Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΟΤΑ ΧΡΥΣΙΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ο μύθος του ξιπασμένου για το παρελθόν του Έλληνα!

Eugène Delacroix. "A Study of Two Greeks"

Οι Έλληνες ποτέ δεν μπόρεσαν να κομπάσουν για το παρελθόν τους γιατί οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και δεν το γνώριζαν. Αυτό το παρελθόν "οικειοποιήθηκαν" οι Ευρωπαίοι και πάνω σε αυτό βασίστηκαν και δημιούργησαν τον σύγχρονο πολιτισμό τον οποίο και διαστρέβλωσαν, σε αρκετά σημεία.
Στην Ελλάδα υπήρξε διχασμός και ανάμεσα στους λόγιους για το ποιο είναι το παρελθόν μας. Πού ανήκουμε αναρωτιούνται μέχρι σήμερα. Έφτασαν να δηλώνουν ανήκομεν εις την Δύσιν ωστόσο από το ξεκίνημα του ελληνικού κράτους οι μισοί λόγιοι παρέπεμπαν στην αρχαιότητα και μιμήθηκαν το παρελθόν, κυρίως την περίοδο του κλασικισμού απορρίπτοντας το Βυζάντιο, ενώ οι άλλοι μισοί υποστήριξαν το τριμερές σχήμα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το Βυζάντιο, που πριν ονομαζόταν και ήταν η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσα στην οποία επιβίωσε και το αρχαιοελληνικό πνεύμα.

Σήμερα ακόμη δεν ξέρουμε την Ανατολή και προσπαθούμε να ανήκουμε στη Δύση, η οποία όμως μας θέλει για ουρά της και δεν μας συμπεριφέρθηκε ποτέ ως μητέρα του πολιτισμού ή έστω ως έναν από τους πυλώνες του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Υπήρξαν βέβαια και οι στοχαστές ανά τον κόσμο που διέσωσαν το παρελθόν μας, όπως το διέσωσαν, αλλά αυτό σηκώνει μελέτη και δεν ανήκει σε αυτήν την ανάρτηση.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Επέτειος της πτώσης του τείχους του Βερολίνου 1989-2019


Fall of the Berlin Wall

Χωρίζοντας το μίσος από το μίσος
στάθηκα να αγναντέψω την ειρήνη
πλοπ πλοπ έσταζαν τα χημικά μου δάκρυα
πάνω στη γραμμή που ισορροπούσε η πατρίδα
μόνο που δεν ήξερα πια ποια μεριά της με κρατούσε
συντρίμμια ήμουν κι ας ανέμιζαν νικηφόρα οι σημαίες
τι κέρδισα που δεν το είχα χάσει;

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

«Η αράχνη» Νότα Χρυσίνα



Ήμουν ξακουστή υφάντρα
με τέχνη περισσή ύφαινα τα υφαντά μου νύχτα μέρα.
Κόρη βαφέα, του Ίδμονα του Κολοφώνιου,
κι έμενα στη Λυδία.
Νύχτα μέρα ύφαινα, κι έμαθα άριστα την τέχνη της υφαντικής∙
Κι έγινα ξακουστή. Ακόμη και οι Νύμφες την τέχνη της υφαντικής
μου ήρθαν για να θαυμάσουν.
Το έργο μου μαθεύτηκε σαν προκάλεσα την Αθηνά Εργάνη
σε αγώνα. Κι εκείνη ζήλεψε τη θνητή δική μου τέχνη,
γριά ντύθηκε,  ήρθε στο πλάι μου και με αυτά τα λόγια
με συμβούλεψε:
«Είναι ασέβεια να προκαλείς σε αγώνα τους θεούς»
Μα εγώ από της νιότης την ορμή δεν άκουσα
κι έκανα το δικό μου∙ Σε αγώνα τόλμησα
να παραβγώ της Αθηνάς,
Κι ύφανα πάνω στο υφαντό τον έρωτα του Δία κι άλλων θεών
με θνητές, καθώς και τις μορφές που πήραν σαν ενώθηκαν
μαζί τους. Κι η Αθηνά, ύφανε  τον αγώνα της με τον θεό της θάλασσας
τον ατρόμητο Ποσειδώνα για την προστασία της πόλης της Αθήνας.
Και σ’ άλλο υφαντό το μήνυμα φάνηκε καθαρά καθώς
παρίστανε θνητούς που τόλμησαν σε αγώνα να καλέσουν θεό
και τιμωρήθηκαν γι’ αυτή τους την τόλμη.
Έτσι κι εγώ έγινα αράχνη αφού η θεά με έσωσε ενώ
πρώτα με ατίμασε χτυπώντας με στο πρόσωπο
 από ζήλια.
Σαν θέλουν οι θεοί κανείς θνητός δεν γλίτωσε απ’ το θυμό τους.
Μεταμορφώθηκα σε αράχνη και πλέκω τον ιστό, το έργο μου
με τέχνη περισσή υφαίνω μα αυτό διαλύεται σαν τον αέρα. Αέρας είναι ο θνητός
μπροστά στη μοίρα του.
Τώρα πια ξέρω πως
κι ο θάνατος υφαίνει καλύτερα από τις υφάντρες.

"Τίποτα" Νότα Χρυσίνα


Η ώρα της ποιητικής έμπνευσης πλησιάζει
Κι η πλάση μέσα σε βαθύ όνειρο ησυχάζει
ο ποιητής θαυμάζει την λαμπρή του στιχομυθία
κι ο αναγνώστης αναπολεί τους χρησμούς και την Πυθία

Ζούμε σε αιώνες ποιητικούς με ποιήματα ανείπωτα
θέλουμε τόσα να ειπωθούν και δεν λέμε τίποτα
είμαστε σαν ξεχαρβαλωμένες κιθάρες
και κατά βάθος γράφουμε μεγάλες κουταμάρες

Όμως στα χέρια κουβαλάμε το μαρμάρινο κεφάλι
Κι ο ποιητής μας πάτησε τον κάλο μας και πάλι
διότι τι είναι ο έλληνας χωρίς τα μάρμαρά του
ένας αστός χορτάτος με σπανακόπιτα απ’ τη μαμά του

Μήπως κι ο ποιητής δεν έγραψε για θέατρα κα θεατρίνους
με υποβολείς και συμβουλές για όλους τους κρετίνους
που συμφωνούν με όλους μας σκύβοντας το κεφάλι
και περιμένουν να φανεί η Δόξα μας και πάλι

"Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος" Νότα Χρυσίνα


Ο μύθος της ζωής μας είναι ο τελευταίος  άθλος
που μήτε κι ο Ηρακλής κατόρθωσε μονάχος

Είναι η ζωή ένα όνειρο –λένε- οι ποιητές
ο Καλντερόν πλειοδοτεί:  είν’ όνειρο τ’ονείρου

Η επιστήμη  προχωρεί στην έρευνα του απείρου
Κι  ο άνθρωπος  όνειρο σκιάς σε ποίημα του Πινδάρου

Πολλοί τον κόσμο ερμήνευσαν κατά το πώς συμφέρει
μα ποιος γνωρίζει τελικά ποιος την αλήθεια ξέρει

Δεν είναι λίγο να περνάς της μέρας το κατώφλι
να λένε πως γεννήθηκες από αβγό ή τσόφλι

Κι άλλοι -να λένε- πως η Γη ολόγυρα γυρίζει
και το κορμί την κεφαλή στους ώμους να στηρίζει∙

Να σε βγάζουν συγγενή με όλους πιθήκους
να κυβερνιέσαι μια ζωή από όλους τους αγροίκους

Δεν είναι λίγο να ζητάς μια ζωή το δίκιο
κι η δικαιοσύνη να είν’ τυφλή, να περπατάει στον ίσκιο

Να αναζητάς τον στόχο σου πάντα σε μια Ιθάκη
κι αυτός στίχος να γίνεται σε ποίημα του Καβάφη∙

Είναι η ζωή ένα όνειρο, κι εμείς οι καπετάνιοι
μα δεν γνωρίζουμε ποτέ της τύχης το λιμάνι…

Η επιστήμη  προχωρεί στην έρευνα του απείρου
μα εμείς θα παραμείνουμε στον κόσμο του ονείρου

Ο μύθος της ζωής μας είναι ο δικός μας άθλος
στου κύκλου τα γυρίσματα, μα ο καθείς μονάχος…

γυρίζει κύκλο η ζωή και η φλόγα της ανάβει
και των θνητών η μια γενιά φυτρώνει κι άλλη παύει.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Λορέντζος Μαβίλης, ένας από τους τελευταίους ιππότες

Ο τελευταίος λυρικός ποιητής της επτανησιακής σχολής αγαπούσε τη συντροφιά των γυναικών, μονομαχούσε με τους ανταγωνιστές του και λάτρευε τη μπύρα. Ωστόσο, είχε φοβία με τις εξετάσεις αν και ήταν ιδιαίτερα ευφυής και μελετηρός.
Ο ελληνοϊσπανός αριστοκράτης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ήταν ανιψιός του κυβερνήτη Καποδίστρια, και του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, φίλος του λογοτέχνη και μεταφραστή Κωνσταντίνου Θεοτοκά με τον οποίο μετέφρασαν μέρος του ινδικού έπους Μαχαμπχαράτα. Ήταν επίσης μέλος της κερκυραϊκής σχολής με κορυφαία προσωπικότητα τον Ιάκωβο Πολυλά, μαθητή και εκδότη του Διονυσίου Σολωμού, τον ποιητή Γεράσιμο Μαρκορά, τον μεταφραστή των ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού Γεώργιο Καλοσγούρο, τον σατιρικό συγγραφέα Μελισσηνό και τον Νίκο Κογεβίνα, επιστήθιο φίλο του.
Ο ποιητής υπήρξε αυτό που ονομάζουμε σήμερα αιώνιος φοιτητής καθώς παράτεινε τις σπουδές του στη Γερμανία επί 12 χρόνια. Πήρε τελικά το διδακτορικό του το 1890 με θέμα δύο χειρόγραφα του βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Σκυλίτζη.
Μιλούσε πέντε γλώσσες. Η γλώσσα που μιλούσε με τη μητέρα του ήταν η αγγλική καθώς είχε υπηκοότητα της Ιονίου πολιτείας που τότε ήταν προτεκτοράτο της Αγγλίας. Το 1910-11 εξελέγη βουλευτής με τον Βενιζέλο. Συμμετείχε εθελοντικά στις απελευθερωτικές προσπάθειες του έθνους. Συγκεκριμένα στην επανάσταση της Κρήτης το 1896, το 1897 στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε, και το 1912 πάλι στην Ήπειρο. Βρήκε ηρωικό θάνατο στη μάχη του Δρίσκου το 1912.
Ο Μαβίλης δεν ασχολήθηκε με τη συγγραφή ή τη διδασκαλία. Η ζωή του ήταν «άπραγη» όπως ο ίδιος τη χαρακτήριζε, εκτός από διαβάσματα, μεταφράσεις και σκάκι, του οποίου ήταν άριστος παίκτης. Είναι άξιο απορίας για τους μελετητές του Μαβίλη πώς μπορούσε να αναφέρεται και να γράφει για την «πίκρα της ζωής». Ίσως θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στον Φρόυντ και τον ενορμητικό χαρακτήρα της τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αισθήματος της πίκρας είναι το ποίημα Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο* ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος* το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι*,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι*,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί* να λησμονήσουν.

Ο ποιητής υπεράσπισε τη δημοτική γλώσσα, γνωστή είναι η  περίφημη ομιλία του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα. Πολέμησε φορώντας τον κόκκινο χιτώνα των Γκαριμπάλντι, στη μάχη του Δρίσκου στην Ήπειρο, και βρήκε όμοιο θάνατο με τον ομηρικό Πάνδαρο, όπως γράφει ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο άρθρο του στο Βήμα13/10/2002 (Ιλιάδα Ε 290 κκ) «όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Όμοια την ώρα της μάχης μια σφαίρα διαπερνά τα μάγουλα του σονετογράφου Λορέντζου Μαβίλη και του σπάει τα δόντια. Ένα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση».
Ο τελευταίος ιππότης επαναστάτης, που λέγεται πως διατηρούσε ρομαντική σχέση με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου).  Μπορούμε να εικάσουμε ότι γνώριζε τον Κάλβο, καρμπονάρο, και τον λόρδο Μπάυρον με τους οποίους του συνδέουν τα ίδια ιδανικά. Η πατρίδα και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είναι στενά συνδεδεμένα και άνθησαν κάτω από το ρεύμα του ρομαντισμού που είχε και επαναστατικές προεκτάσεις. Οι τελευταίες αναφορές αξίζουν περαιτέρω διερεύνηση και ίσως έτσι φτάσουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποίηση στα Επτάνησα.
  Νότα Χρυσίνα

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Αυτοβιογραφία


Γεννήθηκα κατακαλόκαιρο, τέλη Ιουλίου. Η μητέρα μου διέκοψε τα θαλασσινά της μπάνια και πήγε να γεννήσει. Είμαι το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας μου είναι συνταξιούχος δάσκαλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και η μάνα μου πρώην τραγουδίστρια όπερας. Από τη μάνα μου κληρονόμησα την αγάπη για τις τέχνες και ιδιαίτερα το πάθος για τη γραφή. 
Στο σχολείο την ώρα που ο καθηγητής έγραφε στον πίνακα το μάθημα εγώ έγραφα ποιήματα που τα απήγγειλα με στόμφο στα διαλείμματα των μαθημάτων. Τα περισσότερα άρεσαν στις φίλες μου. 
Με τον καιρό απέκτησα μεγαλύτερο ακροατήριο. Κάποια παιδιά με θαύμαζαν και ζητούσαν τη γνώμη μου στο μάθημα της λογοτεχνίας και της έκθεσης. Οι εκθέσεις μου βραβεύονταν και οι καθηγητές ζητούσαν να τις διαβάζω μπροστά σε όλους στην τάξη. 
Όλοι προσδοκούσαν από εμένα ότι θα γράψω κάτι σπουδαίο στο μέλλον. Μα εγώ ήθελα μόνο να γράφω. 
Τις εκθέσεις τις έδειχνα στη μάνα μου αλλά τα ποιήματά μου τα έκρυβα. Φοβόμουν πως θα μου απαγορεύσουν να γράφω καθώς ονειρεύονταν να γίνω δικηγόρος, όπως ο παππούς μου και η ενασχόληση με τη γραφή νόμιζαν ότι θα με αποσπούσε από τη μελέτη. Εγώ πάλι «έπαιρνα τα γράμματα» εύκολα και βαριόμουνα τη φλυαρία των καθηγητών μου. Προτιμούσα να διαβάζω ποίηση. Έκρυβα τις ποιητικές ανθολογίες κάτω από το θρανίο και διάβαζα στα κρυφά την ώρα του μαθήματος. 
Μια μέρα με τσάκωσε ο καθηγητής των μαθηματικών. Με πήγε στο γραφείο της διευθύντριας και φυσικά έφαγα αποβολή από το σχολείο. Δεν τόλμησα να το πω στη μάνα μου.
 Την άλλη μέρα, τη μέρα της αποβολής δηλαδή, ξεκίνησα κανονικά δήθεν για το σχολείο και εγώ πήγα στο δάσος. Η μέρα ήταν λαμπρή ανοιξιάτικη. Η φύση γεμάτη μυρωδιές και χρώματα έσφυζε από ζωή. Σε αυτό το «σχολείο» ήθελα να φοιτώ και όχι στις σκοτεινές αίθουσες με τις τσιμεντένιες αυλές.
Έβγαλα το μπλοκάκι μου και άρχισα να γράφω να γράφω ασταμάτητα σαν μεθυσμένη.

Νότα Χρυσίνα

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

"Ο πύργος των ποιητών" της Νότας Χρυσίνα





Κοιτάζω μες στο σούρουπο του ορίζοντα το βάθος,
βλέπω της πόλης τα θαμπά περιγράμματα,
τ’ αναμμένα φώτα τρυπούν τα σωθικά της∙
βλέπω μορφές να χάνονται με απαλά βήματα,
βλέπω σιδερένια στόματα, που τραγουδούν κι αστράφτουν,
ακούω τον αρχέγονο ρυθμό της μακρόσυρτης μελωδίας τους ∙
Η καρδιά μου παύει να χτυπάει ρυθμικά,
μπροστά μου ζωντανεύει ένας πανάρχαιος μύθος.  

Θυμάμαι μιαν άλλη πόλη παλαιά, σκαρφαλωμένη
σε καταπράσινο βουνό πανάρχαιο, σαν να’ ναι εντοιχισμένη∙
κι εγώ διαβάτης, θυμάμαι, ν’ ανεβαίνω ατέλειωτα δρομάκια φιδωτά,
κι η σελήνη να ρίχνει ριπές τ’ ασημένια της βλέμματα∙
-χαμόγελα της Φύσης-, και ο Αποσπερίτης άγρυπνος μαντατοφόρος.
Ανέβαινα, να συναντήσω τον μυθικό φύλακα των ονείρων μου, μονάχη,
τον βάρβαρο πύργο τον γυάλινο, κι Αυτήν.

Δίπλα στον πύργο μια πηγή κι ένας δράκος κονταροφόρος
–πάντα υπάρχει ένας δράκος που φυλάει πύργους και πηγές∙
Σ’ αυτόν τον πύργο έδεναν τις ψυχές τους οι ποιητές,
πλοία σε αγκυροβόλιο∙ το αίνιγμα του κόσμου να φυλάξουν.
Βλέπω, πίσω απ’ του πύργου τα βουβά παράθυρα, να βαδίζουν
αλαφροπάτητες σκιές: ο Πόε, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης,  κι ο Καβάφης
με αινιγματικό χαμόγελο, κι αίφνης
οι άλλες σκιές κάνουν υπόκλιση και μουρμουρίζουν
τη μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.   

Κι εγώ φύλλο τρεμάμενο ψελλίζω άρρυθμα
ποιήματα σαν εκείνα που με αυθάδεια το μέτρο σπάζουν.
Τότε η σκιά του Πόε πλησιάζει μ’ ένα κοράκι στον ώμο, με χλευάζει.
 Ο Έλιοτ τους ξεφτισμένους στίχους των Cantos μού χαρίζει,  
 ο Σεφέρης έναν ήλιο μού δείχνει, με αγκάθια κόκκινα, ασπιδοφόρο,
κι ο Καβάφης, με τρόπο ηδυπαθή, μού τείνει ένα κλειδί.    
«Ξεκλείδωσε το αίνιγμα του κόσμου» λέει.
Κι εγώ ξεκλειδώνω  κι ο βάρβαρος γυάλινος πύργος θρυμματίζεται
μες στη βοή της  πόλης που τα φώτα τρυπούν τα σωθικά της.
Δεν παύω ν’ ακούω από την άσφαλτο μακριά σε άλλη γη
εκείνη τη μελωδία τη μακρόσυρτη με τον αρχέγονο ρυθμό.
Βλέπω θολά περιγράμματα μορφών στο φως της αυγής,
Και την Ποίηση να στέκει εκεί, λευκό ντελικάτο μυστήριο.




Το ποίημα αυτό υποβλήθηκε ως εργασία για το ΜΠΣ

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

"Άτιτλο" της Νότας Χρυσίνα




Πιστεύαμε στις προφητείες των άστρων
Περπατούσε συντροφιά  τους, μήνες και μήνες·
Κρατούσαν καλά το μυστικό μας
Ποτέ δεν  πρόδωσαν πόσα φιλιά
Δώσαμε
Πόσες υποσχέσεις.
Μας έπιαναν κουβέντα τις νύχτες
Μας έκαναν σινιάλο ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους
Τα δόντια τους έλαμπαν
Λάμπαμε κι εμείς σαν πυγολαμπίδες
Το πρωί επιστρέφαμε στο σώμα μας
Μα είχαμε συνηθίσει μέσα στο άλλο σώμα
και το δικό μας έμοιαζε ξένο.

Τώρα μας στοιχειώνουν οι αναμνήσεις 
Το σώμα μας  στέκεται μπροστά στον καθρέφτη
Όπως το αυτοκίνητο στο φανάρι.
Ανάβει ακόμη πράσινο. Στο κόκκινο
Πού θα βρεθούμε άραγε;



Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
γράφει ποιήματα από αγάπη για τη ζωή

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

"Τα ρόδα ενός άλλου κήπου" της Νότας Χρυσίνα



Κι αν τα φιλιά είναι σαν τα χρόνια
και τα πάντα ρει, όπως είπε ο Ηράκλειτος
τότε κι εμείς θα βρεθούμε μωρό μου
να κυλιόμαστε αγκαλιά στο μέλλον
κάτω από τα ρόδα ενός άλλου κήπου
παραδείσιου ή στον ίδιο τον Παράδεισο'
κι αν στον δεύτερο κύκλο του Δάντη
στροβιλίζονται οι ψυχές μας σαν δίνη
τότε για εμάς γράφτηκε το Gloria
καθώς διασπόμαστε σε μυριάδες σωματίδια
καταλαμβάνουμε όλες τις διαστάσεις,
κι αν πάλι το σύμπαν είναι μια εκκωφαντική έκρηξη
τότε όλες τις γλώσσες της Βαβέλ ήταν μία
όταν εγώ κι εσύ αγγιχτήκαμε
κι αν όσα ζήσαμε ήταν όνειρο
τότε η αιωνιότητα είναι ένα παιχνίδι
του χρόνου που χαριεντίζεται
μέσα στις ζωές μας που σβήνουν
μέρα τη μέρα τα κεράκια της'
Μα εμείς αγάπη μου
είμαστε οι άκρες της ίδιας μπαλάντας
εγώ την αρχινώ κι εσύ κάνεις το ρεφρέν
εγώ η οδός κι εσύ η επωδός,
κι αν τα φιλιά μας σβηστούν σαν τα ψίχουλα
δεν θα χάσουμε το δρόμο μας
δρασκελίζοντας πάνω στα νέφη'
Έτσι δεν είναι, μωρό μου;

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – Η συμβολή της παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας

Γράφει η Νότα Χρυσίνα // *
             Αναδημοσίευση από Fractal  


Χατζημιχαήλ Θεόφιλος, «Ο χαιρετισμός του Μάη» 1929
Υπάρχει ένα ερώτημα που έχει πυροδοτήσει ατέλειωτες συζητήσεις, επιστημονικά συνέδρια, τηλεοπτικούς διαξιφισμούς, λογοτεχνικές διαμάχες, δοκίμια, διηγήματα αλλά και ποιήματα. Το ερώτημα αυτό αφορά τη συμβολή της παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας τέθηκε επιτακτικά με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία που διδαχτήκαμε στο σχολείο, πριν από το 1821 δεν υπήρχε σαφώς καθορισμένη η έννοια του έθνους-κράτους ανάμεσα στους Έλληνες. Το ελληνικό έθνος μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν γεωγραφικά διασκορπισμένο σε κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ελληνικό έθνος-κράτος δημιουργήθηκε μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, και ιδιαίτερα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Η δημιουργία του στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογία του Ρομαντισμού, βάσει της οποίας εδραιώθηκαν τα έθνη-κράτη σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Κάθε έθνος στράφηκε στο παρελθόν για να ισχυροποιήσει το παρόν του ως νεοσύστατο κράτος. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στηρίχθηκε και αυτό στο παρελθόν του, όπως έκαναν όλα τα ευρωπαϊκά έθνη που ακολούθησαν την ιδεολογία του Ρομαντισμού. Με την επίδραση αυτής της ιδεολογίας τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά: γλώσσα, θρησκεία, τρόπος ζωής, έδαφος κ.ά. μετατράπηκαν σε εθνικά χαρακτηριστικά.

Ιδιαίτερα οι Έλληνες έπρεπε να δημιουργήσουν μία ταυτότητα του συνανήκειν αλλά και να τεκμηριώσουν την ιστορική τους συνέχεια με βάση τη φυλετική, γλωσσική και πολιτιστική συνέχεια από την αρχαιότητα. Αυτή τη συνέχεια μπόρεσαν να την τεκμηριώσουν κυρίως μέσα από τη ζωντανή παράδοση, δηλαδή τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, τα παραμύθια και τη δημοτική γλώσσα, γραπτή και προφορική.
Η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη θρησκεία ήταν τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των πολιτών του νέου βασιλείου. Η άμεση καταγωγή της γλώσσας αυτής από την αρχαία πρόσφερε, όπως προαναφέρθηκε, ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της ταυτότητας του νέου έθνους-κράτους. Το άλλο σταθερό σημείο για τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας υπήρξε η λαϊκή παράδοση.
Η λαϊκή παράδοση επανεκτιμήθηκε τον 19ο αιώνα ως εθνικός θησαυρός. Τον αιώνα αυτόν ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη η ελληνική λαογραφία ως επιστημονικός κλάδος. Ο Πολίτης κατέγραψε τα δημοτικά τραγούδια και στοιχεία της παράδοσης απαλλάσσοντάς τα από ξένα στοιχεία.
Η ελληνική ταυτότητα και συνέχεια στηρίχτηκε και στην επιστήμη της ιστοριογραφίας που γράφτηκε ως απάντηση στους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ περί καταγωγής των νεοελλήνων από Σλάβους και Αλβανούς. Αρχικά ο Ζαμπέλιος και μετά ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος συνέγραψαν την «εθνική ιστορία» μας συνδέοντας την αρχαιότητα με τον νεοελληνικό πολιτισμό με ενδιάμεσο σταθμό τον Μεσαίωνα (Βυζάντιο).
Η σύνδεση με το πρόσφατο παρελθόν μας το λεγόμενο βυζαντινό εστιάζει στα ήθη και έθιμα του λαού μας. Από το 1880, μαζί με την ανακάλυψη ότι η λαϊκή παράδοση είναι ο θησαυρός των αρχαίων ηθών και εθίμων που επέζησαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή, γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και ιδιαίτερα για τη γλώσσα της ελληνικής υπαίθρου. Η ομιλούμενη (δημοτική) γλώσσα χαρακτηρίστηκε κιβωτός της εθνικής ταυτότητας και διεκδίκησε την άμεση καταγωγή από την αρχαία ελληνική -όπως ακριβώς την είχε διεκδικήσει και η αρχαΐζουσα. (γλωσσικό ζήτημα).
Στη δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (επτανησιακή σχολή) και δημιούργησε ένα διακείμενο (πλαίσιο) για να εντάξει τα δικά του κείμενα. Δημιούργησε δηλαδή μια νέα παράδοση καθώς στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι και στον «Ερωτόκριτο» που είχε γραφτεί διακόσια χρόνια νωρίτερα. Ο Σολωμός στήριξε τη γλωσσική του επιλογή και με το δοκιμιακό του έργο, το βασικότερο έργο του είναι ο γνωστός «Διάλογος».

ΣΟΦ. Η γλώσσα σου φαίνεται ‘λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.

ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ‘ξέρουν και τα παιδιά.
Το ελληνικό κράτος αφού ταλαιπωρήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα τη μέση οδό του Κοραή και την αρχαΐζουσα φτάνει στην παρακμή του ρομαντικού κινήματος και στον «ξύλινο» σχεδόν λόγο. Η γενιά του 1880 αναζήτησε νέα εκφραστικά μέσα και ανανέωση της γλώσσας. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς υιοθέτησε τη γλώσσα του λαού και προσπάθησε να εκφράσει την ψυχή του.

Ὁ Διγενὴς κι ὁ ΧάρονταςΚαβάλλα πάει ὁ Χάρονταςτὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,κι ἄλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεταιτ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου τουδεμένους στὰ καπούλια,τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.[…]

Το 1883 ανακοινώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη και το περιοδικό «Εστία» ο διαγωνισμός ελληνικού διηγήματος του οποίου η «υπόθεση θα ήταν ελληνική, δηλαδή θα συνίστατο από περιγραφές σκηνών του βίου του ελληνικού λαού».
«ο ελληνικός λαός», αναφέρεται, «είπερ και άλλος τις έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου· η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων».
Όλες οι αναφορές στα ιστορικά και λογοτεχνικά γεγονότα μας αποδεικνύουν ότι η παράδοση είναι μια έννοια δυναμική και πώς συνέβαλε σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή στη συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας. Άλλωστε και αργότερα, με τη λεγόμενη γενιά του ’30, η παράδοση «κλήθηκε» ξανά να συμβάλλει από μια νέα οπτική γωνία στην αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας. Ο ρόλος της παράδοσης θα συνεχίσει να τροφοδοτεί μελέτες και διαξιφισμούς καθώς αποτελεί μια γόνιμη βάση για διάλογο και αυτό ίσως αποτελεί την σπουδαιότερη συμβολή της.



Βιβλιογραφία

  • Beaton, Roderic, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία, Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Λυδάκη Ε., μτρ. Πιπίνη Ε., Νοτιά Π., Τσάμου Σ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
  • Γιάννης Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα 1982, 79-80.
  • Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη, «Ηθογραφία». Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ. 26, Αθήνα 1984, 219-221.
  • Βουτουρής, Παντελής, Ως εις καθρέπτην … Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 259-260.




* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

"Διάφανη ιστορία" της Νότας Χρυσίνα



(ένα μικρό διήγημα, βασισμένο πάνω στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, που υπέβαλα για εργασία)

Φοράει έναν κατακόκκινο σκούφο και βιάζεται να μπει στο μετρό. Τα μάτια της είναι κρυμμένα πίσω από δυο μεγάλους φακούς.
      «Μαίρη, πώς μεγάλωσαν τα μάτια σου τόσο» της πέταξα.
      «Για να βλέπω καλύτερα» μου αντιγύρισε.
Σύμπτωση ή είχε ανακαλύψει ότι το διήγημα που είχα στείλει για επιμέλεια στον εκδοτικό οίκο η Σφίγγα ήταν αντιγραμμένο λέξη προς λέξη από εκείνο του Σαμαράκη; Και το άλλο με τα παιδικά παραμύθια που παρουσίασα στη Λέσχη Λογοτεχνών… Με κοίταζε με ένα βλέμμα περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: «Ξέρω».
Ξαφνικά γυρνάει, και λέει δήθεν αδιάφορα:
         «τὸ κυνήγι ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς              τὰ σκάγια».
«Τι εννοείς;» προλαβαίνω να της πω τρέμοντας ενώ κατεβαίνει στη στάση Σύνταγμα. Απάντηση δεν πήρα. Είμαι σίγουρος. Ξέρει.
Ο κόκκινος σκούφος της χάθηκε στο βάθος μέσα στο πλήθος. Το στομάχι μου είχε βαρύνει. Ανάπνεα με δυσκολία σαν να είχα καταπιεί πέτρες. Κυοφορούσα τα ψεύδη μου.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Νότα Χρυσίνα «Μία τυχαία συνάντηση»

Σχόλιο προς τους/τις  ευγενικούς/ες και μη αναγνώστες/τριες

Το διήγημα αυτό γράφτηκε ως εργασία εξαμήνου για το ΜΠΣ. Περιέχει τεχνικές αφήγησης που δεν είναι στην παρούσα ανάρτηση σημειωμένες με bold ενώ όταν υποβλήθηκε για διόρθωση ήταν σημειωμένες και βαθμολογήθηκε με 9 (εννέα), προφανώς γιατί οι τεχνικές είναι σωστές αλλά όχι η λογοτεχνική γραφή που θέλει ψυχή βουτηγμένη στον νου. 



Η Νατάσα κατέβηκε βιαστική από το ταξί. Μόλις την είδα η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε ένα ξέφρενο ρυθμό σαν τρελή.Περπατούσα παρέα με τους παλιούς συμφοιτητές μου δίπλα από το γλυπτό της Κοιμωμένης του Χαλεπά. Βρισκόμασταν στο Α’ Νεκροταφείο για την εξόδιο ακολουθία που θα ψαλλόταν για τον αγαπημένο μας καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, που είχε φύγει την προηγούμενη μέρα από τη ζωή. Ανυπομονούσα να την δω. Η φίλη της η Μαίρη μού είχε πει πως θα ερχόταν στην κηδεία κι ότι θα έφθανε αεροπορικώς από Θεσσαλονίκη. Είχε αργήσει. Η ώρα ήταν ήδη 11 και μισή.  Πάντα αργούσε. Το μυαλό μου έτρεξε στο παρελθόν σαν ταινία σε rewind. Θυμήθηκα την ημέρα που πρωτογνωριστήκαμε. Ήμασταν και οι δυο μας φοιτητές φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.

Μια ψηλή κοπέλα με κυματιστά, καστανά μαλλιά και λαμπερά γεμάτα φλόγα μάτια μπήκε αργοπορημένη στο μάθημα του καθηγητή Μαρωνίτη. Το σώμα της δεν ήταν απλώς ωραίο, έμοιαζε με γλυπτό Αφροδίτης.) Μόλις την είδα εντυπωσιάστηκα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.

Στο διάλειμμα την πλησίασα και τη ρώτησα εάν χρειάζεται τις σημειώσεις του μαθήματος. Εκείνη ενθουσιάστηκε με την πρότασή μου και μού πρότεινε αμέσως να πάμε για καφέ. Ήταν πρόσχαρη και μιλούσε με μια ζεστή, απαλή, μεταξένια φωνή. 
Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Δεν αργήσαμε να συγκατοικήσουμε. Βρήκαμε ένα μικρό, φτηνό διαμέρισμά στο κέντρο της πόλης. Θέλαμε να βρισκόμαστε στην καρδιά της πόλης, ώστε να  οσμιζόμαστε τα δρώμενα, αλλά καιμου άρεσε να μπορώ να πηγαίνω παντού με τα πόδια.Το ίδιο και της Νατάσας. Ήταν αθλήτρια. Το όμορφο καλοσχηματισμένο της σώμα είχε διαμορφωθεί μετά από ατέλειωτες ώρες γυμναστικής.
Η αθλήτριά μου όμως αγαπούσε και τη διακόσμηση. Διάβαζε πολλά περιοδικά στον ελεύθερο χρόνο της. Στο νέο μας σπίτι τής δόθηκε η ευκαιρία και να δείξει το ταλέντο της και να φτιάξει το σπιτικό μας.
 Διάλεξε  φωτεινά πράσινα χρώματα για τους τοίχους και απαλότερες αποχρώσεις για τα υφάσματα. Βάψαμε μόνοι μας το σπίτι. Βάψαμε ακόμη και τα πρόσωπά μας. Είχαμε γελάσει πολύ καθώς μοιάζαμε με πράσινα ανθρωπάκια εξωγήινων, όπως αυτά που αναπαρίστανται στα περιοδικά.
 Τράβηξα πολλές φωτογραφίες το μουτράκι της και κρέμασα τις φωτογραφίες στους τοίχους. Τη φωτογράφιζα συχνά καθώς η φωτογραφία είναι το χόμπι μου. Είχα πάρει μέρος σε διαγωνισμούς και εκθέσεις.
 «Μάνο, βιβλία και φωτογραφίες παντού, παντού φωτογραφίες» έλεγε μισοζαλισμένη η μούσα μουενώ έψαχνε κάποιο βιβλίο για την εργασία της. 
«Βιβλιοφάγοι, είμαστε μωρό μου, δέξου ότι συγκατοικούμε με αυτά, ονειροπαρμένοι  βιβλιοφάγοι» της έλεγα και την άρπαζα από τη μέση γυρνώντας τηστον αέρα.
 Η Νατάσα ήθελε λίγο χώρο για ακουμπάει τα αγαπημένα της μυθιστορήματα αλλά το πάτωμα ήταν γεμάτο βιβλία και περιοδικά αρχιτεκτονικής. Ξόδευα όλο μου το χαρτζιλίκι σε αυτά καθώς ονειρευόμουν να γίνω αρχιτέκτονας,αν και είχα περάσει με την πρώτη στη σχολή φιλολογίας. Η φιλολογία ήταν όνειρο του πατέρα μου, καθώς ήταν και ο ίδιος φιλόλογος. Εγώ από μικρός ήθελα να κτίζω κάστρα. 
Την επόμενη χρονιά θα έδινα εξετάσεις και στην Αρχιτεκτονική και όταν θα έπαιρνα το πτυχίο μου θα έκτιζα ένα κάστρο να βάλω μέσα την βασίλισσά μου, τη Νατάσα.  «Βασίλισσά μου» της έλεγα όταν απλώναμε τα όνειρά μας για το μέλλον στο μικρό μας μπαλκονάκι τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες.
Ήμουν ερωτευμένος με το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να χαλάσει την ευτυχία μας. Τα βράδια κάναμε παθιασμένο έρωτα και μετά ξαπλώναμε πάνω στις μεγάλες βελούδινες κόκκινες μαξιλάρες που ήταν απλωμένες στο πάτωμα και ακούγαμε τα αγαπημένα μας Cd μουσικής. Αγαπούσαμε και οι δυο μας την jazz και την κλασική μουσική. Ακούγαμε βέβαια και ροκ και πηγαίναμε κάθε Σαββατόβραδο για χορό και παρεούλα στο στέκι των φοιτητών, στην οδό Βαλαωρίτου.
Ήμασταν μαζί δύο χρόνια, όταν καβγαδίσαμε για πρώτη και τελευταία φορά. 
Ήταν Δεκέμβρης και είχε τσουχτερό κρύο. Τις προηγούμενες μέρες χιόνιζε και οι δρόμοι είχαν ένα απαλό στρώμα πάγου που την ημέρα αντανακλούσε το φως το οποίο διαθλώταν σε πολλά μικρά χρωματιστά σωματίδια που χόρευαν στον αέρα. Σάββατο βράδυ και είχαμε πάει στο αγαπημένο μας στέκι. Καθώς μπήκα μέσα είδα μια παρέα με κοπέλες. Ανάμεσά τους η Λητώ, μια όμορφη κοκκινομάλλα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, γειτονοπούλα μου στο εξοχικό μας στην Μήλο.  Χάρηκα πολύ που είδα τη Λητώ και αφού τη σύστησα στη Νατάσα έπιασα την κουβέντα μαζί της. Καιρό είχαμε να βρεθούμε και είχαμε να μοιραστούμε πολλά από το νησί μας. Περνούσα υπέροχα με τη συντροφιά της. Η Λητώ μού περιέγραφε πώς κατάφερε να αποδώσει το τοπίο της Μήλου σε έναν της πίνακα και η περιγραφή της με είχε συναρπάσει. Είχα απορροφηθεί τόσο από την αφήγηση που ξέχασα τηγλυκιά μου Νατάσα. Εκείνη με πλησίασε κάποια στιγμή και μου ζήτησε να φύγουμε. Εγώ δεν ήθελα να χάσω την παρέα της Λητώς και της είπα ότι θα μείνω και θα τησυνοδεύσω στο σπίτι της. Η Νατάσα θύμωσε και μου είπε πως φεύγει.
Όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα, η Νατάσα κοιμόταν. Ξύπνησα νωρίς το πρωί αλλά η Νατάσα είχε ξυπνήσει νωρίτερα και μου είχε αφήσει ένα σημείωμα ότι θα πάει για λίγες μέρες στο χωριό των γονιών της, κάπου έξω από την Χαλκιδική.
Την πήρα πολλές φορές στο τηλέφωνο αλλά δεν απάντησε. Μετά από μια εβδομάδα μου τηλεφώνησε πως θ’ αργήσει να επιστρέψει,γιατί ο πατέρας της είχε αρρωστήσει και έπρεπε να μείνει κοντά στους δικούς της για λίγο καιρό.
 Ο καιρός περνούσε και εκείνη δεν επέστρεφε ούτε απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου. Μια μέρα ήρθαν δυο φίλες της και μάζεψαν τα πράγματά της. Μου έδωσαν ένα γράμμα. Με ευχαριστούσε για όσα μοιραστήκαμε και μου ευχόταν να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Σύντομα πέρασα στην Αρχιτεκτονική Αθηνών και ξενοίκιασα το διαμέρισμα. Την αναζήτησα μέσα από φίλους και γνωστούς. Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε.
Μετά από χρόνια συνάντησα τη φίλη της τη Μαίρη στην Αθήνα. Μου είπε πως η Νατάσα είχε γίνει μεταφράστρια και πως ζούσε στη Γαλλία. Εκεί είχε τιμηθεί με το βραβείο της λεγεώνας της τιμής.

Η καρδιά μου συνέχισε να χτυπάει σε ξέφρενο καλπασμό όταν πλησίασε εκείνη. Είχα να τη δω είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Βρήκα τη δύναμη και της είπα «Γειά σου Νατάσα, είσαι πάντα όμορφη».
 Μου χαμογέλασε πλατιά: «Κι εσύ πάντα κομψός» είπε ενώ με κοίταζε έντονα. Η αλήθεια είναι ότι πρόσεχα πολύ την εμφάνισή μου. Αν και τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει, ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση. Την ημέρα εκείνη φορούσα σουέτ καφέ σακάκι, τζιν πουκάμισο και τζιν ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Η Νατάσα με κοίταζε με αυτό το βαθύ γλυκό βλέμμα που είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Αφού τελειώσαμε με το τελετουργικό, ήπιαμε καφέ και συλλυπηθήκαμε την οικογένεια Μαρωνίτη,κανονίσαμε να πάμε να φάμε οι δυο μας. Είχαμε να βρεθούμε είκοσι ολόκληρα χρόνια!

«Λοιπόν Μάνο»,μού είπε, «πραγματοποίησες το όνειρό σου να γίνεις αρχιτέκτονας;» Εγώ ήμουν ακόμη σαν υπνωτισμένος. Ρουφούσα κάθε της βλέμμα και προσπαθούσα να κρατήσω όσες περισσότερες εικόνες της αποτυπωμένες στο μυαλό μου. Σαν να ήθελα να τη φυλακίσω στη σκέψη μου. 

«Τι έγινε;», γέλασε, «μη μου πεις πως ξέχασες ποιος είσαι;» Γέλασα αμήχανα κι εγώ. Μου άρεσε που ήταν πειραχτήρι. Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω στα μακριά καλοσχηματισμένα της πόδια που τα άφηνε ακάλυπτα κάτω από μία αραχνοΰφαντη φούστα. 
«Ουάου» της έκανα. Γελάσαμε και οι δυο καθώς θυμηθήκαμε τη σκηνή με τη Ρίτα Χέιγουορθ και τον Φρεντ Αστέρ. Η Χέιγουορθ είχε εμφανιστεί με σορτσάκι και ο Αστέρ είχε αντιδράσει με το επιφώνημα. Από τότε ήταν το δικό μας πείραγμα, κάθε φορά που την έβλεπα να εμφανίζεται μπροστά μου αποκαλυπτική.

«Λοιπόν, Μάνο», διέκοψε την αναπόλησή μου,«δεν θα μου πεις για εσένα;» «Η αλήθεια είναι, Νατάσα, ότι δεν πιστεύω πως είσαι εδώ».
 «Ναι, έγινα ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας,αλλά το κάστρο που έκτισα είναι χωρίς βασιλοπούλα».
 «Θέλεις να πεις πως δεν παντρεύτηκες;» είπε έκπληκτη.
«Παντρεύτηκα τη βασίλισσα του Σαββά» είπα όλο μυστήριο.

 Η Νατάσα άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα καστανά της μάτια. Της εξήγησα ότι πήγα στην Αιθιοπία να φωτογραφίσω τις αρχαιότητες και εγκλωβίστηκα στη γοητεία του θρύλου της βασίλισσας του Σαββά*. Της διηγήθηκα πώς ανακαλύψαμε με την αποστολή των αρχαιολόγων, την οποία είχα ακολουθήσει, το χρυσωρυχείο της βασίλισσας. Της αφηγήθηκα την συναρπαστική ιστορία της βασίλισσας του Σαββά. Της εξήγησα πως υπάρχει ένας θρύλος που κάνει λόγο για μυθικά πλούτη και πως γίνεται αναφορά του ονόματός της τόσο στη Βίβλο όσο και στο Κοράνι. Της διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια.τις περιπέτειές μου στο υψίπεδο Gheralta.Η Αιθιοπία είναι μία χώρα γεμάτη εκπλήξεις και μοιάζει να ξεπηδάει από τις σελίδες ενός παραμυθιού. 
Η Νατάσα άκουγε γοητευμένη. Πότε πότε πετάριζαν τα βλέφαρά της. Το πετάρισμα των βλεφάρων της ήταν σημάδι πως περίμενε με αγωνία τη συνέχεια. Μείναμε μαζί περπατώντας δίπλα στη θάλασσα μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Προσπαθούσαμε να χωρέσουμε όσα χρόνια ήμασταν μακριά μέσα σε λίγες ώρες. Μου είπε για τη Γαλλία, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, κι εγώ για την Αιθιοπία. Τη ρώτησα για όσα έγιναν τότε, αλλά εκείνη απέφυγε να απαντήσει. «Μάνο μου, ας μη χαλάσουμε τη συνάντησή μας» μου είπε. Όπως έλεγε και η Σκάρλετ Ο’Χάρα στην αγαπημένη μας ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» «After all... tomorrow is another day…». 
Το ξημέρωμα την πήγα να πάρει το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη. Τη φίλησα τρυφερά. Ήξερα πως δεν θα την ξαναδώ.


*Το βασίλειο, που εκτεινόταν στην σημερινή Αιθιοπία και την Υεμένη ήταν ισχυρό και άνθησε κυρίως χάρη στο εμπόριο με την Ιερουσαλήμ και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όσο για τη βασίλισσά του, παρ’ ότι ελάχιστα είναι γνωστά - έτσι ώστε να θεωρείται σήμερα περισσότερο ένα πρόσωπο μυθικό - η εικόνα της ενέπνευσε πολλαπλώς τους μεταγενέστερος, από το Μεσαίωνα και μετά.


Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Μια ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Του ΚΑΒΑΦΗ

της Νότας Χρυσίνα

επιβλέπων καθηγητής:
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



Α) Ποιήματα βασισμένα στα μορφικά χαρακτηριστικά του έργου του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη


Ιδανικές μνήμες κι αγαπημένες     

Iδανικές κι αγαπημένες μνήμες
γυρίζουν στο μυαλό ή επιστρέφουν
κρυφά μες στ’ όνειρό μας∙ ξαφνικά
οι μνήμες ξεπροβάλλουν
καθώς βουτάμε μια μαντλέν στο τσάι,
τον χρόνο αναζητώντας
που’ ναι αιώνια παρών.


Γλυκές μα ξεχασμένες τώρα μνήμες
τυραννικά το φως ανάβουν
 μέσα στην κάμαρά μας∙ και μας κοιτάζουν
- Όσο περνούν  τα χρόνια πιο τυραννικά-
μια δεύτερη ζωή ζητούν. Γυρνούν
πιστό σκυλί στ’ αφεντικό του.

Αγαπημένες μνήμες.
(Αν τυχερός σταθείς γυρνούν
μες στο μυαλό οι μνήμες σαν τους το ζητάς)

Και σαν θελήσεις, γέρος πια, μ’ αυτές θα κτίσεις τείχη,
ανεπαισθήτως, κλείνοντας απέξω τη ζωή.  



Η πόλη η πλανεύτρα

Αυτή η πόλη η πλανεύτρα, η Αλεξάνδρεια
τον ποιητή Καβάφη, η ξελογιάστρα μάγεψε.
Μάγεψε και τον Πάρη απ’ την Σπάρτη
που τ’ ακριβά θεάματα του άρεσαν, κι ήταν
επιρρεπής στις ηδονές∙ 
- προπάντων,  τ’ άρεσαν τα ηδονικά κορμιά.

Όλα τα χρήματά του ξόδεψε:
σ’ αυτή την πόλη τη μοιραία, με
 τον δαπανηρό της βίο∙
(Κοστίζει το γλυκό ποτό της ηδονής).

Μα ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών
τα μάτια του μαβιά∙ σαν  έσβηνε η λάμπα,
παραδίνονταν ο Πάρης στην ηδονή.

Α αυτή η εξαίσια ηδονή στην πόλη την πλανεύτρα.

Πάντα σ’ αυτόν επέστρεφε, κι ας πάσχιζε
να μην ακούσει τις σειρήνες του κορμιού∙
τον όρκο του ποτέ δεν κράτησε
-τον τυραννούσε, το πάθος το ερωτικό -
σαν έμπαινε στην κάμαρή του
η εκλεκτή συγκίνηση, τα μέλη του έ λ υ ν ε∙ 
ξεχνούσε τότε λογική και τα χρηστά τα ήθη
(η κοινωνία της Σπάρτης τα ήθη π ο λ ύ σεβότανε). 
Σαν μεθυσμένος τριγυρνούσε στο σοκάκι,
ώσπου να μπει στην κάμαρη ξανά,
-εκεί το μυαλό του άφησε,
στην πόλη τη μοιραία τη ξελογιάστρα,
                                    -κι όλα του τα λεφτά.





Επίσκεψις Απολλωνίου σε Ινδούς Βραχμάνες

Τον βίο του περιπλανώμενου σοφού παρήγγειλε
 η Ιουλία Δόμνα η αυτοκράτειρα,
στον σοφιστή Φιλόστρατο,
- του κύκλου της ήτανε βλέπεις μέλος.
Κι ο σοφιστής συνέγραψεν τον «βίο του Απολλώνιου», 
χωρίς ολιγωρία.  Ο σοφιστής Φιλόστρατος
από διηγήσεις ήξερε καλά
–πόσω μάλλον τερατικές.

Καθώς περιπλανιόταν ο σοφός ο Απολλώνιος
-ως λένε οι πηγές- έφτασε στις Ινδίες,
κι εκεί είδε τους Ινδούς Βαχμάνες:
«να κατοικούν στη γη χωρίς να είναι πάνω της,
και περιτειχισμένους, χωρίς να έχουν τείχη,
 χωρίς να έχουν τίποτα, να έχουνε τα πάντα».
Ο Απολλώνιος θα είχε κατά νου,
κάτι σαφώς βαθύτερο, σαν έγραψεν αυτά.

Κι ο Φιλόστρατος με περισσή σπουδή
συνέγραψεν τον βίο, αφού όλες τις πηγές μελέτησε.
 Στην Ιουλία Δόμνα, πήγε πετώντας
-όπως οι Ινδοί Βαχμάνες.




Σαν ήρθε η μεγάλη μέρα

Σαν ήρθε η μέρα για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι∙
ο ποιητής Φερνάζης είπε Ναι – έτοιμο το είχε-
και με την πίστη ακλόνητη την Τέχνη υπηρετούσε.
Όχι να πει; Χωρίς δουλειά να μείνει;
Θα έγραφε κι εγκώμια κι επαίνους, κι ελληνικά
και αραβικά και τουρκικά
 (αυτή είναι η δουλειά των αυλικών του βασιλιά)
να επαινούν τον βασιλιά σε χίλιες δύο γλώσσες.

Τη γλώσσα να μην βγάζουν και να λένε Όχι.
Πληρώνονται τα εγκώμια καλά.
Κι αν πεις για τους επαίνους τα διπλά.

Σαν ήρθε η μέρα για το μεγάλο Ναι, Όχι δεν είπε.
Μα στ’ όνειρό του αυτό το Όχι…
επέστρεφε και έπαιρνε εκδίκηση.
-Τον φώναζε προδότη.
Ο ποιητής φριχτά το πλήρωσε  το Ναι.
Για να μην πεινάσει.

Κι είπε ο ποιητής Φερνάζης Ναι – μα η ποίηση
τον άφησε χωρίς ανταμοιβή,
χωρίς εγκώμια, έμεινε τ’ όνομά του.



Εν Εσπερία

Ο ποιητής Καβάφης την τέχνη την ποιητική
διδάχτηκε στην  Εσπερία.                 Ο νους του συγκρατούσε
το πλούσιο       συναίσθημα.                                Στις ηδονές κρυφά
έκαμε προσευχή,                                   οι ηδονές κι η Αλεξάνδρεια
τον όρισαν δικό τους ιερέα.




Β) Περιγραφή   μορφικών επιλογών των ποιημάτων και συσχετισμός με το περιεχόμενό του

Προσπάθησα, με συνεχείς διορθώσεις, να κρατήσω τον ρυθμικό συντελεστή, ο οποίος προσιδιάζει στην πλειονότητα των αναγνωρισμένων ποιημάτων του Καβάφη.
 Επιχείρησα να συνθέσω ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο, ο οποίος είναι έμμετρος αλλά ανισοσύλλαβος . (6 έως και 17 συλλαβές)   , σε ιαμβικό ζυγοτόνιστο ρυθμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τα ποιήματα του Καβάφη.  Ωστόσο, όπου υπάρχει ένα είδος μορφικής ατημελησίας υπαγορεύτηκε από λόγους έμφασης , παραστατικότητας  ή σημασιολογικής έξαρσης.  
Έγραψα τα ποιήματα σε ποικίλες στροφικές μορφές και σε ελεύθερες ανισόστιχες ενότητες. Έκανα χρήση συχνών διασκελισμών προσπαθώντας να δημιουργήσω ένταση ανάμεσα στο γλωσσικο-νοηματικό και το μετρικό σύστημα.  Άλλοτε ο διασκελισμός, ο οποίος δίνει την αίσθηση ενός λόγου εν μέρει πεζού και εν μέρει έμμετρου, με βοήθησε στη δημιουργία έμφασης ή παράτασης της συγκίνησης. 
Προσπάθησα να διατηρήσω το ιαμβικό μέτρο και να φροντίσω την εσωτερική οργάνωση των ποιημάτων με συνιζήσεις, χασμωδίες, εσωτερικές παύσεις  και τομές.    Τις παύσεις τις πέτυχα με ισχυρή στίξη παράδειγμα τελείες, άνω τελείες, παύλες, κόμμα, εκτεταμένα κενά  και πολλαπλό διάστιχο όπως προανέφερα.  Ακόμη πέτυχα μέσω αυτών τη ροή της αποσπασματικής σκέψης.
 Έδωσα έμφαση σπάζοντας τον ρυθμό με παρενθέσεις και μεταφέροντας έναν ειρωνικό τόνο, χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη. 
Επιχείρησα να γράψω με ρεαλιστικό ύφος.  Μιμήθηκα καταλήξεις καθαρεύουσας   και χρησιμοποίησα λέξεις τις οποίες τόνισα τυπογραφικά. 
Προσπάθησα να εστιάσω σε θέματα ή σύμβολα  (συμβολιστική περίοδος) που ο ποιητής επανέφερε στα ποιήματά του όπως η πόλη, η αντίληψη της σχετικότητας της ηθικής, η ποιητική τέχνη, η κάμαρη, η λάμπα, η ηδονή, η μνήμη.  Η ποιητική του Καβάφη στην ωριμότητά της εκφράστηκε μέσα από τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό.  Τα ποιήματα που έγραψα ανήκουν στους τρεις κύκλους των θεμάτων που απασχόλησαν τον ποιητή: τα ερωτικά,  τα ιστορικά  και τα φιλοσοφικά. 

Βιβλιογραφία

Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996

Γαραντούδης, Ευρ. (2003). «Η διάρκεια της καβαφικής ποίησης: ο ρυθμικός συντελεστής». Το Δέντρο, τχ. 125-126, Απρίλιος-Ιούνιος 2003

Kατσιγιάννη  Α., «Mορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (Συνοπτικό διάγραμμα)» (περιοδικό Παλίμψηστον), 1987 τχ. 5

Κωστίου, Κ. «Η Ποίηση του Κ.Π. Καβάφη» στο Λάμπρος Βαρελάς κ.ά.. (επιμ.) (2008). Γράμματα ΙΙ. Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας), εκδόσεις ΕΑΠ., Πάτρα, 2008

Παπάζογλου Χρήστος, ΜΕΤΡΙΚΗ και ΑΦΗΓΗΣΗ, Για μια συστηματική μετρική και ρυθμική ανάλυση των καβαφικών ποιημάτων, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012

Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003