Το cantus firmus φιλοξενεί την ποιήτρια- στιχουργό Στέλλα Δούμου. Στην συνέντευξη που ακολουθεί η ποιήτρια μάς μιλάει για την ποίηση και την πράξη της δημιουργίας. Λέει χαρακτηριστικά: Ο ποιητής γράφει. Συμβαίνει. Ζει στο χώρο και το χρόνο του ποιήματός του. Βρίσκει τα « θρύψαλα της μέντας». Βιώνει του «σχήματος το ρίγος» και υφίσταται μοιραία και ανακουφιστικά τις «κράμπες της τελείωσης». Ο ποιητής εκεί αυτό-θανατώνεται για να αναστηθεί στο επόμενο έργο του ξανά και ξανά.
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ
Ο ουρανός γέμισε δαντέλες και κηλίδες.
Σημάδι πως κάτι θα ερχόταν. Μια μπόρα ίσως μια
αλλαγή.
Το ρολόι συστρεφόταν σαν φίδι
ακολουθώντας τη θάλασσα
που σάπιζε στην άκρη.
Τα πυροτεχνήματα φτιάχνανε ωραίες κουρτίνες
μπροστά από το μάτι
της κρυμμένης στην κάμαρα γυναίκας
που κάτι σημάδευε στο υφαντό
σκοτάδι ίσως και τελείες πουλιών.
Το πρόσωπο όλο προσευχή
δεν είχε στόμα.
Μια λύρα με επτά φωνές
θρύλησε στον αέρα
ενόσω μια ανεμώνη από αμμωνία
καθάριζε το επικείμενο τοπίο – που είχε διαφύγει της
προσοχής
εραστών εν ευθυμία.
Κάτι ερχόταν. Μια μπόρα ίσως μια αλλαγή.
Η νύχτα έδειξε τα δόντια της μα ευπρεπώς.
Κι ο κρόκος της σελήνης
υδραργυρικώς υποβάσταζε το σκοτάδι όταν
ένα χέρι τράβηξε το κορδόνι
της γέφυρας όλων αυτών
ένα σκυλί αλύχτησε κι ύστερα πέθανε σαν χελιδόνι
και η γνωμάτευση του ταριχευμένου γεωμέτρη ασαφής:
«Δεν ξέρω, παιδί μου, να διαβάζω τα ιώδη.
Και η λέξη Οδυσσέας μελανιάζει».
"ΧΑΜΗΛΕΣ ΟΚΤΑΒΕΣ"
O ΠΙΝΑΚΑΣ
Το σκηνικό είχε από καιρό στηθεί: το έρημο σπίτι, τα πει-
νασμένα δωμάτια και μια σκόνη εγκάθετη τραβούσε απ’
τα μαλλιά την ακαμψία των πεθαμένων επίπλων. Αίφνης ο
ξερόβηχας ενός πίνακα αιωρήθηκε. «Πώς κατορθώνεται οι
πινελιές να ρέουν, να μιλούν, να ανασαίνουν;»
Κοιτούσα με μάτια γυμνά την αυλή, που ήταν άμμος και
την πατούσα, και τη θάλασσα, που έτριζε ήρεμα, καθώς
άνεμος κανένας δεν κινούσε το δειλινό τοπίο, δεν το πα-
ράλλασσε και δεν το αιφνιδίαζε. Μια πολτώδης σιωπή. Η
γυναίκα κοιτούσε. Το φόρεμά της δροσερό, στο κίτρινο δο-
σμένο. Ένα κουκούλι που τη γεννούσε. Το θέαμα εξελίχθη-
κε: το πλάσμα, αυτό το δειλινό, στης θάλασσας την πρώτη
αγρύπνια, έμοιαζε να προσεύχεται, όταν απροσδόκητα πέ-
ρασε ένα φεγγάρι. Αιχμηρό.
Σχίστηκαν ήχοι
στης βεντάλιας της το ολόγραμμα,
μετακινήθηκαν βουνά και ο ορίζοντας
γυρίσανε τα συκώτια τ’ ουρανού
και μελάνιασε ο τόπος
καθώς γρυλίσαν μέσα της
τα μέγιστα της λύπης τα μυδράλια.
Και τότε πρόσεξα, το είδα καλά,
από τα μάτια της
από τα μάτια της
έβγαινε όλη αυτή η θάλασσα.
Όταν βγήκα στο δρόμο, χρόνια μετά, ήταν πρωί, ήταν
χειμώνας,
και είχα λερώσει τα ρούχα μου με κίτρινη
μπογιά.
Α, ναι…
κι έκλαιγε ένα πουλί σαν άνεμος.
"ΧΑΜΗΛΕΣ ΟΚΤΑΒΕΣ"
EΝΔΟΜΥΧΗ ΒΡΟΧΗ
Και γιατί ν’ αποστομώσεις τα σύννεφα;
Θέλεις να κλάψεις, κλάψε εαυτέ
αλλά χωρίς επιτήδευση, παρακαλώ.
Έτσι κι αλλιώς τη μεταξωτή διαλεκτική των νεφών
ούτε που ξέρεις να τη διαχειριστείς.
Το πολύ πολύ ν’ αυθαδιάσεις
καμώνοντας πως είσαι το λεπτό φτερό
μιας υδρόφιλης alaotra.*
Μα δεν θα πείσεις.
Δεν έχεις εκτίσει ποινές ουρανού
σαν μελανόμορφη βαρυποινίτισσα
ούτ’ έλιωσε στο στόμα σου
κανένας κεραυνός της προκοπής. Μόνο φοβέρες.
Δεν έχεις καν γλείψει τη γνώμη ενός βουνού
δεν έχουν σχιστεί τα χείλη σε κατάρτια
ούτε έχεις κλωσήσει τόνους νερού ανθηρού
μες σε φωλιές από αέρα
κι ύστερα φιλώντας το
να το μοιράζεις αλύπητα στα πεινασμένα ύψη.
Όχι, δεν μπορείς ν’ αποστομώσεις τα σύννεφα
και κυρίως δεν ξέρεις από θέατρο.
Κλάψε λοιπόν σαν άνθρωπος και μη με σκοτίζεις.
Εαυτέ.
* alaotra grebe: είδος πάπιας που τείνει να εξαφανιστεί.
"ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΟΙΛΑΔΕΣ"
ΑΚΕΨΙΜΑ ΚΙ ΑΕΙΘΑΛΑ
Μπουκέτα μυριόποδων κτιρίων
τεραγωνίζονται
μπερδεύοντας των άστρων τις πέρλες
και τις ελεύθερες ρίζες του αμφιβληστροειδούς.
Ο θεός τη νύχτα ομοιάζει παράγωνος.
Ζυμώνονται τότε υποδόρια
τ’ αλμυρά κουλουράκια της αγωνίας
βιάζοντας το αίνιγμα των κλειστών ματιών.
Ωριμάζουν προορισμοί εφευρίσκονται τόποι.
Κι όλα στάζουν καθρέπτες
που σημαίνει μετάληψη
σε χρόνο προσποίησης.
Α, είναι η αρμονία που τινάζει χρυσόμυγες
κι επικουρούνται οι ποιητές.
Μέσα στη φόδρα τους
λάμπουν ευαγγελισμοί.
Ακεψιμά κι Αειθαλά με βρήκε το κακό —
Αυτοθυσιάζονται όλοι οι παράγωνοι θεοί να βρει το ποίημα
ν’
ανασάνει.
Στο πρώτο κλάμα του ο ποιητής πεθαίνει.
"ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΟΙΛΑΔΕΣ"
ΣΤΡΑΤΗΓΗΜΑ
oι μαύρες μου λέξεις δεξιά
αριστερά οι λευκές
Η στρατηγική μου απλή: σε λευκή παγωμένη θάλασσα προ-
χωρούν
και γυρεύουν τι; Την ήττα ολόκληρη. Και μόλις πω
σοκολάτα, φεύγουν οι λέξεις
ακάλυπτες –σηκώνω αυτήν
τη σημαία για άλλοθι μόνο– και οι βασίλισσές μου,
χλω-
μές μα ύπουλες, χορεύουν πάντα πάνω σε χείλη από δαντέ-
λα και λεπίδα. Οι
στρατηγοί λοξοπηδούν στο δια ταύτα
και τ’ άλογα, όταν μυρίσουν τη λέξη
καθρέφτης, με φιλί
εμποδίζουν το έπακρο, καθώς η καρδιά ξεριζώνεται. Σε κί-
νηση
Γάμα πάντα υπόσχονται ελιγμό. Τα κόμματα κρατούν
την ανάσα της άνασσας μόνον
όταν πρέπει. Τελείες καρφώ-
νουν τα λάβαρα μέχρι που σκίζονται. Εφευρίσκονται
άλλα
– στο μεταξύ, συμμορίες πνευμάτων αφήνουν μοσχεύματα.
Κι αυτό είναι
ευλογία, αν με καταλαβαίνεις. Μπαλαρίνες-
στρατιώτες γλιστρούν στον τετράγωνο
πάγο, μέχρι που το
μονόπρακτο της Μούσας τελειώνει με κλάματα. Ψέματα
σου
είπαν. Πτώματα, Πύργοι ποτέ δεν υπήρξαν. Ούτε και
Βασιλιάς. Κανείς δεν
κυκλώνεται όσο ζει η σελήνη. Η βασί-
λισσα μόνον κεντρώνει τα μάτια του χρόνου,
κι όλα ξανα-
γυρίζουν στην αρχή.
Στη λευκή παγωμένη θάλασσα.
oι μαύρες μου λέξεις
δεξιά
αριστερά οι λευκές
"ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΟΙΛΑΔΕΣ"
ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟ ΡΙΓΟΣ
I
Είπες:
«Κουμπί κι ασήμι
σε μαύρη μπέρτα».
Τα είπες όλα εκτός
φεγγάρι.
Κι αυτό ήταν ασυγχώρητο.
Ύστερα σε πήρε η νύχτα και
σε πέρασε στην αλυσίδα που κρεμάει τους ποιητές.
Και δεν τους ξαναβλέπεις πια παρά μόνον
όταν στο στόμα έχει φυτρώσει ακέραιο το φεγγάρι
όταν τα μάτια είναι θυμωμένες πλέον παπαρούνες
κι έχουν στα πισινά τους την τρομερή του Κέρβερου τη
δαγκωνιά.
II
Το άγριο δαμάσκηνο της νύχτας κεντρώνεις
άυπνος φέγγεις στη σκήτη του καρπού.
Ο φθόγγος ιδρώνει
βουβό διχάζεται το φύκι του ποιήματος
όμως εσύ επίμονα το ξανακορδελιάζεις.
Της αυγής το λάδι ούτε που το εύχεσαι.
Σαν ξημερώνει έχεις πολλά ονόματα.
Στο εμβαδόν του σκοταδιού κανένα.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠ ΤΗΝ
ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΕΡΩΣ Α ΡΟΔΟ
ΑΡΟΔΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΕ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ
I
Αριστερά του χρόνου
η τρύπια ιστορία που απαλείφει τους εραστές:
Tο φεγγάρι στο δέκατο ψίθυρο.
Υπόγεια σάρκα στα όρια της θραύσης
αφηγείται κόκκινα ασλάνια.
Ύλη της επόμενης στιγμής πνοή μεταλλική
που λιώνει τα νεύρα της απουσίας.
Με φουσκωμένη κοιλιά έρχεται η νύχτα
και σέρνει μαζί της ορφανά όλο μύξα.
Τους παρατατικούς.
Mε μονοκόκαλους
χαιρετισμούς, Βαρβάρα
ΑΣΗΜΕΝΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Θα σε περιμένω εκεί.
Που δυο ουράνια τόξα θα κόβουν τις φλέβες τ’ ουρανού.
Εκεί θα σε περιμένω.
Να κρατάς κούπα να πιούμε
από τις δυο προδοσίες την πικρότερη.
Με ασημένιο κώδικα θα συνεννοηθούμε.
Έλα. Και θα μιλήσουμε κοφτά.
Σαν σφαγείς.
Και μόλις έρθει το ρούμι
θα γελάσουμε ο ένας φορώντας το σώμα του άλλου.
Μετά θ’ ανοίξουμε σεμνά τους τάφους μας.
Η πρώτη σας ποιητική συλλογή «Χαμηλές οκτάβες» βραβεύτηκε το 2012 στον φιλολογικό σύλλογο « Παρνασσός».
Πήρατε μέρος με το όνομα Ερμίνα
Μαυρομιχάλη. Πώς επηρεάζει μία νέα δημιουργό ένα βραβείο;
Σ.Δ:Ένα βραβείο μπορεί να λειτουργήσει ως μια θετική αναγνώριση,
ότι η συνθήκη της γραφής είναι καλή , η ποιητική πορεία, τέλος πάντων, του νέου
ποιητή είναι, ας πούμε, σε καλό δρόμο. Αλλά αποδίδει και ευθύνη. Την ευθύνη της
συνέχειας. Ναι, τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο,
του Φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», γεγονός που με εντυπωσίασε μεν είναι
αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα με έβαλε και στη διαδικασία να σκεφτώ πως το
βραβείο είναι μια λεπτή, εύθραυστη γραμμή. Δεν πρέπει να χάσεις το όριό
της και το λόγο ύπαρξής της. Είναι εκεί να σου θυμίζει τι οφείλεις ακόμα να
κάνεις. Για μένα λοιπόν, το βραβείο, είναι η θετική εκείνη αναγνώριση που
πρέπει να ωθεί τον νέο ποιητή στο να
αναπτύξει μια ποιητική συνέχεια αποδεσμευμένος από τη βράβευση. Σίγουρα πάντως
δεν είναι λόγος για φωνασκίες.
Σε πολλά ποιήματά σας συνομιλείτε με ποιητές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα δίνοντας μια άλλη εκδοχή στην εξέλιξη του ποιήματος. Δείγματος χάριν στο ποίημά σας Αυτός που δεν επέστρεφε γράφετε «Δεν ξέρω, παιδί μου, να διαβάζω τα ιώδη. Και η λέξη Οδυσσέας μελανιάζει». Ποια η γνώμη σας για την διακειμενικότητα;
Σ.Δ: Πράγματι, υπάρχουν στη συλλογή «Χαμηλές Οκτάβες»
ποιήματα στα οποία καταπιάνομαι με το μύθο, ιδίως τον Οδυσσειακό,
δίνοντας μια άλλη διάσταση στην εξέλιξή του, όπως λέτε. Συγκεκριμένα, ο μύθος
του Οδυσσέα, που μέλημά του είναι η μεγάλη επιστροφή, με ενεργοποιεί σκαλίζοντας το ασυνείδητο. Ίσως να το κάνω
γιατί πάντοτε με έτρωγε και μένα το σαράκι της επιστροφής στις ρίζες. Στον τόπο
καταγωγής, στους οικείους, στα πρόσωπα της νιότης, γιατί συνέβη να απομακρυνθώ από αυτά σε νεαρή ηλικία. Η λέξη Επιστροφή
υπάρχει σε πολλά από τα ποιήματά μου.
Μου αρέσει καμιά φορά να ανατρέχω
στο λογοτεχνικό παρελθόν, να πειράζω τον μύθο, να σκαλίζω την αθέατη
πλευρά, να δοκιμάζω μιαν άλλη εξέλιξη. Να τον δια-χρονίζω. Δεν επιλέγω συνειδητά να συνομιλήσω με άλλους ποιητές. Αν
συμβεί, συμβαίνει, χωρίς να το έχω επιδιώξει. Είναι μια αυθόρμητη διάθεση που
δεν έχω αναζητήσει τις αιτίες της πολύ σοβαρά… Η διακειμενικότητα δεν με
απασχολεί σαν ζητούμενο. Συμβαίνει φορές,
ένας στίχος ή και μόνο μια λέξη ενός ποιητή που διαβάζω να αναφορτίσει έναν
ολόκληρο στοχασμό, να απελευθερώσει μια ιδέα ή σκέψη δική μου που βρισκόταν
ανέτοιμη στα ενδότερα του μυαλού μου. Έχει συμβεί δίπλα σε μια λέξη άλλου
ποιητή, να γεννηθεί ένα δικό μου ποίημα. Έτσι γίνεται. Η μια λέξη γονιμοποιεί
την άλλη. Μετά, κάποιος άλλος θα ενεργοποιηθεί από την δική μου ιδέα, θα την
επαναφορτίσει, θα την εξελίξει. Αυτό είναι αλληλεπίδραση. Όλα τα έργα, τα
κείμενα, οι μουσικές είναι μέρος ενός μεγαλύτερου πλέγματος που με τον έναν ή
τον άλλον τρόπο συνδέονται. Η
διακειμενικότητα, στη θεωρία της λογοτεχνίας απασχολεί ολόκληρα κεφάλαια,
είναι μια διαδικασία μετασχηματισμού
κειμένων ή μέρος των κειμένων, σε κάτι άλλο, κάτι νέο, μέσω της προσωπικής
ταυτότητας γραφής του καθένα που το επιχειρεί. Δεν είμαι καν σίγουρη αν αυτό
γίνεται συνειδητά. Οι μηχανισμοί αυτής της διαδικασίας είναι μάλλον λεπτοί και
ασαφείς. Για τους κριτικούς η
διακειμενικότητα είναι ένα εργαλείο ανάγνωσης, αλλά ακόμα και οι πιο
ενημερωμένοι και μυημένοι αναγνώστες είναι σε θέση να μπορούν να εντοπίσουν μια
διαλογικότητα ανάμεσα στα κείμενα ή στα ποιήματα. Και αυτή ακόμα η γνώση
της διακειμενικότητας ενεργοποιείται
μέσω της αναγνωστικής εμπειρίας.
Στο ποίημά σας Πίνακας
η εικόνα ξετυλίγεται μπροστά μας όπως ένας ζωγραφικός πίνακας, αλλά και σε άλλα
σας ποιήματα ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως παρακολουθεί μία έκθεση
υπερρεαλιστικής ζωγραφικής. Ποια η σχέση της ποίησης με τις άλλες τέχνες,
τη μουσική ή τη ζωγραφική;
Σ.Δ:Είναι γνωστό
ότι η ζωγραφική και η ποίηση αλληλεπιδρούν. Έχουν «σιαμαίες σχέσεις», είχα διαβάσει σε ένα άρθρο κάποτε,
και το βρήκα απόλυτα ακριβές. Ο Σιμωνίδης άλλωστε είχε πει για την ποίηση:
λαλέουσα ζωγραφική. Και η ζωγραφική είναι ακριβώς ποίηση χωρίς λέξεις. Η
εικονοποιία στην ποίηση μου είναι ισχυρή. Η ζωγραφική μου αρέσει πολύ. Έχω
επισκεφθεί τις μεγαλύτερες πινακοθήκες του κόσμου δεδομένου ότι έχω ταξιδέψει
πολύ. Ο πλούτος αυτών των επισκέψεων και των εμπειριών δεν μπορεί παρά να
καταγράφεται στην ποίησή μου, στον τρόπο που γράφω. Μέλημά μου είναι με σημαίνοντα
και εικόνες να φτιάξω το ποιητικό μου τοπίο. Ναι, κάποια ποιήματα είναι έντονα
επηρεασμένα από πίνακες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική. Η
δυναμική της ατμόσφαιράς ορισμένων μελωδιών, μέσω μιας υπόγειας διεργασίας –που
δεν μπορώ να επιχειρήσω την ερμηνεία της– είναι τόσο έντονη, που παράγει μια
φόρτιση τέτοια, ίσως να ενεργοποιεί συνειρμικούς μηχανισμούς, δεν ξέρω, που
μετουσιώνεται σε λέξεις, σε χώρο και χρόνο. Σε ποιητικό τοπίο. Ένα τέτοιο
ποίημα ακριβώς είναι το ΟΓΚΜΑ, το εναρκτήριο ποίημα της επικείμενης
δεύτερης συλλογής, «Έρως αρόδο». Το
ποίημα γεννήθηκε υπό την επήρεια ενός αγαπημένου μουσικού κομματιού.
Την ημέρα που γεννηθήκατε έπαιζε το "Good luck charm" διά στόματος Elvis Presley και σας ονόμασαν
Ουράνια και Στέλλα, πιστεύετε στο ρητό του Αντισθένη «Αρχή Σοφίας ονομάτων επίσκεψις»; Υπάρχει, πιστεύετε, μία μεταφυσική σχέση του
δημιουργού με την ποίηση με άλλα λόγια
διαλέγει η ποίηση το στόμα μέσω του οποίου θα εκφραστεί;
Σ.Δ: Χα χα, ε, όχι δα! Τι, επειδή κληροδοτήθηκα με δυο επουράνια ονόματα, είμαι
και ουράνιο πλάσμα; Θα με συνέφερε πάντως! Θα δικαιολογούσε κάποιες
εκκεντρικότητες. Ήταν όμως μια παράξενη συγκυρία και τα δυο ονόματα να είναι
του ουρανού. Και το πατρικό μου επώνυμο έχει απόλυτη σχέση με τη γραφή. Είναι
Γραφάκου. Και από πατέρα και από μητέρα! Στην ιστορία του σογιού μας, που
ξεκινά από το 1800 περίπου, υπήρξαν αρκετοί εγγράμματοι άνθρωποι, γραφιάδες, ή
καλαμαράδες όπως λέγονταν και δεδομένου ότι, την εποχή εκείνη, η ιδιότητα ή το
επάγγελμα προσέδιδε σε πολλές περιπτώσεις και το επώνυμο, μια και τους
παρονομάτιζαν έτσι (πχ.Πεταλάς, Σαμαράς, Ψυχοπαίδης, Γράφος, και η κατάληξη –ακος που λειτουργούσε ως υποκοριστικό…).
Σε ό,τι αφορά στο
δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, δεν
ξέρω αν η ποίηση διαλέγει το στόμα και το πνεύμα που θα την υπηρετήσει. Μπορεί
να υπάρχει η τάση, η προδιάθεση, το τάλαντο του Λόγου σε κάποιον. Μα θαρρώ δεν
αρκούν αυτά, ε; Μπορεί οι συγκυρίες να μην τα φέρουν έτσι, ώστε να
καλλιεργηθεί αυτή η προδιάθεση, και να μην υπάρξει ο ποιητής, όσο κι αν η
Ποίηση τον είχε επιλέξει όπως λέτε.
Πώς δόθηκε ο τίτλος της δεύτερης ποιητικής σας συλλογής «Μέλισσες
σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες»;
Σ.Δ: Ο τίτλος ήρθε και με βρήκε. Και πολύ καλά έκανε, διότι
έχω μια δυσκολία με τους τίτλους. Και χάρηκα πάρα πολύ όταν συνέβη!
Στην ενότητα «Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις Κοιλάδες», που
είναι μια ενότητα με έντονο το υπερρεαλιστικό στοιχείο, πραγματεύομαι τη δημιουργική
αγωνία του ποιητή να γεμίσει το λευκό χαρτί, τη λευκή κοιλάδα. Ο τίτλος
περιέχει τον συμβολισμό και τα σημαίνοντα της κοπιώδους εργασίας –όπως είναι το
σφουγγάρισμα–, της εργατικότητας της μέλισσας,
τα σημαίνοντα της γονιμότητας και το απότοκό της, το μέλι της ποιητικής
πράξης, δηλαδή το ποίημα...
Στη δεύτερη ποιητική σας συλλογή αρκετά από τα ποιήματά
σας είναι «ποιήματα ποιητικής», δηλαδή πραγματεύονται τον αγώνα της γραφής ενός
ποιήματος. Πιστεύετε στο θάνατο του συγγραφέα-ποιητή ή έχει υπερεκτιμηθεί ο ρόλος του αναγνώστη
σήμερα;
Σ.Δ:Δεν είμαι σίγουρη αν κατάλαβα καλά την ερώτηση. Αν
εννοείτε τον θάνατο του ποιητή ως πνευματικό υλικό, ή αν εννοείτε τη μη
αναγνωσιμότητά του…
Ο ποιητής/ συγγραφέας κανονικά δεν πρέπει να νοιάζεται
για το αναγνωστικό κοινό του. Με την έννοια ότι ο ποιητής/ συγγραφέας θα πρέπει
να υπερβεί ‘’τα αναγνωστικά κοινά’’. Να
κάνει τη δουλειά του. Ο ποιητής γράφει. Συμβαίνει. Ζει στο χώρο και το
χρόνο του ποιήματός του. Βρίσκει τα « θρύψαλα της μέντας». Βιώνει του «σχήματος
το ρίγος» και υφίσταται μοιραία και ανακουφιστικά τις «κράμπες της τελείωσης». Ο ποιητής εκεί αυτό-θανατώνεται για να
αναστηθεί στο επόμενο έργο του ξανά και ξανά. Γιατί η συγγραφή είναι και
γέννηση και θάνατος. Έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Το ποίημα που θα φύγει από το
χέρι του και θα εκτεθεί ως ανάγνωσμα δεν του ανήκει πια. Η δικαιοσύνη που
περιμένει ένα ποίημα ή μια ποιητική κυψέλη είναι η θέση του και το ύψος του στο
χρόνο. Το αναγνωστικό κοινό είναι συγκυριακό και κινούμενο, και ασφαλώς δεν
πιστεύω ότι αποφασίζει αυτό για το θάνατο του ποιητή/ συγγραφέα. Φροντίζει
ωστόσο για τη συνεχή επιμήκυνση του έργου στο χρόνο . Ένας γραφιάς μπορεί να
παραμείνει στην αναγνωστική αφάνεια για
ένα διάστημα και αίφνης να υπάρξει σε άλλο χρόνο μια φρενήρης αναγνωσιμότητα,
ήτοι, η νεκρανάστασή του. Τα πνευματικά έργα, αν αυτά είναι ικανά, θεωρώ, πάντως, πως δεν είναι αναλώσιμα.
Ποιους ποιητές θα ονομάζατε ως προγόνους σας και πώς σας
επηρέασαν;
Σ.Δ: Πολλούς.
Έλληνες και ξένους. Κατά καιρούς αγαπώ με πάθος ποιητές που θεωρώ εμπνευσμένους
και ασκούν ιδιαίτερη επίδραση σε μένα.
Αγκιστρώνομαι πολύ εύκολα από τις ατμόσφαιρες των ποιητικών έργων που με
ενδιαφέρουν που με συνεγείρουν και με
εμπνέουν. Έχει χρειαστεί να απομακρυνθώ για ένα διάστημα από ποιητές που επιδρούν
«επικίνδυνα», ακριβώς για να μην κινδυνεύσω να τους μιμηθώ. Μου αρέσει πολύ να
διαβάζω πρωτότυπες γραφές, μου αρέσει να ανακαλύπτω περιθωριακούς ποιητές. Αν
προς χάριν της ερώτησής σας πρέπει οπωσδήποτε να καταδείξω κάποιους, ενδεικτικά
θα αναφέρω τα ονόματα ορισμένων που άσκησαν επιρροή, από τους παλαιότερους. Τον
Κακναβάτο, τον Καρούζο, τον Κάλλα, τον Καραβίτη, τον Ασλάνογλου, τον Λειβαδίτη, και τον Αλέξη Τραϊανό στα καθ’ ημάς. Από την αλλοδαπή, τον Kάμμινγκς, τον
Μπάρρυμαν, τον Ράνταλ Τζάρελ, την Πλαθ, την Αλεχάντρα Πισαρνίκ, τη Σιμπόρσκα,
τον Χόλουμπ, τον Τούμας Τρανστρέμερ και τον εσχάτως ανακαλυφθέντα Μιγέλ
Λαμπορδέτα, που ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη για μένα. Εκστασιάστηκα! Διαβάζω
πολύ και νέους ποιητές. Υπάρχει ικανό αίμα.
Στο διαδίκτυο διατηρώ ένα μπλογκ τους ΨΥΧΟΝΑΥΤΕΣ, που το
ενημερώνω διαρκώς, και αναρτώ έργα των εκπροσώπων της νέας ελληνικής ποίησης
αλλά και δείγματα εργασίας νέων ποιητών. Ο σύνδεσμος είναι ο ακόλουθος: https://doumoustella.wordpress.com/
Μπορεί να παίξει κοινωνικό ρόλο η ποίηση στη σύγχρονη
Ελλάδα και εάν Ναι με ποιον τρόπο;
Σ.Δ: Δεν
μπορώ να δω με ποιον τρόπο θα μπορούσε η
ποίηση να παίξει κοινωνικό ρόλο στην Ελλάδα ή αλλού, εκτός πια αν μιλάμε για
έναν τόπο με ένα σύνολο ανθρώπων που κινητοποιείται από Θούριους και ύμνους.
Αλλά νομίζω ότι παρήλθαν αυτοί οι αιώνες και αυτές οι πρακτικές. Η ποίηση
μπορεί να ενισχύσει, να αναβαθμίσει, να αναπτύξει την αισθητική ή να συγκινήσει ευαισθητοποιώντας, στην
καλύτερη περίπτωση. Μπορεί να καταγράφει τη μελανή ή ζοφερή περιρρέουσα
πραγματικότητα ενός κοινωνικού γίγνεσθαι, όμως δεν δίνει λύσεις, δεν
μπορεί να δράσει δυναμικά εκτός απ’ το
να προσφέρει πνευματική διέγερση, «πολιτιστική εγγραμματοσύνη», κάπου το
διάβασα αυτό και μου άρεσε. Ο ίδιος ο ποιητής όμως οφείλει να έχει κοινωνικό
ρόλο. Έχει χρέος να έχει ανοιχτά και παγκόσμια αυτιά και μάτια. Οφείλει να
εποπτεύει, να παρατηρεί προσεκτικά και
να συμβαίνει ο ίδιος με ιδέες και δυνάμεις.
Δεν μπορεί ίσως να αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να μετέχει στην
Αλήθεια του. Για να δικαιούται να είναι και η ποίησή του αληθινή.
Ποια η γνώμη σας για την ποίηση του Διαδικτύου; Αποτελεί
κομμάτι του πολιτισμού μας και εάν Ναι πώς θα ορίζατε τον ρόλο της ποίησης του
Διαδικτύου;
Σ.Δ: Το θέμα αυτό είναι τεράστιο, ίσως επειδή είναι
πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο, και η ανατομία του φαινομένου αυτού δεν αναλύεται σε λίγες γραμμές. Θα επιχειρούσα
να πω ότι εξαρτάται από ποια οπτική το
παρατηρεί κανένας. Κι αυτό γιατί γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλές γνώμες και συχνά
αντικρουόμενες γι’ αυτή την κουβέντα. Το διαδίκτυο είναι ένας σχετικά καινούργιος
τρόπος να επικοινωνηθούν πράγματα,
πολλές φορές κιόλας διαδραστικά. Θεωρώ ότι θα μπορούσε να είναι ένα πολιτιστικό
πλαίσιο μια και συνδέει απόψεις, σκέψεις,
προσωπικά credo, καθώς και προϊόντα
πνευματικής εργασίας και ενασχόλησης ανθρώπων που βρίσκονται διασκορπισμένοι
στα 4 σημεία του ορίζοντα. Σε αυτόν το βαθμό εξυπηρετείται μια ιδιότυπη
επικοινωνία και διάδραση. Και σε αυτό το σημείο θα μπορούσα να παραδεχθώ ότι
παράγει πολιτισμό ή ότι τέλος πάντων είναι ένα εργαλείο πολιτισμού. Φυσικά, επειδή
το διαδίκτυο είναι ένας ιστότόπος υπερβολικά ευρύς, υπερβολικά χαώδης και
υπερβολικά εικονικός, η έκθεση αυτών των προϊόντων είναι συχνά
ανεξέλεγκτη και η ποιότητά τους αμφιλεγόμενη. Αυτό είναι αναπόφευκτο φαινόμενο, όπως και το
φαινόμενο μιας υπερέκθεσης συχνά ενοχλητικής, μας δίνεται όμως απεριόριστα και
δυνατότητα επιλογής. Η επιλογή αυτή εξαρτάται από το αισθητικό κριτήριο του
καθένα και την ετοιμότητά του να αναγνωρίσει μέσα στο διαδικτυακό περιβάλλον πολύ
ωραία και σοβαρά προϊόντα. Σε ό,τι με
αφορά πάντως είχα την χαρά να «γνωρίσω» μέσα από το διαδίκτυο την ποίηση ή τα
πνευματικά έργα πολύ σημαντικών
ανθρώπων. Να ορίσω τον ρόλο της ποίησης στο διαδίκτυο; Τον ορίζω όπως ακριβώς τον ρόλο που έχει η ποίηση εκτός
ιστού ...
Τελικά προσφέρει
κάτι ο ποιητής εκτός από «λεκτικές εξαπατήσεις»;
Σ.Δ: Ειλικρινά, δεν
γνωρίζω! Εάν γνώριζα ίσως την απάντηση, και με ικανοποιούσε, να σκότωνα τον
ποιητή μέσα μου, γιατί με βασανίζει, πολλές φορές, ανηλεώς!
Στέλλα Δούμου- Γραφάκου
Γεννήθηκα με επιτυχία, στο Κλεινόν Άστυ, μήνα Μάιο, ημέρα
δροσάτη Παρασκευή, ο τότε Κόσμος σε γενικές γραμμές καθόταν ήσυχος και στο
ραδιόφωνο ακουγόταν ειδικά για μένα υποθέτω, τo "Good luck charm" δια
στόματος Elvis Presley. Ο ουρανός ήταν αίθριος και τα αστέρια εύκαιρα και
χυμώδη, γι αυτό και με ονόμασαν Ουράνια και Στέλλα ταυτόχρονα.
Αγάπησα κάθε τι που είχε σχέση με τον ουρανό φυσικά, αγάπησα
και την θάλασσα μια και τα μέρη που μεγάλωσα είχαν και από τα δύο. Αυτή δε η
τέλεια δοσολογία, με ευεργέτησε καθ΄ ολοκληρία καθότι έμαθα να συλλαβίζω πολύ
εύκολα τους ολοστρόγγυλους ουράνιους φθόγγους, ύστερα τα μεγάλα Θήτα και τα ιώδη φωνήεντα κύματα και επιπλέον να
φεγγίζω τις νύχτες.
Κάποτε, ομολογώ όχι χωρίς συστολή, επισκέφθηκα τους Οίκους
της Ποίησης με ένα χαρτί στο χέρι, το οποίο γέμιζε λέξεις κάθε που συνέβαινε η
ψυχή να σηκώνεται στις μύτες. Η ποίηση, βεβαίως, δεν γνώριζε πως είχε
καλεσμένους, μα όταν με δέχθηκε στα σαλόνια της, έμεινα με ανοιχτό το στόμα από
το μεγαλείο της, και την λιτή της κομψότητα. Στο μεταξύ γίναμε φίλες και μου
είπε και δύο κουβέντες εμπιστευτικά. ‘’Αν θέλεις, μου είπε, να δείχνεις όμορφη
μέσα εδώ, φρόντισε να περπατάς όσο πιο απλά, αργά και σεμνά γίνεται. Να κρατάς
πάντα κάτι βαρύ και ανείπωτο στο ένα χέρι, και με το άλλο να κρατάς τη σκιά σου
μην σε ξεπεράσει από έπαρση. Γράφε, μα γράφε ταπεινά και η ποίηση κάποτε θα σε
ανταμείψει με το καλό της φιλί. Τίποτε άλλο δεν δικαιούσαι, και τίποτα δεν
είναι πιο πολύ.’’
Το 2012 Ο φιλολογικός σύλλογος "Παρνασσός",
στον ετήσιο διαγωνισμό που
προκήρυξε και έλαβα μέρος, επέμενε να μου αποδώσει το Α’ βραβείο για την συλλογή
μου «Χαμηλές Οκτάβες» η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς
Η ποιητική μου περιουσία, αριθμεί 8 συλλογές , όλες
ανέκδοτες, πλην όμως, ο θεός είναι μεγάλος.
Η ποιητική μου παρουσία σε ηλεκτρονικά έντυπα και σε
ιστολόγια είναι αυτό που θα λέγαμε, διακριτική.
Με το όνομα ‘’Ουράνια’ ’έχω υπογράψει στίχους που έχουν
μελοποιηθεί καθώς και στίχους που
προορίζονταν να πλαισιώσουν το θεατρικό
έργο ‘’Λωξάντρα’’