Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΔΟΚΙΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ | ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (Απόσπασμα)

Πηγή:http://logotexnika.blogspot.gr/


Στρατής Μυριβήλης

[…]  Ο Γρυπάρης είναι ο πρώτος πρίγκηπας του ελληνικού ύφους. Μέσα στην ξεπεσούρα μιας δημοτικής αποστειρωμένης, από κάθε πηγαίο δοχείο, μιας φιλολογικής γλώσσας που παραδέρνει ανάμεσα στους γαλλικούς λεβαντινισμούς και την καθαρευουσιάνικη νοθεία, μπρόβαλε αυτός ο νησιώτης ποιητής, να μας φέρει τις αρχοντιές μιας μακρόχρονης και αδιάσπαστης γλωσσικής παράδοσης, για να ανανεώσει το λογοτεχνικό ύφος και να μας σταθεί σταθερός δείχτης του ίσου δρόμου. Ο Γρυπάρης άνοιξε την πατρογονική κασέλλα του γλωσσικού θησαυρού της φυλής, και δούλεψε σαν άξιος κληρονόμος, με το υλικό που είχαν συνάξει εκεί μέσα όλες οι γενεές των πατεράδων μας. Η κλασσική Ελλάδα, το Βυζάντιο, ο Ακριτικός κύκλος, η Κρητική αναγέννηση και το ζωντανό δημοτικό τραγούδι με τη στοματική παράδοση του παραμυθιού.

  Στα χέρια ενός άλλου αυτό θα γινόταν μια λεξιλογική συλλεχτική δουλειά. Στα χέρια του Γρυπάρη, έγινε αυτό που έγιναν τα χρυσαφικά, το φίλντισι και τα πετράδια, που βρήκε ο Πραξιτέλης μέσα στον κοινό θησαυρό των Ελλήνων. Πέρασε πάνω στους περουζέδες και στα μαλάματα η φωτιά της μεγάλης τέχνης και τα χώνεψε όλα. Τζοβαερικά, ελεφαντόδοντο, πετράδια και μέταλλα. Και βγήκαν οι χρυσοελεφάντινοι θεοί. Εδώ βγήκαν οι Σκαραβαίοι και οι Τερρακόττες. Σαν διαβάσεις, σαν καταχτήσεις από κάθε μεριά το έργο του Γρυπάρη, ξαφνιάζεσαι από το αχτιδοβόλημα μιας γλώσσας, που μόλις τα τελευταία σαράντα χρόνια άρχισε να ξεσκεπάζεται η φρεσκάδα και η παρθενικότητά της στα χέρια λίγων ποιητών και πεζογράφων, που ξεπέρε μεν το στάδιο του γλωσσικού αγώνα, το έκαμαν όμως αυτό όχι από ανικανότητα, από αναντρία, από ψυχική τεμπελιά ή από μικροαστικό συμβιβασμό, μα γιατί κατάχτησαν πια το γλωσσικό υλικό τους, στο να μπορούν να παίξουν το όργανό τους το εκφραστικό σαν ένα σπαθί γερό, λαμπερό μέσα στον ήλιο, που να λιγάει σαν το φείδι χωρίς να τσακίζεται ή να στραβώνει. Τότε σου κάνει θλίψη να βλέπης τη φτώχια που περιορίζει το γλωσσικό υλικό σε μερικές κατοσταριές ξεθωριασμένες λέξεις, αυτές που κυκλοφορούν στην οδό Σταδίου, στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και στο κουτσομπολιό του σαλονιού.

  Και δεν είναι μόνο οι άχρωμες και άγνωστες λέξεις. Είναι η σύνταξη της φράσης, η οργάνωση του λόγου, που είναι αλλιώτικη στη δημοτική και άσχετη με αυτό το καθαρευουσιάνικο πατσάλι με τα κουρεμένα τελικά ν, που προσποιείται, χρόνια τώρα τη δημοτική γλώσσα. Το ιδανικό μας για την ελληνική λογοτεχνική φράση πρέπει νάναι το χτίσιμο του αρχαίου έντεχνου λόγου. Η κάθε φράση νάναι ένας οργανισμός αυτοτελής και ολοζώντανος, και δεμένος άλυτα σόλα τα σημεία, που να νιώθεις ολάκερη τη φράση να πονεί, μόλις πας να της πειράξεις ένα μόριο. Σαν το φείδι πρέπει νάναι η λογοτεχνική φράση ενιαία και ζωντανή, που το αγγίζεις στην ουρά και γυρίζει το κεφάλι να σε δαγκάσει.
  Διαβάζοντας το Γρυπάρη, μαθαίνουμε με τρόπον εποπτικό και τούτη την επιστημονικήν αλήθεια. Πως η γλώσσα δεν είναι μονάχα ένα όργανο για να συνεννοείται ένας λαός είναι ακόμα κάτι, πιο σπουδαίο. Είναι ένας νέος τρόπος κοιτάγματος της ζωής από ένα λαό, που αντιδρά στις εντυπώσεις με τη δική του ψυχοσύνθεση, και ξετιμά τη ζωή με στοιχεία ολότελα προσωπικά, και την δίνει την ιδιαίτερη έκφραση που ταιριάζει στη φυλή, στη γη του και στο κύτταρο του. Η Ελλάδα ολάκερη βρίσκεται μέσα στην ελληνική γλώσσα, και ο λογοτέχνης που έχει την αξίωση να μίλα υπεύθυνα για λογαριασμό της φυλής του, πρέπει την κάθε στιγμή να καταχτά την ελληνικότητα του εκφραστικού του οργάνου.

  Ο Γρυπάρης, όπως ο Κάλβος, ο Καβάφης και τόσοι άλλοι δικοί μας και ξένοι, είναι από τους ποιητές που χώρεσαν όλη την ουσία της ποιητικής του δημιουργίας μέσα σ' ένα τόμο, σαν τ' ακριβά μυρωδικά που χωρούν σε μικροσκοπικό μυρογιάλι. Ο τόμος αυτός είναι οι περίφημοι «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες». Σκαραβαίοι, όπως ξέρετε, είναι κείνα τα έντομα, ένα είδος χρυσομπάμπουλοι, που βρίσκονται σε αφθονία μέσα σε αιγυπτιακούς τάφους και σκαλισμένα για δαχτυλιδόπετρες πάνω σε ακριβά πετράδια. Οι παλιοί αιγύπτιοι τόχαν για ιερό έντομο και το φορούσαν σα σύμβολο αντρίας και καλοτυχίας. Τερρακόττες πάλι (τέρρα κόττα θα πει ψημένη γη) είναι κείνα τα μικρά κεραμιδένια αγάλματα, μια χαριτωμένη ψιλοδουλειά, όπως οι ταναγραίες κούκλες, να πούμε. Από τον τίτλο κιόλας, καταλαβαίνουμε μεμιάς, πως έχουμε μπροστά μας το έργο ενός χρυσικού της τέχνης, ενός μάστορη, που ψιλολογεί το κάθε τι, και παθαίνεται για την τελειότητα της φόρμας. Ενός μερακλή, όπως θα λέγαμε, με την πλατειά και αμετάφραστη έννοια που βάζει ο ελληνικός λαός μέσα σαυτή τη λέξη, όταν τραγουδά και λέει:

  Όποιος δεν είναι μερακλής  του  πρέπει να πεθάνει,
  γιατί σε τούτο το ντουνιά άδικα τόπο πιάνει.

  Ας κρατήσουμε αυτό το λιανοτράγουδο του λαού σαν ένα τίτλο αξεπέραστης αισθητικής παράδοσης. Γιατί κανένας λαός δεν έχει φτάσει σένα τέτοιο υψηλό σημείο καταξίωσης καλλιτεχνικής της καθημερινής ζωής του, ώστε να βγάζει θανατική απόφαση, με μοναδικό αιτιολογικό την αισθητική αναπηρία του ανθρώπου. Είταν φυσικό γιαυτόν, που στάθηκε σαράντα αιώνες ανάμεσα στους λαούς ο μερακλής της ζωής, ο μερακλής του θανάτου.[…]

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

"ΔΥΟ ΖΩΕΣ" του ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ




Σχέδιο Διηγήματος

Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προϊόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ή για τις ελεύθερες ώρες του, μιας και χρόνος πολύς δεν υπήρχε καθώς η διεύθυνση του εργοστασίου, η κίνηση, η διαφήμιση και η προώθηση των προϊόντων ήταν στα χέρια του αφημένη όλη, ήταν λοιπόν η αρχοντιά του μεγάλου του έρωτα για τα Γράμματα, τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, και τα βιβλία. Ο χρόνος που του’ μένε και αφιέρωνε σ’ αυτά ήταν η πολυτέλειά του. Άφατες οι ηδονές που δοκίμαζε κάθε που έπεφταν στα χέρια του βιβλία, ξενόγλωσσα κι ελληνικά, απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες, αλλά ούτε πολλά- πολλά επίσης κι οι κατά κάποιο τρόπο ισότιμοι κοινωνικά και οικονομικά συνάδελφοί του εργοστασιάρχες. ΄Α! όσο γι’ αυτούς! Μαζί τους μοιραζόταν μόνο τις πιο επίγειες, τις πιο υλικές απολαύσεις κι ηδονές :
«Έλα, βρε Σπ... Βγες απ’ το καβούκι σου ένα Σαββάτο βράδυ κι εσύ, και πάμε να γλεντήσουμε... Έχει ένα ωραίο στρηπτιζάδικο στη Συγγρού για μερακλήδες... και πού’ σαι! Κάτι  μανούλια... ολόδικά σου, αν δεν έχει η τσέπη σου καβούρια... ».  
Έζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, θες από τύχη, θες από θέμα χαρακτήρα του που, με το μέστωμα, αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που του’λειπαν ( ή που τον εγκατέλειψαν με τον καιρό ), και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή,                
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
«Μμ.. ο Σπ.. Μα τι περίμενες;... Πού να τον άφηναν αυτόν για προκοπή τα καμπαρέ και οι παραλυσίες...».
Το μεγάλο του ακίνητο – το εργοστάσιο το πρώην- έμεινε κάμποσο καιρό κλειστό, σα φάντασμα. 'Ωσπου σιγά- σιγά πούλησε ένα- ένα τα μηχανήματά του, εκτός από τα λίγα που οι νέοι ενοικιαστές του ζήτησαν ν’ αφήσει "ως ντεκόρ" στη ντισκοτέκ που άνοιξαν στο παλιό του εργοστάσιο έγιναν της μόδας για την νεολαία την trendy οι βιομηχανικές οι ζώνες, εντωμεταξύ, οι σκοτεινές οι απόκοσμες οι γειτονιές, τρελός ήταν να μην το νοικιάσει τέτοιο λαμπρό, περιουσιακό στοιχείο;  Και μάλιστα με νοίκι τόσο καλό;  Κι έτσι άρχισε σιγά- σιγά για κείνον μια  άλλη, μια δεύτερη ζωή. Στη δεύτερη ζωή του αυτή, βαστούσε βέβαια σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα του πρώην εργοστασιάρχη περιορίστηκε. Όπως λέγανε από παλιά, αν δεν τον φυσάς, αν δεν σε βλέπουν αεράτο δεν σε ζυγώνουν οι  πρώην Μακαντάσηδες : «Έλα μωρέ ο Σπ. τελειωμένος είναι απ’ τα πενήντα του...» Δεν τό'νε πείραξε. Άλλο που δεν ήθελε κιόλας να ξεφορτωθεί μίζερους συγγενείς τη γκρίνια τους και την κουσκουσουριά τους,  πριν τό'νε απαλλάξει απ’ αυτούς οριστικά ο Χρόνος. «Κι έμεινε μόνος».             
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή απελπίστηκε. Μαθημένος στη χλιδή, ήταν δύσκολο να ξεμάθει. Φοβόταν τη χαμοζωή. Έτρεμε την αφάνεια, το σκοτάδι, το περιθώριο το κοινωνικό. Να όμως που κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε από τότε που άκουσε μέσα του την εσωτερική εκείνη φωνή που τόνε γύρισε χρόνια πολλά πίσω. Ήταν σα να’χε ξαναγεννηθεί, κι άρχισε να μεγαλώνει ξανά μανά απ’ την αρχή. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά του τα θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα μπορούσε να ζήσει μια καινούργια, ελεύθερη, πιο εσωτερική ζωή. Ιδίως με το πέρασμα των ετών και με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή έβρισκε πως τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και –προπάντων- τού αρκούσε. Με κάποια κουτσοχρηματάκια από την οικογενειακή του περιουσία και το νοίκι απ’ το εργοστάσιο, δεν είχε την ανάγκη της επιβεβαίωσης μέσα από την επιχειρηματική δράση, σ’ αυτή την ηλικία άλλο πια. Είχε τρέξει όσο ήταν καιρός για να αποδείξει. Τώρα ήταν ώρα να εισπράξει. Άσε που –όρεξη να’χε-, όλο και κάποιες δουλειές, που θα τίς έλεγε παρασιτικές, ποτέ δεν έλειπαν. Κι ο ίδιος να μην το’ θελε, ήταν στη μοίρα του να φαίνεται συχνά χρήσιμος στους άλλους. Κι όσο για διασκεδάσεις κι ηδονές; Και σε τούτη τη φάση ούτε του έλειψαν κι αυτές. Με νέες παρέες τώρα, πιο ταιριαστές, όλο και τις γλένταγε κάποιες νύχτες του, χωρίς ενοχές και μουρμούρες οικογενειακές, μικροαστικές. Κι ύστερα απ’ τις μικρές του δόσεις αλητείας, γύρναγε πάλι στις μελέτες και τα ενδιαφέροντά του τα αμιγώς πνευματικά. Σε ίση απόσταση στέκοντας κι απ’ τα δύο, νιώθοντας ότι από κάτι γλύτωνε, μονολογούσε με ικανοποίηση στον εαυτό του τακτικά: «Ούτε καλόγερος χαρτοπόντικας, ούτε νυχτόβιος κι αλήτης, λες να τά’χεις καταφέρει, Σπ. μου;» Αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε, κι έτσι καθόλου στερημένος, καθόλου ορφανός, μπορούσε και σ’ αυτό του το ξεκίνημα απ’ τα πενήντα και μετά, να νοιώθει πάλι μια χαρά ... Να ξανακοιτάει τον ήλιο και να χαίρεται τα πρωινά όταν ξυπνά. ΄Ασε που η όρεξη της δημιουργίας πρόσθεσε στα ενδιαφέροντά του και τη συγγραφή πάνω στις μελέτες πού’χε κάνει μια ολόκληρη ζωή. Άρχισε ευθύς ένα δοκίμιο κριτικής : «Η σεξουαλική ιδιοτυπία του Καβάφη»  ο Σπ. Δη. – ο "καινούργιος".


ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ


Η κ. Νότα Χρυσίνα μου ζήτησε ένα μου διήγημα καθώς και μια παρουσίαση των βιβλίων μου για το blog cantus firmus. Δύσκολα και τα δυο για μένα. Διότι ούτε διηγήματα γράφω (συστηματικά τουλάχιστον), ούτε σε κριτική ανάλυση των ίδιων μου των βιβλίων μπορώ να επιδοθώ. "Για να γνωρίσουμε τον Τάκη", επέμεινε, "πέρα από σκηνοθέτη και μελετητή της λογοτεχνίας μας". Κι έτσι – με αφορμή μάλιστα αυτό μου το βοηθητικό ‘‘σχέδιο διηγήματος" που βρέθηκε κάπου στο Word μου-, παρασύρθηκα να κάνω και μια σύντομη παρουσίαση της δεύτερης δραστηριότητάς μου κι εγώ, της, ας την πούμε, συγγραφικής, σ’ ένα διπλό κείμενο, δίνοντας στο cantus firmus μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά, γυρίζοντας στο Χρόνο πίσω, εκεί στα 1978, τότε που είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου νεανικό διήγημα αναρωτιέμαι: «Mπορώ άραγε να διαχωρίσω τη δραστηριότητά μου αυτή (δεν μ’ αρέσει η έκφραση αλλά πώς αλλιώς να το πω; – του ‘συγγραφέα’- από την σκηνοθετική μου τη δουλειά; Αφού το διήγημα εκείνο με τίτλο
«Μια φιλία» δημοσιευμένο στο πρώτο και τελευταίο τεύχος της έκδοσης Τέχνης και Λόγου "Καμπύλη" το 1978, ήταν χρονικά συνδεδεμένο με τις δυο μικρού μήκους μου ταινίες εκείνης της εποχής, την «Λίζα και την Άλλη» του 1976 και την «Καλλονή» του 1977; Και το κυριότερο! είχαν και παρόμοια σχετικά θεματολογία: το "φύλο" και την "αναζήτηση ταυτότητας" οι δυο μου μικρού μήκους, που, με τη σημερινή ορολογία, θα τις λέγαμε gender performances, το ξύπνημα της σάρκας και την μύηση στον ΄Έρωτα ενός δεκατριάχρονου αγοριού από ένα μεγαλύτερο παιδί του λιμανιού σε μια κωμόπολη, καθώς και την πρώτη του τραυματική ομοφυλοφιλική εμπειρία σ’ αυτό το κλειστό και αποδοκιμαστικό περιβάλλον της επαρχίας, το διήγημά μου: «Πρέπει ν’ αρχίσης, να το μάθης, είναι η ηλικία τώρα, άμα σού κολλήση καμμιά, μην σε πη μαλάκα.» «Γιατί, τα κορίτσια ξέρουν από τέτοια πράγματα;», τον ρώτησε με κωμική απορία. «Ρε χαζέ, τι είν’ αυτά που λες», είπ’ αυτός, «τα κορίτσια το θέλουν περισσότερο, βλέπεις που κάνουν τις ντροπαλές, εσύ τώρα τι κάνεις, τραβάς καθόλου;»
Δεν θα έκανα καθόλου αυτή την αναδρομή σ’ αυτό το μικρό διήγημα που δημοσίευσα μισοανώνυμα ως Τάκης Σπ., κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου στο Ναυτικό, αν δεν ήταν για την παράλληλη σκηνοθετική και συγγραφική μου πορεία “μοιραίο” : Στα 1993, συμπληρώνοντάς το μ’ ένα ‘δεύτερο μέρος’ στήριξα πάνω του ένα σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με τίτλο «Πύρινες Χαρές», για τη συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκα μ’ ένα γενναίο ποσό από το Εuropean Script Fund. Η μη χρηματοδότηση του σεναρίου μου από το Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς κι η ηθική μου κόπωση από μια προηγούμενη ταινία που δεν είχε πάει και οικονομικά καλά, τα «Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη», με έκαναν να νιώσω αφόρητη πίεση,  και να μην ξαναγράψω άλλο σενάριο για τον κινηματογράφο. Οι «Πύρινες χαρές» μου μ’ έκαψαν. Επίσης στο σενάριο αυτό, στο οποίο ο χρόνος εντωμεταξύ πρόσθεσε κι ένα τρίτο μέρος με καινούργιες εμπειρίες, στήριξα αργότερα το μυθιστόρημα

«Δελτίον ταυτότητος», ΄Άγρα 2003. ΄Ώσπου με έκπληξη είδα μια μέρα, ξαφνικά, σ’ ένα πειραιώτικο blog ότι ούτε το διήγημά μου «Μια φιλία» είχε ξεχαστεί 36 ολόκληρα χρόνια από την δημοσίευσή του! Ο μελετητής Γιώργος Μπαλούρδος σε μιαν ανάρτησή του με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2014 αναφερόμενος στην ύλη της «Καμπύλης» γράφει: «Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν ‘παιδιά που δεν γίνονται άντρες’ όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς».

΄Όπως καταλαβαίνετε, πρωτόγραψα βιβλίο από θυμό και για να διαμαρτυρηθώ για το κομμένο μου σενάριο. Ταυτισμένος με τον Ταχτσή που τον γνώριζα απ’ το ΄74, έγραψα ένα διπλό χρονικό : αφενός πώς δεν έγινε το δικό του «Τρίτο Στεφάνι» ταινία το ΄82 απ’ τον Αγγελόπουλο, κι αφετέρου διηγήθηκα και μια παλιά μου απόπειρα να μεταφέρω στην τηλεόραση ένα διήγημά του, η οποία, δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε. ΄Έτσι, οι σελίδες του πρώτου μου βιβλίου «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» οδός Πανός 1996, εκτός από τα πικαρέσκα περιστατικά της σπινθηροβόλας ζωής του Ταχτσή που έζησα  από κοντά : «Ουδόλως σοκαρίστηκε, ακίνητος κάτω απ’ την ομπρέλα, στη θέα του συγγραφέα ντυμένου εκείνη τη νύχτα Σπανιόλα με κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί , ο Π...», χαρακτηρίζονται από σελίδες βαθύτατου πόνου δικού του: 
«΄Ημουνα μπροστά σ’ ένα πληγωμένο θηρίο. Δε μιλούσα. Και τι να ‘ λεγα; ΄Αλλωστε μιλούσε μόνον αυτός. Που και που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Δεν τον είχε βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ, να γίνει ταινία το ‘Τρίτο Στεφάνι’...» αλλά και δικής μου νεανικής αθυμίας: «Το γεγονός ότι είχα αρχίσει να βλέπω τι Κρόνος ήταν αυτός ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και πόσο έτρωγε τα πιο ταλαντούχα παιδιά του, δεν μ’ έκανε να βάλω μυαλό...»

Μετά το γύρισμα της βιογραφικής του Λαπαθιώτη ταινίας μου «Μετέωρο και Σκιά», άρχισα να έχω κάποιες ενοχές : είχα εστιάσει, όπως ήταν φυσικό για τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας κινηματογραφικής ταινίας, περισσότερο στο πρόσωπο του ποιητή, παρά στο έργο του, το οποίο συνέχιζα να αναζητώ σε παλαιοβιβλιοπώλες και βιβλιοθήκες, και να μελετώ. Είχα αξιόλογο υλικό ανέκδοτο, και ήθελα να το φέρω στο φως, αλλά δεν μού’ φτανε αυτό. ΄Όπως έγραφε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης στον δοκιμιογράφο Δ. Νικολαρείζη για το βιβλίο του «Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος» ΄Ικαρος 1961 : «Καλόν να ερευνηθούν τα καθέκαστα βιογραφικά του Κάλβου αλλ’ απ’ αυτό δεν βγαίνουν πολλά πράγματα. Θα προτιμούσα να εύρισκα καιρόν διά να δημοσιεύσω την πραγματείαν μου ως φιλολογικήν συμβολήν εις την αισθητικήν καταξίωσιν του ποιητού». Με παρόμοιες σκέψεις τελείωσα κι εγώ την κριτική μου μελέτη πάνω στο Λαπαθιώτη, εμπλουτίζοντας κάποια δοκίμια που είχα ήδη γράψει και δημοσιεύσει, και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως ένα ανθολόγιο 63 και βάλε άγνωστων πεζών ποιημάτων του που είχα συλλέξει από παλιά περιοδικά, καθώς κι άλλα άγνωστά του κείμενα στις πολυσέλιδες σημειώσεις του βιβλίου αλλά και στα κεφάλαιά του, και στη βιβλιογραφία του ‘χωμένα’ :«Χαίρε Ναπολέων» Άγρα 1999.

Όπως, παλαιότερα, και με την ταινία μου «Μετέωρο και Σκιά» 1985, είναι αλήθεια ότι το βιβλίο μου αυτό, θεωρήθηκε (με καθυστέρηση, είν’ αλήθεια, γιατί την χρονιά της έκδοσής του παρουσιάσθηκε μάλλον στα ‘‘ψιλά’’), το επιφανέστερο, το πιο βαρύ, το πιο επίσημο ανάμεσα στις συγγραφικές μου εργασίες :  «Το δοκίμιο Χαίρε Ναπολέων (1999 ) είναι μια εξαίρετη εργασία, με απόσταση η αρτιότερη συγγραφική δουλειά του Σπετσιώτη» έγραψε σε δοκίμιό της με τίτλο «΄Ενας πικραμένος άνθρωπος» η Λίνα Πανταλέων (βλέπε περ. ‘Νέα Εστία’ τ. 1805, Νοέμβριος 2007 και στο βιβλίο της ίδιας «Αναγνωστικά δικαιώματα» εκδόσεις Πόλις 2009 ).
΄Ηταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα – χωρίς να υπερβάλω-, το να μην μείνει το σενάριό μου «Πύρινες χαρές» αναξιοποίητο σ’ ένα συρτάρι. Μιας και δεν ευτύχησε να γίνει ταινία, επιδόθηκα να το αξιοποιήσω σαν πεζογραφία. Δεν ένιωσα ούτε δισταγμό, ούτε διχασμό. ΄Άλλωστε δεν είχε ξεκινήσει από πεζογραφία; Τι άλλο ήταν εκείνο μου το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα, το «Μια φιλία»; Με τίτλο «Δελτίον ταυτότητος», φιλοτέχνησα ένα μυθιστόρημα λοιπόν, με συναρπαστικό θέμα τις παραλλαγές πάνω στο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, χωρίς να γράψω ένα αμιγώς ‘αυτοβιογραφικό’ βιβλίο, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα mise en abyme για την ταυτότητα, την εσωτερική διαμόρφωση ενός ήρωα που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του: δωδεκάχρονο μαθητή σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να μαθαίνει βιολί, εικοσάχρονο ερωτευμένο νέο στον Πειραιά, σπουδαστή του Ωδείου, και σαρανταπεντάρη μεσήλικα στην αυγή του 2000, εξόριστο απ’ το σινάφι, κάπου στο Πέραμα, να βιοπορίζεται από παραδόσεις μαθημάτων μουσικής.
Ταυτότητα σημαίνει το ν’ αποτελείς μέρος του περιγύρου σου. Αλλά ταυτόχρονα να’σαι και τόσο διαφορετικός απ’ αυτόν, μοιάζει να συμπεραίνει το μυθιστόρημα, όσον αφορά το περιεχόμενο, για το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα στον Τύπο, αν εξαιρέσει κανείς την γενναιόδωρη, όμορφη κριτική του Μανώλη Πιμπλή «Η μετέωρη τόλμη της μοναξιάς. Ο Τάκης Σπετσιώτης ξεδιπλώνει θαρραλέα τις πτυχές μιας ομοφυλόφιλης ζωής»  στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ‘Βιβλιοδρόμιο’ 7-8 Ιουνίου 2003. Αλλά ευελπιστώ – οι ‘συγγραφείς’, βλέπετε, έχουμε κι εμείς τις ψευδαισθήσεις μας-, ότι όλο και κάποιος νεότερος μελετητής κάποτε θα βρεθεί που θα κάνει την εκτίμηση αυτού του βιβλίου ως ‘γραφή’ : μιας και αφηγούμαι, διατρέχοντας συνειδητά, σχεδόν όλη την γκάμα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας που μέχρι τότε είχα διαβάσει. Αφηγούμαι άλλοτε ως ήρωας σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε ως συγγραφέας σε τρίτο, παίρνοντας μάλιστα και φανερά συνειδητή απόσταση απ’ την δράση : «Στο σημείο αυτό, θέλοντας με ειλικρίνεια να περιγράψω τι ένιωσα, δεν θα κατέφευγα σε βέκιες, βαρύγδουπες εκφράσεις όπως ‘‘μαχαιριές γρήγορες και πυκνές’’, ‘‘εξαίσιος πόνος’’ και ‘‘ το πίσω μέρος του σώματος να κατακρεουργείται’’, με τις οποίες, όχι πάντα χωρίς κάποιο κρυπτορατσισμό για παρόμοιες καταστάσεις, λογοτέχνες ακόμη και της λεγόμενης ‘‘πρωτοπορίας’’ περιγράφουν ανάλογες σκηνές.»

Μ’ αυτά τα τρία βιβλία, είναι η αλήθεια, ότι άδειασα, δεν είχα και πολλά πράγματα να προσθέσω μετά. Και το να γράφω για να βρίσκομαι απλώς  ‘μέσα στα πράγματα’ δεν μ’ ενδιέφερε. Ωστόσο εξέδωσα ξανά το πρώτο μου βιβλίο, αναθεωρημένο, με τίτλο «Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι», Πολύχρωμος Πλανήτης 2006. Πρόκειται για το ίδιο έργο, με κάποιες απαλείψεις από το κείμενο του 1996.    
   
Μια συλλογή ποικίλων κειμένων μου, αφηγηματικών και δοκιμιακών, της εικοσιπενταετίας 1981- 2006 με τίτλο «Τριανδρίες και Σία» ( με μια φιλοπαίγμονα διάθεση στον τίτλο, που κάποιοι αντιλήφθηκαν, τριανδρία αποτελούσαν για μένα οι τρεις κεντρικές φιγούρες των προηγούμενων βιβλίων μου, οι ‘επώνυμοι μέντορες’ Ταχτσής –Λαπαθιώτης’ κι ο μισοάγνωστος ήρωας του «Δελτίου ταυτότητος» μουσικός Παύλος Μέρλος με αριθμό ταυτότητος Θ.307.136 ). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε απ’ την ΄Αγρα το 2006. Το ίδιο και η μικρή νουβέλα «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου - Λαϊκή περιπέτεια» με θέμα την παραβατική σχέση ενός καθηγητή Αγγλικών μ’ έναν μικροπωλητή το πρωί και rent boy τη νύχτα,  επίσης από την ΄Αγρα το 2009 . Εκδόθηκε από κοινού με το  «Άλλο κρεβάτι» -"Έργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικόνες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή", ένα θεατρικό μου που μέχρι σήμερα δεν έχει παιχτεί. Είναι αλήθεια ότι δεν επικράτησαν ‘συγγραφικοί καθωσπρεπισμοί’ στα λίγα δείγματα πεζογραφίας που έδωσα. Κατέφυγα στο γράψιμο όχι τόσο για να μπω στις λίστες των ‘ευπώλητων’ βιβλίων της εβδομάδας ή του μήνα, αλλά διεκδικώντας μιαν ελευθερία έκφρασης που, στις σκηνοθετικές μου δουλειές – είτε επρόκειτο για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είτε για το θέατρο-, δεν μού επιτρεπόταν. Αυτό, όσον αφορά στις ωμές ρεαλιστικές σελίδες του «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» το επισήμαναν κάποιοι κριτικοί: «Ο Σπετσιώτης αποδίδει με δυνατά χρώματα την έκλυτη ψυχή του Νικήτα και αποφεύγοντας τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό πετυχαίνει να φτιάξει έναν έκτυπο και ολοζώντανο χαρακτήρα, ο οποίος συμπυκνώνει στις εξαιρετικά παρορμητικές αντιδράσεις του όλη την υπόγεια βία μιας κοινωνίας, η οποία το μόνο που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω είναι ο μίζερος καθωσπρεπισμός της», σημείωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ‘‘Ελευθεροτυπία’’ 24 Μαΐου 2009,  ( ‘‘Η μιζέρια του να είσαι καθωσπρέπει’’ ).
                         
                                                                          ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ





                         
Ο Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο "Χυτήριο", 1999-2001.

Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).                                     



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2009)Γραμματικός σ' ένα παιδί του δρόμου, Άγρα
(2009)Το άλλο κρεβάτι, Άγρα
(2007)Τριανδρίες και Σία, Άγρα
(2006)Ταχτσής - Δεν ντρέπομαι, Πολύχρωμος Πλανήτης
(2003)Δελτίον ταυτότητος, Άγρα
(1996)Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου, Οδός Πανός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Ευγενία Χατζίκου: Notebook, Τετράγωνο
(2005)Αντουανέττα Αγγελίδη, Αιγόκερως
(1999)Χαίρε Ναπολέων, Άγρα
Κριτικογραφία
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία ΠολυδούρηΡομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015

Μαρία, στα τρία [Μαρία ΠολυδούρηΤα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Α. Β. ΣΤΡΑΤΗΣ Οδός Πανός - τχ. 79-80





ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ
για τον Λαπαθιώτη

Γράφει ο Α.Β. Στρατής
ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
Ι. «Το να συμπαθεί κανένας» - παρατηρεί ο Λαπαθιώτης το 1928 - «τις αρετές ενός ανθρώπου είναι πολύ φυσικό και δεν σημαίνει κατά βάθος τίποτε' εκείνο που είναι σοβαρό είναι ν' αρχίσει να συμπαθεί τα ελαττώματά του' σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο μπορεί ν' αρχίσει, ακριβώς, ο έρως». Και φαίνεται πως ήταν αρκετές οι φορές που ένιωσε τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα του, γιατί ο ποιητής έγραψε πολλά ερωτικά ποιήματα, στα οποία αναπτύσσεται - με διεξοδικό τρόπο - η περιπέτεια του ανθρώπινου γένους, όταν δοκιμάζεται στον έρωτα και τις περιπέτειες των αισθημάτων.
Τα ποιήματα αυτά μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ερωτικές προτιμήσεις του, αρκεί να μην σκοντάψει στην ομοφυλοφιλία του ποιητή. Ας χρησιμοποιήσουμε ως βάση τον ακόλουθο στοχασμό του: «Ποτέ μου δεν υποστήριξα ότι η ομοφυλοφιλία είναι κάτι το θεόπεμπτο και ουρανοκατέβατο: εκείνο που υποστηρίζω πάντα είναι ότι - άσχετα με τα εξαίσια διανοητικά ή καλλιτεχνικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει, καρποφορώντας μέσα σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία, (πράγμα που μπορεί, επίσης, αξιόλογα να φέρει σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία και η ετεροφυλοφιλία), κατά τ' άλλα είναι κι αυτή επίσης μια υπόθεση ανθρώπινη, κανονική - ούτε περισσότερο βέβαια ηθική, αλλά ούτε και λιγώτερο ασφαλώς φυσική, απ' όλες τις άλλες»

*
Η αίσθηση της όρασης είναι εκείνη που – πρώτη - κινεί το δαιμόνιο του έρωτα και δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη των ερωτικών αισθήσεων στην ποίηση του Λαπαθιώτη. Σε όλα σχεδόν τα ερωτικά ποιήματά του αναφέρεται στα μάτια του εραστή: Στον αγαπημένο μου, Άσμα Ασμάτων, Μεθύσι, Ο επαναπαυόμενος αθλητής, Εμένα την καρδιά μου...:
«Εμένα, την καρδιά μου δεν τη θόλωσαν
τα χρόνια και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει.

Τ' αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!...»

Εκτός από τα αναφερόμενα - στο προηγούμενο κεφάλαιο - δύο τραγούδια του ποιητή, υπάρχουν και άλλα τρία ποιήματά του που αναφέρονται στα μάτια: το ομώνυμο ποίημά του, καθώς επίσης και τα: Επεισόδιο και Νάρκισσος. Αν στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για τα μάτια των προσώπων που - τυχαία - συναντά στον δρόμο γενικά και αόριστα:
«Μάτια συναντημένα μες στα τρίστρατα,
για ποιο σκοπό;
που για μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται,
και τ' αγαπώ...»

στο δεύτερο περιγράφει το βλέμμα που δέχεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο:
«Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ' αγαπώ παντοτινά...»

ενώ στο τρίτο ο ποιητής αναφέρεται στα δικά του μάτια, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο μιας ωραιοπάθειας:
«Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη...»



Επιχειρεί μάλιστα να εξηγήσει αυτό το γεγονός και παραθέτει διάφορες, πιθανές αιτίες που - ενδεχομένως - το προκάλεσαν: το λεπτό φως που πέφτει μες στην κάμαρα, ένα τριαντάφυλλο και την αγωνία για τον μαρασμό του, κάποιοι στείροι πόθοι που βασανίζουν τον ποιητή' για να συμπεράνει - με μια ρητορική ερώτηση, η οποία προσδίδει έμφαση - ότι αυτή η ναρκισσιστική εκδήλωση οφείλεται στο γεγονός ότι - εκείνο το βράδυ - τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα ένα άλλο πρόσωπο.
Τα μάτια - εξάλλου - είναι εκείνα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ένα Μεθύσι:
«... Μα εγώ κρασί δεν ήπια... Θα νειρεύτηκα,
πως είχα έναν κρυστάλλινο αμφορέα.
- Τότε λοιπόν καλέ μου πώς εμέθυσες;
- Ρώτησε τα ματάκια σου τα ωραία!»

Όπως επίσης μπορούν να κινήσουν τα νήματα της ζηλοτυπίας σε μιαν ερωτική σχέση:
«Γιατί κοιτάς τους άλλους; Στα χαμένα
παν οι ματιές, ο κόσμος δεν πονεί.
Κοίταζε μένα, γέλα όλο σε μένα,
κι έτσι κοιτώντας στέλνεις κάπου μιαν ηδονή...»

(Στοv αγαπημένο μου)
Άλλωστε, αυτό το καίριο βλέμμα - το βαθύ, βουβό και σκοτεινό - συνεπάγεται και την έναρξη της ερωτικής περιπέτειας. Διότι όπως ομολογεί ο ποιητής - αυτά τα μάτια που στέλνουν το μήνυμα, ανήκουν σ' ένα νεαρό παιδί:
«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί».

(Επεισόδιο)
Η δεύτερη αίσθηση που διαδραματίζει κύριο και πρωτεύοντα ρόλο - εξίσου με την όραση - είναι εκείνη της αφής, η οποία - όπως διαπιστώνουμε - εξειδικεύεται σε δύο συγκεκριμένες εκδηλώσεις: τα φιλιά και τα αγκαλιάσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ποιήματα: Χαρωπά τραγουδάκια, Alla C. Bot, Langeur d'amour, Γλυκιά αγάπη, Με τι λαχτάρα σε προσμένω, Γράμμα, Κι έπινα μες από τα χείλη σου:
«Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω,
κι έπινα μες από τα χείλη σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο»

Υπάρχει μια ιδιαίτερη επιμονή στην ποίηση του Λαπαθιώτη ως προς τα φιλιά που ανταλλάσουν οι ερωτευμένοι, η οποία μερικές φορές φτάνει τα όρια της παραφοράς:
«Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά να τα ματώσω...»

(Lαngeur d'αmour)
Ίσως γι' αυτό ακριβώς ένα φιλί δεν είναι μόνο μια μετάληψη:
«Κι είναι τα χειλάκια του
τόσο μελωμένα,
και χρυσό ροδόσταμο
στάζουνε για μένα.

Μες στο δισκοπότηρο,
το δροσάτο εκείνο,
τη γλυκιά μετάληψη
των χειλών του πίνω».

- όπως ομολογεί ο ποιητής σε ένα άτιτλο ποίημά του, γραμμένο το 1908 - αλλά και μια τυραννία:
«Όμως εκείνο το φιλί που δώσαμε σα φίλοι,
μας τυραννεί τα χείλη:
το 'χω για καταδίκη μου και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου»

(Γράμμα)
Με τα ποιήματα αυτά θα ασχοληθούμε ξανά παρακάτω. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι το στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι εκείνο της - δίχως μέτρο - ηττοπάθειας:
«Στην αγάπη ενός παιδιού,
όλα μου τα δίνω...»



όπως αναφέρει ο ποιητής στο άτιτλο ποίημά του - που μόλις μνημονεύσαμε. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα ποιήματα, καθώς επίσης και τα περισσότερα από τα ερωτικά, είναι γραμμένα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
II. Η αναφορά του Λαπαθιώτη στα μυστήρια της ερωτικής κατάκλισης δύο προσώπων περιορίζεται στη μνεία αυτών των εκδηλώσεων - τα φιλιά δηλαδή και τα αγκαλιάσματα που ανταλλάσουν οι εραστές μεταξύ τους, χωρίς να προχωρά περισσότερο' τουλάχιστον σ' αυτό το μέρος της ποίησής του, γιατί υπάρχουν και ανέκδοτα σατιρικά στιχουργήματά του, τα οποία χαρακτηρίζονται από ελευθεροστομία. Ο πιο «τολμηρός» του στίχος που συναντήσαμε είναι αυτός - από το τρίτο κομμάτι του ποιήματος, Χαρωπά τραγουδάκια:
«Πλέξε μου τα χεράκια σου τριγύρω από τη μέση...
Αχ! πως μ' αρέσει απάνω μου να πέφτεις, πως μ' αρέσει!»

ή μια παραλλαγή από το ποίημα, Ερωτική νύχτα:
«'Ελα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο...»
Στο ίδιο ποίημα γίνεται λόγος - μερικές νύξεις μονάχα - για τον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του απέναντι στη συγκεκριμένη σχέση, τις οποίες και θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιo.
Μια ερωτική σχέση - βέβαια - δεν περιορίζεται στην ευπράγματη άσκησή της μέσα στην κάμαρα. Με το ποίημά του, Τ' απλό παιδί που εγώ αγαπώ - μεταφερόμαστε αφ' ενός μεν στο δρόμο, αφ’ ετέρου δε σ' ένα άλλο επίπεδο της ερωτικής σχέσης εκείνο της αγάπης. Εδώ ο ποιητής αναπτύσσει το θέμα της ερωτικής γοητείας, που μπορεί να ασκήσει ένας άνθρωπος πάνω σε κάποιον άλλο, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν ως προς την καταγωγή και τους τρόπους τους:
«Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
μα είναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν' απαντηθεί...»

γιατί ο νεαρός σύντροφός του ούτε πολλά γράμματα γνωρίζει, ούτε κυκλοφορεί στα σαλόνια - επιδεικνύοντας τα λούσα και περιφέροντας την ματαιοδοξία του:
«μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά...»

Στο ποίημα, Σαββατόβραδα - όπου ο Λαπαθιώτης αναφέρεται στις νυχτερινές περιπλανήσεις του - γίνεται περισσότερο σαφής:
«Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ' αργά βλαμάκια, που απ' το γέρμα
ως τα βαθιά-βαθιά μεσάνυχτα,
παν έρμα
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες... »

Ο νεαρός - άλλωστε - που ενημερώνει «τ' απλό παιδί» που αγαπά ο ποιητής, δεν διαμαρτύρεται, ούτε βαρυγκομά, καθώς βλέπει τα λούσα των άλλων, τα οποία ο ίδιος στερείται, αλλά:
«τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί»

Αυτή η σεμνότητα και ταπεινότητα, αυτό το φωτεινό χαμόγελο, αποτελούν τον πραγματικό πλούτο που προσφέρει ο έρωτας - τις αιώνιες αξίες του.
*
Εκτός από το ποίημα αυτό, υπάρχουν κι άλλα στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για την αγάπη, όπως το δεύτερο μέρος από το ποίημά του, Αποχαιρετιστήριο:
«Το βράδι που σ' αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι.
τα φύλλα μόλις πρόβαλλαν απάνω στα κλαριά...»

ή το, Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα, όπου ο Λαπαθιώτης - αφού πρώτα αναφερθεί στο εφήμερο των καταστάσεων και των πραγμάτων γράφει:
«Γι' αυτό, στο λέω, να μ' αγαπάς, όπου βρεθείς κι όπου να πας,
κι η τωρινή μας η στοργή πάντα πιστή να μένει,
γιατί το βράδυ θ' απλωθεί - κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ που παν οι πεθαμένοι».



Φαίνεται πως για τον ποιητή, η αγάπη ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη κατάσταση, μια παραδείσια ευδαιμονία. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει σ' ένα κείμενο ως «το ολοκλήρωμα του όντος» O Δικταίος άλλωστε είναι εκείνος που ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή μερικές σημειώσεις που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του, καθώς επίσης και μιαν ακροστιχίδα στο ποίημα του, Ερωτικό, όπου ο Λαπαθιώτης διαιώνισε το όνομα του αγαπημένου του. Εντοπίσαμε κι εμείς την ύπαρξη μιας άλλης, σ' ένα άτιτλο ποίημα του, γραμμένο το 1908:
«Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου, κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσα από το γλυκόλαλο χειλάκι σου, ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει...
Μακρυά σου εσύ τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες κι ολογάλανες τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους, είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη.
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου, σαν ίσκιος, μ' ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάμματα.. η νύχτα, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα, σιμά σου μοναχά κι είναι ωραία για μένα! »

Η αγάπη επίσης μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο ποιητή, όπως γράφει το 1934 στο ποίημά του, Θα φύγω πάλι:
«... Γιατί στο τέλος τίποτα - στ' αλήθεια - δεν υπάρχει,
κι όλα τα πλάθει το μυαλό κι η νύχτα τα 'χει φέρει.
Μπορεί και συ, σα φάντασμα, να πέρασες - ποιός ξέρει!
κι αν ήσουν Λάουρα μια φορά - κι ας μ' έκανες Πετράρχη».

Και όχι μόνον αυτό, αλλά η αγάπη μπορεί να σταματήσει ακόμα και τον θάνατο, όταν ο τελευταίος χτυπά την πόρτα δυο ερωτευμένων:
«"…'Ελα γλυκειά λαχτάρα μου, έλα μαζί να πάμε
. . . . . . . . . . .
Έλα... και μόλις μας ιδή
πιασμένους απ' τη μέση,
θε να δακρύσει ο θάνατος,
και θα μας συμπονέσει».

III. Διαβάζοντας όμως μερικά ακόμα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, διαπιστώνουμε ότι και αυτά έχουν αρχίσει να προσβάλλονται σιγά-σιγά, από εκείνο το «θανατερό σπέρμα» που αναφέρει ο Τάκης Παπατζώνης:
«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,
μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή'
μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί'
θέλω να φεύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος...»

(Απαυδημός)
Γιατί, αν και ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή έναν ολόκληρο κόσμο, η διάρκειά του είναι - συνήθως - πολύ σύντομη, επειδή δεν ξεφεύγει κι αυτός από τις φευγαλέες και εφήμερες καταστάσεις πραγμάτων:
«ο παλιός μας ο Έρωτας, με τα βάσανά του,
ο καλός μας ο Έρωτας, ήταν του θανάτου
. . . . . . . . . . .
Μα όπως όλα μας περνούν, και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα που κι αυτός άρχισε να λυώνει...»

(Μικρό τραγούδι)
Ο ερωτευμένος, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό και την ικανοποίηση των βαθύτερων αισθημάτων του, μετά τον αισθησιασμό και την πλήρωση - ίσως και τον κορεσμό - της ηδονής, αντιλαμβάνεται ότι το ευχάριστο και φωτεινό διάλειμμα που - μόλις - έζησε, ήταν μια μικρή παρένθεση - έτοιμη πια να κλείσει. Και όπως αναφέρει ο Λαπαθιώτης στο ποίημα, Απαυδημός, ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από τα πλοκάμια του έρωτα:
«Θέλω και πάλι να χαθώ στην πρώτη μου σιωπή,
να μη θεωρώ, να μη θεωρώ τι γίνεται τριγύρω'
να λησμονήσω ως και χαρά κι αγάπη τι θα πει'

θέλω στην πρώτη μου ξανά την χίμαιρα να γείρω,
έτσι όπως ήρθα ξένοιαστος, τρελλό παιδί του δρόμου
Και να χαθώ σφυρίζοντας μες στ' άστρα τ' όνειρό μου».

*
Οι εραστές, αφού πρώτα έχουν τελέσει τα μυστήρια μέσα στην κλειστή και μισοφωτισμένη κάμαρα - κι έχουν απολαύσει και το φως, νυχτερινό ή ημερήσιο, του δρόμου, μεταφέρονται πάλι σ' έναν άλλο κλειστό χώρο’ όχι ιδιωτικό, αλλά δημόσιο: σε μια ταβέρνα. Εδώ σε μια κρίσιμη στιγμή - και υπό την επίδραση του οινοπνεύματος - συνειδητοποιούν την ματαιότητα του ερωτικού αισθήματος. Το ποίημα του Λαπαθιώτη: Στο κέντρο το νυχτερινό, μας παρέχει ένα στιγμιότυπο αυτής της κατάστασης:
«Τώρα που παίζει το βιολί κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ' έναν έρωτα τρελλό σα να 'μαστε δεμένοι
σ' ένα συντρόφεμα ζεστό - βάνε ξανά να ζαλιστώ,
μες στ' όνειρο μου να κλειστώ - το μόνο που μου μένει.

Γιατί άμα λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ,
και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ' ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».

Ήδη, με αυτό το ποίημα, γίνεται λόγος για μια ερωτική σχέση που βρίσκεται στο τέλος της. Ο δεύτερος στίχος του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός.
Ο ερωτευμένος, όμως, - ακόμα και μετά από αυτήν την πικρή έκλαυση - εξακολουθεί να βαυκαλίζεται με την ιδέα πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, εξαιτίας της ανάμνησης του χαμένου παραδείσου στον οποίο μετείχε πριν από λίγο καιρό. Το δαιμόνιο του έρωτα δεν υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να τον κεντρίζει. Παρά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης και την ματαιότητα - με το ποίημα: Κι έτσι είναι κάπου μια ψυχή, ο ποιητής δηλώνει πως υπάρχει ελπίδα για μια νέα σχέση, μια καινούργια αρχή. Με τη διαφορά πως σ' αυτό το ποίημα εισέρχεται το μοτίβο της αποξένωσης, το οποίο ο Λαπαθιώτης θα αναπτύξει πληρέστερα σε μιαν άλλη σειρά ποιημάτων του. Εδώ ο ποιητής φαντάζεται και υποθετει ότι υπάρχει κάποιος που τους ενώνει ο αμοιβαίος πόθος - και ο οποίος τον περιμένει, αλλά ακόμα κι αυτή η ελπίδα έχει δηλητηριαστεί, γιατί μόλις φτάσει η στιγμή της περιπόθητης συνάντησης, τότε:
«δίπλα θ' αντιπεράσουμε και δεν θ' απαντηθούμε».
Το στοιχείο της αποξένωσης μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης δεν αποτελεί το μοναδικό μαρτύριο ενός ερωτευμένου. Επιπλέον υπάρχει και κάτι άλλο - μια καταδίκη την οποία κάθε ερωτευμένος αρχίζει να εκτίει μετά τον χωρισμό του από το αγαπημένο πρόσωπο: εκείνη της ανάμνησης.
«Θυμάσαι τις θολές νυχτιές, τα μαύρα μεσονύχτια,
που σ' έσερνα στου πόθου μου τα ολόγλυκα τα δίχτυα...»

γράφει ο Λαπαθιώτης σ' ένα άτιτλο ποίημα του 1909. Σ' ένα άλλο ποίημα, το Ένα τραγούδι μακρυνό, - ο ποιητής αναφέρεται σ' ένα πρωινό ξύπνημά του από ένα τραγούδι - απομακρυσμένο στην αρχή, αλλά η φωνή ολοένα και πλησιάζει στην κάμαρά του - με αποτέλεσμα:
«Κι έτσι όπως ξύπνησα - με μιας - μες απ' τον ύπνο το βαθύ,
σα μαγεμένος γύρισα στον ήχο το κεφάλι,
κι είπα πως ήταν η ψυχή κάποιου παιδιού που έχει χαθεί,
και με θυμόταν πάλι.

Την άκουγα μες στο στρατί-παθητικά να περπατεί,
και σαν εχάθη βάρυναν αργά τα βλέφαρά μου,
και δάκρυσαν τα μάτια μου, χωρίς να ξέρω το γιατί'
μπορεί κι απ' τη χαρά μου».

Άλλωστε η τυραννία αυτών των αναμνήσεων είναι εκείνη που οδηγεί τον ποιητή στα παλιά λημέρια του έρωτά του:
«Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει σκοτεινά μια μέρα του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του...».

IV. Γράφτηκαν πολλά για τα ήθη του Λαπαθιώτη, αλλά ελάχισtα για τα ήθη της εποχής του. Εκτός από την ιστορία που προκάλεσε το ποίημα του Stabat mater dolorosa, ας μνημονεύσουμε, δύο άλλα παρόμοια περιστατικά. Το πρώτο συμβαίνει το 1910, όταν ο ποιητής δημοσίευσε στο περιοδικό «Ανεμώνη» ένα αισθησιακό ποίημα' το «Κι έπινα μες από τα χείλη σου». Αμέσως, εκείνοι που ο Καβάφης χαρακτηρίζει ως «οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» ενοχλήθηκαν σφόδρα. Ο Γ. Τσοκόπουλος δημοσίευσε το κείμενο του «Οσκαρουαϊλδισμοί», ο Σπ. Μελάς το η «Σάρκα! Η Σάρκα!», καθώς επίσης και ένα άλλο κείμενο του Π. Δημητρακόπουλου. Οι δύο πρώτοι μάλιστα ζητούσαν και την επέμβαση του εισαγγελέα, προκειμένου να παταχθεί το κακό στη ρίζα του! ΟΛαπαθιώτης δεν ενοχλήθηκε καθόλου' αντίθετα έστελνε στον Μελά ειρωνικά σχόλια για τα δημοσιεύματά του. Μάλιστα όταν ο Μελάς συναντήθηκε με τον πατέρα του ποιητή και πήγε να του κάνει παράπονα για τον γιο του, λέγοντας: «Έναν έκανες...», ο στρατηγός Λαπαθιώτης τον διέκοψε -και πρόσθεσε: «Αλλά Ναπολέοντα!»
Το δεύτερο περιστατικό συνέβη το 1938, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Όταν στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του ποιητή, η οποία συνοδευόταν από το αυτόγραφο ποίημά του Επεισόδιο. Ξέσπασε πάλι σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο Λαπαθιώτης να στείλει στον διευθυντή του περιοδικού την ακόλουθη επιστολή:
«Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς – ή περίπου, ή και καθόλου έστω - αθώο παιγνίδι - οκτάστιχο (...) αποφασίζω, ν' αλλάξω τον τελευταίο και τον ένοχο στίχο του, έτσι ώστε - αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει - να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως. Λάβε λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ό,τι πρέπει να διαβαστεί έτσι:
«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ,
μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!»

Το αφιέρωμα του Τάκη Σπετσιώτη για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από την εκπομπή "Εποχές και συγγραφείς" εδώ