Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη


και εγένετο εν τω στόματι αυτού ως μέλι γλυκάζον
Του Αντώνη Καρτσάκη, δρ. Φιλιλολογίας
Πηγή: 

1. Η αξία του Παπαδιαμάντη
Γιατί η γλώσσα; [1. Σημαντικός παράγων της ιδιοτυπίας και της γοητείας του. Λυρισμός, ποιητικότητα (Δετορ.) εδράζονται στη γλώσσα. 2. Διάχυτη η άποψη ότι ο Π. έχει μια δύσκολη γλώσσα. Ο Π., όπως ο Κάλβος, ο Ροίδης, ο Βιζυηνός, ο Κονδυλάκης, έπεσε θύμα της γλωσσικής μισαλλοδοξίας μας. Ελπίζω να φανεί ότι η γλώσσα του είναι κατανοητή σήμερα, ή ότι έχει τις δυσκολίες που έχει μια παλαιότερη μορφή τέχνης].
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει επισύρει από παλιά την προσοχή της κριτικής. Μια πολυεπίπεδη, πολύτυπη γραφή, «κτήμα ες αεί», όπως τη χαρακτήρισε ο Σικελιανός, που έγινε μέλι γλυκό στο στόμα του δημιουργού της, όπως και ο τίτλος μου δηλώνει, προορισμένο να γλυκαίνει τον καθένα μας. Γιατί φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης πραγμάτωσε στα καθ’ ημάς εκείνο που έγραψε ο Μποντλέρ για τον Βίκτωρα Ουγκώ πως έφαγε το γαλλικό λεξικό και το έβγαλε μεταμορφωμένο από το στόμα του σε κόσμο ολόκληρο, με χρώμα, μελωδία και κίνηση. «Ένας μικρός Θεός» ο Π., ακούσαμε προχθές από τον κ. Δετοράκη, που αναδημιουργεί τον κόσμο. Που φαίνεται να ακολουθεί για την ελληνική γλώσσα τη μοίρα του Ιεζεκιήλ στον οποίο ο Θεός είπε: «Χάνε το στόμα σου και φάγε ό δίδωμί σοι». «Και έφαγεν αυτήν και εγένετο εν τω στόματι αυτού ως μέλι γλυκάζον…»-θα προσπαθήσω να δείξω.
Αλλά πρώτα μια διευκρίνιση: όπως σωστά έχει ειπωθεί, η γλώσσα στον Παπαδιαμάντη είναι το μέσον. Μέσα από αυτήν ο συγγραφέας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ποιητής Νίκος Καρούζος, «προσπάθησε να υπάρξει, όχι να γράψει». Ο σκοπός λοιπόν είναι άλλος. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε τέχνη. «Τον κάναμε τέχνη», ισχυρίζεται ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Δεν είναι απλώς λογοτέχνης. Είναι πνευματικό κεφάλαιο. Δεν μένει στις «αισθητικές επιφάνειες», προχωρεί στο βάθος, στην αναζήτηση της πνευματικής ακεραίωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός και η τέχνη είναι το μέσον. Και ο μεγάλος συγγραφέας μας ποτέ δε λάτρεψε το μέσον, ή, όπως λέει η παράδοση, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».
Με τις σκέψεις αυτές πρέπει, νομίζω, να πλησιάζουμε την τέχνη του Παπαδιαμάντη. Πιο συγκεκριμένα: η αξία του έγκειται στο ότι μας αποκάλυψε, όπως έχει παρατηρήσει ο Τάκης Παπατσώνης, «ένα διάχυτο και αδιατύπωτο αίτημα, ιστορικό μαζί και εθνικό και ηθικό: τη μνήμη της ανατολικής ορθοδοξίας. Ανήκει σε μια εξωφιλολογική τάξη και είναι εκείνος που μας δίνει το διάγραμμα που μέσα σ’ αυτό πρέπει να κινούμαστε, διάγραμμα απλότητας, ταπεινότητας, ανενδοίαστης προσήλωσης στην πίστη». Προσηλωμένος ο ίδιος στην εκκλησιαστική παράδοση δεν ηθικολογεί. Προτείνει έμπρακτα την επανανακάλυψη της ευχαριστιακής κοινότητας και της λαϊκής ευλάβειας, κορυφαία έκφραση της οποίας είναι το πανηγύρι στη μνήμη των αγίων.
Από την πρόθεση αυτή εκπηγάζει η τέχνη του. Με τη γλώσσα του θα ζωγραφίσει έναν αυθεντικό πίνακα ανθρώπινης αλήθειας. Θα κάνει δικό του τον πόνο των φτωχών και των κατατρεγμένων, των απλών και των καρτερικών ανθρώπων. Θα ματώσει ό ίδιος δίπλα στη χαροκαμένη μάνα που ξενυχτά το άρρωστο παιδί, δίπλα στις βασανισμένες γριές, στις σεμνές και ταπεινές γυναίκες του νησιού του, που κρατάνε ψηλά τα ήθη και την περηφάνια τους ως μαυροφορεμένες χήρες ή ως στερημένες κόρες.
[Με τη γλώσσα αυτή σκιαγράφησε τους καημούς των αδυνάτων, «χωρίς να οραματίζεται το λυτρωμό τους». Βέβαια, ο σκιαθίτης συγγραφέας ανήκε στους αδύνατους και δεν είχε φυσικά αντίρρηση για το λυτρωμό των ομοίων του. Μόνο που για τον Παπαδιαμάντη (ή τον άνθρωπο γενικά της παράδοσης) το ζήτημα τίθεται διαφορετικά: Δεν μπορεί να αναβάλει το Θεό ή την παράδοση, περιμένοντας να γίνει πρώτα ο λυτρωμός των αδυνάτων. Οι άνθρωποι πίστευε, δεν θα φτάσουν ποτέ στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων τους, αν δε λύσουν πρώτα το πνευματικό τους πρόβλημα. Ο συγγραφέας μας επιζητούσε την μέλλουσαν πόλιν…]
Με ποιο γλωσσικό ένδυμα ντύθηκε λοιπόν η τέχνη αυτή η γνήσια λαϊκή; Ποιες ιδιοτυπίες παρουσιάζει η γλώσσα του Παπαδιαμάντη και πού ακριβώς έγκειται η γοητεία της; Και κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα η γλώσσα αυτή; Τα ερωτήματα αυτά θα προσεγγίσω, κυρίες και κύριοι, με όση μπορώ συντομία και απλότητα.
2. Η γλώσσα: πρωτοτυπία και πηγές
Η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι προσωπική γλώσσα. Διαθέτει δηλαδή πρωτοτυπία. Η γοητεία της, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από την πρωτοτυπία, καθώς γνωρίζουμε ότι έχουμε στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικά έργα αισθητικά άρτια ή και πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέκταση που μας μεταφέρει στο επίκεντρο της πνευματικότητας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής.
Η παπαδιαμαντική γλώσσα εδράζεται στο συνταίριασμα παράδοσης και δεξιοσύνης. Ή αλλιώς στην επιδέξια αξιοποίηση της παράδοσης. Και υπερέχει κατά το ότι μας μεταφέρει στην πνευματικότητα της παράδοσης και στην πραγματικότητα του λαϊκού βίου.
Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και τη μορφολογία του έργου του Παπαδιαμάντη θα ήταν ελλιπής, αν δε φανέρωνε τις πηγές της έμπνευσής του δημιουργού της. Γιατί γλώσσα και περιεχόμενο είναι αλληλένδετα στο έργο του σκιαθίτη. Πρώτα όμως οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τη γλώσσα.
3. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για τη γλώσσα
Ο Παπαδιαμάντης, αν και έζησε μέσα στη δίνη των γλωσσικών αντιπαραθέσεων, δεν θέλησε να ταυτιστεί με καμιά γλωσσική παράταξη. Είναι γνωστή η αποστροφή του προς τον Κοραή, αλλά και προς τον Ψυχάρη. Πίστευε πως καμιά γλωσσική μορφή δεν μπορεί να επιβληθεί από τους διανοούμενους. Οι γλώσσες δεν επιβάλλονται, έλεγε. Εξελίσσονται αβίαστα καθώς χρησιμοποιούνται και λαλιούνται κατά τις ανάγκες του λαού, «που τις παίζει έτσι όπως θα έπαιζε το λαγούτο και το κανονάκι του, για να εκφράσει με ήχους τα ανέκφραστα λόγια».
Ο Παπαδιαμάντης το ξέρει καλά αυτό γιατί είναι βγαλμένος από το λαό. Γι’ αυτό και ντύνει το έργο του με τη γλώσσα που έχει μάθει από τους ανθρώπους του νησιού του, από τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας, όπου ζει από το 1873 «πότε νηστικός και πότε χορτάτος», όπως γράφει στον πατέρα του, από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, την Αγία Γραφή, τα υμνολόγια, τα συναξάρια, τους πατέρες, τους αρχαίους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ταξινομημένες ιστορικές περίοδοι στη γλώσσα του, όπως δεν υπάρχουν διαχωρισμένες εποχές του ελληνισμού στην ψυχή του. Είναι ολάκερος, ακέραιος, μοναδικός, φτιαγμένος από τη στόφα του άρραφου χιτώνα του ελληνισμού. Το έργο του είναι ζωντανή μαρτυρία αυτής της ιδιόμορφης σύνθεσης της ρωμιοσύνης, που είναι ταξίδι, καράβι, θάλασσα ανοιχτή…
Η στάση λοιπόν του Παπαδιαμάντη στο γλωσσικό είναι έλλειψη στάσης και στράτευσης. Επικρίνει κάθε μονομέρεια και οικτίρει τον ελληνικό λαό για τη σύγχυση που του έχουν προκαλέσει οι πνευματικοί ηγέτες του: «Ο λαός ετούτος είναι ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, επειδή οι οδηγοί του σκέφτονται έτσι άστοχα αρκετές φορές. Κρίμα! Και επειδή εις την ελληνικήν γλώσσαν άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν». Η γλώσσα για τον Π. είναι ενιαία, είναι φυσικός οργανισμός, λαϊκό δημιούργημα, και εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Το περιλάλητο λοιπόν γλωσσικό ζήτημα ουδέποτε ανέκυψε για τον Παπαδιαμάντη, ή, εάν ανέκυψε, επελύθη μεγαλοφυώς.
4. Τα χαρακτηριστικά της παπαδιαμαντικής γλώσσας
Πώς λοιπόν, με βάση τις σωστές αυτές, από γλωσσολογική άποψη, θέσεις, οργανώνει ο ίδιος τη γλώσσα του;
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη –το είπαμε ήδη- είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη. Φαίνεται ότι η φτώχεια (που διασφάλιζε την ελευθερία του) κατέληξε να είναι η αρετή του. Ελεύθερος από συμβάσεις, σε διάσταση μάλλον με το περιβάλλον του, γνήσιος και ιδιόμορφος, διαμορφώνει ένα είδος καθαρού και πλήρους λόγου. Ο ίδιος είχε υποχρεωθεί εν είδει διαμαρτυρίας να εξομολογηθεί: «Δεν ομοιάζω με κανέναν. Ομοιάζω με τον εαυτό μου». Ήταν ως να έλεγε: [Βρεττάκος]
«Η γλώσσα που χρησιμοποιώ, αιρετική ή όχι, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Διάλεξα τη γλώσσα με την οποία νόμισα πως θα μπορούσα να ειπώ και να ζωγραφίσω καλύτερα τα όσα είπα και εζωγράφισα. Ο δογματισμός της δημοτικής των ημερών μου, θα με αποστερούσε από τη λεκτική επάρκεια που είχα ανάγκη. Ίσως μετά 100 χρόνια, γύρω στο 1980 λ.χ., η δημοτική να έχει γίνει μια φιλελεύθερη, επαρκής και ευέλικτη γλώσσα, την οποία, αν ζούσα, ευχαρίστως θα χρησιμοποιούσα. Με τη γλώσσα αυτή την «αιρετική» συλλέγω και ταξινομώ και αναδεικνύω τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ανώνυμων. Των φτωχών και των κατατρεγμένων. Με την ίδια κατηγορώ την «πλουτοκρατίαν» ως τον διαρκή «αντίχριστο που γεννά την αδικία. Και η φυγή μου επίσης προς τους καιρούς και τα συμβάντα των παιδικών ημερών, η νοσταλγός αναζήτηση της θαλπωρής που γεννούσαν γύρω μου οι εκδηλώσεις πίστης των απλών ανθρώπων, με το ίδιο ζεστό ένδυμα ντύθηκε. Τα φλεγόμενα συναισθήματά μου, που γεννιούνται από την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο διαμαρτύρομαι συνεχώς, επιτιμώ και σαρκάζω, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ομοιάζω με τον εαυτό μου».
Ποια είναι λοιπόν η ιδιοτυπία της γλώσσας αυτής; Ο μελετητής Λίνος Πολίτης έχει διακρίνει τρία επίπεδα (αναβαθμούς) στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την άποψη ασπάζονται έκτοτε όλοι οι μελετητές:
α) Στους διαλόγους του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς,
β) Στην αφήγηση υιοθετεί μιαν άλλη γλώσσα που έχει βάση την καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων δημοτικής, και καταλήγει σ’ ένα προσωπικό ύφος,
γ) Στις περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις του ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα.
Ας δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα:
4. 1. Η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα
Είναι γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Η πρωτεύουσα που ζει την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιρροές από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από τα διηγήματα του σκιαθίτη δημιουργού.
Ωστόσο ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει φωτογραφικά την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά την μεταμορφώνει, με την επίδραση υποκειμενικών παραγόντων, όπως είναι η νοσταλγίαο ρεμβασμός και η θρησκευτικότητά του. Εκτός όμως από τον ποιητικό αυτό κόσμο υπάρχει και ο κόσμος του κακού. Η ξενιτιά, η τοκογλυφία, η κομματική συναλλαγή, το κουτσομπολιό των λαδικών, η άδικη καταλαλιά, το έγκλημα, η σκλαβιά των γυναικών σε ένα μέθυσο σύζυγο κ.λπ. επανέρχονται μονίμως με μια ρεαλιστική γραφή. Ο φτωχόκοσμος, η ανέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η εξαθλίωση είναι το μόνιμο σκηνικό του.
Το σκηνικό αυτό υπαγορεύει την ανάλογη γλώσσα. Μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη μάλιστα με διαλεκτικά στοιχεία των ηρώων του, συνηθέστερα με το σκιαθίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Στόχος αμετάθετος: η απόδοση της πραγματικότητας.
Παράδειγμα:
[«Στο Χριστό στο κάστρο»]
«Αλλά το κυριώτερο θύμα του παπα Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
- Δε μου λες, Αλαξανδρή, τι θα πη τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών;». Ποιος είν’ αυτός ο ανυψώσας;
- Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής μη εννοών άλλως την λέξιν.
- Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;», ηρώτα πάλιν ο παπάς.
Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο».
[«Φόνισσα»]
Η κυνηγημένη από τους χωροφύλακες Φραγκογιαννού πίνει από τη βρύση άπ’ όπου «μόνον τα πετεινά του ουρανού ηδύναντο να πίνουν», και μονολογεί:
-Αχ! Καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, δώστε μου και τη χάρη σας να πετάξω!...
Και εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κι επέταξαν έντρομα…»
[«Πατέρα στο σπίτι»]
-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
[εκμετάλλευση του διαλόγου. Σε πέντε αράδες ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο βάρος]
[«Η Νοσταλγός»]
- Σύρε στο καλό, Μαθιέ μου π’λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λαδιώ. Κρίμα που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα. Αν πέθαινε ο μπαρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα.]
[«Υπηρέτρα»]
Ο ήρωας, ο μπαρμπα-Διόμας, απαριθμεί τα παρελθοντικά του βάσανα και την αλγεινή επαφή του με την κυβερνητική γραφειοκρατία. «Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα». Ας δούμε πώς προσπαθεί ο συγγραφέας να φτάσει στο ανώτατο σημείο απόδοσης της πραγματικότητας:
«Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιπομμαχικό, και μόδωκαν, λέει, δυο σφάκελα να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή. Πήγα στην πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο Υπουργείο και μου είπαν «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλομε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ο μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι από κει στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση». Σηκώνομαι φεύγω γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ… Είδες εσύ σύνταξη; Άλλο τόσο κι εγώ».
[Λεξιλόγιο ενός αγράμματου. Συμπάθεια. Αληθοφάνεια, ρεαλισμός. Παραφθορά=συμπαράθεση δυο διαφορετικών κόσμων. Ο στόχος: διχασμός ανάμεσα στο ισχυρό κράτος και στον αδύναμο πολίτη].
Στην «Αποκριάτικη Νυχτιά» τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν κατ’ ανάγκη μαζί, προσπαθούν να επικοινωνήσουν:
«Ο γέρων Ζαχαρίας, οφείλων κάτι να είπη, έδειξε δια του παραθύρου την ευρείαν έκτασιν της πόλεως και του ελαιώνος, λέγων:
-Έχουμε από δω, κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.
-Μάλιστα, -είπεν ο ανθυπασπιστής, και μέσα του εμορμύρισεν: «έχετε μάλιστα δύο θεάς».
Είτα όλοι εσιώπησαν.
-Έμαθα ότι έχετε κι ένα  υιόν εις τον στρατό, είπεν ο ανθυπασπιστής.
-Ναι είπεν ο κυρ Ζαχαρίας, όστις ηπόρησε πώς δεν εσυλλογίσθη να το αναφέρη πρώτος. «Αυτός δεν ήθελε να πάει κατά το ένθιμον, και άμα έληξεν η θητεία του, έμεινεν εις τον στρατόν. Να περιμένη τώρα προβιβασμόν! Αν έχη τύχην, όπως τον εκατήντησαν τον στρατόν με τα κόμματά τους! Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το Έθνος ανάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Εγνώρισα εγώ στα χρόνια μου λοχίους, δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι.
[Εδώ δεν έχουμε διαλεκτικά στοιχεία. Οι γλωσσικές παραφθορές συνδηλώνουν την προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, την προσαρμογή σ’ ό,τι θεωρείται υψηλός λόγος –καθαρεύουσα ειρωνεία]
Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα από το «Γυνή πλέουσα». Ένας καπετάνιος επιστρέφει στο σπίτι του για να περάσει το χειμώνα. Η γυναίκα του, που αγαπά το κρασί, στέλνει βιαστικά το γιό της στο μπακάλικο να πει στον καταστηματάρχη να μη ζητήσει από τον άντρα της να τον πληρώσει για το κρασί, που αυτή κατανάλωνε εν απουσία του. Από το διάλογο μάνας και γιου:
-Ακόμα, μάννα, δεν έγιν’ η τυρόπιττα;
-Άκουσε παιδί μ’ Μανώλη να σ’ πω ένα κρυφούτσικο: ξέρεις το Γιαννιό τον Κισσιώτη, όπου σ’ έστελνα κι εγέμιζες τη μποτίλια κρασί;
-Πως.
-Να πας να του πης…
-Να μ’ δώσης τυρόπιττα…
-Τώρα, να ψηθή πρώτα… Να πας να πης του Κισσιώτη…
-Τι;
-Κείνα τα βερεσέδια πες οπ’ του χρωστώ, μην πιάση πες τον πατέρα σου κι εγώ θα κάμω νόμο-τρόπο. Άκουσες;
-Ναι.
-Σύρε, τρέχα γλήγορα να τα’ πεις και να ρθής. Να έφτυσα…
-Δώ’ μ’ πρώτα λιγάκι τυρόπιττα -Δεν έγινε ακόμα… Ώσπου να ρθης πίσω θα γένη. Τρέχα μην περάσ’ ο πατέρας και τονε πιάση. Τι σούπα να πεις;
-Να κείνα τα βερεσέδια… μην τα πιάσ’ ο πατέρας… και συ θα κάμεις τον ώμο τρόπο…
-Όχι μην τα πιάσ’ ο πατέρας. Αυτός να μην πιάση τον πατέρα σ’ και τα γυρεύει…
Τρέχα νάχης την ευκή μ’
Δώ’ μ’ τυρόπιττα. Να τώρα έγινε, θα καεί…
[Κάθε ήρωας βιώνει τη δική του κατάσταση, έχει το δικό του πρόβλημα… Ταπεινοί ήρωες, ταπεινή και απλή και κατανοητή η γλώσσα].
4.2. Η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων δημοτικής
Εκτός από την απλή αυτή γλώσσα, είναι γνωστή η συμπάθεια του συγγραφέα στην καθαρεύουσα της εποχής. Τον οδηγεί άραγε σ’ αυτήν η αγάπη του στη λογιοσύνη, η επιθυμία του να ακριβολογήσει στην έκφραση, ή η εκκλησιαστική παιδεία του; Και πώς κατορθώνει να κάνει τη γλώσσα αυτή αγαπητή μέχρι σήμερα;
«Αγαπούν όλοι και σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη», μας λέει ο Τέλλος Άγρας. «Αγαπούν και τα ρητά –τα ολίγα- των αρχαίων τραγικών και –τα πάμπολλα- της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς και τους Προφήτας […]. Αλλ’ η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη –συνεχίζει ο Άγρας-κάνει θαύματα, γιατί αντλεί από όλο τον πλούτο «της τελειότερης γλώσσας του κόσμου», γιατί δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής, ενώ για τη σύνταξη, είχε για πρότυπο είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερη απ’ τις σύγχρονες, τη γαλλική. Επιπλέον, ο Παπαδιαμάντης είχε αλάθητο το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. «Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, όσο είναι σ’ αυτόν. Το αίσθημα όμως της ακριβολογίας τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα. Άλλωστε ως τα 1905, κι αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας, μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα»;
Η καθαρεύουσα λοιπόν του Παπαδιαμάντη έχει βαθιές ρίζες. Κυρίως όμως είναι συνειδητή επιλογή του δημιουργού, προκειμένου να υπηρετήσει με τη γλώσσα αυτή τις ιδέες του. Η θησαυρισμένη μέσα του πλούσια μνήμη από τα πολλά κοιτάσματα του νεοελληνικού ψυχισμού ζητά διέξοδο. Αυτό το μέσα πλούτος φέρνει ο συγγραφέας στην επιφάνεια με το καθαρό ιδίωμα του καιρού του. Μια καθαρεύουσα η οποία δεν είναι γλώσσα εργαστηρίου, όπως εκείνη του λογιοτατισμού της εποχής,  που, ενώ διατηρεί τα εξωτερικά στοιχεία της τυπικότητας και της επισημότητας, πάλλεται από λυρισμό και απεχθάνεται κάθε ρητορεία:
[«Το μυρολόγι της φώκιας»]
«Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της και ήρχισε ν’ ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ’ οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγιασμόν, εστράφη κ’ εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη… Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κ’ εξηκολούθησε τον δρόμον της».
[Το α΄ τραγική ειρωνεία. Το β΄ χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός, όπλα με τα οποία άσκησε την κοινωνική κριτική του. «Μεγαλείων οψώνια»]
Με τον καιρόν, όταν εμεγάλωσεν η κόρη –ήτο κομψή, χλωμή και ονειρώδης- ανάγκη πάσα να την εμβάσουν εις τον κόσμον δια της μεγάλης θύρας. Της επήραν δασκάλαν στο πιάνο, στα γαλλικά. Κάτι έμαθεν η κόρη να τραγουδίζη και να βομβή, ακόμα και τον «Χόρ-χόρ-αγάν». Τέλος έπρεπε να την υπανδρεύσουν, να της αγοράσουν δηλαδή σύζυγον. Ή ένα στατιωτικόν από ιστορικήν οικογένειαν, ή ένα πολιτευόμενον με μέλλον. Εις τι θα εχρησίμευεν η προιξ, εάν δεν θα είχεν ο άνθρωπος να βαπτίζη όλα τα χωριατόπουλα, και να στεφανώνη όλα τα ανδρόγυνα, δια να κάμη κουμπάρους και κομματάρχας; Είναι γνωστόν ότι αι εκλογαί γίνονται με κουμπαριές και ενίοτε με κουμπουριές.
Η διάσταση στο επίπεδο της γλώσσας εντείνεται και από τη συχνή χρήση της γλώσσας της εκκλησίας:
«-Αχ γιέ μου, είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια.
-Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο γερόντισσα…
- Αχ, πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Νάμουν πουλί να πέταγα!!!
-«Τις μοι δώσει πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
-Ήθελα να έφευγα από τον κόσμο γέροντά μου… Δεν μπορώ να υποφέρω πλιά!
-«Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπεν πάλιν ο γέρων μοναχός.
-Μεγάλη φουρτούνα μ’ ηύρε γέροντά μου…
-Ο θεός να σε γλυτώσει κόρη μου «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος…
-Απ την κακία και την κακογλωσσιά δε γλιτώνει άνθρωπος…
-«Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίας και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ Ιωάσαφ.
Η ηρωίδα αδυνατεί να κατανοήσει τη γλώσσα αυτή, γιατί είναι αποκομμένη από την πνευματική κοινότητα, αν και η ίδια θεωρεί τον εαυτό της αντιπρόσωπο του Θεού. Η διάσταση στη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί και ως αδυναμία της αλήθειας να επικοινωνήσει με το ψέμα.
Οι βιβλικές επιδράσεις στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη εντοπίζονται σε όλο το εύρος της γλωσσικής δομής του δημιουργού: από τις διάσπαρτες φράσεις και τη σύνταξη, έως τα πολλά σχήματα λόγου:
Παπ.: «Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου»
Γραφή: «…ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου»
Παπ.: «τον άρτον μου δεν έθεσα ποτέ επί τραπέζης»
«…ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου»
Παπ.: «Από τα φύλλα της εστάλαζε και έρρεε μάνα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι εκ πέτρας»
«…και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς»
«Οι εκ πέτρας το μέλι θηλάσαντες» (ψάλλουμε για τους τρεις Ιεράρχες)
Παπ.: «εί τις έπταιε αν ήτο στείρα και άτεκνος;»
«Ιωακείμ και Άννα… Στείρα, άγονος η Άννα σήμερον» (ιδιόμ. του γεν.. της Θ.)
Παπ.: «Αφήκεν μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν»
«Μικράν φωνήν αφήκεν ο ληστής εν τω σταυρώ» (αντίφ. της Μ. Πέμ)
Προσοχή: η γλώσσα αυτή με την οποία η συναναστροφή του Π. είναι συνεχής και εσωτερικά συνεπής, αποκτά την αξία των πραγμάτων τα οποία κατονομάζει. Δεν είναι η επίσημη φορεσιά αλλά δίνει τον απόηχο μιας μακρινής επίσημης λαλιάς που είναι ακόμα ενεργή, καθώς μάλιστα φωτίζεται με την αποδοχή της θεόπνευστης προέλευσής της. Στα άξια χέρια του δημιουργού της απλοποιείται και ταυτίζεται με τη φυσική ανάπτυξη μιας λαϊκής γλώσσας. Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να δημιουργήσει ύφος, δηλαδή προσωπική γραφή.
4.3. Η προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα
Αν όμως με τον δεύτερο αυτό αναβαθμό ο συγγραφέας βρίσκει τον καλύτερο δρόμο να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη του, τι χρειάζεται ο τρίτος αναβαθμός, η αυστηρότερη και επισημότερη καθαρεύουσα, για να αποδώσει ακριβέστερα την εμπειρία του;
[Από την περιγραφή του κήπου του Γιαννιού στη «Μαυρομαντηλού»]
«Τω όντι τα χόρτα και οι θάμνοι του περιβολίου δεν έπαυσαν να σχηματίζωσιν αύλακας, να είναι ποικιλόμορφα, αναλλοίωτα και ρευστά, να ορθώσι την χαίτην, να στηλώνωσι τα στέρνα, να φρίσωσι, να κροαίνωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν αντίτυπον σώμα. Και οι ζέφυροι προσέπαιζον κυλινδούμενοι εντός των, ως άτακτα παιδία, και ημιλλώντο τίς να αυλακώσει καλύτερον, τις να υπεγείρη υψηλότεροντα κυανά και πορφύρεα νώτα των, μετά φωσφορίζοντος σελαγισμού, μετ’ ακτινωτού αφρώδους στεφάνου. Και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας, μυρμηκιζούσας παροδικάς ρυτίδας…»
Μια ποιητική παρά ρεαλιστική ταξινόμηση με διαρκή εναλλαγή των παραβολών: τα κηπευτικά παρομοιάζονται άλλοτε με άλογα, άλλοτε με κύματα και άλλοτε με «κυματίζουσαν οθόνην».
[«Όνειρο στο κύμα»]
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου. Ήθελεν την ζωήν της. Ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδίας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή».
Και μια περιγραφή από το 8ο κεφάλαιο της «Φόνισσας». Μας μεταφέρει τη φυσική ομορφιά του λόφου πάνω από τα μνημούρια:
«Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαϊων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει, ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύμματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας».
[Ας προσέξουμε με πόση τέχνη ο συγγραφέας μας οδηγεί στην κορυφή του «πετρώδους λόφου» και από κει κατευθύνει τη ματιά μας «κάτω», η οποία αμέσως φεύγει για τα νησιά, πέρα στον ορίζοντα. Ας δούμε πώς η κίνηση επιταχύνεται από την επανάληψη των ισχυρών (ανοικτών) φωνηέντων «ου» και «α».]
Στο ίδιο κεφάλαιο η κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση:
«Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν καιανέρπον εις την κορυφήν του Αναργύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω».
Οι γλωσσολόγοι θα παρατηρούσαν εδώ τη θαυμάσια γλωσσική παρήχηση των υγρών «λ» και «ρ» που θερμαίνουν την περιγραφή και τη χρήση του τελικού «ν» της καθαρεύουσας «όλην την δυτικήν κλιτύν», «ανέρπον εις την κορυφήν», με το μεγάλο παρηχητικό όφελος, αλλά και την επανάληψη του συριστικού «σ» («ασίγητον, κοσσύφων, εις το δάσος το περιστέφον», που αποδίδει το συριγμό του δάσους.
Άρα οι επιλογές αυτές δεν έχουν αισθητική απλώς αξία. Παράγουν, όπως λέμε οι φιλόλογοι, νόημα. Έχουν ουσιαστική ύπαρξη. Ας δούμε πως παριστάνεται η στιγμιαία συναισθηματική αλλαγή της κυνηγημένης Φραγκογιανούς, που η Ανατολή τη βρίσκει κρυμμένη κάτω από μια δασύφυλλη γούρνα:
«Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωϊνή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ’ εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος»
Αν οι σπηλιές, οι βράχοι και τα βουνά εντείνουν το φόβο, το φώς του ήλιου έρχεται να τον διασκεδάσει…  Μια ακτίνα του ήλιου είναι ικανή να θερμάνει, πρόσκαιρα έστω, την τάλαινα ψυχή.
Σε πολλές, τέλος, περιπτώσεις -μιλάμε πάντα για την προσεγμένη χρήση της καθαρεύουσας- οι λυρικές εκφράσεις εμπεριέχουν φιλοσοφική σκέψη: Εδώ η γραία-Χαδούλα μιλάει για τον κόσμο και τις δυστυχίες του:
«Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονεί την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Όρθρου. Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το ποίον ημπορούσαν να κάμουν –το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς!... και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα».
Σε ένα άξιο λοιπόν συγγραφέα οι εκφραστικές επιλογές δεν είναι ποτέ α-νόητες. Δικό μας έργο να αναζητήσουμε το νόημα για να τις απολαύσουμε. Αλλιώς μένουμε στην επιφάνεια.
4.4. Η ποιητικότητα της γλώσσας
Αν όμως η παπαδιαμαντική γλώσσα, με τις επιλογές αυτές πετυχαίνει την ουσία, πώς κατακτά και την ποιητικότητα; Γιατί το χαρακτηριστικό αυτό έχει επίσης κατά κόρον αναδειχθεί. Ήδη από το 1911 ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη «ποιητή με τον πεζό λόγο» που τραγουδά παρά ιστορεί τις αφηγήσεις του. «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη –μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης- διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση, όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία». Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών, κάποτε και οι απλές περιγραφές, οι απροσδόκητες εισβολές της δημοτικής «αρκούν για ν’ αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή από την παγερότητα, να κυμματίσουν την επιφάνειά της μ’ έναν τρόπο που δεν έχει όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής».
Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού λόγου, για να φύγουμε από τη μεταφορική γλώσσα του Ελύτη, υπηρετεί επίσης την ουσία. Εντοπίζεται στην οργάνωση του περιεχομένου του, αλλά και στη γλωσσική του επιφάνεια, και είναι αποτέλεσμα αφηγηματικών τεχνικών, μεθόδων και εκφραστικών τρόπων. Ποιοι είναι οι τρόποι αυτοί;
«Είναι «οι σχοίνοι οι δακρύοντες αγριομαστίχην», «το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον», τα «ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα», το βλέφαρον του λόφου [που] κατήλθε και εκλείσθη», με τον ερχομό της νύχτας, «ο πέπλος της νυχτός, ο περιαργυρούμενος και διατμιζόμενος από το φέγγος της σελήνης», «η αμυδρά , γλυκεία απολαμπή των κανδηλίων». Και πιο κοντά στην εικονιστική αντίληψη: δύο βράχοι, που απ’ αυτούς «ο είς ίσταται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονυπετής, ως εν σχήματι μετανοίας». Οι Ζέφυροι που «προσέπαιζον κυλινδούμενοι ως άτακτα παιδία». Τα άστρα που «το εν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων»…
Είναι λοιπόν οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, οι ασυνήθεις εικόνες, αλλά και οι απλές περιγραφές: Ο παπάς που κατέβαινε κάθε χρόνο από το μοναστήρι του ανήμερα των Φώτων για ν’ αγιάσει τα νερά, «με τους πτερυγίζοντες βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά και την κυμαινομένην γενειάδα». Η «θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού» Μοσχούλα. Η «μελαχρινή και μικρόσωμος καπετάνισσα, με την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και με κλώνας, , κ.λπ.
Είναι τα σύνθετα, που συναπαρτίζουν ένα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της ιδιάζουσας μαγείας του ύφους: άλλοτε διαλεγμένα για ν’ αρμόσουν στην ανάγκη της στιγμής (λιναρόξανθοι, χρυσαυγίζουσα) και άλλοτε για τη σπανιότητά τους προτιμημένα (κυνέρωτες, νεοδρεπή), χωρίς να λείπουν και κάποιες συζεύξεις νεόκοπες με κριτήρια καθαρά ποιητικά (χνοώδη πάλλευκον χρώτα).
Είναι τα ρήματα που στοιχειοθετούν την ένταση της καταιγίδας στη «Γλυκοφιλούσα»:
Ο βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος…
Φρίσσει το κύμα…
Φρικιά πορφυρούς ο πόντος…
Ρυτιδούται η θάλασσα…
Αγριαίνει το πέλαγος…
Ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς…
Ρήγνυται το κύμα…»
Αλλά και άλλοι τρόποι, όπως οι προσωνυμίες, συμβάλλουν στο ίδιο αποτέλεσμα: Μοσχούλα η αγαπημένη κοπέλα, Μοσχούλα η αγαπημένη κατσίκα. Το μικρό βοσκόπουλο σώζει την πρώτη από τον πνιγμό, ενώ πνίγεται η δεύτερη αβοήθητη. Κυνηγημένη η φόνισσα τρέχει στον κακοτράχαλο γκρεμό, το όνομά του οποίου είναι «Κακόρεμα». Η μικρή Ακριβούλα πνίγεται και με την απαράμιλλη τραγική ειρωνεία του ο συγγραφέας μας δείχνει πόσο ακριβή είναι η ζωή που αφαιρεί ο χάρος ο αχόρταγος, ενώ η γρια Λούκαινα (από το λατινικό lugeo = πενθώ;) επιστρέφει με την αβασταγή της «σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου»). [ονόματα]. Είναι τυχαία όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Ο γνήσιος δημιουργός –είπαμε- επιλέγει. Και επιλέγει (ή επινοεί) έξυπνα με το ένστικτο που μόνο ένας ποιητής διαθέτει: με συνδυασμούς και σύμβολα που εντείνουν τον υπαινιγμό, εκείνο το υπέροχο κλείσιμο του ματιού, με το οποίο συνεννοείται με τρόπο άρρητο με τον αναγνώστη του.
Παράδειγμα
Επιτρέψτε μου μια ακόμη αποσπασματική αναφορά. Στο διήγημα «Το Καμίνι» συναντάμε μια από τις ποιητικότερες περιγραφές. Το Καμίνι είναι μια θαλασσινή σπηλιά, ένα «μέγα επιστεφές άντρον», μεσα στο οποίο
«εισπηδά το διαυγές αλμυρόν νάμα, πλήττει την μίαν πλευράν, πλήττει την άλλην, χορεύει, σκιρτά, και φαίνεται ως να ψάλλη με ιάμβους και αναπαίστους, εις Δώριον ήχον:
Η κάμινος, σωτήρ, εδροσίζετο,
Οι παίδες δε χορεύοντες έψαλλον:
Ο των πατέρων Θεός ευλογητός εί»
[Η προσωποποίηση του νερού έχει εκκλησιαστική προέλευση. Το υμνογραφικό «αλλόμενον ύδωρ» (Ιωάν. 4.14) και τα συνηθέστατα στην υμνογραφία ρήματα «σκιρτώ», χορεύω», «ψάλλω» πιστοποιούν την εκκλησιαστική επίδραση. Όμως η ποιητικότητα της εικόνας έγκειται, εκτός από την επαναδιαχείριση του υμνογραφικού λεκτικού, στη δομή του όλου σχήματος: Συγκεκριμένα παρατηρούμε δυο εικόνες: η μια μεταφορική: το νερό που χορεύει και σκιρτά και ψάλλει. Η άλλη κυριολεκτική: οι παίδες εν τη καμίνω. Η πρώτη εικόνα παράγει τη δεύτερη: το νερό ψάλλει τον ύμνο των τριών παίδων. Ταυτόχρονα η εικόνα αυτή εμπεριέχεται στη δεύτερη, αφού οι παίδες κάνουν ακριβώς το ίδιο που κάνει και το νερό: κλεισμένοι κι εκείνοι σ’ ένα καμίνι χορεύουν και ψάλλουν.
Εγκιβωτισμός ευρηματικός και πρωτότυπος, θα λέγαμε. Αλλά γιατί η συγκεκριμένη επιλογή; Ο Παπαδιαμάντης, παρατηρεί στη διατριβή του ο Άγγελος Μαντάς (Ο τροπικός Παπαδιαμάντης, Αθήμα 1994), μας καλεί θεατές σε μια παλινδρομική κίνηση ανάμεσα σε δυο εικόνες. Η πρώτη γεννάει τη δεύτερη. Όμως ως έμπνευση η δεύτερη γεννάει την πρώτη. Η πρώτη είναι δημιούργημα του συγγραφέα, η δεύτερη προϊόν της εκκλησιαστικής του παιδείας. Άρα οι δύο χώροι αλληλοπεριέχονται. Η έμπνευση του Παπαδιαμάντη καθορίζεται από την εκκλησιαστική του παιδεία. Αλλά η τελευταία γίνεται τέχνη με την έμπνευση του συγγραφέα Η αμοιβαιότητα αυτή και η πολλαπλά συμβολική διαπλοκή μπορεί να θεωρηθεί καταστατική για την όλη σχέση της παπαδιαμαντικής τέχνης προς την εκκλησιαστική παράδοση].
5. Το προσωπικό ύφος – ο λυρισμός
Όλα όσα αναφέραμε συντείνουν στο ότι ο Παπαδιαμάντης έχει τον απόλυτο έλεγχο της γλώσσας και έχει διαμορφώσει ένα ύφος εντελώς προσωπικό. Η ελληνική γλώσσα ολόκληρη –κι εδώ θα πρέπει να συμφωνήσουμε ξανά με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο- κείτεται παραδομένη στα χέρια του και οποιαδήποτε λέξη της –πάντα η καταλληλότερη- βρίσκεται έτοιμη να παρουσιαστεί μπροστά του, μόλις εκείνος το ζητήσει, και να τρέξει απ’ οσοδήποτε μακριά, μόλις αυτός της κάνει νόημα ή χρειαστεί να αποτελειώσει μια σκαλωμένη φράση του, μια παράγραφο, μια καίρια περιγραφή.
[Στο ερώτημα κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα αυτή η γλώσσα θα απαντούσα προεξαγγελτικά ότι και η γλώσσα του Σαίξπηρ και του Δάντη δεν ομιλείται πλέον και η κατανόησή της απαιτεί προσπάθεια. Αλλά οι Άγγλοι και οι Ιταλοί δεν την αποκαλούν νεκρή…Την σέβονται ως μητέρα. Και την απολαμβάνουν με ελάχιστη προσπάθεια, πλουτίζοντας τη σύγχρονη γλώσσα από τους θησαυρούς της παλαιάς. Γιατί –το γνωρίζουμε- η γλώσσα κάθε λαού είναι ποτάμι που ρέει διαρκώς και συναποκομίζει στη ροή του πολύτιμα στοιχεία του παρελθόντος. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, νομίζω, κατανοητή στον σημερινό αναγνώστη, απαιτεί όμως, όπως κάθε αξιόλογη τέχνη, μια αναγκαία εξοικείωση].
Γλώσσα λοιπόν επιβλητική, δωρική, τελετουργική, αλλά και απείθαρχη, ασυνεπής, αιρετική, που δίνει την εντύπωση του τυχαίου και του ατημέλητου, του αφρόντιστου… Με άλλα λόγια, μια προσωπική και γι’ αυτό διαχρονική γλώσσα. Υπεράνω προσδιορισμών. Ανεπανάληπτη, όπως του Καβάφη. Χωρίς προγόνους και χωρίς επιγόνους. Γλώσσα συγκλονιστική στην απλότητα, στο λυρισμό, στην ποικιλία και στην ελληνικότητά της. Στην ευαισθησία και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί:
«Μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με αγραμπελιά και με αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από μυριάδες παπαρούνας»
[«Θέρος – έρος]
Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κι εφαίνετο να είναι είκοσιν ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της Ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανηφόρον θέρος-έρος.
Λυρικά χωρία και γλώσσα θησαυρισμένη από απανωτά στρώματα παιδείας, από τον Όμηρο και τους αρχαίους, τα ιερά γράμματα, τους πατέρες και τους Υμνογράφους της εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι, τους ευρωπαίους κλασικούς, αλλά και τη γλώσσα του αθηναϊκού όχλου. Γλώσσα που επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη, π.χ. το ιδιαίτερο εκείνο επίθετο που αποδίδει στο ουσιαστικό μια παροδική ιδιότητα («και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυμματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας παροδικάς ρυτίδας») ή προσδιορίζει αντίθετα το ουσιαστικό με τη μόνιμη ιδιότητα η οποία το διακρίνει από τα άλλα ομοειδή («Το δρεπανοφόρον θέρος, αι κατάπυκνοι σελίδες του καταστίχου, η βασιλική δρυς»). Γλώσσα που με τη βαθιά γνώση και χρήση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου , εκτός από τη μαγεία της, υπηρετεί την ακριβολογία και την αληθοφάνεια.
«Πότε ο άνθρωπος αυτός –διερωτάται ο Λορεντζάτος- πρόλαβε να αφομοιώσει με τρόπο τόσο θαυμαστό το θησαυρό αυτό της ελληνικής γλώσσας, που βγαίνει από μέσα του αβίαστα χωνεμένος, πανέτοιμος να αντιμετωπίσει όλες, και τις παραμικρότερες ακόμη και τις πιο τιποτένιες ανάγκες μιας ζωντανής γραφής»;  Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να φουσκώνει, όπως η θάλασσα και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τ’ ανομολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τ’ αμπαρωμένα.  Κανένας δεν κατορθώνει να μας διαβρώσει με τόση αλήθεια κι αυτό σε μια κλίμακα τόσο ταπεινή.
Εκείνο το οποίο, εν τέλει, χαρακτηρίζει τη γλωσσα του μεγάλου δημιουργού είναι ένα κράμα συμβολισμού, ρεαλισμού, ακόμα και υπερρεαλισμού που έλκει, κατά τη γνώμη μου, την καταγωγή του από την πλήρη αφομοίωση της ορθόδοξης υμνογραφίας και της μαθητείας του στους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από «Το μυρολόγι» πάλι αποσπώ:
«Κ’ η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της. Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασε εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την γλώσσαν των φωκών…»
Να κατάγεται ο υπερρεαλισμός αυτός από το υπέρλογο και υπερβατικό της χριστιανικής πίστης; Να αντλούνται από την ίδια πηγή και τα σύμβολά του, όπως η αμαρτία και ο λευκός εξαγνισμός του μπαρμπα-Γιαννιού, που βρίσκει το θάνατο, αντί τη χαρά του έρωτα, στο «Έρωτας στα χιόνια»;
«Και το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθεί. Και αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει ο σύζυγος της Πολυλογούς  θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος. Και επάνω εις την χιόνα έπεσεν χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τεραχηλισμένος  αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου».
Ας αφήσουμε όμως τον ήρωα στο λευκό αιώνιο ύπνο του, ας μείνουμε με τη μικρή αυτή –αποσπασματική κατ’ ανάγκην- γεύση του παπαδιαμαντικού ύφους και ας περάσουμε σε κάποια σύντομα συμπεράσματα.
Επιλογικά και συμπερασματικά
Κυρίες και κύριοι,
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ανήκει στην ανεκτίμητη παράδοσή μας. Και είναι παρήγορη διαπίστωση σήμερα ότι όσο περνάει ο καιρός ο Παπαδιαμάντης ανεβαίνει ψηλότερα στο λογοτεχνικό στερέωμα. Όλοι σήμερα συμφωνούν με το μεγαλείο της τέχνης του. Το όνομα του Παπαδιαμάντη τοποθετείται –δίκαια- δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας διηγηματογραφίας. Ο παπαδιαμαντικός ρεαλισμός, η πολυπρόσωπη γλώσσα, ο ακέραιος και ολοκληρωμένος κόσμος που βρίσκεται στη βάση της τέχνης αυτής (εννοώ την ορθόδοξη παράδοση), είναι ζητήματα που επανεξετάζονται διαρκώς. Επιτέλους το έθνος μας πρέπει να μάθε να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν της μικρής κοινότητας, η οποία ζει στο ρυθμό του λειτουργικού έτους και διαρκώς συνάζεται σε ναούς και ναϊσκους για να εορτάσει και να πανηγυρίσει, ο Παπαδιαμάντης ο προδρομικά πολέμιος των θρησκευτικών οργανώσεων, που δεν απαξιώνει το σώμα και τις αισθήσεις του, ο υμνωδός της πλάσης, ο φιλομόναχος, ο ψάλτης και λάτρης της βυζαντινής μουσικής,  με το μπαστουνάκι και το τριμμένο πανωφόρι του που έδειχνε την πολυτέλεια ενός ζητιάνου, εξελίσσεται και αναδεικνύεται, με βάση και τη γλώσσα του, σε έναν μεγάλο ποιητή-συγγραφέα. Για να τον απολαμβάνουν όλες οι γενιές των ανθρώπων. Για να τον μνημονεύουμε όλοι όπου και όταν μας βρίσκει το κακό. «Δεν είμαι «Άγιος» ούτε θρησκόληπτος –μας λέει με το έργο του. Είμαι απλώς ένας θρησκευόμενος άνθρωπος, ένας διαφορετικός χριστιανός –αν είμαι-  από τους χριστιανούς εκείνους για τους οποίους ο Χριστός γεννήθηκε μια φορά, κάποτε σε κάποιο σπήλαιο. Γιατί ο Χριστός της αγάπης γεννιέται μέσα μου κάθε στιγμή».
Αυτός ο Παπαδιαμάντης είναι ο δικός μας Ντοστογιέφσκι. Που έδωσε στη θάλασσα την αύρα της τη δροσερή, στο τριαντάφυλλο το άρωμά του, στο αηδόνι το τραγούδι του. Και είναι, νομίζω, ό,τι χρειαζόμαστε σήμερα, απέναντι στην αλαζονεία και στην ανηθικότητα των ισχυρών, όταν με τα λόγια του άλλου μεγάλου μας, του Γιώργου Σεφέρη, ικετεύουμε: «Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό. Την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια. Το στέγνωμα της αγάπης. Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε…».
Ο Παπαδιαμάντης είναι εκείνος που με το έργο του μας δείχνει έναν άλλο, πιο ουσιαστικό, δρόμο από κείνον που ακολουθήσαμε, μας οδηγεί σε πηγές αυθεντικές, δροσερές και καθαρές, μας προσανατολίζει σε σχέσεις ανθρωπιάς και απλότητας, μακριά από το δόλο και την ιδιοτέλεια των καιρών, και είναι εκείνος που για την ελληνική γλώσσα, αυτή την πολύτυπη, την μακραίωνη γλώσσα των Θεών, δικαιούται και θα μπορούσε άφοβα να επαναλάβει τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ: Και έφαγον αυτήν και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον.
Ηράκλειο, 8. 2. 2012.