Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοδόσης Βολκώφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοδόσης Βολκώφ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Θεοδόσης Βολκώφ, Ποιήματα από τα βιβλία «Missa Brevis» και «Γιουβενάλης»

http://www.poiein.gr/archives/22991

ΜΑΙ31


εκδ. Παρισιάνος 2012


ΣΑΠΦΩ ΙΙ
Ας δώσουμε ό,τι οφείλουμε στον Έρωτα.
Αφού τις μέρες θυσιάζουμε στον Άρη,
από της νύχτας τ’ ακριβά και τ’ αφανέρωτα
δεν θα ευδοκήσουμε το ελάχιστο να πάρει.
Ξάγρυπνες κάθε νύχτα. Ας φυλάξουμε·
στο πάναγνο, πανίερο νυχτέρι
όλες τις πράξεις τού Έρωτα ας πράξουμε
κι ας σκοτωθούμε με της σάρκας το μαχαίρι.
Ό,τι δεν είναι Έρωτας ο θάνατος
και είναι και το έχει και στη χλεύη
του σκουληκιού το παραδίδει· αθάνατος
ο Λόγος μου στο Σώμα που πιστεύει.
Να ‘ξερες, αχ, το πώς, το πόσο θέρομαι
και μόνο απ’ της δερμίδας σου την άψη.
Τους παγερούς και αδιάφορους εχθαίρομαι.
Μύριες φορές η όψη σου ας με κάψει.
Ήριννα, της αγάπης μου αλλώνυμη,
έλα σε μένα κι άσε πια την ηλακάτη·
μη φεύγεις πάντα, μη μ’ αφήνεις μόνη, μη,
χορδή της Λύρας μου και πρώτη και υπάτη.
Ανάξιά σου πάντα τ’ άλλα γνέματα·
σάρκινο πλέκουνε τα σώματα υφάδι·
λούσου μες στης αγάπης μου τα αίματα –
μια μουσική με το φιλί και με το χάδι.
Οι κνήμες, οι μηροί, τα μετατάρσια,
οι πλάτες, η γαστέρα, το κεφάλι,
όλα σου τα οριζόντια και τα εγκάρσια
πλασμένα για της Κύπριδος την πάλη.
Τα μέλη σου, τα στήθη σου τ’ ανάγλυφα
πόσες φορές δεν μ’ έχουν θανατώσει,
κάθε που τα φιλούσα και που τα ‘γλειφα
πίνοντας την πικρή τής σάρκας γνώση.
Γδύσου λοιπόν. Θανάσιμη γυμνότητα,
σε σένα όλες τις λέξεις θυσιάζω,
γλυκιά μου καμπυλόσχημη αγριότητα,
να τραγουδώ με κάνεις και να ουρλιάζω.
Το σώμα σου που ολόγυμνο μού δίνεται
πώς τη γδυτή ψυχή μου μεγαλώνει
και πώς η Γλώσσα απ’ τα φιλιά σου λύνεται
κι η Λέξη της τη σάρκα αποθεώνει.
Τα σώματα, τα σώματα, τα σώματα·
άκρατος οίνος για το υπέρτατο μεθύσι
της σάρκας οι χυμοί και τα αρώματα.
Η φλόγα που με ανάβει θα με σβήσει.
Τα δυο κορμιά που ως ένα περιπλέκονται,
δεμένα, τις ψυχές ελευθερώνουν·
στους λεύτερους τα πάντα επιτρέπονται,
οι ελεύθεροι τα πάντα δικαιώνουν.
Της πράξης την υπέροχη ωμότητα,
γυμνή κι εγώ, με άλλη ψυχή την ντύνω·
σε σμίγω με του ζώου την αγνότητα
ταιριάζοντας το Ρόδο με τον Κρίνο.
Τα σώματά μας δες πώς σοφιλιάζουνε
σοφά τα δυο μαζί περιπλεγμένα
κι άκου πώς ψιθυρίζουν και φωνάζουνε
και πώς γεννούν το ένα τ’ άλλο δίχως γέννα.
Να σε ξαπλώνω πίστομη και ανάσκελη,
στα τέσσερα ξανά, ξανά ριγμένη,
ανάστροφη και πλάγια και διάσκελη,
παντού με τρόπους χίλιους φιλημένη.
Η σάρκα είναι του Λόγου η αποθέωση,
τα χώματα του Θείου τ’ αντιστύλια·
η σύμμειξη και φόνος κι εξιλέωση·
τα πάνω πώς φιλούν τα κάτω χείλια…
Όταν δεν σ’ έχω πλάι μου και αγγίζομαι
εσένα πάλι επάνω μου αγγίζω,
σε σένα πάλι αργά-αργά βυθίζομαι
τα δάχτυλα βαθειά μου όταν βυθίζω.
Ξένη του κόσμου αγάπη κι ασυνήθιστη
στα σπλάχνα μου ριζώνει και με ορίζει·
στους κυκεώνες των καιρών αβύθιστη
ψυχή και πήρα το κορμί σου μετερίζι.
Εγώ που όλα τ’ απίστευτα τα πίστεψα
και που τ’ αβίωτα τού κόσμου τα έχω ζήσει
στον Έρωτα και μόνον μέσα αλήθεψα
και εφταπάρθενη σού δόθηκα ως Φύση.
Και τι να καταλάβει ο κόσμος, Ήριννα,
από το τρυφερό, σκληρό μας φύλο·
κόσμος ψυχρός – μα εντός μου λόγια πύρινα·
λένε της Λέσβος την αγάπη για την Τήλο.
Κι ωστόσο διωκόμαστε απ’ τον Όλεθρο·
κι αφού κάθε στιγμή παραμονεύει,
θα ορκίζομαι με πείσμα στο Ανώλεθρο
κι η Λέξη μου τους τάφους θα φονεύει.
Τα δυο περιπλεγμένα μας τα σώματα,
όσο κι αν φλέγονται και ό,τι κι αν τα φλέγει,
έχουν τ’ ομοιοτέλευτο στα χώματα.
Μα η Ποίησή μου στον Αιώνα θα σε λέγει.


***
MISSA BREVIS
Ιδού ο βράχος απελέκητος
και το αίμα ριζιμιό λιθάρι
Ιδού ο πόνος ατελεύτητος
και το άγραφτο τραχύ τροπάρι.
Νυν των παρθένων η ατίμωση
και των πολέμων η αγυρτεία
Νυν των σεπτών η απογύμνωση
και των ιερών η εμπορία.
Αιέν το έγκλημα απαράγραπτο
και ο στόνος στήθη που έχει γδάρει
Αιέν το στόμα το αργυρώνητο
και της ανάγκης το κιβάρι.





****
Ουαί υμίν γλώσσες που ακκίζεσθε
και των σοφών η διβουλία
Ουαί υμίν οι που αφοπλίζεσθε
και των κορμιών η απραξία.
Αμήν του έρωτα η έλευση
και της μονώσεως το λιοντάρι
Αμήν ο αμνός που τίγρεις τρόμαξε
και το άκαρτο οργής κριάρι.
Εύγε θνητότης μου και έλλειψη
και ηχηρή μου απιστία
Εύγε νεότης μου και πλήρωση
και στιχηρή μου οπλιτεία.



***
EΥΡΩΠΗ ΙΙΙ
Δεν είμαστε παρά η σκέψη του Θανάτου
κι είναι οι ζωές μας, όλων, τ’ όνειρό του,
το πνεύμα μας απλώς το ανάβλεμμά του
που το βυθίζει ο ίδιος στον εαυτό του.
Το ελάχιστο δικό μας – μα δικό μας·
και για το ελάχιστο αυτό θα χτυπηθούμε·
ό,τι κι αν είναι, είναι ανάμεσα στους δυο μας.
Θάνατε που μας μελετάς, σε μελετούμε.
Χτύπα λοιπόν, η Ανάγκη κι η Ιστορία,
και χτύπα, Θάνατε, όποιο όνομα κι αν πάρεις,
χτύπα, εσύ Κράτος, Βία και Εξουσία,
και θα σε γδέρνουμε όσο ζούμε πριν μας γδάρεις.
Έτσι ανδρωθήκαμε και ήρθαμε στα χέρια,
έτσι ορθωθήκαμε ως οι εχθροί που αξίζεις,
έτσι σταθήκαμε στη Γη κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Έτσι σε ορίζουμε όσο μας ορίζεις.
Τελειώνουμε. Μα τώρα πια μας ξέρεις.
Ξέρεις τι χάνουμε και ξέρεις τι κερδίζεις.
Ας είσαι ο Κραταιός κι ας επιχαίρεις·
σε λίγο απ’ το αίμα όλων κι αν θα σφύζεις,
Θάνατε, έχουμε όμως για να ενσκήψεις
ζωή αρκετή και, Χρόνε, για να παίξεις.
Το αψευδές του πόνου και της θλίψης
πήρε φωτιά και σάρκα – έγινε λέξεις.


***
ΚΥΡΙΕ
Kύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων
των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε
την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
το γέννημα της τρομερής τριβής ψυχής και κόσμου –
βαθιά και πιο βαθιά μέσα στα σπλάχνα
να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει
ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά.
Μα δώρισέ μου αμόλυντη τη Θλίψη
απίκραντη και ελεύθερη και αγνή
και κάνε μου άπεφθο το μέταλλο του πόνου
και αρραγές – σαν σκοτεινό και άχρονο
στον ήλιο ή στη νύχτα Σου αναλάμπει·
απρόσβλητο απ’ τον στείρο πικρασμό
κι απ’ τις μικρές χαρές κι από τις λύπες.
Ενώπιον της Ζωής και του Θανάτου
ας γίνεται η γλώσσα μου σιωπή
η σκέψη μου ας ακινητεί ως πέτρα
ας με αριθμείς με τους νεκρούς αυτού του κόσμου –
όμως καθάριο κράτησε το βλέμμα και τον λόγο
και λεοντόθυμο απ’ άκρου εις άκρο το κορμί·
κι η μοναξιά μου ας μην επιτιμά
για τον εαυτό της άνθρωπο κανένα·
στη λέξη δώσε ορίζοντα στην πράξη φλόγα
και αρσενική αρσενική κράτα τη Θλίψη. 
Να με αφαιρεί ο πόνος μα ν’ αυξάνω
να δείχνομαι πιο λίγος μα να γίνομαι
να είμαι πιο πολύς.
Τη Θλίψη κράτησέ μου αρσενική.
Χωρώντας μέσα της και αντέχοντας τα δυο
και την οργή και τη συμπόνια
μόνον η Θλίψη άοκνη ας δρα
ο σιωπηλός και ακάματος εργάτης
ώστε τον άντρα ο πόνος πιο άντρα να τον κάνει·
και τη μεγάλη μέσα μου αρθρώνοντας
την άγρια κι ανυπότακτη Χαρά
και με το αίμα στο αίμα της γεννώντας
το ύπατο απ’ τα κρύφια Σου και τ’ άδηλα –
το νόημα που αυτόν τον κόσμο θάλπει.
Κύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων
των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε
των μελλούμενων και του Εσχάτου Ενός
την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα
να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει
ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά·
να μη στυφίζει το φιλί ή το τραγούδι.

************************************************* 
  


ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ ΙΙΙ
Ιδού. Να ειπωθώ ήγγικε η ώρα.
Απ’ τις σκιές κατάφρακτος προβάλλω.
Όχι μετά ή πριν· εδώ και τώρα
στην καταιγίδα των καιρών με σάλο
ανταπαντώ - αιμάσσοντα, δικό μου.
Με νου, καρδιά, πνευμόνια και καβάλο
διεκδικώ παντού το μερτικό μου
κι έτσι ζητώ να πράξω ή ν’ αντιπράξω
σε κάθε αντάμωμα ή στροφή του δρόμου –
ό,τι κερδίσω ευθύς να το πετάξω
κατέναντι του κόσμου ή του θανάτου
και αφού σε κάθε σύγκρουση φρυάξω
και χτυπηθώ με όλα Του Αοράτου
και αφού στα πάντα θέλω να ενσκήψω
ακούγοντας παντού το κάλεσμά Του,
τα πάντα σταθερός να εγκαταλείψω
και να γδυθώ τον κόσμο που με ντύνει.
Να υπάρξω ακέριος σε όλα – και να εκλείψω.
Στο κέντρο της Οργής να ΄μαι Γαλήνη,
μα να μην υπολείπομαι σε Βία.
Στο κέντρο του Πολέμου η Ειρήνη
να ηγεμονεύει επάνω στα στοιχεία.
Να πολεμώ μαζί και ν’ αφηγούμαι
και ν’ αντιτάσσω εγώ στην Ιστορία
τη Γλώσσα μου… Ιδού, δεν εξηγούμαι
από καμιά εποχή και επιστήμη
και από νόμους δεν αιτιολογούμαι
και δεν συνάγομαι από κάποια μνήμη·
ελπίδα δεν μπορεί να μ’ ερμηνεύσει.
Ό,τι κι αν με ξερνά με καταπίνει.
Κτηνώδης πράξη και ζωώδης σκέψη
το άπεφθο, ολοδικό μου «Ούτως»
που βλέμμα δεν μπορούσε να προβλέψει.
Και είμαι όνομα και πράγμα Βρούτος.



************************
theodosis-volkof1.jpg


Ὁ Θεοδόσης Βολκὼφ γεννήθηκε τὸ 1980 στὴν Ἀθήνα. Τὸ 2004 ἐξέδωσε τὸ ποιητικὸ ἔργο «Τὰ Τραγούδια τῆς Ψυχῆς καὶ τῆς Κόρης» (Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης). Δημοσιεύει ποιήματα και κείμενά του στην ηλεκτρονικὴ σελίδαhttp://theodosisvolkof.blogspot.com