Φωτογραφία που θεωρήθηκε ως η ταυτότητα της "γενιάς του ΄30". Από αριστερά όρθιοι οι :Θαν Πετσάλης,Ηλ.Βενέζης, Οδ.Ελύτης, Γ.Σεφέρης,Α.Καραντώνης,Στ.Ξεφλούδας,Γ.Θεοτοκάς.Καθισμένοι:Αγγ.Τερζάκης, Κ.Θ.Δημαράς,Γ.Κ.Κατσίμπαλης, Κ.Πολίτης, Α.Εμπειρίκος |
Η επικράτηση του όρου γενιά φαντάζει απόλυτη και κυριαρχική: φθάσαμε στην
κατάχρηση ενός καταχρηστικού όρου. Γενιά του 1880, γενιά του Ι930 αλλά και γενιά του Ι970,
του 1980, γενιά του 1920, γενιά του 1914. Πιστεύω ότι σωστά ο Peri, αναφερόμενος στη χρήση
του όρου από τον Vitti, παρατηρούσε κιόλας από το Ι974: «δεν υποβάλλεται σε κριτική η
έννοια και ο ίδιος ο όρος της γενιάς που [...] μένει μια βιογραφικο-πνευματική οντότητα που
δεν επιδέχεται χαρακτηρισμούς περισσότερο ακριβείς και οριστικούς αφού, κάθε φορά που του
δίνουμε μια σημασία, αντιλαμβανόμαστε ότι διεκδικεί και άλλες διαφορετικές. Το πρόβλημα
που έχουμε να λύσουμε είναι, κατά τη γνώμη μου, να αντικαταστήσουμε αυτόν τον όρο, δηλ.,
κάθε φορά, να εξακριβώνουμε ποιες ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές και λογοτεχνικές σχέσεις
υποκρύπτει και αποσιωπά».
Είναι πιθανό το ότι ο όρος γενιά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στα χρόνια του ’30, από λογοτέχνες και κριτικούς, κάτω από την επίδραση των ιστορικών μελετών του Albert
Thibaudet. Το 1929 o Θεοτοκάς χρησιμοποιεί τη φράση «η γενεά μας» ακόμα και τρεις φορές
σε μια σελίδα, κι άλλες αλλού. Ο Vitti επισημαίνει ότι ο όρος Γενιά του Τριάντα
«χρησιμοποιήθηκε αόριστα και γενικά από τον Θεοτοκά και καθιερώθηκε μέσα στo περιβάλλον
της ομάδας του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα», γι’ αυτό «με Γενιά του Τριάντα στο στενότερο
νόημα μπορούμε να εννοήσουμε κάπως φειδωλά τους νέους που συνεργάστηκαν στο περιοδικό
Τα Νέα Γράμματα και μόνο τους νέους».
Σε επιφυλλίδα του το 1953 o Καραντώνης χρησιμοποιεί τον όρο «λογοτεχνική γενεά» και
είναι ο επίσημος αυτός «κριτικός της γενιάς του 30» που δημοσιεύει στα 1962 βιβλίο με τίτλο
Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30.
Το 1977 κυκλοφορούν τα δυο βιβλία των Vitti και Μητσάκη για τη γενιά του ’30. Ο Κ.Θ. Δημαράς, παρουσιάζοντας τα βιβλία αυτά από τις επιφυλλίδες της εφημερίδας Το Βήμα έγραφε:
«Γενιά του ’30, γενιά του ’80, ή ακόμη, απόλυτα, η έννοια της φιλολογικής γενιάς [...] Εγώ
άλλοτε είχα απασχοληθεί μ’ αυτό, πότε προσπαθώντας να εξακριβώσω τους όρους υπό τους
οποίους παρουσιάσθηκε στη γλώσσα μας η έκφραση αυτή και πότε προκειμένου να την
μελετήσω ως στοιχείο για τη διαίρεση της ιστορίας των γραμμάτων σε περιόδους. Για το πρώτο
θέμα δεν απεκόμισα άξια λόγου ύλη· η έκφραση φαίνεται να ήταν κιόλας αποδεκτή μεταξύ των
λογίων γύρω στα 1900, και ανάλογα, πάλι αρκετά νωρίς, φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για τη γενιά του ’30». Αντίθετα, ο Vitti θεωρεί τον όρο «νεόκοπο τα χρόνια εκείνα στην Ελλάδα, όσο
και στην Ευρώπη».
Γύρω από τη χρήση του όρου γενιά υπάρχει αναμφισβήτητα πρόβλημα. Θα παραπέμψω
σ’ ένα άρθρο της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού που έχει τον τίτλο «Η πρώτη μεταπολεμική
ποιητική γενιά και η σχέση της με τη “Γενιά του 30”». Υπάρχει και ένα άλλο πρόσφατο άρθρο
του Κώστα Στεργιόπουλου με τον τίτλο «Λογοτεχνία και χρονολογίες». Η Πολίτου δέχεται ότι
η γενιά είναι «κεφαλή μιας περιόδου, ως ομάδα ομοϊδεατών ανακαινιστών που πέτυχαν να
εκτοπίσουν την τέχνη των προκατόχων τους, θεώρηση με την οποία υπογραμμίζεται η
διαλεκτική σχέση της γενιάς με την περίοδο. Έτσι όμως νοούμενη η γενιά, ως ομάδα δηλ.
ομοϊδεατών με ειδικό πρόγραμμα, συνιστά αυτό που ονομάζουμε κίνημα. Με τη διαφορά πως
το κίνημα, καθώς συνήθως αποτελείται από επαναστατικούς νέους που καταβάλλουν μια
συνειδητή και θεωρητικά στηριγμένη προσπάθεια για να διαδώσουν και εφαρμόσουν μια καινούργια αντίληψη για την τέχνη, δύσκολα διαρκεί μιαν ολόκληρη γενιά (για διάστημα δηλ. 30 περίπου ετών)». Η Πολίτου μιλάει για λογοτεχνικό κίνημα του ’30, με το οποίο αρχίζει μια
νέα περίοδος της ελληνικής ποίησης (και πεζογραφίας εννοείται): η πρώτη μεταπολεμική
ποιητική γενιά είναι μια δεύτερη γενιά στη νέα περίοδο της ελληνικής ποίησης. Ο
Στεργιόπουλος αφού σχολιάσει την έννοια του όρου «σχολή», λέει για τη γενιά: «Η γενιά δεν
ξεπερνά ορισμένα χρονικά όρια, όπως η σχολή, και οι εκπρόσωποι της έχουν την ίδια πάνω-
κάτω ηλικία, με διαφορά μεταξύ τους συνηθέστερα μικρότερη από μια πενταετία κι
οπωσδήποτε όχι μεγαλύτερη από δεκαετία. Γιατί εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της,
διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και τους επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η
στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν το ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την
ώρα στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό, και ιδίως το
γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά και
αναπνέοντας την ίδια ατμόσφαιρα και το ότι ξεκίνησαν και συμπορεύτηκαν έχοντας περίπου το
ίδιο φορτίο ζωής. Έτσι κι οι τυχόν μεταξύ τους ομοιότητες όταν δεν πρόκειται για όμοιες
επιδράσεις και ιδιοσυγκρασιακές συγγένειες, οφείλονται ως ένα βαθμό στο πνεύμα της εποχής
[...] Οι εκπρόσωποι μιας γενιάς, εξάλλου, μπορεί να εκφράζουν διαφορετικές αισθητικές τάσεις
και ν’ ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις». Θα συμφωνούσα σε όλα, εκτός από τα στενά
όρια της γέννησης των εκπροσώπων της γενιάς που ο Στεργιόπουλος τα τοποθετεί
«συνηθέστερα» στην ίδια πενταετία και «οπωσδήποτε» όχι πάνω από μια δεκαετία. Ο Κοσμάς
Πολίτης γεννιέται το 1888, ο Τερζάκης το 1907, ο Μυριβήλης το 1890, ο Βενέζης το 1904, ο
Καραγάτσης το 1908, ο Κόντογλου και ο Στρατής Δούκας το 1895, ο Πρεβελάκης το 1909.
Νομίζω ότι τα όρια αυτά της πενταετίας-δεκαετίας πρέπει να τα τοποθετήσουμε όχι στα χρόνια
που γεννιούνται οι λογοτέχνες αλλά στα χρόνια που πυκνώνει η λογοτεχνική τους κατάθεση, κι
αυτά είναι τα χρόνια της δεκαετίας του ’30.
Ο Δημαράς, στην επιφυλλίδα που προαναφέραμε, παρατηρεί: «Ως προς τη γενεά του
Τριάντα, νομίζω ότι η τομή είναι δικαιολογημένη και ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται σε μια
πραγματικότητα. Έχουμε να κάνουμε με μια εντυπωσιακή πυκνότητα λογοτεχνικών και
κοινωνικών συναντήσεων, η οποία φανερώνει ότι η στρατολόγηση της νέας φιλολογικής γενεάς
έχει γίνει μέσα από ομάδες άλλες από εκείνες που προηγήθηκαν». Παρόμοια και ο Λίνος
Πολίτης γράφει: «Η λεγόμενη “γενιά του 1930”, οι λογοτέχνες δηλ. που παρουσιάστηκαν γύρω
από τη χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την
πεζογραφία, η οποία στα χρόνια 1920-30 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της
ηθογραφίας περιγράφοντας τη μίζερη ζωή της φτωχογειτονιάς».
Η εικόνα συμπληρώνεται με τις ακόλουθες διαπιστώσεις του Κ. Μητσάκη: «Ο όρος
“γενιά του ’30” είναι λοιπόν μια πολύ γενική έννοια που καλύπτει όλους τους λογοτέχνες,
χρονικά, αλλά δεν εκφράζει την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητά τους. Δεν πρόκειται δηλαδή
για μια σχολή με κοινή ιδεολογία ή κοινές αισθητικές αντιλήψεις, περισσότερο πρόκειται για
μια ομάδα συγγραφέων προικισμένων με πολύ ταλέντο αλλά και με διάθεση για δημιουργία
υψηλής ευθύνης και μεγάλων απαιτήσεων. Τελικά πρόκειται για μια γενιά με συνείδηση του
εαυτού της και της ιστορικής της αποστολής».
Πέρα από όλα όμως τα παραπάνω αποκτά βαρύνουσα σημασία το πώς, από το 1937 ήδη,
αντιλαμβανόταν ο Τερζάκης, ο δεύτερος μετά τον Θεοτοκά θεωρητικός νους, το περιεχόμενο
της έννοιας γενιά. Είναι σαφέστατο ότι οι συγγραφείς του ’30 ήξεραν ότι ανοίγουν, με την αξία
τους, μια νέα εποχή, μια νέα περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας, κι έτσι γι’
αυτούς η έννοια της γενεάς δεν είναι μια «αυθαίρετη σχηματοποίηση μέσα στο χρόνο». Ιδού τι
γράφει χαρακτηριστικά ο Τερζάκης, παρουσιάζοντας την πρόσφατη τότε έκδοση της Ιστορίας
της Γαλλικής Λογοτεχνίας (1936) του Τιμπωντέ: «Αγαπώ το σύστημα τούτο που ακολούθησε ο
Αλβέρτος Τιμπωντέ στη μεθοδική διάταξη του υλικού του. Είναι η υποδιαίρεση σε γενεές [...]
Αγαπώ το σύστημα τούτο, παρ’ όλη την κάποια του σχηματική αυθαιρεσία -την οποία κι ο ίδιος παρατηρεί- όχι γιατί “φαίνεται νάχει το προτέρημα ότι ακολουθεί από κοντήτερα την πορεία της
φύσης”, καθώς λέει στον πρόλογό του, αλλά γιατί δίνει αμέσως μια σημασία ανάγλυφη στο
ιδιαίτερο “κλίμα”, τις ιδεολογικές δηλαδή και συναισθηματικές συνθήκες της κάθε εποχής.
“Εποχή” δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα γινόμενο των πνευματικών εκείνων όρων που
δημιουργούν με τις πράξεις τους και τις αντιδράσεις τους δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι μόλις
περασμένοι κ’ οι αμέσως επερχόμενοι. Κ’ η έννοια έτσι της “γενεάς”, με την καθοριστική τούτη σημασία του κλίματος, καταργεί την αυθαίρετη σχηματοποίηση μέσα στο χρόνο, και
καθιερώνει μιαν αξιολογική ολοκλήρωση τόσο ωραία όσο και πραγματική».
Η γενιά του 1930 είναι η γενιά που βρίσκεται υπό συνεχή κριτική και αναθεώρηση, κάτι που συνεπάγεται πολύ διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες οπτικές γωνίες.
Ο Κ. Μητσάκη λέει γι΄αυτήν: «Ο όρος “γενιά του ’30” είναι λοιπόν μια πολύ γενική έννοια που καλύπτει όλους τους λογοτέχνες, χρονικά, αλλά δεν εκφράζει την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητά τους. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια σχολή με κοινή ιδεολογία ή κοινές αισθητικές αντιλήψεις, περισσότερο πρόκειται για μια ομάδα συγγραφέων προικισμένων με πολύ ταλέντο αλλά και με διάθεση για δημιουργία υψηλής ευθύνης και μεγάλων απαιτήσεων. Τελικά πρόκειται για μια γενιά με συνείδηση του εαυτού της και της ιστορικής της αποστολής».
Η γενιά του ΄30, που έφερε στην Ελλάδα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποθεώθηκε και πολεμήθηκε όσο καμία. Είναι για πολλούς η γενιά των αστών, που με υπολογισμένους χειρισμούς του λογοτεχνικού θεσμού φρόντισε για την υστεροφημία της, κατασκεύασε τον μύθο της και επέβαλε μεθοδικά την ηγεμονία της στα νεοελληνικά γράμματα.
Κατηγορήθηκαν για εκπροσώπηση της άρχουσας τάξης, μικροαστική ιδεολογία, επιδίωξη αποδοχής από το κατεστημένο. Πολλοί κριτικοί θεώρησαν πως το ελληνικό μοντέρνο περιορίστηκε στην ανανέωση των εκφραστικών τρόπων και αποκόπηκε από τις ευρύτερες (πνευματικές και κοινωνικές) ριζοσπαστικές διεκδικήσεις των ευρωπαϊκών μοντερνιστικών κινήσεων.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ - ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
- Η Γενιά αυτή επέλεξε την δημιουργική εξωστρέφεια και τον πειραματισμό σε νέες, αιρετικές μέχρι τότε, τεχνοτροπίες και λογοτεχνικές εκφράσεις. Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται τοΜυθιστόρημα του Σεφέρη ( επιρροή από τον αγγλοσαξωνικό μοντερνισμό ), δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου ( επιρροή από τον γαλλικό υπερρεαλισμό). Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και οΒρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.
- Ενδιαφέρον ακόμη στοιχείο για την πραγματική συγκρότησή της είναι η προσωπική στάση που πήραν οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της: άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της γενιάς του 1930 ( π.χ ο Θεοτοκάς και ο Μυριβήλης ) ενώ άλλοι αποστασιοποιούνται από μιαν οποιαδήποτε «συμμετοχή» τους σ' αυτήν ( πχ. Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης )
- Επρόκειτο για μια γενιά που κατάφερε να συμπεριλάβει στους κόλπους της συντηρητικούς και αριστερούς, ρεαλιστές και υπερρεαλιστές, κοσμοπολίτες και φανατικούς της παράδοσης
- Η καταρράκωση της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στη μετάθεση της φιλοδοξίας της "εθνικής αναγέννησης" από το πεδίο της εδαφικής επέκτασης σε εκείνο της πνευματικής ηγεμονίας του ελληνισμού. Η γενιά αυτή, ζώντας σε μια κοινωνία φοβική προς την Ευρώπη και τα μοντερνιστικά της κινήματα, επιχείρησε να γεφυρώσει μέσα από την τέχνη το χάσμα της εθνικής ταυτότητας, συμφιλιώνοντας το μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα. Το ελληνικό φως, το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, η επιστροφή στις πηγές, χαρακτηρίζουν τις αναζητήσεις, τον αισθητικό και ιδεολογικό προσανατολισμό της γενιάς του '30. Ουσιαστικά έκανε διάλογο με το συλλογικό ασυνείδητο.
- Πίστεψαν στην ελληνική ιδιαιτερότητα, πίστεψαν στην ανάγκη εξωτερικοποίησης πολιτιστικών μας στοιχείων. Η Γενιά του ΄30 προέταξε την ελληνικότητα ως το όχημα κοινωνικής και δημιουργικής ανάπτυξης. Είναι η γενιά που διαμορφώθηκε από την εμπειρία του πολέμου και προβληματίστηκε για μείζονα θέματα, για τον χρόνο και τον τόπο, για την παράδοση, για τη μνήμη και την Ιστορία
- «Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία σε συλλογικό επίπεδο είναι ότι αισθητικοποίησε τις βασικές ιδέες του λαϊκού ,του χώρου και της Ιστορίας, εισήγαγε μια ελληνικότηταδημιουργική που βοήθησε στη συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν και επεξεργάστηκε μια αμφίδρομη σχέση με την Ευρώπη» . Δ.Τζιόβας
- Στάθηκε με αγάπη και ανυπόκριτο θαυμασμό προς το λαϊκό πολιτισμό, την αυθεντική λαϊκή λαλιά και τη μη ακαδημαϊκή τέχνη ( πχ Θεόφιλος , Μακρυγιάννης)
- Υιοθέτησε τον ποιητικό μοντερνισμό και έγραψε σε ελεύθερο στίχο.
- Τα έργα τους έχουν συγκροτήσει έναν λογοτεχνικό κανόνα, αναπληρώνοντας την απουσία νεοελληνικών κλασικών συγγραφέων.
«Δεν το λέω δηµόσια, µα θυµούµαι καλά πως εγώ πρώτος µεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δηµιουργήσω και να επιβάλω το µύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα. Η οριστική καθιέρωση του µύθου ήτανε της οµιλίας µου ο σκοπός. Το κάνω αυτό γιατί πιστεύω πως µια πνευµατική ζωή ανοργάνωτη και άστατη σαν τη δική µας έχει ανάγκη από τέτοιους µύθους, από καιρό σε καιρό, για να συγκεντρώνεται, να τονώνεται και να επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο στο κοινό της».
Αυτά γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στο ηµερολόγιό του, για τη διάλεξη που είχε δώσει στις 22 Νοεµβρίου 1947 στο «Αθήναιον» µε θέµα «Η λογοτεχνική γενεά του 1930». Στον Θεοτοκά, άλλωστε, φαίνεται να ανήκει και η πατρότητα του όρου, τον οποίο χρησιµοποίησε για πρώτη φορά δέκα χρόνια πριν. Ο ίδιος άνθρωπος είχε δηµοσιεύσει το 1929 το δοκίµιο «Ελεύθερο πνεύµα», που αναδείχθηκε µε τον καιρό σε ιδρυτικό κείµενο της γενιάς ,σε "πνευµατικό µανιφέστο της".