Ivan Constantinovich Aivazovsky - The Ninth Wave (detail)
1
Ὁ χωματόδρομος μ’ ἔβγαλε στὴν παραλία
ἐκεῖ ποὺ ὁ γερανὸς σήκωνε τὴν ἐκκλησία
καὶ τὴν ἄφηνε νὰ πέσει στὰ νερά.
Ἦρθα νὰ ξαναβρῶ τὴν ἀδελφή μου τὴ Σίβυλλα
μὲ τὸ μαῦρο χιτώνα καὶ τὰ πέτρινα χείλη,
τὸ νούφαρο ποὺ μὲ πῆγε
ἀπὸ τὸ ποτάμι στὴ λίμνη
κι ἀπὸ κεῖ στὴ θάλασσα,
τὴ γυάλινη σκιὰ τοῦ 1959.
Χορδὲς φωτός, καλώδια τῆς λησμονιᾶς,
ἡ κουκουβάγια, ἡ δεκοχτούρα καὶ ὁ νυχτοκόρακας
κι ἡ νύχτα ποὺ ἔφερνε τὸν ἦχο τοῦ χαλκοῦ
ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰώνα.
Στὰ μάτια τῆς γάτας διάβασα
τὴν ἡμερομηνία καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης
κι εἶδα νὰ περνοῦν γιὰ μιὰ στιγμὴ
ὁ ἱερέας, ὁ γόης κι ὁ μαστιγωμένος μάντης
κυνηγημένοι ἀπὸ προϊστορικὰ σκυλιά.
Ἔλαμπε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὸ χιόνι τοῦ Γαλαξία
κι ἀνάμεσα στὰ πεῦκα διέσχιζα τὸ ἡμίφως
ποὺ χωρίζει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄντρα.
Ὅμως τὰ θυμόμουν ὅλα σὰν νά ’ταν χθές.
Κάπου ἐδῶ θὰ φωσφορίζει χαμηλὰ στοὺς θάμνους
τὸ ρολόι τοῦ κοραλλιοῦ
καὶ πάνω στὸ γέρικο πεῦκο θά ’χει μείνει ἡ χαρακιὰ
ποὺ σημαδεύει τὴν καταπακτὴ τῶν κυμάτων
κι ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ἄστρο
στὸ μέτωπο τῆς Χίμαιρας.
Ἀνέβηκε ἕνα ἄλογο στὸν οὐρανὸ
κι ἔσβησε τ’ ἄστρα μὲ τὰ φτερά του.
Εἶδα τοὺς βράχους τοῦ ἀνθρακίτη
στὴν εἴσοδο τοῦ λιμανιοῦ,
τὶς μολυβένιες ἁλυκὲς ἀνάμεσα στὰ βρύα.
Ἤμουν σὲ λήθαργο• κι ἦρθε μπροστά μου
ἡ ἀγέννητη σκιά μου.
Σὲ ποιά γλώσσα νὰ μιλήσω μ’ αὐτὸ τὸ φάσμα,
ἀνταύγεια τοῦ θανάτου ποὺ ἔπεφτε πάνω στὰ μακρινὰ σπίτια,
στοὺς κοιμισμένους κήπους καὶ τὸ φώσφορο τῶν βυθῶν;
Γιατὶ ἀπόψε ἤμουν ὁ πιὸ μόνος ἄνθρωπος στὸν κόσμο
κι ἡ θάλασσα κατάπινε τὴν αἰωνιότητα
ὅπως ὁ ἄνεμος τρώει τὴν παραλία καὶ τὴ σκόνη
στὰ σταυροδρόμια καὶ τὶς ἐρήμους τοῦ ματιοῦ.
Μὲ τὸ χέρι νὰ ψάχνει τὶς στάχτες τῆς Σελήνης,
μὲ τὸ φῶς ποὺ φυλακίζει ἡ θάλασσα στὰ σπλάχνα της,
μὲ τὰ μάτια μισόκλειστα βούλιαζαν στὰ νερὰ
οἱ ναυαγοὶ τοῦ ἀνέμου.
Ἐκεῖ ποὺ ραγίζει ὁ καθρέφτης σκοτεινιάζει τὸ φῶς,
τὸ μαῦρο διαμάντι καίγεται στὸ κέντρο τῆς φωτιᾶς
καὶ βαθιά, σὰν ἦχος χιλιοτρυπημένης εἰκόνας,
ἀκούγεται ὁ τρυποκάρυδος, ὁ γιὸς τῆς Πηνελόπης.
«Ποτὲ δὲν εἴχαμε δικό μας ἕναν τόπο ἀληθινό,
ποτὲ δὲν εἶχε φωνὴ τὸ ἡμίφως».
Μόνον οἱ ἄλλοι ξέρουν ποιοὶ εἴμαστε.
Ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς μαθαίνουμε
εἶναι ὅ,τι δὲν εἴμαστε κι ὅ,τι δὲν πρόκειται νὰ γίνουμε ποτέ,
ὅμως τί ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ
ἀπό ’ναν ἄνθρωπο γονατισμένο στὴν ἄμμο;
Καὶ τὴ σποδὸ τῆς νιότης του
ποιός τόλμησε ποτὲ νὰ τὴ συλλέξει;
Ποιός σκέπασε τὴν κεφαλή, τὰ μάτια, τὴν καρδιὰ
μὲ τὸ νερὸ καὶ μὲ τὴ στάχτη;
Στὴ λάμψη τοῦ καραβιοῦ ποὺ ἔστριψε στὸν κάβο
εἶδα γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ περνᾶ ἡ προηγούμενη ζωή μου.
Βάζα μὲ ξεραμένα τριαντάφυλλα,
ἡμερομηνίες ποὺ κιτρίνισαν,
γράμματα χωρὶς ἀποστολέα,
ἡ κίνηση τοῦ χεριοῦ μέσα στὰ χόρτα τοῦ ὕπνου,
σκουριασμένα κειμήλια,
λογιστικὰ βιβλία ἀπὸ ἑταιρεῖες ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά.
Ὁ κόλπος κλείδωνε τὴ θάλασσα σὰν χειροπέδη.
2
Ἡ πόλη βούλιαζε στὴ θάλασσα
μὲ μολυβένιες βυσσινιὲς καὶ καρυδιὲς ἀπὸ μάρμαρο,
μὲ τριαντάφυλλα καὶ μαγεμένα χελιδόνια,
μὲ τὰ μνημεῖα, μὲ τὶς δάφνες της καὶ τοὺς νεκρούς της,
μὲ τὶς πλατεῖες, τὰ πλατάνια, τὰ σχολεῖα της,
κορδέλες, παράσημα κι ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες
ἀπὸ τὴ σχολικὴ ἐκδρομὴ τοῦ 1960.
Ψάρια διαβάζουν ὀνόματα νεκρῶν,
κατάστιχα τοῦ δήμου, ἐφημερίδες τῆς ἀπελευθέρωσης.
Τέτοια ἦταν ἡ νύχτα ποὺ ἔφτασε
ὁ φλαουτίστας μὲ τὴν πράσινη μπέρτα.
Μπῆκε στὴ λέσχη τῆς πόλης,
σταμάτησαν οἱ μπίλιες τοῦ μπιλιάρδου,
ὁ φάντης κούπα γέλασε στὰ χέρια τοῦ προέδρου,
ὁ ἄσος μπαστούνι ἔπεσε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ στρατηγοῦ,
ἐκεῖνος ἔπαιξε τὸ ἐμβατήριο τῶν νηπίων,
βγῆκαν ἀπὸ τὴν πύλη τὰ παιδιὰ μαζί του
κι ἡ πόλη γέρασε σὲ μιὰ νύχτα καὶ τὴν κατάπιαν τὰ βουνά.
Ἔβλεπα χαμηλὰ στὰ κύματα
τὴν ἀγγελόπετρα Σελήνη
μιλώντας μὲ τὰ πεῦκα σὲ μιὰ γλώσσα
ποὺ δὲν ἦταν ἡ μητρική μου.
Τότε γύρισα κι ἀντίκρισα
μιὰν ἀπὸ τὶς παλιές μου σκιὲς
ν’ ἀσπρίζει μέσα στὸ λίκνο.
Ἤμουν αὐτὸς ποὺ δὲν ἤξερα.
Καὶ τὸ στομάχι μου ἀντιλαλοῦσε.
Κατέβαινε ἡ ὀρχήστρα στὰ νερά,
ὁ μαέστρος ἀσάλευτος μὲ τὴ μπαγκέτα,
ἀκίνητα τὰ μαντολίνα, τὸ πιάνο, οἱ κιθάρες καὶ τὰ βιολιά.
Ἔβλεπα νὰ βυθίζεται μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του
τὸ σιδερένιο τοτὲμ τοῦ γυμνασιάρχη.
Χόρευε ἕνα βὰλς δίχως μουσικὴ
τὸ ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα
μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς Παναγίας τῆς Πυροφόρου.
Τὰ μάτια μου ἀνοιγόκλειναν ἀθόρυβα
σὰν τὰ φτερὰ μιᾶς ζοφερῆς πεταλούδας
καὶ τὰ χρόνια μπαινόβγαιναν στὸ ἔρημο σπίτι
ποὺ ἔφεγγε μέσα στὸ χιόνι τοῦ Γαλαξία,
φάντασμα ξύλινο κι ἐρείπιο πέτρινο,
ἴχνος κενοταφίου, ἔρημο φυλάκιο,
μὲ τὴ μεγάλη καμινάδα του ξεκοιλιασμένη,
τὰ χόρτα ξεραμένα στὴν αὐλὴ
καὶ τὶς κουρτίνες στὰ παράθυρα νά ’χουν γεράσει.
Τὸ φῶς τῶν περασμένων δηλητηριάστηκε
ἀπὸ τὸ μάγο ποὺ ἄφησε νὰ πέσει στὸ τραπέζι
ἡ καραμέλα τοῦ θανάτου.
Γιὰ ὅσα χάθηκαν ἀνεπανόρθωτα.
Γιὰ τοὺς χαμένους, τοὺς νεκρούς, ἀκόμη καὶ γιὰ μένα.
Νά ’την ἡ νύφη ποὺ πέφτει στὸ μαῦρο κρεβάτι
ἀνοίγοντας τὴν ἀγκαλιὰ γιὰ νὰ δεχτεῖ
τὸ φάντασμα τοῦ ἔρωτά της.
Νά τὸ ἀσήμι ποὺ ἔκλεψε ἡ Πασιφάη
κι ἔφτιαξαν τὴν καρφίτσα τοῦ γάμου της.
Ἄνθη τοῦ ἀφροῦ στολίζουν τὰ ξανθὰ μαλλιά,
ἐρυθροφόρος οὐρανὸς κατεβαίνει στὰ κλειστά της βλέφαρα
καὶ μιὰ σκιὰ χελιδονιοῦ
τὰ ὄνειρά της κηλιδώνει.
Ὅλα μὲ πήγαιναν στὸ παρελθόν,
τὸν καιρὸ ποὺ οἱ θεοὶ εἶχαν χάσει τ’ ὄνομά τους,
ὅμως πάνω στὰ λείψανα τῶν τειχῶν
ἦταν ἀκόμη ζωντανὴ ἡ ἀράχνη τοῦ πολέμου.
Καὶ τὴ γέφυρα ὅταν τὴν περνᾶς δὲν πᾶς στὴν ἐκκλησία
ἀλλὰ στὸν προηγούμενο αἰώνα,
ἐκεῖ ποὺ ἤμουν τώρα ἐγὼ
κρατώντας στὰ χέρια μου σὰν ζωντανὰ ὀρυκτὰ
τὰ μῆλα ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ ταγματάρχη.
Μιλοῦσε ἡ θάλασσα, ὁ αἰώνιος μάντης:
3
Ἀέρα τοὺ Περσέα μὲ χρυσόσκονη δάφνης,
ἀρχάγγελε τοῦ Ὀλύμπου ποὺ κρατᾶς
τὸν οὐρανό, τὰ βουνὰ καὶ τοὺς πλανῆτες,
λάμπει στὰ ὕφαλα ἡ γοργόνα κατάλευκη
καὶ τοῦ πόντου ἡ μηλιὰ τραγουδᾶ τ’ ὄνομά σου.
Θ’ ἀνοίξουν τὰ σύννεφα καὶ θὰ περάσουν
τοῦ Ποσειδώνα τ’ ἄλογα ποὺ σκοτεινιάζουν τὸ Ζέφυρο
πετώντας στὰ βάθη νὰ πᾶν’ στὸ νησὶ
ὅπου δὲν πέφτει ἡ βροχὴ ποὺ μολύνει τὸ σύμπαν.
Ἀέρα τῆς φωνῆς, ποὺ κοιμᾶσαι στὸ σπήλαιο,
ποὺ κόβεις τὸ κύμα καὶ γελάει τὸ σκοτάδι,
στὸ πανὶ τῶν αἰώνων γραμμένα τὰ αἰώνια ψέματα,
ἐκεῖ καὶ τῶν ἀνθρώπων τυπωμένες οἱ ἀλήθειες.
Ἀέρα ποὺ φυσᾶς στῆς καρδιᾶς τὰ ἐρείπια,
φωνὴ τοῦ ἀγκαθιοῦ στὸ μπαλκόνι τοῦ Αἰόλου,
τὸ τραγούδι σου ἀκοῦν καὶ χορεύουν τὰ σύννεφα
καὶ τὰ μάτια τῶν ἄστρων τρεμοπαίζουν κοιτάζοντας
τὰ βελούδινα ἱστία τῶν πλοίων.
Ἀέρα ποὺ φυσᾶς στὰ φτερὰ τῆς βροχῆς,
στὸ λευκὸ τῆς σιωπῆς καὶ στὸ μαῦρο τῆς Νέμεσης,
στῶν πουλιῶν τὸ ταξίδι καὶ τὸ πρόσωπο
τοῦ νεροῦ ποὺ στὸ πέρασμά σου ραγίζει,
στῶν ἀνθέων τὸ κύμα ποὺ σαρώνει τὴν ἄβυσσο,
στὸ σταχτὶ τῶν βουνῶν καὶ τὸ κίτρινο τῶν πόλεων,
στὰ πανιὰ τοῦ Θησέα καὶ τὸν μύλο τῆς μάγισσας,
στοῦ παιδιοῦ τὸ χαρταετὸ καὶ τοὺς κρίνους τῶν ἄστρων
ποὺ τὴ νύχτα δακρύζουν στῆς Σελήνης τὸ μνῆμα.
Σελήνη τῆς ἀκακίας, ἡγερία τῶν νεκρῶν,
Καρμέντα τῶν συμφώνων, ἥλιε δωρικέ,
βασιλικὸ μηδέν, ἡμερολόγιο τοῦ ὕπνου,
πέτρα τῆς Μνημοσύνης, μῆλο ἀπὸ ὑδρογόνο,
κρατήρα τοῦ Ἄβαλον, μάτι τοῦ Ἀρθούρου,
τοῦ Σιμωνίδη νόμισμα, οἰκόσημο τοῦ φθινοπώρου,
τοῦ Μίνωα σφραγιδόλιθε, γυαλὶ θανάτου,
αὐγὸ τῆς θάλασσας, Ἀθὼρ τῶν οὐρανῶν
πάνω ἀπὸ τὴν πορφυρὴ παλίρροια τοῦ ἀνέμου.
Σελήνη, καθρέφτη τῆς Κίρκης,
κόρη τῆς λυγαριᾶς,
ἀσημένια σκιὰ τῆς σημύδας,
Ἐρατώ, Οὐρανία, βασίλισσα,
ἀσπίδα τοῦ χρόνου καὶ σίδερο τοῦ πάγου,
στὴ λεύκα τοῦ γήρατος στήνεις φωλιά,
κάθε νύχτα πετᾶς στὰ ὄρη τῆς Κρήτης
καὶ στέκεσαι πάνω ἀπ’ τὰ δέκα βουνὰ
νὰ φωτίσεις τὸν τάφο τοῦ Δία.
Σελήνη, μάτι τῆς ἀράχνης, μάγισσα τοῦ Βορρᾶ,
καθρέφτη τῆς Σαπφῶς καὶ τῆς Μπρουνχίλντε,
κόρη τοῦ Σήθ, Χερουβείμ τῆς σιγῆς,
μονόκερε τοῦ Κρόνου, ἀναγραμματισμένο ἔαρ,
βασίλισσα τῶν Φαραώ, Λίγεια, Πασιφάη καὶ Λευκωσία,
σπίτι τοῦ Ἀστερίωνα, τοτὲμ τοῦ Παραδείσου,
πελασγικέ μου ἔρωτα στοῦ ποταμοῦ τὸν ἴσκιο
μὲ τὴ σονάτα τῆς ἰτιᾶς νὰ πάει καὶ νὰ κοιμίζει
τῶν σκοτωμένων τὰ ὄνειρα στὸ φῶς τοῦ Κάτω Κόσμου.
από το βιβλίο του Αναστάση Βιστωνίτη "Τα ρόδα της Αχερουσίας" που κυκλοφόρησε το 2008.