Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία- Περίοδος ωριμότητας




Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει στα τέλη του 16ου αι., χαρακτηρίζεται τώρα από έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο φάσεις είναι η επτανησιακή και η αθηναϊκή.



Μετά το 14ο αι., η Κρήτη ησυχάζει. Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αι., είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή. Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το μητροπολιτικό κέντρο που απλώς τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία. Φορολογούνται ελαφρά και είναι απαλλαγμένοι από βαριές υποχρεώσεις, όπως οι αγγαρείες και η κωπηλασία στις γαλέρες. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα δίνουν δουλειά σε αρκετούς τεχνίτες. Έτσι, διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση, και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα. Το 1600 περίπου εμφανίζεται η κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννησιακές επιρροές. Το 1562 έχει προηγηθεί ο κύκλος της Ακαδημίας των Vivi (Ζωντανών) που μεταφράζουν και μιμούνται ιταλικά θεατρικά έργα. Είναι πιθανό εδώ να ξεκίνησαν να συνθέσουν αναγεννησιακούς τύπους με το κρητικό ιδίωμα. Πριν τους «Ζωντανούς» παραστάσεις είχαν δώσει ο Molino και ο Calmo(1512-1515). Το 1578 τυπώθηκε η τργωδία “Fedra” ,στα ιταλικά από ενετοκρητικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Francesco Bozza Candiotto, που αφορά τον έρωτα της κόρης του Μίνωα, Φαίδρα για τον Ιππόλυτο. Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χορτάτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του, δεν διατηρείται. Μόλις όμως εμφανίζονται σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους μπορούν να σωθούν.



Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος, όπως π.χ. τα έξοδα της «Πανώριας» του Χορτάτση ανάλαβε ο Βενετοκρητικός από τα Χανιά Μαρκαντώνιος Βιάρος. Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχα διαμορφωθεί τέλη του 16ου αι. , ασχολείται και με τα τρία είδη αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία. Μεταξύ 1595-1601 γράφτηκε η αστική κωμωδία «Κατζούρμπος», έργο που διαδραματίζεται στο Κάστρο και αφορά τον έρωτα του Νικολού για την Κασσάνδρα, που η θετή μητέρα της θέλει να την εκδώσει σ’ ένα γέρο Αρμένη. Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι κόρη του Αρμένη, οπότε τελικά η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κωμικά πρόσωπα του έργου βασίζονται στις λατινικές κωμωδίες του Τερεντίου και του Πλαύτου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο ψευτοπαλληκαράς και δειλός στρατιωτικός, οι πεινασμένοι και λαίμαργοι υπηρέτες, οι υπηρέτριες και οι προξενήτρες.



Η «Πανώρια» του Χορτάτση έχει ως πρότυπο την «Callisto» του Groto, που εκδόθηκε το 1583. Δυο βοσκοί ο Γύπαρης και ο Αλέξης αγαπούν δυο βοσκοπούλες, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους. Οι δύο νέοι προσφέρουν θυσία στο βωμό της Αφροδίτης και ο γιος της ο Έρωτας τοξεύει τις βοσκοπούλες, που δέχονται τελικά να τους παντρευτούν. Έχουμε εδώ επίδραση της ποιμενικής λογοτεχνίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία και η οποία μιμείται αρχαία ειδυλλιακά τοπία. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία ελληνική μυθολογία.



Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi. Η κόρη του Φιλόγονου Ερωφίλη παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα. Περίπου την ίδια εποχή μεταφράζεται, ίσως από τον Χορτάτση, το ποιμενικό δράμα του Guarini “Pastor Fido” (πιστικός βοσκός), ενώ και η κωμωδία «Στάθης» αποδίδεται με επιφυλάξεις στον Χορτάτση.



Το έργο του Χορτάτση συνέχισε ο Βιτσέντζος Κορνάρος(1553-1613). Ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αρχοντική οικογένεια των Κορνάρων και ήταν αδερφός του φεουδάρχη Ανδρέα Κορνάρου. Γεννήθηκε στην Τραπεζόντα της Σητείας. Η «Θυσία του Αβραάμ» πρέπει να είναι συγγραφικό έργο του Vicenzo Cornaro εξαιτίας του ανάλογου λογοτεχνικού ύφους με τον «Ερωτόκριτο», το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Κορνάρου. Υπάρχουν επίσης ανάλογοι αρχαϊκοί τύποι (ομοιώθη, ποίσω, φθαρτά), ανάλογη χρήση των μεσαιωνικών τύπων της αναφορικής αντωνυμίας (τα αντί που κ.λπ.), καθώς και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδική ηλικία. Η «Θυσία» είναι ελεύθερη μίμηση της ιταλικής τραγωδίας “Isach” του Groto. Ο Αβραάμ «απαγορεύεται» να εξερευνήσει τη διαταγή του Θεού. Υποχρεούται να υπακούσει χωρίς δεύτερη συζήτηση και στην υπακοή αυτή αντιπαρατίθεται διαδοχικά ο βαθύς πατρικός πόνος, ο σπαραγμός της μάνας, η δοκιμασία της λογικής και ο θρήνος του παιδιού. Συγκρούονται δηλαδή η τυφλή υπακοή στην υπερφυσική εντολή και η χάρη και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας.



Στον «Ερωτόκριτο», ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας ο Ρωτόκριτος ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Αρετούσα, η οποία επίσης τον αγαπά. Ο πατέρας του Ερωτόκριτου αποτολμά να ζητήσει για το γιο του, την πριγκίπισσα από το βασιλιά Ηράκλη. Ως απάντηση, ο νέος καταδικάζεται σε εξορία. Η Αρετούσα αρνείται πρόταση γάμου από το γιο του ρήγα του Βυζαντίου και γι΄ αυτό φυλακίζεται. Αργότερα στην επικράτεια της Αθήνας εισβάλλουν οι Βλάχοι. Παρουσιάζεται τότε ένας άγνωστος μαύρος πολεμιστής, που είναι ο μαγικά μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος. Ο απροσδόκητος σύμμαχος ανακουφίζει τα διαλυμένα στρατεύματα των Αθηναίων και σκοτώνει σε μονομαχία τον Άριστο, εκλεκτό πολεμιστή των αντιπάλων. Τελικά ο Ρωτόκριτος παντρεύεται την Αρετούσα αφού πρώτα αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Κορνάρος επηρεάζεται σ’ αυτό το έργο από το πεζό «Πάρις και Βιέννα» και από το επικό ποίημα “Orlando Furioso” του Ariosto(1532). Χαρακτηρίζεται από το αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην ερωτική ζωή και για υπέρβαση των διαφορών στα φύλα και στις τάξεις, αν και ο ισχυρογνώμων βασιλιάς Ηράκλης, λειτουργεί ως θετικό στοιχείο στο ποίημα και όχι ως αντικείμενο καταγγελίας. Η καταδίκη της εξουσίας είναι εδώ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι είναι στην «Ερωφίλη».



Στις αρχές του 17ου αι. ανήκει άλλο ένα αξιόλογο έργο, άγνωστου ποιητή, η «Βοσκοπούλα». Ένας βοσκός συναντά μια πολύ όμορφη βοσκοπούλα, στο βουνό. Περνούν ευτυχισμένες μέρες στο σπήλιο της βοσκοπούλας. Πριν γυρίσει ο πατέρας της, ο νέος φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σ’ ένα μήνα. Μια σοβαρή ασθένεια όμως τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Η νέα πεθαίνει από τη λύπη της γιατί νομίζει ότι την απαρνήθηκε. Όταν τελικά αισθάνεται καλύτερα, ο νέος γυρίζει στη σπηλιά, όπου συναντά το μαυροφορεμένο πατέρα της νέας, που του αναγγέλλει το θλιβερό γεγονός. Η τραγωδία ολοκληρώνεται με το θρήνο του βοσκού πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Εδώ το συμβατικό ποιμενικό στοιχείο των ιταλικών ειδυλλίων της εποχής εξουδετερώνεται από το κρητικό ιδίωμα αλλά και από την πραγματική ποιμενική ζωή των βουνών της Κρήτης. Το ποίημα τυπώθηκε με έξοδα κάποιου Δρυμητινού Αποκορωνίτη, ο οποίος όμως δεν μας πληροφορεί για το δημιουργό του. Από τις αρχές του 17ου αι., η κρητική λογοτεχνία αρχίζει να λειτουργεί στις λαϊκές τάξεις ως ανώνυμη και απρόσωπη δημιουργία. Στα χειρόγραφα με τα οποία κυκλοφορούσαν τα έργα, αντιγραφόμενα είτε από γραφείς είτε επί παραγγελία είτε και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τα ονόματα των συγγραφέων παραλείπονται.



Από αστική οικογένεια του Ρεθύμνου ήταν ο ποιητής Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, που έγραψε την τραγωδία «Βασιλεύς Ροδολίνος». Πρότυπο του «Ροδολίνου» είναι το έργο «Il Re Torrismondo» του Torquato Tasso. Στην υπόθεση του έργου, ο βασιλιάς της Περσίας Τρωσίλος ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα. Ο πατέρας της αρνείται την πρόταση και ο Τρωσίλος αναθέτει στο φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Αιγύπτου, να τη ζητήσει με σκοπό τελικά να την οδηγήσει στην Περσία για να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο Ροδολίνος παίρνει την Αρετούσα από την Καρχηδόνα με έγκριση του πατέρα της, αλλά στο δρόμο προς την Αίγυπτο οι δύο νέοι ερωτεύονται και τελικά η Αρετούσα αρνείται να εγκαταλέιψει το Ροδολίνο για χάρη του Τρωσίλου και αυτοκτονεί. Στη συνέχεια αυτοκτονούν και ο Ροδολίνος και ο Τρωσίλος. Τα χορικά εκφράζουν την απαισιοδοξία και την ψυχική διάθεση των χρόνων της Αντιμεταρρύθμισης, υπογραμμίζοντας τον παροδικό χαρακτήρα και τη ματαιότητα του πλούτου, της εξουσίας και της ζωής γενικά.
Στα τελευταία χρόνια της ειρήνης πιστεύεται ότι γράφτηκαν και ο «Ζήνων», αγνώστου ποιητή και το μακροσκελές ποίημα «Παλαιά και Νέα Διαθήκη». Το 1655, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γράφτηκε η κωμωδία «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πολλές φορές εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου των Φεουδαρχών της Κρήτης. Είχε κτήματα στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδας, όπου βρέθηκαν ερείπια πύργου με επιγραφή που μνημονεύει τον «Ανδρέα Φόσκολο», πατέρα του Μάρκου-Αντώνιου. Στη διαθήκη του δίδει εντολή όταν ελευθερωθεί η Κρήτη από τους Τούρκους να μεταφερθεί το σώμα του από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα, όπου θα είναι αποτεθειμένο, στο Καινούργιο Χωριό. Στον κύκλο του ανήκαν ο γνωστός λόγιος μοναχός Παντόγαλος και ο ποιητής Πάντιμος (έγραψε την τραγωδία “Amorosa Fede”). Στο «Φορτουνάτο» πειρατές κλέβουν το παιδί του Κεφαλλονίτη γιατρού Λούρα. Ένα πλοίο Ιωαννιτών ιπποτών κυριεύει το κουρσάρικο καράβι και το πουλά σ’ ένα έμπορο από το Κάστρο, τον μισέρ Γιαννούτσο, που βρίσκει στο σκάφος το εγκαταλελειμμένο παιδί και το υιοθετεί, ονομάζοντάς το Φορτουνάτο. Έπειτα από χρόνια έρχεται ο Λούρος να εγκατασταθεί στο Κάστρο. Ο Φορτουνάτος έχει μεγαλώσει και συνδέεται αισθηματικά με μια νέα την Πετρονέλα που την ερωτεύεται και ο γερο-Λούρας. Από διήγηση του Γιαννούτσου για το καράβι και το χαμένο παιδί ο Λούρας διαπιστώνει ότι ο Φορτουνάτος είναι γιος του. Έτσι παντρεύει την Πετρονέλα με το Φορτουνάτο και το έργο τελειώνει σε γενική χαρά. Από το έργο δεν λείπουν οι γνωστοί τύποι, ο δάσκαλος, ο καυχησιάρης στρατιωτικός (που απειλεί να εξολοθρεύσει τους Τούρκους που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το Χάνδακα), οι λαίμαργοι δούλοι και οι ζωηρές υπηρέτριες. Το έργο είναι ανώτερο από τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτση, με λιγότερα πρόσωπα και νευρώδη γλώσσα.



Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του σουλτάνου τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει. Ο σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω. Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά.
Στη λαϊκή σάτιρα ανήκει και ένα ανώνυμο ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος του Φαλλίδου», δηλαδή του χρεοκοπημένου. Δίνει μια ζωηρή εικόνα της εύθυμης νεολαίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Τα ανδρικά είδη ενδυμασίας, τα πλούσια υφάσματα, τα γενοβέζικα καπέλα, τα αρώματα, τα κρασιά, τα ιταλικά φαγητά, τα μουσικά όργανα, ζωντανεύουν σε αυτό το ποίημα που έχει και διδακτικό σκοπό, να δείξει που καταντά ο άμυαλος νέος.



Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο νησί το 1645. ο Χάνδακας μετά από ηρωική αντίσταση συνθηκολογεί το 1669 οπότε και τελειώνει η γαλήνια και ξέγνοιαστη ζωή. Έτσι και η λογοτεχνία εισέρχεται σε ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της φοβερής πλέον πραγματικότητας. Οι τούρκοι εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αι. στην Κρητική λογοτεχνία μέχρι που καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη «Διήγησις δια στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Ο Τζάνες ήταν από το Ρέθυμνο και είχε δυο αδερφούς τον Εμμανουήλ και τον Κωνσταντίνο. Ο Μαρίνος ζούσε στο Ρέθυμνο μέχρι το 1646, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πήγε πρόσφυγας στο Κάστρο και αργότερα στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, μέχρι που κατέληξε στην Βενετία όπου και πέθανε. Άρχισε να γράφει τον «Κρητικό Πόλεμο» το 1669 στο Κάστρο, τη χρονιά δηλαδή που το Κάστρο έπεσε στους Τούρκους. Πηγές του Τζάνε ήταν οι προσωπικές του εμπειρίες και οι μαρτυρίες των προσφύγων που κατέφταναν στο Κάστρο από κάθε γωνιά της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σε ορισμένα σημεία διακρίνονται επιρροές από ανάλογο έργο του Κεφαλλονίτη Άνθιμου Διακρούση(1667). Μέσα στο έργο του Τζάνε είναι ολοφάνερη η αγάπη που τρέφει στην πατρική του πόλη, το Ρέθυμνο. Εξαίρεται η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής συμμαχία μεταξύ των ενετοκρητικών και του ελληνορθόδοξου αστικού στοιχείου κατά των εισβολέων. Ο Τζάνες οδεύοντας από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο είχε συνειδητοποιήσει από κοντά τη στάση των χωρικών, οι οποίοι είχαν δει τον πόλεμο εντελώς ταξικά, αδιαφορούσαν για το ποιος τους «καταδυναστεύει» και δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων. Ο Τζάνες γράφει χρησιμοποιώντας κρητικούς ιδιωματισμούς αλλά δεν έχει την επιμέλεια ενός Χορτάτση ή ενός Κορνάρου. Εξάλλου οι επιρροές και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον του Τζάνε είναι εντελώς διαφορετικές. Ο Τζάνες περιγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος ή του περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και όχι γεγονότα της φαντασίας του γι’ αυτό κάποτε θυμίζει την καθημερινή συνομιλία ή τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια θλιβερή είδηση. Μερικές φορές μάλιστα θυμίζει πρόχειρες σημειώσεις πολεμικού ημερολογίου με στρατιωτικούς όρους. Συχνά δίνονται αριστουργηματικές εικόνες από στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, ναυμαχίες, τρικυμίες και ναυάγια. Εξίσου καλά περιγράφεται η τύχη των αμάχων, η ταλαιπωρία και οι κίνδυνοι των προσφύγων στο νησί Δία, όπου πρωτομεταφέρθηκαν, το πολυήμερο ταξίδι στα Επτάνησα και η νοσταλγία της παλιάς ειρηνικής ζωής των παραθεριστών στα κτήματά τους και στα χωριά της Κρήτης. Ο Ν.Β. Τωμαδάκης παρατηρεί ότι το έργο χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαύγεια, περιγραφική συγκίνηση, θέληση για αποπεράτωση και επική πνοή. Ο Γιώργος Σεφέρης αποκαλεί τον Τζάνε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της Κρήτης της εποχής εκείνης».
Το 1684 τυπώθηκε ένα άλλο αξιόλογο έργο του Μπουνιαλή με τίτλο «Ψυχωφελής κατάνυξις». Στην Κρήτη κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φυλλάδα της ψυχής». Το έργο αρχίζει με την επίκληση ενός νεκρού προς την ψυχή του, που την καλεί να ενωθούν ξανά, για να δουν την ευφρόσυνη πληρότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια συνειδητή συνέχεια της πένθιμης μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στην αναβίωση της οποίας συντελεί η βαθιά απογοήτευση από την υποδούλωση και καταστροφή της Κρήτης.



Την καταστροφή της Κρήτης θρήνησε και ο λόγιος Κρητικός πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ ο Παλλαδάς, που πέθανε το 1714. Έγραψε διακόσιους περίπου στίχους σε απλή γλώσσα με αρκετά κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, το «Θρήνο της Κρήτης».
Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις ενώ στην Αθήνα οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηράκλη» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας». Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά.



Συγχρόνως με την παράδοση στους Τούρκους του Χάνδακα, το 1669, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, η τάξη των Φαναριωτών. Με την αρχαϊστική τους παράδοση, κληρονομημένη από το Βυζάντιο, παίρνουν τα σκήπτρα της παιδείας, με κατεύθυνση όμως τελείως διαφορετικής του κρητικού πολιτισμού. Στον κύκλο τους η κρητική γλώσσα και λογοτεχνία περιφρονούνται. Η μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι Φαναριώτες μέσα στον τουρκικό διοικητικό μηχανισμό, η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (επηρεασμένες όλο και περισσότερο από το γαλλικό διαφωτισμό) και η ίδρυση σχολείων από τις αρχές του 19ου αι., περιόρισαν τη διάδοση των κρητικών έργων, εκτός βέβαια της Κρήτης και των Επτανήσων, όπου η επίδρασή τους εξακολούθησε να υφίσταται για μεγαλύτερο διάστημα, με ακραία περίπτωση τον Διονύσιο Σολωμό, συνειδητό συνεχιστή από μία άποψη του Κορνάρου. Η καθιέρωση της καθαρεύουσας μετά την Επανάσταση, στις εφημερίδες, στις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών τάσεων, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης, που θεωρούνταν πλέον «λαϊκή». Ο λαός τη διάβαζε ακόμη στην Κρήτη, αλλά χωρίς επίγνωση. Από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει και πάλι, η κρητική λογοτεχνία, να κερδίζει τη συμπάθεια και την προσοχή, λίγων μορφωμένων. Μέσα από ποικίλες παρανοήσεις και δυσκολίες εδραιώνεται σιγά σιγά η σωστή φιλολογική μέθοδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, την αποκατάσταση και τη γραμματολογική τοποθέτησή της. Αυτή τη φορά η κρητική λογοτεχνία καταξιώνεται όχι μόνο ως τοπική και νεοελληνική, αλλά ως μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία(1211-1669)




[περίληψη, από τον Βασίλη Παπουτσάκη, του αντίστοιχου κεφαλαίου του «Κρήτη:Ιστορία και Πολιτισμός» , Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης» 1988 πάνω στο κείμενο του Στυλιανού Αλεξίου]


1. Πρώτη Ακμή


Τους πρώτους αιώνες ενετοκρατίας δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ποίησης που επικρατούσε στο νησί. Υποθέτουμε ότι στα αστικά κέντρα ήταν ανάλογη των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, αν και το επαναστατικό κλίμα της περιόδου δημιουργούσε μάλλον ακατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική ενασχόληση. Μετά την ‘επανάσταση του Αγίου Τίτου’ (τέλος 14ου αι.), «ησυχάζει η Κρήτη» και αρχίζει να σημειώνεται σοβαρή απασχόληση με τα γράμματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα «ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα», που πιστεύονταν ότι ήταν κρητικά, λόγω κάποιων ιδιωματισμών, δεν ήταν κρητικά γιατί πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Κρήτη σε αυτά, δεύτερον, οι ιδιωματισμοί ήταν κοινά στοιχεία των μεσαιωνικών ελληνικών, που απλώς διατηρήθηκαν στην Κρήτη και τρίτον χαρακτηρίζονται από έντονο συναισθηματισμό, απίθανο να αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα της Κρήτης. Ακόμα και ο «Διγενής Ακρίτας» είναι εντελώς άσχετος με την Κρήτη, παρά του ότι πιστεύεται ότι καταγράφηκε ως προφορική παράδοση της Κρήτης.




Από το δεύτερο μισό του 14ου και αρχές 15ου αι. , εμφανίζονται οι πρώτοι Κρητικοί ποιητές : Στέφανος Σαχλίκης, Λινάρδος Ντελλαπόρτας και Μπεργαδής. Ο Σαχλίκης γεννήθηκε και έζησε στον Χάνδακα. Σπατάλησε την περιουσία του άσωτα, καταχρεώθηκε στους Εβραίους και κατέληξε φυλακή εξαιτίας της Κουταγιώταινας, γυναίκας ελαφρών ηθών, που τον κατηγόρησε ότι την εδυνάστεψε (βίασε). Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε ένα διάστημα στα αγροκτήματά του. Ασφυκτιούσε όμως στο περιβάλλον του χωριού και επέστρεψε στο Κάστρο. Εκεί ο δούκας της Κρήτης τον διόρισε αβοκάτο δηλαδή δικηγόρο (δημόσιοι υπάλληλοι εκείνη την εποχή). Έβρισκε όμως τους συναδέρφους του αρκετά συμφεροντολόγους, αφού απαιτούσαν φιλοδωρήματα από τους πελάτες τους, πράγμα που απαγορεύονταν. Έγραψε τις ‘Αρχιμαυλίστριες’ μια τολμηρή περιγραφή των γυναικών του Κάστρου που εκπορνεύονταν, ‘τη βουλή των πολιτικών’, εξιστόρηση μιάς φανταστικής συνέλευσης ελαφριών γυναικών(πολιτικών) που αποφασίζουν να οργανωθούν συντεχνιακά και την ‘Αφήγησιν παράξενον’ σχετικά με την άσωτη ζωή του και φυλάκισή του. Σ’ ένα ποίημά του το ‘Ερμηνείες’ συμβουλεύει ένα νεαρό συγγενή του να αφήσει τα ξενύχτια, τα ζάρια και τις «πολιτικές». Χρησιμοποιεί δηλαδή τη δική του πείρα από την ασωτία ως παράδειγμα για βελτίωση των άλλων.




Ο Λινάρδος Ντελλαπόρτας κατάγονταν από αστική οικογένεια του Χάνδακα. Κυβέρνησε πολεμική γαλέρα, έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις της Βενετίας, δικηγόρησε στον Χάνδακα και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές. Σε ηλικία πενήντα ετών κατηγορήθηκε από μια γυναίκα που επεδίωκε την εκ μέρους του αναγνώριση ενός παράνομου παιδιού της και φυλακίστηκε. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο, διασκευή των παθών του Χριστού και δυο θρησκευτικές δεήσεις. Χειρίζεται τη γλώσσα και τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με ευχέρεια.




Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σε εξελληνισμένη οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Στο ποίημά του ‘ο Απόκοπος’, ο ποιητής διηγελιται ότι στο όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου, κατά τον Κεχαγιόγλου), ανέβηκε σε ένα δέντρο(το δέντρο της ζωής), και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη(η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος και ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή ημέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-Άδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης(όπως ο νεοελληνικός Άδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο. Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.




Στο 15ο αι., ανήκει και ο ποιητής Μαρίνος Φαλέρος που ταυτίζεται με τον Ενετό ευγενή και φεουδάρχη Marin Falier(1395-1474), που έγραψε κυρίως ερωτικά ποιήματα με αναγεννησιακά στοιχεία, αλλά και πλήθος ποιημάτων και τραγουδιών ανώνυμων δημιουργών, όπως το «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», «Διήγισιν της φουμιστής Βενετίας», «περί της ξενιτείας» και άλλα.




Στα τέλη του 15ου αι., ανήκει και ο Γεώργιος Χούμνος από τον Χάνδακα, που έγραψε την «Κοσμογέννησις», διασκευή λαϊκών παραδόσεων που βασίζονται στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ένα από τα τελευταία δείγματα του μεγάλου θρησκευτικού κλάδου της μεσαιωνικής γραμματείας. Σύγχρονος του Χούμνου είναι και ο καθολικός ιερέας Ανδρέας Σκλέντζας που έγραψε θρησκευτικά ποιήματα και προσευχές.

Ανεξάρτητη κατηγορία ποιημάτων είναι αυτά που ασκούν σατυρική κοινωνική κριτική με αλληγορικές μορφές από το ζωικό βασίλειο, όπως του «Γαδάρου, Λύκου, Αλουπούς διήγησης ωραία»(1539). Αποτελεί ομοιοκατάληκτη διασκευή παλαιότερου ανομοιοκατάληκτου βυζαντινού κειμένου. Ο Γάδαρος(λαός) συναντά σ’ ένα λιβάδι το Λύκο(Ευγενής) και την Αλουπού(Μοναχό), που του προτείνουν ένα ταξίδι στην Τάνα για εμπόριο και «επένδυση» των χρημάτων του. Καθ’ οδόν προς την Τάνα η Αλουπού λέει ότι ονειρεύτηκε θύελλα και προτείνει να εξομολογηθούν από τώρα τις αμαρτίες τους, ώστε να εξιλεωθούν σε περίπτωση ναυαγίου. Ο Λύκος και η Αλουπού εξομολογούνται τα εγκλήματά τους και δίνουν άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλο, ενώ ο Γάδαρος επειδή έφαγε κάποτε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο που κουβαλούσε, καταδικάστηκε από τους δύο άλλους βάσει του «Νομοκάνονα» σε θάνατο. Ο Γάδαρος με ένα του τέχνασμα τους ρίχνει με κλωτσιές στη θάλασσα και σώζεται. Το ποίημα αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα και τυπώθηκε πολλές φορές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το ποίημα «ο Κάτης και οι Ποντικοί», αγνώστου Κρητικού. Ένας γάτος προτείνει ειρήνη και αγάπη σ’ ένα ποντικό. Αργότερα προσποιείται τον ετοιμοθάνατο. Καλεί λοιπόν το φίλο του ποντικό και του ζητά να συγκεντρώσει όλους τους ποντικούς που ξέρει για να τον θάψουν όλοι μαζί στον παλιό φούρνο. Οι ποντικοί τον μοιρολογούν και χορεύουν για χάρη του μέσα στο φούρνο. Ο δήθεν ετοιμοθάνατος τότε Κάτης σηκώνεται με μάτια που λάμπουν και μαζί με δύο άλλους γάτους αποκλείει την έξοδο του φούρνου. Έπειτα από μια ειρωνική προσφώνηση του φίλου του, που εξακολουθεί να χορεύει, τον τρώει κι αυτόν και τα’ άλλα τα ποντίκια. Έχει ανάλογα μηνύματα με τα βυζαντινά «Παιδιόφραστος διήγησης των ζώων των τετραπόδων» και του «Πουλολόγου» : οι αδύνατοι πρέπει να αποφεύγουν τις σχέσεις με τους πονηρούς και ισχυρούς, που με την επίφαση της φιλίας τους επιβουλεύονται.


Το 1534 τυπώθηκε και η «Ριμάδα του Απολλωνίου του Τύρου», «ποίημα από χειρός Γαβριήλ Ακοτιάνο». Φράσεις και ημιστίχια του «Απολλωνίου» βρίσκουμε και στον Κορνάρο. Περιγράφει τις περιπέτειες του βασιλιά της Τύρου Απολλωνίου, που χάνει και τη γυναίκα του και την κόρη του, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες τις ξαναβρίσκει. Η Ριμάδα έγινε και παραμύθι.



Ο Μανόλης Σκλάβος από τον Χάνδακα εξιστορεί το σεισμό του 1508 που κατέστρεψε την πόλη και την άφησε με πολλά ανθρώπινα θύματα. Περιγράφει τις σκηνές πανικού, την συγκέντρωση επιζώντων στην ανατολική αμμουδιά και τις λιτανείες για εξιλέωση του Θεού. Αποδίδει το σεισμό στις αμαρτίες των κατοίκων της πόλης και προβλέπει άλλες συμφορές αν δεν μετανοήσουν.



Το 1571 τυπώθηκε η «Μάλτας πολιορκία»ω του Αντώνιου Αχέλη με σκοπό να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες για την αποτυχία των Τούρκων. Εισάγεται για πρώτη φορά το αναγεννησιακό ύφος, αλλά η γλώσσα του είναι δύσκολη και το προσωπικό του ύφος, άχαρο. Γι’ αυτό δεν αγαπήθηκε και δεν ξανατυπώθηκε.



Της ίδιας περιόδου είναι και ο «Θρήνος της Κύπρου» που περιγράφει την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571, παρά την προσπάθεια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β’ και των Ενετών να βοηθήσουν την πολιορκούμενη Αμμόχωστο. Το πέρασμα των συμμάχων έκανε μεγάλη εντύπωση στους Κρητικούς, που μετά την Κύπρο περίμεναν ότι ακολουθούσε η σειρά τους.


Στον 16ο αι., ανήκει και τα μισογύνικα-αντιφεμινιστικά «Έπαινος γυναικών» και «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών» με έντονα στοιχεία ερωτισμού και πορνογραφίας.


Η λογοτεχνία στην Κρήτη, μέχρι τα τέλη του 16ου αι., μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πρώτη ακμή». Έχει έντονα μεσαιωνικά γνωρίσματα. Διέπεται από το θρησκευτικό και εποικοδομητικό στοιχείο ενώ σφραγίζεται από το απαισιόδοξο «όραμα του θανάτου» ( «vision de la Mort» κατά τον Ολλανδό ιστορικό του πολιτισμού Huizinga) αλλά και μερικές φορές ασκείται με αλληγορίες από το ζωικό βασίλειο. Η πρώτη φάση της Κρητικής ποίησης, αποτελεί κεφάλαιο της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της δημώδους υστεροβυζαντινής, η οποία διαφοροποιείται αλλά και εμφανίζει ιταλικές επιρροές . αρχίζουν δειλά δειλά να εμφανίζονται αναγεννησιακά στοιχεία αλλά και καθαρό ιδιωματικό ύφος.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Τραγωδία ονομαζόμενη Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτζη



Η Ερωφίλη είναι τραγωδία του Γιώργιου Χορτάτση. Είναι η πιο γνωστή τραγωδία της κρητικής λογοτεχνίας. Πρέπει να γράφτηκε περίπου το 1595 (αφού αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Κρήτη ανάμεσα στο 1592 και το1595) και εκδόθηκε πρώτη φορά το 1637 στη Βενετία. Το έργο αφιερώνεται στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη, δικηγόρο από τα Χανιά. Είναι γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο, με εξαίρεση τα χορικά, που είναι γραμμένα σε ενδεκασύλλαβους σε τερτσίνες (τρίστιχες στροφές).
Erwfili exwfyllo.jpg

Δομή και υπόθεση

Η τραγωδία αποτελείται από πρόλογο, πέντε πράξεις, χορικά στο τέλος κάθε πράξης και ιντερμέδια (αυτόνομα μουσικοχορευτικά επεισόδια που παρεμβάλλονται μεταξύ των πράξεων). Το έργο διαδραματίζεται στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς της χώρας, Φιλόγονος, έχει σκοτώσει τον αδερφό του, νόμιμο βασιλιά, και έχει ανέβει στο θρόνο μαζί με τη γυναίκα του αδερφού του. Ο βασιλιάς έχει μια κόρη, την Ερωφίλη, που ερωτεύεται έναν νέο που ζει στη βασιλική αυλή, τον Πανάρετο. Ο Πανάρετος είναι γιος του βασιλιά της Τσέρτσας (ίσως να εννοείται η Γεωργία) που έχει κυριευθεί από εχθρούς· έχει καταφύγει στην Αίγυπτο κρατώντας κρυφή την ταυτότητά του γιατί κινδυνεύει η ζωή του, αφού είναι νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Οι δύο νέοι έχουν μεγαλώσει μαζί και η φιλία τους εξελίσσεται σε έρωτα που σφραγίζεται με έναν μυστικό γάμο τον οποίο γνωρίζουν μόνο εκείνοι οι δύο.
Τα βασικά πρόσωπα είναι τρία: η Ερωφίλη, ο Πανάρετος και ο Βασιλιάς Φιλόγονος. Ο κάθε ήρωας έχει ένα έμπιστο πρόσωπο: η Ερωφίλη τη νένα Χρυσόνομη, ο Πανάρετος τον φίλο του Καρπόφορο και ο βασιλιάς έναν πιστό Σύμβουλο. Ο χορός αποτελείται από γυναίκες της ακολουθίας της Ερωφίλης και εμφανίζονται επίσης το φάντασμα (Ασκιά) του δολοφονημένου αδερφού του Φιλόγονου και ένας μαντατοφόρος. Τηρείται η κλασικίζουσα ενότητα της δράσης, του χώρου και του χρόνου (ενιαίο θέμα, που διαδραματίζεται σε έναν χώρο και η δράση διαρκεί μία ημέρα).
Το έργο προλογίζεται από τον Χάρο, που αναφέρεται στην παντοδυναμία του και στη ματαιότητα της δόξας και των υλικών αγαθών. Στην πρώτη πράξη εμφανίζεται αρχικά ο Πανάρετος που αποκαλύπτει στον Καρπόφορο το μυστικό του κρυφού γάμου (ενώ μέσα από τη συζήτηση οι θεατές πληροφορούνται για τη βασιλική καταγωγή του) και σε επόμενη σκηνή ο Βασιλιάς αποκαλύπτει στον Σύμβουλο το σχέδιο να παντρέψει την Ερωφίλη και τα προξενιά που του έχουν προτείνει. Στο πρώτο χορικό υμνείται η παντοδυναμία του Έρωτα.
Στη δεύτερη πράξη, μετά από ένα μονόλογο του Βασιλιά στον οποίο εκφράζει την αγάπη για την κόρη του, εμφανίζεται στη σκηνή η Ερωφίλη που αφηγείται ένα εφιαλτικό όνειρο και συζητά με την παραμάνα της για τη δυσκολία της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει. Στο τέλος της σκηνής ο Βασιλιάς στέλνει τον Πανάρετο να πείσει την Ερωφίλη να αποδεχτεί ένα από τα δύο προξενιά. Στο χορικό καταδικάζεται η ηθική κατάπτωση και η υπερηφάνεια του ανθρώπου.
Στην τρίτη πράξη δεσπόζει αρχικά ο διάλογος μεταξύ της Ερωφίλης και του Πανάρετου, που ανταλλάζουν όρκους αιώνιας πίστης, και στη συνέχεια η εμφάνιση της σκιάς του δολοφονημένου βασιλιά που ορκίζεται να εκδικηθεί τον Φιλόγονο. Η πράξη κλείνει με έναν αλαζονικό μονόλογο του Φιλόγονου που μακαρίζει τον εαυτό του για την τύχη και τη δύναμή του και ανακοινώνει την επιθυμία του να συναντήσει την Ερωφίλη για να συζητήσουν για τα προξενιά. Στο χορικό οι γυναίκες καταδικάζουν την επιθυμία για πλούτο και δόξα.
Σχέδιο του Γ. Τσαρούχη για το πρόγραμμα της παράστασης της «Ερωφίλης» από τη Λαϊκή Σκηνή του Κ. Κουν (1934)
Στην τέταρτη πράξη αποκαλύπτεται πως ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυφή σχέση της Ερωφίλης και του Πανάρετου. Ο σύμβουλος προσπαθεί να τον ηρεμήσει και η Ερωφίλη αντιστέκεται απέναντί του προσπαθώντας να τον στρέψει με το μέρος της. Παρά τις παροτρύνσεις του χορού και του συμβούλου ο βασιλιάς ανακοινώνει την απόφασή του να θανατώσει τον Πανάρετο, τον οποίο συναντά στην τελευταία σκηνή της πράξης. Ο Πανάρετος επιχειρεί να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά και επιμένει για τη βασιλική καταγωγή του χωρίς να γίνεται πιστευτός. Στο χορικό οι γυναίκες παρακαλούν τον Ήλιο να βοηθήσει το ζευγάρι.
Στην πέμπτη πράξη ανακοινώνεται από τον μαντατοφόρο στον Χορό η σκληρή τιμωρία του Πανάρετου: ο βασιλιάς τον σκότωσε, του έκοψε το κεφάλι, τη γλώσσα και τα χέρια και του ξερίζωσε την καρδιά, με σκοπό να τα προσφέρει ως δήθεν γαμήλιο δώρο στην Ερωφίλη. Η συνάντηση πατέρα και κόρης γίνεται στην επόμενη σκηνή και ο βασιλιάς προσποιείται πως αποδέχεται το γάμο και προσφέρει μία λεκάνη με τα κομμένα μέλη του Πανάρετου στην Ερωφίλη. Εκείνη αυτοκτονεί και στο τέλος του έργου ο χορός σκοτώνει το Βασιλιά.

Intermedia

Τα κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες. Όλες οι εκδόσεις της Ερωφίλης συνοδεύονταν από τέσσερα ιντερμέδια με αυτόνομη υπόθεση, που φαίνεται πως είναι έργο του Χορτάτση. Βασίζονται στο έργο Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) τουΤορκουάτο Τάσο. Πρωταγωνιστές είναι η μάγισσα Αρμίδα και ο χριστιανός ιππότης Ρινάλδο: η Αρμίδα κρατά με μάγια αιχμάλωτο τον Ρινάλδο στον μαγικό κήπο της, αλλά δύο χριστιανοί Σταυροφόροι που φτάνουν εκεί νικούν τους δαίμονες και τα άγρια θηρία που βρίσκονται στον κήπο και αφυπνίζουν τον Ρινάλδο, που τους ακολουθεί στην πολιορκία της πόλης. Η Αρμίδα ορκίζεται να τιμωρήσει τον Ρινάλδο και ζητά τη βοήθεια των Τούρκων. Εκείνος όμως νικά τους Τούρκους σε μία αποφασιστική μονομαχία και η πόλη παραδίδεται στους Σταυροφόρους.

Χαρακτήρας



Το ιταλικό πρότυπο και άλλες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ἔρωτα, ποὺ συχνιὰ σ’ τσὶ πλιὰ μεγάλους
κι ὄμορφους λογισμοὺς κατοικημένος
βρίσκεσαι, τσὶ μικροὺς μισώντας τσ’ ἄλλους˙
κ’ ἔτσί ‘σαι δυνατὸς καὶ μπορεμένος,
καὶ τόση χάρην ἔχου τ’ ἄρματά σου,
ποὺ βγαίνεις πάντα μ’ ὅλους κερδεμένος˙

μᾶλλιος τόσά ‘ν’ τὰ βρόχια τὰ δικὰ σου
γλυκιά, καὶ μετ’ αὐτὸ τόση ἔχου χάρη,
π’ ὅποιο κι ἄν ἐμπερδέσα εὐχαριστᾶ σου.
Ερωφίλη, Α’ Χορικό, στ. 585-593
Η Ερωφίλη βασίζεται στο ιταλικό έργο Orbecche (παραστάθηκε το 1541 και τυπώθηκε το 1543) τουGiovani Batista Giraldi (1504-1573), χωρίς όμως να είναι δουλική απομίμηση[1]. Ο Χορτάτσης έχει επιφέρει κάποιες αλλαγές στην πλοκή: στο πρότυπο, ο βασιλιάς σκότωσε τη γυναίκα του όταν ανακάλυψε ότι εκείνη είχε αιμομικτική σχέση με τον γιο της ενώ η ηρωίδα, Orbecche, από τον κρυφό της γάμο είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την ύπαρξη των οποίων διατηρούσε κρυφή. Ο πατέρας της, όταν του αποκάλυψαν τον μυστικό γάμο, σκότωσε τον άντρα και τα παιδιά της και της πρόσφερε τα μέλη τους ως δήθεν δώρο. Τότε η Orbecche τον σκότωσε και αυτοκτόνησε. Το στοιχείο της βιαιότητας και της φρίκης που κυριαρχεί στο πρότυπο έχει περιοριστεί και υπάρχουν και μικρές διαφορές στον τρόπο ανάπτυξης των επεισοδίων: άλλα παρουσιάζονται εκτενέστερα και άλλα συνοπτικότερα και άλλες φορές αλλάζει η διάταξή τους. Ένα άλλο δραματικό κείμενο με το οποίο η Ερωφίλη παρουσιάζει πολλές αντιστοιχίες, είναι η τραγωδίαFilostrato e Panfila του Ιταλού Antonio Cammelli il Pistoia (1436-1502), που είναι πιθανό να υπήρξε και το πρότυπο της Orbecche. Στενή συγγένεια παρουσιάζεται σε κάποια σημεία και με την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τορκουάτο Τάσο[2]. Τα χορικά αναπτύσσονται με διαφορετικό τρόπο από αυτά της Orbecche και παρουσιάζουν συγγένεια με τα χορικά άλλων Ιταλών δραματικών ποιητών, όπως αυτά της Aminta του Τάσο και της Sofonisba του G.G. Trissino.

Η ίδια ελευθερία στον χειρισμό φαίνεται και στην ανάπτυξη των ιντερμεδίων: ο Χορτάτσης έχει επιλέξει τα πιο σημαντικά επεισόδια, έχει μεταφράσει αρκετά πιστά κάποιους διαλόγους, αλλά σε πολλά άλλα σημεία οι διάλογοι είναι γραμμένοι από τον ίδιο, ως ανάπτυξη συντομότερων επεισοδίων του προτύπου [3].

Βασικά θέματα και στοιχεία τεχνικής

Το θέμα που δεσπόζει στο έργο, όπως φαίνεται ήδη από τον πρόλογο αλλά και από τα χορικά, είναι η υπερηφάνεια και η απληστία, που είναι ο πρόξενος των περισσοτέρων κακών, αλλά τελικά αποδεικνύονται μάταια, αφού οι μεταστροφές της τύχης είναι απροσδόκητες και κοινό τέλος όλων των ανθρώπων είναι ο θάνατος, μπροστά στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η δύναμη, ούτε τα πλούτη, ούτε άλλες αρετές. Μόνο ο Έρωτας φαίνεται να έχει την απόλυτη δύναμη να υπερβεί τη δύναμη του θανάτου, γι' αυτό και ο βασιλιάς που επιχείρησε να αγνοήσει τη δύναμη του Έρωτα τιμωρήθηκε.
Ως προς την δραματουργική τεχνική οι διάφορες επιλογές του Χορτάτση θεωρούνται επιτυχημένες: προετοιμάζει τις δραματικές κορυφώσεις και εντείνει την αγωνία του θεατή, είτε με τραγικές προοικονομίες ( ο πρόλογος του Χάρου, η εμφάνιση του φαντάσματος του νεκρού βασιλιά που ζητάει εκδίκηση), είτε με τραγικές ειρωνίες και ανατροπές (η υπόσχεση του Καρπόφορου να βοηθήσει, η προσποιητή χαρά του βασιλιά)[4]. Ενδιαφέρον στοιχείο της διασκευής του προτύπου είναι και η εισαγωγή του στοιχείου της εξέγερσης των γυναικών, που δεν υπάρχει στο ιταλικό πρότυπο, και απηχεί το ενδιαφέρον του Χορτάτση για την αναβάθμιση του ρόλου του γυναικείου φύλου[5]. Ένα άλλο στοιχείο που επισημαίνεται είναι ο λυρισμός που επικρατεί ιδίως στα χορικά[6]

Γλώσσα και στιχουργική

Η γλώσσα της Ερωφίλης βασίζεται στην κρητική διάλεκτο, χωρίς τα μεσαιωνικά γλωσσικά στοιχεία των προγενέστερων κρητικών λογοτεχνικών κειμένων. Όπως όμως ισχύει για όλα τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας της ακμής, η γλώσσα δεν είναι η λαϊκή ομιλουμένη, αλλά ένα επεξεργασμένο λογοτεχνικό γλωσσικό όργανο με προσωπικό ύφος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ύφους του Χορτάτση είναι η περίτεχνη επεξεργασία, οι μεγάλες προτάσεις, η συχνή χρήση δευτερευουσών, η διατάραξη της συντακτικής σειράς των λέξεων, η χρήση λόγιων στοιχείων, που όμως είναι αφομοιωμένα στη γλώσσα του κειμένου[7], καθώς και άλλα εκφραστικά μέσα όπως επαναλήψεις, λογοπαίγνια και παρηχήσεις.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Στὸν ἥλιον ἔχω ντήρηση κ’ εἰς τ’ ἄστρα ποὺ περνοῦσι
καὶ τσ’ ὀμορφιές σου, ἀφέντρα μου, κάτω στὴ γῆ θωροῦσι,
μηδὲ χυθοῦ κι ἁρπάξου σε, κ’ ἐμένα τὸν καημένο
παρ’ ἄλλον ἄνθρωπο στὴ γῆ ν’ ἀφήσου πρικαμένο.
ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δὲν εἶναι οἱ ὀμορφιές, τόσα δὲν εἶν’ τὰ κάλλη,
μὰ τοῦτο ἐκ τὴν ἀγάπη σου γεννᾶται τὴ μεγάλη.
Μὰ γὴ ὄμορφή ΄μαι γὴ ἄσχημη, Πανάρετε ψυχή μου,
γιὰ σέναν ἐγεννήθηκε στὸν κόσμο τὸ κορμί μου.
ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερὸ δὲν ἔσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθὼς τὰ λόγια τὰ γροικῶ σβήνουσι τὴν πρικιά μου.
Μ’ ὅλον ἐτοῦτο, ἀφέντρα μου, μὰ τὴν ἀγάπη ἐκείνη
ποὺ μᾶς ἀνάθρεψε μικρὰ καὶ πλιὰ παρ’ ἄλλη ἐγίνη
πιστὴ καὶ δυνατότατη σ’ ἐμένα κ’ εἰς ἐσένα
καὶ τὰ κορμιὰ μας σ’ ἄμετρο πόθο κρατεῖ δεμένα,
περισσα σὲ παρακαλῶ ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσεις
νὰ σὲ νικήσει ὁ βασιλιός, νὰ μ’ ἀπολησμονήσεις.
Ερωφίλη, Πράξη Γ΄, 143-158
Το ίδιο φροντισμένη είναι και η στιχουργική. Παρόλο που βασίζεται στο παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού, είναι αποτέλεσμα έντεχνης επεξεργασίας: παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία στις θέσεις των τόνων, η χασμωδία αποφεύγεται και παρατηρούνται πολύ υψηλά ποσοστά διασκελισμών του νοήματος από στίχο σε στίχο.
Η αρχαιομάθεια του Χορτάτση διαπιστώνεται από την επιλογή των ονομάτων των ηρώων (ΦιλόγονοςΠανάρετοςΚαρπόφοροςΘρασύμαχοςΑρμόδης), τα οποία είτε ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα των προσώπων (ΠανάρετοςΕρωφίληΘρασύμαχος), είτε λειτουργούν ειρωνικά και εντείνουν την τραγικότητα: ο Φιλόγονος, «αυτός που αγαπάει τα παιδιά του», τελικά οδηγεί την κόρη του στην αυτοκτονία· ο Καρπόφορος, αν και υπόσχεται να βοηθήσει το ζευγάρι, τελικά μένει «άκαρπος» [8].

Γραπτή και προφορική διάδοση

Μετά την πρώτη εκτύπωσή της η Ερωφίλη ανατυπώθηκε πολλές φορές και έγινε δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα. Ενδεικτικό της μεγάλης διάδοσης είναι και το γεγονός πως παραδίδεται και σε τρία χειρόγραφα, ενώ υπάρχει μαρτυρία και για τέταρτο χειρόγραφο, χαμένο σήμερα. Το πρώτο είναι ένα ακέφαλο χειρόγραφο με λατινικούς χαρακτήρες που ανήκει στον Αιμίλιο Λεγκράν και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη (Θ. 62[16]). Το δεύτερο είναι ένα χειρόγραφο του 17ου αι. από την Κεφαλλονιά που βρίσκεται στην Bayerische Staatsbibliothek του Μονάχου (Codex Monachiensis Gr. 590) και το τρίτο, επίσης του 17ου αι., είναι το 13/i/17 της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, που είναι γραμμένο από το χέρι του κρητικού ποιητή Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου. Το χαμένο χειρόγραφο μνημονεύεται από τον ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, πρώτο εκδότη της Ερωφίλης, ως αυτόγραφο του Χορτάτση, γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες.
Η Ερωφίλη φαίνεται πως επηρέασε και τα μεταγενέστερα έργα της περιόδου της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας (τον Ερωτόκριτο και τις άλλες τραγωδίες), το επτανησιακό θέατρο του 17ου και 18ου αι. (την Ευγένα του Θεόδωρου Μοντσελέζε και τις τραγωδίες του Πέτρου Κατσαΐτη) και το θρησκευτικό θέατρο του Αιγαίου (17ος-18ος αι.).
Το έργο έμεινε ζωντανό και χάρη στην προφορική παράδοση, αφού πολλά τμήματά του διασκευάστηκαν και διαδίδονταν ως δημοτικά τραγούδια ή εντάχθηκαν σε παροιμίες. Παραστάθηκε συχνά στα Επτάνησα και διαδόθηκε και στον ηπειρωτικό χώρο και στην Κρήτη σε πολλές λαϊκές διασκευές θεατρικού χαρακτήρα.
Επίσης,καλλίτέχνες της εκκλησιαστικής ζωγραφικής επηρεάστηκαν από την Ερωφίλη ως προς τα θεμάτά τους:[9]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Άλμα πάνω
     Βάλτερ Πούχνερ, «Οι τραγωδίες-Ερωφίλη», Ανθολογία Νεοελληνικής Δραματουργίας,τομ.Α, Από την Κρητική Αναγέννηση ως την Επανάσταση του 1821, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2006, σελ.32
  2. Άλμα πάνω
     Μ. Μανούσακας, Άγνωστη πηγή της 'Ερωφίλης' του Χορτάτση: η τραγωδία 'Il re Torrismondo' του Tasso, Κρητικά Χρονικά, τομ. 13 (1959),σελ.78-83
  3. Άλμα πάνω
     R. Bancroft-Marcus, «Ιντερμέδια», στο: Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. D. Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσης Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ. 205
  4. Άλμα πάνω
     Β. Πούχνερ, «Τραγωδία», στο: Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμ. D. Holton, Πανεπιστημιακές Εκδόσης Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ. 164-165
  5. Άλμα πάνω
     Στ. Αλεξίου, «Ερωφίλη, ο ποιητής και το έργο», στο: Γεώργιος Χορτάτσης. Ο Πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου, αφιέρωμα του ενθέτου «Επτά Ημέρες» της εφ. Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 2000, σελ. 11
  6. Άλμα πάνω
     Στ. Αλεξίου, «Εισαγωγή», στο: Ερωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου-Μάρθα Αποσκίτη, στιγμή, Αθήνα 1988, σελ. 71.
  7. Άλμα πάνω
     Κ. Πηδώνια, «Η γλώσσα του Χορτάτση», στο: Γεώργιος Χορτάτσης. Ο Πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου, αφιέρωμα του ενθέτου «Επτά Ημέρες» της εφ. Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 2000, σελ. 28
  8. Άλμα πάνω
     Στ. Αλεξίου, «Εισαγωγή», στο: Ερωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου-Μάρθα Αποσκίτη, στιγμή, Αθήνα 1988, σελ. 58
  9. Άλμα πάνω
     Γεώργιος Μαστορόπουλος, «Μια Ναξιακή εικόνα του ΙΖ' αι. με επιδράσεις από την Κρητική ποίηση», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τομ.11 (1979-1984), σελ.507-553

Εξωτερικοί σύνδεσμοι


  • Ψηφιοποιημένη η έκδοση της Ερωφίλης από τον Κωνσταντίνο Σάθα (pdf)