Αποσπάσματα από τις σκέψεις
του Wassily Kandinsky στο βιβλίο του
Για το Πνευματικό στην Τέχνη (1910)
«Το Χρώμα είναι τα πλήκτρα, τα μάτια είναι τα σφυριά, η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές. Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι που παίζει, ακουμπώντας το ένα ή το άλλο πλήκτρο (=φόρμα), τη μία νότα μετά την άλλη, για να δημιουργήσει δονήσεις στην ψυχή».[1]
Wassily Kandinsky, Σύνθεση, 1923
Σύμφωνα με τον Καντίνσκυ το χρώμα εμπεριέχει μία δύναμη που είναι τεράστια, μία δύναμη η οποία μπορεί να επηρεάσει όλο το ανθρώπινο σώμα.
Ο Καντίνσκυ πίστευε ότι το χρώμα, όπως ο ήχος, προκαλεί συναισθήματα. Μαζί με τα άλλα μορφολογικά στοιχεία (γραμμή, σχήμα, υφή, κ.ά.) το χρώμα, όπως και η μουσική, είναι μία γλώσσα, η οποία έχει το δικό της τρόπο να επικοινωνεί με όλους.
«Όχι δίχως λόγο είναι π.χ. γενικά συνηθισμένο να χαρακτηρίζονται σχέδια υφασμάτων ως εύθυμα, σοβαρά, καταθλιπτικά, ζωηρά, με τα ίδια δηλαδή επίθετα, τα οποία χρησιμοποιούν πάντοτε οι μουσικοί (allegro, serioso, grave, vivace, κ.ο.κ.) για να καθορίσουν την εκτέλεση ενός κομματιού»[2].
Πίστευε ότι κάθε χρώμα, ή μάλλον αισθανόταν ότι κάθε χρώμα είχε έναν εγγενή χαρακτήρα, ο οποίος προσδιοριζόταν από τη σχέση του με το αντίθετο χρώμα. Για παράδειγμα θετικό/αρνητικό όπως λέμε μινόρε/ματζιόρε, ελάσσον/ήσσον, θερμό/ψυχρό, ενεργητικό/παθητικό, θηλυκό/αρσενικό. Πίστευε δε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, σε ένα εσωτερικό, διαισθητικό επίπεδο και σε ορισμένους συνδυασμούς, μπορούσαν να μεταδώσουν ένα συναίσθημα ή μία ιδέα στο θεατή. Η μορφή είναι η εξωτερίκευση του εσωτερικού περιεχομένου.[3]
Μιλώντας γενικά, θερμό ή ψυχρό σημαίνει ένα χρώμα, το οποίο αντίστοιχα τείνει προς το κίτρινο ή το μπλε.
Αυτή η διαφορά ουσιαστικά είναι στηριγμένη στο πόσο υλική ή στο πόσο πνευματική είναι η ποιότητα του χρώματος.
Τα θερμά χρώματα έρχονται ΠΡΟΣ το θεατή. Τα ψυχρά απομακρύνονται ΑΠΟ το θεατή.
Η σχέση της Μουσικής με τη Ζωγραφική, η σχέση του ήχου και του χρώματος, στηρίζονται στη θεωρία που ο Καντίνσκυ ονομάζει συναισθησία (synaesthesia). Είναι αυτή η συναισθητική εντύπωση που σαν αισθητήρας μεταφέρει στην ψυχή μία δόνηση, όπως ο ήχος από καλά παιγμένα βιολιά, που δονεί όλα τα μέρη και τις ίνες της ψυχής.
Ο Καντίνσκυ ήταν και μουσικός, έτσι είχε τις δικές του εμπειρίες.
Το χρώμα, έγραφε, είναι «τα πλήκτρα και είναι δουλειά του καλλιτέχνη να κάνει την ευαίσθητη ψυχή να δονείται με αυτό ή τον άλλον ήχο».
Η συναισθησία (ή συνήχηση)[4] είναι το φαινόμενο κατά το οποίο οι αισθήσεις όχι μόνο δεν δρουν διαφορετικά η μία από την άλλη, αλλά άμεσα μεταφέρουν τις αντιδράσεις η μία της άλλης, έτσι ώστε κάποιος να «ακούει» το χρώμα και να «βλέπει» τους ήχους.
Η συναίσθηση γίνεται αντιληπτή όταν κανείς προσεγγίσει τη φύση όχι εξωτερικά αλλά εσωτερικά.
Παραθέτουμε μερικές σημειώσεις για τη Φύση των Χρωμάτων
ΚΙΤΡΙΝΟ
Θερμό, διεγερτικό, ενοχλητικό για τους ανθρώπους, τυπικά γήινο, αντιπροσωπεύει την τυφλή τρέλα, τη φρενίτιδα, την κατάληψη της μανίας. Δυνατές, οξείες τρομπέτες, φανφάρες.[5]
ΚΟΚΚΙΝΟ
Ζεστό, πολύ ζωντανό, ζωηρό, ανήσυχο, με τεράστια ενσυνείδητη δύναμη. Το ανοικτό ζεστό κόκκινο εγείρει συναισθήματα δύναμης, ενεργητικότητας, δραστηριότητας, αποφασιστικότητας, χαράς, θριάμβου. Θυμίζει τον ήχο από φανφάρες, ενώ συνηχεί και η τούμπα ως πείσμων, φορτικός, δυνατός τόνος.
ΜΠΛΕ
Βαθύ, ήρεμο, εσωτερικό, όσο βαθύτερο τόσο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε όταν ακούμε τον ήχο της λέξης «ουρανός».
Όσο βυθίζεται στο μαύρο, προσλαμβάνει την παρήχηση μιάς μη ανθρώπινης θλίψης. Όταν μεταβαίνει προς το ανοιχτό, γίνεται απόμακρο και αδιάφορο, όπως ο απέραντος γαλάζιος ουρανός.
Το ανοιχτό μπλε ηχεί σαν τον αυλό ενώ το σκούρο σαν το τσέλο. Το μπλε όσο βαθαίνει τόσο μοιάζει με τους εξαίσιους ήχους ενός κοντραμπάσο. Σε βαθύτερη, πιο πανηγυρική μορφή, ο ήχος του μπλε μπορεί να παραβληθεί με εκείνον ενός μπάσο αρμόνιο.[6]
ΛΕΥΚΟ
Ένα μη χρώμα, είναι σαν μία μεγάλη σιωπή.
Είναι ένα τίποτα που είναι νεαρό. Έτσι ηχούσε ίσως η γη στις λευκές εποχές της περιόδου των πάγων.
Το χρώμα της καθαρής χαράς και της άσπιλης αγνότητας.
Ηχεί εσωτερικά σαν ένας μη ήχος, αντιστοιχεί στις παύσεις στη μουσική, που διακόπτουν, πρόσκαιρα μόνον, την ανάπτυξη ενός μέρους.[8]
ΜΑΥΡΟ
Ένα τίποτε δίχως δυνατότητες. Ένα νεκρό τίποτε μετά το σβήσιμο του ήλιου, σαν μία αιώνια σιωπή δίχως μέλλον κι ελπίδα.
Μουσικά αντιστοιχεί σε μία ολοκληρωτική παύση. Ο κύκλος έκλεισε. Το μαύρο είναι κάτι που έχει εκλείψει, κάτι ακίνητο, σαν ένα πτώμα.
Το μαύρο είναι το χρώμα (μη χρώμα με την έννοια της χροιάς) του βαθύτερου πένθους και σύμβολο του θανάτου.
Εξωτερικά στερείται ήχου και για αυτό πάνω του ηχεί εντονότερα κάθε άλλο χρώμα ακόμα και εκείνο που ηχεί ασθενέστατα.[9]
ΓΚΡΙ
Η ισορροπία του άσπρου και του μαύρου. Στερείται ήχου και κίνησης. Είναι η ακινησία που είναι απαρηγόρητη. Όσο πιο σκούρο τόσο πιο αποπνικτικό. Ανοιχτότερο έχει μία δυνατότητα αναπνοής.[10]
ΠΡΑΣΙΝΟ
Ανάμιξη του μπλε με κίτρινο
Σταθερό, ειρηνικό, μα με κρυμμένη δύναμη, παθητικό
Είναι το χρώμα του καλοκαιριού όπου η φύση έχει ξεπεράσει τη θυελλώδη και ορμητική περίοδο της χρονιάς, την άνοιξη, και έχει βυθιστεί σε μία όλο ικανοποίηση ηρεμία. «Είναι το πράσινο αυτό όπως μία χοντρή, υγιέστατη ξαπλωμένη ακίνητη αγελάδα, η οποία μηρυκάζοντας παρατηρεί τον κόσμο με ηλίθιο, απαθές βλέμμα».
Ηχεί σαν τους ήρεμους, μακρόσυρτους, μέσου βάθους, ήχους βιολιού.[7]
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Ανάμιξη του κόκκινου με το κίτρινο.
Μοιάζει με τον πεπεισμένο για τις δυνάμεις του άνθρωπο και προκαλεί μία ιδιαίτερη υγιή αίσθηση. Είναι το χρώμα του πλούτου.
Ηχεί σαν μεσαία καμπάνα εκκλησίας που καλεί για προσευχή ή σαν μία δυνατή γέρικια φωνή, σαν ένα παλιό βιολί πoυ τραγουδάει σε λάργκο.[13]
ΒΙΟΛΕ
Ανάμιξη του μπλε και του κόκκινου.
Έχει την τάση να απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Έχει κάτι αρρωστημένο, σβησμένο, κάτι θλιμμένο εντός του. Είναι το κατάλληλο για ενδύματα ηλικιωμένων γυναικών. Οι Κινέζοι το χρησιμοποιούν ως χρώμα των ενδυμάτων του πένθους.
Ηχεί σαν το αγγλικό κόρνο, τη φλογέρα, και στο βάθος, μοιάζει με τους βαθείς ήχους των ξύλινων πνευστών π.χ ενός φαγκότο.
ΡΟΖ
Ανάμιξη του κόκκινου με άσπρο.
Ψυχρό, σαν νεανική, αγνή χαρά, σαν δροσερή άσπιλη μορφή κοριτσιού.
ΚΑΦΕ
Ανάμιξη του κόκκινου με μαύρο.
Είναι αμβλύ, σκληρό, ελάχιστα ικανό για κίνηση. Όμως από τα βάθη του, το κόκκινο αναδύεται ακόμα δυνατό και βίαιο.
Το καφέ που κοκκινίζει ηχεί σαν την τούμπα και μπορεί να παραλληλισθεί με δυνατές τυμπανοκρουσίες.[12]
-----------------------------------------------------------------------------------
Οι τίτλοι που έδινε στα έργα του ο Καντίνσκυ δεν ήταν τυχαίος. Προέρχονταν από τρεις διαφορετικές πρωταρχικές-γεννεσιουργές πηγές.
1.τις άμεσες εντυπώσεις από την «εξωτερική φύση», οι οποίες εκφράζονται με σχεδιαστικές-ζωγραφικές φόρμες, τις ονόμασε «Eντυπώσεις» (Ιmpressionen).
2.τις κυρίως ασυνείδητες εκφράσεις, εκείνες οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους βγήκαν ξαφνικά, δηλαδή εκφράσεις διαδικασιών εσωτερικού χαρακτήρα, εντυπώσεις επομένως από την «εσωτερική φύση», τις ονόμασε «Αυτοσχεδιασμούς» (Improvisationen).
3.τις διαμορφωμένες εντός του εκφράσεις, εκείνες τις οποίες εξετάζει και επεξεργάζεται για πολύ καιρό και σχεδόν σχολαστικά μετά από τα πρώτα σχέδια , τις ονόμασε «Σύνθεση» (Komposition).
Και όπως επεξηγεί ο ίδιος «καθοριστικό ρόλο παίζει εδώ ο Λόγος, το Συνειδητό, το Σκόπιμο, το Επωφελές (=χρώματα ή ήχοι που συνηχούν όμορφα)» [14], μία επεξήγηση που πρέπει να καταλάβουμε καλά, για να αντιληφθούμε τις προηγούμενες κατηγορίες.
----------------------------------------------------------------------
ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το έργο τέχνης είναι μία πράξη. Ένα γίγνεσθαι, το οποίο όταν αποκρυσταλλωθεί μας δίνει το αποτέλεσμα στη μορφή με την οποία διαλέξαμε να αποτυπώσουμε αυτή την πράξη.
Παρότι έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια από τη δράση του Καντίνσκυ και τη σκέψη του, θα παραθέσουμε τα λόγια του, καθώς μοιάζει να τα έχει πει πρόσφατα:
«Τελικά είναι πολύ καλύτερα να πετάξεις την παλέτα σου στο μουσαμά, να σπάσεις το γύψο ή το μάρμαρο με τη γροθιά ή με το σφυρί, να καθίσεις με κρότο στα πλήκτρα του πιάνου, παρά να σκαλίζεις άψυχα το πεδίο μιας παραδοσιακής και νεκρής φόρμας […] Σε τελευταία ανάλυση, μία ζωντανή πεταλούδα είναι προτιμότερη από ένα λιοντάρι νεκρό».[15]
[1] Kandinsky, Wassily, Για το Πνευματικό στην Τέχνη, μετάφρ. Μ.Παράσχης, εκδ.1981, Αθήνα: 1981, σ.84