Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
"Κλινικά
απών"
Χλόης Κουτσουμπέλη
Εκδόσεις
Γαβριηλίδης
"Κλινικά απών" είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής
της Χλόης Κουτσουμπέλη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Πρόκειται για
την έβδομη κατά σειράν συλλογή ποιημάτων
που εκδίδει η
Θεσσαλονικιά ποιήτρια μετά την πρώτη εμφάνισή της στα γράμματα το 1984 με το
ποιητικό έργο Σχέσεις Σιωπής από τις εκδόσεις Εγνατία.
Με βαθιά,
γήινη φωνή - ανοίγοντας έτσι μια μικρή χαραμάδα στην εγγύτητα της επικοινωνίας
με τον αναγνώστη- η ποιήτρια καταδύεται
στις διαστάσεις του αδόκητου , της αλληγορίας, του συμβολισμού , στο γήινο
των πραγμάτων ταξίδι και στο άλλο ταξίδι το ονειρικό , παρεμβαίνοντας καθοριστικά
στη λογική τους. Όλοι οι στίχοι της υπαινίσσονται
την ύπαρξη ενός υπερφυσικού, σκοτεινού κόσμου
που δεν τον βλέπουν τα μάτια αλλά που
φανερώνεται ακέραιος μέσα από την φαντασιακή ανασυγκρότησή του, μέσα στο ποίημα
σαν οργανικό σύνολο.
Ἡ ποίησή της αναπτύσσει:
Την θεματική της
ερωτικής απώλειας και ματαίωσης
Φορώ ένα σκονισμένο
νυφικό/με μακριά ουρά που σέρνεται στο δρόμο/
Η αρρώστια καλπάζει/κόκκινο άλογο μέσα στην καρδιά./ -αγαπώ νεκρά γιατρέ/
ή
το να συντηρεί κανείς κατεψυγμένους
έρωτες /είναι κι αυτό μια τέχνη/
της απουσίας
που επίκειται και εν τέλει συντελείται
Αν ήμουν πιο
προσεκτική
Θα είχα από τότε
αποσυνθέσει την ελπίδα
Επίσημα θα ήσουν τώρα
Κλινικά απών.
της λήθης που
αναπαράγει μνήμες και ταυτόχρονα αναπαράγεται
Η Μνήμη μπορεί να
εκτιναχτεί/ με ένα μόνο τηλεφώνημα/και όλη η λήθη να καταποντιστεί /στον ζεστό
κόλπο της αλήθειας
της αποδοχής του πένθους , όπου οι συλλήψεις του
παράδοξου και του αλλόκοτου συνιστούν μιαν ενόραση κατ’ εξοχήν ποιητική
Να το κρατάτε εξημερωμένο στην
αυλή./Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή./Θα ανεβαίνει στο
κρεβάτι/πηχτές κηλίδες στα σεντόνια/δαγκωματιές στο στήθος, στο λαιμό./
Θα το ακούτε ν’ αλυχτάει./Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ./
ή
Να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη/με
μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια/για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής
Η ποιήτρια αμφιδρομεί ανάμεσα
στις πληγές της παιδική ηλικίας
Βρισκόμουν σε ορφανοτροφείο/
φορούσα γκρι φουστάνι κι άσπρες κάλτσες/έψαχνα μια κούκλα δίχως χέρια
ή
Δεν έβρισκα το σωστό νούμερο
ανθρώπου/η πλέξη ήταν χαλαρή/ή οι τεράστιες βελόνες μπήγονταν στο στέρνο
της
μεταφυσικής αγωνίας που μεταμορφώνεται σε αδημονία
Το πρόβλημα είναι
πως δεν άκουσα τις κούκλες.
Ανοιγόκλειναν
τα γυάλινά τους μάτια
λέρωναν τα λευκά φορέματα
έχαναν τα νάιλον μαλλιά.
Πρόσεχε τα Σάββατα
μου έγνεφαν,
είναι πάντα ξεκούρδιστα
ο μηχανισμός κλάματος δεν λειτουργεί
το κεφάλι δεν είναι κολλημένο
κυλάει σε μία μόνη Κυριακή.
Της άφατης
τρυφερότητας που προστατεύει και ξαγρυπνά
Κι ανησυχώ
αν είναι μαλακά τα όνειρά σου
Νεογέννητα πουλια
Μες τη φωλιά τους
και τρέμω μήπως κάποιο θελήσει να πετάξει
και πέσει κάτω και χτυπήσει.
Και της σκοτεινής Περσεφόνης που
βασιλεύει μέσα στον προσωπικό μας Άδη
Η γλώσσα σάλεψε μέσα
στην κόκκινη σπηλιά
και τεντώθηκε να
αγγίξει
τους σταλακτίτες
δόντια
ποια διαδρομή είναι
πιο σύντομη
το δάγκωμα του
σκορπιού
ή ένα αιλουροειδές
φιλί;
Τα στοιχεία που εντοπίζονται είναι αναγνωρίσιμα στους
αναγνώστες της Κουτσουμπέλη. Ατμόσφαιρα του υάκινθου της θλίψης , γκόθικ ή
γκροτέσκ, μωβ της spleen μελαγχολίας, άνθρωποι-γυναίκες κυρίως- που μετρούν οδύνες ,απώλειες,
ελλείψεις, απουσίες, στέρηση, πίκρα, μοναξιά. Αφετηρία βιωματική η παιδική
ηλικία. Σίγουρα τραυματική…
"Κόβω με ψαλίδι
την παιδική μου ηλικία/ δυο μαυρόασπρα κοριτσάκια που επιπλέουν
θολά/θρυμματίζονται στο πάτωμα./Είχα ποτέ δίδυμη αδελφή/ ή ήμουν αυτή που δεν
γεννήθηκε ποτέ".
Με
λιτά εκφραστικά μέσα, η χαρισματική ποιήτρια σχηματίζει υπερρεαλιστικές εικόνες, με τον χρωστήρα των
εξπρεσιονιστών με θέματα τη φθορά, το θάνατο,
την εχθρότητα και την οργή, τη θλίψη, τη ματαίωση, ενώ με την φαντασία
ως πηγή έλκεται από τον έρωτά της και μονομαχεί
με ένα άλλο σώμα. Σάρκα με σάρκα , ανάμικτη με αίμα, ‘’ο ένας πάνω στον άλλο/πεινούσαν
και χόρταιναν σάρκα/’’, οι παθιασμένοι εραστές κατασπαράσσουν βουλιμικά
αλλήλους εις το όνομα ‘’της αρχαίας γνώσης που κατοικεί στα
κύτταρα’’.
Την
παρακολουθούμε καθώς καταδύεται σ’ ένα δάσος αντιθέσεων και αντιφατικών
οραμάτων: Καθρέφτες που ραγίζουν, στοιχειωμένοι έρωτες που κοιμούνται σε
σεντούκια, μικρές αλεπούδες που γερνούν στο σαλόνι, το μαλακό κουνουπίδι του
εγκεφάλου που γεμίζει συνέχεια θάλασσα, μια
‘’μουχλιασμένη
άνοιξη , που απλώνω για ν’ αεριστεί’’
υποδηλώνοντας
έναν ψυχισμό ευάλωτο και ανασφαλή,
με ανεκπλήρωτες επιθυμίες κι εμμονές, με μια φρενίτιδα μανία να καταλαμβάνει το
ποίημα
Ακούω
τα σκυλιά που αλυχτούν δεμένα/καθώς άγρια τραντάζουν τις αλυσίδες/ξαναγυρνώ στο
σπίτι/.Κλείνομαι στο δωμάτιο/Και με μια ψαλιδιά/κόβω σύρριζα πέρα ως πέρα τα
μαλλιά./
Ενοράσεις πρισματικών εικόνων μιας σπουδαίας
φωνής έντονα θηλυκής μετουσιωμένες σε στίχους, που ασθμαίνουν κάτω από το βάρος
των λέξεων
των γυναικείων αρχετυπικών συμβόλων
Εκάτη,Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου. /Λίλλακε,
Μπελίλι, Μπααλάτ./
Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους/ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ/
ενώ μια άλλη τάξη ονείρων επιβάλλεται
σκιαγραφώντας το πορτραίτο μιας βαθιά πληγωμένης γυναίκας που ανακαλεί ένα
παρελθόν συντηρημένο σε κονσέρβα.
Και
όταν ερχόμουν
θα σ’ αγκάλιαζα
αν δεν υπήρχε το σιδερένιο τραπεζάκι ανάμεσα.
Γι αυτό σου λέω. Μην λυπάσαι.
Και στείλε αυτήν την τενεκεδένια απουσία
για ανακύκλωση.
Η έμπνευση της δημιουργού κινείται μέσα σε ένα αβυσσαλέο υποσυνείδητο. Ένας
κόσμος παραίσθησης, βουτηγμένος στην ένταση, την ψευδαίσθηση και την φαντασίωση,
μια καταβύθιση και συγχρόνως εξύψωση, ένα οδυνηρό παιχνίδι ανάμεσα στην
απόκρυψη και την εμφάνιση με ποιητικά μέσα το ασύλληπτο και το άρρητο. Τα
όνειρά της έχουν δόντια κίτρινα.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη μεταβάλλει την ρευστότητα του χρόνου σε πορεία
ποιητικής ακμής
Ύστερα κάποιος μετατόπισε τους
δείκτες
στο κουρδιστό ρολόι τοίχου στο σαλόνι
κι άργησα είκοσι χρόνια.
Θα σε ειδοποιούσα σίγουρα
αλλά τα ταχυδρομικά περιστέρια
καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα.
Διακρίνονται
επιρροές από Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Λόρκα, Πόε, Σολωμό, Καβάφη, Σαχτούρη, Χιόνη, Δημουλά,
Σύλβια Πλαθ και Ανν Κάρσον, το γοητευτικό συνονθύλευμα των οποίων διαμορφώνει ένα
μετατοπιζόμενο καλειδοσκόπιο, όπου τα χρώματα και τα σχήματα των λέξεων
διαλύονται και αναμιγνύονται για να ανασυνταχθούν στη συνέχεια σε πλήρη αρμονία και τάξη, διαμορφώνοντας
τοιουτοτρόπως ένα εντελώς προσωπικό στυλ και ύφος, χαρακτηριστικό πλέον της Χλόης Κουτσουμπέλη, η
οποία και με τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με το παρόν έργο, αποτελεί πλέον
μια αναγνωρίσιμη, σπουδαία και πρωτότυπη ποιητική φωνή , αφήνοντας ήδη από τώρα
σημαντική παρακαταθήκη στη σύγχρονη
νεοελληνική ποίηση.
Η γλώσσα της
διασπά και καταργεί την ρομαντική παράδοση , είναι λιτή, με την σωστή δόση –στη
μύτη του κουταλιού ίσα ίσα-γλυκασμού, ουσιαστική, ευθύβολη, αποφορτισμένη από
λυρικές τονικότητες, παράγοντας δομική ύλη που μεταβάλλεται σε αισθητικό
φαινόμενο –‘’ολόσωμα’’ ποιήματα-ενώ το απόρρητο-βέβηλο ομολογείται , με τη φύση
δαιμονιακά ελεύθερη να ακκίζεται στην υπερβολή της, ορίζοντας άλλο δρόμο στην
ανάσα.