Βρέθηκα στη Ρυέλ των Κοκκιγιάρων Γενάρη μήνα με τα κρύα. Ότι είχε μπει το 1463… Πάντα μου άρεσε η ρημάδα η περιπλάνηση, κι ας φώναζε η μάνα μου γιατί ξεπόρτιζα από μικρός, κι ας μ’ έδερνε ο πατέρας μου και μ’ έσερνε ξυπόλυτο στο σταύλο ώσπου να ξημερώσει… Ήταν η αίσθηση φυγής που θρόνιαζε στις φλέβες μου και μ’ έσπρωχνε στο πέρα βήμα… Έτσι! Για μια ονειρεμένη απόδραση! Για μια ακόμα μαγεμένη οδοιπορία στη γη ενός ονείρου. Το ‘βαλα έτσι μια νυχτιά στα πόδια και την έκανα. Το έσκασα απ’ το σπίτι! Και μ’ έψαχνε όλη η γειτονιά, του κύρη οι αφεντάδες, οι παραμάνες της Ανζέρ και οι μοναχοί της εκκλησιάς του Σαιν Μπενουά… Πίσω από τότε δεν ξαναγύρισα! Κι έτσι όρισα τη μοίρα με τα πόδια… Ρίχτηκα στο φευγιό και όργωνα χωράφια και αγρούς. Λιμάνια άφηνα κι έπιανα, ζητιάνους μέθαγα, ορμήνευα περαστικούς και τα χαρτιά μου κένταγα και κέρναγα… χαρές, καημούς και ζόρια. Ήτανε πρόκληση να ταξιδεύω συχνά με τα πόδια, από χώρα σε χώρα, πόλη σε πόλη, δρόμο σε δρόμο, χρόνο σε χρόνο…
Χτες βράδυ έβρεξε πολύ. Έπρεπε να χω προμαντέψει! Σαν έτοιμος από καιρό… θα ‘πρεπε να χω τον καιρό ζυγιάσει. Να ‘χω αράξει κάπου ζεστά. Θα ‘πρεπε να μην έχει βρέξει! Τα ρούχα μου με σέρνανε μισοβρεγμένα. Κάποιο ενοχικό κενό μου σφράγιζε τα βήματα. Μια μυρωδιά απεχθής μου φόρτωνε εγκλήματα! Καθώς περνούσα από μια λασπωμένη αυλακιά σε μια λοξή σχισμή της rue de la pauvresse, κοίταξα μέσα το είδωλό μου. Ήμουνα ένας κουρελής βρώμικος φοιτητάκος, απένταρος, πολύ χλωμός που έψαχνε εναγωνίως μία γωνιά να βρει να ζεσταθεί. Πόσο με είχε αλλάξει η περιπλάνηση παρατηρώντας…!
Εκστατικά αφηρημένος κι ολοκληρωτικά αφημένος στη λεπτή αίσθηση της περιστροφικής ματιάς, με σπρώξανε τα γέλια κι οι χαρές κάποιων ομοίων μου θαρρώ, στην ταβέρνα της Κουκουνάρας. Έτσι μου φάνηκε έγραφε η ταμπέλα. Μια ανισόρροπη ταμπέλα, παλιά και ολότελα φθαρμένη από του χρόνου τις βροχές… Μοιάζανε τόσο τούτα τα γράμματα με δάκρυα! Δύσκολα τα ξεχώριζε κανείς…La Taverne… Κάποιος αρτίστας ανορθόγραφος εκείνου του καιρού! Ακούστηκε μια γυναικεία τσιρίδα! Κι ύστερα κάτι γέλια εκστατικά. Γέλασα ειρωνικά στη φύση μου κι εγώ και μ’ έσπρωξα εκεί μέσα. Κάθισα με τα φιλαράκια μου και μέθυσα στιγμές μας. Γεύτηκα το κρασί των στεναγμών και το φιλί των γυναικών. Έφυγα νικημένος, νωχελικά παραδομένος στο παραμιλητό της διαδρομής… Της μνήμης, της ενόρασης! Μια πρόποση! Σ’ ότι απαγορευτικό και κολασμένο! Επαναστατικό… μα πάνω απ’ όλα αληθινό! Έτσι ήτανε και η ζωή του φίλου μου, του Francois Villon! Μονάχα ένα βλέμμα.. και γίναμε αμέσως αδέρφια. Το βλέμμα της κρεμάλας! Χαχα! Καθίσαμε παρέα εκείνο το βράδυ και πνίγαμε τις μνήμες μας μες το κρασί και μες στα μάτια των θυτών μας που μας κερνάγανε φιλιά, κρασιά, πνιχτά γέλια και δάκρυα… Συνήθειες των καταραμένων συγγενών!
«Γεννήθηκα καλοκαίρι του 1431, φίλε μου σε κάποια βρωμογειτονιά του Παρισιού. Ντε Μονκορμπιέ ή Ντε Λόζ το γένος. Ποιόν μου ‘ταξε ο Θεός πατέρα δεν πρόλαβα να δω. Νωρίς μας άφησε για μέρη χλοερά. Κι η δόλια μάνα με μεγάλωσε μονάχη της ως τα εφτά μου χρόνια. Θυμάμαι δύσκολοι καιροί και τότε στο Παρίσι… Εμφύλιος, αγγλική κατοχή, πείνα, στερήσεις, συμφορές, θανατερές επιδημίες… Μια σωστή κόλαση. Έτσι το πήρε απόφαση και μ’ άφησε πεσκέσι στον εφημέριο της εκκλησιάς του Σαίν Μπενουά λε Μπιεντουρνέ, μαίτρ Γκιγιώμ Ντε Βιγιόν! Υπήρξε μέντορας σωστός, καλόκαρδος και στοργικός. Πατέρας δίχως άλλο. Με στέγασε, με τάιζε, με μόρφωσε… Πήγε και μ’ έγραψε και στο Πανεπιστήμιο όταν έγινα δώδεκα χρονών. Κι εγώ.. στ’ αλήθεια ήθελα τόσο να φανώ άξιος της μεγάλης του αγάπης, γιατί ο μαιτρ Γκιγιώμ… δεν ήτανε καθόλου τυχαίος! Ήταν Διδάχτορας του Πανεπιστημίου της Μεγάλης Αδελφότητας των Αστών, χωροδεσπότης του Μαλαί-λε-Ρουά και ανώτατος δικαστής της περιοχής που εξουσίαζε, εκκλησιαστικός επίτροπος της κοινότητας των κληρικών του Σαιν Μπενουά. Έτσι στα 21 μου, κατάφερα και πήρα το δίπλωμά μου με τίτλο «Δάσκαλος των τεχνών» (Maitre des Arts). Συνέχισα για Νομική…, όμως το έσκαγα συχνά από τα μαθήματα και μεγάλες τύψεις φώλιαζαν μέσα μου! Και ναι! Τολμώ να το πω! Γιατί τα αγαπούσα βλέπεις… Είναι που είχα σοβαρές δουλειές με τους συντρόφους μου, πέρα προς τη λατινική συνοικία (Quartier Latin). Μάχες με τους ανθρώπους της βασιλικής εξουσίας και της αστυνομίας. Μάχες κωμικοτραγικές, μάχες που στήναν’ φάρσες και διαολιές απίστευτες! Χαχαχα! Κλέβαμε τα σιδερένια οικόσημα που στόλιζαν τα περισσότερα σπίτια του Παρισιού, αρπάζαμε τα τσιγκέλια των χασάπηδων του βουνού της Αγίας Γενεβιέβης, σπαθιά… κι ότι μπορείς να φανταστείς.
Το Μάη του 1453 μας χτύπησαν του Σατελέ οι βασανιστές και οι άγριοι χωροφύλακες με επικεφαλή τον πρεβότο του Παρισιού Ρομπέρ ντ’ Ετουτεβίλ. Μας πήραν πίσω το οπλοστάσιο οι καταραμένοι! Ε, μ’ αυτά και μ’ εκείνα… παράτησα τις μίζερες σπουδές μου… Καλύτερα περνούσα με τα φιλαράκια μου. Τα «ξέγνοιαστα παιδιά» (Les enfants sans souci) μας έλεγαν! Μποέμικη φιλολογική αλητεία στα μάτια των άλλων. Κακοποιοί και φαύλοι, κλέφτες και πόρνες, ψεύτες και λωποδύτες.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΔΙΔΑΧΗΣ
Γιατί είτε αγύρτες είστε είτε αγιογδύτες,
Απατεώνες στα ζάρια ή στα χαρτιά
Ή κιβδηλοποιοί ή λωποδύτες,
Θα πεθάνετε απάνου στη φωτιά
Σαν άθεοι, σαν προδότες. Μα ή κλεψιά
Κάμετε ή καμιάν άλλην ατιμία,
Πού πάνε τα όσα βγάνετε λεφτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
Κι αν είσαστε ποιητάδες, καμποτίνοι,
Κι αν ζείτε σα λωλοί μ’ αδιαντροπιά,
Κι αν είστε οργανοπαίχτες, θεατρίνοι,
Κι αν γυρίζετε χώρες και χωριά
Και φάρσες παίζετε ή έργα σοβαρά,
Κι αν κερδάτε στον τζόγο μ’ ευκολία,
Για πέστε, πού ξοδεύονται ολ’ αυτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
Απ’ τις βρωμιές αυτές αλάργου ζήστε,
Θρέψετε άλογα κι άλλα ζωντανά,
Αμπέλια και χωράφια καλλιεργήστε,
Κι αν γράμματα δεν ξέρετε, λεφτά
Θα κερδίστε αν δουλέφτε με καρδιά.
Μα όσο βαριά κι αν κάνετε αγγαρεία,
Πού πάν’ και κόποι και δουλευτικά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
Παπούτσια, ρόμπες κι άλλα ρουχικά
Καινούρια, δίχως λύπηση καμία,
Πουλάτε τα και φέρτε τα λεφτά
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Κανείς δεν μας ήξερε… Κανείς… Μονάχα ότι έβλεπαν.. Ότι ήθελαν να δούνε… Η βολεμένη μπουρζουαζία, οι υποκριτές κληρικοί, οι ελεήμονες αστοί, εκμεταλλευτές. Στο διάολο! Με λέγανε ευκολόπιστο και ευκολοεπηρρέαστο, με αδύνατη πυγμή. Μπούρδες! Εγώ έβλεπα περισσότερα…
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ (απόσπασμα)
Νιώθω απ’ το ράσο κάθε κληρικό,
Νιώθω κάθε ζακέτα απ’ το γιακά,
Νιώθω το δούλο απ’ τον αφεντικό,
Νιώθω απ’ τον πέπλο κάθε καλόγρια,
Νιώθω τον αγιογδύτη απ’ τη ζαριά,
Νιώθω γελοία κορμιά καλοθρεμμένα,
Νιώθω κάθε κρασί απ’ τα βουτσιά,
Νιώθω το καθετί, όξ’ από μένα
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Τους έφταιγαν οι σύντροφοι Κολέν ντε Καγές και Ρενιέ ντε Μοντενύ και τους σύρανε στην κρεμάλα. Οι ευγενείς δήμιοι που προσεχτικά τραβούν σχοινί. Οι ευγενείς αστοί που προσεχτικά καταγγέλλουν. Οι ευγενείς χωροφύλακες που προσεχτικά προστατεύουν. Κι εμείς… Τα ευγενικά μιάσματα! Στην υγειά των υπονόμων, mon frère! Και να θυμάσαι…
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ (απόσπασμα)
Όσο πάει στη βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι.
Τόσο η γίδα κακοπέφτει, όσο πιο βαθιά σκαλίζει.
Όσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει.
Όσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει.
Όσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ο κόσμος σε μανίζει.
Όσο πιο πολύ αλαργεύεις, τόσο κι οι άλλοι σε ξεχνούνε.
Όσο ένας εχτιμιέται, τόσο και μονάχ' αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο αργά θα 'ρθούνε.
Όση αξία σου δίνει η φήμη, η αξία σου δε στη δίνει.
Όποιος όλο λέει και λέει, να ξελέει γλήγορα αρχίζει.
Όσο πιο εύκολα ένας τάζει, τόσο πιο δύσκολα δίνει.
Όπου κάτι όλο γυρεύει, δε θ’ αργήσει να τ’ ορίζει.
Τόσο πεθυμάμε κάτι, όσο πιο ακριβά κοστίζει,
Όσοι επίμονα το θέλουν, στο φινάλε τ’ αποχτούνε.
Όσο πιο πολύ κοινό είναι, τόσο και πιο λίγο αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθουνε.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Γιατί γελάς; Μ’ αυτά τα χάλια; Είχαμε κι άλλα… Πολλά κι οδυνηρά! Κακοτυχίας μερίδιο μου φύλαξε κι ο έρωτας αγαπητέ! Γυναίκες! Αυτή που με σημάδεψε λεγόταν Κατερίνα! Κα-τε-ρί-να –ντε- Βωσ-σέλ! Πάντα μου άρεσε να προφέρω αργά το όνομά της. Μου έδινε την αίσθηση… μίας αργής και παρατεταμένης εμφάνισης της θεότητάς της, πρώτα στη μνήμη κι ύστερα αόρατα στο σκηνικό του ιδανικού μου παραδείσου. Στην αγκαλιά της! Εκείνη, η άσπλαχνη μοιραία, διασκέδαζε με τον πόνο μου! Κι εγώ τον έπνιγα στα καπηλειά και στα πορνεία! Καλά της σκάρωσα κι εγώ εκείνο το πειραχτικό τραγούδι.. κι ας με σπάσανε μετά στο ξύλο! χαχα! La belle femme sans merci! Καλά να πάθω να ερωτεύομαι ωραίες γειτονοπούλες!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ… (απόσπασμα)
Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις,
Γλυκιά υποκρίτρα με καρδιά σκληρή,
Αγάπη που σαν πέτρα δε λυγίζεις,
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
Που την καρδιά μου θες να δεις νεκρή,
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις,
Ανήλεη! Δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
Αντίς απελπισία χαρά να φέρνεις;
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Ύστερα ήρθε στη ζωή μου η Μαργκό! Τη γνώρισα σε ένα απ’ αυτά… τα πολυσύχναστα μπορντέλα που περνούσα τον καιρό… Ταιριάξαμε αμέσως με τη χοντρή μου γυναικούλα! Εγώ ασχημούλης και δειλός, απένταρος και βρώμικος, κακοντυμένος ποιητής! Εκείνη γεματούλα κι ορφανή, σιχαμερή και αφελής... Μια ξεπεσμένη πόρνη! Αρκούσε για να γίνουμε ζευγάρι επίσημο εμείς!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΡΓΚΟ (απόσπασμα)
Βρέχει χιονίζει, έχω τη σούπα μου ζεστή.
Σ’ εμέ τον πόρνο αρέσει η πόρνη. Οι δυο μαζί
Άξια ταιριάζουμε, σαν κώλος με βρακί.
Κακό ποντίκι για τη γάτα την κακιά.
Τη βρώμα θέλουμε κι η βρώμα μας ποθεί.
Φεύγουμε τη τιμή, μακριά μας πάει κι αυτή,
Μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Όμως κατέληξα να λέω φιλοσοφώντας, φίλε… «Απ’ όλων τω λογιώνε τις κυράδες, μακάριος όποιος δεν έχει καμιά!»
ΔΙΠΛΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ (απόσπασμα)
Κι αν αγαπείστε δίχως χορτασμό,
Γλεντήσετε ή πηδήξτε απάνου-κάτου,
Κανένας όφελος, μόνο το ξερό
Κεφάλι σας θα σπάστε. Τα μυαλά του
Χάνει ο που ερωτευτεί. Για τη κυρά του
Είδωλα ο Σολομώντας προσκυνά
Κι ο Σαμψών γι’ άλλη χάνει τα γυαλιά του.
Μακάριος όποιος δεν έχει καμιά!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Τι τα θες; Πάντα έμπλεκα! Κι αν δεν ήταν οι γυναίκες ο τύραννος, ήταν εκείνες οι γνωστές φασαρίες…! Όπως τότε.. Ιούνης του 1455, που με προκάλεσε σε καυγά, ο παπά Φίλιππος Σερμουάζ, αιτία γυναικοδουλειά και πάλι! Ναι! Έγινε αιματοκύλισμα. Χαχα! Εγώ τους ξέφυγα! Εκείνος πέθανε μετά από μια βδομάδα στο νοσοκομείο Hotel Dieu. Ας αναπαύεται ο καημένος εν ειρήνη! Βλέπεις, με συγχώρεσε πριν πεθάνει και δεν ζήτησε να διωχθώ. Καλή του ώρα! Σωστός χριστιανός! Που πήγα μετά τη συμπλοκή…, ούτε που θυμάμαι! Είχα μονάχα γράψει δύο αιτήσεις για να μου δώσουν χάρη για το φονικό. Τη μια την έστειλα στη Μεγάλη Καγκελαρία… ως Φρανσουά Ντε Μονκορμπιέ και την άλλη στο Μεγάλο Συμβούλιο ως μαίτρ Φρανσουά Ντε Λόζ, ο επιλεγόμενος Βιγιόν! Τι να ‘κανα mon cher ami; Έπρεπε να σκεφτώ πονηρά για να τη βγάλω καθαρή. Δεν παίζουμε με δαύτους! Απ’ το να στείλω πρώτα στη μία… να περιμένω και μετά στο άλλο…μπορεί τώρα να μέτραγα τα κυπαρίσσια! χαχα!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Στο γυρισμό απ’ τη μαύρη φυλακή
-που, από κουκί, η ζωή ήθελε μ’ αφήσει-
Αν μ’ εχτρεύεται η μοίρα βγάλτε κρίση
Απ’ τις αναποδιές που όλο μου στηεί.
Λέω πως αν ήταν δίκαιοι, λογικοί,
Ήσυχο πια είχε χρέος να μ’ αφήσει
Στο γυρισμό!
Μ’ αν θέλει με το ζόρι απ’ τη ζωή,
Καλά και σώνει, να με ξεκαμπίσει,
Ας δώσει ο Θεός γαλήνη ν’ αποχτήσει,
Σαν πάει κοντά του, η δόλια μου η ψυχή,
Στο γυρισμό!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Το Γενάρη του 1456 και οι δυο αιτήσεις έγιναν δεκτές και έτσι ξαναγύρισα στο Παρίσι. Τότε… έμπλεξα πάλι με τα φιλαράκια Κολέν ντε Καγές και Γκυ Ταμπερί σε περιπέτεια. Ήταν μεγάλη η χαρά της συνάντησης! Ήταν αδύνατο να μείνει στα κρασιά! Χαχα! Διαρρήξαμε το χρηματοκιβώτιο του παρεκκλησιού της Ναβάρρας και κλέψαμε ένα σεβαστό ποσό από χρυσά νομίσματα (500 χρυσά σκούδα) που ανήκαν στη Θεολογική σχολή κι είχαν εκεί κατατεθεί. Μάρτη του 1457 ανακαλύφθηκε η κλεψιά. Ο αναθεματισμένος ο Γκυ Ταμπερί τα κατέστρεψε όλα! Μεθυσμένος διηγήθηκε την υπόθεση σ’ ένα παπά που γνώρισε στην ταβέρνα! Έτσι δεν ξαναγύρισα στο Παρίσι. Θα ήταν τρέλα! Περιπλανήθηκα κι εγώ από επαρχία σε επαρχία, απένταρος και χασομέρης. Έτσι έγινα ένα με τους Κοκκιγιάρους. Έμαθα και τη γλώσσα τους, τη ζαργκόν και αλητεύαμε παρέα. La plus belle époque de ma vie! Κλέβαμε άλογα, παίζαμε ζάρια, ρίχναμε τράπουλες, διαρρηγνύαμε σπίτια κι είχαμε πόρνες αγαπητικιές. Έγραψα και μπαλάντες για εμάς. Στη γλώσσα μας! Συνθηματική κι ακατανόητη. Για λίγους και καλούς!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ
Κοκκιγιάρ, όπου στη Ρυέλ κοπροσκυλάτε,
Ορμηνεύω σας εγώ τραγουδιστά
Το πετσί σας απ’ τη φούρκα να φυλάτε
Μη σας έβρει του Κολέν η συφορά,
Που στη ρόδα του μαρτύριου μπροστά
Παρακάλαε να τον σώσουν, το φτωχό,
-Μα γι’ αυτόνε σωτηρία δεν είχε πια-
Ως που του ‘σπασεν ο μπόγιας το λαιμό.
Φορεσιές πρέπει ν’ αλλάζετε συχνά,
Μασκαρεύεστε απ’ τα νύχια ως την κορφή.
Στην τρεχάλα μην αφήνετε φαρδιά
Ν’ ανεμίζει τη ζακέτα σας, γιατί
Απ’ αυτή άρπαξαν το δόλιο Μοντινύ
Και τον στείλαν στην κρεμάλα, όπου σ’ αργκό
Παραμίλαγε απ’ τον τρόμο τον πολύ,
Ως που του ‘σπασεν ο μπόγιας το λαιμό.
Αγιογδύτες, τέλεια πια ξεσκολισμένοι
Να ψειρίζετε το χάχα πι και φι,
Στο φτερό τρακάρετέ τον ως διαβαίνει,
Μην τυχόν για μόνο κέρδος μια γερή
Αλυσίδα στο λαιμό σας περαστεί,
Απ’ αυτές οπού γερά κρατούν δετό
Το πουλί στον κήπο, ανάερα απ’ τη γη,
Ως που ο μπόγιας να του σπάσει το λαιμό.
Πρίγκιπές μου, από τη Ρυέλ μακριά φευγάτε
Και πεντάρα ας μην κρατάτε, ούτε κλεφτό.
Το κορμί σας μη στη φούρκα παρατάτε,
Γιατί ο μπόγιας θα σας σπάσει το λαιμό.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Ύστερα φτάνω στο Μπλουά, στο Δούκα Κάρολο της Ορλεάνης που ήταν κι αυτός ένας απ’ τους καλύτερους ποιητές της εποχής. Με φιλοξένησε στο παλάτι του έτσι καλόκαρδος που ήταν και με έγραψε και στον κατάλογο των μισθωτών ποιητάδων που συντηρούσε στην αυλή του. Εκεί έγραψα και μια μπαλάντα για το ποιητικό αγώνισμα που αγωνοθέτησε ο Δούκας. Κάθε της στίχος, μια αντίφαση. «Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος» ξεκινούσε…
Συνέχισα θυμάμαι λέγοντας…
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΑ
Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Φεύγοντας από ‘κει, τράβηξα κατά τη Μπούρζ. Εκεί δυο σύντροφοι, τ’ αδέρφια Περντριέ με κατηγόρησαν μ’ ένα σωρό συκοφαντίες απ’ τα γνωστά… στον αρχιεπίσκοπο των Μπούρζ. Για χάρη της κακοψυχίας και της κακογλωσσιάς τους έγραψα και μια μπαλάντα και πολύ το φχαριστηθηκα! Αυτή των φτονερών γλωσσών.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΤΟΝΕΡΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ
Σ' αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ' ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ' αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ' αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π' όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ' αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ' όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ' αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ' αίμα που το ξεραίνουνε σ' αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Όταν μετά έπεσε επιδημία, έφυγα πάλι… και πήγα στους Μουλέν. Εκεί με δέχτηκε φιλόφρονα στο αρχοντικό του ο Δούκας Ιωάννης του Β’ ντε Μπουρμπόν. Εκεί έμεινα για λίγο και μετά πήγα στο Ρουσιγιόν. Το Καλοκαίρι του 1460 μπήκα φυλακή για πράξη σοβαρή. Κοντεύανε να με καταδικάσουν σε θάνατο. Είναι που συνέπεσε η πανηγυρική είσοδος της Μαρίας της Ορλεάνης, μοναδικής κληρονόμου της πρωτεύουσας του Δουκάτου, στην Ορλεάνη. Και για το λόγο αυτό λευτερωθήκαμε όλοι οι φυλακισμένοι. Έτσι της έγραψα μια έμμετρη επιστολή για να την εξυμνήσω. Θα της χρωστώ ευγνωμοσύνη!
ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΛΕΑΝΗΣ (απόσπασμα)
Ω παινεμένη εσύ γονή,
Σταλμένη εδώ απ’ τον ουρανό,
Του ευγενικού Κρίνου στολή,
Δώρο του Ιησού μυριακριβό,
ΜΑΡΙΑ, τι όνομα γλυκό!
Χάρης πηγή, βρύση σπλαχνιάς,
Χρυσόραμά μου χαρωπό,
Που την ειρήνη μας κρατάς!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Το επόμενο Καλοκαίρι με ξανακλείσανε στη φυλακή. Συνηθισμένα μεγαλεία και πάλι περιμένανε τον povre Villon! Αυτή τη φορά στο Μεν-συρ-Λουάρ, στις φυλακές του επίσκοπου της Ορλεάνης Τιμπώ ντ’ Ωσσινύ. Κλεισμένος σε βαθύ σκοτάδι, έμοιαζε με πηγάδι το κελί μου. Μόνο νερό και ψωμί… Περίμενα το θάνατο.
“Είμαι ο Φρανσουά, πολύ τούτη η έγνοια με ταράζει,
Παιδί του Παρισιού κοντά απ’ την Ποντουάζη,
Σε λίγο απ’ το σκοινί που ο μπόγιας μου ετοιμάζει
Θα ιδεί ο λαιμός μου πόσο ο κώλος μου ζυγιάζει.”
Εκεί έγραψα και δυο μπαλάντες. Μια προς τα φιλαράκια μου για να με βγάλουν έξω…
ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ
Έλεος, έλεος για με το φουκαρά
Δείξετε, αδέρφια, φίλοι γκαρδιακοί!
Σε τάφο κείτομαι, όχι σ’ ισκιερά
Δάσια, σ’ αυτήν τη μαύρη φυλακή
Που η μοίρα μ’ έχει μ’ άδεια θεϊκή.
Κορίτσια, βλάμηδες, νιοί, γέροι, γριές,
Φορτσαδόροι, ακροβάτες, χορευτές,
Που πηδάτε με μπρίο κωμικό,
Λυγερόφωνοι εσείς τραγουδιστές,
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;
Ψάλτες π’ όλα τα ψέλνετε στραβά,
Αλήτες δίχως δυάρα τσακιστή,
Μάγκες που κάνετε όλο χωριστά,
Διανοούμενοι λίγο ή πολύ χαζοί,
Τρεχάτε, πριν ο χάρος τόνε βρει.
Σαν πεθάνει, εσείς πρόθυμοι ποιητές,
Θαν του φτιάξετε δεκάρικες ωδές.
Αγέρας, φως, δε βλέπουν το φτωχό,
Με βαριούς τοίχους του ‘καμαν φασκιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήσετε εδώ;
Στα χάλια ελάτε ιδέστε τον αυτά,
Αφέντες σπλαχνικοί κι ευγενικοί,
Που δεν είστε ρηγάδωνε γενιά,
Παρά τ’ αφέντη Θεού είσαστε γονή:
Τον έχουν σε νηστεία στανική,
Πληγιάσαν οι μασέλες του οι φτωχές
Αλέθοντας ψωμόφλουδες ξερές,
Και γρούζουν τα’ άντερά του απ’ το νερό
Που πίνει με χοντρές-χοντρές γουλιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;
Πρίγκιπες, χάρη με βασιλικές
Βούλες πετύχετέ μου, και τριχιές
Μ’ ένα καλάθι ρίχτε μου να βγω.
Κι οι χοίροι ακόμα τρέχουν μπουλουκιές,
Σαν ακούσουν συντρόφου των σκουξιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ’ αφήστε εδώ;
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
… και μια για μένα! Για το διάλογο της καρδιάς και του κορμιού μου. Μια μάχη! Εκείνο ευθύνεται που άφησε τα πάθη του να με κυριέψουν!
ΚΑΥΓΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ
-Τι ακούω; -Εγώ είμαι. -Ποιος εσύ; -Η καρδιά σου
Που κρέμεται από μια ψιλή κλωστή.
Έχασα θάρρος και χαρά, στοχάσου,
Σα σ’ είδα μόνο εκεί σε μια αγκωνή
Σα δαρμένο να κρύβεσαι σκυλί.
-Γιατί αυτό; -Για τις τρέλες σου νομίζω.
-Τι έχεις; -Άρχισα πια να βαριεστίζω.
-Παράτα με. –Γιατί; -Θέ να σκεφτώ.
-Μπά! Πότε; -Όταν πια δε θα παιδιαρίζω.
-Άλλο δε λέω. –Σκοτίστηκα κι εγώ.
-Τι σκέφτεσαι; -Πως έχω αξία. –Στάσου,
Τριάντα χρονώ είσαι. –Όσο μουλάρι ζει.
-Μα παιδιαρίζεις; -Όχι. –Τα μυαλά σου
Σου ‘στριψαν τότε. –Πότε; -Μια στιγμή.
Μύγα στο γάλα μέσα θα ‘χεις δει,
Τούτο άσπρο εκείνη μαύρη, ξεχωρίζω
Τη διαφορά. –Έτσι ε! –Να καυγαδίζω
Σα θες, και πάλι θα στα ξαναπώ.
-Χάθηκες! –Μη φοβάσαι, δεν ποδίζω.
-Άλλο δε λέω. –Σκοτίστηκα κι εγώ.
-Σε συμπονώ για την κακομοιριά σου.
Αν ήσουν κάνας άλαλος, μπορεί
Να ‘χες μια πρόφαση στην κατάντια σου,
Μα ή δε σου καίεται για ολ’ αυτά καρφί
Ή σαν πέτρα ειν’ η κούτρα σου ξερή
Ή στα χάλια που τώρα σ’ αντικρύζω
Θες να ζεις! Αποκρίσου μου, σ’ ορκίζω.
-Σαν πεθάνω, απ’ αυτά θ’ απαλλαγώ.
-Ωραία τα λες! Σ’ ακούω και σαστίζω!
Άλλο δε λέω. -Σκοτίστηκα κι εγώ.
-Πούθε να ‘πεσε τούτη η συφορά σου;
-Ο Κρόνος μου την πόστιασε κι αυτή
Στο φόρτωμά μου. –Μπρε είσαι στα καλά σου;
Δεν του είσαι σκλάβος, κύρης του είσαι συ.
Άκου του Σολομώντα τη σοφή
Γραφή: «Σαν είμαι γνωστικός ορίζω
Τ’ αστέρια, κι όσα γράφουν κανονίζω.»
-Γω πιστεύω στης μοίρας το γραφτό.
-Τι είπες; -Τίποτα! Έτσι μου νομίζω.
-Άλλο δε λέω. –Σκοτίστηκα κι εγώ.
-Θέλεις να ζεις; -Γι’ αυτό στον Θεόν ελπίζω!
-Την τύψη, που ‘χεις χρεία, σου χαρίζω,
Σοφίας μελέτη αδιάκοπη σου ορίζω
Κι άσε τις τρέλες! –Θέ να το σκεφτώ.
-Μην το ξεχνάς! Στο νου μου τ’ ασφαλίζω.
-Γρήγορα πριν χαθείς, σου δίνω αβίζο.
Άλλο δε λέω. –Σκοτίστηκα κι εγώ.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Άξαφνα ένα πρωί στις 20 Οκτώβρη του 1461, με βγάλανε απ’ το κελί ελεύθερο! Πέρασε είπαν πρώτη φορά από το Μεν ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ο ΙΑ’ και σύμφωνα με το έθιμο, λευτέρωσε όλους τους φυλακισμένους. Ευχαριστίες και ευχές στη διαθήκη μου για ‘κείνον.
Τράβηξα αμέσως στο Παρίσι. Η χάρη που μου δόθηκε ύστερα από αίτησή μου, για την κλεψιά του κολεγίου της Ναβάρρας δεν είχε επικυρωθεί και μπήκα στο Παρίσι κρυφά. Έτσι γυρνώντας στα περίχωρα, συνέθεσα τη Διαθήκη μου, τέλη 1461 με αρχές 1462.
ΑΛΛΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ
Εδώ η διαθήκη τέλειωσε και κλεί
Του Φρανσουά Βιγιόν του φουκαρά.
Στην κηδεία του ελάτε, χριστιανοί,
Σαν χτυπήσει η καμπάνα θλιβερά.
Φορέστε άλικα ρούχα μοναχά:
Στου ερώτου τη φωτιά μαρτυρικό
Θάνατο ήβρε: τ’ ορκίστη στ’ αχαμνά,
Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
Και τον πιστεύω, μα το ναι, γιατί
Απ’ όλες τις αγάπες του σκληρά
Διώχτηκε σαν ψωριάρικο σκυλί.
Σε τόπο που δε βρέθηκε αγκαθιά
Ως με το Ρουσιγιόν, όπου γερά
Να μην κράτειε ξεσκλίδια απ’ το φτωχό
Βρακί του, το ‘πε ο ίδιος στα σωστά,
Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
Κι έτσι τα ‘φερε η μοίρα του η σκληρή,
Στο χαροπάλεμά του μοναχά
Μ’ ένα κουρέλι, ο δόλιος, να βρεθεί.
Κι ακόμα ο έρωτας να τον τυραννά
Μπήζοντάς του ολοένα πιο βαθιά
Το κοπίδι του το φαρμακερό:
Γι’ αυτό κι εμείς θαμάξαμε έτσι δα,
Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
Πρίγκηπα, πόχεις χάρη ευγενικιά,
Να τι έκαμε γι’ αποχαιρετισμό:
Ήπιε απ’ το μπρούσκο μια γερή ρουφιά,
Καθώς άφηνε γεια στον κόσμο αυτό.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Αν δεν ήταν ο πατερούλης όμως δεν θα ξεμπέρδευα ποτέ! Τουλάχιστον τότε… Είναι που ο προστάτης μου, παπά-Γκιγιώμ βοήθησε γι ακόμη μια φορά κι επικυρώθηκε η χάρη μου. Κι έτσι να ‘μαι και πάλι στο Παρίσι, στην καμαρούλα μου, στην Πόρτ Ρουζ! Βρήκα και πάλι τους συντρόφους μου… Τι ευτυχία! Αρκούσε για ένα φαύλο σαν εμέ. Έμοιαζε με ανάσταση… πνευματική, σωματική. Ελευθερία! Γι’ αυτούς συνέθεσα μπαλάντες σε γλώσσα ζαργκόν. Έπρεπε να τους πω δυο λόγια… Δικά μας… Καταλαβαίνεις, mon ami!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΖΑΡΓΚΟΝ
Χαζοί, στο λόγγο μείνετε κρυμμένοι,
Στη ρόδα μη σας κάμουνε κιμά.
Αγύρτες, φυλάχτείτε μη χαμένοι
Βγείτε απ’ αυτή σας την μπαγαποντιά,
Οι μπάτσοι δε σηκώνουν χωρατά,
Όποιος μανταλωθεί στη φυλακή,
Θα ‘χει ρεγάλο πάνω στη θηλιά
Τ’ αγκάλιασμα του μπάρμπα-παντρευτή.
Καμπόσοι Κοκκιγιάρ, με στραγγιγμένη
Για να μη ρέψουν ραχοκοκαλιά
-με ψέμματα κι απάτες παστωμένοι-
Και ξινίσουν στη φούρκα τη θωριά
Στον μπάλλο των κατάδικων, γερά
Παλέψαν. Κρατάτε όμοια ταχτική,
Μη ροσοπίλια βγάλετε βαριά.
Στ’ αγκάλιασμα του μπάρμπα-παντρευτή.
Όσοι στη γης πατάτε στεριωμένοι
Προσέχτε μη σας κλείσουν για καλά.
Ακούστε με: κανείς δεν περιμένει
Τη βίζιτα του Χάρου με χαρά.
Τέτοιο είν’ το τέλος που σας καρτερά
Που αν το σκεφτώ, μου κόβεται η χολή.
Κι η κοινωνία σας κάνει μπουναμά
Τ’ αγκάλιασμα του μπάρμπα-παντρευτή.
Βίβα Δαυίδ, ατσίδα στη ζαριά!
Ίσα κι εσύ κολέα πορτοφολά
Γιάννη! Απ’ τη γης κουρνιάζει εκεί ψηλά
Ίδιος με νυχτερίδα κρεμαστή
Ο τρυγητής που του ‘μελλε έτσι δα
ν’ αγκαλιαστεί απ’ τον μπάρμπα-παντρευτή
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Αρχές Νοέμβρη 1462, κλεισμένος πάλι βρέθηκα στις φυλακές του Σατελέ για κλεψιά. Η ενοχή μου δεν αποδείχτηκε. Έκανε ένσταση η θεολογική σχολή σχετική με την κλεψιά του κολεγίου της Ναβάρρας και με κράτησε και πάλι στη φυλακή. Ύστερα από λίγο αποφάσισαν να με αποφυλακίσουν, αφού με υποχρέωσαν να υποσχεθώ πως θα πληρώσω 120 σκούδα στη Σχολή μέσα σε τρία χρόνια. Για εγγυητές μπήκαν κάτι φίλοι μου και ο αγαθός μαίτρ, Γκιγιώμ ντε Βιγιόν. Δεν με εγκατέλειψε ποτέ! Ήμουν ο αδιόρθωτος προστατευόμενός του κι αυτός ήτανε πάντα εκεί για μένα. Με προσευχές και ενοχές, με τύψεις κι υποδείξεις, με απουσίες και παρουσίες στην πονεμένη μου ψυχή!
ΕΥΚΗ
Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ’ αυτόνε το συφοριασμένο,
Που ούτε ένα ρούπι γης, ούτε στρωμένο
Πλούσια τραπέζι απόχτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένεια ήταν σπανός,
Ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ’ του αιώνια ανάπαψη και φως.
Τον στείλαν στο μπουντρούμι στανικώς
Με μια κλωτσιά στον κώλο, συστημένο,
Κι ας φώναζε: «Εκκαλώ!», πετυχημένο
Δεν είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ’ του αιώνια ανάπαψη και φως.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Το Νοέμβρη του 1463, παρέα με τον Ρομπέρ Ντοζίς, τον Ροσέ Πισάρ και τον Υτέν ντε Μουτιέν μπλέξαμε και πάλι σε φασαρίες! Αδύνατο να απείχα! Αδύνατον να άλλαζα! Δεν βρίσκω καν το λόγο αγαπητέ! Περνώντας απ’ το γραφείο του μαίτρ Φρανσουά Φερεμπούκ, αρχιερατικού συμβολαιογράφου και βασιλικού επιτρόπου στην υπόθεση της κλεψιάς του κολεγίου της Ναβάρρας, ήρθαμε σε διαμάχη μαζί με τους γραφιάδες του. Ο σαματάς ξεσήκωσε τον συμβολαιογράφο μαιτρ Φερεμπούκ και κατέληξε μαχαιρωμένος από τον Ντοζίς, ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει. Όταν ο καυγάς σοβάρεψε, το ‘σκασα σιγά σιγά, με άρπαξε όμως το μάτι του άτιμου του Φερεμπούκ και μας κατέδωσε όλους στη Δικαιοσύνη. Πραγματική γκαντεμιά! Έτσι φυλακιστήκαμε στο Σατελέ και οι τρείς. Ήτανε σκούρα τα πράγματα! Πιο πολύ κι απ’ το μαύρο της νύχτας, αληθινά! Ο κακουργιοδίκης του Παρισιού, παρόλα τα ελαφρυντικά που είχα στην περίπτωση αυτή με καταδίκασε στην κρεμάλα, όντας αγανακτισμένος να με βλέπει διαρκώς να δικάζομαι για παρανομίες. Και με το δίκιο του δηλαδή! Χαχα! Έκανα έφεση κι εγώ της θανατικής μου καταδίκης στο Παρλαμέντο (Βουλή), ζητώντας χάρη χωρίς ελπίδα. Με μεταφέρανε στη φυλακή της Κονσιερζερί, όπου περίμενα την απόφαση του Παρλαμέντου. Εκεί κυριευμένος από την ιδέα του θανάτου, που τον ένιωθα πια τόσο κοντά μου, συνέθεσα την Μπαλάντα των Κρεμασμένων.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ
Άνθρωποι, αδέρφια, που ύστερα μας ζείτε,
Σκληρή για μας μην έχετε καρδιά.
Γιατί αν εμάς τους δόλιους σπλαχνιστείτε,
Πιότερη ο Θεός για σας θα ΄χει σπλαχνιά.
Πεντέξι εδώ κρεμιόμαστε κορμιά,
Κι η σάρκα μας,
Που πλούσια είχαμε θρέψει,
Φαγώθηκε μπουκιές, σάπια έχει ρέψει,
Κι ο σκελετός μας στάχτη θέ να πέσει.
Τα χάλια μας κανείς μην κοροϊδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Την ικεσία μας μην καταφρονείτε,
Αδέρφια, κι ας μας σκότωσε έτσι δα
Η δικαιοσύνη. Μόνο, αφού σκεφτείτε
Πως όλων τα μυαλά δεν είν’ σωστά,
Μ’ ήσυχη μεσιτέψετε καρδιά
Στης Παρθένας το Γιό να μη στερέψει
Τη χάρη του για μας και να μην πέψει
Τη φλόγα τ’ Άδη απάνου μας να πέσει.
Πεθάναμε, κανείς μη μας παιδέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Απ’ τις βροχές πλυμένους μας θωρείτε,
Μαύρους, ξερούς απ’ του ήλιου τη φωτιά,
Τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε
Φρύδια μας μείναν μήτε και μαλλιά.
Ανάπαψη δε βρίσκουμε καμιά:
Εδώθε, εκείθε, απ’ όπου ο άνεμος πνέψει
Στο κέφι του φριχτά θα μας χορέψει
Τσίμπιους σα δαχτυλήθρες. Να ξεπέσει
Στην παρέα μας κανείς σας μη γυρέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!».
Η ισχύς σου, αφέντη Ιησού, ας μας προστατέψει,
Ο Άδης λογαριασμούς μη μας σκαλέψει,
Στα νύχια του η ψυχή μας να μην πέσει.
Άνθρωποι, εδώ τ’ ανάμπαιγμα ας τελέψει,
Μονάχα πέστε: «Ο Θεός να τους σχωρέσει!
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Η έφεση έγινε δεκτή! Η θανατική μου ποινή είχε μετατραπεί σε εξορία για δέκα χρόνια έξω από την πόλη, την πρεβοτεία και την υποκομητεία του Παρισιού. Όλος χαρά υπέβαλλα στο Παρλαμέντο μια αίτηση σε φόρμα μπαλάντας, εκφράζοντας μ’ ένα σωρό επαίνους την ευγνωμοσύνη μου γιατί με γλίτωσαν από την κρεμάλα και ζήτησα τρεις μέρες ακόμα στο Παρίσι για να χαιρετήσω τους φίλους μου… Από σήμερα είσαι κι εσύ αγαπητέ μου ένας απ’ αυτούς!
Στην υγειά μας λοιπόν! In profundum malorum!»
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Σε κάθε ιερωμένο ή καλόγρια,
Σε φρόνιμους και σε παραλυμένους,
Σε ζητιάνους, τεμπέλικα κορμιά,
Σε ρουφιάνους, σε πόρνες που σφιγμένους
Μπούστους φορούν και φούστες, σε σβησμένους
Κορτάκηδες από έρωτα καημό,
Με φίνες στενές μπότες ποδεμένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
Σε κορίτσια που δείχνουν τα βυζιά
Για να ‘χουν πιο πολλούς προσκαλεσμένους,
Σε χήρες και κοπέλες για παντρειά,
Σε θεατρίνους και σε μασκαρεμένους
Παλιάτσους, σε ξενύχτες μεθυσμένους,
Σ’ αγύρτες που δετές απ’ το λαιμό
Σέρνουν μαϊμούδες, σε χρεωκοπημένους,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
Όξ’ από κείνα τ’ άτιμα σκυλιά,
Που μ’ έκαμαν να φάω μουχλιασμένα
Ψωμιά και να πιω βρώμικα νερά
-που τ’ άντερά μου είν’ απ’ αυτά αργασμένα-
Με πορδές θε να τα ‘χα φιλεμένα,
Τώρα όμως κάθουμαι και δεν μπορώ.
Δυνατά, μη μαλώσω με κανένα,
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
Ας τους λιανίσουν τα πλευρά, ένα-ένα,
Μ’ ένα μεγάλον κόπανο γερό
Ή με ματσούκια σιδεροδεμένα.
Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης)
Ο Φρανσουά, αναμφισβήτητα υπήρξε ο πρώτος αναρχικός ποιητής του μεσαίωνα. Τότε ο καιρός της ηθικής άφηνε το σημάδι του στις ανθρώπινες ψυχές με την κατηγορία της αμαρτίας για κάθε τι αληθινό κι έξω από τα καθιερωμένα στερεότυπα. Η υποκρισία από τους ίδιους τους φορείς της εξουσίας φαινόταν όχι μόνο υπό το φως του ηλίου αλλά και υπό αυτού του σκιερού σεληνόφωτος. Ποιο έγκλημα; Ποια αμαρτία; Ποια θρονιασμένη εξουσία, στο όνομα ποιάς ηθικής θα μπορούσε να καταδικάσει, ποιόν και τι; Τον ίδιο της τον εαυτό θα έπρεπε πάνω απ’ όλα! Ο Φρανσουά πέρασε δύσκολα. Δεν του ήρθε τίποτα εύκολο όσο έζησε. Είπε τα πράγματα ωμά, απλά, σε γλώσσα τραχιά κι ακατάστατη. Δεν τον ενδιέφερε η πομπώδης έκφραση, η ευγενική χρήση των λέξεων, ο στόμφος, οι κανόνες της «καλής ποίησης» όπως συνέβαινε με τον μεγάλο ποιητή του καιρού του δούκα Κάρολου της Ορλεάνης και τελευταίου ποιητή της φεουδαρχίας. Άλλωστε αυτός δεν ήταν υποκριτής. Ότι έγραψε, γροθιά στο στομάχι μιας κοινωνίας που έχει κάνει τη μάσκα της ένα με το πρόσωπό της. Μέσα του φωλιάζουν ευγενικά αισθήματα κι αυτό είναι που συγκινεί και προσηλώνει. Ο κυνισμός, ο αυτοσαρκασμός, η περιπαικτική διάθεση, η έξυπνη σάτιρα, η αυθόρμητη ευθυμία του, το ψυχικό σθένος να κάνει χιούμορ ακόμα και προ της κρεμάλας, όντας ο ίδιος στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, τον κάνουν άξιο θαυμασμού στα μάτια μας. Ο Βιγιόν, παιδί του λαού, υμνεί μέσα από τη γραφή του τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, γίνεται εικόνα του κόσμου και άμεσα μας καλεί στον κόσμο του για να καθρεφτιστούμε. Ας ψάξουμε στα λόγια την εικόνα μας λοιπόν!
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ FRANCOIS VILLON
Αφού γυρίζει ακόμα η γης, αφού το φως ξεκάθαρα λάμπει,
Λόρδε, βοηθείστε καθέναν απ' αυτούς που στερούνται.
Στον σοφό δώστε υγιές μυαλό, για τον δειλό χαρίστε εν' άλογο.
Ξοδέψτε στους ευτυχείς και παρακαλώ μη ξεχάσετε και με.
Ξέρω πως είστε ικανότερος όλων, πιστεύω στη σοφία σας,
όπως ο ετοιμοθάνατος στρατιώτης, πιστεύει πως θα ξαναζήσει στον παράδεισο.
Όπως κάθε αφτί ακούει και πιστεύει τις σιωπηλές σας κουβέντες,
όπως οι ίδιοι πιστεύουμε, μη ξέροντας τι δημιουργούμε.
(μτφρ. Κώστας Καρυωτάκης)
Δεν ξέρω πόση ώρα πίναμε και μιλάγαμε παρέα… Το επόμενο πρωί ξύπνησα σαν από όνειρο, έχοντας μια παράξενη αίσθηση που δεν προερχόταν από τη χθεσινή κραιπάλη… Σαν να με είχε διαπεράσει αερικό και να άφησε τα ίχνη του στη μνήμη μου. Ο Φρανσουά δεν με περίμενε. Είχε αναχωρήσει.. Κανείς δεν ήξερε για πού… Μάζεψα τα τελευταία λόγια του στο μνημονικό μου και συνέχισα… συνειδητά παραδομένος στο παραμιλητό της διαδρομής… Ιχνηλατώντας…