικού κοσµοσυστήµατος και του
νεώτερου, το οποίο αναδύθηκε ως η προέκταση του πρώτου στη µεγάλη
κοσµοσυστηµική κλίµακα.
γ. Η πρώτη επισήµανση έγκειται στο ότι το έθνος, ως έννοια, είναι όπως
κάθε ταυτοτική αναφορά, άρρηκτα συνδεδεµένη µε το ανθρωποκεντρικό
γεγονός και, πιο συγκεκριµένα, µε τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου µε
όρους ελευθερίας. Ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή
του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον», µόνον από τη στιγµή
που βιώνει ένα καθεστώς ατοµικής κατ’ ελάχιστον ελευθερίας. Το έθνος, η
σύνολη συλλογική ταυτότητα, όπως και κάθε άλλη ατοµική ή συλλογική
ταυτότητα, αποτελεί συµφυές, δηλαδή συστατικό γνώρισµα της
ανθρωποκεντρικής κοινωνίας.
Η επισήµανση αυτή δεν υπονοεί ότι στις µη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες
(π.χ. στις δεσποτικές και, ειδικότερα, στις φεουδαλικές) δεν συντρέχουν
πολιτισµικές ή άλλες διαφοροποιήσεις. Δηλώνει απλώς ότι εκεί η έννοια της
κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά µε το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη.
Κατά τούτο, ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει ιδίαν ταυτότητα, το «είναι» του
ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη5
.
Η θεµελιώδης αυτή επισήµανση είναι από µόνη της αποδεικτική του
γεγονότος ότι το έθνος στη νεώτερη εποχή δεν «επινοήθηκε» από το κράτος,
αλλά εκκολάφθηκε στο περιβάλλον των ανθρωποκεντρικών θυλάκων της
«αναγεννώµενης» Ευρώπης. Το έθνος, στο πλαίσιο αυτό, χρησιµοποιήθηκε
αρχικά ως επιχείρηµα, προκειµένου να αµφισβητηθεί η ιδιοκτησιακή πρόσδεση
του κράτους στον απόλυτο µονάρχη6
. Αυτό επικαλέσθηκε, επίσης, το κράτος για
να επιβάλλει την ανθρωποκεντρική οµοιογενοποίηση της κοινωνίας, µε µέτρο
το δόγµα «ένα κράτος, ένα έθνος, µία γλώσσα, κ.λπ.».
7 Το έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, ορίζει ένα πολιτισµικό γεγονός, το
οποίο συγκροτεί, εντέλει, µία συνείδηση κοινωνίας. Η ταυτότητα ως πολιτισµικό
γεγονός, στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρισµού, δεν υπονοεί αναγκαστικά την
αναγνώριση στον «άλλον» µιας ουσιαστικά διαφορετικής πολιτισµικής
ιδιαιτερότητας. Θα έλεγα µάλιστα ότι η εγγραφή του κόσµου των πολιτισµικών
συλλογικοτήτων στην ίδια ανθρωποκεντρική κατηγορία ή φάση, αποµειώνει
καθοριστικά τις διαφορές, έτσι ώστε να µην αποτελούν εφεξής τη διακρίνουσα
παράµετρο της πολιτικής τους βούλησης8
. Όπως και στην περίπτωση του
ελληνικού κόσµου, έτσι και στον νεώτερο εθνοκεντρικό κόσµο, η προϊούσα
ανθρωποκεντρική ανάπτυξη των κοινωνιών θα οδηγήσει στην απόσειση των
διαφορών που αντλούσαν ύπαρξη από τον ιστορικό τους βίο (ενδυµασία,
µουσική, νοοτροπίες, ήθη και έθιµα κ.λπ.) και στην προσχώρησή τους σε
πρακτικές του βίου και αξίες µε κοινό υπόβαθρο, συνάδουσες µε το νεώτερο
ανθρωποκεντρικό κοσµοσύστηµα. Με άλλα λόγια, η ταυτότητα «σηµαίνει»
πρωταρχικά τον «άλλον», ως διαθέτοντα ιδίαν οντότητα, δηλαδή προσωπική ή
συλλογική «ατοµικότητα» και, κατ’ επέκταση, αυτονοµία ύπαρξης. Ώστε, από
τη στιγµή που η ταυτότητα συγκροτεί συνείδηση κοινωνίας, αξιώνει την
αυτονοµία της, δηλαδή τη δυνατότητά της να αυτο-καθορισθεί. Κατά τούτο, η
ταυτότητα στον ανθρωποκεντρισµό (ατοµική, κοινωνική, πολιτική κ.α.)
συνδέεται άρρηκτα µε την ελευθερία.
Από την άποψη αυτή, το πολιτισµικό γεγονός της «εθνότητας»
µεταλλάσσεται σε «έθνος», στο µέτρο που συγκροτεί συνείδηση κοινωνίας. Εν
προκειµένω, η ταυτότητα αποβαίνει «συνεργός» ελευθερίας που µορφοποιείται σε
πολιτικό πρόταγµα.
Για ποια ελευθερία όµως πρόκειται; Η νεοτερικότητα συνδέει την
πολιτική διάσταση του έθνους µε την ατοµική, οπωσδήποτε, ελευθερία – αφού
αποτελεί τον ελάχιστον όρο του ανθρωποκεντρικού γεγονότος – κυρίως δε, στο
πλαίσιο αυτό, µε την εθνική ελευθερία (την ελευθερία έναντι του εθνικώς
«άλλου»). Δεν είναι νοητό για τον νεώτερο άνθρωπο να καθορίζει κάποιος
τρίτος την προσωπική του ζωή ούτε να ακυρώνει την ανεξαρτησία της χώρας
(του έθνους) του.
Δεν συµβαίνει όµως το ίδιο στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο,
καθόσον εκεί όπου τα µέλη της κοινωνίας (δηλαδή οι πολίτες) συµβάλλονται µε
κοινωνικά υποσυστήµατα (λ.χ. της οικονοµίας) ή µε το σύνολο πολιτειακό
σύστηµα, δεν αυτοκαθορίζονται. Η έννοια του αυτοκαθορισµού ή, ορθότερα, της
αυτονοµίας – ειδικότερα, σε ό,τι αφορά εδώ στην πολιτική – υποδηλώνει ότι η
κοινωνία επενδύεται το σύστηµα, αντί του κράτους, και αποφασίζει για τη
µοίρα της9
. Πράγµα που δεν συµβαίνει στην εποχή µας, αφού, όπως ήδη διαπιστώσαµε, την πολιτεία την ενσαρκώνει το κράτος, µε όρους ταυτολογίας10.
Εποµένως, τα πεδία της κοινωνικο-οικονοµικής και πολιτικής ζωής εξέρχονται
της προβληµατικής του νεώτερου κόσµου για την ελευθερία. Δεν εγγράφονται
καν ως πρόταγµα στην κοινωνία. Διαδηλώνουµε για την παραµονή µας υπό
καθεστώς εργασιακής εξάρτησης, όχι για την απελευθέρωσή µας από αυτήν. Για
να ασκήσουµε πίεση στους κατόχους του πολιτικού συστήµατος όχι για την
απόδοσή του σ’ εµάς.
Η διανόηση, από την πλευρά της, θα σπεύσει να δικαιολογήσει την
επιλογή αυτή, ορίζοντας την ελευθερία, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο,
όχι ως αυτονοµία, αλλά ως δικαίωµα. Παραθεωρεί, εποµένως, το γεγονός ότι το
δικαίωµα δεν καθιστά το άτοµο αυτόνοµο, οριοθετεί απλώς το πεδίο της
ελευθερίας εκεί όπου αυτή δεν συντρέχει (λ.χ. της ατοµικής ελευθερίας στην
περιοχή της οικονοµικής και της πολιτικής εξουσίας). Το δικαίωµα ευδοκιµεί
εκεί όπου απουσιάζει η ελευθερία και εκπίπτει όπου επεκτείνεται η ελευθερία.
Από το βιβλίο του Γιώργου Κοντογιώργη,
"Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας",εκδ. Ιανός,Αθήνα 2011
* Γιώργος Κοντογιώργης
Ο Γιώργος
Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νυδρί Λευκάδας. Σπούδασε νομικά στο
πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτική επιστήμη στο Παρίσι, όπου έγινε διδάκτορας.
(Doctorat d' Etat). Το 1980 έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ από
το 1976 διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος
Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (1975-1981), Πρύτανης
της Παντείου (1984-1990), μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου
Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (1985-1994),
Γενικός Διευθυντής (1985) και Πρόεδρος - Δ. Σύμβουλος (1989) της ΕΡΤ,
Υπηρεσιακός Υφυπουργός Τύπου (1993) κ.α. Η συμμετοχή του σε πρωτοβουλίες όπως
-μαζί με τον Ι. Κίννα και τον Γ. Νοταρά- για την επανίδρυση της ΕΕΠΕ, η
πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση που οργάνωσε από τη θέση του Πρύτανη της Παντείου
και οδήγησε στη μετεξέλιξη των πέντε Ανωτάτων Σχολών της χώρας σε Πανεπιστήμια,
η επεξεργασία της ιδέας και η εν συνεχεία συμμετοχή του στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού
Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης, αποτελούν ενδεικτικές πτυχές μιας δημόσιας
παρουσίας που συνάδει επίσης με το στίγμα της "δημοκρατικής άνοιξης"
των Μ.Μ.Ε. που ο ίδιος επιχείρησε σε δυο περιστάσεις, από τη θέση του
διευθύνοντος την ΕΡΤ. Ο Γ. Κοντογιώργης έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε
πολλά ξένα πανεπιστήμια, όπως το ΙΕΡ του Παρισιού, του Μονπελλιέ, της Λουβαίν,
των Βρυξελλών, του Κεμπέκ, του Τόκιο, της Σαπιέντζα (Ρώμη), της Φλωρεντίας, του
Autonoma της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης, του Πεκίνου κ.α.
Βιογραφικό
Ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης χρημάτισε Πρύτανης του
Παντείου Παν/μίου, Πρόεδρος-Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ ΑΕ και Υπηρεσιακός
Υφυπουργός Τύπου και ΜΜΕ. Docteur d’État του Παν/μίου του Παρισιού ΙΙ, Υφηγητής
της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Θεσ/κης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος (και Γενικός
Γραμματέας) της Ελληνικής Εταιρίας Πολιτικής Επιστήμης, ιδρυτικό μέλος (και
μέλος του Δ.Σ.) του European Political Science
Network (EPSNET), μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου (και του Συμβουλίου Έρευνας)
του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, τιτουλάριος της
έδρας Francqui του Ελεύθερου Παν/μίου των Βρυξελλών, Διευθυντής Ερευνών στο
CNRS της Γαλλίας κ.ά. Είναι επίσης μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου και
καθηγητής του Master in European Studies του Παν/μίου της Σιένας, και στη
συντακτική ή στην επιστημονική επιτροπή ελληνικών και διεθνών επιστημονικών
περιοδικών. Έχει διδάξει σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και, επί σειρά ετών, στο
Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της
Διεθνούς Ακαδημίας του Πολιτισμού της Πορτογαλίας.
Le
professeur Georges Contogeorgis a exercé les fonctions de Recteur de
l’Université Panteion, de Président et directeur de ERT (télévision publique
grecque) et de ministre intérimaire de la presse et des mass media. Docteur
d’État de l’Université de Paris ΙΙ, il a été maître de conférence de la Faculté de droit de
l’Université de Thessalonique, membre fondateur (et Secrétaire Général) de
l’Association Hellénique de Science Politique, membre fondateur (et membre du
C.A.) du European Political Science Network (EPSNET), membre du Conseil
supérieur (et du Conseil de recherche) de l’Institut universitaire européen de
Florence, titulaire de la chaire Francqui de l’Université Libre de Bruxelles,
Directeur de recherches au CNRS etc.. Il est également membre du conseil
scientifique et professeur du Master in European Studies de l’Université de
Sienne, et de la commission éditoriale et scientifique de revues scientifiques
grecques et internationales. Il a enseigné dans de nombreuses universités
étrangères, et pendant des années à l’IEP de Paris. Il est membre de l’Académie
Internationale de la Culture
du Portugal.
George CONTOGEORGIS, Docteur d’Etat (University of Paris) is Professor
of Political Science at Panteion University of Athens. Rector of Panteion
University (1984-1990), Secretary General of the Hellenic Association of
Political Science (1975-1981), member of the High Council and Research Council
at the European University Institute of Florence (1985-1994), twice
President-General Director of the Hellenic Broadcasting Corporation (1985,
1989), Minister, Ministry of the Presidency (State Administration,
Communication, Media) and Government Spokesman (1993), writer in Athenian daily
newspapers, member of the Athens Bar Association, etc. Member of many
scientific associations, both Greek, French, and international, as well as of
the scientific committee of the Journal of Political Science ‘Pôle Sud’
(University of Montpellier), Review Southeastern Europe and scientific
correspondent of the Revue Internationale de Politique Comparée. Since 1987,
responsible for European programs including a European Masters in Political
Science, expert on the E.U. Commission for University Issues. Founding member
of the European Network of Political Science (EPSNET) and member of the
Administrative Committee. Has taught at many universities such as IEP of Paris,
Universities of Brussels, Montpellier, Louvain, Quebec, Toulouse, IEP Lille,
IEP Bordeaux, Dauphine, La
Rochelle, Rome, Tokyo, Florence, Geneva, Barcelona, Madrid,
Salamanca, Granada, Beijing, etc. Director of Research of the French CNRS.
Professor, Master in European Studies, University of Siena. Correspondent
Academician of the International Academy of Portuguese Culture.
El profesor Georges Contogeorgis cumplió las
funciones de Rector de la Universidad Panteion, de Presidente y Director de
ERT (Televisión Pública de Grecia) y de ministro en funciones de la Prensa y de los Medios de
Comunicación. Doctor de Estado de la Universidad de París
II, fue Profesor en la
Facultad de Derecho de la Universidad de
Salónica, miembro fundador (y Secretario General) de la Asociación Helénica
de Ciencia Política, miembro fundador y miembro del C.A.) del European
Political Science Network (EPSNET), miembro del Consejo Superior (y del Consejo
de Investigaciones) del Instituto Universitario Europeo de Florencia, titular
de la catédra Francqui de la
Universidad libre de Bruselas, Director de Investigaciones en
el CNRS (Francia), etc. También es miembro del Consejo Científico y profesor
del Master in European Studies de la Universidad de Siena y de la comisión editorial y
científica de revistas científicas griegas e internacionales. Dio clases en
varias universidades extranjeras y, durante años, en el IEP de París. Es
miembro de la
Academia Internacional de la Cultura de Portugal.
Αγαπημένα Βιβλία
La théorie des
révolutions chez Aristote (ελλ.μτφ. Νέα Σύνορα 1982) LGDJ Paris 1978.
Η ελληνική λαϊκή ιδεολογία. Κοινωνικο-πολιτική μελέτη του Δημοτικού
Τραγουδιού, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1979.
Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της
τουρκοκρατίας, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1982.
Πολιτικό σύστημα και πολιτική, Πολύτυπο, Αθήνα, 1985.
Histoire de la Grèce,
Hatier, Paris, 1992.
Νεοτερικότητα και πρόοδος, Κάκτος, 2001.
Το αυταρχικό φαινόμενο, Παπαζήσης, Αθήνα, 2003.
Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Παπαζήσης, Αθήνα,
2003.
La Grèce du
politique, Montpellier, 2003.
“Democracy and Representation.
The Question of Freedom and the Typology of Politcs”, London, 2005.
“Political Culture in Greece”
in Takashi Inogushi Jean Blondel (ed.) Globalization and Political
Culture of Democracy, Tokyo,
2003.
Το ελληνικό κοσμοσύστημα τ. Α. Η κρατοκεντρική περίοδος της πόλης, Σιδέρης,
Αθήνα, 2006.
Έθνος και ‘εκσυγχρονιστική’ νεοτερικότητα, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα, 2006.
“Political Science in Greece” in H.-D. Klingemenn (ed.) The State of the Political Science in Western
Europe, Barbara Budrich Publishers, Opladen, 2007.
Ελληνικότητα και διανόηση (ομού με Μίκη Θεοδωράκη), Ιανός, Αθήνα, 2007.
Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης, Αθήνα, 2007
Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Παρουσία, Αθήνα, 2008.
12/2008: Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Ιανός, Αθήνα, 2009.
Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, Σιδέρης, Αθήνα, 2010.
Περί έθνους και ελληνικής συνέχειας, Ιανός, Αθήνα, 2011.
L'Europe et le Monde L'Harmattan, Paris, 2011.